Οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ἀλέξανδρος καί Ἀντωνίνα ἔζησαν στά τέλη τοῦ 3ου καί τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. Κατάγονταν ἀπό μία κωμόπολη πού ὀνομαζόταν Κάρδαμος. Ἦταν Χριστιανοί καί ζοῦσαν μέ ἐγκράτεια καί σωφροσύνη. Ἡ Ἀντωνίνα εἶχε ἀφιερώσει τήν ζωή της στά ἔργα τῆς ἀγάπης, στήν διακονία τοῦ «πλησίον», καί εἶχε ὡς βασική ἀσχολία τήν περίθαλψη τῶν χηρῶν, τῶν ὀρφανῶν, καί γενικά τῶν ἀδύναμων καί κατατρεγμένων ἀνθρώπων. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της καί κυρίως ἡ ἐνασχόλησή της μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης γέννησε τήν ὑπόνοια στούς εἰδωλολάτρες ὅτι εἶναι Χριστιανή, καί γι’ αὐτό τήν κατήγγειλαν στόν ἔπαρχο Φῆστο, ὁ ὁποῖος τήν συνέλαβε καί προσπάθησε νά τήν πείση νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό καί νά θυσιάση στά εἴδωλα.
Ὅταν ἐκείνη ὁμολόγησε μέ θάρρος τήν πίστη της καί ἀρνήθηκε νά προσφέρη θυσία στά εἴδωλα-δαιμόνια, τότε ὁ ἔπαρχος, ἀντί ἄλλων βασανιστηρίων, διέταξε νά τήν πᾶνε σέ ἕνα πορνεῖο καί νά τήν ὑποχρεώσουν νά ἁμαρτήση. Ἐπειδή γνώριζε ὅτι οἱ Χριστιανοί δίνουν μεγάλη σημασία στήν ἁγνότητα καί τήν σωφροσύνη, γι’ αὐτό καί θέλησε μέ τόν τρόπο αὐτόν νά τήν ἐξευτελίση. Ὅταν, ὅμως, ὁδήγησαν τήν ἁγία στό πορνεῖο, τότε ἔλαμψε ἐκεῖ ἕνα δυνατό φῶς καί ἀκολούθησε ἰσχυρός σεισμός. Οἱ γυναῖκες πού ζοῦσαν ἐκεῖ τρόμαξαν καί ἐπειδή κατάλαβαν ὅτι αἰτία τοῦ σεισμοῦ ἦταν ἡ παρουσία τῆς Ἀντωνίνας, γι’ αὐτό καί τήν ἔδιωξαν. Ὅταν τό πληροφορήθηκε ὁ ἔπαρχος τήν συνέλαβε καί πάλι καί τήν ὁδήγησε σέ ἄλλο πορνεῖο. Τότε κάποιος Χριστιανός νέος πού ὀνομαζόταν Ἀλέξανδρος, πῆγε στό πορνεῖο μέ τήν πρόφαση νά ἁμαρτήση καί φυγάδευσε τήν Ἀντωνίνα, μεταμφιέζοντάς την. Ὅταν ἔγινε γνωστό τό γεγονός αὐτό, τότε συνελήφθησαν καί οἱ δύο, ὁ Ἀλέξανδρος καί ἡ Ἀντωνίνα, καί ὑπεβλήθησαν σέ φρικτά βασανιστήρια. Τούς ἔκοψαν τά ἄκρα τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν, τούς ἄλειψαν μέ πίσσα καί τούς ἔριξαν στήν φωτιά. Τά σώματά τους κάηκαν, οἱ ψυχές τους, ὅμως, πέταξαν στόν οὐρανό, γιά νά ἀγάλλονται αἰώνια μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους. Ἦταν τὸ ἔτος 313 μ.Χ. Τὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατετέθησαν στὴ μονή Μαξιμίνου, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο Σύναξις αὐτῶν.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τους μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ἐσωτερική καθαρότητα, ἡ ἁγνότητα καί ἡ σωφροσύνη εἶναι τά στολίδια τῶν ἀληθινῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ πραγματικός πλοῦτος τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ προϋποθέση γιά τήν κοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀποκαλύπτεται στούς καθαρούς «τῇ καρδίᾳ», καί αὐτοί ἀξιώνονται νά Τόν δοῦν, καί νά αἰσθανθοῦν τήν παρουσία Του μέσα σέ ὅλη τήν ὕπαρξή τους, στήν ψυχή καί στό σῶμα τους. Καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο, τόν ἀνακαινίζει, ὅπως ἀνακαινίζεται ἡ νεότης τοῦ ἀετοῦ. Ὁ Προφητάναξ Δαβίδ, στόν 102ο Ψαλμό, κάνει λόγο γι’ αὐτήν τήν ἐσωτερική ἀναγέννηση-ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν λέγη: «ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου». Πότε ὅμως ἀνακαινίζεται ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ὁ ἀετός, καί πῶς ἀνακαινίζεται ὁ ἀετός;
Προφανῶς, ὁ ἱερός ψαλμωδός, λέγοντας τούς παραπάνω λόγους, εἶχε ὑπ’ ὄψη του τό γεγονός ὅτι ὁ ἀετός, ὅταν γεράση, ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀνακαινισθῆ, νά ξανανιώση.
Σύμφωνα μέ μιά παράδοση, ὁ ἀετός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπό τά μακροβιότερα ἁρπακτικά πτηνά καί ἔχει τήν δυνατότητα νά ζήση μέχρι καί 70 χρόνια, στά 40 του χρόνια γερνᾶ, μέ ἀποτέλεσμα τά νύχια του νά μεγαλώνουν πολύ, νά γίνονται εὔκαμπτα καί ὡς ἐκ τούτου νά χάνουν τήν δυνατότητά τους νά γαντζώνουν τήν λεία του, γιά νά μπορέση νά τραφῆ, ἀλλά καί τό μακρύ καί κοφτερό ράμφος του γίνεται πολύ κυρτό καί χάνει τήν δυνατότητα νά τεμαχίζη τό θήραμά του. Ἐπίσης, τά γερασμένα φτερά του γεμίζουν πούπουλα, τά ὁποῖα κολλᾶνε στό στῆθος του καί τόν ἐμποδίζουν στό πέταγμά του. Τότε ἔχει δύο ἐπιλογές, ἤ νά πεθάνη ἤ νά ἀνακαινισθῆ. Ἡ δεύτερη ἐπιλογή, πού ἀφορᾶ στήν ἀνακαίνισή του, εἶναι ἐπώδυνη καί διαρκεῖ γύρω στίς 150 ἡμέρες. Ἄν τήν ἐπιλέξη, τότε πετάει στήν φωλιά του καί ἐκεῖ ἀποκόπτει τό ράμφος του σέ μιά πέτρα καί περιμένει. Μόλις φυτρώσει καινούργιο ράμφος, μέ αὐτό ἀποκόπτει τά νύχια του καί μέ τά καινούργια νύχια πού θά φυτρώσουν μαδάει τά γερασμένα φτερά του καί ἔτσι, σέ πέντε περίπου μῆνες πραγματοποιεῖται ἡ ἀνακαίνισή του καί ζῆ ἄλλα τριάντα χρόνια.
«Ὁ ἀνακαινισμένος ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τούς ποικίλους πειρασμούς, τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς καί καταυγάζεται ἀπό τόν νοητό Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς καί παντός ἀγαθοῦ, καί ἔτσι μπορεῖ καί χαίρεται ἀληθινά τήν ζωή του.»
Ἔχοντας, λοιπόν, ὑπ’ ὄψη του ὁ Προφητάναξ Δαβίδ τά παραπάνω παρομοιάζει τήν ἐσωτερική ἀναγέννηση-ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀνακαίνιση τῆς νεότητας τοῦ ἀετοῦ. Ὅμως, μέ μιά οὐσιαστική διαφορά. Ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἀναγέννησή του ζῆ ὄχι τριάντα χρόνια, ἀλλά αἰώνια. Βέβαια, αὐτή ἡ ἀναγέννηση-ἀνακαίνιση εἶναι πνευματική, ὡστόσο, ὅμως, ἐπηρεάζεται καί τό σῶμα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ὕπαρξη, καί ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος νιώθει ἀνάλαφρος καί σωματικά. Γιατί, ὅταν ἡ ψυχή εἶναι βαριά ἐξ αἰτίας τῶν τύψεων καί τῶν ἐνοχῶν, τότε καί τό σῶμα γίνεται βαρύ καί ὁ ἄνθρωπος -ἀκόμα καί ὅταν εἶναι νέος- βαραίνει καί «δέν μπορεῖ νά σύρη τά πόδια του», κατά τό κοινῶς λεγόμενο, ἐνίοτε δέ περιέρχεται σέ μιά κατάσταση πού δέν θέλει νά ζήση. Δέν ἔχει ὅραμα καί νόημα ζωῆς. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τακτοποιεῖται ἐσωτερικά μέ τήν μετάνοια, γίνεται ἀνάλαφρος. Ἀποκτᾶ φτερά πνευματικά καί γι’ αὐτό ἔχει τήν δυνατότητα νά πετᾶ πάνω ἀπό τούς πειρασμούς. Καί ὅπως τό ἀεροπλάνο πετᾶ πάνω ἀπό τά σύννεφα καί φωτίζεται ἀπό τόν ἥλιο, ἔτσι καί ὁ ἀνακαινισμένος ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τούς ποικίλους πειρασμούς, τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς καί καταυγάζεται ἀπό τόν νοητό Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς καί παντός ἀγαθοῦ, καί ἔτσι μπορεῖ καί χαίρεται ἀληθινά τήν ζωή του.
Ὁ ἄνθρωπος ἦλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, ἀπό τό «μή εἶναι» στό «εἶναι», καί, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔχει τήν δυνατότητα νά ὁδηγηθῆ ἀπό τό «εἶναι» στό «εὖ εἶναι», ἀλλά καί στό «ἀεί εὖ εἶναι». Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγώνα, τότε βιώνει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἤτοι τήν αἰωνιότητα ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Προγεύεται τόν Παράδεισο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο.
Ἡ ζωή τοῦ ἀνακαινισμένου-ἀναγεννημένου ἀνθρώπου εἶναι ἀληθινά ὄμορφη, γιατί ἔχει νόημα καί πληρότητα, φῶς καί εἰρήνη, χαρά καί χάρη.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Μαρτύρων ἔλαμψεν, ἡ ἀξιέπαινος μνήμη, ἦν πιστοί τελέσωμεν, καὶ ἀνυμνήσωμεν πιστῶς, ἐν ἐπὶ γνώσει κραυγάζοντες, Σὺ τῶν Μαρτύρων, Χριστὲ τὸ κραταίωμα.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.
Κάθισμα Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Δυὰς ἡ θαυμαστή, τῶν σεπτῶν Ἀθλοφόρων, ἐνέγκασα στερρῶς, τὴν πυρὰν τῶν βασάνων, ἐν δόξῃ παρίσταται, τῇ Τριάδι πρεσβεύουσα, χάριν ἔλεος, καὶ ἱλασμὸν τῶν πταισμάτων, τοῖς τὴν ἔνδοξον, αὐτῆς γεραίρουσι μνήμην, δοθῆναι ἐν πνεύματι.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.