Ποιός θα ακούσει χωρίς να δακρύσει και να συγκινηθεί το ένδοξο και κατανυκτικό μαρτύριο του Οσιομάρτυρα και Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου, με το οποίο δοξάσθηκε ο Θεός, η Ορθοδοξία και το Γένος μας, ιδιαίτερα δε η Σεβασμία Μονή μας (σημ. Ι.Μ. Εσφιγμένου), η οποία τον προετοίμασε γιά τον δοξασμένο θρίαμβο;
Ο Άγιος καταγόταν από την πόλη της Θράκης Αίνο από γονείς φτωχούς αλλά ευσεβείς και ονομάσθηκε στο άγιο Βάπτισμα Αθανάσιος. Εξαιτίας της φτώχειας του ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο κάποιου Τούρκου, για να εξοικονομεί τα αναγκαία προς το ζην. Βλέποντας ο μιαρός Τούρκος τα προτερήματα και την επιδεξιότητα του Αθανασίου, σκέφθηκε να τον μεταστρέψει στο μωαμεθανισμό για να τον κάνει κληρονόμο του. Γνωρίζοντας όμως τη σταθερότητα και την ευσέβεια του νέου και ότι με κολακείες δεν μπορεί να τον πείσει, κράτησε το σκοπό του μυστικό, γιά να μεταχειρισθεί βίαια μέσα.
Ενώ ταξίδευαν μία φορά από Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη, ο άνομος κριτής των Αγαρηνών της Σμύρνης, βλέποντας και αυτός την προθυμία και επιμέλεια του Αθανασίου, παρακινούσε τον πλοίαρχο να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τον αλλαξοπιστήσει. Μόλις έφθασαν στη Σμύρνη, την ίδια νύχτα διέταξε ο Αγαρηνός τον Αθανάσιο να ανάψει ένα φανάρι και να προπορεύεται απ' αυτόν, τάχα ότι θα πάει σε κάποιο μέρος. Ενώ προχωρούσαν σ' ένα δρόμο κοντά σε τουρκικά μνήματα, διέταξε το νέο να μπεί στο τουρκικό νεκροταφείο και όταν προχώρησαν στο βαθύτερο μέρος, ξαφνικά έβγαλε μαχαίρι ο μιαρός Τούρκος και επιχειρώντας δήθεν να τον σκοτώσει τον πλήγωσε αρκετά. Ο νέος ξαφνιάστηκε και τον παρακαλούσε έμφοβος και με θρήνους, εκείνος όμως του απάντησε ότι είναι αδύνατο να τον αφήσει ζωντανό, εκτός αν γίνει ομόπιστός του. Ο νέος σκέφθηκε ότι η μαρτυρία του Τούρκου εκείνου δεν ίσχυε, διότι όλοι τον ήξεραν σαν ψεύτη, οπότε είπε στον εαυτό του:
› Ας πω αυτόν το λόγο να λυτρωθώ από αυτόν τον αιμοβόρο και αύριο τον αρνούμαι και φεύγω.
Τούτο ήταν παγίδα του σατανά, γιά να εξομώσει. Μόλις είπε ότι γίνεται Οθωμανός, αμέσως ο ασεβής εκείνος τον φίλησε και του έδωσε οθωμανικό όνομα και την ίδια ώρα του μεσονυκτίου τον έσυρε στο κριτήριο και δεν τον άφησαν πλέον έως ότου του έκαναν και την περιτομή. Μετά από λίγες μέρες ασθένησε βαριά καί λυπόταν φοβούμενος μήπως πεθάνει στην ασέβεια, αλλ' ο Θεός τον λυπήθηκε. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους αναχώρησε από τον αφέντη του, ο οποίος πάλι λίγο έλειψε να τον σκοτώσει, γιά οικονομική όμως διαφορά. Από τότε άρχισε να σηκώνεται από το βάθος της ασεβείας και χρησιμοποιούσε το χριστιανικό του όνομα.
Αφού διασώθηκε από πολλούς κινδύνους με τη βοήθεια του Θεού, ήρθε στο Άγιον Όρος και πρώτα επισκέφθηκε μερικά μοναστήρια και σκήτες, όπου εξομολογήθηκε σε πολλούς πνευματικούς ζητώντας καταφύγιο. Ύστερα, κατόπιν συμβουλής κάποιου εναρέτου πνευματικού, ήρθε στο ιερό Κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου τον δέχθηκε ο ηγούμενος Ευθύμιος, αφού τον εξομολόγησε και έμαθε όλη την ιστορία του. Απ' αυτόν διωρίσθηκε τραπεζάρης, δηλαδή να υπηρετεί στην τράπεζα των πατέρων, όπου υπηρετούσε με πολλή προθυμία.
Ο διάβολος του προξένησε πολλούς και δυσδιήγητους πειρασμούς και φαντασίες. Την νύχτα καθώς κοιμότανε, έβλεπε όνειρα φοβερά και τρομερά, που τον έκαναν να αναστατώνεται η σκέψις του και να βρίσκεται πάντοτε σε τρομερό αγώνα με τον εαυτό του. Ήθελε με κάθε τρόπο να κάνει τον νεαρό Μοναχό όργανο του. Ήθελε να τον πάρει από το Μοναστήρι και να μείνει Μωαμεθανός, όπως έγινε πριν. Αλλά ο Αθανάσιος με την εξομολόγηση και την προσευχή νικούσε τον πειράζοντα, επικαλούμενος τον Κύριο και τη Θεοτόκο. Μία μέρα, υπηρετώντας σε μέρος όπου υπήρχε καπνός, πόνεσαν τα μάτια του και πήγε στο κελλί του, όπου άρχισε να κλαίει λέγοντας:
› Αλλοίμονο σε μένα, αν τόσο λίγο πόνο δεν μπορώ να υποφέρω, πώς θα υπομείνω το μαρτύριο;
Προσευχήθηκε γιά πολλή ώρα με μεγάλες μετάνοιες κι έπειτα που κοιμήθηκε λίγο είδε σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, η οποία του είπε:
› Τι λυπάσαι παιδί μου και αδημονείς;
Ο άγιος είπε:
› Πώς να μη λυπάμαι ο τρισάθλιος, που εκτός από τις άλλες αμαρτίες μου αρνήθηκα τον Κύριό μου;
Η Κυρία Θεοτόκος του είπε:
› Έχε θάρρος, παιδί μου, διότι θα απολαύσεις το ποθούμενο μαρτύριο.
Όλα αυτά τα διηγήθηκε στο διδάσκαλό του τον Γερμανό, τον οποίον όρισε ο ηγούμενος να τον καταρτίζει και να δέχεται τους λογισμούς του. Ο ηγούμενος έστειλε τον Γερμανό στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' που ησύχαζε τότε στη Μονή των Ιβήρων κι εκείνος βεβαίωσε ότι αυτά είναι εκ Θεού και ευχήθηκε στον Αθανάσιο να τελειώσει το μαρτύριο, αφού προετοιμασθεί μέχρι το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής.
Όταν έφθασε η αγία Τεσσαρακοστή, κατ' εντολή του ηγουμένου, πήγαν με το διδάσκαλο Γερμανό στην Σκήτη των Ιβήρων, γιά να προετοιμασθεί ο Αθανάσιος από το μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος προετοίμασε παλαιότερα τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο, Ιγνάτιο, Ακάκιο και Ονούφριο. Εκεί προσκύνησαν τα άγια Λείψανά τους, τα οποία όταν είδε ο Αθανάσιος, αγαλλίασε η ψυχή του και θερμάνθηκε περισσότερο στο μαρτύριο. Αφού επέστρεψαν στην Μονή του Εσφιγμένου, άρχισε να προετοιμάζεται με μεγάλους αγώνες, με νηστεία και προσευχή. Κατ' εντολή του ηγουμένου κλείσθηκε στό βορεινό πύργο πάνω από τη θάλασσα, όπου έτρωγε μόνο λίγο ψωμί και νερό και έκανε κάθε μέρα χίλιες πεντακόσιες μεγάλες μετάνοιες και άλλες τέσσερις χιλιάδες μικρές. Προηγουμένως ο πνευματικός του διάβασε τις ιλαστικές ευχές γιά οκτώ μέρες και στο τέλος τον έχρισε με το Άγιο Μύρο. Την Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών στη Λειτουργία έλαβε το Άγιο σχήμα του Μανδύου και ονομάσθηκε Αγαθάγγελος.
Αφού κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια, επέστρεψε στον πύργο. Το πρόσωπό του άλλαξε και φωτίσθηκε και στην καρδιά του άναψε θεϊκή φλόγα, που τον παρώτρυνε σε περισσότερους αγώνες. Βρήκε και μια αλυσίδα βάρους πάνω από δέκα οκάδες και δέθηκε με αυτήν κατάσαρκα ως αληθής Εσφιγμένος. Επίσης φόρεσε και ένα σάκκο τρίχινο και πλήθυνε τις μετάνοιες, ώστε υπερέβηκε τις τρεις χιλιάδες μεγάλες και οκτώ χιλιάδες μικρές. Διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου δύο φορές τη μέρα, το Ευαγγέλιο, το Νέο Μαρτυρολόγιο και άλλα βιβλία, προσευχόμενος με την ευχή του Ιησού και ποθούσε ολόψυχα το θάνατο γιά το Χριστό. Πετούσε από τη χαρά του. Ο νους του ήταν συνέχεια στραμμένος στα ουράνια. Μέσα στην καρδιά του είχε ανάψει θεϊκή φλόγα, που τον παρακινούσε για περισσότερους αγώνες.
Μη μπορώντας να συγκρατήσει τον πόθο του γιά το μαρτύριο, παρακαλούσε τον ηγούμενο να τον στείλει όσο το δυνατόν πιό γρήγορα. Ο ηγούμενος σύστησε στους αδελφούς θερμά στον Θεό και να νηστέψουν γιά να τους αποκαλύψει Αυτός αν είναι τούτο το θέλημά Του Εκείνη, λοιπόν, την νύχτα, ο Ηγούμενος είδε τον άγιο Νικόλαο και το ακόλουθο όνειρο:
«Περπατούσαν μέσα στο δάσος, ο Αγαθάγγελος, ο Γερμανός και αυτός, όταν τους συνάντησε ένας γέροντας σεμνότατος και λαμπροφόρος, που έμοιαζε σαν τον Άγιο Νικόλαο. Ο Γέροντας αυτός ερώτησε τον Ηγούμενο:
› Πες μου ποιος από τους τρεις σας θέλει να υποφέρει τα φρικτά μαρτύρια των Τούρκων;
Ο Ηγούμενος του έδειξε τον Αγαθάγγελο. Τότε ο ξένος πλησίασε τον Όσιο και αφού έκανε μετάνοια μπροστά του του είπε:
› Καλό έργο επιθύμησες παιδί μου, κάνε γρήγορα λοιπόν και θα ευδοκιμήσεις.»
Το πρωί διηγήθηκε όλα αυτά ο Ηγούμενος εις τον πνευματικόν Γερμανό και εις τον Αγαθάγγελο και όλοι μαζί δόξαζαν τον Θεό, που τους φανέρωσε εκείνο, που έπρεπε να γίνει. Έκτοτε άρχισαν οι τελικές ετοιμασίες γι'αυτό.
Κατά θεία οικονομία, το Μέγα Σάββατο έφθασε μπροστά στη Μονή ένα Χιώτικο πλοίο, το οποίο ταξίδευε για τη Σμύρνη. Το απόγευμα της Δευτέρας της Διακαινησίμου έντυσε ο ηγούμενος τον Αγαθάγγελο το μέγα και αγγελικό Σχήμα και τον χαιρέτησαν οι αδελφοί με δάκρυα, προσευχόμενοι στον Κύριο να τον ενισχύσει στον αγώνα της άθλησης.
Επιβιβάσθηκαν στο πλοίο ο Αγαθάγγελος με τον Γερμανό και έφθασαν την Κυριακή του Θωμά στην Σμύρνη. Μόλις όμως έφθασαν στην Σμύρνη, ο Αγαθάγγελος άλλαξε όψι. Ήταν πολύ σκυθρωπός και δακρυσμένος. Και, όταν ο Γερμανός του είπε, γιατί συμβαίνει αυτό, του απήντησε ως εξής:
› Είδα στον ύπνο μου, ότι με πλησίασε ο Οσιομάρτυς Ευθύμιος και μου είπε, ότι έφθασε ο καιρός. Με αγκάλιασε, με φίλησε και μου έδωσε θάρρος πολύ. Σκέφτομαι όμως ότι, όταν η ψυχή μου θα ανεβαίνει στους ουρανούς, πως μπορώ να λυτρωθώ από τα εναέρια τελώνια, που θα με εξετάζουν για τις πολλές μου αμαρτίες!
› Μη φοβάσαι, του απάντησε ο Γερμανός, γιατί τα εναέρια τελώνια δεν τολμούν να πλησιάσουν σε μια ψυχή, που απεχωρίσθη από το γήινο σώμα με μαρτυρικό θάνατο, για την Πίστη του Χριστού.
Μόλις τα άκουσε αυτά ο Αγαθάγγελος, ένοιωσε μεγάλη χαρά να του πλημμυρίζει την καρδιά και να ζητεί επίμονα να έλθει γρήγορα η ώρα του μαρτυρίου. Παρήγγειλε συγχρόνως στον Ηγούμενο, ότι εάν τον θανατώσουν, το λείψανό του να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι του Έσφιγμένου, για να ενισχύη τους αδελφούς Movαχoύς στην πίστι τους στο Χριστό.
Την επόμενη Πέμπτη, αφού τον ξύρισαν, τον έντυσαν τουρκικά φορέματα και του έδωσαν στα χέρια ξύλινο σταυρό και εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού. Έπειτα ήρθε στο κριτήριο των ασεβών, ρωτήθηκε τι ζητάει και είπε ότι έχει διαφορά με τον πρώην αφέντη του τον Μεχμέτ Καπετάνιον. Προσκάλεσαν τον Τούρκο εκείνον και ρώτησαν τον Αγαθάγγελο ποιά διαφορά είχε με αυτόν. Ο άγιος αποκρίθηκε με θάρρος:
› Όταν με προσέλαβε στη δούλεψή του ο άνθρωπος αυτός ήμουν Χριστιανός. Αυτός όμως, με έκαμε με την βία Μωαμεθανό. Αλλά εγώ, δεν έχασα την πίστι μου και ομολογώ πάλι μπροστά σας, ότι είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος και πιστεύω στόν Ιησού Χριστό, τον οποίο ομολογώ Θεό αληθινό. Οι παριστάμενοι Αγαρηνοί άρχισαν να τον επιπλήττουν κι εκείνος τότε έβγαλε από τα ρούχα του και ύψωσε το Σταυρό και κήρυττε τον Χριστό και κατέκρινε τη μιαρή τους θρησκεία είπε:
› Αυτό είναι το όπλο του Κυρίου μου, Ίησού Χριστού. Εμένα μεν, το όπλο αυτό θα με σώση καθώς και όλους τους Χριστιανούς. Τους Τούρκους, όμως, θα τους καταδικάση και θα τους σύντριψη.
Έβγαλε, επίσης από το στήθος του την Εικόνα της Αναστάσεως και συνέχισε:
› Ο Κύριος μου άναστήθηκε και θα άναστήση και έμένα και όσους πιστεύουν σ' αυτόν. Σας όμως, καθώς και τον προφήτη σας, θα σας καταδικάση εις τα βάθη της αιώνιου κολάσεως.
Τότε οι δικασταί άρπαξαν από τα χέρια του την εικόνα και τον Σταυρό και άρχισαν τις ύποσχέσεις. Γιά πολλή ώρα τον κολάκευαν υποσχόμενοι πολλά επίγεια αγαθά, αλλά ο μάρτυς σιωπούσε και προσευχόταν. Όταν όμως είδαν, ότι ήταν άδύνατο να μεταπείσουν τον Άγιο, τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί του έφεραν σωρούς από χρυσάφι, ρούχα χρυσοκέντητα. Αλλά ο Άγιος έμενε σταθερός στην ομολογία του. Τότε ο Δικαστής άλλαξε τακτική. Άρχισε να φοβερίζει τον Όσιο και να του λέει, ότι αν δεν γίνει Μωαμεθανός, θα υποφέρει τα μεγαλύτερα βασανιστήρια, που υπάρχουν. Ο Άγιος όμως άπάντησε:
› Όλα αυτά τα ξέρω, αλλά δεν φοβάμαι. Είμαι Χριστιανός και θα υποφέρω για τον Κύριο μου τα πάντα.
Αμέσως ο Κριτής έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν και να του κάνουν φρικτά βασανιστήρια. Αμέσως οι Τούρκοι χτύπησαν πολύ τον Όσιο. Του σπάσανε τα πλευρά στο ξύλο. Του δέσανε κατόπιν τα χέρια και τα πόδια με μια βαριά αλυσίδα και τον κλείσανε στο πιο σκοτεινό κελί της φυλακής.
Την άλλη μέρα τον οδήγησαν πάλι στο κριτήριο και καθ' οδόν τον απειλούσαν με το ξίφος, αλλ' εκείνος μάλλον το ξίφος ποθούσε. Τον οδήγησαν πάλι ενώπιον του κριτή και του ηγεμόνα και με μεγαλύτερες υποσχέσεις και απειλές δεν πέτυχαν τίποτε, διότι ο ομολογητής ούτε τους άκουγε, αλλά έλεγε την ευχή και κήρυττε τον Χριστό Θεό αληθινό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε και τον υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια. Ο νέος τα υπέμεινε καρτερικά, και έμεινε σταθερός στην πίστη του. Ο βασανιστής του θαύμασε την σταθερότητα αυτή του νέου. Τελικά τον έβαλαν πάλι στην φυλακή. Στη φυλακή ο Όσιος υπέφερε πολλά βασανιστήρια από τους άγριους Αγαρηνούς. Παρ' όλα αυτά, η αφοσίωσης του στο Χριστό έμεινε σταθερή και ακλόνητη. Μετά από μερικές η μέρες, ο Αγαθάγγελος είδε, ότι οι Τούρκοι φύλακες στη φυλακή άρχισαν να του φέρονται με καλύτερο τρόπο. Του δίνανε και έτρωγε καλύτερα και δεν υπέφερε εκείνα τα φρικτά βασανιστήρια των πρώτων ημερών. Αλλά οι αλλόφυλοι είχαν τον σκοπό τους. Μια η μέρα τον έντυσαν με στολή χρυσοπόρφυρη, του έδωσαν καλό φαγητό και τον πήγαν στον ηγεμόνα της Σμύρνης. Εκεί τον εδέχθησαν με μεγάλη προσποιητή χαρά και αγαλλίαση. Ο ηγεμόνας του φέρθηκε πρώτα με καλοσύνη και του είπε να ξαναγυρίσει στην Μωαμεθανική θρησκεία. Ο Μάρτυς όμως παρέμεινε σταθερός εις την πίστη του Χριστού. Μπροστά σε όλα αυτά, ο ηγεμόνας θαύμασε μεν την γενναιότητα της ψυχής του Όσιου, αλλά και έδωσε διαταγή να τον κλείσουν πάλι στην φυλακή και να τον υποβάλουν στα πιο φρικτά βασανιστήρια.
Πέρασαν είκοσι ημέρες από τότε που μπήκε ο Μάρτυρας στη φυλακή. Άκουσε τότε ότι οι Χριστιανοί μεσίτευαν για να τον απαλλάξουν και έγραψε αμέσως επιστολή παρακαλώντας και εξορκίζοντάς τους στο Θεό να μην ενεργήσουν κατ' αυτό τον τρόπο, αλλά να αφήσουν να τον βασανίσουν οι ασεβείς όπως θέλουν και μόνο να εύχονται γι' αυτόν οι Χριστιανοί να τον ενισχύσει ο Κύριος στο δρόμο του. Όταν διαβάστηκε αυτή η επιστολή μπροστά στον αρχιερέα και τους προύχοντες, δόξασαν όλοι με δάκρυα το Θεό και διαβάστηκαν επιστολές του ηγουμένου Ευθυμίου, ο οποίος παρακαλούσε ομοίως να εύχονται οι Χριστιανοί γιά τον αθλητή. Πράγματι δε κατά την υπόδειξη του αρχιερέα και των κληρικών οι Χριστιανοί έκαναν την νύκτα εκείνη εκτενή δέηση προσευχόμενοι με δάκρυα.
Κατά την νύχτα της εικοστής ημέρας ο Όσιος είδε όραμα, ότι θα τον αποκεφάλιζαν το πρωί. Πραγματικά την τετάρτη ώρα οι άγριοι λύκοι ήλθαν να πάρουν τον Μάρτυρα. Ο Άγιος αποχαιρέτησε τους φυλακισμένους και ξεκίνησε για να φύγει. Τον πήραν, λοιπόν, οι υπηρέτες του ηγεμόνα και τον πήγαν στο δικαστήριο. Ο Τούρκος δικαστής του είπε, ότι κατηγορείται για κλοπή του πρώην αφέντου του, του Μαχμέτ Καπετάνιου. Εάν όμως επέστρεφε πίσω αυτά που έκλεψε, θα τον έστελναν στην Ρωσία για να ζήση ελεύθερος. Τότε ο Όσιος τους απάντησε ως έξης:
› Ο πρώην αφέντης μου λέγει ψέμματα, αλλά και σεις το γνωρίζετε αυτό. Εάν εγώ ήθελα να φύγω στη Ρωσία, δεν θα ερχόμουν σε σας με την θέληση μου.
Κατάλαβε ο Τούρκος Κριτής, ότι η σταθερότητα του Όσιου στην Πίστη του Χριστού είναι βράχος ακλόνητος. Γι' αυτό έδωσε διαταγή να τον σκοτώσουν. Αμέσως, λοιπόν, τον άρπαξε ο Τούρκικος συρφετός και τον έσυρε στους δρόμους της πόλεως αλυσσοδεμένο και καταξεσχισμένο. Άλλοι τον χτυπούσαν και άλλοι τον έφτυναν. Ο Όσιος όμως είχε τον νουν του προσηλωμένο στον Ουρανό και νοερώς είχε συνομιλία με τον Ιησού Χριστό. Μετά από το μαρτύριο αυτό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα, τον πήγανε κατά τις 11 π.μ. στον τόπο, όπου θα απεκεφαλίζετο. Όταν ανέβηκε επάνω στην εξέδρα, έλαμπε το πρόσωπο του από θεία αγαλλίαση. Προτού θανατωθεί, ένας Τούρκος ιερωμένος τον πλησίασε και του είπε να αλλάξει την πίστη του και έτσι να σώσει την ζωή του. Ο Μάρτυς όμως καθόλου δεν του έδωσε σημασία, αλλά αντιθέτως φώναξε με μεγάλη φωνή στους δήμιους:
› Χτυπάτε!
Εκείνη τη στιγμή, ένας από αυτούς τράβηξε το σπαθί του και με μεγάλη αγριότητα έκοψε το κεφάλι του Αγίου. Αποκεφαλίσθηκε την πέμπτη ώρα του Σαββάτου 19 Απριλίου του 1819. Τότε, όλα τα πλήθη των Χριστιανών, δόξαζαν τον Θεό, για την δύναμη, που έδωσε στον ένδοξο Νεομάρτυρα Αυτού. Βούτηξαν ένα μαντήλι εις το αίμα του Αγίου, έσκισαν το μαντήλι και το έκαναν μικρά κομματάκια. Τα μοίρασαν μεταξύ τους για ευλογία και φυλαχτό. Ποιός όμως μπορεί να διηγηθεί τη χαρά και την αγαλλίαση πού ένιωσαν οι Χριστιανοί με τη νίκη του Μάρτυρα και τη δόξα του Θεού; Δοξολογούσαν το Θεό και εγκωμίαζαν το Μάρτυρα και έλεγαν
«… πολλές φορές δοκιμάσαμε χαρές διάφορες κατά καιρούς, αλλά την χαρά αυτή που πήραμε από το μαρτύριο του Αγίου, όχι μόνο άλλοτε δεν την αισθανθήκαμε, αλλ' ούτε με λόγια μπορούμε να την περιγράψουμε.»
Οι Τούρκοι μπροστά στη συμπεριφορά αυτή των Χριστιανών δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κατάλαβαν, ότι είχαν πια ντροπιασθεί και κλείστηκαν στα σπίτια τους. Μόνο, έβαλαν φρουρά στο λείψανο του Αγίου, μήπως έλθουν και το πάρουν οι Χριστιανοί. Την νύχτα εκείνη είδαν οι Τούρκοι ένα τρομερό πράγμα να συμβαίνει με το άγιο λείψανο. Μια μεγάλη ευωδία έβγαινε από το μέρος, που ήταν πεσμένο, το δε λείψανο μετακινείτο και πάλι ερχόταν στην κανονική του θέση. Φοβήθηκαν πολύ οι Τούρκοι γι' αυτό και ρώτησαν τους Χριστιανούς να τους πουν τι συμβαίνει. Αυτοί δε είπαν:
› Εσείς αποκεφαλίσατε τον Μάρτυρα, όμως η ψυχή του ζει κοντά στο Χριστό και βλέπει την απάνθρωπη συμπεριφορά σας.
Τότε οι Τούρκοι άφησαν ελευθέρους τους Χριστιανούς να έρχονται να προσκυνούν το άγιο λείψανο. Οι Τούρκοι όμως είχαν παράλογη κακία και φθόνο για την νίκη των Χριστιανών. Γι' αυτό και το άγιο λείψανο το έσυραν στους δρόμους της Σμύρνης με μεγάλη μανία. Το χτυπούσαν και αλαλάζαν από μίσος προς τους Ορθοδόξους. Το μέρος στο οποίο ήταν το λείψανο ευωδίαζε όλο. Αλλά και, ω του θαύματος, παρά τα τόσα μαρτύρια το λείψανο έμεινε άθικτο, χωρίς κανένα εξόγκωμα ή πρήξιμο. Την Τετάρτη το πρωί οι Αγαρηνοί έδωσαν το λείψανο στους Ορθοδόξους. Το μετέφεραν στο Βεζύρ Χαν και το παρέλαβαν οι Χριστιανοί με χαρά μεγάλη. Οι Χριστιανοί πήραν το άγιο λείψανο από τους Τούρκους και το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου Γεωργίου. Εις την Εκκλησία αυτή έψαλλαν την νεκρώσιμο Ακολουθία, που είναι για τους Μάρτυρες. Ακολούθως το ενεταφίασαν με όλες τις εκκλησιαστικές τιμές εις τον τάφο του Αγίου Δήμου. Και αυτός προ 56 χρόνων μαρτύρησε στην Σμύρνη. Μαρτύρησε λοιπόν ο Μάρτυς το 1818 στην ηρωϊκή Σμύρνη την 19η Απριλίου και ημέρα Σάββατο. Μαρτύρησε εις ηλικία 19 ετών, επάνω εις το άνθος της ηλικίας του.
Οι Πρόκριτοι της Σμύρνης έστειλαν γράμμα προς τον τότε Πατριάρχη τον Γρηγόριο τον Ε΄ εις το οποίο του εξιστορούσαν λεπτομερώς όλα τα μαρτύρια του Αγίου. Εστάλη επίσης στους Μοναχούς του Αγίου Όρους μια επιστολή με τα μαρτύρια του Αγίου, καθώς και το άκρον από το δάχτυλο του, που είχε κοπή στην κρίσιμη ώρα της αποκεφαλίσεως. Το άγιο δε λείψανο όσο καιρό ήταν μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για λαϊκό προσκύνημα, έβγαζε μια ουράνια ευωδία που πλημμύριζε όλο τον Ναό.
Κατά άλλη εκδοχή όμως το σεπτό σκήνωμα του Αγίου το έρριξαν στον περίβολο του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Σμύρνης. Ειδοποιήθηκε γι' αυτό ο εκεί διαμένων τότε (1808 › 1809) σαν Διδάσκαλος της περιώνυμης Σχολής Σμύρνης Μέγας Οικονόμος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων και κατέβηκε στον Ιερό Ναό, ο περίβολος του οποίου επικοινωνούσε με τη Σχολή και στη θέα του ιερού σκηνώματος του μαρτυρήσαντος για το Χριστό και το Έθνος συνέθεσε αυτοσχεδίως αντί του «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» το ακόλουθο τροπάριο:
«Πληθύς η των Σμυρναίων εν ωδαίς ευφημήσωμεν ημών πολιούχον και της Αίνου το βλάστημα, πρόμαχον θερμόν Αγαθάγγελον ιερομάρτυρα εσθλόν. Επλάκη γαρ γενναίως τω δυσμενεί και τούτον κατηκόντισεν. όθεν στεφηφορών ουρανομάρτυσι συναγάλλεται υπέρ ημών εξευμενίζων τον μόνον φιλάνθρωπον.» («Θρακικά» Τόμος 10ος, σ.376.)
Τελικά το ιερό σκήνωμα του Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου τάφηκε στον περίβολο του ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Σμύρνη στη ρίζα υπεραιωνοβίου πλατάνου και ο τάφος του σωζόταν μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή το 1922. Έξι μήνες μετά τον ενταφιασμό του ιερού λειψάνου του Αγίου Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου άνοιξαν από τα πλάγια τον τάφον του και είδαν ότι το λείψανο είχε λυώσει. Έγινε η ανακομιδή των οστών του από την Σμύρνη στο Άγιον Όρος στην Μονή του Εσφιγμένου, όπως είχε παραγγείλει. Από τα οστά του έβγαινε μία ωραιοτάτη ευωδία, η οποία πλημμύριζε όλο το Μοναστήρι. Οι Μοναχοί, αφού έκαναν δέηση προς τον Θεό, τοποθέτησαν τα ιερά οστά πίσω από το Άγιο Βήμα της εκκλησίας της Μονής και εχαίροντο και δόξαζαν τον Θεό, που από το Μοναστήρι τους βγήκε ένας τέτοιος ένδοξος αθλητής της Χριστιανοσύνης.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.