Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος πιστὴ διάκονος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
(Προσδοκίες-Ἱστορικὴ πορεία-Γενικὲς Ἐκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.
Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Εν Πειραιεί τη 15η Σεπτεμβρίου 2015.
(1ο Μέρος)
Ε ἰ σ α γ ω γ ή
Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων στὸ Φανάρι (6 ἕως 9 Μαρτίου 2014) νὰ συγκαλέσουν ἐντὸς τοῦ 2016 τὴν ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη, ἢ Πανορθόδοξο Σύνοδο, ἀναζωπύρωσε καὶ πάλι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό. Σύμφωνα μὲ τὸ «ἀνακοινωθέν»:«Ἡ Σύναξις συνεφώνησεν ὅτι ἡ προπαρασκευαστικὴ τῆς Συνόδου ἐργασία πρέπει νὰ ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ θὰ ἀρχίσει τὸ ἔργον αὐτῆς ἀπὸ τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καὶ θὰ ὁλοκληρώσῃ αὐτὸ μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θὰ ἀκολουθήσῃ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, τόσον κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Συνόδου, ὅσον καὶ κατὰ τὰ προπαρασκευαστικὰ στάδια αὐτῆς, θὰ λαμβάνωνται καθ’ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας θα συγκληθῇ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν ἔτει 2016, ἐκτὸς ἀπροόπτου». Πολλὰ ἄρθρα καὶ δημοσιεύματα ἔχουν γραφεῖ καὶ δημοσιευθεῖ μέχρι τώρα στὸ διαδίκτυο, σὲ θρησκευτικὲς ἐφημερίδες καὶ περιοδικά γιὰ τὴν ἀποφασισθεῖσα σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι θεωρήθηκε, καὶ δικαίως, ὡς μεῖζον ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ὑψίστης ἱστορικῆς σημασίας.
Ἐπειδὴ ὡστόσο πολλὴ ἄγνοια, σύγχυση καὶ ἐλλιπὴς ἐνημέρωση ὑπάρχει μεταξὺ πολλῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ἀρχιερέων, γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, καὶ ἐπειδὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλοὶ ὑπῆρξαν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι συγκρότησαν αἱρετικὲς συνόδους, τὶς λεγόμενες «Ψευδοσυνόδους», μὲ σκοπὸ νὰ προσδώσουν ἐκκλησιαστικὸ κῦρος στὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες καὶ πλάνες, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἐξαπλωθεῖ παντοῦ σὲ ὅλα σχεδόν τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ὁ κίνδυνος νὰ ἀποτελέσει ἡ προετοιμαζόμενη Σύνοδος τοῦ 2016 μιὰ νέα «Ψευδοσύνοδο», χειρότερη ἐκείνης τῆς Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438/9), εἶναι μέγιστος, θεωρήσαμε σκόπιμο, στὴν παροῦσα χρονικὴ συγκυρία, συνεργούσης τῆς Χάριτος, νὰ παραθέσουμε μὲ τὴ σύντομη αὐτὴ μελέτη μας, κάποιες βασικὲς ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν προετοιμαζόμενη Σύνοδο, πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἐπαγρύπνησή του.
Θὰ ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχὴν σὲ μερικὲς βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἔννοιες, σχετικὲς μὲ τὸ θεσμὸ τῶν Συνόδων, στή συνέχεια στὶς προϋποθέσεις ποὺ πρέπει νὰ πληροῦνται, γιὰ νὰ εἶναι μιὰ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος καὶ Οἰκουμενική, κατόπιν σὲ μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς προετοιμασίας μιᾶς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, σὲ μιά γενική αξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας της, σὲ κριτικὲς θεωρήσεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας σχετικὰ μὲ τὴν προσδοκώμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καὶ ἐν κατακλεῖδι σὲ κάποιες γενικὲς παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα.
Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἐκκλησιαστικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θεῖο θεσμό. Ὁ θεσμὸς αὐτὸς ἀνάγει τὴν ἀρχή του στὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, «θείῳ Πνεύματι κινούμενοι», συγκρότησαν τὴν ἀποστολικὴ Σύνοδο, (49 μ.Χ.), πραγματώνοντας ἔτσι ταυτόχρονα καὶ τὴν συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς 'Εκκλησίας, γιὰ νὰ ἀποτελεῖ ἔκτοτε θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πρὸς ἐπίλυση καὶ ρύθμιση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἰδίως δὲ πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «Ἐκκλησία συστήματος καὶ συνόδου ἐστὶν ὄνομα»[1]. Ἀπὸ τὶς Συνόδους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκεῖνες ποὺ ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως καὶ ἐκεῖνες ἀπὸ τὶς τοπικές, ποὺ προσέλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος, εἶναι θεόπνευστες καὶ ἀλάθητες, «διὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον», ποὺ ἐνεργεῖ σ’ αὐτές, σύμφωνα μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου: «ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω.14,25).Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους γράφει: «Τὸ δὲ ῥῆμα τοῦ Κυρίου τὸ διὰ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν τῇ Νικαίᾳ γενόμενον, μένει εἰς τὸν αἰῶνα».[2] Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς νεωτέρους κανονολόγους τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ σχετικῶς στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ «Πηδαλίου» του: «Αὕτη ἡ βίβλος (δηλαδὴ ἡ συλλογὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων, στὴν ὁποία ἐμπεριέχονται συνοπτικῶς καὶ οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων), εἶναι ἡ μετὰ τὰς ἁγίας Γραφάς, ἁγία Γραφή, ἡ μετὰ τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, Διαθήκη. Τὰ μετὰ τὰ πρῶτα καὶ θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καὶ θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστὶ τὰ αἰώνια ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ νόμοι οἱ ὑπάρχοντες εἰς τὸν αἰῶνα,…. τοὺς ὁποίους σύνοδοι οἰκουμενικαί τε καὶ τοπικαὶ διὰ Πνεύματος ἁγίου ἐθέσπισαν…..Αὕτη ὡς ἀληθῶς ἐστι, καθὼς αὐτὴν ἐπωνομάσαμεν, τὸ Πηδάλιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου αὕτη κυβερνωμένη, ἀσφαλῶς τοὺς ἐν αὐτῇ ναύτας καὶ ἐπιβάτας, ἱερωμένους τε λέγω καὶ λαϊκούς, πρὸς τὸν ἀκύμαντον παραπέμπει τῆς ἄνω βασιλείας λιμένα»[3].
Ἐντεῦθεν οἱ ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, συνιστοῦν τὴν ἀνωτάτη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ καὶ τὸ ἀνώτατο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κριτήριο, γι’ αὐτὸ καὶ εὑρίσκονται ὑπεράνω τῶν ἐπισκόπων καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν πατριαρχῶν. Οἱ ἀποφάσεις τους, δογματικές, κανονικὲς καὶ διοικητικές, εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρο καὶ λαό, ἀπὸ τοῦ πατριάρχου μέχρι τοῦ τελευταίου λαϊκοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ τήρησή τους ἀναγκαία διὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἡ δὲ παράβασή τους συνιστᾶ βαρύτατο ἁμάρτημα ἀθετήσεως αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τὸν λόγο του: «ἐάν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ.18,17).
Ὅροι καὶ προϋποθέσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τότε μόνο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθῶς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζουσα θεοπνεύστως καὶ ἀλαθήτως τὴ γνήσια Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, ὅταν πληροῖ κάποιες βασικὲς προϋποθέσεις.[4]Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὸ «Πηδάλιόν» του, στὰ προλεγόμενα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,[5] ἀναφέρει τέσσερα ἰδιώματα, ποὺ ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ὅρους καὶ προϋποθέσεις γνησιότητος καὶ αὐθεντικότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: α) «Τὸ νὰ συναθροίζονται διὰ προσταγῶν οὐχὶ τοῦ Πάπα, ἢ τοῦ δεῖνος Πατριάρχου, ἀλλὰ διὰ προσταγῶν βασιλικῶν». Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους συγκαλοῦσε ὁ αὐτοκράτορας. Ὡστόσο ἡ σύγκληση αὐτὴ εἶχε περισσότερο τυπικὸ χαρακτήρα, διότι πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ὑπῆρχε ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο στὴ σύγκληση τῆς Συνόδου. Σήμερα ποὺ δὲν ὑφίσταται τὸ πολιτικὸ καθεστὸς τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τὴν εὐθύνη τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχει τὸ σύνολο τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, συναινούσης προφανῶς καὶ τῆς Ἱεραρχίας τῶν κατὰ τόπους Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. β) «Τὸ νὰ γίνεται ζήτησις (=συζήτηση) περὶ πίστεως καὶ ἀκολούθως νὰ ἐκτίθεται ἀπόφασις καὶ ὅρος δογματικὸς εἰς κάθε μίαν ἀπὸ τὰς Οἰκουμενικάς, γ) Τὸ νὰ εἶναι πάντα τὰ ἐκτιθέμενα παρ’ αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ Κανόνες, Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα «ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις», δ) Τὸ νὰ συμφωνήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καὶ κανονισθέντα, ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων αὐτῶν».[6]
Πέρα ἀπὸ τοὺς παραπάνω ὅρους τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προσθέτει ἀκόμη δύο ὅρους: α) Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμμετάσχουν, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα: «Οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας»,[7] β) Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποσιωπῶνται καὶ νὰ παραμερίζονται στὴ Σύνοδο δογματικὲς διαφορὲς καὶ διαφωνίες, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖον πρῶτον νὰ ἐξετάζῃ, (ἡ Σύνοδος), τὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ προκύψαντα ζητήματα πίστεως καὶ στὴ συνέχεια κάθε ἄλλο ζήτημα: «Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι»[8].
Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «λαλεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεῦμα» καὶ οἱ λαμβανόμενες ἀποφάσεις εἶναι «καρπὸς θείου φωτισμοῦ», (ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου, κατὰ τήν μαρτυρία της Γραφῆς, «ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» [Πραξ.15,28]), ἕπεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς νὰ εἶναι προαποφασισμένες ἐκτὸς τῆς Συνόδου. Τὸ προαποφασίζειν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ κατάλυση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος καὶ ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἐκ τῶν προτέρων ληφθεῖσες ἀποφάσεις δὲν ἐπιτρέπουν καὶ δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ ὁμιλήσει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι περιττὸ μάλιστα νὰ λεχθεῖ ὅτι τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις εἶναι τελείως ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Εἶναι ἐπίσης αὐτονόητο ὅτι οἱ συζητήσεις πρέπει νὰ διεξάγονται μὲ μοναδικὸ γνώμονα καὶ κριτήριο τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νὰ ἕπονται καὶ νὰ συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὶς προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μὲ τὴν πίστη δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θα πρέπει νὰ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες, οὔτε νὰ δεσμεύονται ἀπὸ πολιτικὲς, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες, οὔτε καὶ νὰ περιορίζονται ἐν ὀνόματι τοῦ χρόνου. Ὅπως διακηρύττουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ τῷ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[9]. Ὁ δὲ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς παρατηρεῖ: «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».[10] Τέλος γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος, θὰ πρέπει οἱ ἀποφάσεις της νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὅπως ἔχει εὐστόχως παρατηρηθεῖ: «Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὢν καὶ διδακτὸς Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶ ἀποδέχεται, ἢ κατακρίνει καὶ ἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848, “ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τουτέστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι”»[11].
[1] Ἑρμηνεία στὸν 149ον Ψαλμό, PG 55,493.
[2] PG 26,1032B. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Πατὴρ ἀναφέρει μόνο τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐπειδή οἱ ἄλλες δέν εἶχαν συγκληθεῖ ἀκόμη.
[3] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, Ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. ιστ΄.
[4] Κατὰ τὸν κ. Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν: «Θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανεὶς ἐξ’ ἀρχῆς, ὅτι κανόνες- νόμοι συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχουν. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐκπροσωπεῑ τὸν θεανθρώπινο ὀργανισμό, τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ νομοθετοῦσα, αὐτὴ νομοθετεῖ καὶ ὁρίζει τὴν πορεία τῶν ἐπὶ μέρους μελῶν αὐτῆς .…. Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπόκειται σὲ νόμο, εἶναι ἁγία καὶ δικαία [‘δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται’ Α΄ Τιμ.1,9 εξ.]». (Βλ. Παναγιώτη Μπούμη, Κανονικὸν Δίκαιον, Ἐκδ. Γρηγόρη, Γ΄ Ἔκδοση, Ἀθήνα 2000, σελ. 179). Ὡστόσο ὁ καθηγητὴς θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ παραθέσει καὶ αὐτὸς κάποιους κανόνες- νόμους, ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικούς, ἀρυόμενος αὐτοὺς προφανῶς ἀπὸ τὴν Κανονικὴ καὶ Πατερική μας Παράδοση, τοὺς ὁποίους θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητους γιὰ τὴ γνησιότητα μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
[5] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ……ο.π. σελ. 118.
[6] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ. 118.
[7] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.
[8] Μεγάλου Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 260.
[9] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον,……ὅ,π. σελ.. 322.
[10] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ 12, PG 90, 148.
[11] Ἀρχ. Γεωργίου Καψάνη, πρώην καθηγ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἡ Ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, Ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976, σελ. 110.
(2ο Μέρος)
Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὴν πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Μετὰ τὸ μεγάλο Σχίσμα, (1054 μ.Χ.), ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, συνεπὴς στὴν Ὀρθόδοξη συνοδική της αὐτοσυνειδησία, δὲν ἔπαυσε νὰ συγκαλεῖ, σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, Ὀρθοδόξους Συνόδους μὲ πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα. Πρόκειται γιὰ τὶς λεγόμενες Ἐνδημοῦσες Συνόδους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς ὁποῖες ὅμως συμμετεῖχαν συνήθως καὶ Πατριάρχες, ἢ ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ εὐρεῖα αὐτὴ πανορθόδοξη σύνθεση τῶν Ἐνδημουσῶν Συνόδων συνεχίσθηκε καὶ ἀργότερα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι βαλκανικοὶ λαοὶ εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στὶς Συνόδους αὐτὲς ἀπεφασίζετο ἡ ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου κοινὴ στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καὶ ἀργότερα τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ ἡ ρύθμιση καὶ ἐπίλυση ἄλλων, γενικοτέρου ἐνδιαφέροντος, ζητημάτων. Οἱ πολιτικοκοινωνικὲς ὅμως μεταβολὲς καὶ ἀνακατατάξεις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, κατὰ τὸν 19ο καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος, στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων, καὶ ἡ δημιουργία ἐθνικῶν κρατῶν συνέδεσαν τὶς ἐθνοφυλετικὲς ἀναζητήσεις τῶν λαῶν μὲ ἀντίστοιχες ἐκκλησιαστικὲς διεκδικήσεις, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ θεσμοθέτηση τῶν Αὐτοκεφάλων καὶ Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν, (Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχοσλοβακίας, Φιλανδίας, Λεττονίας, Ἐσθονίας), καὶ τὴν ἀπόδοση τῆς «πατριαρχικῆς ἀξίας» σὲ ὁρισμένες ἐξ αὐτῶν, (Πατριαρχεῖα Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας).
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902, 1904 καὶ 1920 ἐπεδίωξε, μεταξὺ καὶ ἄλλων στόχων, νὰ ἀναθερμάνει τὶς διορθόδοξες σχέσεις μὲ τὶς ἄλλες κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ νὰ προωθήσει μιὰ ἀμεσώτερη καὶ στενώτερη συνεργασία γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση γενικοτέρων προβλημάτων. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτὴ τῶν διορθοδόξων σχέσεων γέννησε σὺν τῷ χρόνῳ τὴν ἰδέα τῆς ἀναζητήσεως πανορθοδόξου ἐκφράσεως τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ὸρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς συγκροτήσεως δηλαδὴ Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἔλαβε ἀργότερα τὴν προσωνυμία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος». Μέσα στὸ κλίμα τῶν διορθοδόξων αὐτῶν ἐπαφῶν τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος συνεκλήθη τὸ 1923 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ πατριαρχίας τοῦ γνωστοῦ Μασόνου[1] Πατριάρχου Μελετίου τοῦ Δ΄ (Μεταξάκη), Συνέδριο, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίσθηκε μὲν ὡς «Πανορθόδοξο», χωρὶς πάντως νὰ ὑπάρξει πανορθόδοξος ἀντιπροσώπευση ἀπὸ ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀντίθετα μάλιστα ἡ ἀντιπροσώπευση σ’ αὐτὸ ἦταν πολὺ περιορισμένη, διότι συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι μόνο ἕξι Ἐκκλησιῶν, (τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ρωσίας, τῆς Σερβίας, τῆς Κύπρου, τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ρουμανίας).
Στὸ Συνέδριο συζητήθηκαν θέματα ὅπως τὸ ἡμερολογιακό, τὸ περὶ γάμου κληρικῶν μετὰ τὴ χειροτονία των, τὸ περὶ δευτέρου γάμου τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν, τὸ περὶ νηστείας κἄ. Δυστυχῶς στὸ ἐν λόγῳ Συνέδριο ἐπιχειρήθηκαν καινοτομίες καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις ξένες πρὸς τὴν παράδοση καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖες, ὅπως πολὺ ὀρθὰ ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἐτραυμάτισαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς κακὴ κληρονομιὰ συνοδεύουν ἔκτοτε τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μέχρι σήμερα».[2] Στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου «ὁρίσθηκε γιὰ τὸ 1925 σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ καὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς 1600ετηρίδος τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, (325μ.Χ.)»[3].
Ἔκτοτε ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἡ ὁποία θὰ ἐπέχει θέση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θὰ γίνει ὅραμα καὶ ἐλπίδα, πόθος καὶ προσδοκία ἐπί 92 συναπτὰ χρόνια, μια προσδοκία ἀνεκπλήρωτη μέχρι σήμερα, (2015), παρὰ τὶς ἐργώδεις προετοιμασίες καὶ διαβουλεύσεις σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο, παρὰ τὴ συγκρότηση πολλῶν προπαρασκευαστικῶν ἐπιτροπῶν, παρὰ τὴ συγκρότηση Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν ἱστορία τὴς Ἐκκλησίας μας, διότι σὲ καμιὰ ἄλλη Σύνοδο, Οἰκουμενική, ἢ Τοπική, τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, (879 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς, καὶ τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, (1351 μ.Χ.), θεωρουμένης ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, δὲν ὑπῆρξε τόση ἐργώδης καὶ μακροχρόνια προετοιμασία, τόση πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευῆς, μὲ τόσες πολλὲς ἀναθεωρήσεις καὶ τροποποιήσεις στὴ θεματολογία της.
Στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, θὰ σκιαγραφήσουμε μὲ πολλὴ συντομία τὶς κυριότερες φάσεις αὐτῆς τῆς προετοιμασίας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια «μεθοδευμένα» γίνεται, ὥστε νὰ γίνει καλύτερα κατανοητὴ και ἡ παροῦσα φάση στὴν ὁποία αὐτὴ βρίσκεται καὶ νὰ ἐξαχθοῦν στὴ συνέχεια κάποια συμπεράσματα.
Πανορθόδοξα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μετὰ τὴν ματαίωση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ποὺ εἶχε προγραμματιστεῖ γιὰ τὸ 1925, λόγω μὴ ἐπαρκοῦς χρόνου προετοιμασίας, ἀπεφάσισε τήν σύγκληση Ὀρθοδόξου «Προσυνόδου» στὸ ἅγιον Ὅρος τὸ 1932, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ προετοιμάσει τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐκρίθη ἀναγκαῖο νὰ συγκληθεῖ προηγουμένως Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, προκειμένου νὰ προετοιμάσει τὴν θεματολογία, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθεῖ ἡ «Προσύνοδος». Πράγματι ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ συνεκλήθη τὸ 1930 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου Ἁγίου Ὅρους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ μακαριστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Β΄ καὶ κατήρτισε ἕνα κατάλογο 17 θεμάτων, γιὰ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθη «Προσύνοδο». Ὡστόσο τελικὰ οὔτε Προσύνοδος, οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πραγματοποιήθηκαν, διότι ὁρισμένες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὡς ἐμπερίστατες καὶ ὡς εὑρισκόμενες κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ Κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἐζήτησαν τὴν ἀναβολήν των.
Μὲ τὴν ἴδια προοπτικὴ συνεκλήθη ἀργότερα, τὸ 1936, στὴν Ἀθήνα, τὸ Α΄ Πανορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο, οἱ ἐργασίες τοῦ ὁποίου εἶχαν ὡς ἐπίκεντρο τὸ ζήτημα τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου. Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεκλήθη ἐπὶ τοῦ Μασόνου[4] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου τοῦ Α΄, τὸ 1961, στὴ Ρόδο, ἡ Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν προπαρασκευὴ τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, καί κατήρτισε νέο εὐρύτερο κατάλογο θεμάτων, διηρημένο στὰ ἀκόλουθα ὀκτὼ γενικὰ κεφάλαια: 1) Πίστις καὶ Δόγμα, 2) Θεία Λατρεία, 3) Διοίκησις καὶ ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία, 4) Σχέσις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς ἀλλήλας, 5) Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 6) Ἡ Ὀρθοδοξία ἐν τῷ κόσμῳ, 7) Θεολογικὰ θέματα, 8) Κοινωνικὰ προβλήματα. Στὴ Διάσκεψη αὐτὴ ἐπιδιώχθηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ παραμερισθοῦν οἱ μέχρι τότε δικαιολογημένες ἐπιφυλάξεις καὶ ἡ δυσπιστία τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, (λόγῳ τῆς δράσεως τῆς Οὐνίας), ἀπέναντι στὴ Ρώμη, καὶ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ σύμφωνη γνώμη των γιὰ τὴν προώθηση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τὸν Παπισμό καὶ ἐτέθησαν οἱ βασικοὶ ὅροι καὶ προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἔναρξη θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.
Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινήθηκαν καὶ οἱ δύο ἑπόμενες Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἐπίσης στὴ Ρόδο, τὸ 1963 καὶ τὸ 1964, καθ’ ὃν χρόνον ὁ Παπισμός, κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου (1963-1965), ἐγκαινίαζε μὲ τὸ περίφημο «Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ», τὸ γνωστὸ “Unitatis Redintegratio”, νέα ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες.
Στὶς παρὰ πάνω Διασκέψεις, οἱ ὁποῖες διεξήχθησαν μέσα στὸ κλίμα καὶ στὴν ἀτμόσφαιρα τῶν ἐργασιῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἐπισημάνθηκε ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προωθήσεως καὶ ἐν τέλει πραγματοποιήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνὸς μὲν θὰ ἐκφράσει σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ θὰ δώσει τὴ δική της μαρτυρία στὰ σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα καὶ στὶς σχέσεις της μὲ τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ἐπὶ πλέον ἐπανεξετάσθηκε τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ ἐπαναδιατυπώθηκε ἡ σταθερὴ καὶ ἀταλάντευτη πρόθεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ προωθήσουν «διάλογο ἐπὶ ἴσοις ὅροις». Εἰδικότερα ἡ Β΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, (1963), ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀποστολῆς, ἢ μή, Ὀρθοδόξων παρατηρητῶν στὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ἐνῶ ἡ Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη (1964) ἀπεφάσισε ὅτι «... πρὸς καρποφόρον ἔναρξιν ἑνὸς πραγματικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου παρίσταται ἡ ἀνάγκη τῆς δεούσης προπαρασκευῆς καὶ τῆς δημιουργίας τῶν καταλλήλων συνθηκῶν».[5]
Τὸ 1968 συνεκλήθη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ Δ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψη, ἡ ὁποία ἐργάσθηκε συστηματικότερα καὶ μεθοδικότερα τόσο πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅσο καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς προωθήσεως τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων καὶ διαλόγων. Προχώρησε μάλιστα στὴ συγκρότηση Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὴ συγκρότηση Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Επιτροπῆς γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν θεμάτων, ποὺ θὰ συζητηθοῦν στὴ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴ συγκρότηση Διορθοδόξων Ἐπιτροπῶν, γιὰ τὴν προετοιμασία τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες. (Συνεχίζεται)
[1] Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄, σύμφωνα μὲ 25σελιδη νεκρολογία του Μασόνου φίλου του Ἀλέξανδρου Ζερβουδάκη: «παρακολουθοῦσε τὶς ἐργασίες καὶ τὴ δράση τοῦ Τεκτονισμοῦ παντοῦ ὅπου βρέθηκε στὴν πολυτάραχη ζωή του, καὶ οἱ περιστάσεις καὶ τὸ περιβάλλον του το ἐπέτρεπαν [……..]. Ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σὰν τὸν αδελφὸ Μελέτιο δέχθηκαν τὸν Τεκτονισμὸ καὶ τὸν ἔκαναν βίωμά των. Καὶ ὑπῆρξε πραγματικὴ ἀπώλεια ὅτι τόσο γρήγορα ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὸν Μ.Α.Τ.Σ. στὴν Αἰωνία Ἀνατολή, πρὶν ὁλοκληρώσῃ τὰ ἔργα μὲ τὰ ὁποῖα ἐστεφάνωσε τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν κόσμο μας». [ΑΛΕΞ. ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ, «Μελέτιος Μεταξάκης», (στήλη «Διάσημοι Τέκτονες»), ἐν «Τεκτονικὸν Δελτίον», Ὄργανον τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, ἔτος 17ον, ἀριθμ. 7, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1967, σελ. 49-50].
[2] Βλ. ἄρθρο τοῦ πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση, ομοτ. Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. μὲ θέμα: «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», δημοσιευθὲν στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο (10.3.2015).
[3] Πρακτικὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου 1923), Εἰσαγωγή - Ἐπιμέλεια Ἀρχ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης, Ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα 2015, σελ. XVI I.
[4] Ἀναφορὰ στὴ μασονική του ἰδιότητα ἔχουμε στὸ «Τεκτονικό Δελτίο», 1972 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), τ. 104, σ. 232 κἑ., ὅπου οἱ Μασόνοι ἀναφέρονται στὸ τεκτονικὸ «μνημόσυνο», ποὺ τέλεσαν μόλις τέσσερις μῆνες μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 12.10.1972, στὴν Ἀθηναϊκὴ Μασονικὴ Στοὰ «Αρμονία»! Ἐπίσης τὸ μασονικὸ περιοδικὸ «Ἰλισσός», ἕνα ἔτος ἀργότερα, τὸν χαρακτήρισε «μεγάλο ὁραματιστὴ τῆς ἑνώσεως τῶν Χριστιανῶν», (Ἰλισσός, 1973, τ. 97, σ. 41), τὸ δὲ μασονικὸ περιοδικὸ «Πυθαγόρας», τέσσερα ἔτη ἀργότερα, τον χαρακτήρισε ὡς «μέγα», (Πυθαγόρας 1977, τ. 5, σ. 5).
[5] Βλ. Θ. Σταυρίδου, Θ.Η.Ε., τομ. 9, σελ. 814.
(3ο Μέρος)
Προσυνοδικές Διασκέψεις.
Τὸ 1976 συνεκλήθη ἡ Α΄ Πανορθόδοξος Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ ὁποία ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πλήν τῆς Γεωργιανῆς. Ἡ Διάσκεψη, κατόπιν μακρῶν συζητήσεων, προχώρησε σὲ ἀναθεώρηση τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου, (1961), καὶ ἀπὸ τὰ θέματα αὐτὰ ἐπέλεξε μόνο δέκα, γιὰ τὴ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, τὰ ἑξῆς: 1) Ὀρθόδοξος Διασπορά, 2) Τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 3) Τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 4) Δίπτυχα, 5) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου, 6) Κωλύματα γάμου, 7) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, 8) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 9) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, 10) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.
Ἐπίσης ἡ Διάσκεψη προχώρησε σὲ γενικὴ ἐπισκόπηση καὶ ἀξιολόγηση τῆς πορείας τῶν σχέσεων καὶ τῶν διαλόγων μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς ὁμολογίες καὶ τὸ Π.Σ.Ε. (Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν), καὶ ἀπεφάσισε τὴν περαιτέρω προώθηση τους. Τὸ ἐκπληκτικὸ ὅμως εἶναι ὅτι δὲν περιορίσθηκε μόνο σὲ διαχριστιανικοὺς διαλόγους, ἀλλὰ προχώρησε ἀκόμη περισσότερο, στὴν υἱοθέτηση καὶ προώθηση καὶ διαθρησκειακῶν διαλόγων: «Ἡ Διάσκεψις ἐκφράζουσα τὴν ἐπιθυμίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν διαθρησκειακὴν συνεννόησιν καὶ συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δὲ εἰς τὴν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς καὶ τοιουτοτρόπως εἰς τὴν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καὶ τὴν ἐπικράτησιν τῶν ἰδεωδῶν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος, ἀπεφάσισεν, ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνεργασθῇ πρὸς τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων ἐκτὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ θρησκευμάτων».[1]
Τὸ 1982 συνεκλήθη ἡ Β΄ Πανορθόδοξος Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ ὁποία ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἡ Διάσκεψη αὐτὴ ἀσχολήθηκε μὲ ὁρισμένα μόνο ἀπὸ τὰ δέκα θέματα, στὰ ὁποῖα κατέληξε ἡ προηγούμενη Α΄ Προσυνοδική, τὰ ἑξῆς: 1) Κωλύματα Γάμου, 2) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, 3) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου. Ἀσχολήθηκε ἐπίσης καὶ μὲ ἕνα ἔκτακτο θέμα, τὸ ὁποῖο δὲν περιλαμβάνεται στὸν κατάλογο τῶν δέκα θεμάτων καὶ τὸ ὁποῖο ἔθεσε πρὸς συζήτηση ἡ Βουλγαρικὴ Ἐκκλησία, τὸ θέμα τοῦ καθορισμοῦ κατὰ πόσον εἶναι δυνατὸ στὸ μέλλον νὰ χειροτονοῦνται ἐπίσκοποι ἐκ μοναχῶν.
Σχετικὰ μὲ τὸ πρῶτο θέμα, τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ Διάσκεψη προχώρησε σὲ καινοτομίες, διότι υἱοθέτησε κατ’ οἰκονομίαν τὴν τέλεση μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μὲ ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀπαγορεύονται ρητὰ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες: Ὁ 14ος Κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: «Ἐπειδὴ ἔν τισιν ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καὶ ψάλταις γαμεῖν, ὥρισεν ἡ Ἁγία Σύνοδος, μὴ ἐξεῖναί τινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναῖκα λαμβάνειν ... μήτε μὴν συνάπτειν (τέκνον) πρὸς γάμον αἱρετικῷ, ἢ Ἰουδαίῳ, ἢ Ἕλληνι (εἰδωλολάτρῃ), εἰ μὴ ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τὸ συναπτόμενον πρόσωπον τῷ Ὀρθοδόξῳ». Ὁ 72ος Κανὼν τῆς Πενθέκτης ὁρίζει: «Μὴ ἐξέστω Ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι. Ἀλλ’ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἡγεῖσθαι τὸν γάμον, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον». (Πρβλ. καὶ 10ον καὶ 31ον τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, καὶ 29ον τῆς ἐν Καρθαγένῃ).
Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο θέμα τῆς νηστείας ἡ Διάσκεψη δὲν κατέληξε σὲ κάποιες ἀποφάσεις, ἀλλὰ παρέπεμψε τὸ θέμα πρὸς ἐπανεξέταση στὴν ἑπομένη Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη , ἀφοῦ προηγουμένως μελετηθεῖ ἀπὸ Διορθόδοξο ΠροπαρασκευαστικὴἘπιτροπή. Τὸ τρίτο θέμα, τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, συζητήθηκε ἐν ἀναφορᾷ καὶ πρὸς τὸ ἄλλο συναφὲς θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα σὲ ὁρισμένη Κυριακὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, Ὀρθοδόξους καὶ ἑτεροδόξους. Ἡ Διάσκεψη κατέληξε, μεταξὺ ἄλλων, στὸ συμπέρασμα ὅτι «τὸ θέμα, πολὺ πέραν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης κατ’ οὐδένα λόγον ἢ τρόπον πρέπει νὰ διασαλευθῇ», καὶ ὅτι «ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέτοιμος, ἢ τουλάχιστον ἀπροπαράσκευος καὶ ἀπληροφόρητος, διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ καὶ δεχθῇ μίαν ἀλλαγὴν εἰς τὸ θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα».[2]
Τὸ 1986 συνεκλήθη ἡ Γ΄ Πανορθόδοξος Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, στὸ ἐν Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἡ Διάσκεψη μεταξὺ ἄλλων ἀσχολήθηκε μὲ τέσσερα ἀκόμη θέματα ἀπὸ τὴ θεματολογία τοῦ καταλόγου τῶν δέκα θεμάτων τῆς Α΄ Προσυνοδικῆς, τὰ ἑξῆς: 1) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, 2) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 3) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, 4) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν, καὶ εἰς τὴν ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων. Στὴ συζήτηση τῶν τριῶν τελευταίων θεμάτων ἐκφράσθηκαν δυστυχῶς θέσεις καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ποὺ ἀπηχοῦν τὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τὴν ἰδεολογία τῆς συγχρόνου παναιρέσεως τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐκτενέστερο σχολιασμὸ ἐπὶ τῶν θέσεων καὶ ἀποφάσεων τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς θὰ ἐπιχειρήσουμε στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο, τὸ ἀναφερόμενο στὴ γενικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρισήμερα πορείας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Στὴν Γ΄ Πανορθόδοξο Προσυνοδικὴ ἐνεκρίθη ἐπίσης ἡ ἡμερήσια Διάταξη τῆς Δ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ ὑπόλοιπα τέσσερα θέματα τοῦ καταλόγου, τὰ ἑξῆς: 1) Ὀρθόδοξος Διασπορά, 2) Τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 3) Τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 4) Δίπτυχα.Ἡ σύγκληση τῆς Δ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς ὡστόσο δὲν ἔγινε στὸ ἄμεσο προσεχὲς μέλλον, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἀλλὰ μὲ μεγάλη καθυστέρηση 23 ἐτῶν. Πραγματοποιήθηκε δηλαδὴ μόλις τὸ 2009, στὸ Ὀρθόδοξο Πατριαρχικὸ Κέντρο, στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης, καὶ ἀσχολήθηκε μὲ ἕνα καὶ μόνο θέμα, τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Ἡ ἀνακοπὴ τῆς προπαρασκευαστικῆς διαδικασίας στὴ δεκαετία τοῦ 90 ὀφείλεται στὴ σοβαρὴ ἐπιδείνωση τῶν διμερῶν σχέσεων μεταξὺ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἔφθασε μάλιστα γιὰ ἕνα διάστημα μέχρι διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, καὶ ὀφείλεται στὴ διαφωνία, ἡ ὁποία προέκυψε ἐξ αἰτίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος τῆς αὐτονομίας τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας. Τὸ ζήτημα αὐτὸ τακτοποιήθηκε τελικὰ στὴ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τὸ 2008, μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας ἀπὸ τὶς Προσυνοδικὲς καὶ Πανορθόδοξες Διασκέψεις.
Ἡ Δ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη τοῦ 2009 κατέληξε σὲ κάποια συμφωνία, στὸ ἀκανθῶδες ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἐπὶ τῇ βάσει μελετῶν τοῦ θέματος ἀπὸ Διορθόδοξες Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπές, τὸ 1990, τὸ 1993, καὶ ἀπὸ Συνέδριο Κανονολόγων, τὸ 1995. Ὅπως ἀναφέρεται στὸ κοινὸ ἀνακοινωθέν, ἡ Διάσκεψη ἀναγνωρίζει κατ’ ἀρχήν, ὅτι ἡ παροῦσα κατάσταση στὴν Ὀρθόδοξη Διασπορά, κατὰ τὴν ὁποίαν ὑφίστανται πλέον τοῦ ἑνὸς ἐπίσκοποι στὸν αὐτὸν τόπον ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, (βλ. Καν. 8 Α΄ Οἰκουμενικῆς), ὡστόσο γιὰ λόγους ποιμαντικοὺς ἡ ἄμεση μετάβαση στὴν κανονικὴ κατάσταση δὲν εἶναι δυνατή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποφάσισε ὡς μεταβατικὸ στάδιο τὴν ἵδρυση Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων κατὰ γεωγραφικὲς περιοχές, οἱ ὁποῖες μάλιστα καθορίστηκαν ἀπὸ τὴν Διάσκεψη. Πρόεδροι τῶν Συνελεύσεων, θὰ εἶναι «οἱ πρῶτοι ἐκ τῶν ἐπισκόπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐν ἀπουσίᾳ δὲ αὐτῶν οἱ ἑπόμενοι κατὰ τὴν τάξη τῶν Διπτύχων τῶν Ἐκκλησιῶν». Μέλη τῶν Συνελεύσεων θὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἀναγνωρισμένοι ὡς κανονικοὶ ἐπίσκοποι, καὶ ἀποστολὴ τῶν Συνελεύσεων θὰ εἶναι «ἡ ἀνάδειξη καὶ προαγωγὴ τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ κοινὴ ποιμαντικὴ διακονία τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς περιοχῆς καὶ ἡ ἀπὸ κοινοῦ μαρτυρία αὐτῶν πρὸς τὸν κόσμο». Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνελεύσεων θὰ λαμβάνονται ὁμόφωνα. Ἡ Δ΄ Προσυνοδικὴ ἐνέκρινε ἐπίσης σχέδιο Κανονισμοῦ λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων καὶ ἀπεφάσισε νὰ τεθοῦν ἀμέσως σὲ λειτουργία, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2009 συζητήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τὸ θέμα τοῦ Αὐτονόμου. Ἡ Ἐπιτροπὴ κατέληξε σὲ κάποιο κείμενο, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ μελετηθεῖ στὴν προσεχῆ Πανορθόδοξο Ε΄ Προσυνοδική, ἡ ὁποία ἀναμένεται νὰ συγκληθεῖ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2011 συζητήθηκε ἀπὸ τὴ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ καί τὸ θέμα τῶν Ἱερῶν Διπτύχων, χωρὶς νὰ ὑπάρξει συμφωνία. Καμία συμφωνία ἐπίσης δὲν ὑπῆρξε μέχρι σήμερα καὶ στὸ θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου.
Ἡ Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή, ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζύ τον Φεβρουάριο τοῦ 2015 ἀσχολήθηκε μὲ ζητήματα ἐπικαιροποίησης τῶν θεμάτων: 1. «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν», 2. «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», 3. Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων». Τὰ θέματα αὐτὰ εἶχαν ἐγκριθεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν Γ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, (1986). Καὶ τὰ τρία θέματα παρεπέμφθησαν πρὸς τελικὴ ἔγκριση στὴν προσεχῆ Ε΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, (Ὀκτώβριος 2015). Ἡ Ἐπιτροπὴ δὲν ἀσχολήθηκε ὅμως μὲ τὰ καυτὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων, τὰ ὁποῖα σύμφωνα με νεώτερες πληροφορίες θά ἀποκλειστοῦν ἀπὸ τὴν θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ μεγάλης Συνόδου. (Συνεχίζεται)
(4ο Μέρος)
Στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014 συζητήθηκε τὸ θέμα τῆς προσεχοῦς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 2016, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὁμιλία ἐνημερωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις. Ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας μεταξὺ ἄλλων ἐδήλωσε ὅτι «διὰ τὴν πραγματοποίησίν της, ἀπαιτεῖται ἀκόμη πολὺς κόπος καὶ μόχθος, ἐνῶ πολλὰ ἐκ τῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ ἀνακύψουν, ἐκ τῆς μεθόδου ἐργασίας καὶ εἰς αὐτὸ τὸ τελευταῖον στάδιον τῆς προετοιμασίας, θὰ δημιουργήσουν ἀρκετὰ ἐμπόδια, ἢ καὶ θὰ παρατείνουν τὴν χρονικὴν περίοδον τῆς προετοιμασίας πέραν τῆς προγραμματισθείσης, ἐνῶ δύνανται νὰ δυσχεράνουν καὶ τὴν ὅλην πορείαν πρὸς τὴν τελικὴν ἔκβασιν τῆς ὅλης προσπαθείας. Ἐπὶ πλέον τὰ δικαιοδοσιακὰ ἤδη ὑφιστάμενα ἐνδοορθόδοξα διμερῆ ζητήματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ δυσκολία ἐπιτεύξεως ὁμοφωνίας εἰς πολλὰ σημεῖα ἐκ τῶν προειρημένων κειμένων, καὶ αἱ μεμονωμέναι ἀγκυλώσεις, ἢ ἀπαιτήσεις τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελέσουν προσκόμματα εἰς τὴν ὅλην διαδικασίαν, ἐὰν δὲν λειτουργήσουν τελικῶς καὶ ἀναβλητικῶς εἰς τὸ ὅλον ἐγχείρημα»[1].
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ πλῆρες κείμενο τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας μὲ τίτλο «Ἐνημέρωσις περὶ τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014 δὲν δημοσιεύθηκε (ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος τὸ ἔκρινε ὡς «μὴ δημοσιεύσιμο»!), πράγμα ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ προσυνοδικὲς διεργασίες δὲν ἀντέχουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος καὶ ὅτι τὰ πάντα σήμερα γίνονται «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ». Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει ἐνημέρωση, γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν στοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ βέβαια στοὺς λαϊκούς, ἐνῶ θά ἔπρεπε γιὰ τὸ ζωτικῆς σημασίας αὐτὸ ζήτημα, ποὺ ἀφορᾶ ἄμεσα ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὑπάρχει πλήρης διαφάνεια καὶ ἀκριβὴς ἐνημέρωση. Ὅπως ὁμολογεῖ σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του στὸ διαδίκτυο ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, «τὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάσθηκαν ἀπὸ δεκαετίες, πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, στὶς Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, εἶναι ἄγνωστα στοὺς περισσοτέρους Ἀρχιερεῖς καὶ σὲ μένα, καὶ παραμένουν σὲ κάποιες Ἐπιτροπὲς καὶ Γραφεῖα, καὶ δὲν γνωρίζουμε τὸ περιεχόμενό τους»[2].
Σύμφωνα μὲ δημοσίευμα τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου (27/02/2015), «τὸ ἔλλειμμα ἐνημέρωσης τοῦ συνόλου τῶν μελῶν τῶν Συνόδων τῶν Ἐκκλησιῶν, πολύ δὲ περισσότερο ἑνὸς εὐρύτερου κύκλου κληρικῶν καὶ θεολόγων, γύρω ἀπὸ τὰ ἑτοιμαζόμενα κείμενα, εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργήσει ἐκ τῶν ὑστέρων ἰσχυρὲς ἀμφισβητήσεις τῶν ἀποφάσεων ποὺ θὰ ληφθοῦν στὴ Μεγάλη Σύνοδο. . . Ὅσοι προετοιμάζουν πυρετωδῶς τὴ Μεγάλη Σύνοδο σπεύδουν νὰ χαρακτηρίσουν κάθε κριτική, γιὰ τὸ προπαρασκευαστικό τους ἔργο, ὡς κακόβουλη, ἀκραία, ἢ καὶ ζηλωτική. Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅμως, ὅτι ἡ καχυποψία μας γιὰ τὸ τί ἑτοιμάζεται, αὐξάνει λόγῳ τῆς μυστικότητας μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ ὅλη προετοιμασία. Ἐὰν ἡ Μεγάλη Σύνοδος εἶναι τόσο σημαντικὸ γεγονός, ὅσο θέλουν νὰ τὸ παρουσιάσουν οἱ Φαναριῶτες, τότε ὀφείλουν νὰ παρέχουν σὲ ὅλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα σαφῆ ἐνημέρωση γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὶς κατευθύνσεις πρὸς τὶς ὁποῖες κινοῦνται στὰ θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις στὴ Σύνοδο αὐτή».
Πάντως ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες φαίνεται πάρα πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, νὰ συγκληθεῖ ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος ἐντὸς τοῦ 2016, διότι πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι θὰ ὑπάρξουν δυσκολίες στὴν ἐπίτευξη ὁμοφωνίας κατὰ τὴν προσεχῆ Ε΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, προσετέθησαν δύο ἀκόμη σοβαρὰ προβλήματα, ποὺ δημιουργοῦν ἀνυπέρβλητες δυσκολίες. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας νὰ διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἐξαἰτίας ριζικῆς διαφωνίας στὸ θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς χώρας τοῦ Κατάρ, καὶ τὸ δεύτερο ἡ μὴ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τοῦ Προκαθημένου τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Τσεχίας καὶ Σλοβακίας, τὸν ὁποῖο ὅμως ἀναγνωρίζει τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.
Γενικὴ ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας
τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου».
Ἀξιολογώντας τὴ μέχρι σήμερα πορεία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπισημάνουμε μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ πορεία δὲν ἀκολούθησε τὴν Ὀρθόδοξη ὁδὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς πρὸς τὰ ἑξῆς σημεῖα, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται ἐνδεχομένως καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀναφέρονται στὴν παροῦσα μελέτη: α) Ὡς πρὸς τὸν οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων», β) Ὡς πρὸς τὴν καθιέρωση τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων» ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γ) Ὡς πρὸς τοὺς συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις, δ) Ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ε) Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῆς.
α) Ὁ οἰκουμενιστικὸς χαρακτήρας τῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων».
Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς Πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902,1904 καὶ 1920 σηματοδοτεῖ ἐπίσημα πλέον μία νέα πορεία, μία ἄλλη γραμμὴ καὶ τακτική, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ Παράδοση, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας: γραμμὴ οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ προοπτικῆς, ἡ ὁποία ἀνοίγει οὐσιαστικὰ τὸ δρόμο πρὸς τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτὴ τὴ γραμμὴ πλεύσεως ἀκολούθησε δυστυχῶς τὸ Φανάρι ἀπαρεγκλίτως μέχρι σήμερα, καὶ αὐτὴ κατώρθωσε νὰ ἐπιβάλει στὴν ὅλη πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, στὶς μέχρι τώρα γενόμενες «Πανορθόδοξες καὶ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις καὶ Συνέδρια», ἔτσι ὥστε στὶς ἐν λόγῳ «Διασκέψεις» νὰ κυριαρχεῖ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἰδεολογία καὶ ἡ ἐπὶ οἰκουμενιστικῶν βάσεων προσπάθεια ἀνοικοδομήσεως τῆς μέλλουσας νὰ συγκληθεῖ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. [3]
Στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, σταχυολογοῦμε ἐνδεικτικῶς καὶ δειγματοληπτικῶς ὁρισμένα μόνο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, μὲ σκοπὸ νὰ καταδειχθεῖ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ κυριάρχησε ὄχι μόνο στὴν ἐν λόγῳ «Διασκέψη», ἀλλὰ γενικῶς καὶ στὶς ἄλλες, ὀκτὼ τὸν ἀριθμό, τέσσερις «Πανορθόδοξες» καὶ τέσσερις «Προσυνοδικές Διασκέψεις». Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς ἦταν: «Γενικὴ ἐπισκόπισις καὶ ἀξιολόγησις τῆς πορείας τῶν σχέσεων καὶ τῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ὡς καὶ μετὰ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο τῆς ἡμερησίας διατάξεως βλέπουμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ ὄχι γιὰ χριστιανικὲς αἱρέσεις. Νὰ ἀποδίδεται δηλαδὴ ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση σὲ αἱρέσεις, ὅπως ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμός, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ πολλὲς Πανορθόδοξες Συνόδους μετὰ τὸ Σχίσμα.
Στὰ πλαίσια τῆς συζητήσεως τοῦ ἐν λόγῳ θέματος, καὶ γενομένης τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ μέχρι τότε, (1986), γενομένου διαλόγου μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν διαλόγων αὐτῶν ὑπῆρξεν ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν ὑπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1922, Ἱεροσολύμων τὸ 1923, Κύπρου τὸ 1923, Ἀλεξανδρείας τὸ 1930 καὶ Ρουμανίας τὸ 1936».[4] Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ θεωρήθηκε ὡς κεκτημένο, ὡς μέγα κατόρθωμα καὶ βῆμα προόδου! Οὔτε κἂν διανοοῦνται οἱ Σύνεδροι τὸ στοιχειῶδες καὶ αὐτονόητο, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση ἱερωσύνης στοὺς αἱρετικούς, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀποβάλει προηγουμένως τὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες, καὶ οὔτε κἂν διανοοῦνται νὰ πράξουν τὸ αὐτονόητο, νὰ ἀκυρώσουν δηλαδὴ τὶς μέχρι τότε κακῶς γενόμενες ἀναγνωρίσεις, ὡς ἀντικανονικὲς καὶ παράνομες.
Παρά κάτω στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Μονοφυσίτες ἐλέχθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ὁ διάλογος οὗτος ἤρχισεν εὐθὺς μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦ ἔτους 451 μ.Χ., διαρκέσας καθ’ ὅλην σχεδὸν τὴν βυζαντινὴν περίοδον καὶ διακοπεὶς μετὰ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν λαῶν τῶν Χωρῶν τούτων».[5] Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται διαστροφὴ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, διότι παρουσιάζονται οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς καὶ οἱ μετ' αὐτοὺς ἅγιοι Πατέρες τῶν ἑπομένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ διαλέγονται ἐπὶ αἰῶνες, καθ’ ὅλην τὴ βυζαντινὴ περίοδο μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ καταλήξουν πουθενά, ἀντιμετωπίζοντας δηλαδὴ ἕνα ἄλυτο πρόβλημα. Ὡστόσο ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ θεοπνεύστως κατεδίκασαν τὴν αἵρεση, ἀναθεμάτισαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν ἀνανέωσαν ἄλλωστε καὶ οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. (Συνεχίζεται).
Σημειώσεις:
1. Βλ. ἄρθρο τοῦ κ. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου μὲ τίτλο «Τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα τοῦ 2014 σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο», μέρος Γ΄, δημοσιευθὲν σὲ θρησκευτικὰ ἱστολόγια.
2. Βλ. ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου μὲ τίτλο «Ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», 4.8.2015, δημοσιευθὲν σὲ θρησκευτικὰ ἱστολόγια.
3. Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι στὴν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου, τὸ 1961, ἀποφασίσθηκε, μεταξὺ ἄλλων, «ἡ μελέτη τῶν τρόπων προσεγγίσεως καὶ ἑνότητος τῶν ἐκκλησιῶν ἐν προοπτικῇ πανορθοδόξῳ κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ διαγγέλματος τοῦ 1920…». (Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1978, σελ. 107.
4. Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ὅ.π. σελ. 108.
5. Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, ……..ὅ.π. σελ. 111.
(5ο Μέρος)
Στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Παπικοὺς ἐλέχθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ὁ διάλογος οὗτος καίπερ ὁ σπουδαιότερος πάντων τῶν ἄλλων καὶ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους διεξαχθεὶς ὑπὸ διαφόρους συνθήκας ἄνευ ἀποτελέσματος, ὡς στηριχθεὶς ἐπὶ μὴ ὀρθῆς βάσεως καὶ ὑπαγορευθεὶς οὐχὶ ὑπὸ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος, ἀλλ’ ἐπιβληθεὶς ἔξωθεν διὰ τῆς βίας, κατὰ τοὺς ἡμετέρους χρόνους εἰσέτι δὲν ἔχει ἀρχίσει ἐπισήμως».[1] Εδώ παρουσιάζονται οἱ μετὰ τὸ σχίσμα διάλογοι μὲ τοὺς Παπικοὺς ὡς μὴ ἀποτελεσματικοὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως ὀρθῆς βάσεως καὶ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος. Στοὺς διαλόγους αὐτούς, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔμεναν πάντα ἀνυποχώρητοι στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ ἔθεταν πάντα ὡς ἀπαράβατο ὅρο ἑνώσεως τὴν ἀποβολὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή ὅμως οἱ Παπικοὶ ἐπέμεναν πεισματωδῶς στὶς πλάνες τους, οἱ διάλογοι αὐτοὶ δὲν καρποφόρησαν. Οἱ μετέχοντες στή «Διασκέψη» ἀπορρίπτουν τὴν πατερικὴ βάση τοῦ παρελθόντος, ποὺ στηρίζεται στὰ ὀρθόδοξα δόγματα, διότι δῆθεν ἀπ' αὐτὴ ἀπουσιάζει τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα, καὶ φιλοδοξοῦν νὰ τοποθετήσουν μιὰ νέα βάση στὸ διάλογο, οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ προοπτικῆς, ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση «συγκρητιστικοῦ - οὐνιτικοῦ» τύπου ἑνώσεως μὲ τὸν Παπισμό.
Στὴ συνέχεια ἐκφράζεται ἡ πεποίθηση ὅτι «διὰ τοῦ διαλόγου οἱ Ὀρθόδοξοι προσφέρομεν ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν εἰς τὸν ἑτερόδοξον κόσμον…..», καὶ ὅτι «ὁ διάλογος θὰ ἐπιτρέψει εἰς ἡμᾶς νὰ ἐκτιμήσωμεν…..τὸ πνευματικὸν μεγαλεῖον, τὴν εὐαγγελικὴν προσπάθειαν, τὴν θεολογικὴν σοβαρότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως, ἴσως δὲ καὶ ὡρισμένας συμπληρωματικὰς τῶν ἰδικῶν μας ὄψεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῆς. Ὅ,τι προέχει εἶναι ὄχι τόσον νὰ ἀντιδικῶμεν μὲ τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας, ὅσον τὸ νὰ δείξωμεν διὰ μιᾶς ἀνανενεωμένης πνευματικῆς ζωῆς παρ’ ἡμῖν καὶ διὰ τῆς ἐμβαθύνσεως τῆς παραδόσεως, ὅτι μία τοιαύτη νοσηρὰ ἐκβλάστησις, ἢ παραμόρφωσις τῆς Δύσεως, δύναται νὰ θεραπευθῇ διὰ μιᾶς αὐξούσης ἐκτιμήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας».[2] Ὡστόσο ἡ μέχρι τώρα πεῖρα τῶν διαλόγων ἀπέδειξε, μὲ πάμπολλα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα,[3] ὅτι ὄχι μόνο «ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν» Ὀρθοδόξου πίστεως δὲν μπορέσαμε νὰ προσφέρουμε στοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως, ἀλλὰ φθάσαμε δυστυχῶς στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, νὰ συμμαρτυροῦμε δηλαδὴ στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὶς αἱρέσεις αὐτὲς ὡς ἀληθεῖς ἐκκλησίες! Πέραν τούτου πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ «Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως», ποὺ βρίσκονται σὲ πλάνη καὶ πνευματικὸ σκοτάδι, νὰ διαθέτουν «πνευματικὸν μεγαλεῖον» καὶ «θεολογικήν σοβαρότητα»; Πῶς μποροῦν ἐπίσης οἱ ἀντιπρόσωποί μας στοὺς διαλόγους νὰ ἔχουν «ἀνανενεωμένη πνευματικὴ ζωή», ὅταν νοθεύουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ δὲν βαδίζουν ἐπάνω στὰ ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων μας; Ὅπου νοθεύεται ἡ πίστη, ἐκεῖ νοθεύεται καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή καὶ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνανέωσή της.
Ἡ Γ΄ Προσυνοδικὴ ἐπεξεργάσθηκε ἐπίσης καὶ τὸ θέμα: «Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων». Στὰ πλαίσια τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων ὅτι «αἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐν στενῇ συνεργασίᾳ μεθ’ ὅλων τῶν ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ κόσμῳ θρησκειῶν, θεωροῦν χρέος των νὰ ἐργάζωνται διὰ τὴν εἰρήνην ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὴν ἐπικράτησιν ἀδελφικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν λαῶν».[4]
Οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες ξεκαθάρισαν ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ σαφέστατα τὸ θέμα τῆς εἰρήνης καὶ τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοδόξους, μὲ βάση βεβαίως τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καὶ οἱ τρομοκρατικὲς ἐνέργειες, δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τότε μόνο θὰ ἐκλείψουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεὸ ἐν μετανοίᾳ, μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ θὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει βέβαια τὸν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεί ὅμως νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικὸ ὀργανισμό, οὔτε νὰ ἐγκλωβισθεῖ σὲ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καὶ ἐκφυλίζεται καὶ χάνει τὴ σωτηριολογική της ἀποστολή. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ εἰρηνεύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους. Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ προσφέρει τὸν Χριστό, τὸν μόνο εἰρηνοποιό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἀπόστολο εἶναι «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2,14) Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ εἰρήνη δὲν ἔχει κοσμικὸ χαρακτήρα καὶ δὲν σημαίνει ἁπλῶς τὴν ἀπουσία πολέμου, ἀλλὰ εἶναι κατὰ τὸν Ἀπόστολο καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη…» (Γαλ. 5,22). Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ Χριστὸς ἀντιδιαστέλλει «τὴν εἰρήνη» τὴν ἰδική του, ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ἀπὸ τὴν «κοσμικὴ εἰρήνη»: «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ιω. 14,27). Σᾶς δίνω δηλαδὴ τὴ ἰδική μου εἰρήνη, ὄχι σὰν αὐτή, ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Αὐτὴ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, καὶ μόνο αὐτὴν, καλεῖται νὰ δώσει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο, πού, ὅταν ὑπάρχει, φέρνει ἀπὸ μόνη της καὶ τὴν ἄλλη εἰρήνη στὸν κόσμο.
Πέραν τούτου, ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος εἶναι πάντοτε ἐπίμεμπτος. Ὑπάρχει ἐπίμεμπτη εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μὲ τὴν πλάνη καὶ προδίδουμε τὴν ἀλήθεια, καὶ ὑπάρχει ἐπαινετὸς πόλεμος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. 10,34-36). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, λέει: «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καὶ ἐπὶ τοῦ πύργου ἐκείνου (τῆς Βαβέλ) τὴν κακὴν εἰρήνην ἡ καλὴ διαφωνία ἔλυσε καὶ ἐποίησεν εἰρήνην».[5] Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπιβεβαιώνει: «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».[6]
Στὸ κείμενο τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς γίνεται ἀκόμη λόγος γιὰ «στενὴ συνεργασία μεθ’ ὅλων τῶν ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ κόσμῳ θρησκειῶν». Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ συμφιλιωθοῦμε καὶ νὰ συνεργασθοῦμε μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ποὺ βρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσουμε στὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14).
Β) Ἡ καθιέρωση τῶν «Συνεδρίων» καὶ τῶν «Διασκέψεων» ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄ (Μεταξάκης) συνεκάλεσε τὸ 1923, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, «Πανορθόδοξο Συνέδριο». Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ καθιερώνει στὸ ἑξῆς, καινοτομώντας, τὴν τακτικὴ τῶν «Συνεδρίων», ἡ ὁποία καθίσταται πλέον θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγκαταλείπεται δηλαδή, τουλάχιστον σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, ὁ ἀπὸ αἰώνων καθιερωμένος, καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους ἀναγόμενος, θεσμός τῶν Συνόδων, γιὰ τὴν ἐπίλυση καὶ ἀντιμετώπιση ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ποὺ ἔχουν γενικότερο πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα, καὶ υἱοθετεῖται μια καινοτομία οἰκουμενιστικοῦ χαρακτήρα, ποὺ εἶναι ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ποὺ ἀνάγει τὴν προέλευσή της στὰ Συνέδρια καὶ στὶς Συνελεύσεις τῶν Προτεσταντῶν τοῦ Π.Σ.Ε.Ἡ διαφορὰ μεταξὺ Προτεσταντικῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων» ἀφ’ ἑνός, καὶ Ὀρθοδόξων Συνόδων ἀφ’ ἑτέρου εἶναι οὐσιώδης, διότι στὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους δικαίωμα συμμετοχῆς ἔχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ στὰ Προτεσταντικὰ Συνέδρια καὶ Συνελεύσεις λαμβάνουν μέρος ὁρισμένοι μόνο ἀντιπρόσωποι ἀπὸ κάθε Προτεσταντικὴ ὁμάδα. Ὁ ἀποκλεισμὸς τῆς συμμετοχῆς στὰ Συνέδρια καὶ στὶς Συνελεύσεις ὅλων τῶν ἐπισκόπων, καὶ ἡ συμμετοχὴ σ’ αὐτὰ μόνο ὁρισμένων ἀντιπροσώπων, δημιουργεῖ σοβαρότατο πρόβλημα. Παρέχει δηλαδὴ τὴ δυνατότητα σὲ οἰκουμενιστὲς πατριάρχες καὶ ἀρχιεπισκόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἐπιλέγουν ὡς ἀντιπροσώπους πρόσωπα τῆς ἀρεσκείας τους, ποὺ δὲν ἐμφοροῦνται ἀπὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ διακατέχονται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ πεποιθήσεις.
Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ὁ ὅρος «Συνέδριο» ἀλλάζει ὀνόματα καὶ θὰ μετονομασθεῖ διαδοχικὰ «Προσύνοδος», «Πανορθόδοξος Διάσκεψις» καὶ «Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ποὺ θὰ ἔχουν οὐσιαστικὰ τὸν ἴδιο οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα. Ἡ Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης, τὸ 1968, κατήργησε τὸν ὅρο «Προσύνοδος» καὶ καθιέρωσε στὸ ἑξῆς τὶς «Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις» ὡς ὅρο καὶ ὡς μέθοδο προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, μὲ τὸ ἑξῆς σκεπτικό: «Ἡ Διάσκεψις ἀπεφάσισε, “ὅπως ἡ Προσύνοδος ἐγκαταλειφθῇ ὥς τε ὅρος καὶ ὡς στάδιον προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου, διότι οὔτε πρὸς τὰ πράγματα ἀνταποκρίνεται, οὔτε ἀπαντᾷ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Θεολογία τῶν Συνόδων τοιοῦτος θεσμὸς καὶ ὅρος Προσυνόδου. Ἀποτελεῖ οὗτος νεολογισμόν, διότι ἡ Ἐκκλησία ἐγνώρισε μόνον Συνόδους Οἰκουμενικάς, ἢ Τοπικάς, μείζονας ἢ ἐλάσσονας, διαφόρων κατηγοριῶν, ἀλλὰ πάντοτε Συνόδους, οὐδέποτε δέ τι ἔλαττον τῆς Συνόδου, οἷον Προσύνοδον”».[7] Ἐὰν ὅμως ὁ ὅρος «Προσύνοδος» εἶναι ἀδόκιμος καὶ ὀρθῶς ἀπορρίφθηκε, ἐξ ἴσου ἀδόκιμος εἶναι καὶ ὁ ὅρος «Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ὄχι μόνο διότι καὶ αὐτὸς εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ καὶ διότι οἱ «Προσυνοδικὲς Διασκέψεις» ἐπέχουν περίπου θέση «Προσυνόδου», ἀφοῦ καὶ ἐδῶ λαμβάνονται συνοδικῆς ἰσχύος ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀναμένεται νὰ υἱοθετηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.
Πάντως τὸ οὐσιῶδες στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι στὶς Διασκέψεις αὐτὲς ἐλήφθησαν ἐκ τῶν προτέρων συνοδικοῦ χαρακτῆρος ἀποφάσεις χωρὶς νὰ δοθεῖ «χῶρος» γιά νὰ λαλήσει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στην μέλλουσα να συνέλθη Ἁγία καὶ μεγάλη Σύνοδο. Κλασικὴ περίπτωση ποὺ ἀποδεικνύει τὰ πάρα πάνω συμπεράσματά μας, ἀποτελεῖ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς, (2009), ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, προτοῦ καν ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Ὡστόσο οἱ προειλημμένες ἀποφάσεις, ὅπου ὁ ἀνθρώπινος παράγων παίζει τὸν κυρίαρχο, ἢ καὶ τὸν ἀποκλειστικὸ ρόλο στὴ λήψη τῶν ἀποφάσεων, ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πῶς εἶναι δυνατὸ μὲ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις, ξένες πρὸς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ θεωρηθεῖ μιὰ τέτοια Σύνοδος ὡς γεγονὸς Πεντηκοστῆς, ὅπου θὰ πνεύσει καὶ θὰ ὁμιλήσει διὰ τῶν Συνοδικῶν μελῶν τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεύμα; Λοιπόν, ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἂν κάποτε συνέλθει, δὲν θὰ εἶναι, ὑπ' αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα «θέατρο ἐντυπώσεων».(Συνεχίζεται).
[1] Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 113.
[2] Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 115.
[3] Παραπέμπουμε τὸν ἀναγνώστη σὲ ἐργασία μας μὲ τίτλο «Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστὰ στὴ θύελλα τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καὶ Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Πειραιὰς 2012, Ἔκδοση Β΄, σελ.41-52 & 86-91.
[4] Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν….ο.π. σελ. 87-88.
[5] Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Πάν. Τρεμπέλα, Ἀθῆναι 1951, σ. 212.
[6] Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικός της εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1,176.
[7] Περιοδ. «Ἐκκλησία», ἀριθ. 13-14, [1 καὶ 15.7.1968], σελ.309.
(6ο Μέρος)
Γ) Οἱ συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις.
Μιὰ ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, ἀπὸ τὰ μέχρι σήμερα γενόμενα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι τὰ ἐπιλεχθέντα πρόσωπα εἶχαν οἰκουμενιστικὸ φρόνημα καὶ προέρχονταν κατὰ προτίμηση ἀπὸ τὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἐπιλεγέντας ἀντιπροσώπους διέκριναν τοὺς οἰκουμενιστικοὺς στόχους τῶν Διασκέψεων καὶ τόλμησαν νὰ διαφοροποιηθοῦν, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Τὰ οἰκουμενιστικὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν προσώπων δείχνουν ἀκόμη κάτι πολύ σημαντικό: ὅτι ἡ λογικοκρατούμενη σκέψη καὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἔρχονται οὐσιαστικά νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Παύει δηλαδὴ νὰ προέχει ἡ ἀναζήτηση ἁγίων καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν, μὲ θεῖο φωτισμό, μὲ ἀληθινὰ Ὀρθόδοξο, ὁμολογιακὸ-μαρτυρικὸ φρόνημα, καὶ ἀποκλείεται ἡ συμμετοχή τους ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἐνῶ ἐπιλέγονται πρόσωπα μὲ πανεπιστημιακὲς ἐπιδόσεις καὶ περγαμηνές, ποὺ ἐμπνέονται καὶ ἐκφράζουν τὸ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ τῆς Νέας Εποχής.
Ἀλλὰ τὸ ἐξ ἴσου θλιβερὸ εἶναι καί τὸ γεγονός, ὅτι ἀκόμη καὶ στὴ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο δὲν θὰ συμμετάσχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μόνο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀντιπροσώπων ἀπὸ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ τελικὴ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, (6-9 Μαρτίου 2014), νὰ ἐκπροσωπηθεῖ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ ἕνα πολὺ περιορισμένο ἀριθμὸ μελῶν, (24 μέλη), καὶ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει δικαίωμα μόνο μιᾶς ψήφου, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καὶ γεννῶνται εὔλογα τὰ ἐρωτήματα: Πότε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλείσθηκαν κανονικοὶ ἐπίσκοποι ἀπὸ Τοπική, ἢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Ἂν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐφαρμοζόταν τὸ σύστημα τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τότε οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιεπίσκοποι θὰ ἔστελναν ὡς ἀντιπροσώπους τοὺς ὁμόφρονές τους ἐπισκόπους καὶ θὰ ἐπικρατοῦσε ἡ πλάνη. Ἀλλὰ καὶ μὲ ποιά κριτήρια θὰ ἐπιλεγοῦν οἱ ἀντιπρόσωποι; Θὰ ψηφισθοῦν ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους Συνόδους, ἢ θὰ ὁρισθοῦν μὲ κριτήριο τὴν ἐνδοτικότητα σε θέματα πίστεως;
Δ) Θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ὅπως ἀναφέραμε, ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων, ποὺ κατήρτισε ἡ Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ τοῦ 1930, ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1961, ἡ ὁποία κατήρτισε νέο κατάλογο, ποὺ καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του ἀναθεωρήθηκε μὲ νέο κατάλογο, πιὸ συνεπτυγμένο, ἀπὸ τὴν Α΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1976. Ἀπὸ τὰ δέκα θέματα τοῦ καταλόγου αὐτοῦ, τὰ τέσσερα πρῶτα, δηλαδή: Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ καὶ τὰ Δίπτυχα, ἀναφέρονται στὶς διορθόδοξες σχέσεις και στὴν διορθόδοξη ἑνότητα, καὶ ἀποσκοποῦν στὴν ἐπίλυση ζητημάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες· Τὰ τρία ἑπόμενα: Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου, κωλύματα γάμου, ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἀφοροῦν σὲ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ πρακτικὰ προβλήματα ποιμαντικῆς φύσεως· τὰ δύο ἑπόμενα: Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον καὶ Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς χριστιανικὲς αἱρέσεις καὶ στὴν προώθηση τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, μὲ βάση τὶς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ θέματα: Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν, καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, ἀφορᾶ στὴν προώθηση τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων στὰ πλαίσια τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου «πανθρησκειακὴ ἑνότητα».
Ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω θέματα, τὰ τέσσερα πρῶτα ὑπῆρξαν τὰ πιὸ ἀκανθώδη καὶ δυσεπίλυτα, καὶ προκάλεσαν τὶς περισσότερεςδιαφωνίες, (ἰδίως μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας), ἐξακολουθοῦν δέ ἐν πολλοῖς, μὲ ἐξαίρεση ἴσως αὐτὸ τῆς Διασπορᾶς, νά παραμένουν ἄλυτα μέχρι σήμερα, παρὰ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες συζητήσεις καὶ προταθεῖσες λύσεις. Καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν πρόκειται νὰ βρεθεῖ λύση, ἂν δὲν γίνουν ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.
Τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὴν ὅλως ἄκριτη, ἐπιπόλαιη καὶ βεβιασμένη ἐνέργεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ υἱοθετήσει τὸ νέο ἡμερολόγιο, συμπαρασύροντας καὶ ὁρισμένες τοπικὲς Ἐκκλησίες, χωρὶς τὴν ὁμόφωνη γνώμη ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσει σχίσματα καὶ διαιρέσεις στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὰ ζητήματα τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καὶ τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ μὲ ἱεροὺς κανόνες Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν διαχρονικὸ χαρακτήρα, δὲν ἐπιδέχονται τροποποιήσεις καὶ ἀλλαγές.
Τὰ τρία τελευταῖα θέματα, ποὺ ἔχουν ἐμφανῆ καὶ ἔντονο οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα, ἀποσκοποῦν στὴν ἑδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιὰ τὴν ἐπίτευξή τους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κινήθηκε πάνω σὲ δύο βασικοὺς ἄξονες: α) Στὴν προώθηση τῶν Διαλόγων μἐ τὶς διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις, μὲ σκοπὸ τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωση μὲ βάση τὶς ἀναπτυχθεῖσες αἱρετικὲς θεωρίες καὶ ἰδίως τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καὶ τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, καὶ β) στὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ προσέδιδε τὸ ἀπαιτούμενο ἐκκλησιαστικὸ κῦρος καὶ νομιμότητα στὴν ἐπιχειρούμενη διά μέσου τῶν διαλόγων ἕνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις χωρὶς δογματικὴ συμφωνία καὶ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ προδοτικὲς ἄλλωστε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ ἐπιχειρήθηκαν στὴν 7η Γενικὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Balamand, τὸ 1993, καὶ οἱ ἐξ ἴσου προδοτικὲς συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν στὰ πλαίσια τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., ποὺ ἐπιχειρήθηκαν στὸ Porto Alegre τῆς Βραζιλίας, τὸ 2006, ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Μιὰ πολὺ βασικὴ διαπίστωση, σχετικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς θεματολογίας τοῦ παρὰ πάνω καταλόγου, εἶναι ἡ παντελὴς ἀπουσία φλεγόντων ζητημάτων δογματικῆς φύσεως καὶ ἡ παντελὴς ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος καὶ μερίμνης γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ποὺ μαστίζουν τὴν Ἐκκλησία. Στὶς ἀρχαῖες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, βασικὴ μέριμνα τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, ἦταν κατὰ πρῶτο λόγο ἡ καταπολέμηση καὶ ἐξουδετέρωση τῶν αἱρέσεων, ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν ἐποχή τους, καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἡ ρύθμιση τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Συνεπῶς καὶ στὴν ἐποχή μας, ἡ πρώτη καὶ βασικὴ μέριμνα τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ὅπως εἶναι ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος παρὰ τοὺς Διαλόγους ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἐμμένει στὴν πλάνη καὶ νὰ ἀσκεῖ δόλιο προσηλυτισμὸ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Προτεσταντισμός, ὁ Χιλιασμός, ὁ Μαρξισμὸς καὶ ἡ λοιπὴ Ἀθεΐα, ὅπως εἶναι ὁ Νεοπαγανισμός, ἡ Μασονία, ὁ Διεθνὴς Σιωνισμός, ἡ Θεοσοφία καὶ ἡ Νέα Ἐποχή, τὸ Ἰσλάμ, οἱ Σέκτες, οἱ Καταστροφικὲς Λατρεῖες, ὁ Νεοσατανισμός, ἀλλὰ καὶ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ἄλλες πλάνες τῆς «κενῆς ἀπάτης» αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ προρρηθεῖσα Σύνοδος, καθ’ ὅσον δὲν προτάσσει καὶ δὲν προτίθεται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ μνημονευθέντα θέματα πίστεως καὶ αἱρέσεων, ἐπ’ οὐδενὶ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀληθὴς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μὲ συνέπεια νὰ ἀπορριφθεῖ ὡς Ψευδοσύνοδος ἀπό τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.[1]
Ε) Τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ Θ΄ Οικουμενικῆς.
Ἕνα ἄλλο πρωταρχικῆς σημασίας ζήτημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχοληθήκαμε καὶ σὲ παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, εἶναι τὸ ζήτημα τῆς ἐν τῇ μελλούσῃ Συνόδῳ ἐπισήμου ἀνακηρύξεως καὶ ἀναγνωρίσεως: α) τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 879-880, ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς καὶ β) τῆς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 1351, ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς.
Ἀμφότερες οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἔχουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ ἀπαιτοῦνται, γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως κατέδειξαν σχετικὲς μελέτες τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου. Σχετικὸ αἴτημα τῶν παρὰ πάνω ἱεραρχῶν γιὰ Συνοδικὴ ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπὸ τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, μὲ βάση τὶς εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, τελικὰ ἀπερρίφθη καὶ δὲν συζητήθηκε, μὲ τὴν πρόφαση, ὅτι ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀναρμοδία νὰ εἰσηγηθεῖ τὴ συμπερίληψη στὴν ἡμερησία διάταξη τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τέτοιου θέματος. Ἡ πραγματικὴ ὅμως αἰτία εἶναι ἄλλη· ὅπως σημειώνει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ: «Εἶναι προφανὲς καὶ πρόδηλο ὅτι ἡ μὴ τυπικὴ ἀναγνώριση γίνεται γιὰ νὰ μὴ “λυπηθοῦν” οἱ ἀντιθέως καὶ δαιμονιωδῶς καθυβρίζοντες τοὺς Ἁγίους προεξάρχοντας τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ἱερὸ καὶ Μέγα Φώτιο καὶ Ἅγιο Γρηγόριο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν αἱρεσιάρχας, ὅπως αὐταποδείκτως προκύπτει ἀπὸ τὴν “Δογματικὴ διδασκαλία” τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς».[2] Ἐπὶ πλέον μάλιστα καὶ γιὰ νὰ μὴ λυπηθοῦν οἱ Οἱκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, οἱ προωθοῦντες τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσο οἱ ἀνήκοντες στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσο καὶ οἱ ἀνήκοντες στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Διότι γνωρίζουν πολὺ καλὰ οἱ ἐν λόγῳ Οἰκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, ὅτι μιὰ τέτοια ἀναγνώριση θὰ σημάνει τὸ ὁριστικὸ τέλος τῶν Διαλόγων μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ παρασυναγωγή. Περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ σημειώνει σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του καὶ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἑτοιμάζεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καὶ ὅπως βλέπουμε, στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴν γίνει ποτέ. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τὰ πράγματα. Ἐὰν λοιπὸν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ποὺ θὰ ἔχει τὸν χαρακτήρα γιὰ μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐὰν συνέλθει καὶ δὲν δεχθεῖ μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὴν Η΄ καὶ τὴν Θ΄, θὰ εἶναι ψευδοσύνοδος . . . Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει λοιπὸν Πανορθόδοξος Σύνοδος θὰ κριθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἐὰν παρακάμψει αὐτὲς τὶς δύο Συνόδους, ποὺ τοποθετοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπέναντι στὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό».[3] (Συνεχίζεται).
[1] Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι μία ἀπὸ τὶς κατευθυντήριες γραμμές ποὺ ἐδόθησαν στὶς ἐργασίες τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (1976), ἦταν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ ἀσχοληθεῖ
«μὲ περιωρισμένον ἀριθμόν θεμάτων καὶ δὴ οὐχὶ ἀμιγῶς δογματικῆς καὶ θεωρητικῆς φύσεως», καθόσον «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκην νέας Ὁμολογίας πίστεως» (Γραμματεία ἐπὶ τῆς
προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, ……….ο.π. , σελ. 42).
[2] Βλ. Ανακοινωθέν του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ, με τίτλο «Ἀπάντησις στόν Αἰδεσιμ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιον Τσέτσην» (30.1.2014), δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.
[3] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁμοτ. Καθηγητοὺ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου 2009, σελ. 28-29.
(7ο Μέρος- Τελευταίον)
Κρίσεις καὶ ἀπόψεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας σχετικὰ μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.
Ὁ μέγας καὶ ὁμολογητὴς Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, παρακολουθώντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὴν ὅλη πορεία τῶν ἀλλεπαλλήλων Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ διαβουλεύσεων γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, διέκρινε μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ εἶχε πλούσια μέσα του, τὴν ὀλέθρια οἰκουμενιστικὴ γραμμή, πάνω στὴν ὁποία βάδιζε ἡ ἐν λόγῳ προετοιμασία, καὶ τὰ σαθρὰ οἰκουμενιστικὰ θεμέλια, πάνω στὰ ὁποῖα στηρίχθηκε ἡ ὅλη προσπάθεια, καὶ προεῖδε, ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ, ἄν ποτε συγκληθεῖ, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, δὲν θὰ εἶναι ἄλλο τίποτε παρὰ μιὰ οἰκουμενιστική-αἱρετικὴ Ψευδοσύνοδος. Γι’ αὐτὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν εὐθύνη του, ὑπέβαλε, τὸ 1971, πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «Ὑπόμνημα» μὲ τίτλο: «Περὶ τὴν μελετωμένην “Μεγάλην Σύνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικῆς σημασίας κείμενο λαμπρᾶς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, στὸ ὁποῖο ὁ θεοφόρος Πατὴρ ἐπισημαίνει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «…Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα, οὐδὲν ἐπιτρέπεται νὰ ρυθμίζεται “κατὰ ἄνθρωπον”, “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”... Ἐὰν καὶ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν λύωνται μὲ τὸν Θεάνθρωπον καὶ κατὰ τὸν θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικὸν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νὰ λυθοῦν ὀρθοδόξως καὶ θεαρέστως…Προσωπικῶς δὲν βλέπω, ὅτι κατὰ τὰς σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ, ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας… Πᾶσα νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐὰν πρωτίστως δὲν δεχθῇ τὰς προγενεστέρας οἰκουμενικὰς καὶ ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των». Διέβλεπε δηλαδὴ ὁ Ὅσιος μὲ τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ διέθετε, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις γιὰ τὴ σύγκληση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπειδὴ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του κυριαρχοῦσε ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, καὶ συνεπῶς, ἐὰν ἐπραγματοποιεῖτο ἡ σύγκλησή της, δὲν θὰ ἦταν Σύνοδος ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ μιὰ Ψευδοσύνοδος οἰκουμενιστῶν ἀρχιερέων. Ἐὰν ὅμως οἱ τότε περιστάσεις ἦταν κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου ἀκατάλληλες, τί θὰ ἔλεγε ἄραγε, ἐὰν ζοῦσε σήμερα, ὅπου ἡ θύελλα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει σαρώσει τὰ πάντα καὶ ἔχει λάβει πολὺ μεγαλύτερες διαστάσεις;
Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὸν τότε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρὸ Ἀθηναγόρα γράφει τὰ ἑξῆς συγκλονιστικὰ καὶ ἀποκαλυπτικά: «Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτὸς μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις σκανδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς Ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς Ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον Ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικήν του λεγομένην “Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον”, ὄχι ὅμως μὲ τὸ βασικὸν εὐαγγελικὸν καὶ ἁγιοπαραδοσιακὸν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τὴν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τὸν πύργον τῆς Βαβὲλ τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καὶ μηδενιστικοῦ κόσμου ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καὶ Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς τὰς ἐπιστολάς των, τὰς ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτὸν ἀνοικτῶς διὰ τοῦ τύπου…». Καὶ κατακλείει τὸ ἱστορικὸ Ὑπόμνημά του, μὲ τοὺς ἑξῆς προφητικοὺς λόγους: «Ἀλλὰ τέλος εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴν ἐποχὴν εἶναι δύσκολον, ἢ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλοὺς ἱεράρχας τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νὰ ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καὶ ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτὴν τὴν ἐνδεχομένως μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, τὰ ὀρθόδοξα Δόγματα καὶ τὰς κανονικὰς Ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου, τὸ ὀρθοδοξότερον θὰ ἦτο νὰ μὴ συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ συμμετάσχῃ τις εἰς αὐτήν».
Ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς παρακολουθοῦσε ἐναγωνίως τὶς ἐξελίξεις σχετικὰ μὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, γράφει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Περὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου» τὰ ἑξῆς: «Ὥστε ὅλως περιττὴ νομίζομεν ὅτι εἶναι ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ ζητημάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀποφανθεῖ διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ θεόσοφοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας».
Τὶς ἴδιες διαπιστώσεις κάνει σχετικὰ μὲ τὴν ἐν λόγῳ μελετωμένη Σύνοδο καὶ τοὺς ἴδιους κινδύνους ἀπὸ ἐνδεχόμενη πραγματοποίησή της διαβλέπει καὶ ὁ ἀείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος: «Δυστυχῶς καὶ ἡ ἑτοιμαζομένη 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ εἶναι ληστρική, ἐὰν κρίνωμεν ἐξ ὅσων βλέπομεν μέχρι στιγμῆς… Μὲ τὴν μελετωμένη νὰ συνέλθει 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μηχανεύονται οἱ Οἰκουμενισταί, νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς νεωτερισμούς, τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι προωθοῦν σήμερα στὴν Ἐκκλησία… Τὴν θέλουν σὰν Σύνοδο ποὺ θὰ ἐκθεμελιώσει τὰς προηγουμένας ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων…».
Στὸ σοβαρὸ αὐτὸ ζήτημα καὶ στὸ ἐρώτημα, ἂν εἶναι ἀναγκαία ἡ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ἀγωνιστὴς καὶ μαχητὴς ἱεράρχης, πρώην Φλωρίνης κυρὸς Αὐγουστῖνος, σὲ βαρυσήμαντο ἄρθρο του, στὸ περιοδικὸ Σπίθα, δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «Ἐὰν κυρία αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν συγκαλοῦνται αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, εἶναι ἡ αἵρεσις, ὑπάρχει πράγματι σοβαρὸς λόγος διὰ νὰ συγκληθῇ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι: Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πλανῶν καὶ αἱρέσεων, αἱ ὁποῖαι πρέπει νὰ καταδικασθοῦν, εἶναι καὶ ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία ὑπὸ διαπρεποῦς ἀειμνήστου ἱεράρχου τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ὠνομάσθη αἵρεσις τῶν αἱρέσεων. Εἶναι σύγχρονος αἵρεσις, γέννημα τῆς πνευματικῆς συγχύσεως τῶν ἡμερῶν μας. Τὸ ὄνομα τῆς Αἱρέσεως; Οἰκουμενισμός».
Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸ νὰ καταδικασθεῖ ἡ παναίρεση αὐτὴ ὑπὸ ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία, εἴτε τὴν ἀποδέχονται σιωπηρά, εἴτε τὴν προωθοῦν φανερά; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο! Ἡ παρὰ πάνω θλιβερὴ ὄντως διαπίστωση ἔγινε ἀκόμη πιὸ ξεκάθαρη μετὰ τὴ βαρυσήμαντη ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Σεραφείμ (Μάϊος 2013), πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καὶ τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ θέμα τὴν ἀνάγκη συγκλήσεως τοπικῆς Συνόδου γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπου καὶ εὐθέως λέγεται: «Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν συντομότερα σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἐξετάσει καὶ ἐρευνήσει τὰ ἀνωτέρω καυτὰ καὶ φλέγοντα θέματα, πάντοτε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καὶ Ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας καὶ παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, νὰ λάβει καταδικαστικὴ ἀπόφαση ἐναντίον τόσο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσο καὶ τῶν ἀκολουθούντων, διδασκόντων καὶ μεταλαμπαδευόντων τὴν παναίρεση αὐτή, γιὰ νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα καὶ ἡ σύγχυση κλήρου καὶ λαοῦ». Ἀλλά, δυστυχῶς, ἡ ἱστορικῆς σημασίας αὐτὴ ἐπιστολὴ ἤχησε εἰς ὦτα ἀρχιερέων, (ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων), μὴ ἀκουόντων, ἀδρανούντων καὶ μακαρίως καθευδόντων, ἤ εἰς ὦτα ἀρχιερέων προωθούντων τὴν αἵρεση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπερρίφθη, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ὥστε νὰ ἐπαληθευθοῦν οἱ παρὰ πάνω ἀναφερθέντες προφητικοὶ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς.
Γενικὲς παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα.
Περιγράψαμε ἤδη συνοπτικῶς τὴν μέχρι σήμερα πορεία τῆς πολυπόθητης καὶ διακαῶς ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν προσδοκώμενης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ τὶς ἐργώδεις καὶ συντονισμένες προσπάθειες γιὰ τὴν πραγματοποίησή της, ποὺ συμπλήρωσαν περίπου ἕναν αἰώνα, καὶ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ἀντιπαραβάλλουμε μὲ τὶς προσπάθειες ἀνοικοδομήσεως τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, τῆς γνωστῆς Βιβλικῆς διηγήσεως. Περιγράψαμε ἀκόμη τὸν οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα τῶν «Συνεδρίων» καὶ τῶν «Πανορθοδόξων» καὶ «Προσυνοδικῶν Διασκέψεων» καὶ ἀναφερθήκαμε στὴν καθιέρωσή τους ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ταυτόχρονη παραθεώρηση καὶ ὑποβάθμιση τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει εὐθεῖα ἀναγωγὴ στὴν ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναφερθήκαμε στὰ οἰκουμενιστικὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν προσώπων, ποὺ συμμετέχουν στὶς «Συνεδριακὲς Διασκέψεις», στὴ θεματολογία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ στὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς, ὡς «προαπαιτούμενο». Τέλος παραθέσαμε κρίσεις καὶ ἀπόψεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχής μας, σχετικὰ μὲ τὴ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σύνοδου.
Τὸ τελικὸ συμπέρασμα ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐλέχθησαν γιὰ τὴν προσδοκώμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο εἶναι, ὅτι τὸ ὅραμα καὶ ὁ διακαὴς πόθος τῶν οἰκουμενιστῶν γιὰ τὴν πραγματοποίησή της κατέληξε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, σὲ δραματική ἀποτυχία. Και ἡ δραματική αὐτή ἀποτυχία δείχνει πλέον ξεκάθαρα, μὲ τρόπο ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εὐλόγησε τὶς προσπάθειές τους, παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι ἦταν καὶ μακροχρόνιες, καὶ ἐργώδεις, καὶ συντονισμένες! Καὶ δὲν εὐλόγησε ὁ Θεός, ὄχι διότι θέλησε να καταργήσει τον Συνοδικὸ Θεσμό στὴν Ἐκκλησία Του, ποὺ λειτούργησε ἐπὶ αἰῶνες στὴν ἐποχὴ τῆς βυζαντινῆς περιόδου, οὔτε πάλι διότι δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ σύγκληση μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ θὰ ἀνακεφαλαίωνε τὴν Πίστη τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ ἀνανέωνε τὴν καταδίκη του ἀμετανόητου Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ θὰ καταδίκαζε ἐπὶ πλέον ὅλες τὶς νεοφανεῖς αἱρέσεις στὶς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε προηγουμένως. Ἀλλὰ διότι, οἱ προσπάθειες τῶν οἰκουμενιστῶν οἰκοδομήθηκαν πάνω σε σαθρὰ οἰκουμενιστικὰ θεμέλια. Διαποτίσθηκαν ἔντονα ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ ἰδεολογία καὶ πρακτικὴ τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Στηρίχθηκαν σὲ σχέδια καὶ καινοτομίες ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Προωθήθηκαν ἀπὸ πρόσωπα, ποὺ ὑπῆρξαν θερμοὶ θιασῶτες τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁρισμένα δε ἐξ αὐτῶν, ὅπως οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες Μελέτιος (Μεταξάκης) καὶ Ἀθηναγόρας (Σπύρου), ὑπῆρξαν μέλη τῆς σατανοκίνητης Μασονίας, γεγονός ποὺ προκαλεῖ φρίκη καὶ μόνο στὸ ἄκουσμα! Πῶς λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει μιὰ τέτοια προσπάθεια;
Κατακλείοντας τὴν παροῦσα μελέτη μας, ἐπαναλαμβάνουμε τὴν προφητικὴ ρήση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς, τὴν ἀναφερόμενη στὴ σύγκληση Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου: «Ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας». Διότι ὄχι μόνο δὲν ὑπάρχουν οἱ ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, ἀλλὰ καὶ διότι ἐάν τυχόν ἐπραγματοποιείτο μιά τέτοια Σύνοδος, δὲν θὰ ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ αἱρετικὴ οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος, χειρότερη καὶ ἀπὸ ἐκείνη τῆς Φεράρας - Φλωρεντίας, μὲ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ νέο σχίσμα, χειρότερο καὶ ἀπὸ ἐκείνο τοῦ παλαιοημερολογητικοῦ. Μελετώντας λοιπὸν τὶς παρακαταθῆκες τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας, ἃς φυλάξουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τοὺς ὅρους τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικὴς παραδόσεώς μας, καὶ ἃς προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ διασκορπίσει τὶς «βουλὲς» τῆς οἰκουμενιστικῆς κακοδοξίας. Καλοῦμε δὲ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ σὲ διαρκῆ ἐπαγρύπνηση καὶ ἀγωνιστικότητα, ὥστε ἐὰν τελικὰ πραγματοποιηθεῖ καί ἀποδειχθεῖ ὄντως ψευδοσύνοδος, νὰ μὴν τὴν ἀποδεχθεῖ.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου (1ο μέρος, 2ο μέρος, 3ο μέρος, 4ο μέρος, 5ο μέρος, 6ο μέρος και 7ο μέρος)