Η ηρωική νεομάρτυς Ελένη, 36 ετών, ήταν κατηχούμενη στην ορθόδοξη πίστη. Αν και δεν πρόλαβε να βαφτιστεί σε νερό (δηλ. να λάβει το "βάπτισμα του ύδατος"), είναι πλέον βαφτισμένη, αφού λογαριάζεται γι' αυτήν το "βάπτισμα του αίματος". Αγία του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών και υπέρ του ρωσικού και του τουρκικού λαού, για την πίστη και τη σωτηρία τους.
Η Ελένη είναι μια ρωσίδα παντρεμένη με τούρκο, κάτι πολύ συνηθισμένο στην Αττάλεια, μιας και υπάρχουν 12.000 οικονομικοί μετανάστες, στην πλειοψηφία γυναίκες. Οι πιο τυχερές έχουν σύζυγο τούρκο θρησκευτικά αδιάφορο/κοσμικό. Μπορεί να είναι και οι ίδιες του ιδίου πνεύματος, αλλά μπορεί αντιθέτως οι ίδιες να είναι θρησκευόμενες, οπότε έχουν την ελευθερία να λατρεύουν το Θεό τους, αρκεί να μην προκαλούν με την έντονη θρησκευτικότητά τους.
Μερικές έχουν έρθει σε συναίσθηση και μετά τον (πολιτικό) γάμο τους με μουσουλμάνο αναζήτησαν την πόρτα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αν είχαν κάποια βιώματα από τις γιαγιάδες τους, και φυσικά η Εκκλησία τις αντιμετώπισε με αγάπη και κατανόηση ασκώντας άκρα οικονομία. Μερικές εξακολουθούν να ζουν κοσμική ζωή και να θυμούνται (εξ όσων μπορούμε να ξέρουμε τουλάχιστον) την Εκκλησία στις πολύ μεγάλες γιορτές.
Υπάρχει όμως και μια μεγάλη κατηγορία γυναικών που έρχονται στο ναό κάτω από δύσκολες συνθήκες, κρυφά, κάνοντας σκληρά «παζάρια» με το σύζυγό τους, παρακαλώντας, κλαίοντας, ικετεύοντας, διαφεύγοντας, κινδυνεύοντας… Τα παιδιά τους δεν μπορούν να τα βαφτίσουν, παρακαλούν τον ιερέα να το κάνει κρυφά, αλλά όπως ξέρετε αυτό δεν γίνεται όταν είναι εν ζωή και οι δύο γονείς. Ακόμα και το να φέρουν στο ναό τα παιδάκια τους για να γνωρίσουν το χώρο είναι μεγάλη ευλογία γι’ αυτές, πράγμα που γίνεται πολύ δύσκολα και σπάνια.
Μη βιαστείτε να πείτε «μα δεν το σκέφτηκαν πριν τον παντρευτούν;».
Πολλές από αυτές πήραν τη διαβεβαίωση «εσύ τη θρησκεία σου κι εγώ τη δική μου», πράγμα όμως που δεν εφαρμόστηκε στην πράξη. Άλλες είδαν ένα γάμο σαν σανίδα σωτηρίας, άλλες ερωτεύτηκαν και δεν σκέφτηκαν τίποτα κι άλλες απλά δεν πολυσκέφτηκαν ή δεν φαντάστηκαν τις συνέπειες που στη συνέχεια βρήκαν μπροστά τους. Όπως κι αν είναι τα πράγματα, για μας οι γυναίκες αυτές είναι παιδιά της Εκκλησίας κι ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα για την τοπική Εκκλησία, που κάνει τα πάντα για να τις ανακουφίσει.
Κάθε Σάββατο βράδυ ο ιερέας του Αγίου Αλυπίου στην Αττάλεια δέχεται πληθώρα εξομολογήσεων και συχνά το πετραχήλι του βρέχεται από καυτά δάκρια. Υπάρχει και η ευλογημένη μερίδα – πολύ μικρή θα έλεγα – που με τη χάρη του Θεού έφεραν το σύζυγό τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τον βοήθησαν να λάβει το άγιο Βάπτισμα, κάτι για το οποίο προσεύχονται και οι υπόλοιπες.
Η Ελένη ερωτεύτηκε τον άντρα της τόσο, που δέχτηκε ακόμα και να μιλήσει με έναν ιμάμη. Όχι ότι της πέρασε από το μυαλό να αλλαξοπιστήσει, αλλά να, είπε ότι, αν του κάνει το χατίρι να πάει μαζί του στο τζαμί μια φορά, θα σεβαστεί κι αυτός την πίστη της και θα την αφήνει να έρχεται στο ναό τις Κυριακές. Άλλωστε ξέρει ότι οι μουσουλμάνοι σέβονται τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Από την άλλη, ο άντρας της θεώρησε ότι η επίσκεψη αυτή στον ιμάμη σημαίνει αποδοχή του Ισλάμ κι ότι η γυναίκα του χρειάζεται απλά λίγο χρόνο μέχρι να συνηθίσει τη νέα θρησκεία.
Τα πράγματα ξεκαθάρισαν όταν η Ελένη πήγε ένα ταξίδι στη Ρωσία και γύρισε στην Τουρκία ενισχυμένη πνευματικά και με ένα εικονάκι του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ κρεμασμένο στο λαιμό της. Ο άντρας της έγινε θηρίο ανήμερο όταν το είδε, το άρπαξε βίαια, τράβηξε το αλυσιδάκι και το έσπασε και κατέστρεψε το εικονάκι λέγοντας: «Εσύ είσαι μουσουλμάνα! Τι πράγματα είναι αυτά; Άλλαξες θρησκεία;!!!????».
Η Ελένη του απάντησε ότι πάντα ήταν ορθόδοξη, δεν άλλαξε ποτέ θρησκεία κι ότι η κουβέντα της με τον ιμάμη δεν σήμαινε αλλαγή θρησκεύματος!».
Ο καβγάς άναψε για τα καλά, η Ελένη είδε μπροστά της ένα απειλητικό σύζυγο και χρειάστηκε οι γείτονες να καλέσουν την αστυνομία για να την γλυτώσουν από το ξύλο που έφαγε εκείνο το βράδυ. Φιλοξενήθηκε προσωρινά σε μια φίλη της, αλλά ο σύζυγός της την ενοχλούσε τηλεφωνικά λέγοντας την να γυρίσει πίσω και πρώτη τους δουλειά θα είναι να πάνε μαζί στον ιμάμη. Η Ελένη αρνούνταν και δεν γύριζε πίσω, σε σημείο να την απειλήσει ότι, αν δεν το κάνει, θα τη σκοτώσει.
Λίγες μέρες μετά, ένα πρωί η Ελένη ξύπνησε τη φίλη της που την φιλοξενούσε για να της διηγηθεί ένα υπέροχο όνειρο που είχε δει: ήταν μόνη της μπροστά σε μια απέραντη γαλάζια θάλασσα, μπροστά της υπήρχε ένα απίστευτα όμορφο τοπίο και στην ψυχή της επικρατούσε βαθιά ειρήνη. Μια φωτεινή παρουσία την πήρε από το χέρι και της έδειξε απερίγραπτες ομορφιές που δεν εκφράζονται με λόγια. Μετά της είπε: «Παιδί μου, εσύ να ακολουθήσεις το δικό μου δρόμο». Η Έλενα ήξερε ότι αυτός ήταν ο Χριστός. Όταν ξύπνησε ήταν τόσο ευτυχισμένη όσο ποτέ στη ζωή της. Δεν υπήρχε καμιά ταλάντευση μέσα της. Ξύπνησε τη φίλη της και της τα διηγήθηκε πολύ έντονα όλα γεμάτη γαλήνη. Μετά της είπε ότι θα πάει στο σπίτι του άντρα της να πάρει τα πράγματά της και ότι θα χωρίσει για να ζήσει σωστή πνευματική ζωή. Η φίλη της τής είπε να μην πάει γιατί ο άντρας της την είχε απειλήσει ότι θα τη σκοτώσει. Εκείνη όμως ήταν αποφασισμένη να ζήσει με το Χριστό. Έφυγε από το σπίτι της φίλης της και κανένας δεν την ξαναείδε ζωντανή. Δεν ξέρουμε ποιος ήταν ο διάλογος που έγινε με τον άντρα της, αλλά μάθαμε ότι την σκότωσε, όπως της είχε πει ότι θα κάνει αν εξακολουθήσει να ζει ως χριστιανή.
Η μάρτυς Ελένη είναι η πρώτη νεομάρτυρας της σύγχρονης εκκλησίας της Αττάλειας. Την ευχή της να έχουμε.
Τον περασμένο Ιούλιο μια μικρή ομάδα μαζί με τον Επίσκοπο, αφού ακούσαμε την διήγηση για την Ελένη, ψάλαμε ένα τρισάγιο για την ψυχή της, κοντά στην θάλασσα, κάτω από τα πεύκα, μέσα στα χαλάσματα ενός παλαιοχριστιανικού ναού με ωραία ψηφιδωτά που μόλις τα σκουπίσαμε και τα θαυμάσαμε.
Όλα τα Μικρασιατικά παράλια μαρτυρούν ζωή αιώνων με την δική μας πίστη και γλώσσα. Εκεί η φίλη της Άννα μας διηγήθηκε τις τελευταίες ημέρες της. Αργότερα ο ιερέας πρόσθεσε και αυτός την μαρτυρία του. Ας αποτελέσει η σύντομη διήγησή τους το Μνημόσυνο που οφείλουμε αυτές τις ημέρες στην Ελένη.
Η Ελένη Μαχάνκοβα γεννήθηκε στην μεγαλούπολη Μπαρναούλ της Σιβηρίας στις 18 Αυγούστου του 1977. Πήγε στην νότια Τουρκία να εργασθεί, όπως πολλοί συμπατριώτες της, στις τουριστικές εγκαταστάσεις που εκατομμύρια ρώσοι επισκέπτονται κάθε χρόνο. Ήταν λογίστρια και όμορφη. Εκεί γνωρίστηκε με έναν ντόπιο, που την παντρεύτηκε, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, στο τζαμί.
Η οικογένειά της, στην Ρωσία, ήταν άθεη. Ο άντρας της κατόπιν την λογάριαζε μουσουλμάνα και ήταν υπερήφανος γι' αυτήν, ενώ εκείνη τον αποστρεφόταν, όταν αυτός χαιρόταν ακούγοντας ότι μουσουλμάνοι φονεύουν Χριστιανούς στην Συρία.
Πολλές φίλες της ρωσίδες πήγαιναν τακτικά στην μοναδική Εκκλησία που λειτουργεί στην νότια Μικρασία, στην μεγάλη γειτονική τους πόλη. Η Άννα, μάλιστα, διευθύνει εκεί την χορωδία. Άρχισε λοιπόν να εκκλησιάζεται η Ελένη, ζητώντας να μάθει πώς να προσεύχεται και τι συμβαίνει κατά την θεία Λειτουργία.
Τότε, στις 6 Ιανουαρίου του 2013, ο άνδρας της την κτύπησε σοβαρά και εκείνη έφυγε από το σπίτι και πήγε και έμεινε στην Άννα. Μαζί πήγαιναν στην Εκκλησία και τότε ένοιωσε μια αλλαγή μέσα της, ενώ στεναχωριόταν που δεν ήταν βαπτισμένη. Θαύμαζε την αγάπη που της έδειχναν ο ιερέας και οι ενορίτες. Έβλεπε πια διαφορετικά όσους δεν ήταν χριστιανοί, χωρίς να τους μισεί.
Η Άννα της πρότεινε να βαπτισθεί και το δέχθηκε. Ο ιερέας της έδωσε οδηγίες για το πώς να εκκλησιάζεται, πώς να προσεύχεται και της όρισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Με τις φιλενάδες της συζητούσαν πολύ για την πίστη, τους άγιους μάρτυρες, και τα άκουγε όλα προσεκτικά.
Μετά ταξίδεψε στην Ρωσία, όπου έμεινε δύο εβδομάδες στην οικογένειά της. Πήγαινε και εκεί στην Εκκλησία, από όπου αγόρασε και έφερε μαζί της μικρές εικόνες. Παραπονέθηκε στους γονείς της γιατί δεν την βάπτισαν. Η μητέρα της τής είπε ότι αυτοί έζησαν ως άθεοι, αλλά εκείνη να βαπτισθεί, αφού το θέλει. Μάλιστα της έδωσε ένα μενταγιόν με την εικόνα του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.
Στις 8 Μαρτίου του 2013 επέστρεψε και έμεινε στο σπίτι της Άννας. Την επόμενη ημέρα πηγαίνοντας στην δουλειά συνάντησε τον άνδρα της. Είδε το μενταγιόν και την ρώτησε: "Άλλαξες την πίστη σου;" Εκείνη του απάντησε: "Ναι". Αυτός άρχισε τότε να την προσβάλλει και να βλασφημεί επειδή πρόδωσε τον Αλλάχ. Το είπε στους φίλους του και εκείνοι του απήντησαν: "Νομίζεις ότι ένας γάμος στο τζαμί την έκανε μουσουλμάνα;".
Ο άντρας της άρχισε να την συναντά κάθε ημέρα μετά την δουλειά, ή να της τηλεφωνεί, και να απειλεί ότι θα την σκοτώσει. Η Άννα της εξέφρασε την χαρά της που ομολογεί τον Χριστό, αλλά της είπε ότι είναι επικίνδυνο.
Εκείνες τις ημέρες διάβαζε τον βίο της αγίας Ματρόνας και μαζί με την Άννα έπιναν κάθε πρωί αγιασμό. Έβλεπε τακτικά τον ιερέα, ήταν η εβδομάδα της Τυρινής και επρόκειτο να βαπτισθεί το Πάσχα.
Το πρωί της 15ης Μαρτίου διηγήθηκε στην Άννα το όνειρο που είδε την νύκτα: Πίσω από ένα μεγάλο ανοικτό παράθυρο στεκόταν ένας άνθρωπος με πολύ αγαθό και όμορφο βλέμμα. Πλησίασε η Ελένη και είδε πλάι του πολλά όμορφα ζώα και πίσω την θάλασσα. Της είπε ότι όλα αυτά του ανήκουν και αυτός τα δημιούργησε. Στην συνέχεια άνοιξε τα χέρια του λέγοντάς της: "Έλα σε μένα, κόρη μου". Την αγκάλιασε και της έδωσε την ειρήνη του και εκείνη ησύχασε, γιατί ο άνδρας της την είχε απειλήσει το βράδυ στο τηλέφωνο και φοβόταν να πάει στην δουλειά της.
Η Άννα μας διηγήθηκε ότι προσευχήθηκαν, ήπιαν αγιασμό και η Ελένη έφυγε κάνοντας τον σταυρό της. Στις 3.00 τηλεφώνησε στην Άννα ότι ο άνδρας της τής έστειλε ένα μήνυμα σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Αργότερα στην ανηψιά του άνδρα της είπε ότι εκείνος της ζήτησε να συναντηθούν και πηγαίνει να τον συναντήσει. "Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει" είπε. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια. Εκείνος την δέχθηκε στο σπίτι και με ένα μαχαίρι την έσφαξε. Στην αστυνομία δήλωσε: "Αυτό είχα να προσφέρω στον Αλλάχ".
Η Ελένη ετάφη στην γενέτειρά της, στην Ρωσία. Ας είναι αιωνία η μνήμη της μαζί με όλους τους Νεομάρτυρες.
Πηγή: Μιχάλης Σπυρίδων