Χριστιανός καί Σταυρός,
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!…
Εἰς Φιλιππησίους 13, ΕΠΕ 22, 8-10.
(Πηγή: «Χριστιανός καί Σταυρός», Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)
Σταυρωθέντα καί ταφέντα…,
Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
A. Εἶναι καύχημα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας βέβαια τό καθετί πού ἔπραξε ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά τό καύχημα τῶν καυχημάτων εἶναι ὁ Σταυρός Του. Τοῦτο ἀσφαλῶς γνωρίζοντας ὁ Παῦλος, λέει: «ὅσο γιά μένα, ἄς μή γίνει νά καυχηθῶ γιά τίποτε ἄλλο, παρά μόνο γιά τό Σταυρό τοῦ Κυρίου μας, Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6, 14).
Ἦταν πραγματικά θαυμαστό πού ἀνέβλεψε ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ (πρβλ. Ἰωάν. 9, 7), ἀλλά τί εἶναι αὐτό μπροστά στήν ἀνάβλεψη τῶν πνευματικά τυφλῶν ὅλης τῆς οἰκουμένης; Θεωρεῖται μέγα θαῦμα καί ὑπερφυσικό πού ἀναστήθηκε ὁ Λάζαρος, ἐνῶ ἦταν τετραήμερος νεκρός, ἀλλά τότε ἡ χάρη τῆς Ἀναστάσεως σταμάτησε σ᾽ αὐτόν. Τί εἶναι ὅμως αὐτό μπροστά στήν ἀνάσταση τῶν νεκρωμένων ἀπό τήν ἁμαρτία, σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη; Εἶναι θαυμαστό πού ἀπό τούς πέντε ἄρτους πήγασε τροφή γιά πέντε χιλιάδες (πρβλ. Ματθ. 14, 21), ἀλλά τί εἶναι αὐτό μπρός στό ὅτι χόρτασε αὐτούς «πού πέθαιναν ἀπό πνευματική πείνα, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιάς τους, σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς»; (Πρβλ. Ἀμ. 8, 11). Εἶναι θαυμαστό πού ἐλευθέρωσε τή γυναίκα ἐκείνη, τή δεμένη ἀπό τό Σατανά δεκαοχτώ χρόνια, ἀλλά τί εἶναι αὐτό μπροστά στήν ἐλευθερία πού ἔδωσε σέ ὅλους ἐμᾶς, τούς σφιχτοδεμένους μέ βαριές ἁλυσίδες ἁμαρτημάτων; (πρβλ. Παρμ. 5, 22). Αὐτό λοιπόν, τό ὁλόφωτο στεφάνι τῆς δόξας τοῦ Σταυροῦ, ἀφενός φώτισε τούς τυφλωμένους ἀπό τήν ἀγνωσία καί ἀφετέρου ἐλευθέρωσε τούς δέσμιους τῆς ἁμαρτίας καί δυναμικά λύτρωσε ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλων τῶν αἰώνων.
Β’. Καί μή σοῦ φαίνεται παράξενο σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά δυσπιστεῖς, ἄν πραγματικά ἔδωσε τή λύτρωση δυναμικά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων. Διότι δέν ἦταν ἄνθρωπος ἁπλός αὐτός πού πέθανε γιά μᾶς, ἀλλά ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ» ὁ Μονογενής. Καί μπόρεσε βέβαια ἡ ἁμαρτία ἑνός ἄνδρα, τοῦ Ἀδάμ, νά κάνει θνητούς ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλων τῶν αἰώνων. Ἀλλά, ἄν μέ τό παράπτωμα τοῦ ἑνός βασίλευσε ὁ θάνατος στόν κόσμο, πῶς, πολύ περισσότερο, δέν θά βασιλεύσει ἡ ζωή μέ τή δικαιοσύνη τοῦ Ἑνός; (Πρβλ. Ρωμ. 5, 17). Καί ἄν τότε, ἐπειδή ἔφαγαν ἀπό τό «ξύλο τῆς ζωῆς» οἱ Πρωτόπλαστοι διώχτηκαν ἀπό τόν Παράδεισο (πρβλ. Γέν. 3, 24), ἄραγε τώρα, χάρη στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἰησοῦ, δέν θά μποῦν εὐκολότερα μέσα στόν Παράδεισο ὅσοι πιστέψουν; Ἄν ἐκεῖνος πού πρῶτος πλάστηκε ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς ἐπέφερε οἰκουμενικό θάνατο, ἄραγε δέν θά φέρει ζωή αἰώνια «Ἐκεῖνος πού τόν ἔπλασε ἀπό τή γῆ» (Γέν. 2, 7), ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ἡ Ζωή; (πρβλ. Ἰωάν. 14, 6). Ἄν ὁ Φινεές, δείχνοντας ζῆλο καί φονεύοντας τόν αἰσχροποιό ἐκεῖνον, κατέπαυσε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς ‒ ὄχι μέ τό φόνο κάποιου ἄλλου, ἀλλά μέ τό νά θυσιάσει τόν ἑαυτό Του ὡς ἀντίλυτρο ‒ δέν μπορεῖ νά ἐξαλείψει τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους;
Γ’. Νά μή ντρεπόμαστε λοιπόν γιά τό Σταυρό τοῦ Σωτήρα μας, ἀλλά μᾶλλον νά καυχώμαστε. Εἶναι βέβαια ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ γιά τούς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιά τούς εἰδωλολάτρες ἀνοησία (πρβλ. Α’ Κορ. 1, 18. 23), ἀλλά γιά μᾶς εἶναι σωτηρία. Πραγματικά, «γιά ὅσους βαδίζουν τό δρόμο τῆς σωτηρίας εἶναι δύναμη Θεοῦ» (Α’ Κορ. 1, 18). Διότι δέ ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος αὐτός πού πέθανε γιά μᾶς, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά Υἱός Θεοῦ, Θεός πού ἐνανθρώπησε. Ἔπειτα, ἄν τό πρόβατο, τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, ἔδιωχνε μακριά τόν ἐξολοθρευτή ἄγγελο (πρβλ. Ἔξ. 12, 23), «ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (πρβλ. Ἰωάν. 1, 29), πολύ περισσότερο, δέν θά ἐλευθέρωνε τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες; Καί ἄν τό αἷμα ἑνός ἄλογου ζώου, ὅπως τόν πρόβατο, παρεῖχε τή σωτηρία, τό Αἷμα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν σώζει πολύ περισσότερο; Ἄν κάποιος δέν πιστεύει στή δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἄς πιστεύει στά ὁλοφάνερα γεγονότα. Γιατί πολλοί σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη σταυρώθηκαν, ἀλλά κανένα δέν τρέμουν οἱ δαίμονες. Τοῦ Χριστοῦ ὅμως, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς, καί μόνο τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ νά δοῦν, τρέμουν οἱ δαίμονες, ἐπειδή οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πέθαναν στό σταυρό ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους, ὁ Χριστός ὅμως πέθανε γιά τίς ξένες ἁμαρτίες. «Διότι δέν ἁμάρτησε, οὔτε βρέθηκε δόλος στό στόμα Του» (Α’ Πέτρ. 2, 22. πρβλ. Ἡσ. 53, 9).
Καί δέν εἶναι μόνο ὁ Πέτρος πού τό λέει αὐτό ‒ γιατί θά μποροῦσε κανείς νά ὑποπτευθεῖ ὅτι χαρίζεται στό δάσκαλό του καί τό λέει ‒ ἀλλά τό εἶπε καί ὁ Ἡσαΐας, πού μπορεῖ νά μήν ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Ἰησοῦ μέ τό σῶμα, ἀλλά μέ τό πνεῦμα προεῖδε τήν ἔνσαρκη παρουσία Του. Καί γιατί φέρνω τώρα μάρτυρα μόνο τόν Προφήτη; Πάρε μάρτυρα τόν Πιλάτο, αὐτόν πού Τόν καταδίκασε καί εἶπε: «Δέν βρίσκω τίποτα τό κακό στόν ἄνθρωπο Αὐτόν» (Λουκ. 23, 14). Παραδίνοντας δέ Αὐτόν προδομένο καί νίπτοντας τά χέρια του εἶπε: «Εἶμαι ἀθῶος ἀπό τό αἷμα τοῦ δικαίου τούτου» (Ματθ. 27, 24). Ἀλλά ὑπάρχει κι ἄλλος μάρτυρας τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ πρωτοστάτης τοῦ Παραδείσου, ὁ ληστής, πού κατηγορεῖ τόν ἄλλο ληστή καί τοῦ λέει: «Ἐμεῖς ἀπολαμβάνουμε ἄξια ὅσων πράξαμε, αὐτός ὅμως δέν ἔκανε κανένα κακό» (Λουκ. 23, 41). Καί αὐτό τό γνωρίζουμε γιατί καί σύ καί ἐγώ ἤμασταν παρόντες στή δίκη Του.
Δ’. Ἔπαθε λοιπόν, στ᾽ ἀλήθεια, ὁ Ἰησοῦς γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων. Διότι δέν εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, διαφορετικά θά ἦταν φαντασία καί ἡ λύτρωση. Δέν εἶναι φαντασία ὁ θάνατος, ἀλλοιῶς θά ἦταν μύθος καί ἡ σωτηρία. Ἄν ἦταν φαντασία ὁ θάνατος, θά εἶχαν δίκιο αὐτοί πού εἶπαν: «Θυμηθήκαμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος ἔλεγε, ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ» (Ματθ. 27, 63). Εἶναι λοιπόν τό Πάθος τοῦ Κυρίου ἀληθές, διότι ἀληθινά σταυρώθηκε καί δέν ντρεπόμαστε γι᾽ αὐτό. Σταυρώθηκε καί δέν τό ἀρνούμαστε, ἀλλά μᾶλλον ἐγώ καυχῶμαι καί σᾶς λέω: Ἀκόμη καί νά ἤθελα νά τό ἀρνηθῶ, μέ ἐλέγχει αὐτός ἐδῶ ὁ Γολγοθάς, πλησίον τοῦ ὁποίου παρευρισκόμαστε ὅλοι τώρα. Μέ ἐλέγχει τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖο λίγο-λίγο ἀπό ἐδῶ διαμοιράστηκε σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ὁμολογῶ τό Σταυρό ἐπειδή γνωρίζω τήν Ἀνάσταση. Διότι, ἄν ἀπέμενε μόνο Ἐσταυρωμένος ὁ Κύριος, χωρίς νά ἀναστηθεῖ, μπορεῖ νά μήν ὁμολογοῦσα. Θά τό ἔκρυβα ἴσως μαζί μέ τό δάσκαλό μου. Τώρα ὅμως πού διαδέχτηκε τό Σταυρό ἡ Ἀνάσταση, δέν ντρέπομαι νά τά διηγοῦμαι ὅλα αὐτά.
Ε’. Ἔχοντας λοιπόν ὅμοια μέ ὅλους μας ἀνθρώπινη φύση καί ὑπόσταση, σταυρώθηκε, ἀλλά ὄχι βέβαια γιατί εἶχε ὅπως ἐμεῖς ἁμαρτίες. Διότι δέν ὁδηγήθηκε στό θάνατο ἀπό φιλοχρηματία, ἀφοῦ ἦταν δάσκαλος τῆς ἀκτημοσύνης. Οὔτε καταδικάστηκε ἐξαιτίας τῆς φιληδονίας, ἀφοῦ εἶναι Ἐκεῖνος πού λέει σαφῶς ὅτι «ὅποιος κοιτάξει γυναίκα μέ ἐπιθυμία φιλήδονη, ἤδη ἔχει πέσει στό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας μέ αὐτήν» (Ματθ. 5, 28). Οὔτε πάλι ἀπό ἀπερίσκεπτη ὁρμή χτύπησε κάποιον ἤ τόν πλήγωσε, διότι ἔστρεφε καί τό ἄλλο μάγουλο σ᾽ ὅποιον τόν χτυποῦσε (πρβλ. Ματθ. 5, 39. 26, 67). Οὔτε καταφρόνησε τό Νόμο, διότι Αὐτός ἦταν πού ὁλοκλήρωσε τό Νόμο. Οὔτε τούς Προφῆτες ὀνείδισε, γιατί Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος, γιά τόν Ὁποῖο κατά καιρούς προφήτευαν οἱ Προφῆτες. Οὔτε ἀρνήθηκε νά δώσει τό μισθό κανενός, διότι ἀμισθεί καί δωρεάν θεράπευε τούς πάντες. Δέν ἁμάρτησε οὔτε μέ λόγια, οὔτε μέ λογισμούς. «Αὐτός πού δέν ἔπεσε σέ καμιά ἁμαρτία, οὔτε βρέθηκε δόλος στό στόμα Του, πού, ἐνῶ χλευαζόταν καί ὀνειδιζόταν, δέν χλεύαζε οὔτε ὀνείδιζε κανέναν καί ἐνῶ ἔπασχε ἄδικα, δέν ἀπειλοῦσε κανέναν» (Α’ Πέτρ. 2, 22-23), Αὐτός πού ἦρθε πρός τό Πάθος, ὄχι ἀκούσια, ἀλλά ἑκούσια. Αὐτός ἀκόμα καί τώρα, ἄν κάποιος προσπαθοῦσε νά Τόν πείσει νά ἀλλάξει τρόπο ζωῆς καί τοῦ ἔλεγε, «ὁ Θεός νά σέ φυλάξει, Κύριε, ἀπ᾽ ὅλα τοῦτα τά φοβερά» (Ματθ. 16, 22), πάλι θά ἀπαντοῦσε σ᾽ αὐτόν, «πήγαινε πίσω μου, Σατανά» (Ματθ. 16, 23).
ΣΤ’. Θέλεις ὅμως νά πεισθεῖς ὅτι ἦρθε πρός τό πάθος ἑκούσια; Νά, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν τό θάνατό τους, πεθαίνουν χωρίς τή θέλησή τους. Αὐτός ὅμως προέλεγε γιά τό Πάθος Του: «Δές παραδίνεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά σταυρωθεῖ» (Ματθ. 26, 2). Καί ξέρεις πολύ καλά γιατί δέν ἀπέφυγε τό θάνατο ὁ Φιλάνθρωπος. Γιά νά μή χαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος μέσα στίς ἁμαρτίες. «Δές, ἀνεβαίνουμε στά Ἱεροσόλυμα καί θά παραδοθεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 20, 18), «καί θά σταυρωθεῖ» (πρβλ. Ματθ. 20, 19). Καί πάλι: «Ἔστρεψε τό πρόσωπό Του καί προσήλωσε τό βλέμμα Του, μέ ἀπόφαση νά πορευθεῖ στά Ἱεροσόλυμα» (Λουκ. 9, 51). Θέλεις ἀκόμα νά μάθεις σαφῶς ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι δόξα γιά τόν Ἰησοῦ; Ἄκουσε Αὐτόν τόν Ἴδιο πού μιλάει καί ὄχι ἐμένα. Τόν πρόδωσε ὁ Ἰούδας, δείχνοντας ἔτσι τήν ἀγνωμοσύνη του πρός τόν οἰκοδεσπότη. Αὐτός λοιπόν ὁ προδότης, ἀφοῦ βγῆκε ἔξω ἀπό τό Δεῖπνο, εὐθύς ἀμέσως ‒ ἐνῶ εἶχε πιεῖ τό ποτήρι τῆς εὐλογίας ἀντί γιά τό πόμα τῆς σωτηρίας πού τοῦ ἔδωσε ‒ ἐπιθυμοῦσε νά χύσει τό δίκαιο Αἷμα τοῦ Κυρίου. «Αὐτός πού τόν εἶχε ὁμοτράπεζό Του καί ἔτρωγε τόν ἄρτο Του ὕψωσε πολύ ψηλά τή φτέρνα του καί τόν κλώτσησε, σάν ἀτίθασο καί ἀχάριστο ζῶο» (πρβλ. Ψαλμ. 40, 10). Μόλις πού εἶχαν δεχτεῖ τά χέρια του τίς εὐλογίες καί πάραυτα, χάρη τῶν χρημάτων, προμελετοῦσε προδοτικό θάνατο. Καί ἐνῶ ἐλέγχθηκε καί ἄκουσε τό «σύ τό εἶπες μόνος σου» (Ματθ. 26, 25), πάλι βγῆκε ἔξω γιά νά Τόν προδώσει. Ἔπειτα ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: «Ἔχει φτάσει ἡ ὥρα, γιά νά δοξαστεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 12, 23). Βλέπεις ὅτι θεωρεῖ δόξα δική Του τό Σταυρό; Ἀλλά καί τό ἄλλο: Ὁ Ἡσαΐας, ἐνῶ τόν πριόνισαν, δέν ντρέπεται, καί ὁ Χριστός πού πεθαίνει γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος, θά τό θεωρήσει ντροπή; «Τώρα πιά δοξάστηκε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 13, 31). Ὄχι, ὅτι προηγουμένως δέν εἶχε δόξα, διότι ἦταν δοξασμένος μέ τή δόξα πού εἶχε πρό κατά βολῆς κόσμου (πρβλ. Ἰωάν. 17, 5. 24). Ἦταν δοξασμένος πάντοτε ὡς Θεός, τώρα ὅμως δοξαζόταν ἐπειδή φόρεσε τό στεφάνι τῆς ὑπομονῆς. Δέν ἄφησε τή ζωή αὐτή ἀναγκαστικά, δέν θυσιάστηκε χωρίς νά τό θέλει, ἀλλά ἑκούσια. Ἄκου τί λέει: «Ἔχω ἐξουσία νά θυσιάσω τήν ψυχή μου καί ἔχω ἐξουσία νά τήν πάρω πάλι» (Ἰωάν. 10, 18). Ἐπειδή θέλω, συγχωρῶ τούς ἐχθρούς μου. Ἐάν δέν ἤθελα, δέν θά γινόταν ἡ θυσία. Ἦλθε ἑπομένως μέ τήν προαίρεσή Του πρός τό Πάθος, ὄντας χαρούμενος γιά τήν πράξη Του αὐτή, μειδιώντας γιά τό στεφάνι τῆς δόξας, πλήρης χαρᾶς γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά ντρέπεται γιά τό Σταυρό, διότι ἔσωζε τήν οἰκουμένη. Δέν ἦταν ὁ πάσχων τιποτένιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός πού ἐνανθρώπησε καί ἀγωνίστηκε στό ἄθλημα τῆς ὑπομονῆς. (…)
Κ’. Τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ προφητικά προτύπωσε ὁ Μωυσῆς, τότε πού κρέμασε στό ξύλο τό χάλκινο φίδι, ὥστε ὅποιος δαγκωνόταν ἀπό τό ζωντανό φίδι (πού καί αὐτό προτύπωνε τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο ἀπό τήν ἁμαρτία) προσβλέποντας στό χάλκινο φίδι, νά σωθεῖ, δίνοντας ἔτσι τή σχετική πίστη του στόν Θεό καί στόν Προφήτη Του (πρβλ. Ἀριθ. 21, 9). Ἔπειτα τό χάλκινο φίδι σταυρωμένο σώζει καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός πού ἔγινε καί ἄνθρωπος, Σταυρωμένος δέν μπορεῖ νά σώζει; Ἀπό παλιά μέχρι σήμερα, ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου λειτουργήθηκε καί προστατεύθηκε σέ σχέση μέ τό ξύλο. Στήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὡς γνωστό, μέ τήν ξύλινη κιβωτό σώθηκε ἡ ζωή τῶν δίκαιων ἀνθρώπων. Ἡ θάλασσα πάλι τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, μόλις εἶδε τήν ξύλινη ράβδο, πού καί αὐτή προτύπωνε τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, φοβήθηκε αὐτόν πού τήν ἄγγιξε. Λοιπόν, τό ραβδί τοῦ Μωυσῆ ἔχει δύναμη, καί ὁ Σταυρός τοῦ Σωτήρα ἀδυνατεῖ; Ἀλλά ἀφήνω ὅσα πολλά ἄλλα θά μποροῦσα νά ἀναφέρω γιά τήν προτύπωση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά μή μακρύνω τό λόγο, καί περιορίζομαι νά σᾶς θυμίσω ὅτι τό ξύλο τότε ἐπί Μωυσῆ γλύκανε τό νερό (πρβλ. Ἔξ. 15, 25) καί «ὅτι ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἰησοῦ τό νερό ἔρευσε πάνω στό ξύλο» (πρβλ. Ἰωάν. 19, 34).
ΚΑ’. Τά πρῶτα καταπληκτικά καί ἀξιοθαύμαστα γεγονότα πού ὁ Θεός ἔκανε μέ τή μεσολάβηση τοῦ Μωυσῆ, σχετίζονται μέ τό αἷμα καί τό νερό. Καί τό τελευταῖο ἀπό τά θαύματα πού ὁ Ἰησοῦς ἔκανε, σχετίζεται καί αὐτό μέ τό αἷμα καί τό νερό. Στό πρῶτο του θαῦμα ὁ Μωυσῆς «μετέβαλε τόν ποταμό σέ αἷμα» (πρβλ. Ἔξ. 7, 20) καί ὁ Ἰησοῦς στό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του ἔκανε νά ξεχυθεῖ ἀπό τήν πλευρά Του νερό καί αἷμα μαζί. Ἴσως ἔγινε αὐτό γιά ἐκεῖνες τίς δύο φωνές, τοῦ κριτῆ πού Τόν δίκαζε καί τοῦ λαοῦ πού κραύγαζε ἐναντίον Του. Ἤ καλύτερα γιά τούς πιστούς καί τούς ἄπιστους. Διότι, στ᾽ ἀλήθεια, ὁ Πιλάτος ἔλεγε: «Εἶμαι ἀθῶος καί μέ νερό ἔνιψε τά χέρια του» (πρβλ. Ματθ. 27, 24). Καί ὁ λαός, πού ἀπαιτοῦσε τήν καταδίκη Του, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τό αἷμα Του ἄς πέσει πάνω μας» (Ματθ. 27, 25). Καί τά δύο λοιπόν ἀνέβλυσαν ἀπό τήν πλευρά Του. Τό νερό ἴσως γιά τόν κριτή Του καί τό αἷμα γιά τό λαό πού κραύγαζε. Ἀλλά καί διαφορετικά μποροῦμε νά τό ἐννοήσουμε. Στούς Ἰουδαίους ἀναφέρεται τό αἷμα, στούς χριστιανούς τό νερό. Καί σ᾽ ἐκείνους βέβαια ὡς ἐχθρούς καί πονηρούς καί φονευτές τοῦ Χριστοῦ, θά ἐπέλθει ἡ σωτηρία μέ τό νερό τοῦ Βαπτίσματος. Δέν ἔχει γίνει τίποτα τυχαῖο. Οἱ ἑρμηνευτές ὅμως Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔδωσαν καί ἄλλη ἐξήγηση γιά τό θέμα αὐτό. Γιατί, σύμφωνα μέ ὅσα σχετικά μᾶς ἀποκαλύπτονται στά ἱερά Εὐαγγέλια, μέ δύο μόνο τρόπους μποροῦμε σίγουρα νά πάρουμε τή Χάρη τοῦ σωτηριώδους Βαπτίσματος. Ὁ πρῶτος εἶναι αὐτός μέ τόν ὁποῖο παρέχεται καί σέ σᾶς τούς Φωτιζόμενους, δηλαδή μέ τό βαπτισματικό νερό. Καί ὁ δεύτερος εἶναι ὁ τρόπος πού στόν καιρό τῶν διωγμῶν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες βαπτίζονται μέσα στό ἴδιο τό αἷμα τους. Βγῆκε λοιπόν ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἰησοῦ αἷμα καί νερό (πρβλ. Ἰωάν. 19, 34). Διότι Αὐτόν τόν Ἴδιο Χριστό ὁμολογοῦμε ὡς Σωτήρα μας καί μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού κάναμε πρίν ἀπό τό Βάπτισμα καί μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού κάνουμε πρίν ἀπό τό μαρτύριο. Ὑπάρχει καί ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖο λογχεύθηκε ἡ πλευρά τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ γυναίκα πού πλάστηκε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ ἁμάρτησε πρώτη καί προκάλεσε καί τόν ἄνδρα νά ἁμαρτήσει. Καί ὁ Ἰησοῦς ἦλθε μέν γιά νά χαρίσει τή συγχώρεση καί στούς ἄνδρες καί στίς γυναῖκες, ἀλλά λογχεύθηκε στήν πλευρά Του, εἰδικότερα χάρη τῶν γυναικῶν, γιά νά ἐξαλείψει αὐτή τήν ἰδιαίτερη ἐνοχή τους.
ΚΒ’. Ἀλλά ἄν ἤθελε κάποιος νά ἑρευνήσει περισσότερο, θά ἔβρισκε καί ἄλλους λόγους, γιά τούς ὁποίους λογχεύθηκε ὁ Ἰησοῦς στήν πλευρά. Ἄς ἀρκεστοῦμε ὅμως σέ ὅσα εἴπαμε, ἐπειδή εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος καί γιά νά μή σᾶς γίνει ὀχληρή καί δυσάρεστη ἡ ἀκρόαση. Ἄν καί δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κανείς νά ἀποκάμει ἀκούοντας νά λέγονται τά σχετικά μέ τή δόξα τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ καί μάλιστα ἐδῶ, στόν Πανάγιο τοῦτο Γολγοθά. Διότι ἄλλοι ἀκοῦνε μόνο, ἐμεῖς ὅμως τά βλέπουμε καί τά ψηλαφοῦμε ὅλα αὐτά. Ἄς μήν κουραστεῖ κανείς λοιπόν. Πάρε τά ὅπλα καί ἔλα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, γιά νά ὑπερασπιστεῖς αὐτόν ἐδῶ τό Σταυρό. Στῆσε ὡς τρόπαιο τήν πίστη στό Σταυρό ἐναντίον αὐτῶν πού ἀντιλένε. Ὅταν, στ᾽ ἀλήθεια, πρόκειται νά συζητήσεις μέ τούς ἀπίστους γιά τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, σχημάτισε μέ τό χέρι σου, πρίν ἀρχίσεις, πρός τό μέρος πού εἶναι αὐτοί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί θά ἀποστομωθεῖ ὅποιος ἀντιλέγει. Μή ντραπεῖς νά ὁμολογεῖς τό Σταυρό. Διότι Ἄγγελοι καυχῶνται γιά τό Σταυρό τοῦ Κυρίου, λέγοντας: «Ξέρουμε τί ζητᾶτε, Ἰησοῦ τόν Ἐσταυρωμένο» (Ματθ. 28, 5). Ἄραγε, Ἄγγελε, δέν μπορεῖς νά πεῖς, ξέρω ποιόν ζητᾶτε, ζητᾶτε τόν δικό μου Δεσπότη; Ἀλλά ἐγώ, λέει μέ παρρησία, ξέρω, ζητᾶτε τόν Ἐσταυρωμένο. Τό εἶπε, διότι εἶναι δόξα ὁ Σταυρός, δέν εἶναι ἀτιμία.
ΚΓ’. Ἐμεῖς ὅμως ἄς ἐπανέλθουμε στό θέμα τῶν προφητικῶν ἀποδείξεων πού μοῦ ζητήσατε. Σταυρώθηκε ὁ Κύριος, ἔχεις ἀκούσει ὅλες τίς μαρτυρίες. Βλέπεις τόν τόπο τοῦ Γολγοθᾶ. Συμφωνεῖς καί τό ἐπικροτεῖς ἐπαινετικά καί δοξολογικά. Πρόσεξε μήπως καμιά φορά, σέ περίοδο διωγμοῦ, Τόν ἀπαρνηθεῖς . Νά μήν εὐφραίνεσαι μόνο σέ περίοδο εἰρήνης γιά τό Σταυρό, ἀλλά καί σέ καιρό διωγμοῦ νά ἔχεις τήν ἴδια πίστη. Νά μήν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ τόν καιρό τῆς εἰρήνης καί τόν καιρό τοῦ πολέμου νά γίνεσαι ἐχθρός. Παίρνεις τώρα ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων σου καί πνευματική δωρεά τά χαρίσματα τοῦ Βασιλιᾶ. Ὅταν ἔλθει ὁ πόλεμος, πολέμησε γενναῖα γιά τό Βασιλιά σου. Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε γιά σένα, ὁ ἀναμάρτητος. Καί σύ ὁ ἁμαρτωλός δέν θά σταυρωθεῖς γιά Ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε γιά σένα καί τίς ἁμαρτίες σου; Δέν πρόκειται νά Τοῦ κάνεις χάρη. Τοῦ τό χρωστᾶς. Θά δώσεις αὐτό πού ἔχεις πάρει πιό μπροστά. Ὅταν θά σταυρωθεῖς γιά χάρη Ἐκείνου, εἶναι σάν νά ὁμολογεῖς ὅτι Ἐκεῖνος γιά χάρη σου σταυρώθηκε στό Γολγοθά . (…)
ΛΖ’. Καί ἄν ποτέ τύχεις σέ συζήτηση καί δέν ἔχεις ἐπιχειρήματα, ἄς μένει ἡ πίστη μέσα σου ἀκλόνητη καί ἀμετακίνητη. Καλύτερα ὅμως εἶναι νά προσπαθήσεις νά γίνεις πολυμαθής, ὥστε νά ἀποστομώνεις τούς Ἰουδαίους μέ τίς ρήσεις τῶν Προφητῶν καί τούς Ἕλληνες μέ τίς μυθολογίες τους. Αὐτοί οἱ Ἕλληνες προσκυνοῦν ἀκόμη καί τούς κεραυνόπληκτους, πού εἶναι φυσικό νά ἔχουν μείνει ἐκστασιασμένοι. Ὁ κεραυνός ὅμως, ὅταν πέφτει ἀπό τόν οὐρανό, δέν πέφτει τυχαῖα καί ἀδιάκριτα. Ἄν αὐτοί δέν ντρέπονται νά προσκυνοῦν τούς θεομίσητους κεραυνόπληκτους ἀνθρώπους, ἐσύ ντρέπεσαι νά προσκυνᾶς τόν προσφιλή στόν Θεό Υἱό Του, πού σταυρώθηκε γιά σένα; Ντρέπομαι νά φέρω στή συζήτηση τά ἀναφερόμενα στούς λεγόμενους θεούς τῶν Ἑλλήνων καί τά παραλείπω γιά τήν ὥρα. Αὐτοί ὅμως πού κατέχουν αὐτά τά πράγματα, ἄς τά λένε. Καί ἄς κλείσουν τό στόμα τους ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Ἄν κάποιος σοῦ πεῖ ὅτι εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, περιφρόνησέ τον. Καταφρόνησε αὐτούς πού λένε ὅτι κατά φαντασία σταυρώθηκε, διότι ἄν κατά φαντασία σταυρώθηκε ‒ καί ὅπως ξέρουμε ἡ σωτηρία προῆλθε ἀπό τό Σταυρό ‒ ἄρα καί ἡ σωτηρία μας εἶναι φαντασία. Ἄν εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, εἶναι φαντασία καί ἡ Ἀνάσταση. Ἄν ὁ Χριστός ὅμως δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, ἀκόμη βρισκόμαστε μέσα στίς ἁμαρτίες μας (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 17). Ἄν εἶναι φαντασία ὁ Σταυρός, φαντασία εἶναι καί ἡ Ἀνάληψη. Καί ἄν εἶναι φαντασία ἡ Ἀνάληψη, εἶναι φαντασία καί ἡ Δευτέρα Παρουσία Του καί ὅλα, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ἐξωπραγματικά καί παραμυθένια.
ΛΗ’. Νά παίρνεις λοιπόν πρῶτο καί ἀδιάσειστο θεμέλιο τό Σταυρό καί ἐκεῖ ἐπάνω νά οἰκοδομεῖς τά ὑπόλοιπα τῆς πίστεως. Μήν ἀρνηθεῖς τόν Ἐσταυρωμένο. Ἄν Τόν ἀρνηθεῖς, ἔχεις πολλούς πού θά σέ ἐλέγξουν γι᾽ αὐτό. Πρῶτος θά σέ ἐλέγξει ὁ Ἰούδας ὁ προδότης. Διότι αὐτός πού Τόν πρόδωσε ἤξερε ὅτι ἀπό τούς ἀρχιερεῖς καί πρεσβυτέρους καταδικάστηκε σέ θάνατο (πρβλ. Ματθ. 27, 3). Τό μαρτυροῦν τά τριάντα ἀργύρια (πρβλ. Ματθ. 26, 15). Τό μαρτυρεῖ ἡ Γεθσημανή, ὅπου ἔγινε ἡ προδοσία. Γιά νά μήν ἀναφέρω τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου ὅλοι παρόντες προσεύχονταν τή νύχτα. Τό μαρτυρεῖ ἡ σελήνη τῆς νύχτας. Τό μαρτυρεῖ ἡ ἡμέρα καί ὁ ἥλιος πού χάθηκε (πρβλ. Λουκ. 23, 44), διότι δέν μποροῦσε νά βλέπει τήν παρανομία τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου. Σέ ἐλέγχει ἡ φωτιά, ὅπου παρευρέθηκε καί θερμαινόταν ὁ Πέτρος. Ἄν ἀρνηθεῖς τό Σταυρό, σέ περιμένει ἡ αἰώνια φωτιά. Μιλάω σκληρά, γιά νά μήν ἐπιχειρήσεις ἐσύ νά σκληρυνθεῖς. Θυμήσου τά μαχαίρια πού ἔφεραν ἐναντίον Του στή Γεθσημανή (πρβλ. Ἰωάν. 18, 3), γιά νά μή δοκιμασθεῖς ἀπό τήν αἰώνια ρομφαία. Θά σέ ἐλέγξει τό σπίτι τοῦ Καϊάφα, πού μέ τήν ἐρημιά πού τό δέρνει δείχνει τή δύναμη πού εἶχε ὁ τότε δικαζόμενος ἐκεῖ. Ὁ ἴδιος ὁ Καϊάφας, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, θά σοῦ φέρει σθεναρές ἀντιρρήσεις. Θά σοῦ ἐναντιωθεῖ καί ὁ δοῦλος πού ἔδωσε τό ράπισμα στόν Ἰησοῦ (πρβλ. Ἰωάν. 18, 22) καί αὐτοί πού τόν ἔδεσαν καί τόν ἔφεραν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Θά σοῦ ἐναντιωθοῦν καί ὁ Ἡρώδης καί ὁ Πιλάτος καί κάπως ἔτσι θά σοῦ μιλήσουν: Τί ἀρνεῖσαι Αὐτόν πού συκοφαντήθηκε ἀπό τούς Ἰουδαίους μπροστά σας, γιά τόν Ὁποῖο ξέρουμε ὅτι δέν ἁμάρτησε σέ τίποτα; (πρβλ. Λουκ. 23, 14-15). Διότι καί ἐγώ ὁ Πιλάτος «ἔνιψα τότε τά χέρια μου» (πρβλ. Ματθ. 27, 24). Θά σοῦ ἐναντιωθοῦν οἱ ψευδομάρτυρες καί οἱ στρατιῶτες πού Τοῦ φόρεσαν «τό κόκκινο ἔνδυμα καί τό ἀκάνθινο στεφάνι, Τόν σταύρωσαν στό Γολγοθά» (πρβλ. Ἰωάν. 19, 2. 17) καί γιά «τόν χιτώνα Του ἔβαλαν κλῆρο» (πρβλ. Ἰωάν. 19, 24). Θά σέ ἐλέγξει ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος πού σήκωνε τό Σταυρό πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ (πρβλ. Λουκ. 23, 26).
ΛΘ’. Θά σέ ἐλέγξει ἀπό τά ἀστέρια ὁ ἥλιος πού χάθηκε. Καί ἀπό τῆς γῆς τά πράγματα, τό κρασί τό ἀρωματισμένο μέ σμύρνα. Ἀπό τά καλαμοειδή τό καλάμι, ἀπό τά βότανα ὁ ὕσσωπος, ἀπό τά θαλάσσια τό σφουγγάρι, ἀπό τά δέντρα τό ξύλο ἀπ᾽ ὅπου ἔγινε ὁ Σταυρός. Οἱ στρατιῶτες, ὅπως εἴπαμε, πού Τόν σταύρωσαν καί ἔβαλαν κλῆρο γιά τά ἱμάτιά Του, ὁ στρατιώτης πού μέ τή λόγχη ἄνοιξε τήν πλευρά Του, οἱ γυναῖκες πού ἦταν τότε παροῦσες (πρβλ. Ματθ. 27, 55), τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ πού σχίστηκε τότε σέ δυό κομμάτια (πρβλ. Ματθ. 27, 51). Τό πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, πού τώρα, ἔχει ἐρημωθεῖ μέ τή δύναμη Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος εἶχε τότε σταυρωθεῖ. Αὐτός ἐδῶ ὁ Γολγοθάς ὁ ἅγιος, ὁ ὑπερυψωμένος, πού μέχρι σήμερα ἐκπέμπει φῶς καί δείχνει μέχρι τώρα πῶς ράισαν οἱ πέτρες του γιά τόν Χριστό. Τό πλησίον μνῆμα ὅπου ἐνταφιάστηκε καί ἡ πέτρα πού ἔβαλαν στή θύρα (πρβλ. Ματθ. 27, 60) καί πού μέχρι σήμερα βρίσκεται δίπλα στόν τάφο. Οἱ Ἄγγελοι πού ἦταν τότε παρόντες. Οἱ γυναῖκες πού προσκύνησαν μετά τήν Ἀνάσταση. Ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης πού ἔτρεξαν στό μνῆμα καί ὁ Θωμᾶς, πού ἔβαλε τό χέρι του στήν πλευρά Του καί τά δάκτυλά του στά σημάδια ἀπό τά καρφιά (πρβλ. Ἰωάν, 20, 25-27). Διότι καί ἐκεῖνος γιά χάρη μας ψηλάφησε τήν πλευρά μέ προσοχή, ὥστε ἐκεῖνο πού ἐσύ, ὁ ὁποῖος δέν ἤσουν τότε παρών, ἔμελλες νά ζητήσεις γιά νά ἐρευνήσεις, αὐτό τό ἐρεύνησε ἐκεῖνος, ὄντας παρών, «κατ᾽ οἰκονομίαν».
Μ’. Ἔχεις δώδεκα Ἀποστόλους μάρτυρες τοῦ Σταυροῦ, καί τήν οἰκουμένη καί ὅλο τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Ἐσταυρωμένο. Νά σέ πείσει ἀκόμα γιά τή δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου αὐτό τό ἴδιο γεγονός τῆς τωρινῆς παρουσίας σου σ᾽ αὐτό τό χῶρο. Διότι ποιός σέ ἀνάγκασε νά ἔρθεις τώρα σ᾽ αὐτή τή συγκέντρωση; Ποιοί εἶναι οἱ στρατιῶτες πού τό ἔκαναν αὐτό; Μέ ποιά δεσμά σέ δέσανε γιά νά σέ φέρουν ἐδῶ, χωρίς νά τό θέλεις; Ποιοῦ δικαστηρίου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση σέ ὑποχρέωσε καί σέ βίασε νά βρίσκεσαι ἐδῶ; Ἑπομένως τό τρόπαιο τοῦ Ἰησοῦ τό σωτήριο, ὁ Σταυρός, ὅλους τούς συνάθροισε. Αὐτό εἶναι πού ταπείνωσε τούς Πέρσες καί τούς ἔκανε νά προσκυνοῦν δουλικά τόν Κύριο καί ἡμέρωσε τούς Σκύθες. Αὐτό χάρισε στούς Αἰγύπτιους τή θεογνωσία, ἀντί γιά τήν πίστη πού εἶχαν στίς γάτες, στά σκυλιά καί σέ ὅλη ἐκείνη τήν πολύμορφη πλάνη. Αὐτό μέχρι σήμερα θεραπεύει ἀρρώστιες. Αὐτό διώχνει τούς δαίμονες καί ἀνατρέπει τῶν γοήτων καί τῶν μάγων τίς μαγγανεῖες.
ΜΑ’. Τοῦτο, τό τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, πρόκειται μαζί μέ τόν Ἰησοῦ πάλι νά φανερωθεῖ ἀπό τόν οὐρανό (πρβλ. Ματθ. 24, 30). Διότι θά προηγηθεῖ τό τρόπαιο καί μετά θά ἔλθει ὁ Βασιλιάς, γιά νά δοῦν οἱ Ἰουδαῖοι Ποιόν κατατρύπησαν στήν πλευρά (πρβλ. Ἰωάν. 19, 37) καί ἀπό τό Σταυρό νά γνωρίσουν Αὐτόν πού ἀτίμασαν. Καί ὅσοι ἀπό τούς Ἰουδαίους ἔχουν μετανοήσει θά θρηνοῦν καί θά κόπτονται. Ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι ὅμως θά θρηνοῦν ἄκαρπα, χωριστά κάθε φυλή (πρβλ. Ζαχ. 12, 12), γιατί θά μετανοήσουν τότε πού δέν θά ὑπάρχει καιρός γιά μετάνοια. Ἐμεῖς ὅμως θά καυχηθοῦμε γιατί στηρίξαμε τή ζωή καί τίς ἐλπίδες μας πάνω στό Σταυρό καί θά προσκυνήσουμε τόν Κύριο πού ἀποστάλθηκε καί σταυρώθηκε γιά μᾶς. Θά προσκυνήσουμε καί τόν Πατέρα πού Τόν ἀπέστειλε μαζί καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, στό Ὁποῖο ἀνήκει δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: ἀπό το βιβλίο «Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου», Ρωμαίος Αντώνιος - επιμελητής, Ἐκδόσεις Ἑτοιμασία, Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 1999, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Στην προσκύνηση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού,
Ομιλία Αγίου Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
«Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ. Ήκει γαρ σου το φως και η δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλεν». Σήμερα το μεγαλήγορον στόμα του προφήτου Ησαϊου προσκομίζει στην εξ εθνών Εκκλησία τα χαρμόσυνα ευαγγέλια.
Και ακριβώς επειδή προέρχονται από γλώσσα πυρωμένην από την βρώση του θεοϋποστάτου άνθρακος, είναι λαμπρά και μεγαλειώδη, αλλά ταυτοχρόνως διαβόητα και βροντοηχή, επειδή κατέρχονται από το ουράνιον ύψος του Αγίου Πνεύματος. Διότι πράγματι τοιαύτη είναι η φωνή του Προφήτου, ώστε να διατρέχη τον ουρανόν και να περικυκλώνη την γήν.
«Άκου γαρ, λέγει, ουρανέ, και ενωτίζου η γη». Και όταν αρχίζει ο Προφήτης το θεόπνευστον κήρυγμά του, εκδηλώνεται αμέσως το βροντώδες του λόγου του. Όμως εδώ δεν κηρύττει μόνον, αλλά απαστράπτει φως υπέρλαμπρον και διαυγές, και προσκαλεί στον λιμένα της παρακλήσεως όσους πλέουν μέσα στο πέλαγος της νηστείας.
Προευαγγελίζομαι, βροντοφωνάζει ο Προφήτης, ότι ήδη έφθασε το φως της Αναστάσεως, προς την οποία σπεύδετε να καταπαύσετε, και για την οποία τρέχετε εναγωνίως. Και από πού καθίσταται φανερόν αυτό; Η δόξα Κυρίου ήδη ανέτειλε στην νέαν Ιερουσαλήμ. Και δόξα Κυρίου, αναντιρρήτως, είναι ο Θείος Σταυρός, ο οποίος ως φαεινός όρθρος εμφανίζεται σήμερα, και εξακοντίζει τις πρώτες ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης. Πράγματι, στην παρούσα εορτήν έχουμε μνήμην φωτός, και μάλιστα φωτός ανεσπέρου, που φωτίζει όσους ευρίσκονται στο σκότος της ακηδίας. Εκεί όμως, κατά την εορτήν της Αναστάσεως, πρόκειται για την μεγίστη πανήγυρη, για την εορτή των εορτών.
Ας μη σκυθρωπάζη κανείς από τους τροφίμους της νηστείας, ούτε να ανταλλάσση την ημερότητα του προσώπου του με την σκοτεινήν έκφρασιν της κατηφείας. Ας προσέλθωμε στην ανατολήν του τιμίου Σταυρού, και ας φωτισθούμε, και τα πρόσωπά μας δεν θα καταισχυνθούν. «Σημειωθήτω εφ' ημάς το φως του προσώπου Κυρίου», θα λάμψουν τα πρόσωπά μας όπως ο Ήλιος, και τότε οι σκοτεινόμορφοι δαίμονες θα φύγουν μακρυά μας, μή δυνάμενοι να μας ατενίσουν κατά πρόσωπον. Και εγώ με την σειρά μου, ο πρώτος της εκκλησιαστικής αυτής συναθροίσεως και χοράρχης της χάριτος, παρακαλώ να με καταυγάση πλουσίως αυτό το θείον φως του Σταυρού και εύχομαι να αναφλέξη την θρυαλλίδα της γλώσσης μου και να ανάψη εντός μου άσβεστον θείον πυρ. Αλλά με πληροφορεί και με πείθει συγχρόνως η θέρμη της πίστεως που κινείται μέσα μου, πως ήδη φέρω αυτό το άγιον πυρ. Και ιδού! Το πυρ και τα ξύλα του Σταυρού ευρίσκονται εμπρός στην γλώσσα μου για να χρησιμεύσουν ως υλικόν των επαίνων της σημερινής εορτής. Πού είναι λοιπόν το πρόβατον που θα θυσιάσωμε σήμερα προς δόξαν Θεού, για να παρατεθή στην συνέχεια προς βρώση σε όλους εσάς τους πνευματικούς συνδαιτυμόνες;
Ο Θεός θα χορηγήση αυτό το άθυτον θύμα και ζων σφάγιον, όπως εχορήγησε προς χάριν της ψυχικής ωφελείας μας γονιμότητα στην άκαρπο διάνοιά μου. Αυτός που δύναται να αναστήση από τους λίθους γνήσια τέκνα του πατριάρχου Αβραάμ, καθώς κάποτε ανέστησε τον Ισαάκ από την λιθώδη μήτρα της Σάρρας.
Πράγματι «εσημειώθη εφ' ημάς το φως του προσώπου Κυρίου» με την εμφάνιση και προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Αγιάζονται τα χείλη και οι οφθαλμοί μας, καθώς ατενίζουμε και ασπαζόμεθα το θεότευκτον όργανον της σωτηρίας μας. Εν τω μεταξύ, ας τολμήσωμε να μεταφερθούμε νοερώς στον πολυθρύλλητον Παράδεισον της Εδέμ. Είμαι βέβαιος ότι η φλογίνη ρομφαία θα υποχωρήση, αφού έχει σημειωθή επάνω μας η σφραγίς του Χριστού, επειδή ευλαβείται απολύτως το φως του Δεσποτικού προσώπου. Μάλιστα θα μεταστρέψη για λίγο το φλογερόν και απειλητικόν της φύσεώς της σε φωτεινόν και ήμερον.
Διότι πράγματι ο Δεσπότης Χριστός δεν ανέβη στoν Σταυρόν για να κρίνη τoν κόσμον, αλλά για να προσηλώση στο ξύλον το χειρόγραφον των αμαρτιών μας, και να σβήση τα παλαιά οφειλήματά μας με το πανυπέρτιμον Αίμα του. Και η φλογίνη ρομφαία θα στρέψη τα νώτα ενώπιόν μας, εφ’ όσον προς χάριν μας ο Δεσπότης Χριστός εδέχθη στα νώτα του μαστιγώσεις. Ούτε πάλι θα μας αποπέμψη ως βδελυκτούς και αχρήστους δούλους. Επειδή γνωρίζει πως όλοι ιατρευθήκαμε από τις πληγές του Χριστού, και ότι όσα στίγματα μας προξένησε ο εχθρός τα ανέλαβε όλα επάνω Του, ο μόνος αναμάρτητος. Αλλά ούτε καν θα μας εμποδίση στο ελάχιστο. Και αυτό για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως, διότι τα στόματα των πιστών είναι πεπληρωμένα από την χάρη της υμνολογίας του Σταυρού και την δόξα του Εσταυρωμένου. Αντιθέτως μάλιστα θα μας ασπασθή με άγιον φίλημα, εξ αιτίας της πίστεως και αφοσιώσεώς μας στoν κοινόν Δεσπότη μας Ιησούν Χριστόν.
Εξ άλλου είναι φιλάνθρωπες οι τάξεις των αγγέλων, και έχουν ως αφορμήν εορτής την μετάνοια των αμαρτωλών. Και αν ακόμη αναδίδουν δυσοσμία τα στόματα από την ασιτίαν, εν τούτοις προσφέρονται ως θυμίαμα εύοσμον, ευάρεστον ενώπιον του Θεού. Άλλωστε τούτο γίνεται φανερόν και από τα αντίθετα. Διότι, όταν οι προπάτορές μας εμασούσαν ακόμη τον καρπόν της παρακοής, και ενώ ο καρπός ήταν ευώδης, εν τούτοις το στόμα τους ήταν δύσοσμο και βρωμερόν, αφού περιείχε μέσα τους αρραβώνες της διαφθοράς μας. Όταν λοιπόν ετρυγήθη και κατεβροχθίσθη ο καρπός του ξύλου του Παραδείσου, τότε απεδείχθη πικρότερος και από την χολήν, και προεκάλεσε σ' εμέ τον άνθρωπον τέτοια σκοτοδίνη, ώστε να θεωρώ πως όλα περιστρέφονται. Και ενώ ευρισκόμουν στο μέσον του Παραδείσου, να νομίζω ότι ημπορώ να κρυφθώ, επειδή αντιλαμβανόμουν το θρόισμα των φύλλων ως βήματα ποδών.
Από τότε όμως που ο Χριστός εταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε υπήκοος στoν Θεόν Πατέρα«μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», τότε μετετράπη ο Σταυρός σε ξύλον υπακοής και φωτίζει την διάνοιά μας, αρωματίζει το στόμα, στηρίζει την καρδία μας, και μεταδίδει τον καρπόν της αιωνίου ζωής. Αναιρείται έτσι ο καρπός της παρακοής από τον καρπόν της υπακοής. Εκεί συμβαίνει απομάκρυνσις από τον Θεόν, και εξορία από το ξύλον της ζωής και το «επιστρέψεις εις γην, εξ ης ελήφθης». Εδώ πραγματοποιείται οικείωσις με τον Θεόν και η υπόσχεσις: «όταν υψωθώ, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Η πολυπόθητος όντως αυτή υπόσχεσις! Εκεί προηγήθη η ηδονή και ηκολούθησε η οδύνη. Αντιθέτως, εδώ την οδύνην, το εκούσιον Πάθος και την πικράν γεύση της χολής ακολουθεί η κατοικία των ευφραινομένων πρωτοτόκων στους ουρανούς, κατάπαυσις και άχραντος ηδονή. Εκεί επραγματοποιήθη κατάβασις από το ύψος στην κοιλάδα του κλαυθμώνος. Η φύσις εξέπεσε τόσο που δεν εσταμάτησε παρά μόνον αφού εστάθη και ανεκόπη η ορμή της επάνω στην αρραγή πέτρα του Χριστού και στο ξύλον του Σταυρού, σε αυτά τα δύο τόσο στερεά και ακράδαντα στηρίγματα. Και τα μεν παλαιά έτσι έχουν.
Όσον όμως για τα νέα και ιδικά μας, ή καλύτερα για την κατά Χριστόν οδό, την οποίαν ο ίδιος ως άνθρωπος εχάραξε, πρόκειται για πολύ απότομον και ανηφορικόν δρόμο. Διότι οδεύει τον τραχύν ανήφορο του Σταυρού, ταλαιπωρεί τα πόδια με την συνεχή ορθοστασία στην προσευχή, τα χέρια εντέλλεται να υψώνωνται ικετευτικώς όλην την ημέρα προς τον Θεόν, και το στόμα πάλι το καταξηραίνει με την νηστεία. Όλες αυτές οι φαινομενικές οδύνες έχουν γράψει το βιβλίο του Σταυρού. Όποιος δεν αναλαμβάνει στα χέρια του το βιβλίον αυτό και δεν ακολουθεί οπίσω από τον διδάσκαλο, και διδάσκαλος βεβαίως είναι ο Χριστός, τότε ως ράθυμος και οκνηρός μαθητής, θα διαγραφή από τον χορόν των υπολοίπων μαθητών. Όταν λοιπόν έτσι συμμορφωθούμε με το φρόνημα του Σταυρού, τότε κανένα εμπόδιο δεν θα μας παρουσιάση η φλογίνη ρομφαία, αλλά θα ημπορέσωμε να εισέλθωμε στο αρχαίον ενδιαίτημα των προπατόρων μας, τον Παράδεισον. Εκεί θα συλλέξωμε τα καταλληλότερα για την περίσταση, και αφού πλέξωμε στέφανον εγκωμίων, θα καταστέψωμε με αυτόν τον Τίμιον Σταυρόν. Ούτως ευρισκόμεθα κάποτε σε χώραν μακάρων και κατοικούσαμε τον θεοφύτευτον Παράδεισο, τόπον ατελευτήτου τρυφής. Εδώ ήσαν οι δοξολογικές φωνές και ο ήχος των εορταζόντων, και υμνολογίες ουρανίων αγγέλων οι οποίοι επευφημούσαν τον Θεόν. Ο άνθρωπος, ευρισκόμενος στον Παράδεισον, έψαλλε κατά αντιφωνία με τα αγγελικά τάγματα, και ολόκληρος η κτίσις εβοούσε δοξολογικώς: «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Πράγματι, η αγαθότης του Θεού είχε πλουσίως υπερεκχυθή σε εμάς. Διότι χωρίς να έχη προσφέρει τίποτε ο άνθρωπος, εχειροτονήθη από τον Θεόν βασιλεύς όλων των επιγείων κτισμάτων Του. Γι' αυτό λέγει ο ψαλμωδός «Συ γαρ έπλασάς με, και έθηκας επ' εμέ την χείρα Σου». Γιατί όμως να παρασιωπώ τα θαυμαστότερα; Προτού να σχηματισθώ στην κοιλία της μητρός μου, και εννοώ την μεγάλη μητέρα όλων μας, την γην, συσκέπτεται ο Άγιος Θεός πώς να με πλάση. Και μόνον εμένα από όλα τα κτίσματά του με έπλασε «κατ' εικόνα» του, μου έδωσε την μοναδικήν αυτήν δυνατότητα γνώσεως της εν μιά Θεότητι μοναρχικής Τριάδος των προσώπων.
Αυτός που συνέστησε τα πάντα με μόνον το θέλημά του, για εμένα τον τρίπηχυ, τον βραχυδιάστατον, τον πεζόν, τον γυμνόν από οποιαδήποτε φυσικήν περιβολή, συσκέπτεται και προμελετά σε ποίον θα είναι όμοιος αυτός που πρόκειται να πλασθή, ποία κτίσματα θα εξουσιάζη και μέχρι πού θα φθάνη η εξουσία του. Τον καθιστά κεφαλήν όσων ίπτανται επάνω από την κεφαλή του. Υποτάσσει στον δίποδα τα τετράποδα. Όσα πλέουν στον βυθό της θαλάσσης υποδουλώνει στον πεζόν άνθρωπο. Και δεν είναι μεγάλα αυτά, μολονότι είναι τοιούτου είδους. Ας έλθω στο μεγαλύτερο. Τοποθετούμαι πλησίον του Θεού του Υψίστου, εγώ που είμαι πλήρης ακανθών και συνεχώς ρέπω προς τα κάτω, εγώ ο πήλινος γίνομαι συμμέτοχος στον δήμο των πυρίνων λειτουργών. Ιδικό μου ενδιαίτημα γίνεται ο Παράδεισος. Στα αμέτρητα αγαθά του Παραδείσου καθίσταμαι εγώ κύριος και δεσπότης.
Μου δίδεται λύχνος λαμπρός, για να βλέπω και να προστατεύω όλα αυτά τα καλά πράγματα, και παραλλήλως λαμβάνω την εντολή να επαγρυπνώ για την φύλαξη όλων αυτών των αγαθών. Εγώ όμως δεν γνωρίζω τι έπαθα και ενύσταξα στη φύλαξη των αγαθών. Τότε ο σκοτεινόμορφος Σατάν βλέπει με βλέμμα φθονερό τα αγαθά μου και με πλησιάζει πλήρης υποκρισίας, με το προσωπείον κάποιου από τους πολύ οικείους μου. Με πλησιάζει με ημερότητα, ενώ αποδεικνύεται δολιότατος, και καταφέρνει ο κακομήχανος με ευλογοφανείς λόγους να με ξεγελάση και να σβήση τον λύχνον μου. Διότι λύχνος είναι ο θείος νόμος, όπως ο Προφήτης Δαυίδ τον ονομάζει. Και αφού μου κατέστρεψε κάθε θεόσδοτον δωρεά, με συνέλαβε και απεμακρύνθη γελώντας με αναίδεια για την αφέλειά μου.
Κι έτσι εγώ ο οικοδεσπότης καθίσταμαι γυμνός και έρημος των φωτομόρφων ενδυμάτων μου, οι οφθαλμοί μου δεν ατενίζουν πλέον προς την δόξαν της ουρανίου Βασιλείας και την αγιότητα αυτής, αλλά μάλλον στρέφονται προς την ιδικήν μου αισχύνην, την οποίαν προσπαθώ δηθεν να καλύψω. Αυτό είναι η απαρχή των συμφορών μου. Αρχίζουν τα πάθη μου να θεριεύουν το ένα μετά το άλλο. Προηγείται η ήττα της γαστρός μου από την ηδονήν του καρπού, και ακολουθεί η εμπάθεια των υπογαστρίων. Διότι, όπως λέγουν, τα φύλλα της συκής κατά φυσικήν τους ιδιότητα είναι πρόξενα γαργαλισμού. Σ’ αυτό το πάθος όταν περιέπεσε ο Προφήτης και βασιλεύς Δαβίδ, εθρηνούσε με πόνον και έλεγε: «Αι ψόαι μου ενεπλήσθησαν εμπαιγμάτων» , εννοώντας κατ' αρχήν τον εαυτόν του, αλλά περισσότερον ερχόμενος στην θέση του προπάτορος Αδάμ. Πράγματι, εάν ο άνθρωπος δεν είχε εμπαιχθή από τον Σατάν, όταν αυτός τον απεπλάνησε με τις ελπίδες της ισοθεϊας, θα κατέληγε ο τόσο μεγάλος όγκος των ελπίδων του στην περιβολήν των φύλλων της συκής;
Και ο γενναίος Σαμψών έλαβε πείρα των εμπαιγμάτων της σαρκός, όταν ετυφλώθη στους οφθαλμούς του από την μαινάδα Δαλιδά, και περιπαιζόμενος αλυσοδέθη από τους αλλοφύλους. Διότι έτσι γνωρίζει να αμείβη τους εραστάς της η εμπαθής ηδονή. Κατ' αυτόν τον τρόπο και εγώ που έχω περιβληθή με αγγελικήν τιμή «παρασυνεβλήθην τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις». Εφόσον υπεβίβασα την ροπήν της προαιρέσεώς μου στην γαστέρα, και ακολούθως υπέκυψα στις εμπάθειες των υπογαστρίων. Και εμαρτυρούσαν την μωρία μου τα δέρματα των προβάτων που εφόρεσα. Δεν μου επιτρέπεται στο εξής να απολαμβάνω την χλόην του Παραδείσου, σύμφωνα με την κρίση του Θεού για μένα. Διότι, ως λογικόν πρόβατο, δεν ήκουσα την φωνήν του ποιμένος μου που με έβοσκε «εν τόπω χλόης» και ουδέποτε μου εστέρησε κάτι. Από όλα τα ξύλα του Παραδείσου μου επέτρεψε να τρώγω, όμως υπερέβην στην ανοησία και τα άλογα κτήνη, αφού δεν διέκρινα καμμίαν διαφορά μεταξύ αυτών που με βλάπτουν και αυτών που με ωφελούν. Αυτού του είδους λοιπόν είναι τα δυστυχήματά μου, όσα μου προεξένησε η βρώσις του χλωρού ξύλου. Και τώρα είμαι απόκληρος της φυσικής μου πατρίδος και εξόριστος της ανεκφράστου μακαριότητος.
Παρατήρησε όμως με πόσες δωρεές με γεμίζει το ξηρόν ξύλο του Σταυρού. Μου χαρίζει την ζωήν αντί για τον θάνατον. Με ενδύει με φωτεινήν στολή για να καλύψη την γυμνότητά μου. Αντί για την παλαιάν κατάρα, πηγάζει κάθε ευλογία στην ζωή μου. Με καθιστά σύντροφον των ουρανίων αγγέλων, αντί της καταδίκης της επιστροφής μου στην γη, και τέλος σβήνει την πυρκαγιά των ηδυπαθειών που άναψε εντός μου η βρώσις του χλωρού ξύλου. Εύστοχα θα ημπορούσε να ειπή κανείς ότι, όπως το δηλητήριον του ζωντανού όφεως εξουδετερώνεται από την νεκράν σάρκα άλλου όφεως, η οποία θεραπεύει οποιον επλήγη από εκείνον τoν ζωντανόν, έτσι και εγώ ανέζησα από τoν υψωθέντα στον Σταυρό νενεκρωμένον Χριστόν. Διότι και εγώ προηγουμένως δεν εθανατώθην από τoν νοητόν όφι στην Εδέμ; Προτύπωσις Του Εσταυρωμένου Χριστού ήταν και ο άψυχος εκείνος όφις των Ισραηλιτών, που ήταν χάλκινος και δεν είχε θανατηφόρο δηλητήριο. Πράγματι” ο Δεσπότης μου Χριστός, ο οποίος έγινε άνθρωπος κατά αλήθειαν και ανέλαβε την ανθρωπίνην φύση που είχε προσβάλει ο πονηρός όφις, ήταν αμέτοχος από το δηλητήριον της αμαρτίας και τελείως ελεύθερος. Και σε όλους εμάς που είχαμε κακοποιηθεί από τoν αρχέκακον όφι, και έχουμε αναθέσει όλες μας τις ελπίδες σ' Αυτόν που εκρεμάσθη στο Σταυρόν, χαρίζει την ζωήν και την αθανασίαν.
Αναμφιβόλως η ύψωσις του χαλκίνου όφεως στην έρημο ήταν προτύπωσις του μυστηρίου του Σταυρού. Και το λόγιον του Προφήτου Μωυσέως ότι «όψεσθε την ζωήν ημών κρεμαμένην απέναντι των οφθαλμών υμών» , προστάζει τους Ισραηλίτες να στρέφουν τους οφθαλμούς των προς τoν χάλκινον όφι, όχι διότι είχε κάποιαν δύναμη το άψυχον ίνδαλμα, αλλά μόνον επειδή ήταν τύπος του Χριστού, όπως ακριβώς και η βάτος έμενε απρόσβλητος από την καυστικήν δύναμη του πυρός, όχι από κάποιαν ιδικήν της ιδιότητα, αλλά επειδή προετύπωνε την Θεοτόκον Μαρίαν, η οποία εβάστασε μέσα στην θνητήν και ανθρωπίνη φύση της το πυρ της Θεότητος. Από αυτό ημπορεί να μάθη ο εικονομάχος ότι οι τύποι των μεγάλων πραγμάτων είναι άξιοι σεβασμού, ανεξαρτήτως του υλικού από το οποίον αποτελούνται.
Εάν λοιπόν το αποκρουστικόν αυτό ομοίωμα του όφεως, με την ανάρτησή του στο ξύλο προετύπωνε την σταυρικήν θυσία του Θεανθρώπου και έδιδε ζωήν σε όσους είχαν καταδικασθή σε πικρόν θάνατο, τότε ποία ωφέλεια, ποία ζωή και αφθαρσία δεν θα χαρίζη η αληθινή Θεανδρική μορφή του Εσταυρωμένου; Πράγματι, εάν δεν ήταν προτύπωσις του Χριστού αυτό το χάλκινον κατασκεύασμα και δεν έσωζε όσους έβλεπαν προς αυτό, δεν υπήρχε κανένας λόγος να κατασκευασθή.
Δικαίως θα απορήση κανείς, πώς όταν κατεσκευάσθη ο χρυσός μόσχος και εστήθη έντεχνα επάνω σε βάθρο, κατεδικάσθησαν στον διά ξίφους θάνατον οι χρυσοχόοι, ενώ εδώ κατασκευάζεται χάλκινος όφις και ο Θεός απαλλάττει από πικρόν θάνατον όσους στρέφουν την προσοχή τους σ' αυτό το άψυχο ξόανο . Ας σκεφθούμε λοιπόν ως εξής για να λύσωμε την εύλογον απορία. Κάθε θάνατος ο οποίος δεν επέρχεται από φυσικήν ασθένεια και δεν διαλύει ήρεμα το διφυές του ανθρώπου, αλλά προέρχεται από βία και επέρχεται πρόωρα, είναι επονείδιστος και υβριστικός. Επειδή όμως είχε ορισθή κατά την προαιώνιον βουλήν του Θεού να πραγματοποιηθή το κοσμωφελές μυστήριον του Σταυρού και ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, με το ξύλο να αναζωώση τον παλαιόν Αδάμ, αυτόν που ενεκρώθη από την βρώση του ξύλου, έπρεπε να αποκατασταθή η κοινή αντίληψις των ανθρώπων για όσους έχουν κακόν θάνατο, διότι αυτό γινόταν σοβαρόν εμπόδιο να αποδεχθούν οι άνθρωποι το υπέρλογον μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Ακόμη και ο Μωσαϊκός νόμος λέγει: «πας επί ξύλου κρεμάμενος επικατάρατος». Γι' αυτό λοιπόν ο Θεός κατά τα θαυμαστά κρίματά του έδωσε δύναμη ζωοποιό σε ένα ξύλον, επάνω στο οποίον εκρεμάσθη ένα απεχθές χάλκινον ομοίωμα όφεως . Εστήθη μάλιστα υψηλά, ώστε να στρέφουν οι Ιουδαίοι προς το άψυχον αυτό και νεκρόν κατασκεύασμα τις ελπίδες τους για ζωή, διότι κατά Θείαν οικονομίαν είχε εξουσία ζωής επάνω τους.
Επιτρέψτε μου οι παρόντες να μεταχειρισθώ και με άλλον τρόπο το νόημα της σταυρικής θυσίας. Διότι η δύναμις του τιμίου Σταυρού πλουτίζει τον νου μου. Ως ράβδος δυνάμεως ο σωτήριος Σταυρός πλήττει την λιθώδη διάνοιά μου και αναβλύζει προς χάριν σας πόσιμον ύδωρ σοφίας. Συναντώ λοιπόν σε πολλά σημεία της Γραφής να αποκαλούνται οι Ιουδαίοι «όφεις και γεννήματα εχιδνών», ακριβώς για να υποδηλωθή η εκδικητική τους μανία κατά των ευεργετών τους. Επειδή είχε προορισθή κατά θείαν βούληση να ανατείλη ο Κύριος από την οφιώδη φυλή των Ιουδαίων, τελείως αμέτοχος από το δηλητήριον της αμαρτίας και να γίνη πηγή αιωνίου ζωής διά του θανάτου Αυτού, μάλιστα δε θανάτου σταυρικού, σε όσους πιστεύουν σε Αυτόν, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε προορισθή η ανάρτησις του χαλκίνου όφεως επάνω στο ξύλον εκείνο. Σύρονται λοιπόν πάλι μέσα στην έρημο πλήθος δηλητηριωδών όφεων, που με τα δήγματά τους πλήττουν τους οδοιπόρους και τους θανατώνουν. Αυτοί είναι όσοι ταλαιπωρούν αυτούς που πορεύονται στον δρόμον του Χριστού, και τους εμποδίζουνν να προσέλθουν στον Δεσπότην Χριστό για να εύρουν σωτηρίαν αιώνιον. Αυτά όσον αφορά τους Ιουδαίους. Ακολούθως αναφέρεται σ' εκείνους που θέτουν εμπόδια στην πνευματικήν πρόοδο των αγωνιζομένων. «Φύλαξόν με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίζοντο του υποσκελίσαι τα διαβήματά μου». Σε αυτούς τους ανθρωπομόρφους όφεις απευθυνόμενος ο Χριστός έλεγε: «Όταν υψώσητε τον Υιόν του ανθρώπου, τότε γνώσεσθε ότι εγώ ειμί». Διότι κρεμάμενος νεκρός επάνω στον Σταυρόν, εζωοποίησε αυτούς που είχαν πληγεί από το κεντρί του θανάτου.
Αυτά που ελέχθησαν αφορούν την δογματικήν πλευρά του θέματος. Ας αναφερθούμε όμως και στην ηθικήν πλευρά. Όταν ο αρχηγός της ζωής μας Χριστός, ο πλούσιος σε έλεος, κατεδέχθη την εκούσιον πτωχεία και ετελείωσε όλο το μυστήριον της οικονομίας, πολλές μυριάδες των κακοτρόπων Ιουδαίων, αφού έμεσαν το δηλητήριον της κακίας και εγκατέλειψαν τις πονηρίες και τις δολιότητες, επέλεξαν δε την ευθείαν οδό, ανήλθαν σε υψηλήν και ενάρετον πολιτεία, και ανύψωσαν σε όμοιον ζήλο ένα πολύ μεγάλο μέρος των ομογενών τους. Έχω τον Παύλο που συνηγορεί στον λόγον μου. Διότι και αυτός κάποτε ήταν όφις και γέννημα εχιδνών κατά των μαθητών του Χριστού, και τους εβασάνιζε και τους εθανάτωνε, και είχε νύκτα και ημέρα τα μάτια του ανοικτά, επιβουλευόμενος ανύστακτα τους Χριστολάτρες. Κάποτε όμως ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, επειδή δεν έβλεπαν σωστά αλλά διεστραμμένα, και με τον τρόπον αυτόν εκένωσε το δηλητήριον της βλασφημίας, εξεδύθη την στολήν των Φαρισαίων και ενεδύθη διά του βαπτίσματος τον Χριστόν. Και καθώς έπεφταν οι λεπίδες των οφθαλμών του, ομοίαζαν με τα λέπια του όφεως. Δέχεται έτσι μέσα του όλον τον Χριστό και ανυψώνεται στην κατά Χριστόν πολιτείαν. Έτσι ανυψώνεται στον σταυρό, νεκρώνει τα μέλη, παύει πλέον να ζη, μεταδίδει τον ζήλο σ' εκείνους που θεωρεί σάρκα ιδικήν του, δηλαδή στους ομογενείς του και, ενώ είναι νεκρωμένοι από την αμαρτίαν, τους εμπνέει την ζωήν την αθάνατον.
Ενώ δηλαδή ο θανατηφόρος όφις έπληττε τα μέλη του Αποστόλου, έπαθε ο ίδιος αυτό το οποίο μανιωδώς απειλούσε να του προξενήση, επειδή η σάρκα του την οποίαν εγεύθη είχε συσταυρωθή με τον Χριστόν.
Έτσι ο Σταυρός θανατώνει συγχρόνως και ζωογονεί, όχι μόνον στην ξηρά, όπως παρέστησε το παράδειγμα, αλλά ακόμη και στην θάλασσα. Θυμήσου όσα συνέβησαν στην Ερυθρά. Εκεί εσχηματίσθη απλώς επάνω στα ύδατα ο τύπος του Σταυρού και έσωσε τον λαόν του Θεού, κατεπόντισε δε τους εχθρούς του Θεού.
Όλα αυτά είχαν προτυπωθή παλαιά από τους Προφήτες, εγράφησαν στον πίνακα του νοός των με τον δάκτυλο του αγίου Πνεύματος. Και οι προτυπώσεις παρεδόθησαν συμβολικώς σαν σε στηλογραφίαν, είχαν δε χαραχθή και σε ιερά βιβλία ως μάθημα για τις επερχόμενες γενεές επωφελέστατον. Ώστε όταν έλθουν τα πράγματα, να μη αμφισβητηθούν τα γράμματα, αλλά οι αναγνώστες παραβάλλοντας να αναγνωρίσουν τα σύμβολα, και από αυτά να δοξασθή ο υπερένδοξος, ο οποίος τόσο πολύ συγκατέβη και κατεδέχθη την φαινομενικήν ατιμίαν, για μας που έχουμε ατιμασθή εκ προαιρέσεως.
Πριν γίνη όμως αυτό, όλοι οι Προφήτες και οι δίκαιοι έχυναν δάκρυα συμπαθείας για τους προπάτορές μας. Και πώς να μην έχυναν, αφού εγνώριζαν οτι ο Χαμ, ο οποίος περιεγέλασε την γυμνότητα του πατρός του ευρίσκετο υπό κατάραν; Ο δε Δαβίδ έψαλλε περιπαθώς προς τους κειμένους μέσα στην γη γενάρχες την νεκρώσιμον ωδή: «Ως πρόβατα εν Άδη έθετο, θάνατος ποιμανεί αυτούς» και «ως πάχος γης ερράγησαν και διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον Άδην». Τότε και ο Ησαϊας, ακολουθώντας μεγαλοφωνότερα την θρηνωδίαν του Δαβίδ, κτυπούσε το στήθος του οικειοποιούμενος ως υιός τα παθήματα των πατέρων και έλεγε: «Πάντες ως πρόβατα επλανήθημεν. Άνθρωπος τη οδώ αυτού επλανήθη», ελεεινολογώντας ολόκληρον την Αδαμιαίαν φύση. Και άλλος εθρηνολογουσε άλλα. Και όλοι μαζί συνέβαλλαν με τον Δαβίδ, προκρίνοντας αυτόν ως χοράρχη, σεβασμιώτερον για το βασιλικόν του αξίωμα, αλλά και εξ αιτίας της θεοπατορίας που του είχε προαναγγελθή: «Ο ποιμαίνων τον Ισραήλ πρόσχες, ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ. Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ εμφάνηθι». Είναι προφανής και εδώ η ομοίωσις με τον Ιωσήφ. Εκεί Αίγυπτος σκοτεινή, εδώ Άδης ο ζοφερώτατος. Φαραώ εκεί, ο τύραννος του Ισραήλ. Εδώ Σατάν, ο ακοίμητος εχθρός ολοκλήρου του ανθρωπίνου πληρώματος. Εταλαιπωρούντο εκεί οι Ισραηλίτες συλλέγοντας άχυρα για την κατασκευήν των πηλίνων πλίνθων, εδώ χάριν του ερυθρού πηλού της σαρκός, πικρός ιδρώτας των φιλοσάρκων, γι' αυτήν όλος ο κόπος των φιλοκόσμων. Εδώ ο βαρύς και αμείλικτος επιστάτης της ζωής μας, ο ακοίμητος και τερατώδης μυρμηκολέων, ο οποίος μας εκβιάζει προς τα έργα του σκότους, άλλοτε αρπάζοντας και «ωρυόμενος και ζητών τίνα καταπίη», και άλλοτε κλέπτοντας τον σίτο των αρετών. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας πείση ότι το μόνο που αξίζει είναι να συνάγωμε άχυρα. Άχυρο είναι η αμαρτία, επειδή χρησιμεύει σαν προσάναμμα του ασβέστου πυρός.
Γι' αυτούς τους λόγους ο Κύριος, επειδή παρακολουθούσε την κακοποίηση της φύσεώς μας, επείγετο από την έμφυτο φιλανθρωπίαν του να πραγματοποιήση την προαιώνιον βουλήν, όπως προεγνώρισεν ο Ησαϊας, ο οποίος συγχαίροντας με όλον τον κατάλογον των Προφητών, ανέκραζε με την γλυκυτάτην του φωνήν εκ μέρους του Σωτήρος αυτό που είχε αφώνως ακούσει: «Νυν αναστήσομαι, νυν δοξασθήσομαι, νυν σωθήσομαι». Αυτά τα λόγια προμηνύουν την ανύψωση στον Σταυρόν, και την δόξαν με την οποίαν εδοξάσθη ο Μονογενής από τον Πατέρα επάνω στoν Σταυρόν αυτόν. Εγείρεται από τoν θρόνον του, κατέρχεται στην γην αμεταβάτως. Ενδύεται ως στολήν την φύσιν του πεπλανημένου προβάτου, από τα πάναγνα αίματα της Παρθένου, ώστε ο λύκος να επιτεθή και σ' αυτόν ως συνήθως, ξεγελασμένος από την ομοιότητα, και έτσι να συντριβούν τα δόντια του όντως αμαρτωλού, από την ορμήν με την οποίαν επέπεσε κατά του αναμαρτήτου.
Ήταν επείγουσα γι' αυτόν η αναζήτησις του απολωλότος προβάτου. Διότι μολονότι έγινε πρόβατο χάριν του προβάτου, ως Θεός όμως είναι και ποιμήν, που ανέλαβε την αποστολή να το επαναφέρη στην χλόη του Παραδείσου, όπου ήταν ο φυσικός και αρχικός του χώρος. Έρχεται να λάβη διά του ξύλου εκδίκηση για την ήττα που προήλθεν από το ξύλον, και να αποκρούση τον πάσσαλο με πάσσαλο, να εξαφανίση με όργανον κατάρας την κατάραν που εβλάστησεν από το ξύλο. Πλην όμως η νέα, η ιδική μας Ιαήλ, έτσι ονομάζω την Εκκλησίαν, προσκυνεί τoν νέον αυτόν πάσσαλον, ο οποίος κατετρόπωσε τoν πικρόν πολέμιον της φύσεώς μας. Έγινε με τoν τρόπον αυτόν όργανον της σωτηρίας, και συνέτριψε μεν την κακήν αυτού κεφαλήν, του δε Αδάμ την ανεζώωσεν, αφού μάλιστα εφυτεύθη ακριβώς επάνω από αυτήν. Έτσι εθεράπευσε την κεφαλαλγία που προήλθε από την επιβλαβή βρώση του ξύλου, επιφορτιζόμενος την κατάραν εκείνου, και καταργώντας την. Διότι δεν είναι πλέον όργανον κατάρας ο Σταυρός, αλλά ευλογίας. Επειδή έχει λεχθή ότι «ευλογείται ξύλον, δι' ου γίνεται σωτηρία». Τόσων αγαθών αίτιος μας έγινεν ο Σταυρός, και σωτήριον διαβατήριον προς την αρχικήν μακαριότητα.
Πόσον αγαπητόν είναι το θυσιαστήριόν σου, Κύριε των δυνάμεων, στο οποίον εθυσιάσθης μεν ως αμνός, επεφορτίσθης δε την αμαρτίαν του κόσμου. Εκείνο ως άνθρωπος, αυτό δε ως Θεός. Διότι αν και εσταυρώθης από αδυναμίαν, εξ αιτίας της φθαρτής και εμπαθούς σαρκός σου, αλλά κατά την φύσιν σου είσαι Κύριος των αύλων δυνάμεων. Και η τελειότης της θεϊκής σου δυνάμεως εφανερώθη, όταν ηνώθη με την ανθρωπίνην αδυναμία, και αχρήστευσε τα νεύρα του κοινού τυράννου του γένους μας.
«Ουκ αναβιβασθήσεται επί το θυσιαστηριον Κυρίου πάσα ζύμη και παν μέλι», λέγει κάπου σκιωδώς η Γραφή, και εδώ υποκρύπτεται λόγος φωτοειδής. Διότι αν και αυτό φαίνεται ότι έχει λεχθεί για την πολύσαρκο Λευϊτικήν λατρείαν, εγώ το αναβιβάζω στο ύψος του Σταυρού, αποδίδοντας το νόημα του ρητού ως ακολούθως. Τι θέλει δηλαδή να ειπή ο λόγος αυτός; Το ιερόν αυτό χωρίον διατάσσει να συσταυρωνόμεθα με τον Χριστόν, και να συναποθαίνωμε με αυτόν ως προς τον κόσμον . Πείθεσθε, λέγει, σ' αυτόν που σας καθοδηγεί στην τραχείαν οδό και υπακούετε, και τιμήσατε το θυσιαστήριόν του μη προσφέροντας τίποτε από αυτά που γλυκαίνουν την αίσθηση και παραλύουν προς ηδυπάθειαν. Διότι χαρακτηριστικόν του Σταυρού είναι η οδύνη, όχι η ηδονή. Η γεύσις της χολής, όχι του μέλιτος. Δεν δέχεται την Αιγυπτιακήν ζύμην το θυσιαστήριον του Χριστού. Είναι μεστή από ασέβειαν και αλαζονείαν. Ενώ ο Σταυρός είναι το σύμβολον της ταπεινώσεως και τρόπαιον της προς Θεόν ευσεβείας. Μετά δε την Ανάστασιν, έπαθλον της εμπίκρου διαγωγής και τραχείας διαβιώσεως είναι η βρώσις του μέλιτος, και η απόλαυσις της αφθόρου ηδονής. Έτσι λοιπόν ο Σταυρός είναι υπόθεσις ανδρείας και καυχήσεως, όχι εντροπής. Διότι το να θυσιάσει κάποιος τον εαυτόν του χάριν των δούλων του και να καταφρονήση τον θάνατον για την σωτηρίαν των πολλών είναι το μεγαλύτερο καύχημα. Αυτήν την έννοιαν έχει και το αναφερόμενον στην Γραφήν «άρσεν» σφάγιον το οποίον θυσιάζεται προς χάριν μας. Διότι ήλθε να τονώση την παράλυσιν αυτήν, η οποία αρχίζοντας από μίαν φιλήδονο γυναίκα μετεδόθη στον άνδρα, και εξεθήλυνε τον αρρενωπό χαρακτήρα του και το μικρό προζύμι, η μία πλευρά δηλαδή, εζύμωσε και εξωμοίωσε με τον εαυτόν της όλην την ανδρικήν ζύμη και της μετέδωσε την ιδικήν της μαλθακότητα. Από το οίδημα λοιπόν της αλαζονείας, που θα προέλθη από αυτού του είδους την ζύμωση, δεν θα αναβιβασθή τίποτε στο θυσιαστήριον του Χριστού, τον Σταυρόν. Διότι είναι παθοκτόνος ο ζωοποιός Σταυρός. Τι δε κοινόν υπάρχει μεταξύ νεκρότητος και τρυφής; Τι κοινόν μεταξύ χολής και ηδονής; Τι κοινόν μεταξύ του οίνου που ευφραίνει την σαρκίνην καρδία και της περιπαικτικής προσφοράς του όξους που τόσον ενοχλεί την αίσθησιν; Εκείνα ανήκουν στον παλαιόν Αδάμ και είναι εις βάρος μας, ενώ αυτά στο νέον και είναι προς όφελός μας. Εκείνα είναι του Αδάμ που έπεσε, αυτά του Χριστού που μας έσωσε.
Διδάσκομαι δε και να φιλοσοφώ σε παρόμοιες περιπτώσεις και να υπομένω εμπαιζόμενος. Διότι κακό δεν είναι το να υβρίζεσαι απλώς, αλλά το να υβρίζεσαι δικαίως . Ούτε είναι φοβερόν το να αποθάνης, αλλά το να αποθάνης εξ αιτίας κάποιας αμαρτίας. Και αντιθέτως, το να ριψοκινδυνεύσης χάριν της αληθείας είναι άξιον του υπερτάτου μακαρισμού.
Αυτό λοιπόν το ξύλον έχοντας ως πηδάλιο να το προσκυνής, από το οποίο κυβερνώμενος, ω άνθρωπε, δεν θα φοβηθής τα κύματα της πολυταράχου θαλάσσης του βίου τούτου. Επειδή δεν σου επιτρέπει να είσαι βαρυφορτωμένος, αλλά σε διδάσκει να ταξιδεύης ελαφρός και ετοιμοπόλεμος, τρέφοντας το σώμα όσο το δυνατόν λιτότερα. Έτσι, και αν πνεύσουν σαν ενάντιοι άνεμοι τα πνεύματα της πονηρίας, και εγείρουν σφοδράν την τρικυμίαν των πειρασμών κατά του σκάφους της ψυχής, συ θα μείνης αμετακίνητα στερεωμένος στoν Σταυρόν, αφού θα έχης σταθεροποιηθή από τον αναλλοίωτον φόβον του Θεού του Εσταυρωμένου. Με τον τρόπον αυτόν θα ξεπεράσης την εναέριον απειλήν, θα αποφύγης τoν καταποντισμόν από τους επιτιθεμένους θηριώδεις και ανημέρους πειρατάς, τους δαίμονες, και θα προσορμισθής στoν ακύμαντο λιμένα της Βασιλείας, όπου θα λάβης αμύθητα κέρδη από την διάθεση των εμπορευμάτων σου.
Αλλά, ω Σταυρέ, βασιλική κλίνη του ιδικού μας Σολομώντος, του πράου και ειρηνικού, η ειρήνη του οποίου δεν έχει όριον, διότι και η παλαιά Ιερουσαλήμ, στην οποία εβασίλευσεν ο φιλόκοσμος Σολομών, ήταν περιωρισμένη σε έκταση και περιφραγμένη από τείχη σαν βασιλική κλίνη. Ω κλίνη, στην οποίαν ανεπαύθη ο Βασιλεύς της δόξης και έκλινε αυτοπροαιρέτως την κεφαλή για να κοιμηθή εκουσίως ύπνον ζωηφόρον, και κοιμώμενος εξεπόρθησε τον ακοίμητον πολέμιον, και ελαφυραγώγησε τα βασίλεια του Άδου. Διότι αν και κατά τoν νόμον της νεκρώσεως είχε κοιμηθή, η καρδία του όμως αγρυπνούσε, αφού επέβλεπε και προνοούσε για τα πάντα, επειδή Αυτός μαζί με τoν Πατέρα και το Πνεύμα επιβλέπει και επισκοπεί το παν. Καρδίαν εννοώ την ζωοποιόν δύναμη της θεότητός του, με την οποίαν «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» όλοι όσοι αποτελούμε το σώμα της Εκκλησίας. Εσέ, την βασιλικήν κλίνην, «κυκλούσιν εξήκοντα δυνατοί» από τους ισχυρούς του Ισραήλ. Τoν αριθμόν εξήκοντα τoν ανάγω στο υπεροχικώτατον σύστημα των εξαπτερύγων, διότι δια μέσου κάθε εξαπτερύγου υπερλάμπει το φως της τελειότητος, το οποίον εμμέσως υποδηλώνεται με την δεκάδα επειδή αυτός ο αριθμός είναι τέλειος, και επειδή έχουν αποστολή να παρίστανται στην δόξα που έχεις ως σκήπτρον βασιλικόν, συσχηματίζονται με σένα λαμβάνοντας νέαν δόξα από την μίμησί σου. Συστέλλουν δηλαδή τις επάνω και τις κάτω πτέρυγες, τις δε μεσαίες τις απλώνουν εκατέρωθεν, και ιπτάμενα σταυροτύπως αλαλάζουν ασιγήτως τα νικητήρια. Από εδώ ο θεόπτης Ησαϊας, οραματιζόμενος την δόξαν σου εδίδαξε και άλλο μυστήριον: «Και απεστάλη προς με», λέγει, «εν των Σεραφίμ, και εν τη χειρί αυτού είχεν άνθρακα, ον τη λαβίδι έλαβεν εκ του θυσιαστηρίου και ήψατο του στόματός μου και είπεν. Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου, και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Και τα δύο συγχρόνως, και τα της κλίνης και τα του θυσιαστηρίου, σε σένα συνέπεσαν. Το ένα για τoν εκούσιον ύπνον τoν οποίον εκοιμήθη και ύπνωσεν ο αθάνατος, και το άλλο για την σφαγήν που υπέστη προς χάριν μας, μα και για την υπερένδοξον Ιερουργίαν την οποίαν ο ίδιος ιερούργησε θυσιάζοντας τoν εαυτόν του υπέρ του κόσμου. Συ πιστεύουμε ότι είσαι το πλήρες διαπύρων ανθράκων θυσιαστήριον του αμνού του Θεού, διότι ξύλον το οποίον έχει καεί είναι και ο άνθρακας.
Όπως λοιπόν το πυρ της απαθούς Θεότητος του Αμνού, ο οποίος εθυσιάσθη επάνω σου, σε ανέφλεξε χωρίς να σε κατακαύση, έτσι και εμείς που σήμερα σε εγγίζουμε με τα χείλη, λαμβάνουμε από αυτό το πυρ κάθαρση των αμαρτημάτων, συμπτύσσοντας την λαβίδα των χειλέων φιληματικώς, και μεταδίδουμε το φως και τον αγιασμό στον έσω άνθρωπο που κατοικεί στο πήλινον αυτό σώμα.
Αλλά, ω Σταυρέ, και πάλι σε χαιρετίζω, αρνούμενος να αποσπάσω τα χείλη από τον ασπασμόν σου, ω Σταυρέ, θυσιαστήριον πάντιμον, δέξου αυτό το δώρον των ύμνων μου, και όλον ευλόγησέ το. Διότι το κατώτερον ευλογείται από το ανώτερον. Και το θυσιαστήριον είναι ανώτερον από το δώρον, όπως και αυτό που παρέχει τον αγιασμόν είναι ανώτερον από το αγιαζόμενον. Τώρα λοιπόν ως μεν θυσιαστήριον δώσε μου ως αντίδωρο την εξιλέωση, ως κλίνη δε βασιλική αναπαυσέ μου τον λόγο, που απέκαμε ήδη και θέλει να αποκοιμηθή, και στο εξής ανάλαβε την υπεράσπιση της ψυχής μου κατά των αοράτων και φιλοπολέμων δαιμόνων, προς δόξαν του Παντουργού και Παντοκράτορος Χριστού ο οποίος και με την εξάδα των διαστάσεών σου εφανέρωσε μυστικώς και παραδόξως την παντοκρατορίαν αυτού. Ότι δηλαδή κυριεύεις των άνω και ουρανίων, των κάτω και επιγείων, αλλά και αυτών των καταχθονίων, γι' αυτό και πιστεύω ότι οικονόμησε να κείται το κρανίον του Αδάμ κάτω από την βάση του Σταυρού, των δεξιών και των αριστερών, των δικαίων δηλαδή και των αμαρτωλών. Αυτός θα είναι ο Κριτής πάντων, αυτών που προηγήθησαν και αυτών που έπονται της Σταυρώσεώς Του.
Αυτό είναι γνώρισμα της αϊδίου Θεότητος. Διότι ο ίδιος και προϋπήρχε, και εισήλθε στον χρόνον, και εμπρός από αυτόν δεν υπήρξεν άλλος Θεός ούτε οπίσω θα υπάρξη άλλος. Αυτώ η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Πηγή: από το βιβλίο «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς, Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, σελίς 531 και εξής, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Λόγος στην Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως,
Αγίου Λουκά Συμφερουπόλεως
«Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν Μου εφ' υμάς και μάθετε απ' Εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών. Ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστίν» (Ματθ. ΙΑ.28 – 30).
Μεγάλη είναι η αγκαλιά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τόσο μεγάλη που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ο Κύριος έχει στην αγκαλιά του όλους όσους υποφέρουν στη ζωή τους από τις θλίψεις και τις στενοχώριες. Τί βάθος έχει η καρδιά Του και πόσο δυνατή είναι η αγάπη Του, αφού μπορεί όλους αυτούς που κοπιάζουν και είναι φορτωμένοι να τους αναπαύσει, να τους παρηγορήσει και να τους δώσει δύναμη να υπομένουν τις θλίψεις και να μην απελπίζονται όταν αδικούνται στη ζωή τους!
Είναι όμως παράξενος ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να το κάνει! Μας προτείνει να αφήσουμε τον ανυπόφορο για πολλούς ζυγό της ζωής και να σηκώσουμε επάνω μας έναν άλλο ζυγό: άγνωστο στον κόσμο, απαλό, αγαθό και ελαφρό, δικό του ζυγό. Όταν λέμε ζυγό, εννοούμε κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας δούλος. Την κατάσταση βέβαια αυτή δεν την θεωρούμε καθόλου ευχάριστη. Τον δικό του όμως ζυγό ο Κύριος τον ονομάζει απαλό και ελαφρό.
Πώς να το καταλάβουμε; Γιατί είναι απαλός και ελαφρός ο ζυγός του Χριστού; Μήπως επειδή ζυγό ονομάζει τον θείο νόμο της αγάπης του τον οποίο δίνει στον κόσμο, στον κόσμο ο οποίος σχεδόν καθόλου δεν σκέφτεται την αγάπη; Ή επειδή ο δικός του λόγος της αγάπης άνοιξε για την ανθρωπότητα, που ζούσε χωρίς αγάπη, έναν καινούριο κόσμο, έναν κόσμο στον οποίο λάμπει το θείο φως της αγάπης, που διαλύει το οποιοδήποτε σκοτάδι; Δεν είναι μεγάλη χαρά να βγούμε από το σκοτάδι στο φως; Δεν θα σκιρτήσει η καρδιά του ανθρώπου όταν θα βγει από το σκοτάδι και θα καταλάβει ότι ο ίδιος ο Κύριος τον κρατά στην αγκαλιά Του;
Αλλά τί επιτέλους σημαίνει ζυγός του Χριστού; Σημαίνει να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του. Να είμαστε ταπεινοί και πράοι, να διψάμε και να πεινάμε την υψίστη αλήθεια. Να είμαστε ελεήμονες και καθαροί τη καρδία. Να μας κακολογούν και να μας διώκουν για την πίστη στον Υιό του Θεού και για την αγάπη του. Ναι, αυτό και μόνο αυτό σημαίνει ο απαλός ζυγός του Χριστού και το ελαφρό φορτίο του. Τη δύναμη για να τα σηκώσουμε μας τη δίνει ο Σταυρός του Χριστού, που υψώνεται πάνω από τον κόσμο και τον φωτίζει, ο Σταυρός πάνω στον οποίο ο Υιός του Θεού υπέφερε τα πάθη και έδωσε την ζωή Του για να ζει ο άνθρωπος.
Ας προσκυνήσουμε το υποπόδιο του Σταυρού του Χριστού με όλη την ψυχή μας. Αυτός είναι ο απαλός ζυγός του Χριστού, να ακολουθήσουμε τον δρόμο του μαρτυρίου και των διωγμών ο οποίος οδηγεί εκεί όπου αιώνια λάμπει ο Σταυρός του Χριστού μας . Ας ακολουθήσουμε τον Σωτήρα μας και ας θυμόμαστε πάντοτε ότι Αυτός που είναι αληθινός Θεός λέει για τον εαυτό Του ότι είναι πράος και ταπεινός τη καρδία. Να είμαστε και εμείς πράοι και ταπεινοί για να τον ακολουθήσουμε στον δρόμο προς την Βασιλεία της αιώνιας Δικαιοσύνης και του ανεσπέρου Φωτός. Αμήν.
(Πηγή: από την συλλογή «Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Συμφερούπολη κατά την περίοδο 1955-1957» τόμος Α, Μετάφραση από τα ρωσικά: Εκδόσεις Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)
Οἱ ΚΔ’ (24) Οἶκοι
Ἄγγελοι οὐρανόθεν ἀοράτως κυκλοῦσι, Σταυρόν τόν ζωηφόρον ἐν φόβῳ (τρίς) καί φωτοπάροχον χάριν λαμπρῶς παρεχόμενον, νῦν τοῖς πιστοῖς βλέποντες, ἐξίστανται καί ἵστανται βοῶντες πρός αὐτόν τοιαῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, οἰκουμένης φύλαξ·
χαῖρε, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.
Χαῖρε, ὁ πηγάζων ἀφθόνως ἰάματα·
χαῖρε, ὁ φωτίζων τοῦ κόσμου τά πέρατα.
Χαῖρε, ξύλον ζωομύριστον, καί θαυμάτων θησαυρέ·
χαῖρε, συνθετοτρισόλβιε, καί χαρίτων παροχεῦ.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις ὑποπόδιον θεῖον·
χαῖρε, ὅτι ἐτέθης εἰς προσκύνησιν πάντων.
Χαῖρε κρατήρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως·
χαῖρε, λαμπτήρ τῆς ἄνω λαμπρότητος.
Χαῖρε, δι’ οὗ εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι’ οὗ προσκυνεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Βλέπουσα ἡ Ἑλένη ἑαυτήν ἐν ἐφέσει, φησί τῷ Βασιλεῖ θαρσαλέως· Τό παμπόθητόν σου τῆς ψυχῆς εὐχερέστατόν μου τῇ σπουδῇ φαίνεται· ζητοῦσα γοῦν τό κράτιστόν σοι τρόπαιον, ὡς λέγεις, κράζω·Ἀλληλούϊα.
Γνῶσιν ἄγνωστον πρώην ἡ Βασίλισσα γνοῦσα, ἐβόησε πρός τούς ὑπουργοῦντας· Ἐκ λαγόνων τῆς γῆς εὑρεῖν ἐν τάχει, καί δοῦναι τόν Σταυρόν σπεύσατε, πρός ὅν ἰδοῦσα ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλήν κράζουσα οὕτω·
Χαῖρε, χαρᾶς τῆς ὄντως σημεῖον·
χαῖρε, ἀρᾶς τῆς ἀρχαίας λύτρον.
Χαῖρε, θησαυρός ἐν τῇ γῇ φθόνῳ κρυπτόμενος·
χαῖρε, ὁ φανείς ἐν τοῖς ἄστροις τυπούμενος.
Χαῖρε, τετρακτινοπύρσευτε καί πυρίμορφε Σταυρέ·
χαῖρε, κλῖμαξ ὑψοστήρικτε, προοραθεῖσά ποτε.
Χαῖρε, τό τῶν Ἀγγέλων γαληνόμορφον θαῦμα·
χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυστένακτον τραῦμα.
Χαῖρε, τερπνόν τοῦ Λόγου κειμήλιον·
χαῖρε, πυρός τῆς πλάνης σβεστήριον.
Χαῖρε, Σταυρέ, ἀπορούντων προστάτα·
χαῖρε, στερρέ εὐδρομούντων ἀλεῖπτα.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Δύναμις ἡ τοῦ Ξύλου, ἐπιδέδεικται τότε, πρός πίστωσιν ἀληθῆ τοῖς πᾶσι· καί τήν ἄφωνόν τε καί νεκράν πρός ζωήν ἀνέστησε, φρικτόν θέαμα τοῖς μέλλουσι καρποῦσθαι σωτηρίαν, ἐν τῷ μέλπειν οὕτως·Ἀλληλούϊα.
Ἔχουσα ἡ Ἑλένη, τὸ ἀήττητον ὅπλον, ἀνέδραμε πρός τόν ταύτης γόνον· ὁ δέ, μέγα σκιρτήσας εὐθύς, ἐπιγνούς τόν μέγιστον Σταυρόν ἔχαιρε, καί ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρός αὐτόν τοιαῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, τοῦ φωτός δοχεῖον·
χαῖρε, Σταυρέ, τῆς ζωῆς ταμεῖον.
Χαῖρε, ὁ δοτήρ χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος·
χαῖρε, ὁ λιμήν ποντοπόρων ἀχείμαστος.
Χαῖρε, τράπεζα, βαστάζουσα ὥσπερ θῦμα τόν Χριστόν·
χαῖρε, κλῆμα, βότρυν πέπειρον φέρον οἶνον μυστικόν.
Χαῖρε, ὅτι τά σκῆπτρα τῶν ἀνάκτων φυλάττεις·
χαῖρε, ὅτι τάς κάρας τῶν δρακόντων συνθλάττεις.
Χαῖρε, λαμπρόν τῆς πίστεως γνώρισμα·
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου διάσωσμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρός θνητούς εὐλογία·
χαῖρε, θνητῶν πρός Θεόν μεσιτεία.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ζῆλον ἔνδοθεν θεῖον, ἡ Ἑλένη λαβοῦσα, ἐζήτησε καί εὗρε σπουδαίως, τόν ἐν γῇ κρυπτόμενον Σταυρόν, καί δεικνύμενον ἐν οὐρανῷ Ἄνακτι· ὅν ὕψωσε· καί βλέπων τό πολίτευμα, ἐν πίστει ἔφη·Ἀλληλούϊα.
Ἡλιόμορφος ὤφθη, ὁ Σταυρός ἐν τῷ κόσμῳ, καί πάντες φωτισμοῦ ἐμπλησθέντες, καί δραμόντες ὡς πρός ἀστέρα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς καλῶν αἴτιον, ἐν ταῖς χερσί ταῖς θείαις ὑψωθέντα· ὅν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, αὐγή νοητοῦ Ἡλίου·
χαῖρε, πηγή ἀκενώτου μύρου.
Χαῖρε, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ἀνάκλησις·
χαῖρε, τῶν ἀρχόντων τοῦ ᾅδου ἡ νέκρωσις.
Χαῖρε, ὅτι ἀνυψούμενος, συνανυψοῖς νῦν ἡμᾶς·
χαῖρε, ὅτι προσκυνούμενος, καθαγιάζεις τάς ψυχάς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος·
χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων εὐμενέστατον σθένος.
Χαῖρε Σταυρέ, Ἑβραίων ὁ ἔλεγχος·
χαῖρε, πιστῶν ἀνθρώπων ὁ ἔπαινος.
Χαῖρε, δι’ οὗ κατεβλήθη ὁ ᾅδης·
χαῖρε, δι’ οὗ ἀνατέταλκε χάρις.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Θεοβράβευτον Ξύλον, θεωρήσαντες πάντες, τῇ τούτου νῦν προσέλθωμεν σκέπῃ· καί ὡς ὅπλον κρατοῦντες αὐτό, δι’ αὐτοῦ τροποῦμεν τῶν ἐχθρῶν φάλαγγας, καί ψαύοντες τόν ἄψαυστον, τοῖς χείλεσιν αὐτῷ βοῶμεν·Ἀλληλούϊα.
Ἴδε φῶς οὐρανόθεν, Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας, δεικνύμενον Σταυροῦ τό σημεῖον, δι’ ἀστέρων, ἐν ᾧ καί νικᾶν πολεμίων πληθύν, ἔσπευσε τό Ξύλον φανερῶσαι, καί βοῆσαι πρός αὐτό τοιαῦτα·
Χαῖρε, βουλῆς τῆς ἀρρήτου πέρας·
χαῖρε, λαοῦ εὐσεβοῦντος κέρας.
Χαῖρε, πολεμίων ὁ τρέπων τάς φάλαγγας·
χαῖρε, φλόξ καθάπερ φλέγων τούς δαίμονας.
Χαῖρε, σκῆπτρον ἐπουράνιον τοῦ Βασιλέως τοῦ στρατοῦ·
χαῖρε, τρόπαιον ἀήττητον τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ.
Χαῖρε, ὁ τῶν βαρβάρων τήν ὀφρύν καταβάλλων·
χαῖρε, ὁ τῶν ἀνθρώπων τάς ψυχάς περιέπων.
Χαῖρε, κακῶν πολλῶν ἀμυντήριον·
χαῖρε, καλῶν πολλῶν βραβευτήριον.
Χαῖρε, δι’ οὗ Χριστοφόροι σκιρτῶσι·
χαῖρε, δι’ οὗ Ἰουδαῖοι θρηνοῦσι.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Κλῖμαξ οὐρανομήκης, ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐγένετο, τούς πάντας ἀνάγων, ἀπό γῆς πρός ὕψος οὐρανοῦ, τοῦ χοροῖς Ἀγγέλων συνοικεῖν πάντοτε, ἀφέντας τά νῦν ὄντα ὡς μή ὄντα, καί εἰδότας ψάλλειν·Ἀλληλούϊα.
Λάμψας φῶς ἐπί πᾶσιν, ὁ Σωτήρ τοῖς ἐν ᾅδη, ἐφώτισας τούς κάτω κειμένους· πυλωροί δέ ᾅδου τήν αὐγήν μή ἐνέγκαντές σου, ὡς νεκροί πεπτώκασιν· οἱ τούτων δέ ρυσθέντες, νῦν ὁρῶντες τόν Σταυρόν βοῶσι·
Χαῖρε, ἀνάστασις τεθνεώτων·
χαῖρε, παράκλησις τῶν πενθούντων.
Χαῖρε, τῶν ταμείων τοῦ ᾅδου ἡ κένωσις·
χαῖρε, Παραδείσου τρυφῆς ἡ ἀπόλαυσις.
Χαῖρε, ράβδος ἡ ποντίσασα τόν Αἱγύπτιον στρατόν·
χαῖρε, αὖθις, ἡ ποτίσασα Ἰσραηλίτην λαόν.
Χαῖρε, ἔμψυχον Ξύλον, τοῦ Λῃστοῦ σωτηρία·
χαῖρε, εὔοσμον ρόδον, εὐσεβῶν εὐωδία.
Χαῖρε, τροφή πεινώντων ἐν πνεύματι·
χαῖρε, σφραγίς, ἥν ἔλαβον ἄνθρωποι.
Χαῖρε Σταυρέ, μυστηρίων ἡ θύρα·
χαῖρε, ἐξ οὗ ρεῖθρα χέονται θεῖα.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Μέλλοντος Μωϋσέως, τό πολύμοχθον γένος λυτρώσασθαι ἐκ τοῦ λυμεῶνος, ἐπεδόθης ὡς ράβδος αὐτῷ, ἀλλ’ ἐγνώσθης τούτῳ καί Θεοῦ σύμβολον· διόπερ κατεπλάγη σου Σταυρέ, τήν δυναστείαν κράζων·Ἀλληλούϊα.
Νόμον ὁ ἐν Σιναίῳ, τῷ Θεόπτῃ δούς πάλαι, Σταυρῷ ἐθελοντί προσηλοῦται, ὑπέρ ἀνόμων ἀνόμως ἀνδρῶν, καί κατάραν νόμου παλαιάν ἔλυσεν, ἵνα Σταυροῦ τήν δύναμιν ὁρῶντες, ἅπαντες νῦν βοῶμεν·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις πεπτωκότων·
χαῖρε, κατάπτωσις κοσμολάτρων.
Χαῖρε, Ἀναστάσεως Χριστοῦ τό ἐγκαίνισμα·
χαῖρε, μοναζόντων τό θεῖον ἐντρύφημα.
Χαῖρε, δένδρον εὐσκιόφυλλον, ὑφ’ οὗ σκέπονται πιστοί·
χαῖρε, Ξύλον προφητόφθεγκτον, πεφυτευμένον ἐν γῇ.
Χαῖρε, τῆς Βασιλείας κατ’ ἐχθρῶν συμμαχία·
χαῖρε, τῆς πολιτείας κραταιά προστασία.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου φανέρωσις·
χαῖρε, βροτῶν πταιόντων κατάκρισις.
Χαῖρε Σταυρέ, ὀρφανῶν ἀντιλῆπτορ·
χαῖρε Σταυρέ, πλουτιστά τῶν πενήτων.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ξένον θαῦμα ἰδόντες, ξένον βίον βιῶμεν, τόν νοῦν εἰς οὐρανόν ἀνυψοῦντες· διά τούτο γάρ ἐν τῷ Σταυρῷ ὁ Χριστός ἐπάγη, καί σαρκί πέπονθε, βουλόμενος ἑλκῦσαι πρός τό ὕψος, τούς αὐτῷ βοῶντας·Ἀλληλούϊα.
Ὅλος ἦλθεν ἐξ ὕψους, τήν Θεότητα ἔχων, ὁ μόνος προαιώνιος Λόγος· καί τεχθείς ἐκ Παρθένου Μητρός, καί φανείς τῷ κόσμῳ ταπεινός ἄνθρωπος, Σταυρόν καταδεξάμενος, ἐζώωσε τούς αὐτῷ βοῶντας.
Χαῖρε Σταυρέ, τῆς εἰρήνης ὅπλον·
χαῖρε, βαλβίς τῶν ὁδοιπορούντων.
Χαῖρε, σωζομένων σοφία καί στήριγμα·
χαῖρε, ἀπολλυμένων μωρία καί σύντριμμα.
Χαῖρε, εὔκαρπον, ἀθάνατον καί ζωηφόρον φυτόν·
χαῖρε ἄνθος, ὅπερ ἤνθησε τήν σωτηρίαν ἡμῶν.
Χαῖρε, ὅτι συνάπτεις τά ἐν γῇ σύν τοῖς ἄνω·
χαῖρε, ὅτι φωτίζεις τάς καρδίας τῶν κάτω.
Χαῖρε δι’ οὗ φθορά ἐξωστράκισται·
χαῖρε, δι’ οὗ ἡ λύπη ἠφάνισται.
Χαῖρε, καλῶν μυριάριθμος ὄλβος·
χαῖρε, πιστῶν μυριώνυμος εὖχος.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Πέπτωκε τῶν δαιμόνων ἡ παμβέβηλος φάλαγξ, καί γένος τῶν Ἑβραίων ᾐσχύνθη, προσκυνούμενον τόν Σταυρόν παρά πάντων, μετά πόθου βλέποντες, ἀεί δέ ἀναβλύζοντα ἰάματα τοῖς ἐκβοῶσιν·Ἀλληλούϊα.
Ρεύματα συνεστάλη, λογισμῶν κακοδόξων παγέντος σου Χριστέ ἐπί ξύλου· ἀποροῦσι γάρ ὄντως τό, Πῶς καί Σταυρόν ὑπέστης, καί φθοράν πέφευγας· ἡμεῖς δέ τήν Ἀνάστασιν δοξάζοντες ἀναβοῶμεν.
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ τό ὕψος·
χαῖρε, προνοίας Αὐτοῦ τό βάθος.
Χαῖρε, μωρολόγων ἀλόγων ἡ ἄγνοια·
χαῖρε, μαντιπόλων ἀφρόνων ἀπώλεια.
Χαῖρε, ὅτι τήν Ἀνάστασιν ἐμφανίζεις τοῦ Χριστοῦ·
χαῖρε, ὅτι τά παθήματα ἀνακαινίζεις Αὐτοῦ.
Χαῖρε, τῶν πρωτοπλάστων τήν παράβασιν λύσας·
χαῖρε, τοῦ Παραδείσου τάς εἰσόδους ἀνοίξας.
Χαῖρε Σταυρέ, τοῖς πᾶσι σεβάσμιε·
χαῖρε, ἐθνῶν ἀπίστων ἀντίπαλε.
Χαῖρε Σταυρέ, ἰατρέ τῶν νοσούντων·
χαῖρε, ἀεί βοηθέ τῶν βοώντων·
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Σῶσαι θέλων τόν κόσμον, ὁ τοῦ κόσμου κοσμήτωρ, κατῆλθε πρός αὐτόν ἀπορρήτως· καί Σταυρόν ὑπέστη, Θεός ὤν, δι’ ἡμᾶς, τά πάντα καθ’ ἡμᾶς δέχεται· διό καί λυτρωσάμενος ἡμᾶς, ἀκούει παρά πάντων·Ἀλληλούϊα.
Τεῖχος τῆς οἰκουμένης, ὦ Σταυρέ ζωηφόρε, ἀπόρθητον καί θεῖον νοοῦμεν· ὁ γάρ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, κατασκευάσας σέ Ποιητής τάννυσι τάς χεῖρας, ξένον ἄκουσμα· καί ἅπαντας ἐκφωνεῖν διδάσκει.
Χαῖρε, ἡ βάσις τῆς εὐσεβείας·
χαῖρε, τό νῖκος τῆς κληρουχίας.
Χαῖρε, Ἀμαλήκ νοητόν ὁ τροπούμενος·
χαῖρε, Ἰακώβ ταῖς χερσί προτυπούμενος.
Χαῖρε, σύ γάρ ἀνεμόρφωσας τάς παλαιτάτας σκιάς·
χαῖρε, σύ γάρ ἀνεπλήρωσας προφητοφθέγκτους φωνάς.
Χαῖρε, ὁ τόν Σωτῆρα τῶν ἀπάντων βαστάσας·
χαῖρε, ὁ τόν φθορέα τῶν ψυχῶν καταργήσας.
Χαῖρε, δι’ οὗ Ἀγγέλοις ἡνώθημεν·
χαῖρε, δι’ οὗ φωτί κατηυγάσθημεν.
Χαῖρε, σέ γάρ προσκυνοῦμεν τιμῶντες·
χαῖρε, σοί γάρ προσφωνοῦμεν, βοῶντες·
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὕμνος ἅπας μειοῦται, συνακολουθεῖν θέλων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐγκωμίων πληθύν καί γάρ ἄν προσάξωμέν σοι, ὦ Σταυρέ τίμιε, οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν· ἀλλ’ οὖν βοῶμεν·Ἀλληλούϊα.
Φωτοπάροχον αἴγλην, τοῖς ἐν σκότει δωρεῖται, Σταυρός ὁ ζωοδώρητος οὗτος· τό γάρ ἄϋλον δέδεικται φῶς, καί πρός γνῶσιν θείαν δᾳδουχεῖ ἅπαντας· ὑψοῖ δέ νῦν ὑψούμενος τόν νοῦν ἡμῶν, ἀναμέλπειν ταύτα·
Χαῖρε, φωστήρ, τοῖς ἐν σκότει φαίνων·
χαῖρε, ἀστήρ, τόν κόσμον αὐγάζων.
Χαῖρε, ἀστραπή, χριστοκτόνους ἀμβλύνουσα·
χαῖρε, ἡ βροντή τούς ἀπίστους ἐκπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι κατελάμπρυνας Ὀρθοδόξων τούς χορούς·
χαῖρε, ὅτι κατηδάφισας τῶν εἰδώλων τούς βωμούς.
Χαῖρε, οὗπερ ὁ τύπος οὐρανόθεν ἐφάνη·
χαῖρε, οὗπερ ἡ χάρις πονηρίας ἐλαύνει.
Χαῖρε, σαρκός σημαίνων τήν νέκρωσιν·
χαῖρε, παθῶν ὁ κτείνων ἐπέγερσιν.
Χαῖρε, ἐν ᾧ ὁ Χριστός ἐσταυρώθη·
χαῖρε, δι’ οὗ πᾶς ὁ κόσμος ἐσώθη.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Χάριν δοῦναι θελήσας, ὁ Χριστός τοῖς ἀνθρώποις, τάς χεῖρας ἐπί Ξύλου ἐκτείνει, καί τά ἔθνη πάντα συγκαλεῖ, καί βασιλείαν πᾶσιν οὐρανῶν δίδωσι, τοῖς μέλπουσι τόν ὕμνον ἐπαξίως, καί πιστῶς βοῶσιν·Ἀλληλούϊα.
Ψάλλοντές σου τόν ὕμνον, εὐφημοῦμεν ἐκ πόθου, ὡς ἔμψυχον Κυρίου σε Ξύλον· ἐπί σοί γάρ παγείς ἐν σαρκί, ὁ δεσπόζων τῶν δυνάμεων, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοι ταῦτα·
Χαῖρε Σταυρέ, νοητή ρομφαία·
χαῖρε, Ἁγίων ἅγιον βλέμμα.
Χαῖρε, Προφητῶν καί Δικαίων προκήρυγμα·
χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ λαμπροφόρον στρατήγημα.
Χαῖρε, κάλλος καί διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν·
χαῖρε, κράτος καί ὀχύρωμα ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς ἀληθείας εὐκλεέστατος κόσμος·
χαῖρε, τῆς σωτηρίας εὐτυχέστατος ὅρμος.
Χαῖρε, φαιδρόν ἁπάντων ἀγλάϊσμα·
χαῖρε, υἱῶν τῆς Ἄγαρ φυγάδευμα.
Χαῖρε, φωτός ἀκηράτου λυχνία·
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς θυμηδία.
Χαῖρε, Ξύλον μακάριον.
Ὦ πανύμνητον Ξύλον, τό βαστάσαν τόν πάντων ἁγίων, Ἁγιώτατον Λόγον (τρίς)· δεδεγμένον ἡμῶν τάς λιτάς, ἀπό πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας καί αἰωνίου λύτρωσαι κολάσεως τούς σοί βοῶντας·Ἀλληλούϊα.
Πηγή: Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα , Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ορθόδοξος Συναξαριστής