Πρόμαχος της Ορθοδοξίας. Θιασώτης του ασκητισμού, αντιαιρετικός συγγραφέας με αγιότητα βίου και αγωνιστικό φρόνημα ασυνήθιστο. Να τι χαρακτηρίζει τη ζωή του μεγάλου τούτου πατέρα της Κυπριακής Εκκλησίας, που σύμφωνα με τον άγιο Ιερώνυμο είναι «το τελευταίο λείψανο της αρχαίας ευσέβειας».
Γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Δυτικής Παλαιστίνης τη Βησανδούκη. Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει, πως ο άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη της Κύπρου, ένα χωριό της Μαραθάσας και μεγάλωσε στή Βησανδούκη., που ήταν κοντά στην Ελευθερούπολη, τέσσερα μίλια μακριά, γύρω στο 315 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν Ιουδαίοι κι είχαν δύο παιδιά. Τον Επιφάνιο και μια κόρη, την Καλλίτροπο. Στην ηλικία των 10 χρόνων ο πατέρας πέθανε και τα παιδιά έμειναν ορφανά.
Η μητέρα, που είχε να φροντίσει για τη συντήρηση όλων, κάλεσε μια μέρα τον μικρό Επιφάνιο και του έδωκε ένα γαϊδούρι που είχαν, να πάει στην πανήγυρη να το πωλήσει και να φέρει τα χρήματα να περάσουν. Το γαϊδούρι ήταν ατίθασο κι είχε κι άλλα πολλά ελαττώματα. Γι' αυτό το παιδί δίσταζε. Οι προτροπές της μητέρας κι οι παρακλήσεις της βοήθησαν το παιδί να νικήσει τους δισταγμούς και να πάει. Στην πανήγυρη, ένας καλοντυμένος Εβραίος πλησίασε κάποια στιγμή τον Επιφάνιο και ζήτησε να μάθει, αν το ζώο το είχε για πώληση και πόσο ήθελε γι' αυτό. Το παιδί είπε την τιμή, τρία νομίσματα, αλλά πρόσθεσε, πως το ζώο ήταν ατίθασο και με πολλά ελαττώματα. Η ειλικρίνεια του παιδιού έκαμε εντύπωση στον αγοραστή, ο οποίος, σαν έμαθε πως το παιδί ήταν κι ορφανό, του έδωσε τα τρία νομίσματα και του συνέστησε να γυρίσει σπίτι του.
› Κράτησε, του είπε και το γαϊδούρι, αν φρονιμέψει, για τις ανάγκες σας. Αλλιώς να πεις στη μητέρα σου να το απομακρύνει από κοντά σας, μήπως και σας κάμει κακό.
Ο μικρός Επιφάνιος πήρε τα χρήματα και τραβώντας το ζώο απ' το σχοινί ξεκίνησε, να γυρίσει πίσω στο χωριό. Στο δρόμο τον συνήντησε ένας χριστιανός, που λεγόταν Κλεόβιος και ρώτησε κι αυτός να μάθει, αν πωλούσε το γαϊδούρι. Ο Επιφάνιος με ειλικρίνεια πάλι ομολόγησε, πως το ζώο το είχε για πώληση, αλλά δεν τολμούσε να το συστήσει, γιατί ήταν ιδιότροπο. Προτού ακόμη το παιδί τελειώσει τη φράση του, το ζώο αφήνιασε, του έδωκε μια κλωτσιά στο πόδι και τον πέταξε κάτω. Ύστερα απομακρύνθηκε με γρηγοράδα. Ο Κλεόβιος που είδε το επεισόδιο, πλησίασε τον Επιφάνιο, έκαμε πάνω στο κτυπημένο μέρος του ποδιού τρεις φορές το σημείο του σταυρού με αποτέλεσμα να γίνει αμέσως καλά. Μετά στράφηκε προς το ζώο που έτρεχε και φώναξε:
› Ω ατίθασο ζώο, που θέλησες να σκοτώσεις τον αφέντη σου. Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου, να μην κινηθείς από τη θέση σου.
Με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου το γαϊδούρι έπεσε και ψόφησε. Τα θαύμα έκαμε τεράστια εντύπωση στο παιδί, που πρώτη φορά άκουσε για τον Ιησού Χριστό. Σαν έφτασε στο σπίτι, διηγήθηκε στη μητέρα του τα όσα έγιναν. Κι από την ήμερα εκείνη άρχισε με ζήλο να αναζητά κάποιο πρόσωπο, που να του μιλήσει περισσότερα για τον Εσταυρωμένο Ιησού.
Κι η ευκαιρία δόθηκε. Ο Παντοδύναμος Θεός, που θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, τακτοποίησε τα πράγματα. Ο Επιφάνιος, ύστερα από έξη χρόνια, συναντήθηκε με κάποιο μοναχό Λουκιανό, γνωστό για τα γνήσια φιλανθρωπικά του αισθήματα κι από αυτόν άκουσε, ό,τι η ψυχή του ζητούσε. Αφού κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη, πώλησε τα υπάρχοντά του, κράτησε για την αδελφή του και τον εαυτό του μερικά χρήματα για βιβλία -η μητέρα τους είχε αποθάνει, μοίρασε τα υπόλοιπα στους φτωχούς και γεμάτος χαρά κι αγαλλίαση προχώρησε με την αδελφή του στο Βάπτισμα. Το μυστήριο τέλεσε ο ίδιος ο επίσκοπος.
Την ήμερα εκείνη και την ώρα που ο Επιφάνιος ανέβαινε τα σκαλοπάτια, για να μπει μέσα στον ναό συνέβηκε κάτι το παράδοξο. Μόλις ο κατηχούμενος έβαλε το πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι του ναού, του έπεσε το παπούτσι του αριστερού ποδιού. Όταν δοκίμασε να ανέβει το δεύτερο σκαλοπάτι, τότε του βγήκε και το παπούτσι του δεξιού. Από τότε ο μακάριος πατήρ δεν δέχθηκε να φορέσει άλλα παπούτσια. Μα και κάτι άλλο. Τη στιγμή που διαβαζόταν η ευαγγελική περικοπή, ο επίσκοπος είδε το πρόσωπο του Επιφανίου να φωτίζεται από ένα ιλαρό φως και το κεφάλι του να 'ναι στεφανωμένο με ένα λαμπρό στεφάνι. Ήταν και τα δύο αγγελικά του κατοπινού του μεγαλείου.
Επτά μέρες ύστερα από το βάπτισμα, ο νεοφώτιστος τακτοποίησε την αδελφή του σ' ένα γυναικείο μοναστήρι κι έφυγε κι αυτός σ' ένα άλλο. Σε τούτο ήταν δέκα καλλιγράφοι μοναχοί κι ηγούμενος ο γνωστός άγιος Ιλαρίωνας. Κοντά στον μεγάλο αυτό ασκητή, που έτρωγε μια φορά κάθε δύο ή τρεις ή και περισσότερες μέρες προσκολλήθηκε ο δεκαεξάχρονος νέος. Και τον μιμήθηκε πιστά. Η υπομονή κι επιμονή του, η ταπείνωση και φιλομάθειά του, αλλά κι η αυστηρή εγκράτειά του, ήταν υπόδειγμα σ' όλους. Γι' αυτό και νωρίς τον χαρίτωσε ο Κύριος. Και να!
Στον τόπο που βρισκόταν το μοναστήρι δεν είχε νερό. Οι μοναχοί το κουβαλούσαν τη νύχτα από μια πηγή, που ήταν κάπου πέντε μίλια μακριά. Μια φορά έτυχε να περάσουν από εκεί μερικοί οδοιπόροι, που είχαν τα ζώα τους φορτωμένα με κρασί και τους ζήτησαν λίγο νερό, για να πιουν κι αυτοί και τα ζώα τους. Οι μοναχοί δυστυχώς δεν είχαν κι έτσι όλοι κινδύνευαν να πεθάνουν απ' τη δίψα. Την έλλειψη έμαθε κι ο Επιφάνιος. Χωρίς να χάσει καιρό, πλησίασε τους ξένους πήρε στα χέρια του τα ασκιά με το κρασί και κάμνοντας μια προσευχή είπε:
› Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που έκανες στην Κανά της Γαλιλαίος το νερό κρασί, κάνε τώρα κι εδώ το κρασί νερό για τα πλάσματά σου.
Και ω του θαύματος! Το κρασί έγινε νερό. Κι ήπιαν οι άνθρωποι. Ήπιαν και τα ζώα. Και ξεδίψασαν. Και συνήλθαν. Οδοιπόροι και μοναχοί κατασυγκινημένοι δόξασαν τον Θεό κι έκαμαν το θαύμα γνωστό παντού. Γι' αυτό κι ο άγιος έφυγε από το μέρος εκείνο και πήγε σε τόπο αγριότερο. Μια μέρα εκεί που προσευχόταν - κι ήταν τρεις μέρες νηστικός και διψασμένος - έτυχε να περνούν από κοντά σαράντα Σαρακηνοί. Σαν τον είδαν μόνο, να ζει σε τέτοιο τόπο, άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. Ένας μάλιστα απ' αυτούς ο πιο άγριος που είχε χαλασμένο το ένα μάτι, έτρεξε και τράβηξε το μαχαίρι να τον κτυπήσει. Ο άγιος, χωρίς να φοβηθεί, έκαμε μια επίκληση και στη στιγμή το τυφλό μάτι του βάρβαρου Σαρακηνού άνοιξε κι αυτός ταραγμένος απ' το θαύμα στάθηκε ακίνητος κι άφησε το μαχαίρι να πέσει απ' το χέρι του. Οι συνοδοιπόροι του απορημένοι πλησίασαν τον άγιο και σαν είδαν τον τυφλό σύντροφο τους θεραπευμένο, στάθηκαν κι αυτοί με φόβο χωρίς να ξέρουν τι να κάμουν.
Ο άγιος που είδε την ταραχή τους άρχισε να τους μιλά με ταπείνωση κι έμεινε μαζί τους τρεις ολόκληρους μήνες. Και τους δίδασκε. Και τους νουθετούσε. Και τους εμπόδιζε από του να κάμουν το κακό. Ύστερα τους αφήκε και γύρισε πάλι στο μοναστήρι του με ένα απ' αυτούς, που κατηχήθηκε απ' τον άγιο και βαπτίστηκε από τον Μέγα Ιλαρίωνα.
Πολλά θαύματα έκανε ο άγιος την περίοδο αυτή, αλλά κι αργότερα προπαντός θεραπείες δαιμονιζομένων. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά:
1) Θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Περσίας από το δαιμόνιο που την βασάνιζε.
2) Ανάστησε το νεκρό παιδί ενός άρχοντα της Περσίας.
3) Θανάτωσε ένα λέοντα που έβγαινε από το δάσος κι έτρωγε τους ανθρώπους που περνούσαν από εκεί κοντά.
4) Εξεδίωξε το δαιμόνιο από κάποιο Κάλλιστο που ήταν γιος του πρώτου Έπαρχου της Ρώμης.
5) Θεράπευσε τον Μ. Θεοδόσιο, τον αυτοκράτορα, από παράλυση των κάτω άκρων
Αυτά είναι ελάχιστα από τα πολλά θαύματα του αγίου. Ν' αναφερθούμε σ' όλα δεν μας είναι δυνατό. Ένα μόνο σημειώνουμε. Τα θαύματα του μεγάλου πατρός ήταν όλα πολύ φιλάνθρωπα.
Από το μέρος αυτό ο ιερός πατήρ ταξίδεψε αργότερα στην Αίγυπτο, όπου γνώρισε κι εδώ μεγάλες ασκητικές μορφές και πλούτισε τις γνώσεις του στη θρησκευτική θεολογία. Μετά γύρισε και πάλι στην Παλαιστίνη, όπου ίδρυσε δικό του μοναστήρι, το οποίο και διηύθυνε για πολλά χρόνια. Οι πολλές αρετές του Επιφανίου και το πλούσιο θαυματουργικό του χάρισμα, έκαμαν τον άγιο κι εδώ πολύ γνωστό. Άρρωστοι από πολύ μακρινά μέρη που έπασχαν από διάφορες αγιάτρευτες αρρώστιες, ερχόντουσαν συχνά κοντά του για να πάρουν τη θεραπεία τους.
Ο πόθος του οσίου να ξαναδεί τον μεγάλο ασκητή Ιλαρίωνα που είχε αναχωρήσει προ καιρού για την Κύπρο, αλλά κι η επιθυμία του να αποφύγει όλους εκείνους, που τον πολιορκούσαν και τον πίεζαν να γίνει επίσκοπος, τον ώθησαν να ταξιδέψει κι αυτός στην Κύπρο. Ήταν τότε περίπου 57 χρόνων. Αφού ο άγιος πήρε μαζί του δύο συνοδούς πήγε πρώτα στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό και μετά μπήκε σ' ένα πλοίο που τους έφερε στην Πάφο. Εδώ συνήντησε τον άγιο Ιλαρίωνα κι έμεινε μαζί του δύο μήνες. Όταν αργότερα αποφάσισε ν' αναχωρήσει, για να επιστρέψει στο μοναστήρι του στην Παλαιστίνη ο γέρο ασκητής τον κάλεσε και του είπε:
› Που θέλεις να πάς, τέκνον;
Ο Επιφάνιος αποκρίθηκε, πως ήθελε να πάει στη Γάζα. Ο ιερός ασκητής του είπε πάλι:
› Όχι, τέκνον. Μην πάς στη Γάζα. Πήγαινε καλύτερα στή Σαλαμίνα.
Η Σαλαμίνα, που κτίστηκε από τον ήρωα του Τρωικού πολέμου Τεύκρο, τον γιο του Τελαμώνα, προς τιμή της πατρίδας του Σαλαμίνας, καταστράφηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. από σεισμό. Η πόλη ξανακτίστηκε από τον γιο του Μ. Κων/τίνου, τον Κωνστάντιο κι ονομάστηκε Κωνσταντία. Έγινε έδρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, όταν η νήσος είχε 14 επισκόπους κι έμεινε τέτοια μέχρι το 1191, που η Κύπρος κατακτήθηκε απ' τους Φράγκους. Σήμερα έδρα του Αρχιεπισκόπου είναι η Λευκωσία.
› Εκεί θα βρεις κατάλληλο τόπο να κατοικήσεις. Πήγαινε και μη παρακούσεις στα λόγια μου μήπως κινδυνέψεις απ' την θάλασσα.
Ο Επιφάνιος δεν άκουσε. Ήθελε να γυρίσει στην Παλαιστίνη. Κατέβηκε λοιπόν στην παραλία όπου ήταν δύο πλοία. Το ένα θα πήγαινε στη Σαλαμίνα και το άλλο στην Παλαιστίνη. Μπήκε στο δεύτερο. Μόλις όμως το πλοίο ξεκίνησε σηκώθηκε τρομερή τρικυμία. Τρεις μέρες η άγρια θαλασσοταραχή τους παίδευε. Τρεις μέρες το πλήρωμα του πλοίου απηλπισμένο περίμενε από στιγμή σε στιγμή την καταστροφή του. Επιτέλους την τέταρτη μέρα το πλοίο με πολύ κόπο και ζημιές έφτασε στη Σαλαμίνα για να γλιτώσει. Εκεί σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να επισκευάσουν τις βλάβες που έπαθαν.
Μια από τις μέρες αυτές που το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο στη Σαλαμίνα, ο Επιφάνιος πήρε τους δύο συνοδούς του και βγήκε να πάει στην αγορά για ν' αγοράσει λίγα σταφύλια. Διάλεξε μερικά και την ώρα που ετοιμαζόταν να τα πληρώσει, ένας γηραιός κληρικός, ο επίσκοπος των Χυτρών Πάππος, που υποβασταζόταν από δύο διακόνους στάθηκε μπροστά του. Δύο άλλοι κληρικοί επίσκοποι κι αυτοί, ακολουθούσαν ξωπίσω του.
› Ώρα καλή, Αββά! Άφησε τα σταφύλια κι έλα μαζί μας στην εκκλησία, του είπε ο γηραιός επίσκοπος.
Τα λόγια του ψαλμωδού «ευφράνθην επι τοις ειρηκόσι μοι, εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλ. ρκα', 1) πέρασαν με μιας από το μυαλό του. Και ακολούθησε. Όταν έφτασαν, ο γηραιός επίσκοπος Πάππος του είπε:
› Κόψε ευλογητόν Πάτερ.
Ο Επιφάνιος συγχυσμένος απήντησε:
› Συγχώρησέ με, Δέσποτα. Δεν είμαι ιερωμένος.
Τότε ο Πάππος έβαλε ευλογητό. Κι αμέσως ένας διάκονος πήρε τον Επιφάνιο από την κεφαλή και τον οδήγησε στο Άγιο Βήμα. Εκεί ήταν κι άλλοι κληρικοί που βοηθούσαν τον γηραιό επίσκοπο, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο διάκονο. Την άλλη μέρα έγινε η χειροτονία του σε πρεσβύτερο και την τρίτη σε επίσκοπο. Έτσι ο ευλαβής ασκητής χωρίς να το θέλει και χωρίς να το επιδιώξει ανέλαβε όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης και ενθρονίστηκε επίσκοπος Σαλαμίνας, της οποίας ο επίσκοπος είχεν αποθάνει πριν αρκετές μέρες.
Το υψηλό έργο του επισκόπου κι η γρηγοράδα με την οποίαν ο Επιφάνιος ανέβηκε στο αξίωμα αυτό, δημιούργησαν στην ψυχή του μια τέτοια θλίψη, που του έφερνε συνέχεια δάκρυα. Τότε ο γηραιός Πάππος για να τον ενισχύσει αναγκάστηκε να του αποκαλύψει τα γεγονότα.
› Τέκνον μου, του είπε με αγάπη. Δεν είχα σκοπό να ομιλήσω. Με αναγκάζεις όμως με τη στάση σου. Όλοι αυτοί οι κληρικοί, διάκονοι, πρεσβύτεροι, επίσκοποι, που βρίσκονται εδώ, μαζεύτηκαν από όλο το νησί και ανέθεσαν σ' εμένα να διαλέξω τον άξιο κληρικό, που θα αναλάβει τη θέση του Αρχιεπισκόπου της Σαλαμίνας. Κλείστηκα λοιπόν, κι εγώ στο δωμάτιο μου και με δάκρυα παρακαλούσα τον Θεό να μου φανερώσει τον κατάλληλο. Ξαφνικά εκεί που προσευχόμουνα ένα φως άστραψε στο δωμάτιο και μια φωνή ακούστηκε να λέει:
«Πάππε, Πάππε, άκουσε! Πήγαινε αμέσως στην αγορά. Και τον μοναχό που θα βρεις να αγοράζει σταφύλια, πάρε τον και χειροτόνησέ τον επίσκοπο. Το όνομα του είναι Επιφάνιος. Και το πρόσωπο του ομοιάζει με τον προφήτη Ελισσαίο. Μη του φανερώσεις αμέσως για ποιο πράγμα τον θέλεις, για να μη σου φύγει. Αυτός είναι ο διαλεκτός. Αυτόν προορίζω. Αυτός θα τιμήσει την Εκκλησία μου.»
Τα λόγια του γηραιού επισκόπου έκαμαν μεγάλη εντύπωση σ' όλους. Ο Επιφάνιος παρηγορήθηκε. Συγκινημένοι ανέβηκαν όλοι στο επισκοπείο, όπου δείπνησαν και δόξασαν τον Θεό. Την άλλη μέρα ανεχώρησε ο καθένας στην επισκοπή του.
Με τη χειροτονία του ο Επιφάνιος έγινε η πόλη η «επάνω ορούς κειμένη» κι ο λύχνος που τοποθετήθηκε «επί την λυχνίαν» για να λάμπει «πάσι τοις εν τη οικία». Και πέτυχε στο δύσκολο και βαρύ έργο του. Πέτυχε χάρη στο ζήλο του και την ταπεινοφροσύνη του. Πέτυχε χάρη στην αρετή και την αγιότητα του. Στα 36 χρόνια της αρχιερατείας του, ο χειμαζόμενος λαός του νησιού βρήκε στο πρόσωπό του τον στοργικό πατέρα, τον ζηλωτή ιεραπόστολο, τον φωτεινό καθοδηγητή, τον ακούραστο προστάτη κι οδηγό. Με τις αδιάκοπες ενέργειές του, το παράδειγμα και τη μόρφωσή του — γνώριζε πέντε γλώσσες, την Ελληνική, τη Συριακή, την Εβραϊκή, την Κοπτική και λίγο τη Λατινική - και προ παντός με τη δράση του, έγινε αφορμή ο χριστιανισμός να διαδοθεί παντού στην Κύπρο κι η Εκκλησία της να γίνει ζηλευτή.
Όταν ο άγιος τελούσε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, αναφέρεται πως ο ευλαβής επίσκοπος έβλεπε αυτό τούτο το Άγιο Πνεύμα να καταβαίνει επάνω στα Άχραντα Δώρα και να τα ευλογεί. Φυσικά ο εχθρός της σωτηρίας των ανθρώπων, ο «αντίδικος ημών διάβολος», πολλές φορές την ολόλαμπρη δράση του φλογερού εργάτη της Εκκλησίας του Χριστού, προσπαθούσε να ανακόψει με ποικίλα εμπόδια και δυσκολίες. Η ταπεινοφροσύνη όμως του επισκόπου κι η πλούσια αγάπη, που ήταν θρονιασμένη στην ψυχή του, σκορπούσε τα εμπόδια και διέλυε τις πλεκτάνες.
Ο Επιφάνιος έγραψε και πολλά βιβλία. Τα σπουδαιότερα συγγράμματα του Επιφανίου είναι ο «Αγκυρωτός» και το «Πανάριον». Το πρώτον σε 120 παραγράφους περιλαμβάνει μια επιτομή της σύγχρονης προς τον άγιο Επιφάνιο Θεολογίας. Το «Πανάριον» δηλαδή κιβώτιο, όπως το εξηγεί ο ιερός συγγραφέας, περιέχει σωτηριώδη φάρμακα, δηλαδή επιχειρήματα για την ανασκευή των αιρέσεων που υπήρχαν τότε. Τέτοιες αιρέσεις αναφέρει κάπου 80. Πολέμησε με σταθερότητα τις αιρέσεις και προάσπισε με πάθος την Ορθοδοξία. Ο ζήλος κι η αγάπη του γι' αύτη τον έσπρωχναν μερικές φορές σε υπερβολές. Η προσφορά του όμως υπήρξε μεγάλη κι ανιδιοτελής. Μαζί με τέσσερις άλλους Κυπρίους επισκόπους, ο Επιφάνιος έλαβε μέρος και στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο.
Πέθανε σε βαθιά γηρατειά, σαν επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη όπου είχε μεταβεί για υποθέσεις της Εκκλησίας.
Ο διάδοχος του αγίου και μαθητής του, ο Σαβίνος, έκτισε προς τιμή του στη Σαλαμίνα μέγιστο ναό, του οποίου τα ερείπια σώζονται ως τα σήμερα. Το σεπτό του σκήνωμα μετακόμισε στην Κων/πολη ο αυτοκράτορας Λέων Στ' ο Σοφός, μαζί με άλλα κειμήλια του νησιού.
Ο άγιος Επιφάνιος είναι μια από τις πιο φωτεινές μορφές της Εκκλησίας του νησιού μας. Έζησε με τον Χριστό και για τον Χριστό. Κήρυξε το άγιο όνομά Του και θαυματούργησε στ' όνομά Του. Ζει στη συνείδηση των χριστιανών που αγαπούν πραγματικά τον Εσταυρωμένο Ιησού, κι εξακολουθεί και σήμερα να διδάσκει και να εμπνέει όλους εκείνους που ποθούν και ζητούν να ιδούν μια αληθινή χριστιανική κοινωνία γύρω τους. Μια κοινωνία χωρίς μίση και φυλακές και κάτεργα. Μια κοινωνία ειρήνης, ομόνοιας κι αγάπης. Μια κοινωνία Χριστού. Θα θελήσουν οι σημερινοί ιθύνοντες τα της Εκκλησίας, να τον αντιγράψουν και να τον μιμηθούν; Αλήθεια! Θα θελήσουν;
«Τα φτερά κάνουν το παγώνι πανέμορφο και πολύ χαριτωμένο. Κι αυτό, που λες και το καταλαβαίνει, σαν περπατά, αγάλλεται και καμαρώνει για την ομορφιά του. Αν όμως τύχει και δει τα πόδια του που είναι άσχημα, ξεφωνίζει άγρια, σαν να θέλει να το φωνάζει. Έτσι κι εσύ, χριστιανέ. Όταν σκέφτεσαι, τι και πόσα σου χάρισε ο Θεός, να χαίρεσαι και να αγάλλεσαι. Όταν όμως δεις τις αμαρτίες σου, κλάψε μπροστά στον Θεό.»
(Πηγή: «Ο άγιος Επιφάνιος (12 Μαΐου)», Πηγή Ζωής)
Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, o πονών και πάσχων υπέρ της Εκκλησίας
Ο βίος ή το συναξάρι του Αγίου Επιφανίου Κύπρου παρουσιάζει, εκτός από την ένθεη ζωή του, την ομολογιακή αναστροφή του και τα άπειρα σημεία και θαύματά του, και μικρό αριθμό αβεβαιοτήτων και ερωτηματικών που χρειάζονται επιστημονική διερεύνηση.
Η αποτόλμηση βιογραφικής ιστόρησης του Αγίου Επιφανίου, αλλά και του κάθε Αγίου, του κάθε άνθρωπου πούναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού πλασμένοι, θα παρουσιάζει πάντοτε μεγάλο αριθμό από αβεβαιότητες. Κατά το Γραφικό λόγιο, «τα του ανθρώπου ουδείς οίδεν».
Πώς μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για τα εκ βαθέων κεκραγάρια, τους στεναγμούς των δακρύων μετάνοιας, αλλ’ ιδίως τις μυστικέs εμπειρίες ανάκρασης με τις μαρμαρυγές της Χάριτος του Μεγάλου, του εν Τριάδι Θεού ημών – του πολλά αγαπήσαντος ημάς;
Όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε τον Θεό, έτσι ούτε και τον άνθρωπο· μόνο εκ μέρους γνωρίζουμε, καθ’ ότι η Χάρη του Θεού οικονόμησε να φτάσει μέχρις εμάς για ψυχική μας ωφέλειαν, φρονηματισμό και «θεοφιλήν έξιν».
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε, κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, στη Βεσανδούκη, (Au Vieil, Besanduc (Beth-Saddounq) χωριό της Παλαιστίνης, που βρίσκεται κοντά στην Ελευθερούπολη (Beit-Djibrin). Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει πως ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη, ένα χωριό της Μαραθάσας της Κύπρου και μεγάλωσε στη Βεσανδούκη. Οι γονείς του ήσαν φτωχοί Εβραίοι, καθώς μας αναφέρει ο βίος του, αρκετά πλούσιοι χριστιανοί, όπως ισχυρίζονται οι J. Holl, J.Tixeront και D. Paperbroch, που είναι μάλλον αμφίβολο. Είναι δύσκολο ακόμη να καθορίσουμε μ’ ακρίβεια την ημερομηνία που γεννήθηκε ο Άγιος Επιφάνιος. Η πιό κοινή αποδεκτή γνώμη και άποψη την τοποθετεί γύρω στα 310 μ.Χ., καθότι ο Άγιος Ιερώνυμος στα 392 μ.Χ. μας περιγράφει τον Άγιο Επιφάνιο ως πολύ γέροντα.
Ο Άγιος Επιφάνιος, πριν την επισκοποίησή του περνά τριάντα ολόκληρα χρόνια αυστηρού ασκητικού-μοναχικού βίου. Ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων όταν αναχώρησε για την έρημο. Πήγε άραγε στην Αίγυπτο για να γνωρίσει τον κοινοβιακό Μοναχισμό σαν δόκιμος ή ήτανε ήδη Μοναχός και πήγε εκεί για προσκύνημα και πνευματική αρτίωση; Ιδού ακόμα ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο μέχρι της στιγμής. Η «σύνοψις» που αναφέρει ο «Αγκυρωτός» μαs λέει, πως, ο Άγιος Επιφάνιος επιστρέφει στην Παλαιστίνη, αφού έχει περάσει στην Αίγυπτο είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δηλαδή όλην την «πνευματική του νιότη». Και είναι εκεί που με πόθο και ζήλο περισσό μυήθηκε στην ασκητική ζωή από τους πλέον επιφανείς και «μεγαλοσώματους» «καθηγητές της Ερήμου»: Μέγα Αντώνιο, Άγιο Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη, Όσιο Παχώμιο, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Όσιο Ιωάννη Λυκοπόλεως τον Βλέποντα ή Γρηγόριο τον Κύπριο, τον Γέροντα και «μετά Θεόν θεόν του» και άλλους. Μπορούμε επίσης να πιστεύουμε μαζί με τον Βίο του, ότι έγινε μοναχός στην Παλαιστίνη σ’ ένα ησυχαστικό μέρος καλούμενο Σπανόδριον, παρά την Ελευθερούπολη, ένθα και εχειροτονήθη σύντομα Ιερομόναχοs και Ηγούμενος, καθώς μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος.
Στην περιοχή τns Γάζας, και γενικά της Παλαιστίνης, ο μοναχισμός ανθούσε, αφότου ο Άγιος Ιλαρίωνας ο Μέγας και οι Όσιοι Γρηγόριος, Ησύχιος και Δωρόθεος, καθώς και πολλές χιλιάδες άλλοι «βιαστές της Βασιλείας», μετέφεραν εκεί τον τόπο δοξολόγησης και παραμονής τους, ιδίως στις αρχές του τετάρτου (Δ΄) αιώνα μ.Χ.
Από αυτά που διηγείται ο Άγιος Επιφάνιος σχετικά με συνάντησή του στην Αίγυπτο με ομάδα γνωστικών γυναικών (ελευθερίων ηθών) που τον είχαν προσκαλέσει στο Κοινόβιό τουs, και προσπάθησαν να τον παρασύρουν, πιθανόν να μπορούμε να του προσδώσουμε μια ηλικία πιο νεανική. Πλην όμως, το μεγαλύτερο μέρος της μοναχικής του βιοτής το διέρχεται στο Μοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε και επάνδρωσε, πολύ κοντά στο μέρος που γεννήθηκε, στην Ελευθερούπολη, κι’ όπου προσφωνείται απ’ όλους με ευλάβεια «ο Γέροντας!». Η μεγάλη όμως φήμη την οποίαν απέκτησε λόγω της αυστηρής ασκητικής ζωής και ένθεης πολιτείας του, τα άπειρα σημεία και θαύματα, που ενεργούσαν αι δυνάμεις του Θεού, τα πυκνά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δαψιλώς και πληθωρικώς υπερχείλιζαν της αρετής της ταπείνωσης, ήτις «φιλεί κρύπτεσθαι», καθώς και η μεγάλη κοσμοσυρροή του πλήθους των πιστών, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψη την Παλαιστίνη, να έρθη εις Κύπρον, για να επισκεφθή τον Μέγα Άγιο Ιλαριώνα και να μαθητέψη και πάλιν παρά τους πόδας του γέροντα Πνευματικού του Οσίου Γρηγορίου του Κυπρίου.
Ο Άγιος Επιφάνιος βρέθηκε στο μεταίχμιο των μεγαλυτέρων ρευμάτων και αιρέσεων ως «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» πνευματικός άτλαντας αναδοχής και ισορρόπησης των κόσμων και του λόγου των όντων, τράνωσης της φύσης! Στην εποχή του έχουμε την άνοδο της παναίρεσns του αρειανισμού ιδία μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (το 337 μ.Χ.), ακολουθούν εκτελέσεις, διωγμοί και εξορίες των υπερασπιστών του όρου «ομοιούσιος» της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325 μ.Χ.). Διαιρέσεις και πολεμική με τους «ομοούσιους», με τους «ανόμιους», μη εκκλησιαστική κοινωνία με τους «ωριγενιστές», τους «ανθρωπομορφιστές», τους «παυλικιανούς» κ.τ.λ.
Προς αντιμετώπιση των ποικίλων αιρεσιαρχών και Χριστιανών διαφωνούντων της έδρας του, καθώς και για να τους ελέγξει, ζήτησε και την βοήθειαν του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Α’ ο οποίος, ως απάντησιν εις την έκκλησιν του Αγίου Επιφανίου, εξέδωκε διάταγμα, διά του οποίου:
«... ει τις τω πατρί Επιφανίω, τω επισκόπω της Κυπρίων χώρας, ουχ υπακούει διά των θείων λόγων, εξερχέσθω της Νήσου, και όπου θέλει κατοικείτω· ει δε τινες, φίλοι όντες και τέκνα της μετανοίας ομολογούσι τω κοινώ πατρί ότι πλανηθέντες βουλόμεθα εις την οδόν της αληθείας ελθείν, μεινάτωσαν επί της νήσου διδασκόμενοι υπό του κοινού πατρός…»
Σε παράφραση του κειμένου του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα:
«Όποιος από τους κατοίκους της Κύπρου δεν παραδέχεται την διδασκαλία του Επιφανίου, πρέπει να φεύγει από την Κύπρο, είτε αιρετικός είναι, είτε ειδωλολάτρης. Δηλαδή, "τότε μόνον μπορεί να μείνη, αν παραδεχθή τα όσα διδάσκει ο Επιφάνιος, και αφήσει κατά μέρος τα όσα ξέρει και πιστεύει".»
Αν ο Άγιος Επιφάνιος δεν εγεννιόταν εκ φύσεωs τόσο ζηλωτής και ένθερμοs αγωνιστής υπέρ της Αλήθειας, μια τέτοια εποχή, θα τον άφηνε άραγε άγευστο πολεμικής; Ίδε ένα άλλο καυτό ερώτημα. Με πρόταση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (384-412 μ.Χ.) και του επισκόπου Επιφανίου, συγκαλείται στην Κωνσταντία της Κύπρου Σύνοδοs κατά την οποία καταδικάζονται τα γραπτά του Ωριγένους.
Ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόμενος στο προσκήνιο μεταξύ όλων αυτών των συγκρούσεων και συγκινήσεων δένεται με πολλή συμπάθεια και εστιότητα πατρική, με ελεήμονα διάθεση και πλατυσμό καρδίας, ως άλλος Σαμψών ξενοδόχος, μεγάλο αριθμό επισκέψεων. Η δε εκτίμηση, με την οποίαν τον περιβάλλουν όλοι είναι απεριόριστη. Δεχόμενοι τα όσα μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος ακόμη και οι αιρετικοί τον ευβλαβούντο πολύ, αρνούμενοι κάθε είδους πολεμική εναντίον του. Αρκετοί μάλιστα απ’ αυτούς με μεγάλο σεβασμό τον συμβουλεύονται στις ανησυχίες τους. Μοναχοί δε απ’ όλα τα μέρη έρχονταν να εγκατασταθούν στην Κύπρο για να έχουν τον Άγιο Επιφάνιο απλανή καθοδηγητή και πνευματικό τους πατέρα.
Η όλη πυρούμενη μορφή του, ο αυστηρόs ασκητικός βίος του, τα καυτά αντιαιρετικά του συγγράμματα και ο ένθεοs ζήλος του τού προσέδωσαν οικουμενική αίγλη, και οι απόψεις του επείχαν θέση δόγματος για την καθόλου Εκκλησία. Είχε σχέση με όλα τα θύματα του Κωνστάντιου (337-361 μ.Χ.) και προπαντός με τον Μέγα ομολογητή της Ορθοδοξίας, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, με τον οποίον συναντιέται, χωρίς αμφιβολία, μετά το 349 μ.Χ. ως μας αναφέρει κι ο εξαίρετοs Γάλλος πατρολόγος Tillemont. Επίσης πηγαίνει και βρίσκει στην εξορία του τον Ευσέβιο Νικομήδειας, τον οποίον με περίσσεια συμπάθειαs και αγαπητική δύναμη νουθετεί φιλικά, για να τον κερδίσει υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Είναι γύρω στα 367 μ.Χ. που ο Άγιος Επιφάνιος εκλέγεται «ψήφω κλήρου και λαού» Αρχιεπίσκοποs Κωνσταντίας (αρχαίας Σαλαμίνας) και πάσης Κύπρου. Ήτανε άραγε σύμφωνα με παρότρυνση του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου που δέχτηκε την εκλογή και χειροτονίαν του εις Επίσκοπον από τη φωτισμένη μορφή του Αγίου Πάππου; Και στο σημείο αυτό υπάρχουν πολλές αναφορές και λαϊκές διηγήσεις. Όπως και νά 'χει όμως το όλο θέμα, ο Άγιος Επιφάνιος εφάνη ως όντως ο «λύχνος επί λυχνίαν!». Οργάνωσε τόσο την επισκοπικήν του περιφέρεια, όσο και την όλη Κύπριδα Εκκλησία, κατά τα πρότυπα των Πράξεων των Αποστόλων και της πρωτοχριστιανικής κοινωνίας αγάπης, κοινωνίας προσώπων, κοινωνίας Θεώσεως!…
Ιδιαίτερα είχε σε μεγάλη περιωπή τη Μοναχική – Κοινοβιακή ζωή. Η Μητρόπολή του ήταν ένα αέναο εργαστήρι αρετής – εδρασμένο στο Μοναχικόν ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης και του καταμερισμού της όλης εργασίας σε διακονήματα, ανάλογα με τα χαρίσματα ενός-εκάστου. Έτσι, κι’ η Μητρόπολή του είχε μοναστηριακό χαρακτήρα. Καθώς μας αναφέρει είκοσι χρόνια αργότερα ο Άγιος Ιερώνυμος, τα μοναστήρια της Κύπρου ήσαν πολυάριθμα, και ο ιστορικός Σωζόμεvoς συμπληρώνει, πως τούτο γίνεται θαυμαστό γεγονός πνευματικής άνθησης, χάρις στην πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Επιφανίου.
Είναι εδώ στην Κύπρο που αρχίζει και το όλο συγγραφικό έργο του Αγίου Επιφανίου. Καθώς επιγραμματικά μας αναφέρει κι’ ο περίφημος πατρολόγος Κωνσταντίνος Κοντογόνης:
«Ο Όσιος Επιφάνιος εδαπάνησε τον ησύχιον αυτού βίον εις σύνταξιν σοφών συγγραμμάτων, καταπολεμούντων την πίστιν των ασεβών δογμάτων της αιρέσεως και της ειδωλολατρείαs.»
Ο Άγιος Γέροντας Επιφάνιος γράφει στην αρχή επιστολές για να διατηρήση τον πνευματικό σύνδεσμο αγάπης και αναδοχής με τούς Μοναχούς της Παλαιστίνης, της Συρίας, της Μεσοποταμίας, της Περσίας, της Αιγύπτου, του Σινά, της Γεωργίας και της Αιθιοπίας. Επίσης γύρω στο 372 μ.Χ. συντάσσει μια επιστολιμαία ομιλία του-εγκώμιο στην πνευματική πολιτεία και την ένθεη ζωή του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου, που μόλις είχε «τελειωθή εν Κυρίω» κοντά στο χωριό Επισκοπή της Επαρχίαs Πάφου (Κύπρου), όπου απέλαυσε την «ειρηναία» και ησύχιον διαγωγήν του. Επίσης έγραψε πολλές επιστολές, «νουθετών τους ατάκτους», καθώς και άλλα πολύτιμα έργα ποικίλου περιεχομένου, κυρίως δογματικά, ερμηνευτικά, λειτουργικά και ασκητικά.
Από την Παμφυλία και Πισιδία της Περσίας και Μεσοποταμίας, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ως την Αφρική, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και αρχόμενοι, του ζητούν την υπεύθυνη και βαρύνουσα διαγνώμη και πνευματική του συμβουλία ως θεολογική αυθεντία. Προπαντός να τους ξεκαθαρίση με την ενάργεια και εμπειρία του τα φλέγοντα Θεολογικά προβλήματα της εποχής. Ερωτήματα Τριαδολογικά, Χριστολογικά, Πνευματολογικά, Εκκλησιολογικά, Εσχατολογικά. Επίσης, και άλλα, σχετικά με την Αγία Γραφή, τον Μοναχισμό, την Πνευματική και Λειτουργική ζωή κ.τ.λ. Επάξια λοιπόν και ημείς μετά της καθόλου Εκκλησίας αναφωνούμεν: «Χαίροις Πάτερ Παγκόσμιε!…».
Για το σκοπό αυτό ο «Θείω έρωτι πυρούμενος» Γέροντας Επιφάνιος αναλαμβάνει γύρω στα 374 μ.Χ τη συγγραφή μιας εκτενέστατης πραγματείας, την οποίαν και τιτλοφορεί «ο Αγκυρωτός». Επιθυμία του είναι να στηριχτούν οι πιστοί στην άγκυρα της Πίστεως, και να επαναγάγει τους πεπλανημένους και να τους επισυνάψη στην εκλεκτή Ποίμνη, όπως λέει κι’ η Αναφορά του Μ. Βασιλείου.
Το έργο αυτό του Αγκυρωτού, γνώρισε μια τέτοια επιτυχία, που ανάγκασε τον Άγιο Επιφάνιο ν’ αναλάβει μια νέα εργασία εκκλησιαστική και κοινωφελή διακονία. Πρόκειται για ανάπτυξη, ανασκευή και αναίρεση της διδασκαλίας ογδόντα αιρέσεων, των οποίων μας περισώζει κατάλογον και πολύτιμην περιγραφήν για την όλην έρευνα και μελέτη της ιστορίας των δογμάτων. Το ονομάζει «Πανάριον» (Adversus Haereses) ή «Πανέρι Φαρμάκων», που εμπεριέχει γιατρικά για όλες τις αρρώστιες, που μπορεί ν’ απειλούν την Πίστη. Άρχισε στα 374 μ.Χ. και η όλη εργασία θα εξακολούθησε τάχιστα, καθότι η 48η αίρεση τέλειωσε στα 375 και η 66η στα 376. Η σειρά που ακολούθησε ήταν μάλλον χρονολογική και η έκταση στα σχόλια διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τη σπουδαιότητα ή την επικαιρότητα των θεμάτων. Το όλο έργο πολύ χρησίμεψε σαν πηγή Εκκλησιαστικής Ιστορίας και ακραιφνούς γνώσης του Ορθοδόξου Δόγματος.
Εύγλωττα ακόμα παραδείγματα αποτελούν τα συγγράμματα του Αγίου Επιφανίου, «Περί μέτρων και Σταθμών», «Περί των 12 λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς Ααρών», και το «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», καθώς επίσης και άλλα κείμενα απωλεσθέντα ή ευρισκόμενα ακόμα ανέκδοτα σε χειρόγραφα, καταχωνιασμένα στις διάφορες ανά τον κόσμο βιβλιοθήκες.
Διερωτούνται μερικοί εάν ο Άγιος Επιφάνιος λαμβάνει μέρος στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Εμείς πιστεύουμε ακραδάντως ότι, όντως παρέστη και υπήρξε η «ψυχή και το πνεύμα» της όλης δομής και των πρακτικών θεματολογίας που απασχόλησαν την Σύνοδο. Ο C. Bardy πιστεύει ότι παρέστη, ενώ ο Tillemont σημειώνει, πως η υπογραφή του δεν αναφέρεται μεταξύ των υπογραφών αυτών που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο. Όμως πλείστες άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν για το ότι, όντως παρέστη. Την επόμενη χρονιά τον συναντούμε να πηγαίνει και να συμμετέχη ενεργά στη Σύνοδο της Ρώμης που κάλεσε ο Πάπας Δάμασος. Εδώ υποστηρίζει τη μερίδα του φίλου του Παυλίνου, ενάντια στο Φλαβιανό για το επίμαχο θέμα του Επισκοπικού Θρόνου Αντιοχείας. Επίσης, όσον αφορά το καυτό ερώτημα του Απολλιναρισμού δίδει μίαν, ιδιαίτερα βαρύνουσα και υπεύθυνη διαγνώμη.
Ο Άγιος Επιφάνιος πονών και πάσχων υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού, το 377 μ.Χ. επεσκέφθη την Αντιόχεια και το 381 μ.Χ. πηγαίνει στη Ρώμη για το Αντιοχειανό σχίσμα των Μελετιανών. Φιλοξενείται στο ονομαστό, για την αβραμιαία φιλοξενία του, Μέλαθρο συμμελέτns της Παύλας, χήρας του Τοξοτίου, όπου γνωρίζεται και συνδέεται αμέσως πολύ στενά με τον Άγιο Ιερώνυμο, τον περιώνυμο ερημίτη της Βηθλεέμ. Γι’ αυτόν οι άρρηκτοι δεσμοί φιλίας του θά είχαν μεγάλες συνέπειες επέκτασης και αύξησης του εν Χριστώ Ιησού. Ίσως ακόμη δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πλέον συνεπής εναρμόνιση των έργων του Αγίου Επιφανίου προς την Αγία Γραφή είναι προϊόν – καρπός του συνδέσμου του με τον Άγιο Ιερώνυμο. Ακόμη μπορούμε να σκεφτούμε ότι η τόσο δυνατή και αμοιβαία φιλία τους επέδρασεν αποφασιστικά στο να κλίνη κι ο Άγιος Ιερώνυμος με το μέρος του Αγίου Επιφανίου ενάντια στον Ιωάννη Ιεροσολύμων και να πάρη δυναμική θέση μεταξύ των αντι-ωριγενιστών, κατά τη διάρκεια της διαμάχης που είχε ξεσπάσει στους κόλπους της Εκκλησίας από το 393 μ.Χ. και εντεύθεν.
Τα τελευταία χρόνια του γέροντα Επισκόπου Επιφανίου δεν υπήρξαν καθόλου ειρηνικά. Θα είχε να συλλέξη τα πικρά φρούτα ενός ειλικρινούς αντι-ωριγενισμού, δίχως αμφιβολία, αλλά με λίγη οξυδέρκεια και διάκριση. Κατά τις μαρτυρίες των ιστορικών της Εκκλησίας μας, Σωκράτη και Σωζόμενου, φαίνεται πως ο φιλόδοξος Θεόφιλος Αλεξανδρείας εκμεταλλεύεται το ευγενές, άδολον και μακάριον πάθος του Αγίου Επιφανίου υπέρ της Αλήθειας και Ορθοδοξίας της Εκκλησίας για να ικανοποιήση τα δικά του υποχθόνια και ερρεβώδη – δαιμονικά σχέδια που δεν ήσαν καθόλου τίμια.
Αφού λοιπόν, το 402 μ.Χ., γέροντας πια ο Άγιος Επιφάνιος, είχε καταδικάσει σε τοπική Σύνοδο Επισκόπων Κύπρου τα έργα του Ωριγένη, ζήτησε και την ολοκληρωτική καταδίκητους κι’ από τους υπόλοιπους Επισκόπους των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πλην όμως, ο της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος φαινόταν πως εκώφευε και με πολλή συμπάθεια και διάκριση προσπαθούσε να οικονομήσει διαφορετικά το όλο επίπονο και ακανθώδες θέμα με πιο ήπιο τρόπο, και δεν ήθελε να πάρη μέρος στην όλη διαμάχη και να καταδικάση τον Ωριγένη. Έτσι το 403 ο Άγιος Επιφάνιος αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη για να λάβη προσωπικά ό ίδιος σωστήν εικόνα των πραγμάτων ή να διακόψη κάθε πνευματικήν – μυστηριακήν επικοινωνίαν με τον Άγιο Χρυσόστομο. Και είναι εδώ ακριβώς, που ο Άγιος Επιφάνιος, ζει μέχρι αηδίας το μέγεθος της πλεκτάνης, στην οποίαν τον ενέπλεξε και ενέπαιξε ο δόλιος Θεόφιλος Αλεξανδρείας, ο οποίος φθονούσε τον Άγιο Χρυσόστομο, εποφθαλμιούσε τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και εργαζόταν τόσον δόλια και υποχθόνια να υποσκάψη την όλη μεγαλοσώματη μορφή του χρυσού, τη γλώσσα και το στόμα Άγιου Ιωάννου.
Καθότι, ούτε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μήτε οι προστατευόμενοί του και θαυμάσιοι Ασκητές, οι λεγόμενοι Μακροί Αδελφοί της Αίγυπτου ήσαν αιρετικοί, καθώς ο Θεόφιλος από μανικό-σατανικό μίσος και τυφλό πάθος μεγαλομανίας και τυρίας (πρβλ. αίρεση «Αρτοτυρίται») κινούμενος τους είχε παρουσιάσει. Τέλος, διάφοροι Επίσκοποι, αυτοί οι Μακροί Αδελφοί και ο προς τούτο αποσταλής Αρχιδιάκονος του Αγίου Χρυσοστόμου Σεραπίων, έπεισαν τον Άγιο Επιφάνιο ν’ άναχωρήση εκ Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα που έπραξε, χωρίς καθόλου χρονοτριβή. Έτσι, γεμάτος αποτροπιασμό για όσα συνάντησε άτοπα και αχρεία, εγκατέλειψε την Πόλη, με την εξής χαρακτηριστική και παροιμιακή φράση: «Αφήιμι υμίν την πόλιν και το Βασίλειον και την υπόκρισιν· εγώ δε άπειμι, σπεύδω γαρ, πάνυ σπεύδω!…». Κατά τον πλουν της επιστροφής του για την Κύπρο, ενενηκοντούτης και πλέον, ο λευκόθριξ Λευΐτης της Νέας Σκηνής, μετέθη και ενώθη μετά της Άνω Ιεραρχίας στις 12 Μαΐου το 403 μ.Χ. Την αυτήν ημέραν τελείται πανηγυρικά και η εορτή της μνήμης του. Τοπική παράδοση και αρχαία Συναξάρια αναφέρουν επίσης και έτερη γιορτή του Αγίου Επιφανίου στις 14 Ιουλίου. Είναι άραγε η ημερομηνία της ανακομιδής των λειψάνων του; Ιδού ακόμα ένα ερωτηματικό.
Το ιερό του λείψανο έγινε δεκτό με τις μέγιστες δυνατές τιμές στην Κωνστάντια ή Σαλαμίνα, πρωτεύουσα τότε της Κύπρου, και κηρύχτηκε σ’ όλη την Μεγαλόνησο σαρανταήμερο πένθος. Κατά τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, δύο από τους μαθητές του, Ιωάννης και Πολύβιος, «Εδείμαντο αυτώ Ναόν», την μεγαλύτερη βασιλική την καθ’ ημάς Ανατολην, κατά την ρήτρα του διάσημου Καθηγητή μας στην Χριστιανική αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων Δρα Jean Pierre Sodini.
Στην Σαλαμίνα ή Κωνσταντία, παλαιά πρωτεύουσα της Κύπρου, που βρίσκεται κοντά στην κατεχόμενη, σήμερα, Αμμόχωστο, σε ανασκαφές που έγιναν το 1924-25, 1954-56 και μετέπειτα, βρέθηκε τεραστίων διαστάσεων βασιλική, των αρχών του 5ου αιώνα, στο έσω κλίτος της οποίας ανακαλύφθηκε μαρμαροεπένδυτος τάφος, που προφανώς ανήκει στον Άγιο Επιφάνιο. Στην καρδιά της Βασιλικής του Αγίου Επιφανίου υπάρχει υπόγεια Κατακόμβη- Εκκλησία και ο τάφος του Αγίου όπου κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας της κυριωνύμου εορτής, στις 12 Μαΐου, ανέβλυζεν ευώδες αγίασμα πλήρες ιάσεων, «τοις πίστει προσιούσιν».
Ο Άγιος Επιφάνιος υπήρξεν ονομαστός, από τότε που ζούσε, για την αγιότητα του βίου του, τα πάμπολλα και μεγάλα θαύματά του, την ευρυμάθειά του και προπαντός τις αντιαιρετικές συγγραφές – διδαχές και ομιλίες του -«στύλος ο ίδιος και εδραίωμα της Αληθείας». Είναι ο τύπος μιας μοναδικής Χριστιανικής συνθέσεως στον Δ΄αιώνα:
«Η συμβολή του Αγίου Επιφανίου είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν αποτελεί υπερβολή, αν λέγαμε, ότι η μελέτη των τριαδολογικών θεμάτων του Δ’ αιώνα είναι ελλειπής, αν δεν ληφθή υπόψη και το έργο του Αγίου Επιφανίου.»
Βρίσκεται στο μεταίχμι της ασκητικής παραδόσεως των Μοναχών της Ανατολής (Αιγύπτου, Σινά, Παλαιστίνης, Συρίας, Μεσοποταμίας, Περσίας, Μικράς Ασίας, Κύπρου κ.ά.). Οι συγκεκριμένες και συχνές επαφές και σχέσεις του με τους Αγίους Τόπους και η πλατειά μόρφωσή του («πεντάγλωσσος» και πολυμαθής), τον είχαν από πολύ ενωρίς καθιερώσει στη συνείδηση του λαού του Θεού ως Μέγα Ιεράρχη και Άγιο. Σύμφωνα πάλιν με τον Άγιο Ιερώνυμο είναι «πατέρας όλων των επισκόπων και το τελευταίο λείψανο της αρχαίας ευσέβειας…». Η μορφή του και η ευχή και η πύρινη ικετηρία του ας μας συνοδεύουν και εμπνέουν στους δύστηνουs και πονηρούς καιρούς της συγχύσεως, των αιρέσεων και της των πάντων αλλοτριώσεως, ίνα και ημείς μ’ εκείνον το αυτό φρονούμεν!… Ας ακούσουμε την πιο κάτω παραίνεση – υποθήκη του Αγίου Αποστόλου Παύλου, που εκφράζει πλήρως το πνεύμα του Αγίου Επιφανίου:
«Στήκετε εν ενί πνεύματι, μιά ψυχή συναθλούντες τη πίστει του Ευαγγελίου, και μη πτυρόμενοι εν μηδενί υπό των αντικειμένων, ήτις αυτοίς μεν εστιν ένδειξις απωλείας, υμίν δε σωτηρία και τούτο από Θεού· ότι υμίν εχαρίσθητο υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν, τον αυτόν αγώνα έχοντες, οίον είδετε εν εμοί και νυν ακούετε εν εμοί…»
Ενώ ακόμα ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόταν εν ζωή, αλλά και μετά την προς Κύριον εκδημία του, ενήργησε στο να συντελεστούν πολλά «θεοσημεία» και θαύματα, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Νάχουμε την ευχή και πύρινη ικετηρία του να μας συνοδεύει εν παντί.
(Πηγή: «Άγιος Επιφάνιος Κύπρου: Ανέκδοτη πνευματική ομιλία Περί Χριστιανικής Πολιτείας και Διαγωγής», Αρχ. Επιφάνιος Ευθύβουλος, Εκδόσεις «Ορθόδοξο Πνευματικό Κέντρο Λεμεσού, Ακτίνες)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ἔγνως τὴν χάριν, καὶ θεόφθογγον, ἔσχηκας γλῶσσαν, Ἱεράρχα σοφέ Ἐπιφάνιε· ὅθεν δογμάτων ὀρθαῖς ἀναπτύξεσιν, αἱρετικῶν θριαμβεύεις τὴν ἄνοιαν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ήχος α'. Του λίθου σφραγισθέντος.
Της Φοινίκης ο κλάδος και Κυπρίων το στήριγμα και Κωνστάντιας ανεδείχθης, Επιφάνιε, Πρόεδρος· δι' ο Ασσυρίων βασιλεύς πίπτει ποδών σου προσκυλινδούμενος· το πνεύμα διωκόμενον εξ αυτού δια της σης δεήσεως· δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν, πρέσβυν ακοίμητον.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος, Τῆς ἐν τῇ Κύπρῳ Ἐκκλησίας ποιμὴν ἄριστος, Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον λαμπρὸν ἐδείχθης. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως, Τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Ἐπιφάνιε.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπιφάνιε ἱερέ, Κύπρου ποιμενάρχα, Ἐκκλησίας πάσης φωστήρ· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστογράφε, καὶ τῶν σοὶ ὁμωνύμων, πρέσβυς πρὸς Κύριον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε και σκέπε ταις σαις ευχαίς, Επιφάνιε θείε, εκ κινδύνων και χαλεπών νόσων τους τιμώντας, την ένδοξόν σου μνήμην και λύτρωσαι του Άδου φρικτών κολάσεων.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.
Πηγή: Πηγή Ζωής, Ακτίνες, Μέγας Συναξαριστής, Ορθόδοξος Συναξαριστής