
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το «παραμένω στην Εκκλησία» θα έπρεπε να ήταν η αυτονόητη θέση για όσους αρνούνται τα αλλότρια ψευτο-δόγματα των αιρετικών, την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, την παναίρεση του οικουμενισμού. Πρόλαβαν όμως οι επίσκοποι που κατέχουν θεσμική εξουσία να οικειοποιηθούν την φράση αυτή και να θέσουν το ακόλουθο δίλημμα στους ακατήχητους πιστούς: εάν εσείς δεν μας μνημονεύετε, είστε εκτός Εκκλησίας! Δεν πα να έχουμε εμείς υπογράψει αιρετικά κείμενα, δεν πα να αφήνουμε την παναίρεση του οικουμενισμού να αλωνίζει και να θερίζει ψυχές, εσείς θα μας μνημονεύετε για να παραμείνετε μέσα στην Εκκλησία. Και έρχονται δυστυχώς μετά άνθρωποι σαν τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και σιγοντάρουν αυτήν την θέση.
Σύντομη κριτική ἀποτίμηση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης
καί ἡ σημασία τοῦ βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου «Ἡ ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν Κρήτη»
Ι. Μία ἐλλειμματική Σύνοδος
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική Παράδοση καί ἱστορία σέ κρίσιμες γιά τήν Ἐκκλησία στιγμές, ἕνας Ἅγιος φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα κατέχει τό «πρωτεῖο τῆς ἀληθείας» (Στυλιανός Παπαδόπουλος) καί γίνεται ὁδηγός τῶν ὀρθοδόξων τέμνοντας τήν ὁδό τῆς ἀληθείας. Ἔτσι τό 1977 ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁ Νέος Ὁμολογητής μετά τήν πρώτη προσυνοδική Διάσκεψη ἀποστέλλει διά τοῦ ἐπισκόπου του Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «περί τήν μελετωμένην Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἀποτελεῖ γιά τούς Ὀρθοδόξους κείμενο καθοδηγητικό. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος προβλέπει τίς ἀδυναμίες τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων, τή σχολαστική ἐναλλασσόμενη θεματολογία τῆς μελλούσης τότε Συνόδου, τήν μεθοδολογία τῶν συζητήσεων, τἠν μή σύμφωνη μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συγκρότηση τῆς Συνόδου καί τήν «νεοπαπιστική», ὅπως τήν ἀποκαλεῖ, συμπεριφορά τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἰσηγεῖται τήν μή σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἐάν κάποτε θά συνεκαλεῖτο θά ἔπρεπε νά ἔχει ὡς κυριώτερο τῶν θεμάτων της τήν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐπαληθεύθηκαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης (18-26 Ἰουνίου 2016). Ἔχουν περάσει ἤδη δύο χρόνια ἀπό τή σύγκλησή της καί μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τόν ἐλλειμματικό χαρακτήρα της σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Ἐλλειμματική στό ὀρθόδοξο φρόνημα, στή συνοδικότητά της, στίς ἀποφάσεις της. Ἤδη ἐγράφησαν πολλά καί σημαντικά ὡς κριτική γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Α) Ὀρθόδοξο φρόνημα: Ἡ ἀναφορά ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῶν προσευχῶν καί εὐχῶν τοῦ Πάπα γιά τήν ἐπιτυχία τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καί ἡ παρουσία τῶν αἱρετικῶν ἔστω καί στήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της φανερώνουν τό φρόνημα πού εἶχε ἐπιβληθεῖ στούς συνέδρους. Κατά τίς συζητήσεις ἦταν αδύνατον νά ἀρθρωθεῖ ὀρθόδοξος θεολογικός λόγος χωρίς νά γίνει προσπάθεια ἀκυρώσεώς του. Μόνιμη ἐπωδός σέ κάθε συζήτηση ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὡσάν τό μόνο ἔργο τῆς Συνόδου νά ἦταν ἡ προσπάθεια ὁμοσπονδοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν παπική παρασυναγωγή καί τίς προτεσταντικές παραφυάδες μετά ἀπό ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.
Τά δογματικά, θεολογικά, ἐκκλησιολογικά ζητήματα σέ πολλούς ἐκ τῶν συνοδικῶν προκαλοῦσαν, ὅπως εἰπώθηκε ἐπιτυχῶς, «ἀλλεργία»! Ἦταν ἀδύνατον νά ἀκούσουν, πολύ περισσότερο νά συμμετάσχουν πολλοί ἐξ αὐτῶν σέ συζητήσεις πού ἀφοροῦσαν τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί Τριαδολογία, ὅπως διαπιστώνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ὁδοῦ γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία δέν συνεζητεῖτο, ἐνῷ πρακτικά, στίς ἐκφερόμενες ἀπόψεις κυριαρχοῦσε ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος. Πολλοί ἐκ τῶν ἐπισκόπων μηδέ ἐξαιρουμένων καί κάποιων Πατριαρχῶν δέχονταν τό ὑποστατό καί ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος τῶν Παπικῶν καί προτεσταντῶν. Μέ ὅλες αὐτές καί πολλές ἄλλες τοποθετήσεις τῶν συνοδικῶν ἱεραρχῶν ἠχεῖ ὑποκριτική ἡ θέση τοῦ τελικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» εἶναι «ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία....».
Β) Συνοδικότητα: Ὀρθῶς εἰπώθηκε ὅτι «ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κρήτη... ἦταν Σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[i]. Τέσσερεις Ἐκκλησίες δέν παρευρέθηκαν, μόνο ἀντιπροσωπεῖες καί ὄχι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἔλαβαν μέρος, καί ψήφισαν μόνο οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, δέκα (10) ὅλοι καί ὅλοι! Καί ἐνῶ δόθηκε στούς παρευρεθέντες ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά ὑπογράψουν τά ψηφισθέντα κείμενα, ἡ Σύνοδος (δηλ. ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης) ἀποδέχθηκε τήν αὐθαίρετη ὑποκατάσταση τῶν ὑπογραφῶν κάποιων ἐπισκόπων τῆς Κύπρου ἀπό τήν ὑπογραφή τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου κάτω ἀπό τό κείμενο Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον τό ὁποῖο οἱ ἴδιοι δέν ὑπέγραψαν. Ἀδιαφόρησε ἐπίσης γιά τήν ἔλλειψη ὑπογραφῶν τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἀρκουμένη μόνο στήν ψῆφο τοῦ Πατριάρχου Σερβίας. Καί τό ἐπιστέγασμα τῆς ἀντι-συνοδικότητος ἦταν ἡ ἐκ μέρους μόνο τοῦ Πατριάρχου (τῇ ὑποδείξει τίς πιό πολλές φορές τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου) τελική λύση πού δινόταν σέ κάθε ἀμφισβητούμενο ζήτημα.
Ἄξια προσοχῆς εἶναι νομίζουμε ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου στό θέμα τῆς Συνοδικότητος:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική Καθολική καί Συνοδική μόνον διά τῶν ἐπισκόπων της ὡς κεφαλῶν ἤ προϊσταμένων τῶν πραγματικῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῶν ἐπισκοπῶν. Τά δέ ἱστορικῶς διαμορφωθέντα καί διά τοῦτο μεταβαλλόμενα καί τρεπτά σχήματα καί ʺσυστήματαʺ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας: τό μητροπολιτικόν, τό ἀρχιεπισκοπικόν, τό πατριαρχικόν, τό πενταρχικόν, τό αὐτοκέφαλον, τό αὐτόνομον καί τἆλλα, καθ΄ ὅσον ὑπῆρχον καί καθ’ ὅσον θά ὑπάρξουν, δέν ἔχουν καί δέν δύνανται νά ἔχουν ὁριστικήν καί ἀποφασιστικήν σημασίαν εἰς τό συνοδικόν σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπί πλέον δέ, ταῦτα δύνανται ἐνίοτε νά καταντήσουν καί ἐμπόδιον εἰς τήν ὁμαλήν λειτουργίαν καί ἔκφρασιν τῆς καθολικότητος ἑκάστης Ἐκκλησίας καί τῆς συνοδικότητος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐμπόδιον δέ γίνονται, ὅταν δι΄αὐτῶν συγκαλύπτουν, παραγκωνίζουν, ἀπωθοῦν εἰς δευτέραν μοῖραν ἤ ἀκόμη καί ὑποκαθιστοῦν τόν ἐπισκοπικόν χαρακτῆρα τῆς δομῆς καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί ἀναμφιβόλως εἰς τοῦτο ἀκριβῶς ἔγκειται μία τῶν βασικῶν διαφορῶν μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου καί τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας.» (Ὑπόμνημα σ. 13. Ὁ τονισμός τῶν λέξεων εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου)
Γ) Τά ψηφισθέντα κείμενα, οἱ τελικές ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἔχουν σοβαρό ἔλλειμμα ὀρθοδοξίας, διότι:
α) Ὅπως ὀρθά ἐπισημάνθηκε δέν ἀντιμετωπίσθηκε κανένα δογματικό ζήτημα, ζήτημα δηλαδή πού νά ἀφορᾶ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὁριοθετήθηκε ἡ Ὀρθή Πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρέσεων, δέν καταγνώσθηκαν μέ δογματικούς ὅρους οἱ αἱρετικές κακοδοξίες πού κυριαρχοῦν στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο. Οἱ λέξεις «αἵρεσις» καί «αἱρετικοί» εἶναι ἀποῦσες στά τελικά κείμενα.
β) Στό κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον» γίνεται λόγος γιά ζητήματα πού δέν ἀφοροῦν ἄμεσα στή σωτηρία μας. Τά ζητήματα αὐτά παρουσιάζονται σέ εἰδικά κεφάλαια ὅπως «Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης», «Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης», «Περί εἰρήνης καί ἀποτροπῆς τοῦ πολέμου», «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων», «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρία ἀγἀπης ἐν διακονίᾳ». Πρός ἄρσιν παρεξηγήσεων τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά τά θέματα ἀντιμετωπίζονται μέσα στήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ παρρησία ἔλεγξαν τήν ἀδικία τῶν πλουσίων καί τῶν ἀρχόντων. Ὅλες οἱ τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού ἔχουν γίνει μέχρι τώρα ἀσχολήθηκαν πάντοτε μέ θέματα δογματικά, ποιμαντικά, κανονιστικά ἀποβλέποντας στήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς σωτηρίας τῶν Ὀρθοδόξων. Ποτέ Μεγάλες Σύνοδοι δέν ἀσχολήθηκαν μέ θέματα παρόμοια μέ τά ἀνωτέρω οὔτε ἔκαναν τέτοιες τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες σέ μεγάλο βαθμό θυμίζουν τίς διακηρύξεις καί τίς ἀρχές τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν. Οἱ συνοδικές αὐτές διακηρύξεις μετακινοῦν τό κέντρο βάρους τοῦ σκοποῦ τῆς Συνόδου ἀπό τή σωτηριώδη γιά τόν ἄνθρωπο ἀποστολή της σέ ἐκκοσμικευμένες προτεραιότητες συμβατές μέ τά διεθνῆ συμφέροντα.
γ) Στό Κείμενο «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ» καταπατήθηκε ὁ 72ος Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτρέποντας συνοδικῶς τόν γάμο ὀρθοδόξων μέ αἱρετικούς «ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως». Αὐτή ἡ τοποθέτηση θά ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀκόμη περισσότερο ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ἐνῶ μέ ἀφορμή τήν ἀπόφαση αὐτή πολλοί ἐκ τῶν συμμετεχόντων στή Σύνοδο ἱεραρχῶν κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι, ἐφόσον εὐλογοῦμε τό γάμο ὀρθοδόξου - ἑτεροδόξου σημαίνει ὅτι δεχόμεθα τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ πιό «προχωρημένη» ἄποψη διατυπώθηκε ἀπό ἄλλους ὅτι γι΄αὐτό ἐπίσης θά μποροῦμε νά τούς δίδουμε ἀνεπιφυλάκτως τή Θεία Εὐχαριστία!
δ) Ἡ θλιβερότερη γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπόφαση εἶναι αὐτή τοῦ 6ου Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Στήν ἀρχική μορφή τοῦ Κειμένου περιλαμβανόταν ἡ φράση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς.»
Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία τῶν ἱεραρχῶν κατέθεσε πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ σχετική φράση ἔπρεπε νά διαμορφωθεῖ ἔτσι:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς.»
Δυστυχῶς ἡ πρόταση αὐτή δέν ἔγινε ἀποδεκτή, καί ἡ ἀντιπροσωπία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας πού παρευρέθηκε στήν Κρήτη, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση τῆς ἱεραρχίας κατέθεσε τήν ἀκόλουθη πρόταση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», ἡ ὁποία καί ἔγινε ἀποδεκτή μέ χειροκροτήματα.
Μέ τή διακήρυξη αὐτή ἀποδόθηκε ἐκκλησιαστικότητα στόν Παπισμό, στούς Μονοφυσίτες, Ἀγγλικανούς καί τίς ἄλλες προτεσταντικές παραφυάδες.
ΙΙ. Ἡ θεολογική συμβολή τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου
Ἐν προκειμένω θά θέλαμε νά τονίσουμε τήν σημαντική θεολογική προσπάθεια πού κατέβαλε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέος γιά νά υἱοθετηθεῖ ἡ ὀρθόδοξη τοποθέτηση τῆς ἱεραρχίας, δηλ. ὅτι ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἐξήγησε τήν ὀρθόδοξη θέση του σέ σχετική παρέμβαση κατά τή διάρκεια τῆς σχετικῆς συζητήσεως καί δέν ὑπέγραψε τό σχετικό Κείμενο. Ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου δέν ἀφοροῦσε μόνο στήν θεολογική συζήτηση πάνω στή συγκεκριμένη ἐπίμαχη φράση, ἀλλά καί σέ ἄλλες τοποθετήσεις τῶν ὑπό ἔγκρισιν κειμένων κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου.
Οὐσιαστική ἦταν ἡ τοποθέτησή του στό ζήτημα τῆς ἐσφαλμένης θεολογίας τοῦ προσώπου καί τῆς κοινωνίας προσώπων στήν ἁγία Τριάδα ὅπως διατυπώνεται στό κείμενο, «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον». Ἐξήγησε ὅτι «στόν Τριαδικό Θεό δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων, ἀλλά κοινωνία φύσεως καί περιχώρηση προσώπων» καί ἀναίρεσε τή θέση τοῦ ἀνωτέρω κειμένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κοινωνία προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων» (σ. 656). Ἀπέδειξε θεολογικά ὅτι δέν ὑπάρχει ἀναλογία ὄντος (analogia entis), δηλ. ἀναλογία μεταξύ τοῦ κτιστοῦ ὄντος καί τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν ἐνδοτριαδική ζωή καί γι΄αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀναλογία μέ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Πρός τοῦτο πλήν ἄλλων ἐπεκαλέσθη τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι «δέν ὑπάρχει κανένα ὑπόδειγμα στή φύση πού νά εἰκονίζη τόν Τριαδικό Θεό» (650).
Ὅλη ἡ συνεισφορά τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου μέ τίς τοποθετήσεις πού ἔκανε ἐπί τῶν θεολογικῶν θεμάτων πού ἀνέκυψαν κατά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἔχει πίσω της ἕνα θεολογικό ἔργο πολλῶν χρόνων. Ὅλη αὐτή ἡ θεολογική ἐργασία-προεργασία καί ἡ συμμετοχή του στή Σύνοδο ἀπεικονίζεται μέ ἐνάργεια στόν τόμο «Ἡ "Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος" στήν Κρήτη-Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις» (750 σελίδες) πού συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Ἱερόθεος καί ἐξέδωσε ἡ Ἱ. Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.
Στόν τόμο αὐτόν δημοσιεύονται ἐργασίες προγενέστερες, σύγχρονες καί μεταγενέστερες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Ὁ βασικός του ἄξονας εἶναι ἡ δογματική – θεολογική – κανονική κατοχύρωση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Τά περισσότερα θέματα πού ἀναπτύσσονται στό βιβλίο π.χ. «τό Χριστολογικό θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας» (σ. 57-74), «Ἡ σὐνοδος τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756» (σ. 77-101), «Ἡ Β΄Βατικανή Σύνοδος καί ἡ νέα θεολογία καί ἐκκλησιολογία της» (σ.102-115), «Τά χαρισματικά καί τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» (σσ. 553—589), παρουσιάζουν καί κατοχυρώνουν τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, φωτίζοντας καί ἀναλύοντας ὅλες τίς πλευρές της. Ἀκόμη καί τή φιλοκαλική διάσταση τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς τήν συνδέει ὀργανικά μέ τήν Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως» (σ. 61-64).
Ἡ θέση τοῦ βαπτίσματος, τό ὑποστατό ἤ ἀνυπόστατο τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν (σσ.266- 268), «Ἡ ʺὁμολογιακήʺ διγλωσσία...»(σ.179—196), ὅλα σχετίζονται μέ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί δικαίως ἀφοῦ ἡ πίστη στήν Ἐκκλησία περιλαμβάνεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐπειδή, ὅπως τό κηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. 6,15). Μέ κατ΄ἐπίγνωσιν ζῆλο καί μέ ἀφορμή τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητος στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο ἀνατρέπει ἐπίσης τά ὀρθολογιστικά ἐπιχειρήματα τῶν οἰκουμενιστῶν ἐξηγώντας π.χ. ὅτι σέ συνοδικό κείμενο πού ἀπαιτεῖ δογματική ἀκρίβεια δέν μπορεῖ ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς τεχνικός ὅρος (terminus technicus) καί ὅτι ἡ φράση «ἱστορική ὀνομασία» στό 6ο Κείμενο κρύβει ἕνα ἐκκλησιαστικό νομιναλισμό γιατί «δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη».
Πλήν τῶν θεολογικῶν κειμένων του ὁ Σεβασμιώτατος περιλαμβάνει στό βιβλίο αὐτό, ὅλη τήν ἱστορία τῆς «Μεγάλης Συνόδου», τήν προετοιμασία της διά τῶν πανορθοδόξων διασκέψεων, τήν ἀλληλογραφία του μέ τήν Ἱερά Σύνοδο σχετικά μέ τά ἔγγραφα τῶν Διασκέψεων, ὅσα διημείφθησαν κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Μ. Συνόδου, τίς παρεμβάσεις του καί τίς ἐκτιμήσεις του γιά τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ νομίζουμε ἕνα βοήθημα μέ κατανοητό θεολογικό λόγο γιά κάθε μελετητή τῆς Συνόδου καί γιά κάθε κληρικό καί λαϊκό, πού ἐπιθυμεῖ νά ἔχει μιά πλήρη, σφαιρική εἰκόνα γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
ΙΙΙ. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ἐπανερχόμενοι στήν τελική ἀποτίμησή μας γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης νομίζουμε ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ἀποτελεῖ ὑπό καμμιά ἔννοια συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διότι μέ τίς ἀποφάσεις της:
α) Δέν διακηρύσσει τήν ἀπόλυτη μοναδικότητα, τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) Δέν στερεώνει στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα.
γ) Δέν καταδικάζει τίς παλαιές αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ. Ἀντιθέτως ἀπέδωσε σ΄αὐτές ἐκκλησιαστικότητα. Ἐπίσης δέν κατεδίκασε οὔτε τίς νεοφανεῖς αἱρέσεις πού μέ ποικίλα προσωπεῖα παραπλανοῦν τούς Ὀρθοδόξους.
δ) Δέν σεβάστηκε τό συνοδικό σύστημα μέ τήν ἐπιλεκτική συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων σ΄αὐτήν.
ε) Ἀναγνώρισε θετικό ρόλο στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκλησιῶν καί ἐπικρότησε τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτελέσφορους Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί ὀρθόδοξες θέσεις μέσα στά ψηφισθέντα κείμενα, ὅπως π.χ. ὅτι οἱ Σύνοδοι ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι «καθολικοῦ κύρους», τό Κείμενο γιά τή σπουδαιότητα τῆς νηστείας, ὀρισμένες ὀρθόδοξες τοποθετήσεις διάσπαρτες στήν «Ἐγκύκλιο τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου», στό «Μήνυμα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό», καί ἀλλοῦ. Ὅμως οἱ ἐπί μέρους ὀρθόδοξες θέσεις δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν ὀρθόδοξο συνοδικό χαρακτήρα στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, καθόσον τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαπνέει ὅλες τίς ἐργασίες καί τίς ἀποφάσεις της. Ἐκτός αὐτοῦ γιά τή Σύνοδο ὑπάρχουν ἀντιδράσεις στόν ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό. Τέλος ἀσκήθηκε ἀρνητική κριτική καί ἀπό τίς μή συμμετασχοῦσες στή Σύνοδο ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τί ἀπομένει; Ἡ ἐλπίδα τῆς συγκροτήσεως μιᾶς ἀληθινά Μεγάλης Συνόδου, ἡ οποία θά καταργήσει τίς ἐσφαλμένες, ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις καί θά καταδικάσει τόν ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητος, τόν Οἰκουμενισμό.
Ἐκ τῆς Συντονιστικῆς Ἐπιτροπῆς
[i] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη (σ.473).
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
Την 20η Ιουνίου (2016), ξεκίνησε επισήμως τις εργασίες της η αποκαλούμενη Πανορθόδοξη Σύνοδος στην Κρήτη, αν και δεν κατάφερε να γίνει πραγματικά Πανορθόδοξη. Η εκδήλωση τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των Ορθοδόξων πιστών σε ολόκληρο τον κόσμο (κυρίως λόγω της αντιπαράθεσης που περιέβαλε την απόφαση για την σύγκλησή της), αλλά και διαφόρων Υπηρεσίων Πληροφοριών των κρατών της Υφηλίου. Σύμφωνα με το κέντρο αναλύσεων KATEHON, οι μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Π.Α. και του Ηνωμένου Βασιλείου, προσπαθούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις της Συνόδου, κυρίως μέσω των παραγόντων επιρροής τους στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Οι σκοποί αυτής της προσπάθειας είναι να υπονομέυσουν και εν τέλει να εξασθενήσουν την επιρροή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, να προωθήσουν την αποδυνάμωση της Ορθοδοξίας μέσω της ανάδειξης των οικουμενιστικών και ανανεωτικών τάσεων, και να υποστηρίξουν τη χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη διαίρεση του Ορθόδοξου Κόσμου.
Ένα από τα πρόσωπα κλειδιά πίσω από όλα αυτά είναι ο π. Αλέξανδρος Καρλούτσος, ένα από τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής της Συνόδου, από τους βασικούς συντελεστές εύρεσης χρηματοδοτήσεων για το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, και υπεύθυνος επικοινωνίας με ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους και την κυβέρνηση των Η.Π.Α.. Μάλιστα, ο π. Καρλούτσος ελέγχει την πλειονότητα των οικονομικών πόρων που κατευθύνονται προς την Κωνσταντινούπολη από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και έτσι ασκεί κατά το μέτρο του έλεγχο στην ιεραρχία.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνος για τις σχέσεις μεταξύ της Συνόδου της Κρήτης και των υπηρεσιών πληροφοριών των Η.Π.Α. είναι ο Άλεξ Ρόντος, ο οποίος αυτή τη στιγμή κατέχει τη θέση του ειδικού εντεταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Κέρας της Αφρικής. Ο Ρόντος διατηρεί στενούς δεσμούς με την ιεραρχία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο, και διεθνιστικές -υπέρ της παγκοσμιοποίησης- μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ). Έχει γνωριστεί προσωπικά με τον π. Αλέξανδρο Καρλούτσο και επισκέπτεται συχνά τον Τζόρτζ Σόρος. Η βιογραφία του Αλέξη Ρόντου είναι τόσο συναρπαστική που η πλοκή της μοιάζει με κατασκοπευτικό μυθιστόρημα.
Ευεργέτης και Κατάσκοπος
Ο Αλεξάνδρος Ρόντος είναι πολιτογραφημένος Έλληνας πολίτης που γεννήθηκε το 1954 στο Σουλτανάτο της Ζανζιβάρης του Νταρ-ες Σαλάμ (μια ντε φάκτο Βρετανική αποικία εκείνη την εποχή που τώρα ανήκει στην Τανζανία). Έκανε τις σπουδές του στο Ηνωμένο Βασίλειο, έγινε ανταποκριτής για το Βρετανικό περιοδικό "West Africa Magazine", και στη συνέχεια εργάστηκε για λογαριασμό της "Catholic Relief Services", που είναι μια βορειο-αμερικανική Παπική ΜΚΟ. Τη δεκαετία του ’80, συνάτησε τον Τζόρτζ Σόρος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, και εισήχθη στη δομή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αμερική. Η στρατηγική αυτή αποδείχτηκε λείαν επιτυχής, και, το 1992, ο Ρόντος ίδρυσε και ηγήθηκε, με την υποστήριξη του Σόρος, την Διεθνής Ανθρωπιστικός Οργανισμός των Ορθοδόξων Χριστιανών (International Orthodox Christian Charities - IOCC), ένας διεθνής Ορθόδοξος φιλανθρωπικός οργανισμός υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ο σκοπός αυτής της δομής είναι ο έλεγχος μεγάλων χρηματοοικονομικών ροών υπό το πρόσχημα της "εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας". Ο Ρόντος συγχρωτίστηκε και έγινε φίλος με τον π. Αλέξανδρος Καρλούτσος, επί τη βάσει του (κοινού) ενδιαφέροντός τους για τα χρήματα της Εκκλησίας και το γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων με Αμερικανούς "φιλανθρώπους". Ο Ρόντος χρησιμοποίησε τη δομή αυτή για να επεκτείνει την επιρροή του και σε άλλες Ορθόδοξες χώρες και περιοχές (Γιουγκοσλαβία, Ρωσία, Μέση Ανατολή). Πιο συγκεκριμένα, το 1998, υπό το μανδύα της IOCC, στις παραμονές του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας, επισκέφθηκε την Αλβανία και το Κόσοβο με διατεταγμένη αποστολή. Αφού όλες οι απαραίτητες πληροφορίες είχαν συγκεντρωθεί και ολοκληρώθηκε η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, ξεκίνησε και η στρατιωτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ.
Οργανωτής Έγχρωμων Επαναστάσεων
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος "Ορθόδοξος ευεργέτης" είχε ενεργό συμμετοχή στην οργάνωση έγχρωμων επαναστάσεων όταν και όπου το απαιτούσαν τα ενδιαφέροντα των Η.Π.Α. και του παλιού του φίλου του Τζορτζ Σόρος. Το 2000, ο Ρόντος παρείχε συμβουλές στους οργανωτές της αποκαλούμενης και Επανάστασης της Μπουλντόζας στη Γιουγκοσλαβία (σ.σ. που οδήγησε στην ανατροπή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς).
Μετά την έγχρωμη επανάσταση στη Γεωργία, κατέστει σύμβουλος του Μιχαήλ Σαακασβίλι (Mikhail Saakashvili). Σύμφωνα με δική του δημοσίευση (σ.σ. του Ρόντος) σχετική με τις Γεωργιανές-Ρωσικές σχέσεις το 2008, ήταν σε γνώση του η προπαρασκευή της εισβολής της Γεωργίας στης Νότια Οσσετία, ενώ ο ίδιος προετοίμασε το Δυτικό κοινό για αυτή την ενέργεια.
Επίσης, φαίνεται ότι ο Ρόντος ότι έχει υπάρξει σύμβουλος της πρώτου Ουκρανικού ξεσηκωμού (σ.σ. γνωστού ως Πορτοκαλί Επνάσταση) το 2004. Με τη συνδρομή του, ιδρύθηκε η ΜΚΟ CANVAS (Centre for Applied Nonviolent Action and Strategies, ή "Κέντρο για Εφηρμοσμένη Μη Βίαιη Δράση και Στρατηγικές") στο Βελιγράδι, η επιτελική έδρα των έγχρωμων επαναστάσεων, όπου τελειοποιήθηκαν οι τεχνικές της Αραβικής Άνοιξης και του δεύτερου Ουκρανικού ξεσηκωμού (ή Maidan που σημαίνει "πλατεία") το 2014.
Η Σκοτεινή Υπόθεση της Ελλάδας
Ο Ρόντος υπήρξε, επίσης, και σύμβουλος του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, του Αμερικανο-γεννημένου φίλου του Σόρος και Προέδρου του Σοσιαλιστικού κόμματος ΠΑΣΟΚ, Γεωργίου (Τζέφρυ) Παπανδρέου κατά τη χρονική περίοδο 2009-2011 και εθεωρείτο ο πρώτος βοηθός του σε όλα τα διεθνή εγχειρήματα. Πριν από αυτό, από το 1999 έως το 2004, ο Ρόντος συμβούλευε τον Παπανδρέου όταν ήταν Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και υπό τη δικαιοδοσία του οποίου τίθεται ο Διοικητής του Αγίου Όρους (σ.σ. ο οποίος έχει βαθμό και αποδοχές Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης).
Μετά τις ικεσίες για την επιστροφή του Αντώνη Σαμαρά, ο Ρόντος διατήρησε την επιρροή του στην Ελληνική κυβέρνηση. Το 2012, ο Ρόντος κλήθηκε να καταθέσει με την ιδιότητα του μάρτυρα στο πλαίσιο της έρευνας σχετικά με την εμπλοκή του ονόματός του στην υπόθεση του σχεδίου δολοφονίας του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Κωσταντίνου Καραμανλή (σ.σ. ο συντάκτης του άρθρου αναφέρεται στο αποκαλούμενο σχέδιο «ασημένια δραχμή»). Δικηγόρος του ήταν ο Φαήλος Κρανιδιώτης, μέλος (σ.σ. εκείνη την εποχή) του φιλελεύθερου κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και στενού φίλου του Αντώνη Σαμαρά.
Σύμφωνα με τις επίσημες έρευνες των Ελληνικών αρχών, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 2004 και 2009, υπήρξε σχέδιο που είχε σα σκοπό την αποτροπή προσέγγισης μεταξύ της Ρωσίας και της Ελλάδας για ανάπτυξη σχέσεων (σ.σ. αναφέρεται στον υπόθεση του λεγομένου σχεδίου "Πυθία").
Επίσης, ο Ρόντος είχε συμμετοχή σε διάφορα σκάναλα διαφθοράς, όπως για παράδειγμα η χρηματοδότηση συγκεκριμένων ΜΚΟ από τον προϋπολογισμό του Ελληνικού κράτους, αλλά ο ίδιος απέφυγε την τιμωρία.
Όμως το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό των χρημάτων που η πρωτοβουλία του Ρόντος προέβλεπε για διάφορες ΜΚΟ στην Ελλάδα ξοδεύτηκαν στη “Μακεδονία”, την Αλβανία, και το Κόσοβο, όπου ο Οργανισμός δεν είχε επίσημη παρουσία, μας δείχνει ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια μυστική ανακατανομή πόρων στο πλαίσιο της στρατηγικής για μια έγχρωμη επανάσταση, όπως αυτή που προετοιμάστηκε στη “Μακεδονία”. Αυτή δεν ήταν μια απλή επιχείρηση για “ξέπλυμα χρήματος”. Στην ίδια την Ελλάδα, αριστερο-φιλελεύθερες ΜΚΟ έλαβαν προνομιακή χρηματοδότηση με αποτέλεσμα την παράδοση της χώρας και Ελληνικών οικονομικών πόρων σε εξωτερικό έλεγχο.
Ο Άνθρωπος για όλες τις δουλειές
Σύμφωνα με Ελληνικές πηγές, ο Ρόντος ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στην Αλβανία. Ειδικότερα, διατηρεί στενές σχέσεις με πολλά ηγετικά στελέχη στην Αλβανία και τη “Μακεδονία”. Υπενθυμίζεται ότι ότι για τις Η.Π.Α., ο Αλβανικός παράγοντας χρησιμοποιείται για την αποσταθεροποίηση των Βαλκανικών κρατών. Η Διεθνής Πλουτοκρατία είναι στενά συνδεδεμένη με την Αλβανική μαφία ναρκωτικών και τη “μαύρη βιομηχανία μεταμοσχεύσεων”, οι οποίες έχουν τα κέντρα τους στο Κόσοβο και την Αλβανία. Ο Ρόντος υποστήριξε ενεργά την ιδέα χορήγησης ανεξαρτησίας στο Κόσοβο, και συμμετείχε σε διάφορες πρωτοβουλίες εμπειρογνωμόνων για το σκοπό αυτό.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εμπειρία του με το Κόσοβο, θα μπορεσει ο Ρόντος να είναι δραστήριος και πετυχημένος στη συνεργασία του με στρατιωτικές και εγκληματικές παροικίες στη Σομαλία στα πλαίσια της νέας του ιδιότητας;
Επιπροσθέτως, ο Άλεξ Ρόντος έχει εργασθεί σε διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συγκεκριμένα στην Παγκόσμια Τράπεζα, και είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (σ.σ. πρόκειται για ένα σχετικά νέο think tank που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2007, με γραφεία σε 7 πρωτεύουσες της Ευρώπης, που έχει σα στόχος να κάνει την διεθνοπολιτική παρουσία της γηραιάς ηπείρου πιο αισθητή, χρηματοδοτείται κυρίως από το ΄Ιδρυμα Σόρος, και δεν πρέπει να συγχέεται με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που έχουν αυξημένες αρμοδιότητες για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε και με το Συμβούλιο της Ευρώπης που είναι είναι διεθνής οργανισμός στον οποίο συμμετέχουν 47 κράτη της Ευρώπης και της ανατολικής περιφέρειάς της και ο οποίος έχει ως σκοπό την ευρωπαϊκή ενοποίηση, με ιδιαίτερη έμφαση στα νομικά πρότυπα και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη δημοκρατική ανάπτυξη και τη ρύθμιση των νομοθεσιών, καθώς και την πολιτισμική συνεργασία στην Ευρώπη), το Ευρωπαϊκό παράρτημα του μεγαλύτερου Αμερικανικού κέντρου παγκοσμοιποιητών, το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (σ.σ. γνωστό ως Council of Foreign Relations, ή CFR).
Οπουδήποτε εμφανίζεται ο Άλεξ Ρόντος, ασκεί πιέσεις για τα ίδια συμφέροντα των αφεντικών του Αμερικανών, προωθεί τις προτάσεις του Σόρος, αλλάζει κατεστημένες δομές, και ενισχύει έναν τύπο μονοπολικής Αμερικανικής εγεμονίας μέσω στρατηγικής δικτύου πολέμου. Εάν ένας ειδικός αυτού του εύρους είναι όντως αναμεμειγμένος στη σύγκληση της Συνόδου της Κρήτης, τότε ο Ορθόδοξος λαός θα πρέπει να περιμένει ότι θα αντιμετωπίσει τις πιο προηγμένες μορφές προκλήσεων και ότι θα υποστεί τα πιο άμεσα μέτρα εκφοβισμού που είναι διαθέσιμα.
(σ.σ. ακολουθεί το Αγγλικό πρότυπο κείμενο)
The Man Behind the Scenes of the Crete Council
On June 20th, the so-called Pan-Orthodox Council officially opened in Crete, although it did not manage to become a genuinely Pan-Orthodox one. The event drew the attention of not only Orthodox people all over the world (largely because of the controversy shrouding the decision to convene it), but also the world’s intelligence agencies. According to the analytical center Katehon, the US and UK secret services are attempting to influence the Council’s decision, mainly by using their agents of influence in the Patriarchate of Constantinople. The purpose of this is to undermine the influence of the Russian Orthodox Church, promote the weakening of Orthodoxy by ecumenical and Renovationist trends, and advocate the granting of autocephaly to the Ukrainian Orthodox Church, thus contributing to dividing the Orthodox world.
One of the key figures behind this is Father Alexander Karloutsos, a member of the Council’s organizing committee and fundraiser of the Patriarchate of Constantinople in charge of communication with influential businesses and the US authorities. In fact, Karloutsos controls the majority of the funds that come from the United States to Constantinople, and thus controls the hierarchy.
Another important figure in charge of the relationship between the Crete Council and US intelligence is Alex Rondos who currently holds the post of the EU Special Representative for the Horn of Africa. Rondos is closely tied to the hierarchy of the Patriarchate of Constantinople, US intelligence agencies, the United Kingdom, and globalist NGO’s. He was personally acquainted with Father Alexander Karloutsos, and often visits George Soros. Alex Rondos’s biography is so intriguing that the plot reads like a spy novel.
Benefactor and Spy
Alexander Rondos is a citizen of Greece born in 1954 in the Sultanate of Zanzibar to Dar es Salaam (de facto a British colony at that time, now part of Tanzania). He studied in the UK, was a correspondent for the British magazine West Africa Magazine, and then worked for Catholic Relief Services, an American Catholic NGO. In the 1980’s, in the United States, he met with George Soros and entered the structure of the Patriarchate of Constantinople in America. This strategy was successful, and, in 1992, Rondos founded and headed, with the support of Soros, the International Orthodox Christian Charities (IOCC), the international Orthodox charitable organization under the auspices of the Patriarchate of Constantinople.
The purpose of this structure is controlling powerful financial flows under the pretext of church charity. Rondos befriended Alexander Karloutsos on the basis of interest in church money and overall relations with American “philanthropists”. Rondos used this structure to spread his influence to other Orthodox countries (Yugoslavia, Russia, Middle East). In particular, in 1998, under the guise of the IOCC, on the eve of the bombing of Yugoslavia, he visited Albania and Kosovo on a mission. After all necessary information was received and negotiations were conducted, the NATO military operation began.
Organizer of Color Revolutions
It is interesting that this “Orthodox benefactor” actively participated in organizing color revolutions when and where demanded by US interests and his old friend George Soros. In 2000, Rondos advised the organizers of the so-called Bulldozer Revolution in Yugoslavia.
After the color revolutions in Georgia, he became Mikhail Saakashvili’s adviser. According to his publication on Georgian-Russian relations in 2008, he was aware of the preparation of the Georgian invasion of South Ossetia beforehand and was preparing the Western public for this action.
Rondos also seems to have been an adviser of the first Ukrainian Maidan in 2004. With his assistance, CANVAS (Centre for Applied Nonviolent Action and Strategies) was founded in Belgrade, the headquarters of color revolutions, which perfected the techniques of the Arab Spring and 2014 Ukrainian Maidan.
Greece’s Dark Business
Rondos was also an advisor to the Prime Minister of Greece, the American born friend of Soros and the head of the Socialist Party PASOK, George Papandreou in 2009-2011 and was considered his first assistant in all international projects. Before, from 1999 to 2004, Rondos advised Papandreou when he was Minister of Foreign Affairs of Greece and the Governor of the Holy Mountain Athos. After the begging of Antonio Samaras’ return, Rondos retained his influence on the Greek government. In 2012, Rondos was questioned about his involvement in the plot against the former Prime Minister of Greece, Kostas Karamanlis. His lawyer was Failos Kranidiotis, a member of the New Democracy liberal party and a close friend of Antonio Samaras.
According to official Greek investigation, the plot, whose purpose was preventing a rapprochement between Russia and Greece, actually existed between 2004-2009.
Rondos was also involved in corruption scandals, such as when money from the Greek budget found its way to the certain NGO’s, but he avoided punishment.
But the fact that a significant proportion of the funds that Rondos’s initiative provided for NGO’s in Greece were spent on Macedonia, Albania and Kosovo, where the organization was not officially present, shows us that this was in effect a shadowy redistribution of funds within the strategy of a color revolution, as prepared in Macedonia. This was not a mere money-laundering operation. In Greece itself, left-liberal NGO’s received priority financing, thus providing external control of the country and Greek money.
A Jack-of-All-Trades
According to Greek sources, Rondos has been particularly active in Albania. In particular, he maintains close relationships with many leaders in Albania and Macedonia. It should be recalled that for the US, the Albanian factor is used to destabilize the situation in the Balkan states. The Global Plutocracy is closely tied to the Albanian drug mafia and the “black transplant” industry, which have their centers in Kosovo and Albania. Rondos actively supported the idea of granting independence to Kosovo and participated in various expert initiatives to this end.
Taking into account his “experience” in Kosovo, will Rondos be active and successful in cooperating with militants and criminal communities in Somalia in his new official position?
In addition, Alex Rondos has worked in international financial institutions, particularly the World Bank, and is a member of the European Council on Foreign Relations, the European branch of the largest American globalist center, the Council on Foreign Relations.
Wherever Alex Rondos appears, he lobbies the same interests of his American masters, promotes Soros’ initiatives, changes regimes, and bolsters unipolar American hegemony by means of network war strategy. If this broad specialist is indeed convening the Crete Council, then Orthodox people should expect the most sophisticated provocations and direct measures of intimidation.
Πηγή: ΚΑΤΕΗΟΝ
Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὸν θεοπαράδοτο καὶ ἁγιοπνευματικὸ τρόπο διοικήσεως ὅλων τῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀκόμα καὶ στὴν ἀποστολικὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ ὕψιστη αὐθεντία μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἀποστολικὴ αὐθεντία, ὁ συνοδικὸς θεσμὸς λειτουργοῦσε παράλληλα μὲ αὐτή.
Κορύφωση τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (Πράξ. 15, 2-29). Ὅμως ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ συνοδικὴ λειτουργία στὴν πρώτη Ἐκκλησία: Ἡ ἴδια ἡ Πεντηκοστὴ ἐξεικονίζεται ὡς Σύνοδος, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ματθία, λίγο ἀργότερα τῶν ἑπτὰ Διακόνων καὶ ὅλες οἱ ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις γίνονταν πάντοτε μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ὄχι... μὲ ἀπόφαση ἑνὸς Ἀποστόλου ἢ μόνο τῶν Ἀποστόλων.
Μελετώντας τὸν θεοπαράδοτο καὶ ἁγιοπνευματικὸ συνοδικὸ θεσμὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καθίσταται σαφὲς ὅτι αὐτὸς δὲν ἀφορᾶ ἁπλῶς στὴ διοίκηση - μὲ τὴ στενὴ ἔννοια τοῦ ὃρου - τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἀγγίζει τὸν πυρήνα τῆς ἴδιας της τῆς ὑπάρξεως. Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ πρώτιστο ἔργο καὶ ἀποστολὴ του εἶναι ἡ ἐν Ἀληθείᾳ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ἡ τυχὸν περιφρόνηση ἢ κακοποίηση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ σὲ μία τοπικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σύντομα ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἀλλοίωση τῆς πίστεως καὶ ὁριστικὴ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ περίπτωση τοῦ Πατριαρχείου τῆς περιωνύμου παλαιᾶς Ρώμης ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἰσχυρισμοῦ μας. Αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἱστορικὴ πραγματικότητα μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀσχολούμαστε σοβαρὰ στὸ μέτρο τῶν μικρῶν δυνατοτήτων μας μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, δύο χρόνια τώρα μετὰ τὴ σύγκλισή της.
Ἂν ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος θεωρεῖται ἡ γενέθλια Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀπαρχὴ κάθε Ὀρθοδόξου Συνόδου, κορύφωση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ ἔχουμε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὶς κατ’ ἐξοχὴν ἔκτακτες δωρεὲς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὶς ὁποῖες ἔχει προσφέρει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία Του νὰ βγεῖ ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες καταστάσεις. Ἔτσι, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἔχουν καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ παράδοση ὡς ἡ τελειότερη καὶ ὑψηλότερη ἔκφραση καὶ φανέρωση τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ κάθε Σύνοδος ποὺ θέλει νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἔχει ὡς πρότυπο, στὸ ὁποῖο νὰ κατατείνει, τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Βέβαια, σήμερα μία κατὰ γράμμα ἀντιγραφὴ τῆς πρακτικῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν εἶναι δυνατή, διότι οἱ συνθῆκες εἶναι ριζικὰ διαφοροποιημένες ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετία κατὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκαν ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (πλὴν τῆς Θ΄ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ). Νὰ σημειώσουμε μόνο δύο καίριας σημασίας διαφοροποιήσεις:
1. Δὲν ὑπάρχει πλέον ἡ ἑνιαία πολιτικὴ διοίκηση ὑπὸ ἕνα Χριστιανὸ Αὐτοκράτορα, ὅπως τότε, μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Ἀνατολικοῦ Κράτους. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τότε νὰ ἀντιμετωπίσει μία ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῆς ἑνιαίας κρατικῆς-αὐτοκρατορικῆς διοίκησης, ἐνῶ, ἀντίθετα, σήμερα οἱ ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐγκαταστημένες σὲ πολλὲς κρατικὲς ὀντότητες μὲ ἀλληλοσυγκρουόμενα γεωπολιτικὰ συμφέροντα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δέχονται σοβαροὺς ἑτερόκλητους ἐπηρεασμούς.
2. Τότε ὑπῆρχε μία κοινωνία χριστιανικὴ μὲ μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ νὰ παρακολουθεῖ μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον τὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἐνῶ σήμερα ἡ κοινωνία πορεύεται σὲ μεταχριστιανικὲς ἀτραπούς, ἔτσι ὥστε τὰ πνευματικὰ-θεολογικὰ ζητήματα οὔτε τὰ γνωρίζει, οὔτε κἂν ἐνδιαφέρεται.
Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπαναληφθοῦν ἐπακριβῶς τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ στοιχούμεθα καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ φρόνημά τους, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς μεταβαλλόμενες πολιτικές, κοινωνικές, ἀκόμα καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἱστορικὲς συνθῆκες. Τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀποτελεῖ τὴν πολύτιμη καὶ ἀξεπέραστη παρακαταθήκη τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα παραμένει ὁ ἐσώτατος πυρήνας κάθε σοβαρῆς συνοδικῆς πράξης τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κάθε Σύνοδος ποὺ διεκδικεῖ τὴν ὀνομασία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καὶ ἀπαιτεῖ νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς τέτοια ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, προφανῶς θὰ προσαρμοστεῖ ὡς πρὸς τὰ ἐξωτερικά της στοιχεῖα στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ καὶ εὐρύτερη πολιτικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ στὴν οὐσία της δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀκολουθεῖ ἐπακριβῶς τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἡ κατάληξή της εἶναι δεδομένη: τέλεια ἀπαξίωσή της ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσες προσπάθειες καὶ ἂν καταβάλλουν οἵ τά πρῶτα φέροντες. Τὰ παραδείγματα τῶν ληστρικῶν καὶ ἄλλων ψευτοσυνόδων (Ἐφέσου 449, Ἱερείας 754, Λυῶνος 1274, Φλωρεντίας 1439), παρὰ τὴν ἰσχυρὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ὑποστήριξη μὲ τὴν ὁποία ἔγινε προσπάθεια νὰ ἐπιβληθοῦν, ἀπαξιώθηκαν τελείως ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση μαζὶ μὲ τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ πρωτεργάτες τους…
Ἀς προσπαθήσουμε νὰ “μετρήσουμε” τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης χρησιμοποιώντας ὡς κανόνα τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ἀναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως τοῦ φρονήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς θεμελιώδους κριτηρίου γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἀναγνωρίζεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς Κρήτης[1]. Ἔχουν, λοιπόν, τὸ ἴδιο φρόνημα ἢ μήπως εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετο; Θὰ περιοριστοῦμε στὴν ἐξέταση μόνο πέντε καίριων σημείων:
A. Ἡ συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία
Ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶχαν τὴν αὐτοσυνειδησία – δηλ. πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους – ὅτι ἤσαν ὄντως «Ἁγίες καὶ Μεγάλες», δηλαδὴ Οἰκουμενικές. Ἀκριβέστερα: οἱ Πατέρες ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, αὐτοὶ εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι συμμετεῖχαν σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἐνεργοῦσαν καὶ ἀποφάσιζαν βάσει αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας τους[2].
Τί συμβαίνει ὅμως μὲ τὴν Κρήτη; Ἐγείρεται σοβαρότατο πρόβλημα μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία της! Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ στὸν Κανονισμὸ Λειτουργίας καὶ στὴν «Ἐγκύκλιό» της διακηρύσσει ὅτι εἶναι «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἐν τούτοις ἐν τοῖς πράγμασι τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἡ διακήρυξη αὐτή. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι παρὰ τὶς μεγαλόστομες διακηρύξεις, ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ μέλη τῆς Συνόδου δὲν φαίνεται νὰ πίστευαν ὅτι συνῆλθαν σὲ Σύνοδο καὶ μάλιστα ἁγιοπνευματική, «Ἁγία καὶ Μεγάλη»! Μᾶλλον αὐτοσυνειδησία διορθοδόξου συνεδρίου ἢ συνάντησης γνωριμίας καὶ ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων ὑπῆρχε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης.
1. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ ἡ πρόσκληση σὲ ἐκπροσώπους αἱρετικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἐμφοροῦνται ἀπὸ κακόδοξες ἀντιλήψεις καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, νὰ παραστοῦν τιμητικὰ ὡς «παρατηρητές». Ἔτσι ἀκριβῶς δὲν γίνεται καὶ στὰ συνέδρια τῶν κομμάτων, στὰ ὁποῖα καλοῦνται νὰ παραστοῦν ἐκπρόσωποι ἄλλων πολιτικῶν σχηματισμῶν γιὰ λόγους εὐγενείας καὶ ἀβρότητος; Κάτι τέτοιο, ἀσφαλῶς, εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο σὲ μία ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη φανέρωση καὶ ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ἐκπέσει σὲ ἁπλὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση-συνάντηση μὲ κριτήρια καὶ στοχεύσεις "ἐκ τοῦ κόσμου τούτου"... Γι’ αὐτὸ ποτὲ καὶ σὲ καμία ἀπὸ τὶς ἑκατοντάδες Ὀρθόδοξες Συνόδους ποὺ ἔχουν συγκροτηθεῖ στὴ δισχιλιετὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν παρίσταντο τιμητικὰ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοὶ «παρατηρητές». Αὐτὸ συνέβη μόνο στὶς δύο Συνόδους τοῦ Βατικανοῦ, ποτέ, ὅμως, καὶ σὲ καμία Ὀρθόδοξη Σύνοδο!
2. Κύριο καὶ βασικὸ χαρακτηριστικὸ μίας Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἶναι τὸ ὑποχρεωτικό τῆς συμμετοχῆς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἀνεκτὴ ἡ περιφρόνηση τῆς Συνόδου ἢ νὰ παρέχεται ἡ δυνατότητα μὴ συμμετοχῆς ἢ νὰ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ ἀναιτιολόγητη ἄρνηση συμμετοχῆς. Τὰ παραδείγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἀπολύτως σαφῆ: Κλήθηκαν νὰ παραστοῦν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινου-πόλεως Νεστόριος καὶ Ἀντιοχείας Ἰωάννης (Γ΄ Οἰκουμενική), Ἀλεξανδρείας Διόσκορος (Δ΄ Οἰκουμενική), Ρώμης Βιγίλιος (Ε΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν καταδικάστηκαν. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ περιφρόνηση μιᾶς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅταν, βέβαια, εἶναι Ἁγία καὶ Μεγάλη καὶ ὄχι συνάντηση γνωριμίας…
Στὴν Πανορθόδοξη, προφανῶς οἱ συμμετέχοντες δὲν πίστευαν πραγματικὰ ὅτι συγκροτοῦσαν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν ἐπιλήφθηκαν, ὡς ὄφειλαν, γιὰ τοὺς ἀπόντες ἀδικαιολόγητα, ὅπως εἶπαν, Πατριάρχες…
Ἴσως κάποιος ἀντιτάξει ὅτι γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ χάριν τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔλαβε ἡ Σύνοδος τὰ προβλεπόμενα κανονικὰ ἐπιτίμια γιὰ ὅποιους τὴν περιφρόνησαν καὶ δὲν προσῆλθαν. Πάντως οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν σκέπτονταν ἔτσι... Ἐκτὸς αὐτοῦ ὅμως, οἱ μετὰ τὴ Σύνοδο - καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴ Σύνοδο Κρήτης[3]!- ἐνέργειες χορηγήσεως αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς Συνόδου, κινδυνεύουν νὰ τινάξουν στὸν ἀέρα τὴ διορθόδοξη συνεργασία καὶ νὰ δυναμιτίσουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Συνεπῶς, γιὰ ποιὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἑνότητα ὁμιλοῦν;
3. Ἐπίσης, καθοριστικὸ χαρακτηριστικὸ μιᾶς πραγματικὰ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ποὺ τὴ διαφοροποιεῖ πλήρως ἀπὸ τὰ συνέδρια ἢ ἄλλου εἴδους συναντήσεις, εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει τελεσίδικα καὶ ὑποχρεωτικὰ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Δὲ νοεῖται Σύνοδος ἡ ὁποία νὰ θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τὶς ἀποφάσεις της ἢ ἀνέχεται καὶ πολὺ περισσότερο παρέχει τὴ δυνατότητα μὴ ἀποδοχῆς ἢ μὴ ἐφαρμογῆς τοῦ συνόλου τῶν ἀποφάσεών της, ἰδιαίτερα δὲ σὲ καίριας σημασίας θέματα, ὅπως εἶναι τὰ δογματικὰ-ἐκκλησιολογικὰ ζητήματα. Σὲ τέτοια περίπτωση ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλὴ δήλωση ἀρνήσεως καθιστᾶ τὸν ἀρνούμενο τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση ὑπόλογο ἔναντι τῆς Συνόδου. Δὲν εἶναι ἁπλό τό ζήτημα, ἀλλὰ ἅπτεται αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς σοβαρότητος ἢ μὴ τῆς Συνόδου!
Εἶναι ἀδιανόητο στὴ συνοδικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας συνοδικὰ μέλη νὰ ἀρνοῦνται νὰ ὑπογράψουν τὴ δογματικὴ ἀπόφαση καὶ νὰ μὴν ὑφίστανται τὶς σοβαρὲς κανονικὲς συνέπειες. Ποτὲ καὶ σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν συνέβη κάτι παρόμοιο. Ποτὲ καὶ σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν δόθηκε ἡ δυνατότητα ἀρνήσεως ὑπογραφῆς τῆς δογματικῆς ἀποφάσεως χωρὶς συνέπειες. Στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ παριστάμενος Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ δογματικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου καθαιρέθηκε, ἀναθεματίστηκε καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀντιμετώπιζαν τέτοια ζητήματα… χαλαρά, οὔτε ἔπαιζαν ἐν οὐ παικτοῖς… γιατί εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι συγκροτοῦσαν Ἁγίες καὶ Μεγάλες Συνόδους.
Ὑπάρχει μόνο μία ἐξαίρεση ἡ ὁποία ὅμως ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνωτέρω πραγματικότητα: Στὴν Δ΄ Οἰκουμενική, μετὰ τὴν καταδίκη του πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, δεκατρεῖς Αἰγύπτιοι ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση ἀναμένοντας τὴν ἐκλογὴ νέου πατριάρχη, διότι «ἔθος εἶναι ἐν τῇ Αἰγυπτιακῇ διοικήσει, παρὰ γνώμην καὶ διατύπωσιν τοῦ ἀρχιεπισκόπου μηδὲν τοιοῦτο ποιεῖν». Δήλωσαν ὅμως κατηγορηματικὰ ὅτι ἀποδέχονται πλήρως τὴν πίστη τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἔχουν τυπικὸ κώλυμα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑπογράψουν. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν τὸ ἀποδεχόταν αὐτό. Τελικά, μετὰ ἀπὸ πολὺ ἔντονη συζήτηση καὶ μὲ θερμές, γονυκλινεῖς ἱκεσίες τῶν Αἰγυπτίων ἐπισκόπων («ἐλεήσατε τὸ γῆρας ἡμῶν, ἐλεήσατε, καὶ μὴ παρεάσητε ἡμᾶς ἐν ἀλλοδαπῇ τὸν βίον ἡμῶν καταλῦσαι. Καὶ ἔρριψαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ ἔδαφος οἱ αὐτοὶ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι, καὶ εἶπον. ἐλεήσατε ἡμᾶς, φιλάνθρωποι ἐστε») καὶ μόνο ἀφοῦ ἔδωσαν σοβαρὲς ἐγγυήσεις καὶ τοὺς ἀπαγορεύθηκε ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν πόλη ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴ Σύνοδο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ὑπογραφὴ τους μέχρι νὰ ἐκλεγεῖ νέος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας[4]. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου ἦταν θέμα σοβαρότητας καὶ αὐτοσυνειδησίας τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου, ἦταν ἐντελῶς ἀδιανόητο κάποιοι νὰ μὴν ὑπογράψουν καὶ νὰ θεωροῦνται μέλη τῆς Συνόδου καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Τί συνέβη στὴν Κρήτη; Πολύ… χαλαρά! Ὅποιοι ἤθελαν ὑπέγραψαν! Ὅποιοι ἤθελαν δὲν ὑπέγραψαν! Ἄλλοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν ὑπέγραψε «ἀντ’ αὐτῶν» ὁ Ἀρχιεπίσκοπός τους! Ἄλλοι ὑπέγραψαν «μὲ ἐπιφύλαξη»! Ποῦ ἀκούστηκε ποτὲ ὑπογραφὴ σὲ συνοδικὴ ἀπόφαση μιᾶς πραγματικὰ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου «μὲ ἐπιφύλαξη»! Προφανῶς δὲν ἦταν Ἁγία καὶ Μεγάλη! Αὐτὴ καὶ μόνο ἡ πραγματικότητα τῶν ὑπογραφῶν ἀποτελεῖ τὴν ἀπόλυτη ἀπαξίωση τῆς Κρήτης! Οἱ ἀρνήσεις στὸ περίφημο 6ο κείμενο ἔφτασαν τὶς 30 ἐπὶ συνόλου 162 ἐπισκόπων (δηλ. τὸ 25% ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει)! Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ζητήθηκε ἀπὸ κανένα ὁ λόγος, δὲν ἐπιβλήθηκαν σὲ κανένα οἱ παραμικροῦ τύπου κυρώσεις, οὔτε κἂν συστάσεις! Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀδιανόητη γιὰ σοβαρὴ Σύνοδο δυνατότητα προβλεπόταν στὸν Κανονισμὸ Λειτουργίας τῆς Πανορθοδόξου (βλ. Κανονισμὸς ἄρθρο 12 §2-3)! Τέτοια σοβαρότητα ἀναγνώριζε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁ ἴδιος ὁ Κανονισμός της…
Κατόπιν αὐτῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυριστεῖ κάποιος σοβαρὰ ὅτι στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑφίσταται πράγματι αὐτοσυνειδησία «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἁγιοπνευματικῆς Συνόδου ποὺ νὰ ἐκφράζει τὴ ζῶσα ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;
Β. Τά συνοδικά μέλη
Διαφορὰ ὑφίσταται ἂν συγκρίνουμε τὰ συνοδικὰ μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὰ ποσοτικὰ ἀλλὰ κυρίως στὰ ποιοτικὰ χαρακτηριστικά τους:
1. Ἡ σύγκριση μὲ τὶς πραγματικὰ «Ἁγίες καὶ Μεγάλες Συνόδους», τὶς Οἰκουμενικές, εἶναι συντριπτικὴ γιὰ τὴν «Πανορθόδοξη», ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν μικρὸ ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν (μόλις 162 ἐπίσκοποι ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν 850 ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, δηλαδὴ μόλις τὸ 19% τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων!) στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὅπου οἱ δυνατότητες μετακινήσεως, ἐπικοινωνίας καὶ συναθροίσεως δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ κανένα τρόπο μὲ παλαιότερες ἐποχές. Καὶ ὅμως στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ συμμετεῖχαν 325, στὴ Δ΄ 630, στὴ Ζ΄ 350 ἐπίσκοποι, παρὰ τὶς φοβερὲς δυσκολίες στὴν ἐπικοινωνία, μετακίνηση κοκ!
2. Ἀσφαλῶς τὸ καίριο σημεῖο στὸ ὁποῖο φαίνεται τὸ μεγάλο χάσμα ποὺ ὑπάρχει δὲν εἶναι ὁ μικρὸς ἀριθμὸς συμμετοχῆς στὴν Κρήτη, οὔτε ἡ ἐκπροσώπηση αὐτὴ καθ’ ἑαυτή. Ἀκόμα καὶ σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν παρίσταντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἀλλὰ ὑπῆρχαν τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ συμμετεῖχαν διὰ τῶν ἐκπροσώπων τους[5]. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν δὲν εἶναι αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν, ἀλλὰ τὸ γιατί φτάσαμε στὸν ἀριθμὸ αὐτό; Γιατί νὰ περιοριστεῖ τόσο πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων-μελῶν τὴ στιγμὴ πού σήμερα δὲν ὑπάρχει καμία ἀντικειμενικὴ δυσκολία γιὰ μία ἐπὶ τὸ αὐτὸ συν-παράσταση ἐν Συνόδῳ ὅλων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπερβαίνουν τοὺς 900! Ἂν τὸ 325 ἢ τὸ 451 ἢ τὸ 787 μΧ μποροῦσαν καὶ συγκεντρώθηκαν 318 ἢ 630 ἢ 350 ἐπίσκοποι ἀντίστοιχα εἶναι ἀκατανόητο νὰ μὴ δοθεῖ ἡ δυνατότητα σήμερα νὰ συγκεντρωθοῦν γιὰ ἕνα τέτοιο γεγονὸς 800-900 ἐπίσκοποι! Δὲν εἶναι;
Δυστυχῶς ὅμως ὁ περιορισμὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν συμμετεχόντων ἐπισκόπων δὲν προέκυψε λόγῳ ἀντικειμενικῶν δυσκολιῶν ἢ λόγῳ πνευματικῶν καὶ ἐκκλησιο-λογικῶν κριτηρίων, ἀλλὰ λόγῳ … ἐθνοφυλετισμοῦ, τακτικισμοῦ καὶ ἰσορροποιῶν ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ λαϊκά: Οἱ ἁρμόδιοι φοβήθηκαν πῶς ἂν ἐπιτραπεῖ ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων δὲν θὰ τοὺς βγαίνουν τα … “κουκιά”! Τὰ κριτήρια τὰ ὁποῖα πρυτάνευσαν γιὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων δὲν ἑδράζονταν ἐπὶ τῆς ἐκκλησιολογίας ἀλλὰ ἐπὶ ἐθνοφυλετικῶν σκοπιμοτήτων καὶ ἰσορροπιῶν… Καθαρὰ κοσμικὴ νοοτροπία, μακρυά ἀπὸ ἁγιοπνευματικὴ διαδικασία.
Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ τί σημαίνει ἁγιοπνευματικὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τί σημαίνει κοσμικὴ νοοτροπία τῆς Κρήτης, θά δοῦμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενική: Ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν μία ἀπὸ τὶς πλέον κρίσιμες. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ληστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449), κατὰ τὴν ὁποία ὁ αἱρετικὸς μονοφυσίτης πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος ἐπιβλήθηκε μὲ τὴ μεγάλη συνοδεία ποὺ εἶχε μεταφέρει ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μὲ τὶς ὀρδὲς τῶν παραβολάνων του. Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, ὁ κύριος ἐκφραστὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τὴν ἐποχὴ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ἦταν ὁ ὀρθόδοξος Ἅγιος πάπας τῆς Ρώμης, ὁ Μ. Λέων. Ὁ Ἃγ. Λέων ἔχοντας τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἐκφραστοῦ καὶ φορέως τῆς Ἀληθείας δὲν μπῆκε κἂν στὴ διαδικασία τῶν ἀριθμῶν! Δὲν εἶχε καμία ἀνησυχία οὔτε φόβο νὰ “ἀντιπαρατάξει” στὸ μεγάλο ἀριθμὸ τοῦ Διοσκόρου μόλις τέσσερις λεγάτους! Ἡ ἁγιοπνευματικὴ χαρισματικὴ ἐμπειρία-βεβαιότητα ὅτι στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ εἶναι φορέας καὶ ἐκφραστής τῆς Ἀλήθειας δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προχωρήσει σὲ μεθοδεύσεις γιὰ νὰ “μαγειρέψει” τοὺς ἀριθμούς, νὰ μανιπουλάρει τὶς συμμετοχὲς γιὰ νὰ τοῦ βγοῦν ὅπως θὰ ἤθελε! Ἐπειδὴ εἶχε τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ φορέως τῆς Ἀλήθειας δὲν τὸν ἔνοιαζαν οἱ ἀριθμοί, ἡ ἐπιβολὴ διὰ τοῦ μεγέθους, γιατί εἶχε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἀλήθεια τὴν ὁποία αὐτὸς ἐξέφραζε!
Ἀλήθεια, ποιὰ σχέση ἔχει αὐτὸ τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγ. Λέοντος μὲ τὸ φρόνημα τῶν ὑπευθύνων της Κρήτης;
3. Τέλος, σὲ αὐτὴ τὴ συνάφεια δὲν μποροῦμε νὰ μὴ μνημονεύσουμε τὸ σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ζήτημα πού ἐγείρεται γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, κατὰ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα), ἀπὸ τὴν μὴ δυνατότητα συμμετοχῆς ὅλων τῶν ἐπισκόπων. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου:
«Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἕνας θεσμὸς ὑπεράνω της τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας θεσμὸς ποῦ ἐκφράζει τὴν ἑνότητα, τὴν σύμπτωση, τὴν συναίνεση καὶ ἀμοιβαιότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Κάτι τέτοιο δομικὰ καὶ ὀργανωτικὰ ἐξασφαλίζεται μὲ τὸ νὰ μετέχουν αὐτοδικαίως στὶς Συνόδους ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι… Γι’ αὐτὸ εἶναι ἐκτροπές, ἀπὸ ἐκκλησιολογικὴς ἀπόψεως, ὅλες οἱ μορφὲς τῶν Συνόδων οἱ ὁποῖες – ἐκτὸς ἂν ἔχουν ἀναπόφευκτο λόγο ἱστορικῆς ἀνάγκης – ἀποκλείουν ὁρισμένους ἐπισκόπους ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴ Σύνοδο. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν διάφορες τέτοιες ἀδικαιολόγητες ἐκκλησιολογικὰ ἀποκλίσεις… Ὅταν ὅμως μπορεῖ ἡ Σύνοδος νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλους, τὸ νὰ ἐπιλέγεις ὁρισμένους καὶ νὰ τοὺς καθιστᾶς ἐξουσιαστὲς πάνω στοὺς ὑπολοίπους ἐπισκόπους διαβρώνει ἐπικίνδυνά τα θεμέλια της Ἐκκλησιολογίας καὶ δημιουργεῖ ἀνωμαλίες καὶ ἐκτροπές… Ἡ ἰδεώδης κατάσταση εἶναι ἡ σύναξη ὅλων των ἐπισκόπων[6].»
4. Ἕνα ἄλλο σημεῖο στὸ ὁποῖο διαφοροποιεῖται ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὶς ἐργασίες της τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτός των Ἐπισκόπων. Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἐκτός των ἐπισκόπων παρίστατο καὶ πολυμελὴς ἀντιπροσωπεία ἀνωτάτων κρατικῶν λειτουργῶν ποὺ λάμβαναν μέρος στὶς συζητήσεις ἢ ἀκόμα καὶ προήδρευαν τῶν συνεδριάσεων (Δ΄, Στ΄ Οἰκουμενική). Ἐπίσης, στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ παρίσταντο «οἱ εὐλαβέστατοι ἀρχιμανδρίται, ἡγούμενοι τὲ καὶ μοναχοὶ» [7], οἱ ὁποῖοι συχνὰ ἐλάμβαναν τὸ λόγο καὶ συμμετεῖχαν κανονικὰ μὲ ἔντονες παρεμβάσεις στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ὑπέγραφαν δὲ καὶ τὰ πρακτικὰ μετὰ τοὺς ἐπισκόπους. Μάλιστα, στὴν 4η πράξη ὑπογράφουν 130 ἡγούμενοι καὶ μοναχοί, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι εἶναι 320[8].
Ἀντίθετα στὴν Κρήτη ὑπῆρξε ἀποκλεισμὸς τῶν μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἀπὸ τὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου. Παρίσταντο μόνο ὁρισμένοι ὡς Σύμβουλοι ἄνευ δικαιώματος λόγου. Ἔγινε ὁλόκληρο ζήτημα ἂν θὰ μπορέσει νὰ μιλήσει ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ἁγ. Ὅρους, διότι - λέει - δὲν τὸ ἐπέτρεπε ὁ Κανονισμός, ποὺ οἱ ἴδιοι συνέταξαν!
5. Στὴ συνάφεια αὐτὴ διερωτώμεθα, γιατί δὲν ἀξιοποιήθηκαν οἱ δυνατότητες πού παρέχει ἡ σύγχρονη τεχνολογία γιὰ τὴν παρακολούθηση τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ἀπὸ ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Τί φοβήθηκαν οἱ ὑπεύθυνοι καὶ δὲν ἔδωσαν τή δυνατότητα σὲ ὅλους τούς πιστοὺς πού θὰ ἤθελαν νὰ παρακολουθήσουν τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου; Ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι ὑπόθεση ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅλων των πιστῶν; Δυστυχῶς, ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἱεραρχῶν καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων ἦταν συνειδητὴ ἐπιλογὴ ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο καὶ κρισιμότερο στάδιο προετοιμασίας τῶν συνοδικῶν κειμένων (ἀπὸ τὸ 2009-2015). Πῶς λοιπὸν οἱ ὑπεύθυνοι ἔχουν τὴν ἀπαίτηση ὁ Λαὸς νὰ σεβαστεῖ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι τὸν ἀπέκλεισαν; Ἔβγαλαν τὸν Λαὸ ἀπὸ τὴ μέση τῆς Συνόδου καὶ ἀπολαμβάνουν τὰ ἐπιχείρα τῶν ἐπιλογῶν τους: ὁ Λαὸς περιφρονεῖ ἐντελῶς τὴ Σύνοδο!
6. Ὅμως, τὸ πλέον κρίσιμο σημεῖο σύγκρισης μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης ἔγκειται στὴν παρουσία ἢ μὴ θεοφόρων Πατέρων ὡς μελῶν τους.
Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θέλει ὡς μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Μεγάλους Πατέρες, ποὺ ζοῦσαν τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ[9]. Ἡ σχετικὴ ὑμνολογία εἶναι χαρακτηριστική: Οἱ «οὐρανόφρονες» καὶ «θεοφόροι Πατέρες» ἔδιναν τὸ στίγμα καὶ τὴ σοβαρότητα τῆς Συνόδου, διότι δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦσε τὸ Ἃγ. Πνεῦμα, ἀφοῦ αὐτοὶ ἤσαν οἱ «μυστικές τοῦ Πνεύματος σάλπιγγες» ποὺ «ἐμελώδησαν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας». Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση «οἱ χρηστοκήρυκες» Ἃγ. Πατέρες στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν εἶπαν δικά τους πράγματα, ἀλλὰ «εἰσδεξάμενοι τὴν νοητὴν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,… θεοπνεύστως ἀπεφθέγξαντο,… ἄνωθεν λαβόντες, τὴν τούτων ἀποκάλυψιν σαφῶς, καὶ φωτισθέντες ἐξέθεντο, Πίστιν θεοδίδακτον». Ἡ Ἐκκλησία μας ὑμνεῖ τοὺς Πατέρες, γιατί αὐτοὶ «τῷ θείῳ Πνεύματι, συνδιασκεψάμενοι τὸ οὐράνιον καὶ σεπτὸν Σύμβολον θεογράφως διεχάραξαν».
Δίκαια, λοιπόν, ὑμνεῖ καὶ μεγαλύνει ἡ Ἐκκλησία μας «τῶν ἁγίων Πατέρων τὸν χορόν»:
«Ὢ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὀπλίται παρατάξεως Κυρίου, ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς μυστικῆς Σιῶν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου.»
Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι στήν ὑμνολογία ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Πατέρες δὲν μνημονεύεται καθόλου ἡ σπουδαιότητα ἢ μὴ τοῦ θρόνου τους, ἀλλὰ τονίζεται ἰδιαίτερα:
1. ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς Χάριτος,
2. ὁ ἀγώνας τους γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς πίστεως, καὶ,
3. ἡ θεολογία τους ὡς δῶρο καὶ ἔμπνευση τοῦ Παρακλήτου.
Ἡ μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὅτι σὲ ὅλες τὶς Μεγάλες Συνόδους δέσποζε ἡ μορφή, ἡ παρουσία καὶ ἡ θεολογία συγκεκριμένων θεοφόρων Πατέρων εἴτε παρόντων[10] εἴτε κεκοιμημένων[11]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ ἄρρητο καὶ μυστικὸ τρόπο ἀναδείκνυε στὶς Συνόδους τὸν ἐκφραστή, τὸν φορέα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, ὁ ὁποῖος στὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ ἔχοντας ὄχι κάποιο πρωτεῖο θρόνου, ἀλλὰ τὸ πρωτεῖο τῆς Ἀληθείας[12] θεολογοῦσε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ τραῦμα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Γέρων Σωφρόνιος γιὰ τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν Συνόδων:
«Διαμένοντας, βέβαια, σὲ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, οἱ μέτοχοι αὐτοὶ τῆς συνοδικῆς ἀναζητήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τους ὅλη τὴ Σύνοδο καὶ αἰσθάνονται πότε καὶ σὲ ποῖον ὁμιλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὸ Πνεῦμα ὅμως Αὐτὸ «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3, 8) χωρὶς ὁπωσδήποτε νὰ ὑπολογίζει τὴν ἱεραρχικὴ θέση τῶν συνοδικῶν[13].»
Ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἦταν ὅλοι οἱ Πατέρες στὸ ἴδιο πνευματικὸ στάδιο καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως. Ὅμως, ὁλόκληρη ἡ Σύνοδος στηριζόταν στὴν πίστη, τὴν ὁμολογία καὶ τὴ θεολογία αὐτῶν τῶν πράγματι «θεοφόρων Πατέρων». Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ δήλωση τοῦ ἐπισκόπου Σμύρνης Αἰθερίχου, ὁ ὁποῖος δὲν φαίνεται νὰ κατανοοῦσε τὶς λεπτὲς θεολογικὲς συζητήσεις, ἀλλὰ εἶχε πατερικὸ φρόνημα μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στηριζόταν στὴν πατερικὴ ἐμπειρία. Ἔτσι, μὲ ἀξιοζήλευτη ἁπλότητα ὁμολόγησε τὴν πίστη του μὲ τὴ χαρακτηριστικὰ φράση: «ὡς Κύριλλος φρονῶ»[14]! Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι σὰν νὰ λέει:
«ἐγὼ δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη στὶς δικές μου θεολογικὲς γνώσεις, ἀλλὰ παραμένω στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἔχοντας τὴν ἴδια πίστη μὲ τὸν Ἃγ. Κύριλλο»!
Αὐτὸ ἦταν τὸ φρόνημα τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων! Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε γιατί κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συνεδριῶν τους πολὺ συχνὰ προσκομίζονταν ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ «εὐαγοῦς Πατριαρχείου» τόμοι («κωδίκια» ἢ «τετράδια») μὲ Πατερικὰ ἔργα καὶ συλλογὲς πατερικῶν κειμένων, τῶν ὁποίων ἡ ἀξιοπιστία ἐλεγχόταν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια[15]! Τὰ πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἑκατοντάδες ἀναφορὲς σὲ «πατερικὲς ρήσεις», πάνω στὶς ὁποῖες θεμελιώνονταν οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις, γιατί ἡ Σύνοδος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀκολουθεῖ «τῇ τῶν ἁγίων καὶ ἐγκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ»[16].
Κατόπιν αὐτῶν, διερωτώμεθα καὶ ρωτοῦμε τοὺς ὑπευθύνους καὶ ὑπερμάχους τῆς Κρήτης: ποιὸν χαρισματικό, θεοφόρο Πατέρα θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπικαλεστοῦν γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν τὸ περίφημο 6ο κείμενο, πού ἀφορᾶ στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους; Ἀπολύτως κανένα! Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο – τὸ κατ’ ἐξοχὴν δογματικὸ κείμενο τῆς Κρήτης – δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἀναφορὰ στοὺς Πατέρες καὶ στὶς παλαιότερες Συνόδους!
Ἄλλο πνεῦμα, ἄλλο φρόνημα … Καμία σχέση μὲ αὐτὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
Γ. Συνοδικές συνεδρίες
Ἀλλὰ οἱ οὐσιαστικότερες διαφορὲς μεταξύ τοῦ φρονήματος Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης ἐντοπίζονται στὸ κεφάλαιο τῶν συνοδικῶν συνεδριῶν.
Οἱ Ἁγίες καὶ Μεγάλες Σύνοδοι συγκαλοῦντο πρωτίστως γιὰ νὰ θεολογήσουν. Ἡ Θεολογία ἦταν τὸ κύριο, βασικὸ καὶ πρώτιστο ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων[17]. Θεολογοῦσαν γιὰ τὰ Μυστήρια τῆς Ἁγ. Τριάδος καὶ τῆς Θ. Οἰκονομίας[18], γιατί ἀπὸ αὐτὰ πηγάζει ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ πίστη. Συναφὲς ἔργο πρὸς τὴν κύρια θεολογική τους παραγωγὴ ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ προστασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Ἡ ἐν Ἀληθείᾳ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ἰδιαίτερα μάλιστα σὲ ἐπίπεδο Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Οἱ Σύνοδοι αὐτὲς δὲν προέβαιναν σὲ διακηρύξεις, ἀλλὰ διατύπωναν θετικὰ μὲ τὴν πλέον δυνατὴ ἀκρίβεια τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ δυνατότητα παρερμηνείας, ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὰ μὲ τὸ νὰ καταδείξουν μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τὴ διαστροφὴ καὶ κακοποίησή της ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Συνεπῶς, δὲ νοεῖται τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου Σύνοδος ποὺ νὰ μὴν ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς αἱρετικὲς παραχαράξεις τῆς εὐαγγελικῆς Ἀποκάλυψης, ὥστε νὰ ὁριοθετεῖ ἐπακριβῶς τὴν πίστη της.
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συνεδριάσεων διεξάγονταν πολύωρες, πολυήμερες ή καὶ πολύμηνες θεολογικὲς συζητήσεις μὲ ζῆλο, ἀκόμα καὶ σὲ ἔντονο βαθμὸ, προκειμένου νὰ μὴν ὑπάρξει ἡ παραμικρὴ σκιὰ ἢ ἀσάφεια ἢ ἀμφισημία στὴ συνοδικὴ ἀπόφαση, καὶ κυρίως νὰ μὴν ὑπάρξει δυνατότητα παρερμηνείας τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως. Ἀπὸ τὰ πρακτικά των Συνόδων προκύπτει ἡ ἀγωνία καὶ ὁ ἀγώνας τῶν Πατέρων νὰ διατυπώσουν μὲ τὴν πλέον δυνατὴ σαφήνεια τὴν ἄκτιστη ἐμπειρία τους.
Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος, δὲν προσπάθησαν διπλωματικὰ νὰ συμβιβάσουν καταστάσεις σὲ βάρος τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας, μὲ διατυπώσεις ποὺ νὰ ἱκανοποιοῦν ὅλους καὶ νὰ μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀκόμα καὶ ἀπὸ ὅσους εἶχαν αἱρετικὸ φρόνημα καὶ πίστη, ἀλλὰ «ἀγωνίσθηκαν μὲ σθένος καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, χρησιμοποίησαν τὴν κατάλληλη ὁρολογία («τῷ βραχὺ ρήματι καὶ πολλῇ συνέσει») ποὺ νὰ ἐκφράζῃ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀσφαλῶς καὶ θεοπνεύστως», διότι ἡ «ἐπιλογὴ μιᾶς ἐσφαλμένης ὁρολογίας δημιουργεῖ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία». Οἱ Πατέρες «ἔδωσαν μάχη γιὰ τὴν ἀκριβῆ χρήση τῶν λέξεων-ὅρων ποὺ ἀφοροῦσαν δογματικὰ ζητήματα». Ἀσφαλῶς, «δὲν θὰ ζυγομαχήσουν γιὰ τὶς λέξεις καὶ τὰ ὀνόματα, ὅταν συμφωνήσουν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων»[19].
Τί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔγινε στὴν Κρήτη;
Εἶναι πλέον σαφὲς ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δὲν εἶχε τὴ θεολογία ὡς κύρια στόχευσή της. Ἄλλη ἦταν ἡ ἔννοια τῶν πρωτεργατῶν της. Μὲ θλίψη γεμίζουν τὴν ψυχὴ μας τὰ ὅσα μαρτυρεῖ ὁ ἐκ τῶν μελῶν της Μητροπολίτης Ναυπάκτου στὴν ἐξαιρετικὰ πολύτιμη ἔκδοσή του «Ἡ “Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνοδος”, θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις» (ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, 2018) γιὰ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ποὺ ὑπῆρξε στὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου ἀναφορικὰ μὲ τὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ ἔπρεπε διεξοδικὰ νὰ συζητηθοῦν.
Εἶναι ἀξιοθρήνητο σὲ Σύνοδο ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης νὰ ἀπαξιώνεται ἀπὸ ἐξέχοντα μέλη της ἡ θεολογία καὶ νὰ θεωρεῖται ἡ οὐσιαστικὴ θεολογικὴ συζήτηση «βυζαντινισμὸς» καὶ «χάσιμο χρόνου»[20], ἢ νὰ ἀκούγονται φράσεις ἀπὸ ἐπισκόπους καὶ προκαθημένους ὅπως «δὲν εἶναι ὀρθὸ νὰ θέτουμε τέτοια δογματικὰ θέματα»[21], «τὸ Ἱερὸ Σῶμα θὰ καταπονηθεῖ μὲ ἀντιδικίες θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς φύσεως»[22] καὶ «δὲν εἴμαστε σὲ Θεολογικὴ Σχολὴ τριτοετεῖς ἢ τεταρτοετεῖς φοιτητὲς … θὰ φᾶμε ὅλες τὶς μέρες μας σὲ θεολογικὲς συζητήσεις;» [23]. Τὸ πλέον τραγικὸ εἶναι ὅτι ἡ τελευταία προσέγγιση Προκαθημένου παλαιφάτου Πατριαρχείου «χειροκροτήθηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν παρόντων Ἐπισκόπων» καὶ χειροκρότησαν «καὶ οἱ περισσότεροί τῶν Προκαθημένων»[24] καταδεικνύοντας τὸ ἀρνητικὸ κλίμα ποὺ ὑπῆρχε γιὰ σοβαρὲς θεολογικὲς συζητήσεις στὴ Σύνοδο. Πῶς, λοιπόν, μιὰ τέτοιου ἐπιπέδου Σύνοδος ποὺ οὐσιαστικὰ ἀρνεῖται νὰ θεολογήσει θὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη;
Ὅταν ὑπάρχει τέτοια ἀντιμετώπιση τῆς θεολογίας δὲν προκαλεῖ ἔκπληξη ἡ διαπίστωση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ μέλους τῆς «Πανορθοδόξου», ὁ ὁποῖος καταγγέλλει ἀπὸ τὸ πλέον ἐπίσημο βῆμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (23-24.11.16):
«ὅταν δημοσιευθοῦν τὰ Πρακτικά τῆς Συνόδου,… τότε θὰ φανεῖ καθαρὰ ὅτι στὴν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματικὴ θεολογία καὶ κυρίως ἡ ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος, δηλαδὴ ἡ διολίσθηση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀποκλειστικότητος στὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος»
καὶ
«δὲν ἦταν ἐπιθυμητὴ ἡ θεολογία στὶς Συνεδριάσεις στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης καί, ἑπομένως, ἰσχύει κατὰ πάντα ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι πολλοὶ Ἐπίσκοποι, Κληρικοὶ καὶ θεολόγοι “τεχνολογούσι ἀλλ’ οὐ θεολογοῦσι”[25].»
Τὰ ἀνωτέρω καταδεικνύουν τὴν ἔλλειψη σοβαροῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», καὶ ἑρμηνεύουν πλήρως τὴν ἀξιοθρήνητη θεολογικὴ παραγωγή της καὶ συνεπακόλουθα τὴν ἀπαξίωσή της ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς συμμετέχοντες…
Ἀλήθεια, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ φρόνημα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης μὲ αὐτὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;
Ἐπίσης, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, συγκρινομένη μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κλήθηκε νὰ ὁλοκληρώσει τὸ θεολογικό της ἔργο στὰ πολὺ ἀσφυκτικὰ χρονικὰ πλαίσια τῶν 5-6 ἡμερῶν, ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἐξαιρετικὰ περιορισμένο χρόνο της δὲν ἔλειψαν καὶ κοινωνικὰ καὶ πολιτιστικὰ events (π.χ. συναυλία Μίκυ Θοδωράκη καὶ Μαρίας Φαραντούρη)... Οἱ πρωτεργάτες τῆς Κρήτης φαίνεται νὰ “βιάζονταν” νὰ πραγματοποιηθεῖ ὅπως-ὅπως καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ χωρὶς νὰ προβληματίζονται γιὰ τὸ ἂν θὰ ὁλοκληρώσει οὐσιαστικά τό θεολογικό της ἔργο καὶ συνεπῶς ἂν θὰ ἀποδειχθεῖ ἄξια του ὀνόματός της. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἰσακούσθηκαν οἱ πολλὲς καὶ σοβαρὲς φωνὲς νὰ μὴν ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἐπικύρωση τῶν κρίσιμων κειμένων ὑπὸ τέτοιο καθεστὼς χρονικῆς πίεσης[26]. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι –παρὰ τὶς πολὺ δυσμενέστερες συνθῆκες στὶς ὁποῖες συνεδρίαζαν, ἐργάζονταν μὲ πολὺ μεγαλύτερη χρονικὴ ἄνεση, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει σαφέστατα καὶ τὸν μεγάλο σεβασμό τους στὴν ἀντιμετώπιση τῶν θεολογικῶν ζητημάτων ποὺ διαπραγματεύονταν.
Ἔτι πλέον: Ἡ ἴδια ἡ δομὴ τῆς Κρήτης δὲν ἦταν προσανατολισμένη νὰ προχωρήσει σὲ οὐσιαστικὴ θεολογικὴ συζήτηση. Ὁ Κανονισμὸς της ἦταν ἐξαιρετικὰ περιοριστικὸς καὶ δὲν βοηθοῦσε στὴν οὐσιαστική, λεπτομερῆ καὶ λεπτολόγο συνοδικὴ ἐξέταση τῶν σοβαρῶν ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων στὰ ὁποῖα ἐκλήθη νὰ ἀποφανθεῖ. Σκοπὸς τῆς Συνόδου ἦταν ἁπλῶς νὰ ἐπικυρώσει τὰ προσυνοδικῶς ἐγκριθέντα κείμενα μὲ κάποιες μικρές, ἔστω, τροποποιήσεις. Ἀλλά, ἀκόμα καὶ ἡ διαδικασία ἐγκρίσεως τῶν τροποποιήσεων ἦταν ἐξαιρετικὰ δυσχερής, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ περιορίστηκε, τελικά, σὲ ἐλάχιστα σημεῖα.
Κατόπιν αὐτῶν τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν προδιαγεγραμμένο: θὰ προέκυπταν - καὶ τελικὰ προέκυψαν - κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν κολακεύουν τὴ σύγχρονη θεολογική μας παραγωγή.
Ἕνα ἰδιαίτερα σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς συνοδικῆς διαδικασίας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου Κρήτη ποὺ θύμισε τὴ συνοδικὴ πρακτική τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἡ ἀρχικὴ συμβολὴ καὶ παρουσία τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἑλλαδικὴ ἀντιπροσωπεία ἀκολουθώντας τὴν πράξη καὶ πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας κατὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους προσκόμισε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ἐπὶ τῶν ζητημάτων τὰ ὁποῖα θὰ ἀπασχολοῦσαν τὴν Πανορθόδοξη[27]. Ἡ συνοδικὴ αὐτὴ ἀπόφαση ἦταν ἀποτέλεσμα πολύμηνων (Ἰανουάριος-Μάιος 2016) σοβαρῶν καὶ ἔντονων συζητήσεων καὶ ζυμώσεων ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ δὲν περιορίστηκε σὲ κάποιους “εἰδικούς”, “ἐμπειρογνώμονες” καὶ “τεχνοκράτες”, ἀλλὰ ἐπεκτάθηκε σὲ ὁλόκληρο τό Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἤτοι Ἱεράρχες, ἄλλους κληρικούς, μοναστικὲς Ἀδελφότητες, πανεπιστημιακοὺς θεολόγους καὶ λαϊκοὺς Χριστιανούς. Δὲν ξέρω ἂν ποτὲ στὴ νεώτερη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἔγινε στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τόση σοβαρὴ καὶ ἔντονη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ θέματα πίστεως. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸν ὅλο γόνιμο προβληματισμὸ ποὺ διεξήχθη στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων τὸν παρακολουθοῦσαν μὲ ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες τὸν ἀξιοποίησαν στὶς δικές τους συνοδικὲς ἀποφάσεις! Πραγματικά, ἡ περίοδος αὐτὴ τῶν προσυνοδικῶν ζυμώσεων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀξιοζήλευτη...
Ἔτσι, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου θεολογικὸ προβληματισμὸ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς τὸ πλέον ἁρμόδιο Συνοδικὸ Σῶμα μετὰ ἀπὸ διήμερη ἔντονη συζήτηση, συνεκτιμώντας τοὺς προβληματισμοὺς τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἐκφράστηκαν τὴν περίοδο αὐτή, κατέληξε σὲ ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, στὴν ὁποία καταγραφόταν ἡ πίστη καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων καὶ τῶν θεμάτων τὰ ὁποῖα θὰ συζητοῦντο στὴν Κρήτη!
Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ διαδικασία ποὺ καταδεικνύει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα ἐκφράζει πραγματικά το συνοδικὸ θεσμό, ὡς ἔργο καὶ σύμπραξη ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸν ἔζησε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, δὲν φάνηκε ἀρεστὴ καὶ κατακρίθηκε ἀπὸ ὁρισμένους ὑπερμάχους τῆς Κρήτης, ὡς δῆθεν ξένη πρὸς τὴν συνοδικὴ παράδοση![28]
Καὶ ὅμως αὐτὴ ἦταν ἡ πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατὰ τὴν προετοιμασία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ εἶναι πρὸς τιμὴν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ τὴν ἐφάρμοσε. Ὑπενθυμίζουμε:
i) Στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐκπροσωπήθηκε ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς παπικοὺς λεγάτους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης τῶν 125 ἐπισκόπων. Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης κόμισε στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ τὴ γραπτὴ ἀπόφαση τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ἔγινε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτή[29].
ii) Στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ λεγάτοι τοῦ πάπα Ἁγ. Λέοντος κόμισαν στὴ Σύνοδο τὸν περίφημο «Τόμο τοῦ Λέοντος» καὶ ζήτησαν νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ χριστολογία του. Ὁ Τόμος τοῦ Λέοντος ἔγινε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴ Σύνοδο καὶ κατέστη κριτήριο Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ παπικοὶ λεγάτοι ἐνῶ δὲν διαπραγματεύτηκαν οὐδὲ στὸ ἐλάχιστο τὴ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Λέοντος, τὴν ὁποία τελικὰ ἀποδέχθηκε ἡ Σύνοδος, σὲ “τεχνικῆς φύσεως” ζητήματα, πού εἶναι ἥσσονος σημασίας, ἤσαν διαλλακτικοὶ (π.χ. συζήτησαν καὶ τελικὰ ἀποδέχθηκαν τὴ σύνταξη ὡς Ὃρου πίστεως ἄλλου κειμένου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν ἀπολύτως σύμφωνος στὸ φρόνημα καὶ τὴ διδασκαλία μὲ τὸν Τόμο τοῦ Λέοντος!).
iii) Στὶς Στ΄ καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ὑπὸ ἀραβικὴ κατοχὴ Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων κόμισαν ἐπιστολὲς τῶν Πατριαρχῶν τους, στὶς ὁποῖες ὁμολογοῦσαν τὴ δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τους καὶ γίνονταν μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὶς Συνόδους.
Σὲ ὅλες τὶς ἀνωτέρω περιπτώσεις οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποδέχονταν τὴν πίστη ποὺ διακήρυσσαν οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἀπόντων Πατριαρχῶν. Ποτὲ δὲν ἀρνήθηκε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράστηκε μέσῳ συνοδικῆς ἀποφάσεως-ἐπιστολῆς! Οὔτε ποτὲ δυσφόρησαν οἱ Συνοδικοὶ Πατέρες, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἔκαναν δεκτὲς μὲ ἐνθουσιασμὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἀπόντων Πατριαρχῶν.
Ἄλλωστε, πῶς εἶναι δυνατὸν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ μὴν ἀποδέχεται τὴν πίστη καὶ τὸ φρόνημα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας; Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καὶ καθιστᾶ ἄκρως προβληματικὴ ἢ τὴν Τοπικὴ Σύνοδο ἢ τὴν Οἰκουμενική!
Μία φορά, ὅμως, συνέβη αὐτό! Ὅταν ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449) ἀρνήθηκε τὴ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Λέοντος καὶ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, διαφοροποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ καὶ προσπάθησε νὰ διατυπώσει ἄλλη, διαφορετικὴ πίστη. Τότε οἱ παπικοὶ λεγάτοι, σεβόμενοι τὸν ἐντολέα τους πάπα Ἃγ. Λέοντα, τὸν ὁποῖον ἐκπροσωποῦσαν καὶ δεσμεύονταν ἀπέναντί του, δὲν συμφώνησαν, διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα λέγοντας τὸ περίφημο «κοντραδίκιτουρ, ὃ ἐστὶν ἀντιλέγεται»[30] καὶ ἀποχώρησαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος αὐτή, ἂν καὶ συνεκλήθη ὡς Οἰκουμενική, ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς... ἡ Ληστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449)!
Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ὅτι γιὰ τὴ συνοδικὴ πρακτική της Ἐκκλησίας ἦταν συνήθης καὶ αὐτονόητη ἡ κατάθεση τῆς πίστεως καὶ τοῦ φρονήματος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πίστη δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ τεθεῖ ὑπὸ συζήτηση ἢ ὑπὸ διαπραγμάτευση. Ἐπίσης, γιὰ θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ φρονήματος δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ κἂν ζήτημα ὑπεροχῆς τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔναντι τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως κρίνει τὴν ἀξία τῆς Συνόδου καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὀφείλει νὰ ἐκφράζει τὸ φρόνημα τῶν συμμετεχουσῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ἐκφράζουν τὴν κοινή τους πίστη ἐν Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ. Ἂν δὲν συμβαίνει αὐτό, τότε ὑπάρχει σοβαρὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο χρήζει ἄμεσης ἀντιμετωπίσεως. Ἐπίσης, εὔστοχα ἐπισημαίνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Μητροπολίτης Περγάμου:
«Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἕνας θεσμὸς ὑπεράνω τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας θεσμὸς πού ἐκφράζει τὴν ἑνότητα, τὴν σύμπτωση, τὴν συναίνεση καὶ ἀμοιβαιότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν[31].»
Ἡ ἀρχική, λοιπόν, παρουσία καὶ συμβολὴ τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θύμιζε, πράγματι, πρακτικὴ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Δυστυχῶς ὅμως, στὸ τέλος, ἡ ἀντιπροσωπεία μας ὑπέκυψε σὲ πιέσεις[32] καὶ παρέβλεψε ὅτι ἐνεργοῦσε ὡς ἐντολοδόχος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαβε συγκεκριμένη ἐντολὴ νὰ ὑποστηρίξει στὴν Πανορθόδοξη. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἀντιπροσωπεία ἦταν δεσμευμένη μὲ τὴν ὁμόφωνη συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας νὰ μὴν ἀποδεχθεῖ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων ὡς «Ἐκκλησιῶν» δὲν τήρησε, δυστυχῶς, τὴν ἐντολή, τὴν ὁποία ἔλαβε μὲ ὅλα τά θλιβερὰ ἐπακόλουθα[33].
Δ. Συνοδικὲς ἀποφάσεις
1. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀνομάζονται «ὃροι», διότι ὁρίζουν ἐπακριβῶς, κατὰ τὸν πλέον σαφῆ τρόπο τὰ ὅρια μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, μεταξύ τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς δαιμονικῆς πλάνης. Τὸ πλέον χαρακτηριστικό τους γνώρισμα εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ σαφήνεια, γιατί τὰ ἀσαφῆ ὅρια δὲν εἶναι ὅρια καὶ μόνο προβλήματα δημιουργοῦν. Ἄλλωστε κατὰ τὸν ἀρχαῖο φιλόσοφο «σοφόν τό σαφές».
Συνεπῶς, ἡ ἀκριβὴς διατύπωση καὶ διασάφηση τῆς ὁρολογίας εἶναι βασικὸ στοιχεῖο κάθε Συνόδου ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη.
Δυστυχῶς ὅμως στὴν Κρήτη πρυτάνευσε ἄλλο πνεῦμα, ἐντελῶς ἀλλότριο καὶ ξένο στὸ συνοδικὸ φρόνημα, στὴ συνοδικὴ πράξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὸ πλέον κρίσιμο 6ο κείμενο τῆς Συνόδου γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο, ἐπικρατεῖ ἀσάφεια καὶ ἀμφισημία, ἡ ὁποία κανένα δὲν ἱκανοποιεῖ[34]. Πολὺ εὔστοχα ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου σημειώνει:
«Τὸ κείμενο αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν εἶναι θεολογικό, ἀλλὰ συγχρόνως δὲν εἶναι καθαρό, δὲν ἔχει καθαρὲς προοπτικὲς καὶ βάσεις, εἶναι διπλωματικό. … διακρίνεται ἀπὸ μία διπλωματικὴ δημιουργικὴ ἀσάφεια. Καὶ ὡς διπλωματικὸ κείμενο δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους οὔτε τοὺς ἑτεροδόξους[35].»
Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος συντονίζεται καὶ ἡ δήλωση τοῦ Μητροπολίτου Μπάτσκας (Σερβία) Εἰρηναίου (Μπούλοβιτς):
«Ἒπρεπεν ὅμως, μᾶλλον δὲ καὶ ὤφειλε [ἡ Σύνοδος], νὰ καταθέσῃ διὰ τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος κειμένου τὴν μαρτυρίαν τῆς ἐκκλησιoλoγικῆς της ταυτότητος καὶ αὐτοσυνειδησίας κατὰ τρόπον εὐκρινέστερον, συνεπέστερον καὶ ἀκριβέστερον. Τοῦτο, δυστυχῶς, δὲν κατέστη δυνατόν… Ἂς μὴν ἀπατώμεθα ἢ κρυπτώμεθα: τὸ προβληματικὸν τοῦτο κείμενον εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυρία αἰτία τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων ὀρθοδόξων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν εἰς τὴν Σύνοδον![36]»
Ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ ὁ «ὑπέρμαχος» τῆς Κρήτης Μητροπολίτης Μεσσηνίας παραδέχεται ὅτι ὑπάρχουν σοβαρὰ προβλήματα στὸ κείμενο αὐτό[37] ἀλλὰ τὰ ἀποδίδει στὴ «γενομένη κειμενολογικὴ συνένωση» τῶν δύο κειμένων τῆς Γ΄ ΠΠΔ (Γενεύη, 1986). Ἐμεῖς θὰ προσθέταμε ὅτι ὅταν ἀπουσιάζει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τότε καθίστανται ἄχρηστα τά 55 χρόνια προετοιμασίας τῆς Συνόδου, τόσες Πανορθόδοξες Διασκέψεις καί συναντήσεις μὲ τὴ συμμετοχὴ πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν καὶ ἐπισκόπων!
2. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης στὸ ἴδιο κείμενο ἀναφέρει ὅτι:
«... ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως, διότι αἳ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (§ 19).»
Ὅμως, οὐδέποτε σὲ συνοδικὸ κείμενο δὲν ὑπῆρξε τόσο γενικὴ καὶ ἐπιπόλαιη ἀναφορὰ σὲ «παρέκκλιση ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως» «σὲ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως» χωρὶς παράλληλα νὰ ἐπισημαίνονται ἐπακριβῶς τὰ σημεῖα τῆς παρέκκλισης. Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν κακοδοξιῶν «σὲ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως» εἶναι ξένος στὸ φρόνημα καὶ τὴν πρακτική των Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ γενικότητα καὶ ἡ ἀσάφεια μετατρέπεται σὲ διγλωσσία καὶ διπλωματία ὅταν στὴν ἴδια § 19 ἀναφέρεται ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης «ἐκτιμᾶ θετικῶς» τὰ κείμενα ποὺ ἔχει συντάξει ἡ «Ἐπιτροπὴ Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ ΠΣΕ. Ὅπως ἔχουμε ἐπισημάνει τὸ πλέον σημαντικὸ κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» εἶναι αὐτὸ μὲ τὸν τίτλο «Κείμενο Λίμα, 1982 - Βάπτισμα Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη» (ΒΕΜ-Baptism, Eucharist and Ministry) καὶ εἶναι γεμάτο ἀπὸ πλάνες καί κακοδοξίες[38].
Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζει τὸ 6ο κείμενο εἶναι ἐντελῶς ξένο πρὸς τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζουν τὰ συμβολικὰ καὶ συνοδικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
3. Κεντρικὸ καὶ οὐσιῶδες σημεῖο κάθε Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ἡ θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μὲ τὴν καταδίκη συγκεκριμένων πλανῶν καὶ αἱρέσεων καί, φυσικά, καὶ τῶν ἐκφραστῶν τους. Οὐσιαστικὰ ἡ καταδίκη των αἱρέσεων ἀποτελεῖ ἀναγκαία συνέχεια καὶ ἀπαραίτητη συμπλήρωση τῶν συνοδικῶν ὅρων ποὺ ὁριοθετοῦν τὴν πίστη καὶ ὁρίζουν ἐπακριβῶς ποὺ βρίσκεται ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια στὸ συγκεκριμένο θεολογικὸ ζήτημα.
«Καταδικάζονταν οἱ ἑτερόδοξοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαφορετικὴ «δόξα»-πίστη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς στοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, καὶ τοὺς Ἁγίους[39].»
Γιὰ τὴν συνοδικὴ παράδοση ἡ αἵρεση εἶναι «λοιμώδης νόσος», ἡ ὁποία ἂν δὲν ἀντιμετωπισθεῖ θὰ ἐπεκταθεῖ καὶ θὰ μολύνει ὁλόκληρο τὸν ὀργανισμό. Ἔτσι, μὲ τὴν ὀνομαστικὴ καταδίκη ὅλων των αἱρεσιαρχῶν, ποὺ ἐπαναλαμβανόταν σὲ κάθε Οἰκουμενικὴ Συνοδο[40] παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ αἱρεσιάρχες εἶχαν πεθάνει πρὶν ἀπὸ αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία μὲ ποιμαντικὴ στόχευση ἐπεσήμαινε τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὸ αἱρετικὸ φρόνημα τὸ ὁποῖο ἐπιζεῖ καὶ μετὰ τὸ θάνατο τῶν αἱρεσιαρχών[41].
Στὴν Κρήτη δὲ συνέβη τίποτα ἀπὸ αὐτά: Καμία ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις ποὺ μολύνουν τοὺς πιστούς, καμία ἐπισήμανση τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες, καμία ἀνησυχία ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καὶ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν ἀντιλήψεων, καμία φροντίδα καὶ ποιμαντικὴ μέριμνα γιὰ νὰ προσφερθεῖ στοὺς ἑτεροδόξους ἡ «καλὴ ἀνησυχία» καὶ νὰ προσκληθοῦν στὴν Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολιὴς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς, ἡ Σύνοδος δὲν υἱοθετεῖ τὶς ἀποστολικὲς ἀνησυχίες ὅτι ἡ αἵρεση συνιστᾶ τεράστιο πνευματικὸ κίνδυνο, ἀφοῦ ὡς ἄλλη «γάγγραινα» (Β' Τιμ. 2, 18) καὶ «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α' Τιμ. 1, 20) παρασύρει ψυχὲς «πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β' Πέτρ. 3, 16). Δὲν υἱοθετεῖ ἡ Κρήτη τὴ διαχρονικὴ καὶ ἔντονη ἀνησυχία τῶν Ἁγίων καὶ Πατέρων γιὰ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν αἱρέσεων. Ἀντίθετα, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Μητρ. Ναυπάκτου «στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης πρώτη φορὰ γινόταν προσπάθεια γιὰ τὸ πῶς θὰ ὑπάρξει ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐτεροδόξους»[42] μὲ ἀποκορύφωση τὴν γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο πρόσκληση καὶ τιμητικὴ παράσταση ὡς «παρατηρητὲς» ἐκπροσώπων αἱρετικῶν κοινοτήτων ποὺ πιστεύουν σὲ διδασκαλίες καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Πραγματικά, τὸ φρόνημα τῆς Κρήτης δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ποιὰ Ὀρθόδοξη Σύνοδο μιμήθηκε ἡ Κρήτη ὥστε νὰ μὴν ἀναφερθεῖ σὲ αἱρετικοὺς καὶ νὰ μὴ διαχωρίσει τὴ θέση της ἀπὸ αὐτούς; Σὲ καμία Ὀρθόδοξη, μόνο στὴ Β΄ Βατικανή, ὅπου καὶ σὲ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις καὶ κακοδοξίες! Τὸ φρόνημα τῆς Κρήτης εἶναι πλησιέστερο πρὸς αὐτὸ τῆς Β΄ Βατικανῆς καὶ ὄχι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας.
Θὰ συμφωνοῦσα μὲ τὸν καθηγητὴ Γρ. Λαρεντζάκη ὅταν λέει ὅτι «δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διατυπώνεται ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἐπειδὴ μία Σύνοδος δὲν καταδίκασε, δὲν εἶναι Σύνοδος» [43]. Τὸ κρίσιμο ἐρώτημα ποὺ τίθεται δὲν εἶναι ἂν εἶναι Σύνοδος, ἀλλὰ ἂν στοιχεῖται στὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἢ τῆς Β΄ Βατικανῆς!
Τέλος, ρωτοῦμε ὅσους πεισματικὰ πασχίζουν νὰ ἀποδώσουν τὴν προσωνυμία Ἁγία καὶ Μεγάλη στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης:
1. Οἱ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν της τόνιζαν ὅτι ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη ἡ διευκρίνιση τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πρέπει νὰ διατυπώσει μὲ σαφήνεια τὴ θέση της ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν μὲ τοὺς ὁποίους διαλέγεται. Μάλιστα τὰ ζητήματα αὐτὰ εἶχαν τεθεῖ πιεστικά καὶ στὶς Πανορθόδοξες Προσυνοδικὲς Διασκέψεις[44]. Τί ἔκανε γι’ αὐτὰ τὰ κρίσιμα θεολογικὰ ζητήματα ἡ Κρήτη; Τίποτα ἀπολύτως, ἢ ὀρθότερα ἀπόλυτη ἐκκλησιολογικὴ σύγχυση[45]! Πῶς, λοιπόν, θὰ χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση Ἁγία καὶ Μεγάλη, ὅπως οἱ Οἰκουμενικές;
2. Ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι οἱ παράλληλες δικαιοδοσίες στὴ Διασπορὰ εἶναι τὸ μεῖζον ζήτημα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ περίμεναν ἐναγωνίως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ λύσει τὸ ζήτημα αὐτό. Μάλιστα ἡ Δ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη ποὺ συνέταξε τὸν «Κανονισμὸ Λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ», ἀναγνώρισε ὅτι ἡ λύση εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔθεσε ἔσχατο ὅριο ἰσχύος του τὴν Πανορθόδοξη, ἡ ὁποία θὰ ἐπιλαμβανόταν καὶ θὰ ἔλυε τὸ ζήτημα μὲ βάση τὴν κανονικὴ τάξη[46]. Τί ἔκανε γι’ αὐτὸ ἡ Κρήτη; Τίποτα ἀπολύτως! Ἤ, μᾶλλον, περιέβαλε μὲ συνοδικὸ κύρος τὴν ἀντικανονικότητα καθιστώντας την πλέον μόνιμη, καὶ δυσκολεύοντας ἔτι πλέον τὴν ὅποια κανονικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθὴ λύση στὸ μέλλον. Πῶς, λοιπόν, θὰ χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση Ἁγία καὶ Μεγάλη;
Ε. Ἀποδοχὴ τῆς Συνόδου
Ἀξιομνημόνευτη εἶναι καὶ ἡ σύγκριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μὲ τὴν Πανορθόδοξη τῆς Κρήτης ὡς πρὸς τὴν ἀποδοχή της. Καθοριστικὸ στοιχεῖο τῶν Συνόδων ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης εἶναι ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὅταν αὐτὸ δὲν ἔχει καταστεῖ ἐφικτὸ ἡ ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερη ἀποδοχὴ τῶν ἀποφάσεών τους.
Ἔτσι, σὲ ὅσες Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν συμμετεῖχαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες σὲ πολὺ σύντομο διάστημα οἱ ἀποφάσεις τους ἔγιναν ἀποδεκτὲς ὡς ἐκφράζουσες καὶ τὸ δικό τους ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Ἀναλυτικότερα:
α) Β΄ Οἰκουμενικὴ (Κωνσταντινούπολη 381): Παρὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ δογματικές της ἀποφάσεις ἔγιναν ἀμέσως ἀποδεκτὲς καὶ ἀπὸ τὴ Ρώμη τὸ ἑπόμενο ἔτος, κατὰ τὸ ὁποῖο συνεκλήθη τοπικὴ Σύνοδος στὴ Ρώμη. Τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἐπίπεδο Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ ἀναφέρεται ὡς Οἰκουμενικὴ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (451), δὲ σημαίνει ὅτι στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν ἤδη καταγεγραμμένη ὡς Οἰκουμενική, διότι τὸ Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἤδη ἀποδεκτό.
β) Γ΄ Οἰκουμενικὴ (Ἐφέσου 431): Στὴ Σύνοδο δὲν συμμετεῖχε μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας καὶ ἀρνήθηκε ἀρχικὰ τὶς ἀποφάσεις της. Ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καταδικάστηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο καὶ διεκόπη ἡ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας. Ὅμως σὲ λιγότερο ἀπὸ δύο χρόνια μετὰ ἀπὸ ἐντατικὲς συζητήσεις ὁ Ἀντιοχείας προσυπέγραψε τοὺς Ὅρους τῶν Διαλαγῶν (433), ἀποδεχόμενος, οὐσιαστικὰ τὶς ἀποφάσεις καὶ συνεπακόλουθα τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου ὑπὸ τὸν Ἅγ. Κύριλλο.
γ) Ε΄ Οἰκουμενικὴ (Κωνσταντινούπολις 553): Δὲν συμμετεῖχε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, διότι ὁ πάπας Βιγίλιος ἀρνήθηκε νὰ παραστεῖ, γι’ αὐτὸ καὶ καταδικάστηκε. Ὅμως ἀμέσως, ἐντὸς μόλις ἑξαμήνου, ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις της ζητώντας συγγνώμη.
Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἐπιγραμματικὴ ἀναφορὰ στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καταδεικνύεται ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία σχέση μὲ τὴν Πανορθόδοξή τοῦ 2016. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μοναδικὴ Σύνοδος ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης στὴν ὁποία ὄχι ἁπλῶς δὲν συμμετεῖχε μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ τέσσερες τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ ἐκπροσωποῦν τὸ 70% τοῦ Ὀρθοδόξου Λαοῦ.
Ἐπιπλέον, πολὺ πιὸ καθοριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ τέσσερα Πατριαρχεῖα ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ συνοδικές τους ἀποφάσεις ἀρνήθηκαν κατηγορηματικὰ νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη καὶ τὶς ἀποφάσεις της ὡς δεσμευτικὲς γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία[47]! Δὲν ὑπάρχει τέτοιο προηγούμενο στὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἐπίσης, σήμερα, δύο χρόνια μετὰ τὴν Κρήτη, ἀκόμα καὶ στὶς δέκα Ἐκκλησίες ποὺ συμμετεῖχαν ὑπάρχουν ἀρνητὲς τοῦ χαρισματικοῦ χαρακτῆρος τῆς Συνόδου, ἀκόμα καὶ ἐπισκοποι[48] καὶ ὅμως σὲ κανένα δὲν ἔχει ἐπιβληθεῖ τὸ ἐλάχιστο ἔστω κανονικὸ ἐπιτίμιο γιὰ τὴν ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς ἁγιοπνευματικῆς ὑποστάσεως τῆς Συνόδου. Ἀκόμα καὶ στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπάρχουν σημαίνοντα πρόσωπα (Καθηγούμενοι τοῦ Ἁγ. Ὄρους) ποὺ ἀρνοῦνται τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης καὶ στὴν ἴδια τὸν ἁγιοπνευματικὸ της χαρακτήρα. Αὐτὸ καὶ μόνο καθιστᾶ σαφὲς ὅτι οἱ ἴδιες οἱ συμμετέχουσες Ἐκκλησίες δὲν παίρνουν στὰ σοβαρὰ τὴ συνάντηση τῆς Κρήτης ὡς ἁγιοπνευματικῆς, Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μὲ κύρος καὶ ἰσχὺ ὅπως οἱ σοβαρὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας μας!
Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐκκλησίες ποὺ ὑπέγραψαν στὴν Κρήτη ἔχουν κανονικὴ κοινωνία μὲ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ δὲν συμμετεῖχαν καὶ δὲν ἀποδέχονται οὔτε ἀναγνωρίζουν τὴν «Πανορθόδοξη» ὡς ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο!
Τὸ πιὸ τραγελαφικὸ ὅμως εἶναι ὅτι οἱ τὴν πρώτη εὐθύνη φέροντες γιὰ τὸ πῶς κατάντησε ἡ Κρήτη θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν ποινὲς σὲ ὅσους δὲν ἀποδέχονται τὶς ἀποφάσεις της[49], ἐνῶ οἱ ἴδιοι διὰ τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῆς Συνόδου ἄφησαν στὴ διακριτικὴ εὐχέρεια τῶν συνοδικῶν μελῶν της νὰ μὴν τὶς ἀποδεχθοῦν καὶ νὰ μὴν τὶς ὑπογράψουν (βλ. Κανονισμὸς ἄρθρο 12 § 2-3)!
Καὶ μία ἀκόμα σημαντικὴ λεπτομέρεια: Ἀσφαλῶς καὶ δὲν μᾶς διαφεύγει ὅτι καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὁρισμένοι τὶς πολέμησαν πολὺ ἔντονα (χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: οἱ Α΄, Γ΄, Ζ΄ Οἰκουμενικές). Εἶναι ὅμως ἐξίσου σημαντικὸ νὰ τονιστεῖ ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τὰ ἐκκλησιολογικὰ “ἀντανακλαστικὰ” τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λειτουργοῦσαν ἄμεσα καὶ ἔτσι μεγάλες Πατερικὲς μορφὲς ἔσπευσαν νὰ τὶς ὑπεραπιστοῦν, γιατί Χάριτι θεία κατάλαβαν ὅτι οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἦταν ἁγιοπνευματικές:
(i) Ο Μ. Ἀντώνιος ἄφησε τὴν ἔρημο γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ Νίκαια,
(ii) ὁ Ἃγ. Δαλμάτιος[50] κατόπιν θεοφανείας βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του μετὰ ἀπὸ 48 χρόνια ἔγκλειστου βίου καὶ ἡγήθηκε συλλαλητηρίου κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορα,
(iii) ὁ Ἃγ. Συμεὼν ὁ Στυλίτης παρενέβη ὑπὲρ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς,
(iv) ὁ Ἃγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὑπερασπίστηκε μαρτυρικὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική.
Ἀσφαλῶς ὁ Μ. Ἀντώνιος ἢ ὁ Ἃγ. Δαλμάτιος ἢ ὁ Ἃγ. Συμεὼν ὁ Στυλίτης δὲν εἶχαν οὔτε τὴ στοιχειώδη μόρφωση, πολλῷ μᾶλλον ἐπιστημονικὲς “θεολογικές” γνώσεις. Ἔχοντας ὅμως φωτισμένο νοῦ, ἐνήργησε ἡ Χάρις καὶ πλήρεις τῆς ἐμπειρίας Τής μπόρεσαν νὰ θεολογήσουν ἀληθῶς καὶ νὰ καταστοῦν τὰ σκεύη τοῦ Πνεύματος τὰ ὁποῖα συνέβαλαν στὴν ἀποδοχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.
Ἀς ἀπαντήσουν οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Κρήτης: Ποιὰ σύγχρονα πνευματικὰ καὶ πατερικὰ ἀναστήματα ὑπερασπίζονται τὶς θεολογικὲς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης; Ποιὰ χαρισματικὰ σημεῖα ἔχουμε ποὺ νὰ ἐπιμαρτυροῦν ὅτι Κρήτη συγκαταλέγεται στὶς Ἁγίες καὶ Μεγάλες;
Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ὅπου τό 70% τῶν Ὀρθοδόξων κανονικῶς ἐκφραζόμενο διὰ τῶν τοπικῶν του Ἐκκλησιῶν δὲν ἐκπροσωπήθηκε καὶ δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιοπνευματικὴ διάσταση τῆς Κρήτης. Γιὰ ποιὰ «Πανορθόδοξη» μιλᾶμε;
Ὑπῆρξε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας τέτοια ἀπαξίωση σὲ ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο;
Καὶ ὅμως ἡ Κρήτη κάτι θυμίζει ἀπὸ τὴν Ζ΄Οἰκουμενικὴ …
Ἀναφερθήκαμε πολὺ ἐπιγραμματικὰ σὲ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις διαφορὲς ποὺ ὑπάρχουν μεταξύ του φρονήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ αὐτοῦ τῆς Κρήτης. Καὶ ὅμως, στὰ πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὑπάρχει μία ἀναφορὰ ἡ ὁποία, mutatis mutandis, θὰ ταίριαζε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης. Στὴν 6η συνεδρίαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατὰ τὴν ἀναίρεση σημεῖο πρὸς σημεῖο τοῦ ὃρου τῆς Ληστρικῆς ἐναντίον τῶν εἰκόνων ἐν Ἱερείᾳ Συνόδου (754 μΧ) ὁ Ἅγιος Ταράσιος θέλοντας νὰ προσβάλει τὴν οἰκουμενικότητά της σχολίασε τὴν ἐπικεφαλίδα. «Ὅρος τῆς ἁγίας μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου» (τῆς ἐν Ἱερείᾳ), καὶ συγκεκριμένα τὸν αὐτοχαρακτηρισμὸ της ὡς «ἁγίας μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς» καὶ διερωτήθηκε:
«... πῶς δ’ αὖ μεγάλη καὶ οἰκουμενική, ἣν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ’ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Οὐκ ἔσχεν συνεργὸν τὸν.. τῆς Ῥωμαίων πάπαν, … οὔτε συμφρονοῦντας αὐτῇ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἕω, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ τῆς Ἁγίας Πόλεως, … Ὄντως καπνὸς ἀχλύος πλήρης, σκοτίζων ὀφθαλμοὺς ἀφρόνων, ὁ λόγος αὐτῶν, καὶ οὐχὶ λύχνος τεθεῖς ἐπὶ τὴν λυχνίαν τοῦ φωτίζειν τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Διότι … ὡς ἐν παραβύστῳ τὰ αὑτῶν ἐλαλήθη, καὶ οὐκ ἐπάνω τοῦ τῆς ὀρθοδοξίας ὂρους. … Ἑβδόμη δὲ πάλιν πῶς, ἡ μὴ συμφωνήσασα ταῖς πρὸ αὐτῆς ἓξ ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς συνόδοις;»
Εἶναι ἐξαιρετικὰ θλιβερὸ καὶ τραγικό νὰ διαπιστώνουμε ἐμεῖς σήμερα μετὰ ἀπὸ 1.200 χρόνια ὅτι τὰ λόγια τοῦ Ἁγ. Ταρασίου στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μποροῦν τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν νὰ ἐφαρμοστοῦν ἐν πολλοῖς στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, σὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀναμενόταν μὲ πολλὲς προσδοκίες ὡς τὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθοδοξίας.
Διερωτῶμαι, λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγ. Ταράσιο προσαρμόζοντας τὸ λόγο του στὴ σημερινὴ πραγματικότητα:
«πῶς δ’ αὖ αγία και μεγάλη ἣν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ’ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Οὐκ ἔσχεν… συμφρονοῦντας αὐτῇ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἕω, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας, ἢ τοὺς σύν αὐτοῖς μύστας καὶ Ἀρχιερεῖς… Ὄντως καπνὸς ἀχλύος πλήρης, σκοτίζων ὀφθαλμοὺς ἀφρόνων, … ὡς ἐν παραβύστῳ τὰ αὑτῶν ἐλαλήθη, καὶ οὐκ ἐπάνω τοῦ τῆς ὀρθοδοξίας ὂρους. … Ἁγία καί Μεγάλη δὲ πάλιν πῶς, ἡ μὴ συμφωνήσασα ταῖς πρὸ αὐτῆς ἑπτά ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς συνόδοις;»!
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ποὺ κατὰ μυστικὸ καὶ ἄρρητο τρόπο καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, καλεῖται νὰ ἀποφανθεῖ τελεσίδικα καὶ τὴν ἀπόφανσή της εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε ὅλοι, ἢ γιὰ νὰ δανειστῶ τὴν κατακλείδα τῆς ὁμιλίας τοῦ Μητρ. Σερρῶν κ. Θεολόγου, ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«Τελικῶς, πολυσέβαστοι Πατέρες, ἡ ὅποια ἀξιολογική, μὲ ἐκκλησιολογικούς, ἁγιοπνευματικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς πάντοτε ὅρους προσέγγισις τῆς ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης συνελθούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἐπαφίεται στὴν νηφαλίως καὶ ἀδεκάστως ἐνεργοῦσαν ἱστορίαν καὶ κυρίως στὴν ἐγρηγοροῦσαν καὶ ἔνθεον συνείδησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος[51].»
[1] Χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης ὑπερασπιζόμενος τὴν Πανορθόδοξη: «Ποιά πατερική θεολογία καί ποιά πράξη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ χιλιετίας ἐπικαλοῦνται ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀρνητές τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεκλήθη στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, ἐπαναλαμβάνοντες συνεχῶς τά ἴδια καί τά ἴδια ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα δέν ἀνταποκρίνονται πρός τήν ἱστορική πραγματικότητα καί μέ φανατισμό σκανδαλίζουν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιφέρουν σύγχυση καί σχισματικές καταστάσεις;» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στό http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html).
[2] Ἀκόμα καὶ στὴν Β΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία συγκλήθηκε, ἀρχικά, ὡς Τοπικὴ Σύνοδος τοῦ Ἀνατολικοῦ Κράτους, οἱ Πατέρες της ἀμέσως μετὰ τὴ λήξη τῶν ἐργασιῶν της ἀπαντώντας σὲ πρόσκληση τοῦ Ρώμης νὰ συμμετάσχουν σὲ νέα Σύνοδο, ἀρνήθηκαν προβάλλοντας τὸ λόγο ὅτι συμμετεῖχαν ἤδη σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη 381).
[3] Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Καθηγητοῦ π. Cyril Hovorum στὸ 8ο Συνέδριο Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Θεσσαλονίκη, 21-25.5.2018) ποὺσυνδέει τὴν ἀναγνώριση Αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία μὲ τὴν ἄρνηση τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας (ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας) καὶ προσωπικά του Ἀρχιεπισκόπου Ὀνουφρίου νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης! Εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ καθηγητὴς Hovorum: «Ἐδῶ θὰ ἤθελα ἐπίσης νὰ ἀναφερθῶ στὴ ρητορική τῆς ἡγεσίας τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ποὺ εἶναι δεύτερος στὴν τάξη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸν Πατριάρχη Μόσχας, καὶ πάντοτε συμμετέχει σὲ ὅλες τὶς συνοδικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τόσο προσεκτικὸς στὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο, ὅπως τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ἐπίσημη ρητορική της Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατονομάζει τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο ὡς Σύνοδο, τουλάχιστον λένε ὅτι εἶναι Σύνοδος, ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος τῆς Οὐκρανίας τὴν ἔχει ἀποκαλέσει ἕνα Συνέδριο, Conference, μερικῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν. Πιστεύω ὅτι ὁ Πατριάρχης Κύριλλος δὲν ἔχει προσωπικές, ἰδεολογικὲς διαφοροποιήσεις μὲ τὸ πρόγραμμα τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου. Τὰ κίνητρά του γιὰ τὴ Σύνοδο εἶναι ἄλλου εἴδους. Ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος ὅμως εἶναι ἀντίθετος στὴ Σύνοδο ἰδεολογικά. Εἶναι ἕνας πολὺ συντηρητικὸς Ἱεράρχης, ἅγιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ συντηρητικὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος φαίνεται πολὺ φιλελεύθερη, τὸ λέει καὶ αὐτός, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ καὶ ὑποστηρίζει ἄλλους νὰ φέρονται πιὸ ἀνοιχτὰ καὶ πιὸ ἀνοιχτὰ κριτικὰ ἀπέναντι στὴ Σύνοδο. Τὸ στόμα τοῦ Μητροπολίτη Ὀνούφριου γιὰ τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μπάντσεν Λογγίνος. Αὐτὸς εἶναι Βοηθὸς Ἐπίσκοπος στὴ Μητρόπολη ἀπὸ ὅπου προέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος. Ὁ Λογγίνος ἦταν μοναδικὸς Ἀρχιερέας ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ Σύναξη ποὺ συνῆλθε στὴ Θεσσαλονίκη (σ.σ. ἐννοεῖ στὸν Πειραιὰ) τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2017 (σ.σ. 2016) γιὰ νὰ καταδικάσει τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο. Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Λογγίνου ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι αἱρετικὴ ἐπειδὴ προωθεῖ τὸν οἰκουμενισμό. Ὑπογραμμίζω ὅτι εἶναι ὁ μοναδικὸς Ἀρχιερεὺς ποὺ ἔλαβε μέρος σὲ αὐτὴ τὴ Σύναξη (σ.σ. που διοργάνωσαν τέσσερις Μητροπόλεις και η Σύναξη Κληρικών και Μοναχών). Παρὰ τὶς ἐνέργειες καὶ τοποθετήσεις καὶ νουθετήσεις του ποὺ δὲν συμπίπτουν μὲ τὶς ἐπίσημες ἀποφάσεις τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Λογγίνος ἀπολαμβάνει τὴν ὑποστήριξη τοῦ Προκαθημένου τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὸν προώθησε ἀπὸ Ἐπίσκοπο σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοῦ δείχνει καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς εὔνοιάς του. Συμπερασματικά, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες ποὺ ἀντιδροῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἔχουν διαφορετικὲς σκοπιμότητες. Ὁ Πατριάρχης Μόσχας καὶ οἱ ἐπίσημοι συνοδικοὶ θεσμοὶ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζουν αὐτὴ ὡς Σύνοδο ἀλλὰ ὄχι ὡς Ἁγία ἢ Μεγάλη ἢ Πανορθόδοξη. Καὶ ὁ λόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς Συνόδου, οἱ ἐνέργειές της σκοπεύουν νὰ ὑποβαθμίσουν τὴ σημασία καὶ τὸ κύρος αὐτῆς, ὄχι νὰ τὰ ἐξουθενώσουν ἐντελῶς. Ταυτόχρονα ὑπάρχει καὶ κίνημα ἀκραίου συντηρητισμοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπορρίπτει τὴ Σύνοδο χωρὶς ἐπιφυλάξεις καὶ θεωροῦν ὡς αἱρετική, ὡς μὴ Ὀρθόδοξη κλπ. Καὶ στὸ κίνημα αὐτὸ συμμετέχουν κυρίως λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ κληρικοί, ἀλλὰ καὶ κάποιοι Ἐπίσκοποι. Τὸ ἐπίκεντρό της ἀντίστασης αὐτῆς κατὰ τῆς Συνόδου, στὸ ἐπίσημο ἐπίκεντρο, πιστεύω, δυστυχῶς, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας σὲ ἕνωση μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Παρότι ἡ Μόσχα δὲ συμμερίζεται αὐτὲς τὶς ὁλοκληρωτικὲς τοποθετήσεις τὶς ἐκμεταλλεύεται, πιστεύω, γιὰ δικούς της λόγους. Ἐδῶ νομίζω ὑπάρχει ἡ ἀναλογία μὲ τὸ πολυσυζητημένο θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου της Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἡ Μόσχα ἐκμεταλλεύεται τὶς φοβίες ποὺ τῆς δείχνει ἡ Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία γιὰ τὴν Δύση ποὺ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προμήνυε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ Οὐκρανικὸ Σχίσμα. Ἡ ἡγεσία τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κινεῖται ἀπὸ τὸν συντηρητικὸ φόβο νὰ ἀλλάξει τὸ ἐκκλησιαστικὸ status quo στὴν Οὐκρανία, ἐνῶ ἡ Μόσχα σκοπεύει νὰ ἀλλάξει τὸν δικό της status quo στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο»!
[4] Βλ. σχετική συζήτηση στὴν 4η συνεδρίαση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στό Σπ. Μήλιας, Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τ. Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγ. Ἄννης, Ἃγ. Ὅρος, (στό ἑξῆς: Πρακτικά) τ. Β΄ σσ. 162-164. Mansi 7, 49Α-61Α. ACO 2,1,2,110-114.
[5] Π.χ. ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐκπροσωποῦνταν ἀπὸ 2-5 παπικοὺς λεγάτους, ἐνῶ μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατοχὴ τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων) τὰ Πατριαρχεῖα αὐτὰ ἐκπροσωποῦνταν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἀπὸ 2-3 πρόσωπα.
[6] Ἰ. Ζηζιούλα, Θέματα Ἐκκλησιολογίας, Πανεπιστημιακὲς παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 71-73.
[7] Πρακτικά Γ΄ 227, Μansi 12, 999B, ACO (2008) 2,3,1,37-38.
[8] Πρακτικά Γ΄ 306-312, Μansi 13, 133C-157A.
[9] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου, Ἡ “Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνοδος”, θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2018, (στὸ ἑξῆς: Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος), σ. 250-254, 296-301, 430-431.
[10] Στὴν Α΄ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, στὴν Γ΄ ὁ Ἅγ. Κύριλλος, στὴν Δ΄ ὁ Μ. Λέων δι’ ἀντιπροσώπων, στὴν Ζ΄ ὁ Ἅγ. Ταράσιος, στὴν Η΄ ὁ Μ. Φώτιος, στὴν Θ΄ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς.
[11] Στὴν Β΄ ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν Δ΄ καὶ στὴν Ε΄ ὁ Ἅγ. Κύριλλος, στὴν Στ΄ ὁ Ἅγ. Μάξιμος, στὴν Ζ΄ ὁ Ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός.
[12] π. Ἀν. Γκοτσόπουλος, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ὁ ἐπίσκοπός της στὰ Πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, 2016, σ. 235-250.
[13] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Τὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, μετφρ. Ἀρχιμ. Ζαχαρίας, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2010, σ. 32-33.
[14] Πρακτικά Β΄ σ. 88, Mansi 6, 689A, ACO 2,1,1,11923.
[15] Βλ. τὸν ἐνδελεχῆ ἔλεγχο πλαστότητας τῶν προσκομισθέντων πρακτικῶν της Ε΄ ΟἰκουμενικῆςΣυνόδου κατὰ τὴν 14η πράξη τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς, Πρακτικά, Γ΄ 130-134, Mansi 11, 583-596, ACO 2,2,2,628-654.
[16] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 250-254, 296-301, 430-431.
[17] Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 118.
[18] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 25-47.
[19] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 250-254, 205, 594, 597 και 296-301, 430-431.
[20] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.
[21] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.
[22] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.
[23] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 415, 662, 684.
[24] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 662.
[25] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 473, 684, 727-728.
[26] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 425-427.
[27] Ἀναλυτικὸς σχολιασμὸς τῶν τροποποιήσεων ποὺ εἰσηγήθηκε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὸ Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 441-471.
[28] Γρ. Λαρεντζάκης, «Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», β΄ μέρος, (http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html): «Ἔπρεπε, λοιπόν, οἱ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν τέτοιες ἀποφάσεις νά γνωρίζουν, ὅτι ἐκ τῶν προτέρων δημιουργοῦσαν νέα καί ἐν πολλοῖς ἀνυπέρβλητα προβλήματα καί γιά τίς ἴδιες Ἐκκλησίες των, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔγινε, διότι ὡρισμένες ἐξ αὐτῶν λόγω τῆς οἰκειοθελοῦς αὐτοδεσμεύσεώς των δέν προσῆλθαν κἄν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἄλλες ἀναγκάστηκαν τελικά νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τίς ἴδιες τίς ἀποφάσεις των καί νά προσαρμοσθοῦν ἔστω καί μερικῶς, πρός τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὅμως μέ μεγάλο τίμημα καί νέες ἐντάσεις κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου μεταξύ τῶν Συνοδικῶν Πατέρων, ἀλλά καί στό ἴδιο σῶμα των μέ διάφορες ἀντιδικίες καί ἀλληλοκατηγορίες τηρήσεως ἤ μή τῶν προαποφάσεων τῶν Συνόδων των, μέ ἐλιγμούς καί παλινδρομήσεις. Ὅλα αὐτά μή ἀναγκαῖα, περιττά καί ἐπιζήμια»!
Ἐπίσης ὁ κ. Εὐ. Σωτηρόπουλος (www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/14537-i-ekklisia-kai-i-agia-kai-megali-sunodos) σημείωσε: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας ἔφτασε στὴν Κρήτη μὲ συγκεκριμένα αἰτήματα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν Προσυνοδικῶν ἐγγράφων. Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση, εἰδικὰ πρὶν ἀπὸ μία Σύνοδο, εἶναι ἀμφισβητήσιμη, στὴν καλύτερη περίπτωση. Γιατί λοιπόν, ἀρχικῶς, μία ἄκαμπτη, προκαθορισμένη προσέγγιση ἀπομακρύνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν συνεργασία μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων, ὅταν συγκεντρωθοῦν στὴ Σύνοδο».
[29] Πρακτικά, τ. Γ΄, σ. 46, Mansi 11, 285, ACO 2,2,1,12210.
[30] Πρακτικὰ, τ. Γ΄, σ. 121, Mansi 6, 908D, ACO 2,1,1,19130.
[31] Ἰ. Ζηζιούλα, Θέματα Ἐκκλησιολογίας, Πανεπιστημιακὲς παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 71-73.
[32] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 426-427.
[33] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 424-427.
[34] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 433. Επίσης, Δημήτριος Σαλάχας, «Ἡ πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδος καί οἱ διαχριστιανικές σχέσεις˙Ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου: Ἐμπεδώνεται ἡ βούληση διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον. Ἐπιπτώσεις στό διάλογο μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία», «Ἀνοιχτοί Ὀρίζοντες» «Πανορθόδοξη Σύνοδος καί διαχριστιανικές σχέσεις», τ. 1101 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2016) 6-11, καί http://jesuits.gr/wp-content/uploads/2018/01/Τεύχος-1101.pdf: «Ἡ Σύνοδος δέν χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «σχισματικές ἤ αἱρετικές χριστιανικές κοινότητες», ἀλλά τίς ἀποκαλεῖ «ἑτερόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες» μή εὑρισκόμενες ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ἄλλες λοιπόν Χριστιανικές Ἐκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Καθολικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, χαρακτηρίζονται ὡς «ἑτερόδοξες», ὁ δέ ὄρος «Ἐκκλησία» γίνεται ἀποδεκτός «κατά τήν ἱστορική του μόνο ὀνομασία» καί ὄχι «κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν» αὐτῆς. Αὐτό σημαίνει - ἐμμέσως πλήν σαφῶς - ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ οὐσιαστική ἔννοια καί φύση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς «Ἐκκλησία» μέ βάση τήν ἀποστολική διαδοχή καί ἑπομένως τήν ἐκκλησιολογική καί μυστηριακή αὐτῆς ὑπόσταση καί δομή… Μέλλει νά διασαφηνισθεῖ καί ἀπό πλευρᾶς τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς μέ ποιά ἐκκλησιολογική βάση διεξάγει τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία. Αὐτό δέν φάνηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη, τοὐλάχιστον ὡς πρός τήν Καθολική Ἐκκλησία», καί Στ. Τσομπανίδης, «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμένη στὸν 21ο αἰώνα: Ἡ “ἐκκλησιολογική πρόκληση” μετὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη (2016)» (blogs.auth.gr/moschosg/ορθοδοξία-και-οικουμένη-στον-21ο-αιώνα/): «Ἐνῶ ὅμως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο βῆμα ὡς πρὸς τὴν ἑδραίωση τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, τὸ βῆμα αὐτὸ ἔμεινε μετέωρο. Δὲν μπόρεσε νὰ ἐξηγήσει σὲ αὐτοὺς μὲ τοὺς ὁποίους διαλέγεται πῶς βιώνει ἡ Ὀρθοδοξία τὴ σχέση τῆς μαζί τους καὶ τί εἶναι αὐτοὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ ζήτημα αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ λεγόμενη «ἐκκλησιολογικὴ πρόκληση».Ὑπάρχει ἕνα ἔλλειμμα, … Ἑβδομήντα χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἔναρξη τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τὴν ἄλλων χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν εἶναι ἕνα ἄλυτο πρόβλημα… Ἡ Σύνοδος ὄχι μόνο δὲν ἔλυσε τὸ πρόβλημα, ἀλλὰ πῆγε κατὰ κάποιον τρόπο καὶ πιὸ πίσωἀπὸ τὴν πιὸ ἐπίσημη, ἕως τὴ σύγκλησή της, σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο τοποθέτηση γιὰ τὸ ζήτημα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρὸς τὰ ἐκτός των ὁρίων αὐτῆς ὑφιστάμενα χριστιανικὰ σώματα ποὺ ἔγινε τὸ 1986 στὴν Γ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη μὲ τὰ κείμενα «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενική… Πάντως, ὅπως καὶ ἂν θεωρηθεῖ ἡ τροποποίηση στὴν παράγραφο 6, τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πῶς ἐκλαμβάνονται οἱ ἑτερόδοξοι ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καθὼς καὶ ὁ βαθμὸς τῆς σχέσης τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραμένουν ἀδιευκρίνιστα. Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ἔχουν παύσει οἱ ἀμφίρροπες ἑρμηνεῖες, ἀξιολογήσεις καὶ ἀναφορὲς στὸ θέμα αὐτό, ὅπως εἶχαν ὁραματιστεῖ οἱ πρωτεργάτες τῆς προσυνοδικῆς πορείας, καὶ δὲν ἔχει ἐκλείψει καὶ ὁ «διχασμὸς» σὲ «συντηρητικοὺς» καὶ «νεωτεριστές», σὲ «παραδοσιακοὺς» καὶ «οἰκουμενιστές», σὲ «πλειοδότες» καὶ «μειοδότες» τῆς ὀρθοδοξίας, σὲ πιστοὺς καὶ σὲ λιγότερο πιστοὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ διδασκαλία της».
[35] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 506 καί 425, 433.
[36] Θεοδρομία, 18(2016) 3-4, σ. 648.
[37] «Ὄντως προβλήματα συντάξεως καί ὕφολογικῆς διατυπώσεως, τά ὅποια δημιούργησαν δυσκολίας κατανοήσεως τοῦ ὅλου σκεπτικοῦ τοῦ νέου κειμένου, μέ ἄμεσον ἐπακόλουθον καί τήν προσέγγισιν τοῦ ὅλου περιεχομένου τοῦ κειμένου… Ἐπιπλέον δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι αὐτή αὕτη ἡ χρησιμοποιούμενη ὁρολογία καί αἱ γλωσσικαί διατυπώσεις, ἐν πολλοῖς νέαι, δημιουργοῦν ἀρκετάς παρερμηνείας, αἱ ὁποῖαι δικαίως ὁδηγοῦν καί εἰς ἄλλας κατανοήσεις», Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Μεσσηνίας, «Ὑπόμνημα περί τοῦ κειμένου τῆς Ε' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως…», 1.4.16, σ. 3, στό https://www.romfea.gr/images/article-images/2016/04/romfea2/ipomnhm.pdf.
[38] π. Ἀν. Γκοτσοπούλου, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)», Θεοδρομία, ΙΗ΄ (2016) τ. 3-4, σελ. 557-565. και www.impantokratoros.gr/F99804D6.el.aspx.
[39] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 412.
[40] Ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης στὴν προσπάθειά του νὰ βρεῖ προηγούμενο σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο ἡ ὁποία νὰ σιωπᾶ καὶ νὰ μὴν καταδικάζει αἱρετικοὺς σημειώνει ὅτι «ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος τό 691 δέν ἀσχολήθηκε μέ δογματικά θέματα καί προφανῶς δέν κατεδίκασε καμμία αἵρεση» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στό http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html). Ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου. Μάλιστα, προκύπτει τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Ὁ 1ος κανόνας τῆς Πενθέκτης ἀφοῦ ἐπαναλαμβάνει ρητῶς τὶς καταδίκες τῶν πρὸ αὐτῆς αἱρετικῶν ἀναφέρεται ὀνομαστικὰ σέ ἕνα ἕκαστον ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ «Ἀρείου τοῦ δυσσεβοῦς» μέχρι τῶν μονοθελητῶν καὶ καταλήγει: «ἀποβαλλόμενοί τε, καὶ ἀναθεματίζοντες, οὓς ἀπέβαλον, καὶ ἀνεθεμάτισαν, ὡς τῆς ἀληθείας ἐχθρούς, καὶ κατὰ Θεοῦ φρυαξαμένους κενά, καὶ ἀδικίαν εἰς ὕψος ἐκμελετήσαντας. Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μὴ τὰ προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καὶ ἀσπάζοιτο, καὶ οὕτω δοξάζοι τε, καὶ κηρύττοι, ἀλλ᾿ ἐξ ἐναντίας ἰέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα, κατὰ τὸν ἤδη ἐκτεθέντα ὅρον ὑπὸ τῶν προδηλωθέντων ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων, καὶ τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος, ἐξωθείσθω καὶ ἐκπιπτέτω. Ἡμεῖς γὰρ οὔτε προστιθέναι τι, οὔτε μὴν ἀφαιρεῖν, κατὰ τα προορισθέντα, παντελῶς διεγνώκαμεν, ἢ καθ᾿ ὁντιναοῦν δεδυνήμεθα λόγον».
[41] Ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης θέλοντας νὰ δικαιολογήσει ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καλῶς δὲν ἀναφέρθηκε σὲ αἱρετικοὺς καὶ δὲν καταδίκασε καμία κακοδοξία σημειώνει: «Δέν εἶχαν λοιπόν, οἱ Οἰκουμενικές καί ἄλλες Σύνοδοι πρώτιστο σκοπό τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά τήν διαλεύκανση τῆς ἀληθείας πρός σωτηρίαν τῶν πιστῶν. Κατεδίκασαν βεβαίως τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρεσιάρχες, ἀλλά πρώτιστο μέλημα ἦταν ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἁρμονική συνύπαρξη τῶν πιστῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στόhttp://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html). Ὅμως, γιὰ τοὺς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων «ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας» ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ διπλὴ ὁριοθέτηση τῆς πίστης: θετικὰ(διατυπώνοντας τοὺς δογματικοὺς ὅρους) καὶ ἀρνητικὰ (καταδικάζοντας τοὺς κακοδόξους καὶ τὶς κακοδοξίες τους). Αὐτὸ ἔγινε σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς χωρὶς καμία ἐξαίρεση! Κάτι ἤξεραν περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν σταθερὴ καὶ πάγια πράξη τους στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
[42] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 412.
[43] Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στο http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html.
[44] ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΧ, Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 28.10-9.11.1985, Πρακτικά-Κείμενα, ἔκδ. Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ Γενεύης 2014, σ. 104-108.
[45] Βλ. σημείωση 34.
[46] ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΧΙ, Δ΄ Προσυνοδική ΠΑνορθόδοξος Διάσκεψις, 6-13 Ιουνίου 2009, Πρακτικά-κείμενα, ἔκδ. Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ-Γενεύης 2015, σ. 291.
[47] ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο(ἀναλυτικότερα βλ. Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 707-713):
i.Τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας στὴν ἀπόφαση τῆς 27.6.16 ἀναφέρει: «Θεωρεῖ τὴν Συνάντηση τῆς Κρήτης ὡς μία προκαταρκτικὴ Συνέλευση τῆς Πανορθοδόξου Μεγάλης Συνόδου. Ἀρνεῖται τὴν ἀπόδοση τοῦ συνοδικοῦ χαρακτήρα σὲ ὁποιανδήποτε ὀρθόδοξη συνέλευση, στὴν ὁποία δὲν συμμετέχουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες… Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἑπομένως, ἀρνεῖται τὴν ὀνομασία τῆς Συνελεύσεως τῆς Κρήτης ὡς "Μεγάλης καὶ Πανορθοδόξου Συνόδου” ἢ “Μεγάλης καὶ Ἁγίας Συνόδου”. Όλες οἱ ἀποφάσεις, ἀλλὰ καὶ ὅλα ὅσα ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὴ Συνέλευση τῆς Κρήτης δὲν δεσμεύουν κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας»!
ii. Τὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας (Ἀπόφαση Ἱ. Συνόδου 15.7.16) «ἡ γενομένη στὴν Κρήτη Σύνοδος εἶναι ἀδύνατο νὰ θεωρεῖται Πανορθόδοξη οὔτε τὰ ἔγγραφα τὰ ὁποία ἐνέκρινε ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς πανορθοδόξου ὁμοφωνίας». Ἐπιφυλάσσεται γιὰ τὸ θεολογικὸ σχολιασμὸ τῶν ἀποφάσεων τῆς Κρήτης. Ἡ Σύνοδος χαρακτηρίζεται «forum 10 Ἐκκλησιῶν»!
iii. Τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας, στὴν συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς 15.11.16 ἀναφέρει: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συνοψίζει τὴν ἀπόφασή της ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δὲν εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Πανορθόδοξη:
1. Λόγῳ τῆς μὴ συμμετοχῆς σὲ αὐτὴν μίας σειρᾶς Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐξαιτίας ὀργανωτικῶν καὶθεολογικῶν λαθῶν ποὺ ὑπῆρξαν κατὰ τὴν προετοιμασία της.
2. Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῶν κειμένων ποὺ ἐγκρίθηκαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι κάποια ἀπὸ αὐτὰ περιέχουν θέσεις ἀντίθετες μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴ δογματικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων.
3. Ἀπαιτεῖται περαιτέρω θεολογικὴ συζήτηση καὶ ἐπεξεργασία τῶν κειμένων ὥστε νὰ διορθωθοῦν ἢ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ νέα ποὺ θὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».
iv. Τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας μὲ αἰτιολογημένη ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου (10.6.16) δὲν συμμετεῖχε λόγῳ ἔντονης διαφωνίας μὲ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα περὶ Γάμου, Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κυρίως Σχέσεις μὲ ἑτεροδόξους.
v. Ἀκόμα καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, ποὺ συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο, ἀπεφάνθη ὅτι: «τὰ ἔγγραφα μποροῦν να ἐξηγηθοῦν, νὰ διαφοροποιηθοῦν ἐν μέρει ἢ νὰ ἀναπτυχθοῦν ἀπὸ μία μελλοντικὴ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὡστόσο ἡ ἐρμηνεία τους καὶ ἡ σύνταξη νέων συνοδικῶν ἐγγράφων γιὰ διάφορα θέματα δὲν θὰ πρέπει, νὰ γίνει κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ χρόνου, ἀλλὰ οὔτε ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τῆς πανορθόδοξης συναίνεσης, ἀλλιῶς θὰ πρέπει νὰ ἀναβληθεῖ καὶ νὰ τελειοποιηθεῖ μέχρι νὰ ἐπιτευχθεῖ συναίνεση».
vi. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (Σύνοδος Ἱεραρχίας 24.11.16). Ὁ εἰσηγητὴς στὴν Ἱεραρχία πρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος «νὰ ἀναθέσει σὲ ἁρμοδίαν ἢ καὶ σὲ εἰδικὴν Συνοδικὴν Ἐπιτροπὴν τὴν σὲ βάθος μελέτην καὶ θεολογικὴν ἀποτίμησιν τῶν ἐκκλησιολογικῶς καὶ θεολογικῶς τεκμηριωμένων κειμένων ποὺ ἔχουν ἤδη γραφεῖ καὶ ἐμπεριέχουν εἴτε θετικὲς ἢ καὶ ἐπιφυλακτικὲς θέσεις γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ὀφείλομεν, ὡς ὑπεύθυνοι καὶ φιλόστοργοι Ποιμένες, μετὰ μεγίστης προσοχῆς καὶ ποιμαντικῆς εὐαισθησίας νὰ ἀκούωμεν ὅλες τὶς σοβαρὲς καὶ ἐποικοδομητικὲς θέσεις. Τὸ καταστάλαγμα αὐτῆς τῆς μελέτης, ποὺ θεωρῶ ὅτι ἐκφράζει δυνατὰ ἕνα Συνοδικὸν ἦθος καὶ ποιότητα, μπορεῖ νὰ βοηθήσει, καταλλήλως ἀξιοποιούμενον, οὐσιαστικῶς καὶ τὴν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν μας καὶ τὴν Πανορθοδοξίαν συνολικῶς»
vii. Ἀκόμα καὶ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετεῖχαν τὴν ἀμφισβητοῦν: Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας (Σερβίας) Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς): «Περὶ τῆς νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζομένης ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζομένης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς “συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ὑπ’ ἀμφισβήτησιν τιθεμένης καὶ ὑπὸ πλείστων συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων»!
Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο Ὀρθοδόξου Συνόδου ποὺ νὰ ἀμφισβητεῖται τόσο ἔντονα ἀπὸ τόσες Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε στοιχειωδῶς σοβαροὶ θὰ πρέπει νὰ σταματήσει τὸ “παραμύθι” περὶ «πανορθοδόξου» Συνόδου!
[48] Ἀκόμα καὶ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετεῖχαν τὴν ἀμφισβητοῦν: Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας (Σερβίας) Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς): «Περὶ τῆς νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζομένης ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζομένης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς “συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ὑπ’ ἀμφισβήτησιν τιθεμένης καὶ ὑπὸ πλείστων συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων»!
[49] Ἡ ἀπὸ 18.11.2016 ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Ἱερώνυμον: «Ὅθεν, παρακαλοῦμεν τὴν Ὑμετέραν Μακαριώτητα καὶ τὴν περὶ Αὐτὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς μετασχούσης τῆς ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ συναποφασισάσης καὶ συνυπογραψάσης πάντα τά Συνοδικὰ κείμενα ὅπως, εἰς ἐφαρμογὴν τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ταύτης, καθ’ ἣν τα κείμενα ταῦτα τυγχάνουσι δεσμευτικὰ διὰ πάντας τούς Ὀρθοδόξους πιστούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς (βλ. Κανονισμὸν Ὀργανώσεως καὶ Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄρθρον 13, παρ. 2), λάβητε τὰ προσήκοντα μέτρα καὶ προβῆτε εἰς τὰς δεούσας συστάσεις πρὸς τοὺς εἰρημένους κληρικοὺς καὶ πρὸς τὰ συγκεκριμένα στελέχη ἳνα παύσωσι νὰ ἐνεργῶσιν ἀντιεκκλησιαστικῶς καὶ ἀντικανονικῶς, νὰ σκανδαλίζωσι ψυχάς, "ὕπερ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε”, καὶ νὰ προκαλῶσι προβλήματα εἰς τὴν ἑνιαίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.… οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἔχομεν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θέλετε ἐνεργήσει τὸ δέον, κατὰ τὴν κανονικὴν ἀκρίβειαν, καὶ προβῆ εις τὰς δεούσας πρὸς τοὺς εἰρημένους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἐκκλησιαστικάς συστάσεις καὶ προτροπάς, ἳνα μὴ δίδωσιν ἀφορμάς εἰς "σκάνδαλα", ἐπὶ ἀπειλῇ ἐπιβολῆς, ἐν περιπτώσει μὴ ἀνανήψεως, τῶν προβλεπόμενων ὑπὸ τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων κυρώσεων, πρὸς θεραπείαν τῶν διὰ τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῶν προκαλουμένων εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μωλώπων….Πρὸς τούτοις, ὡσαύτως παρακαλοῦμεν θερμῶς τὴν Ὕμετεραν Μακαριότητα ὅπως ἐπιστήσῃ ἰδιαιτέρως τὴν προσοχὴν τῶν προκαλούντων διὰ δηλώσεων καὶ ἐγκυκλίων αὐτῶν ἀναστάτωσιν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς τῶν ἀνωτέρω ρηθέντων Μητροπολιτῶν Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας καὶ Πειραιῶς, σὺν τῇ δηλώσει ὅτι ἐὰν δὲν ἀνανήψωσι καὶ δὲν ἔλθωσιν εἰς ἑαυτοὺς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον θέλει ἀντιμετωπίσῃ τὸ δημιουργούμενον πρόβλημα διὰ τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μυστηριακῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν, ὡς προκαλούντων τὴν κοινὴν εὐθύνην καὶ τὸ χρέος πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Ποιμένων πρὸς διασφάλισιν τῆς ἑνότητος, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνιαίας μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
[50] Πρακτικά, τ. Α΄ σ. 632-633, Mansi 4, 1428-1429, ACO 1,1,2,65-69.
[51] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 712.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ἡ «ἐσχάτη πλάνη» τῆς Μεγάλης Συνόδου
Ιούνιος 19, 2018
Δύο χρόνια μετὰ τὴ σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου στὴν Κρήτη καὶ ἀφοῦ ἔχουν γραφεῖ τόσα γι᾿ αὐτὴν καὶ τὶς ἀποφάσεις της, ἦρθε νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί της καὶ τὸ 8ο Διεθνὲς Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὶς 21 μέχρι τὶς 24 Μαΐου 2018 στὴ Θεσσαλονίκη. Θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν ἀκριβῶς αὐτό: «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τὸν 21ο αἰώνα». 120 ὁμιλητὲς ἀπὸ 15 χῶρες καὶ 25 Θεολογικὲς Σχολές, Ἰνστιτοῦτα καὶ Ἑρευνητικὰ Κέντρα παρουσίασαν τὶς εἰσηγήσεις τους στὸ Συνέδριο αὐτό.
Εὔκολα διαφαίνεται ἡ σκοπιμότητα συγκλήσεως τοῦ Συνεδρίου μὲ τέτοιο θέμα. Ὅμως ἕνα ζήτημα μᾶς ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση καὶ μᾶς προξένησε πολλὴ θλίψη. Τὸ εἴδαμε ἀρχικὰ στὴν περιέχουσα σημαντικὰ στοιχεῖα εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, τὸ συναντήσαμε κατόπιν καὶ στὴν εἰσήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη. Καθὼς δὲν ἔχουν δημοσιευθεῖ ὅλες οἱ εἰσηγήσεις, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔχουν ἀναφερθεῖ καὶ ἄλλοι σ᾿ αὐτό.
Πρόκειται γιὰ τὸν ὅρο «ἑτερόδοξοι», τὸν ὁποῖο καὶ οἱ δύο εἰσηγητὲς ἀντιδιαστέλλουν ἀπὸ τὸν ὅρο «αἱρετικοί». Ὑποστηρίζουν δηλαδὴ ὅτι οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται σὲ διάλογο, δὲν εἶναι αἱρετικὲς ἀλλὰ ἁπλῶς ἑτερόδοξες. Μάλιστα ὁ Σεβασμιώτατος προτείνει ὅτι σὲ μία μελλοντικὴ ἀνάλογη Σύνοδο ὀφείλουμε «νὰ ἐπαναξιολογήσουμε τὴ χρήση τοῦ ὅρου “αἱρετικός”, διακρίνοντάς τον ἀπὸ τὸν ἑτερόδοξο χριστιανὸ ἢ ἀπὸ τὸν ὁμόδοξο σχισματικό, κάτι ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας».
Ἀλήθεια, θὰ παίζουμε μὲ τὶς λέξεις; Ἑτερόδοξος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει διαφορετικὴ «δόξα», διαφορετικὸ «δόγμα», ὅπως καὶ ὁ αἱρετικός. Ἑπομένως οἱ ὅροι “ἑτερόδοξοι” καὶ “αἱρετικοὶ” εἶναι ταυτόσημοι· πῶς θὰ τοὺς διακρίνουμε ὡς κάτι διαφορετικό; Βέβαια γιὰ λόγους ἐντυπώσεως χρησιμοποιεῖται κατὰ κόρον σήμερα ὁ ὅρος “ἑτερόδοξοι” γιὰ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς, αὐτὸ ὅμως δὲν ἀλλάζει τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι αἱρετικοί.
Γι᾿ αὐτὸ τὶς “ἑτερόδοξες” ἢ “ἑτερόδοξες ἀδελφὲς ἐκκλησίες”, ὅπως ἀποκαλοῦνται στὶς παραπάνω εἰσηγήσεις οἱ ποικίλες ὁμολογίες, ὁ μέγας σύγχρονος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τὶς ὀνόμαζε μὲ ἀκρίβεια αἱρέσεις καὶ ψευδοεκκλησίες. Ἔγραφε:
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις.»
(Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224)
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας· καὶ κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα, ὅποια θέση κι ἂν κατέχει, νὰ τὴν ἀλλάξει. Ἂν τὸ κάνει, κινδυνεύει νὰ βρεθεῖ στὸν χῶρο ποὺ περιγράφουν αὐτοὶ οἱ ταυτόσημοι ὅροι “ἑτερόδοξοι” καὶ “αἱρετικοί”. Κι αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ «ἐσχάτη πλάνη» τῶν ἀμφίσημων θέσεων τῆς Μεγάλης Συνόδου, τὴν ὁποία μὲ πάθος ὑπερασπίζονται.
Πηγή: Ὁ Σωτήρ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 4η Ιουνίου 2018,
ΝΕΑ ΑΓΩΝΙΩΔΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΣ ΤΗΣ «ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Η «Σύνοδος» της Κρήτης, δύο περίπου χρόνια μετά την πραγματοποίησή της, συνεχίζει να αποτελεί το «αντιλεγόμενο σημείο» σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Από την μια μεριά οι θιασώτες της προσπαθούν με νύχια και δόντια να περισώσουν το κύρος της και να την παρουσιάσουν ως γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδο και ως ένα μεγάλο και ιστορικό εκκλησιαστικό γεγονός παγκοσμίων διαστάσεων.
Διοργανώνουν Συνέδρια το ένα μετά το άλλο, στα οποία επιχειρούν θεολογικά άλματα, καταφεύγουν σε θεολογικούς ακροβατισμούς, διαστρέφουν χωρία από την αγία Γραφή και τους Πατέρες, προσπαθούν με χίλιες δυό επινοήσεις και σοφιστείες να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, για να παρουσιάσουν τις αποφάσεις της ως Ορθόδοξες και τους ετεροδόξους αιρετικούς ως «Εκκλησίες». Από την άλλη, όσοι εμμένουν στην γραμμή των αγίων Πατέρων μας και στη Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση, (συνήθως κληρικοί των κατωτέρων εκκλησιαστικών βαθμίδων, ταπεινοί μοναχοί και λαϊκοί), αγωνίζονται με την Χάρη του Θεού, να μην εισχωρήσει το δηλητήριο της οικουμενιστικής αιρέσεως στη ζωή της Εκκλησίας. Να παραμείνει η αγία Ορθόδοξη πίστη μας ανόθευτη και απαραχάρακτη, να μη θυσιαστεί στο βωμό των οικουμενιστικών σκοπιμοτήτων και να μη καταντήσει τελικά «ουραγός» και «εξάρτημα» του εφιαλτικού πανθρησκειακού οράματος.
Ο αγώνας ανθρωπίνως άνισος, διότι οι πρώτοι διαθέτουν μεγάλη εκκλησιαστική και οικονομική δύναμη και επί πλέον έχουν την αμέριστη συμπαράσταση της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού, ενώ οι δεύτεροι δεν διαθέτουν σχεδόν καμία εκκλησιαστική, ή οικονομική δύναμη. Η μόνη δύναμη τους είναι η παντοδύναμη Χάρη του Θεού, στην οποία καταφεύγουν και στην οποία στηρίζουν όλες τις ελπίδες τους. Τι θα περίμενε ένας κοσμικά σκεπτόμενος άνθρωπος από ένα τέτοιο, ανθρωπίνως, άνισο αγώνα; Ασφαλώς να επικρατήσουν κατά κράτος οι πρώτοι. Και όμως! Και εδώ είναι το θαυμαστό. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν οι οικουμενιστές, αλλά κατά παράδοξο τρόπο συνέβη το αντίθετο. Ο πιστός λαός του Θεού την αντιμετώπισε με πρωτοφανή αποστροφή. Η «Σύνοδος» της Κρήτης δεν άγγιξε τα πνευματικά του αισθητήρια. Ο λαός μπορεί να μην έχει ακαδημαϊκές περγαμηνές και θεολογικούς τίτλους, έχει όμως την εσωτερική διαίσθηση και πληροφόρηση, ότι η Σύνοδος αυτή δεν ήταν Ορθόδοξη Σύνοδος, γιατί δεν έκανε το ένα, το μοναδικό της χρέος, να ΚΑΤΑΓΝΩΣΕΙ τις υφιστάμενες αιρέσεις και παραθρησκείες παγκοσμίως. Όποιος αμφιβάλει γι’ αυτό, ας ρωτήσει τυχαία πιστούς στην Εκκλησία, για να πάρει τις απαντήσεις του.
Αυτή την παράδοξη εξέλιξη ασφαλώς την διαπίστωσαν και γι’ αυτό επεχείρησαν μια νέα αγωνιώδη προσπάθεια εμπεδώσεως και αποδοχής της στη συνείδηση του λαού. Όπως πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο, η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., (όπως πάντα πρωταθλήτρια σε τέτοιου είδους επιδόσεις), διοργάνωσε πρόσφατα, από 21 έως 25 Μαΐου, μεγάλο διεθνές Συνέδριο, με τίτλο «8ο Διεθνές Συνέδριο για την ‘Αγία και Μεγάλη Σύνοδο’», με σκοπό την αποτίμηση της εν λόγω «Συνόδου». Σύμφωνα με ανακοίνωση,
«... με εισηγήσεις 99 θεολόγων ομιλητών, διακεκριμένων Ιεραρχών και εκλεκτών καθηγητών, από 20 χώρες όλου του κόσμου και 25 Πανεπιστημιακές Σχολές και Θεολογικά Ινστιτούτα… Μεταξύ των ομιλητών ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, ο Αρχιεπίσκοπος Γέρων Αμερικής κ. Δημήτριος, οι Μητροπολίτες Σασίμων κ. Γεννάδιος, Προύσης κ. Ελπιδοφόρος, Σηλυβρίας κ. Μάξιμος, οι Επίσκοποι Αβύδου κ. Κύριλλος, Χριστουπόλεως κ. Μακάριος και πλειάδα καθηγητών, κληρικών, μοναχών, μοναζουσών, λαϊκών ανδρών και γυναικών, θα προσεγγίσουν δύο χρόνια μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο θέματα, που αναφέρονται στα επίσημα κείμενά της.»
Επιστρατεύτηκαν ούτε πέντε, ούτε δέκα εισηγητές, αλλά 99! Μεταξύ αυτών ονόματα με βαρείς και επιβλητικούς εκκλησιαστικούς τίτλους. Γιατί άραγε; Μα είναι φανερό! Για να στηρίξουν το κύρος της «Συνόδου». Να προσπαθήσουν να της δώσουν κάποια αξία, ώστε να πεισθεί ο λαός του Θεού, ότι δήθεν είναι «αγία» και να δεχτεί τις αποφάσεις της! Αλλά ποιες αποφάσεις της να δεχτεί; Μήπως αυτές που απέρριψαν οι τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Αντιοχείας και Γεωργίας), που δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο»; Μάλιστα, ακριβώς αυτές! Το γεγονός ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης έχει απορριφθεί από την εκκλησιαστική συνείδηση του Ορθοδόξου λαού των εν λόγω τεσσάρων Πατριαρχείων, (και όχι μόνον), που εκπροσωπούν τα 2/3 της ανά τον κόσμον Ορθοδοξίας, αποτελεί γι’ αυτούς την πέτρα του σκανδάλου.
Όπως είναι γνωστό η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας έλαβε στις 2.12.2017 μια μνημειώδη, ιστορική απόφαση. Οι 743 Επίσκοποιπου έλαβαν μέρος σ’ αυτή τη Σύνοδο απεφάσισαν τα εξής:
«Η γενόμενη στην Κρήτη Σύνοδος είναι αδύνατον να θεωρείται Πανορθόδοξη, ούτε τα έγγραφα τα οποία ενέκρινε αποτελούν έκφραση της πανορθοδόξου ομοφωνίας… περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίον δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας.»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι συνοδικές αποφάσεις των Ιεραρχιών των υπολοίπων τριών Εκκλησιών. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας στις 27.6.2016 ανακοίνωσε:
«Θεωρεί τη συνάντηση της Κρήτης ως μια προκαταρκτική συνέλευση της Πανορθοδόξου Μεγάλης Συνόδου. Αρνείται την απόδοση του συνοδικού χαρακτήρα σε οποιαδήποτε Ορθόδοξη συνέλευση, στην οποία δεν συμμετέχουν όλες οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες… Η Εκκλησία της Αντιόχειας επομένως αρνείται τη ονομασία της συνελεύσεως της Κρήτης, ως ‘Μεγάλης και Πανορθοδόξου Συνόδου’, ή ‘Μεγάλης και Αγίας Συνόδου’».
Το Πατριαρχείο Βουλγαρίας στις 15.11.2016 ανακοίνωσε:
«Η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε μεγάλη, ούτε πανορθόδοξη:
1. Λόγω της μη συμμετοχής σε αυτήν μιάς σειράς Ορθοδόξων Εκκλησιών εξαιτίας οργανωτικών και θεολογικών λαθών, που υπήρξαν κατά την προετοιμασία της.
2. Η προσεκτική μελέτη των κειμένων που εγκρίθηκαν από τη ‘Σύνοδο’ της Κρήτης, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι κάποια από αυτά περιέχουν θέσεις αντίθετες με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας, το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων…»
Τέλος το Πατριαρχείο Γεωργίας στις 22.12.2016 ανακοίνωσε:
«Οι αποφάσεις και τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης δεν είναι δεσμευτικά για την Εκκλησία. Είναι απαραίτητη η διόρθωση σε σημεία, ή και η πλήρης αντικατάσταση των κειμένων της ‘Συνόδου’ της Κρήτης.»
Οι συνοδικές αποφάσεις των τεσσάρων Πατριαρχείων σταράτες, ξεκάθαρες, σκέτος καταπέλτης σ’ όλους εκείνους, που έσπευσαν να πανηγυρίσουν την «Σύνοδο» ως μέγα και ιστορικό γεγονός, αλλά και σε όλους εκείνους που μέχρι σήμερα επιμένουν να την εγκωμιάζουν και να την προβάλλουν με διοργανώσεις μεγάλων και επιβλητικών Διεθνών Συνεδρίων, όπως αυτό που μνημονεύσαμε προηγουμένως.
Αλλά δεν ήταν μόνον η δικαιολογημένη αποχή των τεσσάρων Πατριαρχείων. Κατά την διάρκεια των εργασιών της εν λόγω «Συνόδου» συνέβησαν δυστυχώς και άλλα, αξιοδάκρυτα και θλιβερά γεγονότα. Γεγονότα απαράδεκτα και καταλυτικά του Συνοδικού Συστήματος. Που δεν τιμούν, ούτε τους Προκαθημένους, ούτε το Προεδρείο της «Συνόδου», ούτε τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο». Γεγονότα τα οποία, όταν βγήκαν στο φως της δημοσιότητος, αμαύρωσαν ακόμη περισσότερο το συνοδικό κύρος της «Συνόδου» αυτής. Θα μνημονεύσουμε τρείς χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που έλαβαν χώρα στα παρασκήνια της «Συνόδου». Πρόκειται για γεγονότα τα οποία ήταν μεν γνωστά και από άλλες πηγές, επιβεβαίωσε όμως ως αυτόπτης μάρτυς και ένας εκ των επισκόπων, που έλαβε μέρος στη «Σύνοδο» ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σε πρόσφατο σύγγραμμά του με τίτλο: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις»:
Α) Το προβληματικό 6ο κείμενο που αφορά τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους δεν το υπέγραψαν 17 Σέρβοι επίσκοποι, ενώ το προσυπέγραψαν μόνο 7 από τους 24 αντιπροσώπουςτης αντιπροσωπείας της Σερβικής Εκκλησίας. Και όμως ο Σέρβος πατριάρχηςκ. Ειρηναίος, καταπατώντας την απόφαση της πλειοψηφίας και ενεργώντας ως άλλος πάπας, το προσυπέγραψε και η υπογραφή του έγινε δεκτή από το Προεδρείο της «Συνόδου»(!!!), ως εκφράζουσα δήθεν την πλειοψηφία της αντιπροσωπείας. Σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της «Συνόδου», (άρθρο 12, παράγραφος 3), ο Προκαθήμενος καλείται να υπογράψει μόνον κείμενα, που εκφράζουν την «εσωτερική πλειονοψηφία» της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας του. Στην προκειμένη περίπτωση επομένως έχουμε σαφή παραβίαση του Κανονισμού. Μ’ άλλα λόγια η «Σύνοδος» περιφρόνησε τον ίδιο τον Κανονισμό Λειτουργίας της.
Β) Το προβληματικό 6ο κείμενο δεν το υπέγραψαν τέσσερις Κύπριοι επίσκοποι. Και όμως! Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος το υπέγραψε «αντ’ αυτών» χωρίς εξουσιοδότηση και παρά την κατηγορηματική άρνησή τους. Η απαράδεκτη αυτή ενέργεια του Αρχιεπισκόπου έγινε αποδεκτή από το Προεδρείο της «Συνόδου», (!!!), ενδεικτικό και αυτό της παπικής νοοτροπίας που επεκράτησε στη «Σύνοδο».
Γ) Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Μάϊος 2016), με ομόφωνη συνοδική απόφαση προχώρησε σε συγκεκριμένες διορθώσεις πάνω στα προσυνοδικά κείμενα και δέσμευσε την 24μελή αντιπροσωπεία της να εκφράσει με ακρίβεια το εκκλησιολογικό φρόνημα της τοπικής εκκλησίας. Μεταξύ των άλλων η αντιπροσωπεία δεσμεύθηκε να μην αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό των αιρετικών κοινοτήτων ως «Εκκλησιών». Η αντιπροσωπεία, ως εντολοδόχος της Ιεραρχίας, είχε καθήκον και χρέος να σεβαστεί την ομόφωνη συνοδική απόφαση της Ιεραρχίας και να παραμείνει αμετακίνητη σ’ αυτήν. Δυστυχώς ακύρωσε την εν λόγω ομόφωνη απόφαση, το δε τραγικότερο είναι ότι το Προεδρείο της Συνόδου, την έκανε αποδεκτή. Βασική αρχή του Συνοδικού Συστήματος, (βλ. 34ος Αποστολικός Κανόνας), είναι ότι οι επίσκοποι κάθε Εκκλησίας σε ζητήματα που αφορούν «την κοινήν της εκκλησίας κατάστασιν», οφείλουν να συναποφασίζουν με τον Προκαθήμενό τους «εν συνόδω», αλλά και ο Προκαθήμενος να ενεργεί πάντοτε δεσμευόμενος από την συνοδική απόφαση. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση είναι ολοφάνερο ότι έχουμε σαφή παραβίαση του παρά πάνω 34ου Αποστολικού Κανόνος.
Σύγχρονος ερευνητής της εν Κρήτης «Συνόδου» πολύ σωστά παρατηρεί:
«Εγκαλούμε τον πάπα της Ρώμης για περιφρόνηση του συνοδικού θεσμού και δεν βλέπουμε ότι στην παπική νοοτροπία της –δήθεν– υπεροχής του «πρώτου» στηρίχθηκε η λεγόμενη Πανορθόδοξη, περιφρονώντας και καταλύοντας κάθε έννοια Ορθοδόξου συνοδικότητας και κανονικής τάξεως: Ο «πρώτος» ενεργεί παπικώ τω τρόπω, αντίθετα προς την γνώμη της Συνόδου και αυτό είναι αποδεκτό στην Κρήτη! Είναι ένδειξη παρακμής της κανονικής τάξεως να έχουμε σε τόσο υψηλό θεσμικό επίπεδο «συνοδική» κατάλυση της συνοδικότητας των Τοπικών Εκκλησιών και απόπειρα επιβολής του «πρώτου» κάθε Εκκλησίας με παπικές εξουσίες[1].»
Πιο είναι το συμπέρασμα από όλα τα παρά πάνω; Το συμπέρασμα είναι ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης προκειμένου να «περάσει» τις αστήρικτες κανονικώς θέσεις της, στηρίχθηκε πάνω σε μεθοδεύσεις και σε παραβίαση θεμελιωδών αρχών του Συνοδικού Συστήματος. Αλλιώς θα είχε τιναχθεί στο αέρα… Αλλά μια «Σύνοδος» που στηρίχθηκε πάνω σε σαθρά θεμέλια, είναι δυνατόν ποτέ να σταθεί στα πόδια της; Ουδέποτε. Κάποτε θα σωριασθεί σε ερείπια. Και ήδη από τώρα άρχισε η κατάρρευσή της. Ας μην ματαιοπονούν λοιπόν οι θιασώτες της. Όσα Συνέδρια και αν συγκροτήσουν και όσο επιβλητικά και αν είναι αυτά, δεν θα επιτύχουν απολύτως τίποτε. Η «Σύνοδος» της Κρήτης έχει ήδη κριθεί στη συνείδηση του πιστού λαού του Θεού και έχει καταγραφεί στην εκκλησιαστική μας ιστορία ως αποτυχία. Η έννοια κλειδί που αποδεικνύει το ατελέσφορο της «Συνόδου» της Κρήτης είναι η διακοινωνία, το intercommunion, διότι εκεί συντρίβεται η λογική των θιασωτών της, που ενώ αποδίδουν εκκλησιαστικότητα στις αιρετικές κοινότητες, δεν αποτολμούν την συνέπεια των διακηρύξεών τους, που είναι η διακοινωνία μαζί τους, αποδεικνύοντας ότι δεν πιστεύουν τις δήθεν περισπούδαστες εισηγήσεις τους. Και έτσι κονιοτροποιείται όλη η άτεχνη και αλυσιτελής «θεολογία» τους.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
____________________________
[1] Π. Θεοδώρου Ζήση, Μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης. Η διακοπή μνημοσύνου και η δικαστική μου δίωξη, Θεσσαλονίκη 2017, σελ.24-26.
Πηγή: Ακτίνες
Σύνοδος Κρήτης: ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη, ούτε Σύνοδος...
Η Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών με την ευκαιρία της συμπληρώσεως δύο ετών από τη Σύνοδο της Κρήτης και της διεξαγωγής αυτές τις μέρες Διεθνούς Συνεδρίου για τη Σύνοδο εξέδωσε το παρακάτω φυλλάδιο.
Το φυλλάδιο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή.
Τίς ἡμέρες αὐτές, τίς τόσο καθοριστικές γιά τόν εὐλογημένο καί ἔνδοξο ἀκριτικό τόπο μας, τήν Μακεδονία, ἐντείνονται οἱ προσπάθειες γιά τήν ἐξεύρεση βιώσιμης καί ὁριστικῆς λύσεως τοῦ προβλήματος τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, τοῦ λεγομένου F.Y.R.O.M. Ἐντείνεται εὐλόγως καί ἡ ἀνησυχία μας, μήπως ἡ πολλαχῶς ἀποτυχοῦσα καί πολλάκις ἀπογοητεύσασα τήν Πατρίδα καί τό Γένος μας Κυβέρνηση τῶν ΣΥΡΙΖ.ΑΝΕΛ καί τῶν δορυφορικῶν τους «προοδευτικῶν συνιστωσῶν» (εἰκονομαχικῶν, ὁμοφυλοπροωθητικῶν, διαθρησκειοτρόφων, πολυτεκνοκτόνων, πατριδο-αλλεργικῶν, τρομοσυμβατῶν, ἀναρχογόνων κ.τ.σ.) δέν ἀρθεῖ στό ὕψος τῆς περιστάσεως καί ἐπιτρέψει στούς βορείους γείτονες αὐτοπροσδιορισμό πού θά ὑπονομεύσει καί «παγιδεύσει» μέ τήν ἐκρηκτική ὕλη τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ τήν (καί πάλιν καί πολλάκις) ἐκτεθειμμένη καί ὑπό πολλῶν ὑποβλεπομένη «πυριτιδαποθήκη» τῶν Ὀρθοδόξων (εἰσέτι) Βαλκανίων.
Ἐπισκόπων ἐθνικοφρονικές «κορῶνες»...
Προκαλεῖ σαφῶς εὐχάριστη αἴσθηση ὁ ζῆλος μέ τόν ὁποῖον οἱ Ἀρχιερεῖς μας ἐδῶ στόν Ἑλληνικό Βορρᾶ, στίς ἀρχαιότατες χῶρες τῆς Ἑλλάδος, προασπίζονται (ἤ θά προασπισθοῦν τίς ἐρχόμενες ἑβδομάδες) τήν μοναδικότητα τοῦ ὀνόματός μας, τῆς Μακεδονίας, ἀκόμη καί ἄν οἱ ἴδιοι δέν εἶναι, ὡς συμβαίνει συνήθως, Μακεδόνες. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, ἄν ἕλκουν ἀπό τήν Μακεδονία μας τήν καταγωγή, θά ἔχουν παραλάβει μέ ζέση, καθώς ὅλοι μας οἱ ἐκ Δωριέων Μακεδνοί, μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν πάππων καί τῶν μαμμῶν μας, ἀπό τά αἱματοβαμμένα μνημεῖα τοῦ τόπου μας, ἀπό τό «πατριωτικό συλλογικό ἀσυνείδητο», τήν παρακαταθήκη τῆς θυσίας καί τοῦ ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου, Πατριαρχικοῦ (δέν ταυτίζουμε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τόν αἱρεσιάρχη Προκαθήμενο, βεβαίως) καί Ρωμαίικου φρονήματος τῆς μαρτυρικῆς γῆς μας, τῆς πάλαι ποτέ κοσμοκράτειρας Μακεδονίας, τῆς γῆς τῶν ἡρώων τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος!
Ὁ διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί ἀθωωτής τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος, ἔχει ἤδη προειδοποιήσει (ἐδῶ): «Θέλουν νά δώσουν τό ὄνομα Μακεδονία σέ γειτονική χώρα καί θά τό δεχτεῖτε; Ρωτῆστε καί τό λαό. Δέ θέλουμε ἀναταραχές». Παλαιότερα, τό 2011 εἶχε δηλώσει (ἐδῶ): «Δέν μποροῦν νά λεχθοῦν ποτέ “Μακεδονία”, οὔτε μέ ὄνομα πού νά ἔχει τή ρίζα τῆς λέξεως “Μακεδονία”. Ἔχουν ὡραιότατα ὀνόματα παλαιά ἀπό τήν χώρα στήν ὁποία βρίσκονται».
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους καί Κατερίνης κ. Γεώργιος, ἀπό τούς χαριζομένους καί αὐτός στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διεκήρυξε (ἐδῶ) ἐπίσης πρό ἑνός μηνός: «Ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί διατρανώνουμε πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἡ Μακεδονία εἶναι μία καί Ἑλληνική». Εἶμαι βέβαιος, ὅτι περαιτέρω ἔρευνα θά ἀποκάλυπτε καί ἄλλες παρόμοιες δηλώσεις Μητροπολιτῶν, πρόσφατες καί μή.
Πολύ ὡραῖα! Προφανῶς, οἱ Ἱεράρχες μας ἀντιλαμβάνονται, ἄν καί δέν προαπαιτεῖται γιά τήν ἐπισκοποποίηση ἡ ἀκριβής γνώση τῆς γεωπολιτικῆς, ὅτι ἡ ἀπόδοση στούς Σλαύους γείτονές μας ὀνόματος συνθέτου μέ τή λέξη «Μακεδονία», ἀποτελεῖ ἐθνική ἀπειλή, ὡς κατοχυρωμένο «προηγούμενον» (“precedent”) ὁμολογίας ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Σκοπιανῶν Νοτιοσλαύων, ὡς ἀπομείωση τῆς ἑλληνικῆς «ἀποκλειστικότητος» ἐπί παντός μακεδονικοῦ πράγματος, μέ ἀποτέλεσμα τήν διεκδίκηση καί σλαβικοῦ χρωματισμοῦ ἐπ΄ αὐτῶν, ἀλλά καί ὡς ὡρολογιακή βόμβα σέ περίπτωση (μή γένοιτο) μελλοντικῆς ὑποτέλειας τοῦ χώρου τῆς κεντρικῆς μας Μακεδονίας σέ ἑτερώνυμους ἐχθρούς (ὁπότε οἱ Σκοπιανοί πλέον θά μονοπωλοῦν ἐν παντί τό ὄνομα) κ.λπ. κ.ο.κ.
... καί ἐκκλησιολογικές «κοτρῶνες»
Ἀπορῶ, δέν κατέστη δυνατόν ἡ ἴδια κοινή (παραγωγική) λογική νά ἐπικρατήσει καί στήν λήψη ἀποφάσεων στή φαρμακερή Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου; Διότι κατά κοινή παραδοχή τῶν ἐπαϊόντων, ἡ θεολογική καί ἰδίως ἐκκλησιολογική λεπτότητα τῶν Ἱεραρχῶν μας ἐδοκιμάσθη στό Κολυμπάρι κολυμβῶσα καί... ἀπεπνίγη! Τό ὅτι τό «Σύμβολον τῆς Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως» (τό γνωστό μας «Πιστεύω»... ) ρητῶς διαγορεύει ὅτι πιστεύομεν «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν», δέν ἐβάρυνε ἆραγε διόλου στήν συνείδηση ἐκείνων πού ὑπέγραψαν (καί ὅσων στήν Ἱ. Σ. Ἱ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν Νοέμβριο τοῦ 2016 προσυπέγραψαν καί ἐπικύρωσαν), ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι καί κεῖνοι «Ἐκκλησίες», κατά τήν 6η παράγραφο τοῦ σχετικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ Κειμένου τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»), ὅτι δηλ. ἀποδέχθηκαν «τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς [τῆς Ὀρθοδόξου] ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν;». Δέν λυπήθηκαν τούς καματηρούς ἀγῶνες τῶν Πατέρων κατά τῶν αἱρέσεων; Δέν σεβάσθηκαν τό θεόσδοτο δικαίωμα τῶν αἱρετικῶν ἑτεροδόξων νά μάθουν τήν Ἀλήθεια, ὅτι ἡ Μία (μόνη) Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος; Δέν φοβήθηκαν τά θεόπνευστα λόγια (7ος ἱ. Κανών τῆς Γ΄Οἰκ., Ϛ΄ καί ζ΄Πράξεις τῆς 8ης Οἰκ. Συνόδου) πού ἐπαπειλοῦν βαρέα σέ ὅσους ἀθετοῦν ἤ ἀλλοιώνουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως;
Ὥστε ὁ Παναγιώτατος κ. Ἄνθιμος, ἀντίθετα μέ τήν Μακεδονία, χῶρο ἐπίγειο καί οἰκεῖο, δέν θεωρεῖ ὅτι ὀφείλει νά τηρήσει τήν ἴδια στάση καί γιά τήν Ἐκκλησία, χῶρο τῶν «οὐρανίων δογμάτων»! Δέν θεωρεῖ ὅτι ὄφειλε νά πεῖ, προσαρμόζοντας τά παραπάνω λόγια του: «Θέλουν νά δώσουν τό ὄνομα Ἐκκλησία σέ φαινομενικῶς γειτνιάζουσα ὁμολογία καί θά τό δεχτεῖτε; Ρωτῆστε καί τό λαό. Δέ θέλουμε ἀναταραχές». Ἤ, «δέν μποροῦν νά λεχθοῦν ποτέ “ Ἐκκλησία”, οὔτε μέ ὄνομα πού νά ἔχει τή ρίζα τῆς λέξεως “ Ἐκκλησία”. Ἔχουν ὡραιότατα ὀνόματα παλαιά ἀπό τόν θεολογικό χῶρο στόν ὁποῖο βρίσκονται, Σεβηριανοί, Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Λουθηρανοί κ.λπ.». Λοιπόν, δύο μέτρα καί δύο σταθμά, ὁ Παναγιώτατος μήπως; Ἀλλά πόση ἡ ὑπεροχή τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τήν Μακεδονία! Καί ὄχι μόνον αὐτό, ὄχι μόνον ὁ ἴδιος «δέν ἐρώτησε τόν λαό», οὔτε τόν ἐνημέρωσε, ἀλλά καί διώκει ἀπηνῶς ὅσους ἀγωνίζονται ὑπέρ τῶν πατροπαραδότων τούτων δογμάτων.
Τί ὡραῖα θά ἦταν ἄν ἀκούγαμε στήν ἐκκλησιαστική της ἐκδοχή θαρραλέα καί τήν ὡς ἄνω ὁμολογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους: «Ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί διατρανώνουμε πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί Ὀρθόδοξη»! Ἄλλα, ὅμως, ἔπραξε ὁ ἅγιος Κίτρους ἀθωώνοντας στή Ἱερά Σύνοδο τό αἱρετικό Κολυμπάρι! Μήπως, δύο μέτρα καί δύο σταθμά καί ἐδῶ;!
«Εἶναι», θά ποῦν κάποιοι προδότες καί οἱ ὑπηχοῦντες, «θέμα νοηματοδοτήσεως τοῦ ὅρου “ Ἐκκλησία”»! Μά, καί μέ τήν Μακεδονία ἔτσι δέν εἶναι; Γιατί ἐκεῖ, λοιπόν, ἀγωνίζονται, διαμαρτύρονται, διακηρύσσουν, προειδοποιοῦν, ὄχι ὅμως γιά τό Κολυμπάρι; Διότι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀήττητος; Διότι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18), ὁπότε δέν κινδυνεύει; Ναί, βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία θεοφθόγγως δέν κινδυνεύει, ἀλλά κινδυνεύουν τά μέλη Της νά πέσουν σέ αἵρεση, καί μάρτυρες τούτου οἱ ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων ψυχῶν τῆς σταδιακῶς ἀπο-ορθοδοξοποιημένης χριστιανικῆς Δύσεως. Καί ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας!
Ἡ «ἀνθρωπάρεσκος ἀντιμεταχώρησις»...
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποί μας, δυστυχῶς, πλήν μιᾶς μειονότητος, εἴτε δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη πραγμάτων ἀξιακῶς ὑπερτέρων, ὑπεροχικῶς ἀνωτέρων ἀπό τήν ἐπίγεια Πατρίδα, ἐν προκειμένῳ ἀπό τήν Μακεδονία μας (ἀποδεικνύμενοι αἱρετικοί ἐθνοφυλετιστές, κατά τό Κολυμπάρι), εἴτε εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀμαθεῖς (γι΄ αὐτό καί προσλαμβάνουν συχνότατα ἔμμισθους θεολογικούς «ΟΦΑ» συμβούλους καί ὑπομνηματιστές), εἴτε, γιά νά μή στενοχωροῦν ἐκείνους τούς ὁποίους φοβοῦνται, ἀκολουθοῦν τήν εὔκολη λύση τῆς «ἀνθρωπαρέσκου ἀντιμεταχωρήσεως». Ποιά εἶναι αὐτή;
Παρατηρεῖστε, παρακαλῶ, ὅτι πλεῖστοι Ἐπίσκοποί μας σέ ἐθνικά θέματα ἀναδεικνύονται Παπαφλέσσαι! Καί πλεῖστοι τῶν πολιτικῶν μας ταγῶν, στά θέματα Ὀρθοδοξίας, προκύπτουν σχεδόν ὁμολογηταί! Γιατί; Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι ὁ τομεύς εὐθύνης τους! Οὔτε τούς Ἀρχιερεῖς θά κατηγορήσει κανείς κυρίως γιά τήν ἀπομείωση ἐθνικῶν συμφερόντων, οὔτε τούς πολιτικούς κυρίως γιά τήν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἑκάτερος θά ἐπικαλεσθεῖ τήν ἁρμοδιότητα τοῦ ἄλλου (ἐνθυμεῖσθε τό κλασσικό ἀρχιεπισκοπικό ἐκεῖνο «ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Ὑπουργεῖο Παιδείας»;). Ἀντιθέτως, κάνοντας «ἀντιμεταχώρηση», ἐπεκτείνεται ἑκάτερος ὑπερβολικῶς στόν γειτνιάζοντα χῶρο, μόνον καί μόνον γιά νά προσπορισθεῖ εὔνοια («Τί πατριώτη Δεσπότη πού ἔχουμε, ἰσάξιος τοῦ Γερμανοῦ Καραβαγγέλη!»· ἤ «Πόσο εὐλαβής εἶναι ὁ Βουλευτής μας, ὅλο γιά τήν Ὀρθοδοξία μιλάει»). Ἀλλά στόν ἴδιό τους τομέα εὐθύνης καθίστανται σέ πολλές περιπτώσεις, πλήν τῶν γνωστῶν ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων, μειοδότες τῶν ἀνατεθειμμένων σέ αὐτούς καθηκόντων, εἴτε ἱεροδογματικῶν καί κανονικῶν, εἴτε ἐθνικο-πολιτικῶν ἀντιστοίχως. Ποῦ, ἆραγε, ταξινομοῦνται οἱ ἐθνικόφρονες Ἐπίσκοποί μας; Ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγηση πού μᾶς διέφυγε;
Μακάρι νά ἀναλογιστοῦν καί νά ἐντραποῦν οἱ ἁμαρτήσαντες ἐκκλησιαστικοί μας Ταγοί τήν σύγκριση τοῦ κινδύνου προδοσίας τῆς Μακεδονίας μας, μέ τήν ἤδη συντελεσθεῖσα ἀπό αὐτούς προδοσία ὡς πρός τήν ὁμολογία τῆς μοναδικότητος τῆς ἁγίας ἐκκλησιαστικῆς... «Μακεδονίας», τῆς Ὀρθοδοξίας (σύμφωνα μέ τήν ἐτυμολογία τοῦ λεξικογράφου Ἡσυχίου, «μακεδνός» σημαίνει «οὐράνιος» ἤ «μετέωρος»: «μακεδνά σκῦλα, τά οὐράνια καί μεγάλα· ἤ ὅτι τά τρόπαια μετέωρα ἵσταται»). Ἄς φεισθοῦν, ἐπιτέλους, οἱ Ταγοί μας τῶν μακεδνῶν Τροπαίων τῆς οὐρανίου Ὀρθοδοξίας!
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὁρίζει ἐπακριβῶς, εἰς πεῖσμα ἀναξίων τινῶν Ποιμένων, τί εἶναι Ἐκκλησία καί ὅτι δέν εἶναι προτεραιότητα οἱ θεσμοί καί οἱ «τοῖχοι», ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ ὀρθοπραξία: «Τό ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν πιστῶν πού ἔχει συγκροτηθεῖ ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς εἶναι φανερό σέ αὐτούς πού ἔχουν γευθεῖ τήν σοφία [...] ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἄλλο ὁ Ναός, γιατί ἡ πρώτη ἀποτελεῖται ἀπό ἄμεμπτες ψυχές, ἐνῷ ὁ Ναός κτίζεται μέ πέτρες καί ξύλα [...] Ὁ Βασιλεύς τῶν οὐρανῶν δέν ἦλθε ἐδῶ γιά χάρη τῶν τοίχων, ἀλλά τῶν ψυχῶν».
«Ὅτι γάρ τό ἄθροισμα τῶν ἁγίων τό ἐξ ὀρθῆς πίστεως καί πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον Ἐκκλησία ἐστί, δῆλόν ἐστι τοῖς σοφίας γευσαμένοις [...] ἄλλο ἐστίν Ἐκκλησία καί ἄλλο ἐκκλησιαστήριον· ἡ μέν γάρ ἐξ ἀμώμων ψυχῶν συνέστηκε, τό δ΄ ἀπό λίθων καί ξύλων οἰκοδομεῖται [...] Οὐ γάρ τοίχων ἕνεκεν, ἀλλά ψυχῶν, δεῦρ’ ἐπεφοίτησεν ὁ τῶν οὐρανῶν Βασιλεύς» (PG 78, 685Α – ΕΠΕ 2, 356).
Καλή μετάνοια στούς πεπτωκότες, καλή καί ἀπερίτρεπτη ὑπομονή καί ὁμολογία στούς ἐκκλησιαστικούς, οὐρανίους καί ὑψίφρονες, τούς ἀληθεῖς, «Μακεδόνες».
Πηγή: Ορθόδοξη Φωνή, Κατήχησις
ΝΕΟ ΚΑΙΡΙΟ ΠΛΗΓΜΑ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ!
Εν Πειραιεί τη 8η Ιανουαρίου 2018.
Η ψευδοσύνοδος της Κρήτης, (18-26 Ιουνίου 2016), κατέστη χωρίς αμφιβολία ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της ορθοδοξίας. Όπως απέδειξαν τα εκ των υστέρων επακολουθήσαντα γεγονότα, όχι μόνο δεν λειτούργησε θετικά και ευεργετικά στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά απεναντίας προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα με συνεχώς αυξανόμενη ένταση σοβαρούς κραδασμούς, διαιρέσεις, αποτοιχίσεις και σχίσματα. Την τραγική αυτή έκβαση των πραγμάτων προείδε ο σοφός και διορατικός σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο οποίος σε βαρυσήμαντο υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Σερβίας, με τίτλο «Περί την μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τής Ορθοδόξου Εκκλησίας», το οποίο υπέβαλε τον Απρίλιο του 1977, έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Εις αυτήν την αποκαλυπτικήν εποχήν είναι δύσκολον, η μάλλον αδύνατον, εις πολλούς ιεράρχας των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, λόγω ανθρωπίνων αδυναμιών να ομολογήσουν ορθοδόξως και αγιοπατερικώς εις αυτήν την ενδεχομένως μέλλουσαν να συνέλθη Οικουμενικήν Σύνοδον τα Ορθόδοξα δόγματα και τας κανονικάς αληθείας. Ένεκα τούτου το ορθοδοξότερον θα ήτο να μη συγκληθεί καθόλου η Οικουμενική Σύνοδος, η τουλάχιστον να μη συμμετάσχη τις εις αυτήν…Και εις το τέλος, τέλος τι δύναται να περιμένη κανείς από μίαν τοιαύτην Οικουμενικήν Σύνοδον; Εν και μόνον εν: σχίσματα και αιρέσεις και διαφόρους άλλας συμφοράς. Αυτό είναι η βαθεία μου αίσθησις και πλήρης οδύνης επίγνωσις. Δι’ αυτό παρακαλώ και ικετεύω την ΙεράνΣύνοδον της Ιεραρχίας, να απόσχει από την συμμετοχήν εις την προετοιμασίαν της Συνόδου και από την συμμετοχήν εις την ιδίαν την Σύνοδον, εάν ατυχώς συγκληθεί».
Οι παρά πάνω προφητικές προρρήσεις του αγίου δυστυχώς επαληθεύτηκαν πλήρως.
Ωστόσο ο Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει την Εκκλησία του «ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πραξ.20,28), αιχμάλωτη στην πλάνη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και στην επιχειρηθείσα συνοδική κατοχύρωσή της δια της κολυμπαρίας ψευδοσυνόδου. Τα πρώτα ελπιδοφόρα γεγονότα, που προανήγγειλαν την μέλλουσα ανατροπή της, άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνιση τους σχεδόν αμέσως μετά την σύγκλησή της. Τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του συνόλου του Ορθοδόξου πληρώματος, (οι υπόλοιπες δέκα αντιπροσώπευσαν μόνο το 1/3), αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο της πλάνης και το γεγονός αυτό υπήρξε το πρώτο καίριο πλήγμα στις υπερφίαλες και μεγαλόστομες διακηρύξεις των διοργανωτών της, ότι δήθεν υπήρξε ένα «μεγάλο γεγονός για την Ορθοδοξία και τον κόσμον όλον». Οι ως άνω τέσσερις Εκκλησίες ως γνωστόν ουσιαστικά απέρριψαν σχεδόν στο σύνολό τους τις αποφάσεις της. Αρνήθηκαν να τις θεωρήσουν αναγκαστικά εφαρμοστέες και για λόγους κανονικής τάξεως, θεωρώντας αντικανονική την συγκρότηση και τη λειτουργία της, αλλά κυρίως για τον αντορθόδοξο χαρακτήρα τους. Και τούτο διότι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την μακραίωνη Ορθόδοξη Κανονική και Συνοδική Παράδοση και την περί Εκκλησίας δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Στο παρά πάνω πλήγμα ήρθε πρόσφατα να προστεθεί ένα νέο, εξ’ ίσου καίριο πλήγμα. Όπως πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ, (βλέπε ιστοσελίδα του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας), η Εκκλησία της Ρωσίας διοργάνωσε από 29ης Νοεμβρίου ως και 2ας Δεκεμβρίου 2017 μεγαλειώδεις εορτασμούς για τα 100 έτη από την επανασύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας. Στους εορτασμούς αυτούς προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν όλα τα Πατριαρχεία και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες ανταποκρίθηκαν και συμμετείχαν διά των προκαθημένων τους, ή των αντιπροσώπων τους, πλην του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εν τω μεταξύ κατά την διάρκεια των εορτασμών αυτών συγκλήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην οποία συμμετείχαν 377 αρχιερείς. Η εν λόγω Σύνοδος έλαβε σημαντικές αποφάσεις επί διαφόρων θεμάτων, ένα δε από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε, ήταν και οι αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης. Στις παραγράφους 38, 39, 40 και 41 των συνοδικών κειμένων γίνεται λόγος για την αξιολόγηση από την Ρωσική Ιεραρχία της «Συνόδου». Σύμφωνα με τη συνοδική απόφαση:
«Η εν λόγω Σύνοδος, [της Κρήτης], δεν δύναται να θεωρείται Πανορθόδοξη, ούτε και οι αποφάσεις της ως δεσμευτικές για όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα, επειδή η μη εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης των ορισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για τη σύγκλησή της στις προκαθορισμένες ημερομηνίες, παραβίασε την αρχή της ομοφωνίας. Ταυτόχρονα πρέπει να δεχθούμε ότι η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανάλυση των κειμένων της εν Κρήτῃ Συνόδου, την οποία, κατόπιν εντολής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, διενέργησε η Συνοδική Βιβλική Θεολογική Επιτροπή, απέδειξε ότι ορισμένα εξ αυτών περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα το κείμενο ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’, το οποίο δεν υπέγραψαν 2/3 των μελών της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας και οι μεμονωμένοι Ιεράρχες ορισμένων άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, οι οποίες μετείχαν των εργασιών της εν Κρήτῃ Συνόδου, κάτι το οποίο επιμαρτυρεί τη μεγάλη διχογνωμία ως προς το κείμενο αυτό, ακόμη και στους μετάσχοντας της ἐν Κρήτῃ Συνόδου.»
Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω απόφασή τους: α) αρνούνται κατηγορηματικά τον πανορθοδόξο χαρακτήρα της, β) αρνούνται να δεχτούν ως δεσμευτικές και εφαρμοστέες τις αποφάσεις της, ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, η οποία απαίτησε την υποχρεωτική αναγνώριση και εφαρμογή τους πανορθοδόξως και γ) συνηγορούν και δικαιώνουν απόλυτα την κριτική που άσκησε πάνω στα συνοδικά κείμενα της ψευδοσυνόδου πλειάδα κληρικών μοναχών και λαϊκών από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες ακόμη και από αυτές που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο. Δικαιώνουν τον αγώνα χιλιάδων πιστών, οι οποίοι αρνήθηκαν τις αποφάσεις της και υπέστησαν και συνεχίζουν να υφίστανται διωγμούς. Δικαιώνουν όλους εκείνους, οι οποίοι κατασυκοφαντήθηκαν ως «ακραίοι», «φανατικοί», «ψυχοπαθείς», ή «φονταμενταλιστές», από τους θιασώτες του Οικουμενισμού. Αν όμως αυτοί είναι «φανατικοί», κλπ. τότε γιατί να μη θεωρηθούν τέτοιοι και οι 377 Ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι δεν είπαν κάτι άλλο από αυτούς;
Η φράση τους ότι «η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αποτελεί μάλλον λεκτική και μόνο φιλοφρόνηση, για να μη δημιουργηθεί ευθεία ρήξη με τις Εκκλησίες, που έλαβαν μέρος στη ψευδοσύνοδο και να μη υπάρξει το ενδεχόμενο ακοινωνησίας μ’ αυτές. Διότι πως είναι δυνατόν «η Σύνοδος στην Κρήτη να αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», καθ’ όν χρόνον αμφισβητείται ο πανορθόδοξος χαρακτήρας της, οι δε αποφάσεις της μη εφαρμοστέες;
Κατά την τελευταία ημέρα των εορτασμών, που ήταν και η πιο επίσημη, συνήλθε και πάλι το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, παρόντων των Προκαθημένων, (ή των αντιπροσώπων των), των Ορθοδόξων Εκκλησιών και επικύρωσε τις συνοδικές αποφάσεις που έλαβε κατά της ψευδοσυνόδου. Έτσι με την έξυπνη αυτή διπλωματική ενέργεια η Μόσχα θέλησε να δώσει πανορθόδοξο χαρακτήρα στην καταδίκη της, αφού κανένας από τους παρόντες προκαθημένους, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, ή να αποχωρήσει, όταν άκουσε τις καταδικαστικές συνοδικές αποφάσεις της Ρωσικής Ιεραρχίας.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι ο αριθμός των επισκόπων της Ιεραρχίας της Ρωσικής Εκκλησίας, που καταδίκασαν την ψευδοσύνοδο ήταν υπερδιπλάσιος από τον αριθμό των Ιεραρχών, που συγκρότησαν την ψευδοσύνοδο, (377 έναντι 157). Γεννώνται λοιπόν τα εξής εύλογα ερωτήματα: Γιατί οι δέκα τοπικές Εκκλησίες, οι συγκροτήσαντες την ψευδοσύνοδο, δεν επέβαλαν κυρώσεις και γιατί δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία επίσημα και συνοδικά πλέον αρνείται τις αποφάσεις της ψευδοσυνόδου, αφού έχουν την αξίωση να γίνουν δεκτές οι αποφάσεις των πανορθοδόξως; Και εν πάσει περιπτώσει, αφού δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν κυρώσεις, ποιο μπορεί να είναι τελικά το κύρος της ψευδοσυνόδου, και τι θα απομείνει από αυτή;
Τίθενται επίσης τα παρά κάτω εύλογα ερωτήματα: Εφόσον οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου δεν εφαρμόζονται από την πλειοψηφία του ορθοδόξου πληρώματος, με αποφάσεις των Ιεραρχιών τους, πως έχουν την αξίωση οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο, να εφαρμοστούν για τους δικούς τους πιστούς; Γιατί καταφεύγουν σε διώξεις σε όσους αρνούνται να τις εφαρμόσουν; Πως νομιμοποιούνται οι διώξεις αυτές, αφού οι αποφάσεις της δεν είναι καθολικά αποδεκτές και εφαρμοστέες;
Οι ιθύνοντες της ψευδοσυνόδου, θέλοντας να διασκεδάσουν την μη συμμετοχή των τεσσάρων Πατριαρχείων σ’ αυτή, την απέδωσαν σε «γεωπολιτικές σκοπιμότητες». Όμως αυτός ο ισχυρισμός τους κονιορτοποιήθηκε, όταν οι Σύνοδοι των Ιεραρχών των τεσσάρων Πατριαρχείων απέδειξαν, ότι δεν συμμετείχαν στην ψευδοσύνοδο, επειδή παραβιάστηκε η αρχή της ομοφωνίας, αλλά και επειδή ελήφθησαν αντορθόδοξες αποφάσεις. Η ρωσική Ιεραρχία επισημαίνει ότι τα συνοδικά κείμενα «περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας». Οι ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις αφήνουν τεράστια περιθώρια για παρερμηνείες. Αυτό είχε επισημάνει και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος στην παρέμβασή του στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος που έγινε τον Νοέμβριο του 2017, στην οποία συζητήθηκαν οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου. Βεβαίως η Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας, (σε αντίθεση με την συνοδική απόφαση της Βουλγαρικής Ιεραρχίας), δεν προχωρεί σε ανάλυση αυτού του απαράδεκτου και αντορθόδοξου κειμένου, («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικός κόσμον»), μέσω του οποίου σχετικοποιήθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδόθηκε εκκλησιαστική υπόσταση στις αιρέσεις, αλλά αφήνει να εννοηθεί καθαρά ότι το απορρίπτει.
Τέλος στην παράγραφο 40 τονίζεται ότι «Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας εκφράζει την πεποίθηση ότι η διαφύλαξη και η εδραίωση της ενότητας της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανεξαρτήτως στάσεως έναντι της γενομένης εν Κρήτῃ Συνόδου, αποτελεί κοινή αποστολή όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τόσο των μετασχουσών των εργασιών, όσο και των αποσχουσών από αυτή. Ως εκ τούτου ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η εδραίωση της διορθοδόξου συνεργασίας». Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω φράση τονίζουν μεν την αναγκαιότητα για την «διαφύλαξη και εδραίωση της ενότητας», εκφράζουν όμως παράλληλα έμμεσα και την πεποίθησή τους ότι στη «Σύνοδο» αυτή όχι μόνο δεν εδραιώθηκε και ισχυροποιήθηκε η ενότητα της Ορθοδοξίας, αλλά συνέβη το αντίθετο: επιταχύνθηκαν οι φυγόκεντρες και διασπαστικές τάσεις.
Περαίνοντας, θεωρούμε ότι το συνοδικό κείμενο της Ρωσικής Ιεραρχίας αποτελεί ένα βαρυσήμαντο, ιστορικό κείμενο, μεγάλης εκκλησιολογικής σημασίας, το οποίο πιστεύουμε, ότι θα παίξει στο μέλλον καθοριστικό ρόλο για την περαιτέρω στάση της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας εις ό, τι αφορά την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Η Ιεραρχία της μεγαλύτερης σε αριθμό πιστών και δύναμη Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποφάνθηκε ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης υπήρξε ένα ατυχέστατο συμβεβηκός στην δισχιλιόχρονη ιστορία της Εκκλησίας μας. Ένα δόλιο πείραμα από τις δυνάμεις που προωθούν τον σύγχρονο παγκόσμιο θρησκευτικό συγκρητισμό και Οικουμενισμό. Το κύριο έργο της υπήρξε η προώθηση του πανθρησκειακού οράματος. Μόνον όσοι πάσχουν από πνευματικό δαλτονισμό, ή είναι άσχετοι με τα εκκλησιαστικά, βλέπουν «θρίαμβο» της Ορθοδοξίας. Ευτυχώς η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και έθεσε τις βάσεις για την μελλοντική σύγκληση μιας αληθινά Ορθόδοξης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία οριστικά και αμετάκλητα θα την καταδικάσει ως ψευδοσύνοδο και θα την συναριθμήσει με τις άλλες ψευδοσυνόδους της Εκκλησίας μας.
Ἡ ὁμιλία "«Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί ἡ ἀναδυόμενη Νέα Ἐκκλησιολογία: Μία Ὀρθόδοξη Ἀνάλυση" τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers (καθηγητοῦ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης στήν Ὀρθόδοξη Ἱερατική Σχολή Ἁγίας Τριάδος - Holy Trinity Orthodox Seminary, Jordanville, Νέα Ὑόρκη), πραγματοποιήθηκε στό Ἱερατικό Ἡσυχαστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς Ἀνατολικῆς Ἀμερικῆς τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Eastern American Diocese of the Russian Orthodox Church Outside of Russia)
Howell, New Jersey, Τρίτη, 21 Μαρτίου, 2017
Σεβασμιότατε Μητροπολίτα κ. Ἱλαρίων,
Σεβασμιότατε Μητροπολίτα κ. Ιωνᾶ,
Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Νικόλαε,
Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε κ. Ειρηναῖε,
Σεβαστοί πατέρες και ἀδελφοί ἐν Χριστῷ,
Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν!
Θεωρῶ τιμή μου νά βρίσκομαι σήμερα ἐδῶ ἐνώπιόν σας, γιά νά μιλήσω στούς Ἀρχιποίμενες καί Ποιμένες τοῦ λογικοῦ Ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ καί εἰδικότερα στούς διαδόχους τοῦ σπουδαίου ἔργου πού ἐγκαινιάστηκε στή Ρωσική Διασπορά ἀπό μεγάλες ἱερές μορφές ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς ὁ Θαυματουργός καί οἱ μητροπολίτες Ἀντώνιος, Ἀναστάσιος, Φιλάρετος καί Βιτάλιος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος, ὁ μητροπολίτης Λαῦρος καί ἄλλοι πολλοί ἀξιοσέβαστοι πατέρες, ὄχι μόνο τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὄντως τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ μαρτυρία πού ἔδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Διασπορᾶς, σέ σχέση μέ τήν Ἱερά Παράδοση, τό μοναστικό καί ἀσκητικό ἰδεῶδες καί ἰδιαίτερα τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέει καί νά καθοδηγεῖ τούς Ὀρθοδόξους σέ ὅλο τόν κόσμο.
Σήμερα, ἐνῷ ἡ Κιβωτός τῆς Ἐκκλησίας κλυδωνίζεται στόν ἀπόηχο τῆς αὐτοαποκαλούμενης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή δική τους ἀκρίβεια βίου καί πίστεως – ἤ μᾶλλον, ἔχουμε πολύ μεγάλη ἀνάγκη νά τούς ἀκολουθήσουμε καί νά τούς μιμηθοῦμε ὡς πρός αὐτά.
Στόν περιορισμένο χρόνο πού μοῦ ἔχει δοθεῖ σήμερα, ἐλπίζω νά καταφέρω νά ξεδιπλώσω μπροστά σας, συνοπτικά, ἀλλά ξεκάθαρα, τά ἀξιοπρόσεκτα καί ἀξιοσημείωτα ἐκεῖνα γεγονότα πού ἔλαβαν χώρα στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ περασμένου ἔτους, ὥστε μέ τήν ἐνημέρωση αὐτή νά μπορεῖτε νά ἐνεργήσετε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένα, θά ἐξετάσω συνοπτικά καί κριτικά τίς ἀκόλουθες τρεῖς ὄψεις τῆς «Συνόδου» καί τίς συνέπειες αὐτῆς:
1. Διοργάνωση καί Πραγματοποίηση
2. Κείμενα
3. Ἔκβαση καί Ἐπιπτώσεις
Εἰδικότερα, θά ἑστιάσουμε στίς ὄψεις τῆς ἐπίμαχης διοργάνωσης στήν Κρήτη, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν ἀπόκλιση ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ἐκ τούτου χρήζουν ἀπαντήσεως ἐκ μέρους τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Προτοῦ ξεκινήσω αὐτή τήν ἀνάλυση, εἶναι ἀπαραίτητο νά τονίσω τά παρακάτω σημεῖα, προκειμένου νά ἀφαιρέσω ἀπό τήν εἰκόνα τό παραπλανητικό στοιχεῖο στήν ὅλη συζήτηση περί Κρήτης καί τή σημασία της. Ὑποστηρικτές, συμπαθοῦντες, ἀλλά καί ἀδιάφοροι σχετικά μέ τήν διοργάνωση τῆς Κρήτης, ἀντιδροῦν στήν κριτική γι΄ αὐτήν μέ ποικίλους τρόπους. Λόγου χάριν, τούς ἀκούει κανείς νά λένε:
• Ἡ ἐπιτυχία τῆς συνάντησης αὐτῆς ἦταν ἡ συνάντηση αὐτή καθαυτή!
• Δέν ἦταν παρά μία ἀρχή καί θά ἀκολουθήσει βελτιωμένη συνέχεια!
• Δέν διαφάνηκε καμία συνέπεια ἀπό τήν Κρήτη, ἑπομένως δέν χρειαζόταν τόσος θόρυβος!
• Γιατί νά ἀσχολούμαστε τώρα μέ τήν Κρήτη; Ἔχει πεθάνει καί μάλιστα ἔχει ἐνταφιαστεῖ! Τά ἑπόμενα χρόνια θά ἔχει ἤδη ξεχαστεῖ. (Καί ἄλλα τέτοια συναισθήματα ἐκφράζονται.)
Μποροῦμε ὅλοι νά δείξουμε κατανόηση στή «δύναμη της θετικῆς σκέψης», ὡστόσο φοβᾶμαι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ὡραῖες σκέψεις χρησιμεύουν γιά νά παρακάμπτεται τό οὐσιῶδες ζήτημα: Τί εἶναι αὐτή ἡ «Σύνοδος»; Τί ἔχουμε νά ποῦμε γιά τίς ἀποφάσεις της και τόν ἀντίκτυπό τους; Δέν μπορε κανείς νά πιστεύει σοβαρά ὅτι γιά περισσότερα ἀπό 50 χρόνια (ἤ κατ’ ἄλλους 100!) περιμέναμε μιά μεγάλη σύνοδο, βασικός σκοπός τῆς ὁποίας ἦταν… νά συμβεῖ! Ἀσφαλῶς, ὅ,τι συνέβη στήν Κρήτη θά ἔχει συνέπειες καί ἤδη ἔχει ἐπιπτώσεις γιά τήν Ἐκκλησία (κατά τόπους σημαντικές) καί θά ἀποτελέσει ἕνα προηγούμενο γιά τό μέλλον.
Πράγματι, αυτός είναι ο λόγος που ἐκεῖνοι οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι παραβλέπουν τή «σύνοδο» ἤ ὑποτιμοῦν τή σημασία της, τό κάνουν εἰς βλάβη δική τους, ἀλλά καί τοῦ ποιμνίου τους. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ σύνοδοι – ληστρικές ἤ οἰκουμενικές – εἴτε γίνονται δεκτές εἴτε ἀπορρίπτονται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν περνᾶνε ἀπαρατήρητες οὔτε καί πρέπει νά ἀγνοοῦνται, ἰδίως μάλιστα ὅταν καινοτομοῦν καί εἰσάγουν ψευδο-διδασκαλίες στήν Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς ὅπως μία πνευματική πτώση πρέπει νά τήν ἀκολουθήσει ἡ μετάνοια, καί ὄχι ἡ συγκάλυψη, ἔτσι καί τά σφάλματα τά ὁποῖα εἰσάγονται καί γίνονται δεκτά σε συνοδικό ἐπίπεδο πρέπει νά ἀπορριφθοῦν καί νά διορθωθοῦν [ἰδανικά σέ συνοδικό ἐπίπεδο ἐπίσης]. Δέν παραβλέπουμε τίς ἀσθένειες ὅταν αὐτές μολύνουν τό σῶμα μας. Πόσο μᾶλλον θά ἔπρεπε νά φροντίζουμε γιά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι, ἀλλήλων τά βάρη βαστάζοντες.
1. Ὀργάνωση καί Ἐκτέλεση:
Ἄς ξεκινήσουμε ρίχνοντας μιά γρήγορη ματιά στή βασική στατιστική σύνθεση τῆς «Συνόδου»:
Συμμετέχουσες Ἐκκλησίες: 10 ἀπό τίς 14 Τοπικές Ἐκκλησίες (ποσοστό 71%)
• Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν: ποσοστό σχεδόν30%.
• Συμμετέχοντες Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι: 162 συμμετεῖχαν ἀπό τούς 350 πού εἶχαν προσκληθεῖ (46%)
• Ἀντιπροσώπευση Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων: 162 ἐπί συνόλου 850 (19%)
• Συνολικός Ἀριθμός ψηφισάντων Ἐπισκόπων: 10 ἀπό τούς 162 παρισταμένους ἐπισκόπους (6%), ἤ 10 ἀπό τούς 850 ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (1.1%).
Ἄν συγκρίνουμε τά παραπάνω μέ τίς ἀληθινά «ἅγιες καί Μεγάλες Συνόδους» τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίστηκαν κατόπιν ὡς «Οἰκουμενικές», ὑπάρχει τεράστια διαφορά, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾷ στά ἐμπόδια πού ἀντιμετώπιζαν οἱ ἱεράρχες τῶν πρώτων αἰώνων ὡς πρός τίς μετακινήσεις τους καί τήν ἐπικοινωνία. Παραδείγματος χάριν, ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχε 325 θεοφόρους Πατέρες, ἡ Δ’ Οἰκουμενική 630 Πατέρες καί ἡ Ζ’ 350 πατέρες – ὅλοι αὐτοί συμμετεῖχαν μέ δικαίωμα ψήφου.
Τί πῆγε λοιπόν νά δεῖ ὁ κόσμος στήν Κρήτη; Μία «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»; Τί πῆγαν να δοῦν; Μία ἐλεύθερη συνάθροιση Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο; Δεῖτε, οἱ περισσότεροι δέν προσκλήθηκαν και σχεδόν σέ ὅλους ὅσοι προσῆλθαν δέν δόθηκε ἡ δυνατότητα ψήφου. Ἑπομένως τί πῆγαν νά δοῦν στήν Κρήτη ; « Μία σύνοδο Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[1].
Ἡ τελευταία αὐτή φράση – «μία σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»– εἶναι ἡ ἔκφραση πού χρησιμοποίησε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος γιά νά χαρακτηρίσει τη σύναξη αὐτή, τήν ὁποία παρακολούθησε καί στήν ὁποία ἀσκεῖ σφοδρή κριτική τώρα γιά τίς καινοτομίες, τίς ὁποῖες εἰσήγαγε ἐν σχέσει πρός τήν Πίστη μας. Ἡ τρανή εἰρωνεία, ἀλλά καί τραγωδία εἶναι πώς, παρ’ ὅλους τούς βαρύγδουπους ἰσχυρισμούς τῶν διοργανωτῶν ὅτι ἡ συνοδικότητα ἦταν πού εἶχε ὁδηγήσει σ’ αὐτή τή διοργάνωση καί ὅτι θά ἦταν φανερή στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἦταν μία νέα ἀνατολική ἔκφραση παπικοῦ πρωτείου [ - τῶν προκαθημένων – πού πῆρε κεντρική θέση ἐπί σκηνῆς[2].
Ἡ τραγική εἰρωνεία εἶναι πώς, ἐνῷ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πηγαινοέρχονταν στίς λεωφόρους τοῦ Διαδικτύου ἐκθειάζοντας τή συνοδικότητα τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί τῆς ἐπικείμενης Συνόδου, οἱ Ἱερές Σύνοδοι τῶν ποικίλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μόλις ἄρχιζαν νά ἐξετάζουν τό κατά πόσον ἦταν ὀρθόδοξα τά κείμενα τά ὁποῖα γίνονταν δεκτά ἀπό τούς Προκαθημένους τους, χωρίς τήν ἔγκρισή τους. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ἀποτυχία τῆς «Συνόδου τῶν Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους» εἶχε ἤδη ἐξασφαλιστεῖ ἐκ τῶν προτέρων.
A. Προ-Συνοδικοί Οἰωνοί τῆς ἐπικείμενης καταστροφῆς
Πολλά ἔχουν γίνει κατά τήν μακρά συνοδική διαδικασία πού κατέληξε στή Συνάντηση τῆς Κρήτης. Χωρίς ἀμφιβολία, πολύς ἱδρώτας χύθηκε καί πολύ μελάνι ξοδεύτηκε γιά νά γίνει πραγματικότητα αὐτό τό γεγονός. Στή διάρκεια τῶν 55 χρόνων ἐνεργοῦ ὀργανωτικῆς προετοιμασίας γιά τή σύγκληση αὐτῆς τῆς «Συνόδου», ἔλαβαν χώρα:
• Ἕξι συναντήσεις τῆς «Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς»
• Τρεῖς συσκέψεις τῆς «Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς»
• Πέντε Προ-Συνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις
• Τρεῖς συναντήσεις τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
• Δύο εἰδικές θεολογικές διασκέψεις γιά τήν κατάρτιση τῶν Κανόνων Λειτουργίας τῶν συνελεύσεων τῶν Ἐπισκόπων στή Διασπορά
• Δύο ἀκαδημαϊκά συνέδρια ἐπί τοῦ θέματος ἑνός κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, καί κοινοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους καί ἄλλο ἕνα συνέδριο γιά σύγχρονα ζητήματα βιοηθικῆς.
• Ἕνα ἀκόμη ἀκαδημαϊκό συνέδριο γιά τό ζήτημα τῆς Χειροτονίας τῶν Γυναικῶν στή Ρόδο, τό 1989.
Εἶναι τραγικό πραγματικά τό γεγονός, ὅτι μετά ἀπό τόσο ἐκτεταμένο ὁρίζοντα χρόνου καί προσπάθειας, τό ἀποτέλεσμα οὐσιαστικά δέν ἱκανοποιεῖ κανένα, οὔτε περιποιεῖ τιμή ἤ δόξα στούς διοργανωτές ἤ στήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Μήπως ὁ ἱεράρχης του Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού χαρακτήρισε τή σύνοδο «φιάσκο», ἤ ὁ ἐκκλησιαστικός ἀνταποκριτής, ὁ οποῖος τήν ἀποκάλεσε «ἐπικεφαλίδα πού κατέληξε ὑποσημείωση» εἶχαν ἄδικο; {Εἶναι προφανές ὅτι στήν περίπτωση τῆς Κρήτης ἐκπληρώθηκε τό ἀρχαῖο ρητό «ὤδινεν ὄρος καί ἔτεκεν μῦν»}.
Μακάρι νά ἦταν μόνον αὐτό καί ὄχι κάτι χειρότερο! Διότι τόσες ὠδῖνες τοκετοῦ γιά νά γεννηθεῖ μία τέτοια «σύνοδος», εἶναι ὄνειδος γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Πρέπει νά ἀναρωτηθεῖ κανείς: ποῦ ἦταν τό λάθος, ὥστε παρά τόν τόσο κόπο – μοναδικό στά συνοδικά χρονικά – νά καταλήξουμε σέ ἕνα τόσο τραγικό ἀποτέλεσμα;
Στήν Ἑλλάδα ἔχουμε μιά χαρακτηριστική ἔκφραση: «ἡ καλή μέρα ἀπό τό πρωΐ φαίνεται». Λοιπόν, τό ἀντίθετο ἐπίσης ἰσχύει στήν περίπτωση τῆς «μεγάλης Συνόδου». Ἤδη ἀπό νωρίς, στή συνοδική διαδικασία ἦταν φανερό ὅτι ἡ συνήθως ἡλιόλουστη Κρήτη δέν θά ἔλαμπε φεγγοβόλα γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ὅπως τό ἔχω ἀναλύσει διεξοδικά ἀλλοῦ [3] οἱ ὁραματιστές τῆς Κρήτης σφράγισαν τή μοίρα τῆς Συνόδου τους ὥστε αὐτή νά μήν ἀκολουθήσει τά ἴχνη τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά νά ἀπορροφήσει τό «πνεῦμα» μιᾶς ἄλλης, ἀκόμη πιό «μεγάλης» καί πολύ προβληματικῆς συνόδου τῆς πιό πρόσφατης μνήμης μας: τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.
Οἱ δύο αὐτές σύνοδοι ἔχουν κοινές ρίζες καί καταβολές, παρόμοια μεθοδολογία καί στόχους, ἀλλά ἐπίσης μοιράζονται καί μία τοὐλάχιστον ἐπιφανειακή ἀλλεργία στό δόγμα. Ἀμφότερες αὐτές οἱ συνδιασκέψεις ἰσχυρίστηκαν πώς εἶχαν σκοπό καί στόχο νά ἑδραιώσουν τή δέσμευση τῶν ἱεραρχιῶν τους στόν οἰκουμενισμό καί ἀμφότερες ἐπέτρεψαν οἱ συνοδικές ἀποφάσεις καί τά Κείμενά τους νά διαμορφωθοῦν ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους. Ἀκόμη σημαντικότερο εἶναι πώς, καί οἱ δύο αὐτές συνάξεις, θεώρησαν ἀποδεκτή τήν εἰσαγωγή μιᾶς νέας «περιεκτικῆς» ἐκκλησιολογίας ξένης πρός τήν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν[4] .
Ἕνα ἄλλο σημεῖο. τό ὁποῖο δυστυχῶς σφυρηλατεῖ τή συγγένεια ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές συνόδους, εἶναι ἡ ἀπουσία ὁποιασδήποτε δαιμονολογίας. Εἶναι ἐνδεικτικό ὡς πρός τό φρόνημα καί τίς προτεραιότητες τῶν συντακτῶν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὅτι πουθενά σε ὁποιοδήποτε ἀπό τά κείμενα δέν βρίσκει κανείς τούς παρακάτω ὅρους:
• Διάβολος, δαίμονας, διαβολικός ἤ πονηρός [5]
• Αἵρεση[6] αἱρετικός, σχίσμα ἤ σχισματικός.
Ἐν τούτοις, ἡ διάκριση τῶν μεθόδων τῶν πεπτωκότων πνευμάτων, ἤ ἀλλιῶς δαιμονολογία, ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τή διαμόρφωση Χριστολογίας καί Ἐκκλησιολογίας[7]. Ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου (Α’ Ιωάν. 3:8). Ἡ ἀπουσία τῆς παραμικρῆς ἔστω ἀναφορᾶς στόν πονηρό ἤ στίς μεθοδεῖες του (αἵρεση, σχίσμα, κ.λ.π.), σέ ὁποιοδήποτε ἀπό τά συνοδικά Κείμενα, εἶναι ἐνδεικτική μιᾶς κοσμικῆς, ἐκκοσμικευμένης ἀντιλήψεως, μακράν του Πατερικοῦ φρονήματος.
Τέλος, ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀκολουθώντας τήν Β’ Βατικανή καί ὄχι τούς Ἁγίους Πατέρες, ὄχι μόνον δέν ἔκανε τήν παραμικρή μνεία στήν αἵρεση, ἀλλά περαιτέρω προσκάλεσε καί ἐκπροσώπους αἱρετικῶν ὁμολογιῶν νά παρακολουθήσουν τίς ἐργασίες της ὡς παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων ἐκείνων πού ἀναγνωρίζονται ὡς τέτοιοι (αἱρετικοί) ἀπό προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ πρακτική αὐτή ἄν καί δέν ἔχει προηγούμενο στήν ἱστορία τῶν συνόδων, εἶχε ἐφαρμοστεῖ στίς Βατικάνειες συνόδους, ἐπιβεβαιώνοντας γιά μία ἀκόμη φορά τό πνεῦμα καί τό φρόνημα πού δυστυχῶς ἐνέπνεε τούς διοργανωτές.
B. Ἡ «Συνοδική» κατάργηση τῆς Συνοδικότητος
Ἄς δοῦμε τώρα εἰδικότερα τή συνοδικότητα (ἤ τήν ἔλλειψη αυτῆς) τῆς προσυνοδικῆς περιόδου καί τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καί διαμορφώνεται διά τῆς συνοδικότητος. Ὅπως ὁρίζει ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας: «Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...». Ὅταν ὁ συνοδικός τρόπος χάνεται, τό πρῶτο καί ἄμεσο θῦμα, ἡ πρώτη καί ἄμεση ἀπώλεια, εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Μία προσεκτική ἐξέταση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἀποκαλύπτει ὅτι, παραδόξως, αὐτό πού συνέβη ἐκεῖ εἶναι μιά «συνοδική» κατάργηση τῆς συνοδικότητας. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐξαίρεση τῶν ληστρικῶν συνόδων, καμία ἄλλη σύνοδος δέν ἔδειξε τόση ἀποστροφή γι΄ αὐτό τό ἴδιο τό νόημα τῆς συνοδικότητος, ὅσο τό ἔκανε ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης.
Ἐν πρώτοις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (πού περιλαμβάνει τόν κλῆρο, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς) περιφρονήθηκε ἐντελῶς κατά τήν προσυνοδική διαδικασία καί κατά τήν ἐκτέλεση τῆς «Συνόδου». Αὐτό δέν εἶναι μόνο μιά τεράστια ἀβλεψία. Ἀποτελεῖ ἕνα σοβαρό ἐκκλησιολογικό σφάλμα. Οἱ Ὀρθόδοξοι δήλωσαν στόν Πάπα τό 1848 ὅτι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «....οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός [8].
Ὡστόσο, ὄχι μόνο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας παρέμεινε στό σκοτάδι, ἀλλά καί μεγάλο μέρος τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀκόμη καί οἱ σύνοδοι τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν συμμετεῖχαν στήν προετοιμασία τῆς «Συνόδου», συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ προσχεδίου τῶν Κειμένων. Ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη, θυμόμαστε τήν ἔμπονη κραυγή διαμαρτυρίας τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου Βλάχου μῆνες πρίν ἀπό τή «Σύνοδο», ὅτι τά προσυνοδικά Κείμενα «ἦταν ἄγνωστα στούς περισσότερους ἱεράρχες καί σέ μένα τον ἴδιο. Ἔχουν κρατηθεῖ ἀπό τήν ἐπιτροπή καί δέν γνωρίζουμε τό περιεχόμενό τους»[9].»
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά δηλώσουμε ὅτι ἐδῶ ἰσχύει ἡ κρίση τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου σέ σχέση μέ τήν ψευδο-εικονομαχική σύνοδο τῆς Ἱερείας: «Τά θέματά τους εἰπώθηκαν σέ μιά γωνιά καί ὄχι ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτό συνέβη ἐπειδή ἐκεῖνοι πού ἦσαν ὑπεύθυνοι γιά τήν προετοιμασία τῶν Κειμένων γνώριζαν πολύ καλά τήν ἀντίθεση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στά προβληματικά κείμενα καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀρνήθηκαν νά τά δημοσιεύσουν. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά Πρακτικά τῆς 5ης καί τελευταίας Προ-Συνοδικῆς Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἦταν μόνον μετά τήν ἐπιμονή τοῦ Πατριάρχου Γεωργίας καί (ἀργότερα κατά τή Σύναξη τῶν Προκαθημένων τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 – πέντε μόλις μῆνες πριν από τή «Σύνοδο») μετά τό αἴτημα τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, πού τά κείμενα αὐτά τελικά κοινοποιήθηκαν στήν Ἐκκλησία. Ἔχοντας κανείς αὐτά ὑπ’ ὄψιν μπορεῖ νά κατανοήσει καλύτερα γιατί τέσσερα Πατριαρχεῖα κατέληξαν νά ἀποχωρήσουν τήν τελευταία στιγμή.
Ὁ Μητροπολίτης Μπάτσκας Ειρηναῖος (Σερβική Εκκλησία) εἶπε τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν κρίσιμη αὐτή τελευταία συνάντηση τῆς Προ-συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ἔλαβε χώρα τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015:
«Ὅσον ἀφορᾶ στό κείμενο «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο», σοβαρή ἀναθεώρηση καί διόρθωση του ἀποδείχθηκε δυστυχῶς ἀδύνατη ἐξ αἰτίας τῶν περισσοτέρων πού βρίσκονταν στήν συνάντηση....Παρά τήν ἀποδοκιμασία πολλῶν καί τή σφοδρή κριτική πού τοῦ ἀσκήθηκε, τό κείμενο-γιά λόγους πού δέν κοινοποιήθηκαν - δέν ἐπαναξιολογήθηκε σοβαρά. Μᾶλλον ἀπεστάλη ὅπως ἦταν, οὐσιαστικά ἀνέπαφο, πρός τή Σύνοδο, ὅπου, λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου καί ὁμοφωνίας (consensus)ἔγιναν μόνο διακοσμητικές ἀλλαγές»[10].
Μία προσεκτική μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῆς 5ης Προσυνοδικῆς, Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Ὀκτώβριος 2015), ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ ἐργασίες διεξήχθησαν σέ κλῖμα πιέσεως καί βιασύνης καί τήν εὐθύνη γι’ αὐτήν τήν ἀπραξία τήν εἶχε ὁ πρόεδρος τῆς συναντήσεως, Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἐν τέλει ἀντικαταστάθηκε.
Εἶναι προφανές καί ἀποτελεῖ κοινή διαπίστωση ἀνάμεσα στούς κριτικούς τῆς «Συνόδου» ὅτι μία ἀπό τίς κύριες αἰτίες πού ἡ συνάντηση στήν Κρήτη ἐξελίχθηκε σέ «φιάσκο» ἦταν αὐτή ἡ ἀντισυνοδική, ἀνορθόδοξη μεθοδολογία καθώς καί ἡ προσυνοδική μυστικοπάθεια πού ἐπέβαλαν οἱ διοργανωτές.
Εἴπαμε νωρίτερα ὅτι οἱ ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κρατήθηκαν στό σκοτάδι σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο τῶν προπαρασκευαστικῶν ἐργασιῶν καί τῶν κειμένων. Τοῦτο εἶναι προφανές ὅταν σκεφθεῖ κανείς ότι οἱ κανόνες προετοιμασίας τῆς Συνόδου ἀπαιτοῦσαν μόνο τίς ὑπογραφές δύο ἐκπροσώπων ἑκάστης Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἐγκριθοῦν τά συνοδικά κείμενα – ἤτοι χωρίς τήν ἔγκριση τῶν Ἱερῶν Συνόδων. Ἔτσι, τό ἀνορθόδοξο κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους θεωρήθηκε «ἐγκεκριμένο» ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες μετά τή συνάντηση τοῦ Ὀκτωβρίου 2015, χωρίς νά ἀποσταλεῖ σ΄αὐτές, χωρίς νά συζητηθεῖ καί χωρίς νά ἐγκριθεῖ ἀπό τίς Ἱερές Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, τό κείμενο θεωρήθηκε δεκτό, δυνάμει τῶν ὑπογραφῶν δύο ἐκπροσώπων, καί δεσμευτικό γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καί μετά προωθήθηκε στή Σύνοδο.
Ποῦ εἶναι ὁ συνοδικός χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησία ἐδῶ στήν πράξη;
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Γιά νά τροποποιηθεῖ τό κείμενο, ἤ ἀκόμη καί γιά νά ἀλλάξει μιά φράση του στήν Κρήτη, ἀπαιτεῖτο ἡ ἔγκριση ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐάν ἔστω καί μία διαφωνοῦσε μέ τήν [προτεινόμενη] ἀλλαγή, παρέμενε ὡς εἶχε διότι ἐθεωρεῖτο ἤδη ἐγκεκριμένο [τό κείμενο]ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες στήν 5η Προσυνοδική Διάσκεψη!
Γιά μιά ἀκόμη φορά ἐδῶ μποροῦμε νά δοῦμε γιατί οἱ Ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας ἀρνήθηκαν νά παρευρεθοῦν στή Σύνοδο : Κατάλαβαν ὅτι οὐσιαστικές ἀλλαγές στά κείμενα θά ἦσαν ἀδύνατες.
Ἡ ἴδια διαδικασία ἀκολουθήθηκε μέ τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῆς ἴδιας τῆς συνόδου. Τά κείμενα ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς Προκαθημένους (μέ ἐξαίρεση τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας) χωρίς συζήτηση ἤ ἔγκριση τῶν Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἄν καί φαίνεται ἀπαράδεκτη καί ἀτυχής ἡ προσυνοδική διαδικασία, εἶναι μᾶλλον ἀβλαβής σέ σύγκριση μέ τό ἀποκορύφωμα τῆς περιφρονήσεως τῆς συνοδικότητος πού ἔγινε φανερή κατά τή διάρκεια τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου. Ἐκεῖ τό δικαίωμα καί τό καθῆκον πού ἁρμόζει σέ κάθε ἐπίσκοπο νά ψηφίζει ἐπί τῶν προτεινομένων κειμένων καταφρονήθηκε. Τό ἀρνήθηκαν στούς ἐπισκόπους καί τηρήθηκε μόνο γιά τόν κάθε Προκαθήμενο. Ἀπίστευτο, πρωτοφανές καί τελείως ἀπαράδεκτο ἀπό κανονικῆς πλευρᾶς.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι πολλοί ἀπό τούς συμμετέχοντες ἐπισκόπους δήλωσαν μέ ἐνθουσιασμό ὅτι ὑπῆρχε μεγάλη ἐλευθερία καί ἦταν εὔκολο γιά τούς ἐπισκόπους νά λάβουν τόν λόγο. Αὐτό εἶναι βέβαια σημαντικό, ἀλλά ξεκάθαρα, σέ σχέση μέ τό δικαίωμα ψήφου, δευτερεῦον σέ σπουδαιότητα. Σημασία ἔχει ὄχι ποιός ὁμιλεῖ πρῶτος, ἀλλά ποιός ἔχει τόν τελευταῖο λόγο, δηλ. ποιός ἀποφασίζει. Ἀκόμη καί ἄν ὅλοι οἱ 152 ἐπίσκοποι πού δέν ψήφισαν, διαφωνοῦσαν μέ μιά λέξη ἤ ἕνα ἀπόσπασμα ἤ ἀκόμη καί μέ ἕνα ὁλόκληρο κείμενο, λίγη σημασία θά εἶχε, γιατί μόνο οἱ ψῆφοι τῶν 10 Προκαθημένων λαμβάνονταν ὑπ’ὄψιν.
Ὅπως εἶναι εὐρἐως γνωστό, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι. Ὁ Προκαθήμενος δέν εἶναι πάνω ἀπό ὅλους τούς ἐπισκόπους. Μᾶλλον εἶναι «πρῶτος μεταξύ ἴσων». Mέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο ἡ πρακτική τῆς Κρήτης νά ἀναγνωρίζει μόνο τήν ψῆφο τοῦ κάθε Προκαθημένου καί ὄχι τήν ψῆφο ὅλης τῆς ἱεραρχίας δέν ἀντιπροσωπεύει μιά ἔκπτωση ἀπό τή συνοδικότητα καί ὀλίσθηση πρός τόν παπισμό; Αὐτή ἡ «παπική» ἀναβάθμιση τῶν Προκαθημένων εἶναι ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνη γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, διότι πέραν τῆς ἐννοίας τῆς καταργήσεως τῆς συνοδικότητος σἐ κάθε Τοπική Ἐκκλησία, αὐτή γρήγορα θά ὁδηγήσει στόν Πρῶτο τῶν Πρώτων, πού θά προαχθεῖ στήν κατάσταση (status) τοῦ Πάπα τῆς Ἀνατολῆς sine paribus (χωρίς ἴσους) γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο πού προτίμησε ὁ Μητροπολίτης Προύσης Ἐλπιδοφόρος.
Ἐπιτρέψτε μου νά παρουσιάσω τρία παραδείγματα τά ὁποῖα ἀποτυπώνουν ὅτι στήν Κρήτη συνέβη μιά «συνοδική κατάργηση τῆς συνοδικότητος».
Πρίν ἀπό τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁμόφωνα συμφώνησε καί διατύπωσε τή θέση της ὅτι στά συνοδικά κείμενα οἱ ἑτερόδοξες κοινότητες δέν πρέπει νά ἀναφέρονται ὡς «Ἐκκλησίες». Ἡ Ἱεραρχία ἔδωσε ἐντολή στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τή συνοδεία του νά μεταφέρει καί νά ὑποστηρίξει αὐτή τήν ἀπόφαση. Δέν ὑπῆρχε καμμία συνοδική ἐξουσιοδότηση γιά ὁποιαδήποτε τροποποίηση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας. Παρά ταῦτα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του (με ἐξαίρεση τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο) ἄλλαξαν τή στάση τους καί ψήφισαν μιά τροποποιημένη ἐκδοχή τοῦ κείμενου (ὑπ΄ἀριθ. 6) πού ἦταν ὑπό συζήτηση καί τό ὁποῖο ἦταν σέ φανερή ἀντίθεση μέ τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλης τῆς ἱεραρχίας. Κάνοντας αὐτό, αὐτός καί ὅσοι ἦσαν μαζί του κατεφρόνησαν τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα πού λέει : «...μηδέ ἐκεῖνος [ὁ Πρῶτος ] ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι...»[1] .
Στό δεύτερο παράδειγμά μας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἔχουμε μιά ἀκόμη θρασύτερη περίπτωση ὀλισθήσεως στήν παπική νοοτροπία. Ἡ συνοδεία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας συνίστατο ἀπό 24 ἐπισκόπους. Ἀπό αὐτούς μόνον οἱ ἑπτά ἦσαν εὐνοϊκά διατεθειμένοι στό τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους. Δεκαεπτά ἀπό τούς 24 ἱεράρχες ἀρνήθηκαν νά τό υπογράψουν. Παρά ταῦτα ἐπειδή ὁ Πατριάρχης τῆς Σερβίας συμφωνοῦσε καί ὑπέγραψε τό κείμενο, ἡ «Σύνοδος» θεώρησε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας τό ἀποδέχτηκε! Γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ Σύνοδος κατεφρόνησε τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος καλεῖ τόν Πρῶτο Ἱεράρχη «νά μήν κάνει τίποτε χωρίς τή γνώμη ὅλων». Ἡ εἰρωνεία εἶναι βέβαια ὅτι ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στό διάλογο μέ τήν Ρώμη ὑπογραμμίζουν τήν ἀνάγκη τοῦ Βατικανοῦ νά βασίζει τίς σχέσεις μεταξύ ἑνός Προκαθημένου καί τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας πάνω στόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα, ἡ Πανόρθόδοξη «Σύνοδος» τόν παρεβίασε ἐπανειλημμένα.
Στό τρίτο μας παράδειγμα ἔχουμε τήν τραγική ἀντισυνοδική καί παπική στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου. Τέσσερεις ἀπό τούς 17 ἐπισκόπους ἀπό τήν Κύπρο ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό ὑπ΄ἀριθ. 6 τελικό κείμενο γιά τούς ἑτεροδόξους, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου. Μετά τήν ἀναχώρηση τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἦταν νά ὑπογράψει ἀντ’ αὐτῶν τό κείμενο, σάν νά εἶχε τήν σύμφωνη γνώμη τους! Σέ μιά συνέντευξη πού δόθηκε ἀργότερα σέ μιά ἑλληνο-ἀμερικανική ἐφημερίδα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε αὐτούς τούς διαφωνούντας ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας του, ὡς «πέμπτη φάλαγγα» στή Σύνοδο.
Τά παραδείγματα αὐτά δείχνουν ὄχι μόνο περιφρόνηση γιά τό συνοδικό σύστημα καί κατάργησή του, ἀλλά καί καταφρόνηση τῆς ἀξίας τοῦ ἐπισκόπου ἀπό τούς «Πρώτους ἱεράρχες». Αὐτές οἱ καινοτομίες καί ἐκτροπές δέν ἔγιναν ἁπλῶς ἀνεκτές καί ἀποδεκτές, ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἀλλά ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν ἦλθε εἰς πέρας ἡ «Σύνοδος». Στ΄ἀλήθεια, χωρίς τέτοια ἀντισυνοδική δραστηριότητα ἡ «Σύνοδος» θά εἶχε πλήρως διαλυθεῖ[11].
Ἐκ τῶν ὑστέρων, δεδομένης τῆς ἀντισυνοδικῆς θεμελιώσεως καί τῆς ἀποτυχίας τῆς «Συνόδου» νά ἑνώσει τούς Ὀρθοδόξους, μπορεῖ νά ἔχει ἐφαρμογή ἡ ἀκόλουθη ρήση : «Ἕνα σπίτι εἶναι τόσο καλό, ὅσο καλό εἶναι τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο χτίστηκε»(πρβλ. Λουκ. 6, 48). Ὁ οἶκος τῆς «Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου» δέν χτίστηκε πάνω στήν πέτρα τῆς συνοδικότητος- «ἔδοξε γάρ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ καί ἡμῖν»- ἀλλά πάνω στήν ἄμμο τῆς παπικῆς νοοτροπίας- «ὁ ἅγιος πατριάρχης μας εἶπε»!
2. Τά κείμενα καί οἱ δηλώσεις τῆς Συνόδου.
Ἄς στραφοῦμε τώρα ἀπό τήν ὀργάνωση τῆς «Συνόδου» στά κείμενά της.
Τρία ἀπό τά ἕξη κείμενα παρουσίασαν σοβαρά προβλήματα γιά κάποιες Ἐκκλησίες. Αὐτά ἦσαν : «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον»[12], «Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί «οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον». Θά μιλήσω ἐν συντομίᾳ ὅσον ἀφορᾶ στό δεύτερο κείμενο καί θά ἑστιάσω τήν προσοχή μου στό τρίτο, τό ὁποῖο πραγματικά ἀποτέλεσε τή βάση τῆς Συνόδου.
A. Τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ.
Στό κείμενο γιά τόν Γάμο, ἔγιναν διαδοχικά τρεῖς τοποθετήσεις σχετικά μέ τούς «μικτούς Γάμους», δηλ. τό γάμο ἑνός Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ μέ τό μέλος μιᾶς Ἑτερόδοξης ὁμολογίας ἤ μέ κάποιον πού ἀνήκει σέ μιά ἀπό τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου:
1. Ὁ Γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπα
γορεύεται σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια ( Κανών 72 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
2. Ἔχοντας τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκοπό, ἡ δυνατότητα ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας σέ σχέση μέ τά κωλύματα τοῦ γάμου πρέπει νά ἀποφασισθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο κάθε αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῶν ἱερῶν κανόνων καί μέ πνεῦμα ποιμαντικῆς διακρίσεως.
3. Ὁ γάμος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή Χριστιανῶν εἶναι κατηγορηματικά ἀπαγορευμένος σύμφωνα μέ τήν κανονική ἀκρίβεια.
Tώρα, βεβαίως, τό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων εἶναι ἕνα ἀκανθῶδες καί δύσκολο ποιμαντικό πρόβλημα, εἰδικά γιά τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τίς παραδοσιακές ὀρθόδοξες χῶρες, ὅπως γιά τήν Ἐκκλησία στήν Ἀμερική. Χωρίς νά θέλουμε στό παραμικρό νά μειώσουμε αὐτήν τήν ποιμαντική πρόκληση, μιά πρόκληση, προκειμένου νά ἀντιμετωπισθεῖ ὀρθά ἀπό τούς ποιμένες κατά περίπτωση, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ἡ ποιμαντική πρακτική νά μήν χαλαρώνει ἀπό τήν δογματική της πρόσδεση. Στό σημεῖο αὐτό τό ἐνδιαφέρον μου στρέφεται στίς δογματικές ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη ἡ κίνηση «γιά νά νομιμοποιηθεῖ ἡ τέλεση τῶν μικτῶν γάμων» εἶναι κάτι σαφῶς ἀπαγορευμένο ἀπό τόν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου. [Εἶναι ἀπαράδεκτο ἑπομένως] γιά μία σύνοδο, ὅπως ἡ ʺἉγία καί Μεγάλη Σύνοδοςʺ τῆς Κρήτης νά σχετικοποιεῖ ἀπερίφραστα τήν ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου»[13].
Στό σχετικό ἀπόσπασμα τοῦ συνοδικοῦ κειμένου πού διάβασα προηγουμένως, παρατηρῶ ὅτι, ἐνῷ ὁ κατ’οἰκονομίαν γάμος Ἑτεροδόξων καί Ὀρθοδόξων θεωρεῖται δυνατός, ὁ γάμος εἶναι αὐστηρά ἀπαγορευμένος μέ τούς μή Χριστιανούς. Γιατί αὐτή ἡ διαφορά; Πάνω σέ ποιά βάση γίνονται οἱ Ἑτερόδοξοι δεκτοί σέ ἕνα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας; Ποιά εἶναι τά κριτήρια ἀποδοχῆς;
Ἄς θυμηθοῦμε τόν 72ο Κανόνα, ὁ ὁποῖος δέν θα μποροῦσε νά διατυπωθεῖ εὐκρινέστερα προκειμένου νά δείξει ὅτι εἶναι βασισμένος πάνω στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί γι΄αὐτό δέν ἐπιτρέπει οἰκονομία:
«Δέν ἐπιτρέπεται ὀρθόδοξος ἄνδρας νά συνάπτεται μέ αἱρετική γυναῖκα, οὔτε ὀρθόδοξη γυναίκα νά δέχεται γιά σύζυγό της αἱρετικό ἄνδρα. Καί ἄν τυχόν συμβεῖ κάτι τέτοιο, νά θεωρεῖται ἄκυρος ὁ γάμος αὐτός καί νά διαλύεται αὐτή ἡ ἄθεσμη συνοίκηση. Δέν πρέπει νά ἀναμιγνύονται τά ἄμικτα, οὔτε νά ἑνώνεται ὁ λύκος μέ τό πρόβατο, καί ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν μέ τήν μερίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄν κάποιος παραβεῖ ὅσα ἔχουμε ὁρίσει νά ἀφορίζεται. Ἄν δέ κάποιοι πού εἶναι ἄπιστοι καί δέν ἔχουν ἀκόμη συγκαταλεχθεῖ στήν ποίμνη τῶν ὀρθοδόξων ἑνώθηκαν μεταξύ τους μέ γάμο νόμιμο καί ἔπειτα ὁ ἕνας ἀπ΄αὐτούς διάλεξε τό καλό καί πρόστρεξε στό φῶς τῆς ἀληθείας ἐνῷ ὁ ἄλλος κατέχεται ἀπό τόν δεσμό τῆς πλάνης χωρίς νά θέλει νά ἀτενίσει τίς θεῖες ἀκτῖνες [τῆς Χάριτος] ( καί συμφωνεῖ ἡ ἄπιστη νά ζεῖ μαζί μέ τόν πιστό ἤ τό ἀντίθετο συμφωνεῖ δηλαδή ὁ ἄπιστος νά ζεῖ μαζί μέ τήν πιστή) ἄς μήν χωρίζονται σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο : ἔχει ἁγιασθεῖ ὁ ἄπιστος ἄνδρας διά τῆς ἑνώσεως μέ τή γυναῖκα του καί ἔχει ἁγιασθεῖ ἡ ἄπιστη γυναῖκα διά τῆς ἑνώσεως με τόν ἄνδρα της.»
Αὐτό πού εἶναι σημαντικό ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος στήν Κρήτη εἰσήγαγε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία μιά συνοδική ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν ἀνατροπή ἑνός Κανόνος μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί, τό πιό σπουδαῖο, τήν ὑποκείμενη δογματική της βάση. Δέν βλέπω πῶς θά μποροῦσε κάποιος νά κατανοήσει αὐτό [δηλ. τό νά ἐπιτρέπονται οἱ μικτοί γάμοι ] ἀλλιῶς. Γιατί πάνω σέ ποιά βάση ἐπιτρέπουν τούς μικτούς γάμους ἄν ὄχι πάνω σέ μιά ἄλλη θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ὁρίων Της, τά ὁποῖα τώρα περιλαμβάνουν τούς ἑτεροδόξους ( μέ κάποιο τρόπο «ἐπειδή εἶναι βαπτισμένοι»;). Ἀλλιῶς θά εἶναι τρέλλα νά μιλᾶμε γιά γάμο-ἕνα ἀληθινό μυστήριο ἑνότητος ἐν Χριστῷ- μεταξύ ἑνός βαπτισμένου καί μεμυημένου μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κάποιου μή βαπτισμένου καί μή μεμυημένου.
Γι΄ αὐτό, τό ὑπονοούμενο, ἔστω κι ἄν ἡ [συνοδική] ἀπόφαση ἀναφέρεται ἐδῶ ὡς κατ΄οἰκονομίαν, βρίσκεται στό γεγονός ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι «βαπτισμένοι» καί πάνω σ΄αὐτή τή βάση αὐτοί (ἀντίθετα ἀπό ἐκείνους πού ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες) μποροῦν νά συμμετέχουν στό μυστήριο τοῦ γάμου. Στ’ἀλήθεια αὐτό εἶναι πού καταλαβαίνει κάποιος ὅταν δώσει προσοχή στίς ἐξηγήσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν μικτῶν γάμων. Αὐτό ἐν τούτοις σημαίνει ὅτι κάτω ἀπό τήν ὑποτιθέμενη «οἰκονομία» τῶν μικτῶν γάμων εἶναι οἱ θεωρίες τῆς λεγόμενης «βαπτισματικῆς θεολογίας» καί τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησίας», οἱ ὁποῖες βρίσκονται στήν καρδιά τοῦ συγκριτιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Αὐτό βρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τούς καρπούς πού ἔχουμε δεῖ ἀπό τούς μικτούς γάμους δηλαδή ὅτι πάνω στή βάση τῶν μικτῶν γάμων οἱ οἰκουμενιστικά σκεπτόμενοι δικαιολογοῦν ἄλλες παραβιάσεις τῶν κανόνων, ὅπως τήν κοινή προσευχή μέ τούς αἱρετικούς, ἤ ἀκόμη τήν προσφορά τῆς Θ. Κοινωνίας κατά τή διάρκεια τῆς τελετῆς τοῦ γάμου. (Ἔμαθα ὅτι αὐτό πράγματι ἐφαρμόζεται ἀπό κάποιον διακεκριμένο καθηγητή ἑνόν Βορειοαμερικανικοῦ Ὀρθοδόξου Σεμιναρίου).
Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά θεολογική βάση γιά τούς μικτούς γάμους, ὅτι δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ «οἰκονομία» ἐφόσον δέν ὁδηγεῖ στήν ἀκρίβεια, ἀλλά ἀνατρέπει τήν ἑνότητα - ταυτότητα τῶν μυστηρίων μέ τό Ἕνα Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀνοίγει τήν πόρτα γιά περαιτέρω διάβρωση τῆς κανονικῆς καί μυστηριακῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Β. Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον
Ἄς στραφοῦμε τώρα στό κείμενο τό ὁποῖο πολλοί θεωροῦν ὅτι συνιστᾶ τή βάση τῆς Συνόδου : «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[14]. Εἶναι κοινή ἄποψη ὅτι αὐτό τό κείμενο, τό ἕκτο καί τελευταῖο κείμενο πού ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τή «Σύνοδο», εἶναι γεμάτο σφάλματα καί σύγχυση, παρά κάποια σποραδικά ἀξιόλογα ἀποσπάσματα.
1. Πρόϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς προοπτικῆς
Ὡς κείμενο μέ καθαρό δογματικό-ἐκκλησιολογικό προσανατολισμό θά ἔπρεπε νά διακρίνεται ἀπό ἀπόλυτη σαφήνεια τοῦ νοήματός του καί ἀκρίβεια στή διατύπωσή του, ὥστε νά ἀποκλείεται ἡ δυνατότητα ποικιλίας ἑρμηνειῶν ἤ ἐσκεμμένες παρερμηνεῖες. Δυστυχῶς, ἀντιθέτως, σέ βασικά ἀποσπάσματα συναντοῦμε ἀσάφεια καί ἀμφισημία, καθώς ἐπίσης ἀντιφάσεις καί ἀντινομία πού ἐπιτρέπουν διαμετρικά ἀντίθετες ἑρμηνεῖες.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ δυσκολία μέ τήν ὁποία ἦλθε ἀντιμέτωπη ἡ «Σύνοδος» στό ἔργο της νά ἐγκρίνει αὐτό τό κείμενο, τό ὁποῖο σχεδόν τριάντα ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν καί πολλοί ἄλλοι τό ὑπέγραψαν μετά τό πέρας τῆς Συνόδου καί ἀφοῦ οἱ τέσσερεις ἐκδοχές του (σέ τέσσερεις γλῶσσες) εἶχαν ὁριστικά ὁλοκληρωθεῖ.
Γιά νά βεβαιωθεῖ κάποιος ὅτι τό κείμενο εἶναι προϊόν μιᾶς οἰκουμενιστικῆς-ὄχι οἰκουμενικῆς-νοοτροπίας, τό μόνο πού χρειάζεται εἶναι νά ἀναλογισθεῖ τί ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος(Βλάχος) σχετικά μέ τό κείμενο αὐτό καί τή συζήτηση γύρω ἀπ’αὐτό κατά τή διάρκεια τῆς «Συνόδου»:
«... ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.... Κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη ἐλέχθησαν διάφορα παραποιητικά τῆς ἀληθείας, [προκειμένου νά ὑποστηρίξουν τό κείμενο] ὅσον ἀφορᾶ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τήν Σύνοδο τοῦ 1484 καί τό Συνοδικό κείμενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τό 1848, σέ σχέση μέ τήν λέξη Ἐκκλησία στούς ἀποκομμένους Χριστιανούς ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.»
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἀναφέρει ἀλλοῦ ὅτι οἱ υποστηρικτές τοῦ κειμένου καί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς «ἐκκλησιαστικότητος» τῶν Δυτικῶν ὁμολογιῶν μεταχειρίστηκαν ἐπιθετικότητα καί πολλή πίεση χωρίς νά λείψουν καί λόγια ἄσχημα ἐναντίον ὅσων ἦσαν ἀντίθετοι.
2. Προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Εἴχαμε ἀναφέρει προηγουμένως ὅτι ἕνας ἀπό τούς σκοπούς αὐτῆς τῆς «Συνόδου» ἦταν νά παγιώσει τή δέσμευση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν οἰκουμενισμό. Τό κείμενο αὐτό πού ἀφορᾶ στίς σχέσεις μέ τούς Ἑτεροδόξους κατορθώνει αὐτόν τόν στόχο. Περιέχει θετικές ἀναφορές γιά τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν πού ἔχουν γίνει μέ φανερό ἐνθουσιασμό.
Στήν παράγραφο 21 τοῦ κειμένου διακηρύσσονται τά ἀκόλουθα:
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τήν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν.
Ἡ θετική καί μόνο ἀποτίμηση τῶν κειμένων πού ἔχουν γίνει δεκτά ἀπό τό ΠΣΕ εἶναι ἀρκετή γιά νά ἀπορρίψει ἕνας Ὀρθόδοξος τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Εἶναι δυνατόν γιά μία Πανορθόδοξη Συνοδο νά βλέπει μέ θετικό τρόπο θεολογικά κείμενα τοῦ ΠΣΕ, αὐτά τά συγκεκριμένα κείμενα πού εἶναι γεμάτα ἀπό αἱρετικές προτεσταντικές ἀπόψεις οἱ ὁποῖες ἔχουν ὑποστεῖ ἐπανειλημμένα κριτική ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες;
Στήν παράγραφο 19 τοῦ κειμένου ἡ Δήλωση τοῦ Toronto τοῦ ΠΣΕ ἀναφέρεται θετικά, σάν ἕνα θεμελιῶδες κείμενο γιά τήν ὀρθόδοξη συμμετοχή στό ΠΣΕ. Τί ἐκφράζει ὅμως αὐτή ἡ δήλωση; Μεταξύ ἄλλων διακηρύσσει ὅτι τό ΠΣΕ περιλαμβάνει ἐκκλησίες πού ὑποστηρίζουν ὅτι:
• ἡ Ἐκκλησία εἶναι οὐσιαστικά ἀόρατη,
• ὑπάρχει μιά διάκριση μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου σώματος στήν Ἐκκλησία,
• τό βάπτισμα τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν εἶναι ἔγκυρο καί ἀληθινό
• ὑπάρχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας» καί «ἴχνη τῆς Ἐκκλησίας» σέ ἄλλα μέλη-ἐκκλησίες στό ΠΣΕ καί ἡ οἰκουμενική κίνηση εἶναι βασισμένη σ’ αὐτό,
• ὑπαρχουν μέλη-ἐκκλησίες extra muros (ἐκτός τῶν τειχῶν) καί ὅτι
• αὐτές aliquo modo( κατά κάποιον τρόπο) ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί ὅτι
• ὑπάρχει μιά «Ἐκκλησία ἐντός τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας».
Πάνω σ΄ αὐτό τό θεμέλιο οἱ Ὀρθόδοξοι συμμετέχουν στό ΠΣΕ, ἕνα ὀργανισμό, στόν ὁποῖο ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία περί «ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας» κυριαρχεῖ, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ἡ «Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μόνη Σύνοδος ἐπισκόπων πού ἔχει ποτέ ἀναγνωρίσει, προωθήσει ἐπαινέσει καί ἀποδεχθεῖ τόν οἰκουμενισμό καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τή μαρτυρία τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, στούς ὁποίους περιλαμβάνεται –μεταξύ πολλῶν ἄλλων - καί ὁ μεγάλος γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό ἀποκάλυψη πληροφορήθηκε ὅτι ὁ οἰκουμενισμός κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα.
Οἱ συνέπειες εἶναι τεράστιες : Τί ἐμπειρία καί ἔμπνευση ἐξ Ἁγίου Πνεύματος θά μποροῦσαν νά ἐκφράσουν στήν Κρήτη ὅταν βρίσκονται σέ ἀντίθεση μέ τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας;
3. Ἕνα μακρύ μονοπάτι πρός τήν ἀναγνώριση τῆς ἐκκλησιαστικότητος τῶν Ἑτεροδόξων
Αὐτό τό μονοπάτι πρός τήν συνοδική ἀποδοχή τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει ὑπάρξει μακρύ καί ταραχῶδες. Τό ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου γιά τόν οἰκουμενισμό ἦταν ξεκάθαρα ὁ ὑπ’ ἀριθμόν ἕνα στόχος τῶν ὁραματιστῶν τῆς «Συνόδου», στόχος πού ἦταν ἐμφανής ἤδη ἀπό τό 1971.
Τό πρῶτο κείμενο, πού συντάχθηκε ἐντός τῆς προσυνοδικῆς διαδικασίας καί ἀναγνωρίζει τήν οὕτως καλουμένη ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν, εἶναι τό κείμενο τοῦ 1971 τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς μέ τίτλο : «Ἡ Οἰκονομία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» τό ὁποῖο διεκήρυσσε : «Γιά ποιό λόγο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀναγνωρίζει-ἄν καί εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία- τήν ὀντολογική ὕπαρξη ὅλων ἐκείνων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[15]. ( Αὐτό τό κείμενο ὑπέστη τότε αὐστηρή κριτική ἀπό τούς θεολόγους στήν Ἑλλάδα καί τελικά ἀποσύρθηκε).
Αὐτή ἡ φράση ἀργότερα τροποποιήθηκε κατά τήν Τρίτη συνάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς τό 1986 σέ :«...ἀναγνωρίζει τήν πραγματική ὕπαρξη ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».
Αὐτό ἄλλαξε πάλι τό 2015 κατά τήν Πέμπτη συνάντηση τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς σέ : «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορική ὕπαρξη τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».
Ὅταν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 τό τελικό κείμενο ἐπιτέλους δημοσιεύθηκε, ἡ φράση αὐτή προκάλεσε σωρεία ἀντιδράσεων ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Μετά τήν ἀποδοχή ἀπό τούς Προκαθημένους καί τίς συνοδεῖες τους τῆς προτάσεως πού ἔγινε τήν τελευταία στιγμή στήν Κρήτη ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος (ἄν καί 30 ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν) τό τελικό κείμενο περιεῖχε τήν ἑξῆς διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων[16] Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ Αὐτήν».
Μπορεῖ κάποιος νά δεῖ ὅτι σταδιακά, κατά τή διάρκεια 45 ἐτῶν, ἡ φράση αὐτή ἔχει τροποποιηθεῖ γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς ἐνστάσεις πού προβάλλονταν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες. Παρά ταῦτα ἡ τελική ἐκδοχή της παραμένει ἀνορθόδοξη καί ἀπαράδεκτη ἤ, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος(Βλάχος) γράφει, «ἀντορθόδοξη». Ὑπάρχουν ποικίλες καί σπουδαῖες ἐπισημάνσεις πού μπορεῖ νά γίνουν σχετικά μ΄ αὐτή τή φράση.
4. Ἀντορθόδοξη καί συνοδικά καταδικασμένη ὡς Αἵρεση
Κατ’ ἀρχάς, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος, ἴσως, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες, μιά σπουδαία διάκριση ἀπωλέσθηκε γιά τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅρισε μέ σαφήνεια τό ζήτημα αὐτό στό Συνοδικό Τόμο τῆς Ἐννάτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 1351. Γράφει ἐκεῖ:
«... ἕτερόν ἐστιν ἡ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καὶ ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία, καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περὶ τὰς λέξεις ἀκριβολογεῖσθαι τὸν ἀντιλέγοντα, ὡς καὶ ὁ μέγας φησὶ Βασίλειος, ἐπὶ δὲ τῆς ὁμολογίας ἀκρίβεια διὰ πάντων τηρεῖται καὶ ζητεῖται.»
Δηλαδή, κάποιος θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει κάθε ἐπιχείρημα γιά νά ἀπαντήσει σέ κάτι, ἐνῷ ἡ ὁμολογία [τῆς πίστεως] θά πρέπει νά εἶναι σύντομη καί δογματικά ἀκριβής. Ἑπομένως σ΄αὐτό τό πλαίσιο, στή Σύνοδο, χάριν τῆς δογματικῆς ἀκριβείας ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι ξεκάθαρα ἀπαράδεκτη.
Μποροῦμε μόνο νά ἐλπίζουμε, μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, ὅτι οἱ Ἱεράρχες στήν Κρήτη «ἐξαπατήθηκαν» ἀπό ἐκείνους πού ἰσχυρίζονταν- χωρίς νά κάνουν ἐκτεταμένες ἀναφορές- ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς δευτέρας χιλιετίας οἱ Ὀρθόδοξοι χαρακτήριζαν αἱρετικές ὁμάδες ὡς Ἐκκλησίες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνο ἀπό τόν 20ο αἰώνα καί μετά ἡ Δυτική Χριστιανοσύνη χαρακτηρίστηκε ὡς ἐκκλησία, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξη ὁρολογία καί θεολογία διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν ὁρολογία καί θεολογία τοῦ παρελθόντος, εἰδικά μέ, καί μετά τήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Τό μόνο πού χρειάζεται νά κάνει κάποιος εἶναι νά ἀνακαλέσει στή μνήμη του ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς παρομοίαζε τή Λατινική αἵρεση μέ τόν Ἀρειανισμό, καί τούς Λατίνους μέ πειθήνια ὄργανα τοῦ πονηροῦ.
Ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖται ἁπλῶς σάν μιά περιγραφή ἤ σάν παρομοίωση. Δείχνει τό ἀληθινό Σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ αὐτό τό ἴδιο τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ὡς Κεφαλή Αὐτός εἶναι ἕνας, καί τό Σῶμα του εἶναι ἕνα. Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«... καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»( Ἐφ. 1, 22-23).
«Ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν˙εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα˙εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 4-6).
Ἄν καί καί ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ προσβλητική φράση πού ἀναφέρεται στίς «ἐκκλησίες», ἰδιαιτέρως στήν τελευταία της μορφή, εἶναι συμβατή μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτή εἶναι συμβατή μᾶλλον μέ τή νέα «περιεκτική» ἐκκλησιολογία. Καθώς ἰσχυρίστηκε ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος : «ἐνῷ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ἀκίνδυνη, εἶναι ἀντορθόδοξη».
Γιατί «ἀντορθόδοξη»; Ἐν πρώτοις εἶναι ἀδύνατο νά μιλήσει κάποιος γιά «ἁπλῆ» «ἀποδοχή τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας», τῶν «ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», διότι δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη. Ἀλλιῶς ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιολογικός νομιναλισμός.
Δεύτερον, κάθε ἄλλο παρά ἀφουγκραζόμαστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τό στόμα τοῦ Χριστοῦ», ἀφοῦ ἡ φράση « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» ὅταν κατανοηθεῖ στό πλαίσιο της, μᾶς θυμίζει μία ἀπό τίς θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας τοῦ Καλβίνου καί τοῦ Ζβιγκλίου, αὐτό πού ὁ Βλαντίμιρ Λόσκυ ἀποκαλοῦσε «Νεστοριανή ἐκκλησιολογία». Αὐτή ἡ ἐκκλησιολογία ὑποθέτει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαιρεμένη σέ δύο μέρη, ἀόρατο καί ὁρατό, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Νεστόριος φανταζόταν τήν θεία καί ἀνθρώπινη φύση στό Χριστό νά εἶναι χωρισμένες. Ἀπό αὐτή τήν ἰδέα ἔχουν ξεπηδήσει καί ἄλλες αἱρετικές θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογική περιεκτικότητα. Αὐτή ἡ περί ἀοράτου ἐκκλησίας θεωρία, στήν πραγματικότητα ἔχει ἤδη ἀπορριφθεῖ ἐν Συνόδῳ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ ἰδέα ὅτι μιά ἐκκλησία μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ἑτερόδοξη( αἱρετική) καταδικάσθηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰώνα μέ ἀφορμή τήν οὕτως καλουμένη «Ὁμολογία τοῦ Λουκάρεως», γραμμένη, ὑποτίθεται, καί υἱοθετημένη ἀπό τόν Κύριλλο Λούκαρη, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ καταδικασθεῖσα φράση ἦταν: Αληθές γαρ και βέβαιόν εστιν, εν τη οδώ δύνασθαι αμαρτάνειν την Εκκλησίαν και αντί της αληθείας το ψεύδος εκλέγεσθαι...» , δηλ. εἶναι ἀληθές καί βέβαιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἁμαρτήσει καί νά υἱοθετήσει τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας. Ἀντιθέτως οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας κατεδίκασαν τότε αὐτή τήν ἀπιστία πρός τόν Χριστό δηλώνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σφάλλει.
Αὐτή ἡ συνοδική διδασκαλία εἶναι πολύ σημαντική καί πρέπει νά τονισθεῖ πάλι στίς ἡμέρες μας, γιατί ἔρχεται νά θεραπεύσει τήν ψευδαίσθηση τῶν οὐμανιστῶν ἐκείνων, πού βρίσκονται ἀνάμεσά μας καί ἔχουν ἀπωλέσει τήν πίστη τους στόν Χριστό κάι στήν συνέχιση τῆς Ἐνσαρκώσεως. Εἶναι αὐτή ἡ ἀπιστία πού ἐλλοχεύει πίσω ἀπό τήν ἀπροθυμία πολλῶν νά ἐνστερνισθοῦν τό «σκάνδαλο τοῦ συγκεκριμένου», τό σκάνδαλο τῆς Ἐνσαρκώσεως καί νά δηλώσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι Ἕνας καί ὅτι εἶναι σέ ἕνα συγκεκριμένο χρόνο καί τόπο πού συνεχίζεται ἡ Ἐνσάρκωση καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ ἀπιστία ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς προαπαιτούμενο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί δέν εἶναι ἁπλῶς μιά κρίση πεποιθήσεων, ἀλλά, ὅπως ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔγραψε πρίςν 50 χρόνια, σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι «ἔχουν ἐγκαταλείψει τόν Χριστό».
Φυσικά, οἱ σύγχρονες μορφές πού παίρνουν οἱ θεωρίες περί «ἀοράτου ἐκκλησίας», εἶναι διαφοροποιημένες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλά ὄχι τόσο πολύ. Ἄς προσέξουμε πάλι τήν ἐπίμαχη φράση στό πλαίσιο της καί θά δοῦμε τίς ὁμοιότητες πιό καθαρά. Τό κείμενο λέει:
«Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νἀ διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι οἱ πρός αὐτάς σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ΄αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων,χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς ( παράγραφος 6).»
Τό κείμενο ἀρχίζει δηλώνοντας ὅτι σύμφωνα μέ τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της δέν μπορεῖ νά διαταραχθεῖ. Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἀόρατη, ἑνωμένη Ἐκκλησία πού εἶναι στούς οὐρανούς. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς «ὀντολογικῆς». Αὐτή ἡ φράση ἀκολουθεῖται ἀμέσως ἀπό τίς λέξεις «παρά ταῦτα...» καί γίνεται ἀναφορά στήν διασπασμένη, ὁρατή ὄψη τῆς Ἔκκλησίας μέ τήν ἀποδοχή τῶν ἄλλων «Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν».
5. Μιά ἔκφραση τῆς Νέας Ἐκκλησιολογίας πού ἤδη ἔγινε ἀποδεκτή
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἐμφανίζεται στήν Ὀρθοδοξη ἱεραρχία αὐτή ἡ διχοτόμηση τῆς Ἐκκλησίας σέ ὀντολογικῶς ἑνωμένη Ἐκκλησία στόν οὐρανό ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί σέ διαιρεμένη Ἐκκλησία στή γῆ , ἐν χρόνῳ. Ἐδῶ βλέπουμε πῶς ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἐξέφρασε αὐτό σέ ὁμιλία του στόν Πανάγιο Τάφο στά Ἱεροσόλυμα τό 2014:
«Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”, τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη διεκδικεῖ “αὐθεντίαν” καί “ἀλήθειαν”. Ἡ Ἀλήθεια ὅμως εἶναι Μία, ὁ Χριστός, καί ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ Αὐτοῦ Μία Ἐκκλησία».
«Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία κατέβαλε πρό τοῦ μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά καί μετ΄αὐτό, προσπαθείας πρός ὑπέρβασιν τῶν διαφορῶν προερχομένων ἐν ἀρχῇ καί ἐν πολλοῖς ἐξ ἀλλοτρίων τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας παραγόντων. Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων, καί διά τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν “θεολογικῶν”, “πρακτικῶν” καί “κοινωνικῶν” αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ὡδήγηθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικήν πολεμικήν.»
Ἡ ὁμοιότητα τῆς θεωρίας περί ἀοράτου Ἐκκλησίας πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τά λόγια αὐτά τοῦ Πατριάρχου γίνεται φανερή στήν ὀξεῖα ἀντίθεση τῆς ὀντολογικῶς ἑνωμένης ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίας καί τῆς ὑποθετικά διεσπασμένης ἐπίγειας Ἐκκλησίας. Αὐτή [ἡ ἀντίθεση] ἀντικατοπτρίζει τήν «Νεστοριανή» διαίρεση τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἄποψη ἐν τούτοις εἶναι, ὄχι ἀπρόσμενα, σέ ἁρμονία μέ τή νέα ἐκκλησιολογία πού ἀναπτύχθηκε στή Δευτέρα Βατικανή Σύνοδο, ἡ ὁποία κάνει λόγο γιά μιά ἐπίγεια ἐκκλησία μέ μεγαλύτερες ἤ μικρότερες διαβαθμίσεις πληρότητος[17], πού ὀφείλεται, στά, ὅπως τά ὀνομάζει, «μπερδέματα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας»[18].
Αὐτές οἱ ἀπόψεις περί Ἐκκλησίας συνεπάγονται τήν ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεση, τῶν ἁγίων μέ τά πεπτωκότα καί γήϊνα. Μέ πόνο καρδιᾶς ἔρχονται στό νοῦ μας οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐπέπληξε τούς εἰκονοκλάστες γιά τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδο-συνόδου τους στήν Ἱέρεια:
Ὤ τῆς παραφροσύνης καί τῆς συγχύσεως αὐτῶν! Δέν διέκριναν μεταξύ βεβήλου καί ἁγίου καί, ὅπως οἱ κάπηλοι ἀνακατεύουν τό κρασί μέ τό νερό, αὐτοί ἀνέμιξαν τόν ἀληθινό λόγο μέ τόν διεστραμμένο, τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, σάν νά ἀνακάτευαν τό δηλητήριο μέ τό μέλι. Σ’ αὐτούς ὁ Χριστός καί Θεός μας ἀπευθύνεται διά τοῦ προφήτου : «καί οἱ ἱερεῖς ... ἠθέτησαν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου. ἀναμέσον βεβήλου καί ἁγίου οὐ διέστελλον»(Ἰεζ. ΚΒ΄ 26).
Εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἐπιθετική αὐτή φράση μέ τήν αἱρετική της ἐκκλησιολογία πρέπει νά ἀπορριφθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία (ἀπό κάθε Τοπική Ἐκκλησία χωριστά καί ἔπειτα σέ μιά μελλοντική Σύνοδο) καί νά ἀντικατασταθεῖ, γιατί ἀλλιῶς θά γίνει ἀναμφίβολα ἡ πηγή μιᾶς ἐκπτώσεως καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.
Ὑπάρχει ἀκόμη χρόνος νά διορθώσουμε καί νά θεραπεύσουμε τό τραῦμα πού ἔχει ἤδη προκληθεῖ στήν Ἐκκλησία. Μία πρακτική λύση, πού δόθηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἱερόθεο, καί ἡ ὁποία θά βοηθοῦσε καί θά διευκόλυνε τήν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι μιά μελλοντική Σύνοδος νά διορθώσει τά σφάλματα καί νά ἐκδώσει ἕνα νέο ὀρθόδοξο κείμενο. Ὑπάρχει τώρα ὑποστήριξη γι΄ αὐτό ( ἀπό τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Σερβίας, Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας καί τῆς Ρουμανίας, καθώς ἐπίσης καί ἱστορικό προηγούμενο ( οἱ συνεδριάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐκτείνονταν σέ μῆνες καί χρόνια, ἡ Πενθέκτη Σύνοδος συμπλήρωσε τήν 5η καί τήν 6η Σύνοδο καί ἡ Ἐννάτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἦταν στήν πραγματικότητα τέσσερεις ξεχωριστές Σύνοδοι).
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι οἱ ἁπανταχοῦ ἐπίσκοποι θά κάνουν βήματα πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Τό ζήτημα εἶναι ἐξαιρετικά ἐπεῖγον γιά ἐκεῖνες τίς Ἐκκλησίες πού ἔχουν ἀποδεχθεῖ τό κείμενο καί τη Σύνοδο.
3. Τά ἐπακόλουθα καί οἱ συνέπειες τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης
Α. Οἱ ἀντιδράσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν
Ἄς στραφοῦμε τώρα ἐν συντομίᾳ στά ἐπακόλουθα τῆς Συνόδου καί τή σημερινή κατάσταση.
Ἐν πρώτοις μεταξύ ἐκείνων πού συμμετεῖχαν στή Σύνοδο, ὑπῆρξαν περίπου 30 ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό τελικό κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους καί τόν Οἰκουμενισμό. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί οἱ εὐρέως γνωστοί ἐπίσκοποι, Μητροπολίτης Ἱερόθεος(Βλάχος), Ἀθανάσιος Λεμεσοῦ(Κύπρος), Νεόφυτος Μόρφου (Κύπρος), Ἀμφιλόχιος τοῦ Μοντενέγκρο (Σερβία) καί Εἰρηναῖος Μπάτσκας(Σερβία).
Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος συνόψισε τή στάση πολλῶν μετά τή Σύνοδο:
«Ὄσον ἀφορᾶ στήν προσφάτως ὁλοκληρωθεῖσα θριαμβευτικά ὄχι ἀκόμη ὅμως τελείως πειστικά «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο» τῆς Ἐκκλησίας μας στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης : Αὐτή ἤδη δέν ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ὡς τέτοια ἀπό τίς Ἐκκλησίες πού ἦσαν άποῦσες. Τήν χαρακτήρισαν ὡς μία Σύναξη(συνάντηση) στήν Κρήτη, ἐνῷ ἐπίσης ἀμφισβητεῖται ἀπό πάρα πολλούς ἀπό τούς συμμετέχοντες ἱεράρχες».
Οἱ ὑποστηρικτές καί οἱ συμπαθοῦντες τῆς Συνόδου ἐπικαλοῦνται τήν Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδο ὡς προηγούμενο, ὡς ἕνα παράδειγμα μιᾶς συνόδου στήν ὁποία κάποιες Τοπικές Ἐκκλησίες ἦσαν ἀποῦσες (δηλαδή ἡ Ρώμη καί ἡ Ἀλεξάνδρεια). Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο δέν λένε εἶναι ὅτι ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν συνεκλήθη ὡς μία Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἀλλά μᾶλλον σάν μία ἀπό τίς πολλές Τοπικές Συνόδους τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Καί ἐξαιτίας τῶν Ὀρθοδόξων ἀποφάσεών της πού ἐλήφθησαν ἐκεῖ, ἔγινε ἀργότερα ἀποδεκτή ἀπό ὅλες τίς Τοπικές Ἐκκλησίες ὡς Οἰκουμενική.
Στήν Κρήτη, στήν πραγματικότητα ἔχουμε τό ἀντίθετο : Αὐτή συνεκλήθη ὡς Πανορθόδοξη, καί τέσσερα Πατριαρχεῖα ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν. Ἐπιπλέον, καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, ἔχουν ἐπίσης ἀρνηθεῖ νά τήν ἀναγνωρίσουν ὡς Σύνοδο ἀκόμη καί μετά.
Τό Πατριαρχεῖο Ἀντοχείας στήν ἀπόφαση του τῆς 27ης Ἰουνίου τοῦ περασμένου ἔτους, δήλωσε ὅτι θεωρεῖ τήν συνάντηση στήν Κρήτη ὡς «μία προπαρασκευαστική συνάντηση πρός τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο» καί ὅτι «ἀρνεῖται νά προσδώσει συνοδικό χαρακτήρα σέ ὁποιαδήποτε ὀρθόδοξη συνάντηση, ἡ ὁποία δέν περιλαμβάνει ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» καί συνεπῶς «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἀρνεῖται νά ἀποδεχθεῖ νά ὀνομάζεται ἡ συνάντηση στήν Κρήτη μία «Μεγάλη Ὀρθόδοξος Σύνοδος»ἤ μία «Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος».
Τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας (στήν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου του στίς 15 Ἰουλίου 2016) δήλωσε ὅτι «ἡ Σύνοδος πού ἔλαβε χώρα στήν Κρήτη δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Πανορθόδοξη οὔτε μποροῦν τά κείμενα πού ἐνέκρινε νά ἀποτελέσουν τήν ἔκφραση μιᾶς Πανορθοδόξου συμφωνίας (consensus)».
Τό Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας (στήν ἀπόφασή του μέ ἡμερομηνία 15 Νοεμβρίου 2016) δήλωσε σέ μία συνεδρίαση ὅλης τῆς Ἱεραρχίας του ὅτι «ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν εἶναι οὔτε μεγάλη, οὔτε ἁγία οὔτε Πανορθόδοξος. Αὐτό ὀφείλεται στή μή συμμετοχή ἑνός ἀριθμοῦ Τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καθώς καί στά ὀργανωτικά καί θεολογικά λάθη πού ἔγιναν ἀποδεκτά. Προσεκτική μελέτη τῶν κειμένων πού υἱοθετήθηκαν στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι κάποια ἀπό αὐτά περιέχουν ἀποκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική διδασκαλία, ἀπό τή δογματική καί κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Τά κείμενα πού υἱοθετήθηκαν στήν Κρήτη πρέπει νά ὑποβληθοῦν σέ περαιτέρω θεολογική μελέτη μέ στόχο νά τροποποιηθοῦν, νά ὑποστοῦν ἐπεξεργασία, νά διορθωθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν μέ ἄλλα (νέα κείμενα) στό πνεῦμα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας συνεκλήθη τόν Δεκέμβριο τοῦ περασμένου χρόνου καί ἐξέδωσε μιά τελική ἀπόφαση γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης. Μ’ αὐτήν δήλωσε ὅτι αὐτή δέν εἶναι Πανορθόδοξος Σύνοδος, ὅτι κατήργησε τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας (consensus) καί ὅτι οἱ ἀποφάσεις της δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας. Ἐπιπλέον τά κείμενα πού ἐξεδόθησαν ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν λαμβάνουν ὑπ’ὄψιν τους τίς σπουδαῖες κριτικές πού ἔγιναν ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες καί ἔχουν ἀνάγκη διορθώσεως. Εἶναι ἀνάγκη νά συγκροτηθεῖ μιά ἀληθινά Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος. Ἡ Γεωργιανή Ἐκκλησία εἶναι πεπεισμένη ὅτι μιά τέτοια Σύνοδος θά πραγματοποιηθεῖ στό μέλλον καί θά λάβει ἀποφάσεις μέ ὁμοφωνία (Consensus) βασισμένες στή διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔχει συστήσει μιά θεολογική ἐπιτροπή γιά νά ἐξετάσει τά κείμενα πού ἔγιναν ἀποδεκτά στήν Κρήτη καί νά τά προετοιμάσει γιά μιά μελλοντική Σύνοδο πού θά εἶναι Πανορθόδοξος.
Τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, τό ὁποῖο συμμετεῖχε στή Σύνοδο, ἀργότερα δήλωσε ὅτι «τά κείμενα μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν, νά τροποποιηθοῦν ἐν μέρει ἤ νά ἀναπτυχθοῦν περαιτέρω ἀπό μιά μελλοντική Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παρά ταῦτα ἡ ἑρμηνεία τους καί τά προσχέδια τῶν νέων κειμένων πάνω σέ μιά ποικιλία θεμάτων δέν πρέπει νά γίνει ἐσπευσμένα ἤ χωρίς πανορθόδοξη συμφωνία, ἀλλιῶς θά πρέπει νά καθυστερήσουν καί νά τελειοποιηθοῦν μέχρι νά μπορέσει νά ἐπιτευχθεῖ συμφωνία».
Ἡ Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐνῷ δέν ἀποφάσισε καταφατικά ὑπέρ τῶν τελικῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ἔχει ἐκδώσει μία Ἐγκύκλιο πού ἐμφανίζει τήν Σύνοδο ὡς μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Πολλοί ἔχουν συμπεράνει ὅτι αὐτή ἡ στάση σημαίνει συμφωνία, ἄν καί μεταξύ τῆς Ἱεραρχίας ὑπάρχουν ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπορρίψει κάθετα καί ἔχουν καταδικάσει τή «Σύνοδο». Αὐτή ἡ σύγχυση ἔχει προκαλέσει ἀποστροφή σέ ἕνα μέρος τῶν πιστῶν.
Β. Οἱ μετά τήν Κρήτη ἐξελίξεις στήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία
Πρίν κλείσω πιστεύω ὅτι εἶναι ἐπίσης σπουδαῖο νά σᾶς πληροφορήσω γιά τίς τελευταῖες ἐξελίξεις ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη τῆς «Συνόδου»τῆς Κρήτης ἀπό τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν θετικές ἀναφορές, εἰδικά μεταξύ τῶν ἐπισήμων ὀργάνων τῶν Ἐκκλησιῶν πού συμμετεῖχαν, οἱ ὁποῖες πῆραν τή μορφή διαλέξεων καί μικρῶν συνεδρίων πάνω στή σημασία τῆς «Συνόδου», μερικές φορές συμπεριλαμβάνοντας καί Ἑτεροδόξους. Μπορεῖ ἐπίσης κάποιος νά παρατηρήσει μιά ἐκπληκτική δυσαρέσκεια μεταξύ τῶν ὑποστηρικτῶν ὅτι ἡ «Σύνοδος» δέν ἔκανε ἀρκετά ἤ δέν προχώρησε στήν ἀναγνώριση τῶν Ἑτεροδόξων ἤ σέ ὅτι ἀφορᾶ ἄλλα «καυτά» ζητήματα κυρίως γιά τούς Ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκούς στή Δύση. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θά συνεχισθεῖ ἡ προσπάθεια γιά νά ἐπηρεάσουν τούς πιστούς ὑπέρ τῆς «Συνόδου»-ἕνα σκληρό καθῆκον, δεδομένου ὅτι οἱ περισσότεροι δέν αἰσθάνθηκαν ὅτι ἡ «Σύνοδος» τούς ἀφοροῦσε.
Παρά τήν ἐπίσημη, θετική ἀποδοχή τῆς «Συνόδου» ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τή Ρουμανία, ἡ συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίθηκε ἀρνητικά. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἐκτεταμένες γιά πολλούς σέ ἐκεῖνες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀποδεχθεῖ τή Σύνοδο. Ἡ ἀντίδραση πολλῶν κληρικῶν, μοναχῶν καί θεολόγων στήν εὐνοϊκή ἀποδοχή πού δόθηκε στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀπό τήν Ἱεραρχία τους κυμαίνεται ἀπό γραπτή καί προφορική ἀπόρριψη ἐκ μέρους γνωστῶν θεολόγων μέχρι τήν βαριά ἀπόφαση νά παύσουν τήν μνημόνευση τῶν σφαλέντων(πλανηθέντων) ἐπισκόπων ἀπό μοναχούς καί ποιμένες.
Ἡ παύση τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἡ ὁποία ἄρχισε στό Ἅγιον Ὄρος τό φθινόπωρο τοῦ περασμένου ἔτους μέ τή συμμετοχή περίπου 100 μοναχῶν, ἔχει ἐξαπλωθεῖ τώρα σέ πολλές ἐπισκοπές στήν Ἐκκλησία τῆς Ελλάδος καί ἐπίσης στή Ρουμανία, ὅπου διάφορα μοναστήρια καί κληρικοί ἔπαυσαν τή μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων τους.
Μία ἀπό τίς πιό σημαντικές ἐξελίξεις συνέβησαν ἀκριβῶς πρίν δύο ἑβδομάδες. Ὁ ἐξέχων Καθηγητής τῆς Πατρολογίας Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης ἀνήγγειλε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι ἔπαυε τήν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του, τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου ἐξαιτίας τῆς ἐνθουσιαστικῆς ἐκ μέρους του ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τῶν κειμένων της. Ἐξ αἰτίας τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος καί τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι γνωστός( ἦταν διδάσκαλος πολλῶν ἀπό τούς σημερινούς ἐπισκόπους τῆς Ελλάδος), αὐτή ἡ ἀπόφαση ἔχει ἐπηρεάσει καί ἄλλους καί ἔχει ἀναστατώσει τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση (status quo) στήν Ἑλλάδα. Αὐτόν τόν δρόμο ἀκολούθησαν τέσσερεις κληρικοί ἀπό τό νησί τῆς Κρήτης, τρία μοναστήρια στή Μητρόπολη Φλωρίνης, κλῆρος καί μοναχοί στίς Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Κεφαλληνίας, Σύρου καί Ἄνδρου καί ἀλλοῦ.
Ἐπιπλέον, λίγες ἡμέρες πρίν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στήν Πάρο (ὅπου ὁ Ἅγιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἔλαμψε μέ τόν ἀσκητικό του βίο), ὑπέβαλε στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μιά ἱστορική ἐπίσημη μήνυση γιά αἵρεση ἐναντίον τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ὁ καθηγούμενος Χρυσόστομος ἔχει ζητήσει ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο νά ἀναγνωρίσει, νά ἀποκηρύξει καί νά καταδικάσει τήν «ἑτεροδιδασκαλία» τοῦ Πατριάρχου, ὡς ἀντίθετη στήν ὀρθή διδασκαλία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς και Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔγραψε πρός τήν Ἱερά Σύνοδο:
«Διὰ τῆς παρούσης καταθέτω ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν σκανδαλισμὸν ἐμοῦ προσωπικῶς, τῆς συνοδείας μου, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ὁ ὁποῖος κλυδωνίζεται ταρασσόμενος ὡς ὑπὸ κυμάτων πολλῶν λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἑτεροδιδασκαλιῶν, αἱ ὁποῖαι διετυπώθησαν κατὰ καιροὺς ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον (ΑκΜΣ) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης».
Ἡ ἐπίσημη αὐτή αἴτηση προβάλλει 12 δείγματα ἑτεροδόξων διδασκαλιῶν πού ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες διαδίδει ὁ Πατριάρχης, καθώς ἐπίσης καί 9 σχετικούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Καταλήγει μέ ἕναν κατάλογο 13 ἐπισκόπων, 14 ἡγουμένων καί κληρικῶν και 9 θεολόγων, τούς ὁποίους ὁ ἡγούμενος προτείνει νά κληθοῦν ὡς μάρτυρες γιά νά τόν ὑποστηρίξουν ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅταν κληθεῖ ἐπισήμως νά ὑπερασπίσει τίς αἰτιάσεις [κατά τοῦ Πατριάρχου].
Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι καί σεβαστοί πατέρες,
Αὐτές καί ἄλλες παρόμοιες ἐξελίξεις στήν Οὐκρανία, Μολδαβία καί Ρουμανία χρησιμεύουν γιά νά ὑπογραμμίσουμε τήν αὐξανόμενη πίεση πού ἀσκεῖται στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀντιδράσουν μέ πατερικό τρόπο στόν κίνδυνο, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπειλεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξ αἰτίας τῆς κακοσχεδιασμένης, κακο-εκτελεσμένης καί τελικά ἀντορθόδοξης «Συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἀνεκτίμητη ἑνότης ἐν Χριστῷ ὑπάρχει καί ἀνθίζει μόνο ὅταν ὅλοι εἶναι «ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ» καί ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη στήν Μία Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον ἡ πρόσφατη ἱστορία μᾶς διδάσκει ἐπίσης ὅτι ὁ συμβιβασμός ἤ ἡ ἀδιαφορία σέ μιά νέα, καινοτόμο ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτή ἐκφράσθηκε ἔργῳ καί λόγῳ στήν Κρήτη, δέν εἶναι μιά ἐπιλογή καί τό μόνο πού θά κάνει εἶναι νά μᾶς ὁδηγήσει σέ πόλωση καί ναυάγιο καί πρός τά ἀριστερά καί πρός τά δεξιά τῆς Βασιλικῆς Ὁδοῦ. Αὐτή η Ὁδός βρίσκεται σέ μιά πνευματική θάλασσα μέ πολλούς βράχους, στήν ὁποία ἡ ἐπιδεξιότητα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ δοκιμάζεται καί ἐπιβεβαιώνεται, φανερώνοντας ὅτι αὐτός ὄχι μόνο γνωρίζει τήν Ἀλήθεια ἀλλά εἶναι ἐπίσης ἐκπαιδευμένος στόν ΤΡΟΠΟ μέ τόν ὁποῖο θά μπορέσει νά ὁδηγήσει ὅλους νά φθάσουν ἐκεῖ μέ ἀσφάλεια.
Κατά Θεία Πρόνοια, ἡ Ὑπερόριος Ρωσική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνεχίζει νά κατέχει μιά μοναδική θέση στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία [θέση] μπορεῖ νά κηρύξει ἐλεύθερα καί προφητικά τόν λόγο τῆς Ἀληθείας -ἑναν λόγο, ὁ ὁποῖος ἑνώνει τούς πιστούς, θεραπεύοντας παλαιά σχίσματα καί ἀποτρέποντας νέα. Ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτό σέ αὐτά τά δύσκολα χρόνια.
Δι΄ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί ἰδίως τῶν ἁγίων νέων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν καί μέ τήν σοφή καθοδήγηση τῶν ἐπικεφαλῆς Ποιμένων μας μποροῦμε ὅλοι ἐμεῖς νά συνεχίσουμε τήν σώζουσα ὁμολογία τῆς πίστεως στήν Μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Πάνω σ΄αὐτήν οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία.
Εὐχαριστῶ ὅλους γιά τήν προσοχή καί τήν εὐγένειά σας νά μέ ἀκούσετε σήμερα καί εὔχομαι σέ ὅλους σας ἕνα λαμπρό καί φωτεινό Πάσχα!
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γκοτσόπουλος Ἀναστάσιος, Πρωτοπρεσβύτερος, «Πῶς δ΄αὖθις Ἁγία καί Μεγάλη, ἥν οὔτε...οὔτε...οὔτε...;» , Πάτρα, 10 Δεκεμβρίου 2016.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016), http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278 keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24.
Σημειώσεις
[1] Σημ. Μεταφραστοῦ : Σύμφωνα μέ δημοσιογραφικές πληροφορίες ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ συνοδεία του - πλήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου - ψήφισαν τήν ἐν λόγῳ τροποποίηση κατόπιν ἀφορήτων πιέσεων.
[1]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Παρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νοέμβριος 2016) http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/278 keimena-agia-megali-synodos/4707-2016-11-24.
[2] Aὐτό ἦταν μία μόνο ἀπό τίς ποικίλες ἀνησυχητικές ἐκκλησιολογικές καινοτομίες πού εἰσήχθησαν στήν Κρήτη καί τή διαδέχθηκε σέ βαρύτητα μόνο ἡ ἀποδοχή τῆς αὐτοαναιρουμένης φράσεως «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἐν τούτοις ἦταν ἡ προηγούμενη-ἡ κατάργηση τῆς συνοδικότητος-πού ἔκανε δυνατή τήν τελευταία-τήν ἀποδοχή τῆς ἀντιφάσεως, γιά νά μήν ποῦμε τοῦ τερατουργήματος, δηλαδή τῶν «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν». Αὐτό ἀληθεύει σἐ περισσότερες ἀπό μία περιπτώσεις. Ἄν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶχαν ἀπό μία ψῆφο καί ὄχι μόνο οἱ Προκαθήμενοι, εἶναι ἀπίθανο τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιά τούς Ἑτεροδόξους νά εἶχε γίνει ἀποδεκτό. Εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι ἄν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἶχε σεβασθεῖ τήν καθαρή συνοδική ἐξουσιοδότηση πού τοῦ δόθηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία του, ἡ ὁποία ψήφισε ὁμοφώνως τήν ἄρνηση ἀποδοχῆς τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν θά εἶχε ἀποδεχθεῖ τήν ἀληθοφανῆ καί ἀπερίσκεπτη «διόρθωση».
[3] Βλ. From the Second Vatican Council (1965) to the Pan-Orthodox Council (2016): Signposts on the Way to Crete: https://orthodoxethos.com/post/from-the-second-vatican-council-1965-to-the-pan-orthodox-council-2016-signposts-on-the-way-to-crete.
[4] Σέ κάποιο ἄρθρο δημοσιευμένο στό περιοδικό The National Catholic Reporter ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρολομαῖος, ὄταν ἦταν ἀκόμη Μητροπολίτης, ἔγραψε τά ἀκόλουθα ἀποκαλύπτοντας τίς προθέσεις του γιά τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο: «Οἱ στόχοι μας εἶναι ἴδιοι μέ αὐτούς τοῦ Πάπα Ἰωάννου(XXIII): νά ἐκσυγχρονίσουμε τήν Ἐκκλησία καί νά προωθήσουμε τήν Χριστιανική ἑνότητα... Ἡ Σύνοδος ἐπίσης θά σηματοδοτήσει τό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στίς μή Χριστιανικές θρησκεῖες, στήν ἀνθρωπότητα ὡς ὅλον. Αὐτό σημαίνει μιά νέα στάση ἀπέναντι στό Ἰσλάμ, στόν Βουδισμό, στόν σύσύγχρονο σύγχρονο σΣύΣύγχρονο πολιτισμσύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις ...μέ ἄλλα λόγια, αὐτή θά σημάνει τό σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές τἐλος σύγχρονο πολιτισμό, στίς προσδοκίες γιά ἀδελφοσύνη ἐλεύθερη ἀπό φυλετικές διακρίσεις...μέ ἄλλα λόγια, αὐτό θά σημάνει τό τέλος δώδεκα αἰώνων ἀπομονώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Βλ. “ Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. See also:http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
[5] Στά κείμενα τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου τά πράγματα εἶναι ἐλαφρῶς καλλίτερα. Στό κείμενο Lumen Gentium ὁ διάβολος ἀναφέρεται τέσσερεις φορές, ἄν καί στό κείμενο Unitatis Redintegratio δέν ἀναφέρεται.
[6] Ἡ μόνη έξαίρεση στήν τελευταία περίπτωση εἶναι ὅταν ἡ ἐκκλησιολογική αἵρεση τοῦ φυλετισμοῦ ἀναφέρεται στήν Ἐγκύκλιο τῶν Προκαθημένων, πρᾶγμα πού εἶναι ἐνδεικτικό τῶν προτεραιοτήτων τῆς Συνάξεως.
[7] See: J. S. Romanides, “The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch,” The Greek Orthodox Theological Review 7:1 and 2 (1961–62), 53–77.
[8] http://orthodoxinfo.com/ecumenism/encyc_1848.aspx.
[9] http://www.parembasis.gr/index.php/menu-prosfata-a...
[10] http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/9264-mpa...
[11] Αὐτό τό τμῆμα τῆς διαλέξεώς μου βασίζεται στήν ἐξαιρετική ἔρευνα καί ἐργασία πού ἔκανε ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν, στήν Ἑλλάδα, μέ τήν ἄδειά του.
[12] Ἐξ αἰτίας τῆς σπουδαιότητος καί τῆς φύσεως τοῦ ὑπό συζήτησιν θέματος μιά ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ τοῦ κειμένου θά πρέπει νά γίνει σέ μιά ξεχωριστή ἐργασία.
[13] Βλέπε : http://www.pravoslavie.ru/english/90489.htm
[14] Ἡ ἀνάλυσή μου θά ἀκολουθήσει, καί σέ μεγάλο βαθμό θά βασισθεῖ, σ΄ αὐτήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου (Βλάχου).
[15] Συνοδικά, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ἰουλίου 1971, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οικουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143, καί Γραμματεία Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Πρός τήν Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εἰσηγήσεις, τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν ἕξ θεμάτων τοῦ πρώτου σταδίου, ἐκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971, σ. 63.
[16] Ἡ ἐπίσημη ἀγγλική μετάφραση λέει «μή Ὀρθόδοξες», ἐνῷ τό ἑλληνικό πρωτότυπο λέει «ἑτερόδοξες».
[17] «Mπορεῖ κάποιος νά θεωρήσει τήν παγκόσμια Ἐκκλησία σάν μία κοινωνία μέ πολλά ἐπίπεδα πληρότητος, σωμάτων πού εἶναι περισσότερο ἤ λιγότερο πλήρεις ἐκκλησίες....Εἶναι μιά πραγματική κοινωνία πού πραγματώνεται σέ ποικίλες διαβαθμίσεις πυκνότητος ἤ πληρότητος, σωμάτων, τά ὁποῖα, ὅλα, ἄν καί κάποια εἶναι περισσότερο πλήρη ἀπό κάποια ἄλλα, ἔχουν ἕναν ἀληθινά ἐκκλησιακό χαρακτήρα». (Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” in René Latourelle, ed., Vatican II: Assessment and Perspectives, Twenty-five Years After (1962–1987) (New York: Paulist Press, 1989), 283).
[18] Joseph Ratzinger, “The Ecclesiology of Vatican II,” a talk given at the Pastoral Congress of the Diocese of Aversa (Italy), Sept. 15, 2001, http://www.ewtn.com/library/CURIA/CDFECCV2.HTM.
The "Council" of Crete and the New Emerging Ecclesiology: An Orthodox Examination
By Protopresbyter Peter Heers, Professor of Old and New Testament, Holy Trinity Orthodox Seminary, Jordanville, NY
Lecture delivered at the Clergy Retreat of the Eastern American Diocese of the Russian Orthodox Church Outside of Russia .
For a full written and photo report of the retreat, go to the Eastern American Diocese of ROCOR. Audio and video versions of this lecture will be forthcoming; please check back to orthodoxethos.com for these.
Howell, New Jersey
Tuesday, March 21st, 2017,
Your Eminence, Metropolitan HILARION,
Your Eminence, Metropolitan JONAH,
Your Grace, Bishop NICHOLAS,
Your Grace, Bishop IRENEI,
Venerable fathers and brothers in Christ,
Christ is in Our Midst!
I consider it an honor to stand before you today, to speak to the Shepherds and Pastors of Christ's rational flock, and in particular to the successors of the great work begun in the Russian Diaspora by such holy ones as St. John the Wonderworker and Metropolitans Anthony, Anastasi, Philaret, and Vitaly, Archbishop Averky and Metropolitan Laurus and many others, who are revered fathers not only of the Russian Church Abroad, but indeed of the Church Catholic.
The witness given by the Fathers of the Russian Church Outside of Russia with regard to the Holy Tradition, the monastic and ascetic ideal and in particular the ecclesiology of the Church, continues to inspire and guide Orthodox throughout the world.
Today, as the Ark of the Church sways in the wake of the passing of the self-styled 'Great and Holy Council" of Crete, we have great need of their exactitude in life and faith - or, better, we have great need to follow and imitate them in these.
In the short time allotted me today, I hope to succinctly but clearly lay out before you what of notability and significance happened in Crete in June of last year, that being informed you may act according to God's will. In particular I will briefly examine and critique the following three aspects of the "Council" and its aftermath:
1. Organization and Execution
2. Documents
3. Outcome and Implications
We will focus, in particular on those aspects of the gathering which represent departures from the Holy Tradition and Holy Faith of the Church, for these necessarily merit a response from the fullness of the Church.
Before I begin this analysis, it is necessary to state the following, in order to remove what has become a kind of "red herring" in the whole discussion of Crete and its significance. Supporters, sympathizers and those indifferent to the event respond to criticism of it in a variety of ways. One hears them say, for example:
• The success of the meeting was the meeting itself!
• This is just a beginning and it will be improved upon!
• Nothing of consequence transpired, so there is no need to make a fuss!
• Why even bother with Crete now? It has died and been buried! Within a few years it will be forgotten. (And other such sentiments.)
We can all be sympathetic to the "power of positive thinking," however, I am afraid all of these nice thoughts only function to skirt the issue: what of the "Council" itself? What of its decisions and its impact? One cannot be expected to believe that we've waited more than 50 years (or by other counts 100!) for a grand council the main purpose of which was. . .to happen! Certainly, whatever happened in Crete will and already has impacted the Church (in some places greatly) and will become a precedent for the future.
Indeed, it is for this reason that those clerics who ignore it or downplay it do so to their own - and their flock's - detriment. In the history of the Church, councils - whether false or ecumenical - are either accepted or rejected by the pleroma [the fullness] of the Church. They are not and must not be ignored, especially when they innovate and introduce false teachings into the Church. Just as a fall must be repented of, not swept under the rug, so too errors introduced and accepted in council must be rejected and corrected [ideally in council]. We do not ignore illnesses when they infect our body. How much more should be our care for the Body of Christ! We are all co-responsible, bearing one another's burdens.
1. Organization and Execution:
Let us begin by looking briefly at the basic statistic composition of the "Council":
• Participating Churches: 10 of the 14 Local Churches (71%)
• Representation of Orthodox Christians: close to 30%.
• Participating Orthodox Bishops: 162 participated of the 350 invited (46%)
• Representation of Orthodox Bishops: 162 of a total of 850 (19%)
• Total number of Voting Bishops: 10 of the 162 bishops present (6%), or 10 of the 850 bishops in the Orthodox Church (1.1%).
If we compare this with the truly "Great and Holy Councils" of the Church, those later recognized as "Ecumenical," the difference is enormous, especially when we consider the obstacles the ancient hierarchs faced in terms of travel and communication. For example, the First Ecumenical Council had 325 fathers, the Fourth 630 fathers and the seventh 350 fathers - all of which participated with the right to vote.
What, then, did the world go to Crete to see? A "Great and Holy Council"? What went they out to see? A free gathering of the Orthodox Bishops from around the world? Behold, most of them were not invited and nearly all that came were not given a vote. So, what went they out to see in Crete? "A council of primates with their entourages."[1]
This last phrase - "a council of primates with their entourages" - is how Metropolitan Hierotheos Vlachos of Nafpaktou characterized the gathering, which he attended and which he now severely criticizes for introducing novelties with regard to our Faith. The great irony and tragedy is that for all of the organizers' grand claims that conciliarity had led to and would be on display in Crete, it was rather a new eastern form of Papal primacy - of the Primates - which took center stage.[2]
The tragic irony is that while representatives of the Ecumenical Patriarchate criss-crossed internet highways touting the conciliarity of the pre-synodical process and Council-to-be, the Holy Synods of the several Local Churches were only beginning to examine the orthodoxy of the texts accepted by their Primates without their approval. This illustrates that the failure of this "council of Primates with their attendees" was assured ahead of time.
A. Pre-Conciliar Portents of the Impending Disaster
Much has been made of the long conciliar process which led up to the Cretan gathering. Undoubtedly, much sweat and ink had been spent to bring the event to pass. During the 55 years of active, organizational preparation for the convocation there took place:
• Six meetings of the "Inter-Orthodox Preparatory Commission"
• Three gatherings of the "Special Inter-Orthodox Commission"
• Five Pre-Conciliar Pan-Orthodox Conferences
• Three meetings of the Synaxis of the Primates of the Local Churches
• Two special theological conferences for the drafting of the Rules of Operation of the Episcopal Assemblies in the Diaspora
• Two academic conferences, on the issue of a common ecclesiastical calendar and a common celebration of the feast of Pascha with the heterodox and another on contemporary bioethical issues.
• And one academic conference on the issue of the Ordination of Women in Rhodes, in 1989.
It is truly tragic that after such an extensive amount of time and effort the outcome pleases virtually no one, nor brings honor or glory to the organizers or to the Church. Perhaps the hierarch of the Ecumenical Patriarchate who characterized the council as a "fiasco" or the ecclesiastical reporter who called it "the headline which ended up a footnote" were unjust? {It is apparent that the ancient saying has been fulfilled in Crete: "it bore a mountain and gave birth to a fly." Would that it were only this and not worse! For such travail in giving birth to such a "council" is a shame upon the entire Church.}
One has to ask: what was at fault, that, in spite of so much work - unique in the conciliar annals - we've had such a tragic outcome?
We have an expression in Greece: "a good day is apparent from the outset." Well, the opposite is also true in the case of the grand council. Early on in the conciliar process it was apparent that the normally sunny Crete would not shine brightly for Orthodoxy. As I have examined elsewhere at length,[3] the visionaries behind Crete sealed their Council's fate to not follow the Holy Fathers by imbibing the "spirit" of another, even grander and thrice-flawed gathering of recent memory: the Second Vatican Council.
The two councils shared common roots and beginnings, a similar methodology and similar aims, and at least a superficial allergy to dogma. Both gatherings aimed at, and claimed to, solidify their hierarchies' commitment to ecumenism and both allowed for their conciliar decrees and documents to be shaped by academic theologians. And, most importantly, both gatherings saw the introduction of a new "inclusivist" ecclesiology, foreign to the Church's Faith in the One, Holy, Catholic and Apostolic Church.[4]
Another point which unfortunately forges kinship between the two gatherings is the absence of any demonology. It is indicative as to the mindset and priorities of the drafters of the conciliar texts that nowhere, in any of the texts, does one find the following terms:
• Devil, demon, diabolical, or evil one [5]
• Heresy,[6] heretic, schism or schismatic
However, discernment of the methods of the fallen spirits, or demonology, is a requirement in the formation of Christology and Ecclesiology.[7] As the Evangelist John writes, “For this purpose the Son of God was manifested, that he might destroy the works of the devil” (1 John 3:8). The absence of any mention of the evil one or his machinations (heresy, schism, etc.) from any conciliar text is indicative of a worldly, secularized outlook, not the patristic mindset.
Finally, following Vatican II and not the holy fathers, the "Council" in Crete not only made no reference to heresy but invited representatives of heretical confessions to attend as observers, including those recognized as such by previous Ecumenical Councils. Although unprecedented in the history of the councils, it had been practiced in the Vatican councils, confirming once again the spirit and mindset which unfortunately animated the organizers.
B. The "Conciliar" Abolition of Conciliarity
Let us look now more particularly at the conciliarity (or lack thereof) of the pre-synodal period and the Council itself. The unity of the Church is manifest and molded through conciliarity. As the 34th Apostolic canon states: "for so there will be unanimity, and God will be glorified through the Lord in the Holy Spirit." When the conciliar way is lost the first and often immediate victim is the unity of the Church.
A careful examination of the "Council" of Crete in this regard reveals that, paradoxically, there occurred a "conciliar" abolition of conciliarity. In the history of the Church, with the exception of the robber councils, no other council showed so much disdain for the very meaning of conciliarity as did the "Council" of Crete.
Firstly, the people of God, the pleroma of the Church (which includes clergy, monastics and laymen), was bypassed entirely in the run-up and execution of the "Council." This is not only a major oversight, it is a serious ecclesiological flaw. The Orthodox Patriarchs declared to the Pope in 1848 that in the Church of Christ "neither Patriarchs nor Councils could have introduced novelties amongst us, because the protector of religion is the very body of the Church, even the people themselves...".[8]
However, not only was the body of the Church kept in the dark but even much of the hierarchy itself. The majority of the bishops and even synods of the Local Churches were uninvolved in the preparation of the "Council," including the drafting of its texts. In this regard, we recall the painful cry of protest issued by Met. Hierotheos of Nafpaktou months before the "Council" that the pre-conciliar texts "were unknown to most hierarchs and to myself, remain hold-up in committee and we don't know their contents." [9]
It is not overstating our case to state that the judgement of the Seventh Ecumenical Council with regard to the false iconoclast council of Hieria is applicable here: "their things were said as in a corner, and not upon the mountain of orthodoxy." This is because those responsible for the preparation of the texts knew very well the people of God's opposition to the problematic texts and for this reason refused to publish them. As is apparent from the minutes of the 5th (and final) Pre-Conciliar Conference (in October of 2015), it was only upon the insistence of the Patriarchate of Georgia and (later at the Synaxis of the Primates in January of 2016 - just 5 months before the "Council") the request of the Patriarchate of Moscow that the texts were finally released to the Church. With this in mind, then, one can better understand why four Patriarchates ended up pulling out at the last minute.
Metropolitan Irenei of Batskas (Serbian Church) had this to say about that last, crucial meeting of the Pre-Conciliar Commission which took place in October of 2015:
"With regard to the text 'Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World' serious review and correction was, unfortunately, proven impossible, because for most of the meeting...in spite of the disapproval of many and the sharp criticism exacted, the text - for reasons never divulged - was not seriously re-evaluated. Rather, it was sent on as is, essentially untouched, to the Council, where, due to a lack of time and consensus, only cosmetic changes were made." [10]
A careful study of the minutes of the 5th Pre-Conciliar, Pan-Orthodox Conference (October of 2015) reveals that the work was carried out in a atmosphere of pressure and haste with responsibility for this resting with the president of the meeting, Met. John of Pergamon, who was subsequently replaced.
It is apparent and a view commonly held among critics of the "Council" that one of the main causes for turning Crete into a "fiasco" was this anti-synodical, unorthodox methodology and pre-conciliar secrecy enforced by the organizers.
We said previously that the hierarchies of the Local Churches were kept in the dark with respect to the preparatory period and texts. This is also apparent when one considers that the rules of preparation for the Council only required the signatures of two representatives of each Church in order to confirm the pre-conciliar texts - that is, without the approval of the Holy Synods. Thus, the unorthodox text on the heterodox was considered "approved" by the Local Churches after the October 2015 meeting without being sent, without being discussed, and without being confirmed by the Holy Synods of the Local Churches. In this way, on the strength of two representatives' signatures, the text was considered accepted and binding for the Church of Greece, and then forwarded to the Council. Where is the conciliar character of the Church at work here?
But that is not all. For the text to be amended, or even one phrase of it to be changed in Crete, it required the approval of all the Local Churches. If only one disagreed with the change, it remained as it was because it was considered already approved by all the Churches at the 5th Pre-Conciliar Conference!
Once again, here we can see why the Churches of Bulgaria and Georgia declined to attend: they understood that essential changes to the texts would be impossible.
This same process was at work with the Rules of Operation for the Council itself. The texts were approved by the Primates (with the exception of the Church of Antioch) without discussion or approval of the Local Church Hierarchies.
Objectionable and unfortunate as the pre-conciliar process appears, it is rather benign in comparison to the pinnacle of disdain of conciliarity on display at the Council itself. There the right and proper function of each bishop to vote on the proposed texts was scorned and denied and reserved for the Primate alone. Unbelievable, unprecedented, and total inadmissible canonically speaking.
The irony is that many of the bishops in attendance enthusiastically declared that there was great freedom and ease for the bishops to speak. While this is significant, it is obviously secondary in importance to voting. What matters is not who speaks first but who has the last word, that is, who decides. Even if all 152 non-voting bishops disagreed with a word or passage or even an entire document, it mattered little, for the votes of the 10 Primates was all that was registered.
As is well known, according to Orthodox ecclesiology, bishops are equal. The Primate is not above all the bishops. Rather, he is the "first among equals." In this context, then, does not the practice in Crete to recognize the vote of the Primate alone, and not that of the whole of the hierarchy, represent a fall from conciliarity and slide into papism? This "papal" elevation of the Primates is extremely dangerous for the entire Church, for besides meaning the abolition of conciliarity in each Local Church, it will quickly lead to the Primate of Primates being elevated to the status of Pope of the East sine paribus (without equal), to use the preferred term of Met. Elpidophoros of Brusa.
Allow me to provide three examples which illustrate that in Crete there occurred a "conciliar abolition of conciliarity."
Before the "Council" of Crete, the Hierarchy of the Church of Greece unanimously agreed and stated their position that in the conciliar texts heterodox communities must not be referred to as "Churches." The hierarchy mandated that the Archbishop and his entourage convey and champion this decision. There was no conciliar authorization for any modification of the decision of the Hierarchy. Nevertheless, the Archbishop of Athens and his entourage (with the exception of Metropolitan Hierotheos of Nafpaktou) changed their stance and voted for a modified version of the text in question (#6) which clearly contradicted the unanimous decision of the entire hierarchy. In doing this he and those with him disdained the 34th Apostolic Canon, which reads: "neither let him (who is the first) do anything without the consent of all; for so there will be unanimity, and God will be glorified through the Lord in the Holy Spirit."
In our second example, of the Church of Serbia, we have an even more flagrant example of creeping papalism. The Serbian Church's entourage consisted of 24 bishops. Of these only 7 stood in favor of the final text on the Heterodox (#6). Seventeen of the 24 hierarchs refused to sign it. Nevertheless, because the Patriarch of Serbia was favorable and signed the text, the "Council" considered that the Church of Serbia accepted the text! Once again, the Council disdained the 34th Apostolic Canon which calls upon the First Hierarch "to do nothing without the consent of all." The irony is, of course, that while Orthodox representatives to the dialogue with Rome underline the need of the Vatican to base relations between a Primate and Local Church upon the 34th Apostolic Canon, the Pan-Orthodox "Council" violated it repeatedly.
In our third example, we have the tragic anti-synodical and papal approach of the Archbishop of Cyprus. Four of the 17 bishops in attendance from Cyprus refused to sign the final text on the Heterodox (#6), including Metropolitan Athanasius of Lemesou. After these bishops had departed, the Archbishop's response was to sign it for them, as if he had their agreement! In an interview which he later gave to a Greek-American newspaper, the Archbishop characterized these dissenting bishops of his own Church as a "fifth column" at the Council.
It is apparent here that these examples indicate not only a disdain for the conciliar system and even its abolition, but also contempt for the episcopal dignity by the "first hierarchs." These innovations and diversions were not only tolerated and accepted by the "Great and Holy Council;" upon them the "Council" was carried out. Indeed, without such anti-conciliar activity the "Council" would have disintegrated entirely.[11]
In hindsight, given the anti-conciliar foundation and the failure of the "Council" to unite the Orthodox, the following idiom is applicable: "a house is only as good as the foundation upon which it is built" (see Luke 6:48). The "Great and Holy" Council's house was not built on the rock of conciliarity - "it seemed good to the Holy Spirit and to us" - but on the sand of papalism - "our holy patriarch has spoken"!
2. The Documents and Declarations of the Council
Let us now turn from the organization of the "Council" to its documents.
Three of the six documents presented serious problems for several of the Churches. These were: The Mission of the Orthodox Church in Today's World,[12] The Sacrament of Marriage and Its Impediments, and Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World. I will speak only briefly concerning the second text and focus on the third, which really constituted the basis of the Council.
A. The Sacrament of Marriage and Its Impediments
In the document on Marriage, three statements are made in succession concerning the issue of "mixed-Marriages," that is marriage of an Orthodox Christian with the member of a Heterodox confession or one of the non-Christian religions of the world:
1. Marriage between Orthodox and non-Orthodox Christians is forbidden according to canonical akriveia (Canon 72 of the Penthekte Ecumenical Council).
2. With the salvation of man as the goal, the possibility of the exercise of ecclesiastical oikonomia in relation to impediments to marriage must be considered by the Holy Synod of each autocephalous Orthodox Church according to the principles of the holy canons and in a spirit of pastoral discernment.
3. Marriage between Orthodox and non-Christians is categorically forbidden in accordance with canonical akriveia.
Now, to be sure, this question of mixed-Marriages is a thorny and difficult pastoral matter, especially for the Church outside of traditional Orthodox lands, such as America. Without wanting in the least to belittle this pastoral challenge, a challenge rightly dealt with by the pastors on a case by case basis, it is imperative that the pastoral practice never be loosed from its dogmatic moorings. My interest here are the dogmatic implications of this decision.
According to Professor Demetrios Tselengides, the move "to legitimize the service of mixed marriage [is] something clearly forbidden by canon 72 of the Penthekte Council. [It is unacceptable, therefore,] for a council such as the "Great and Holy Council" in Crete to explicitly turn a decision of an Ecumenical Council into something relative." [13]
In the relevant excerpt I read of the conciliar document, note that while the kat'oikonomia marriage of the Heterodox with the Orthodox is considered possible, the same is strictly forbidden for the non-Christians. Why the difference? On what basis are the Heterodox admitted to a mystery of the Church? What are the criteria of acceptance?
Let us remember Canon 72, which could not be stated more clearly to show that it is a canon based on the dogma of the Church and thus does not admit of oikonomia:
«An orthodox man is not permitted to marry a heretical woman, nor an orthodox woman to be joined to a heretical man. But if anything of this kind appear to have been done by any [we require them] to consider the marriage null, and that the marriage be dissolved. For it is not fitting to mingle together what should not be mingled, nor is it right that the sheep be joined with the wolf, nor the lot of sinners with the portion of Christ. But if any one shall transgress the things which we have decreed let him be cut off. But if any who up to this time are unbelievers and are not yet numbered in the flock of the orthodox have contracted lawful marriage between themselves, and if then, one choosing the right and coming to the light of truth and the other remaining still detained by the bond of error and not willing to behold with steady eye the divine rays, the unbelieving woman is pleased to cohabit with the believing man, or the unbelieving man with the believing woman, let them not be separated, according to the divine Apostle, “for the unbelieving husband is sanctified by the wife, and the unbelieving wife by her husband.”»
What is significant here is that the Council in Crete introduced, for the first time in history, a synodical decision which allows for the overturning of a canon of an Ecumenical Council and - most importantly - its underlying dogmatic basis. I don't see how one could understand it otherwise, for on what basis are they allowing for mixed marriages if not some (new) consideration of the Church and Her Boundaries, now including the heterodox (somehow - "because they are baptized"?). For, otherwise, it would be madness to speak of marriage - a true mystery of unity in Christ - between a baptized and initiated member of the Body of Christ and one not baptized and not initiated.
Therefore, the implication, even when the decision is referred to as "kat'oikonomia" here, is that the heterodox are "baptized" and on this basis they (as opposed to those of other religions) can participate in the mystery of marriage. Indeed, this is what one hears when he pays attention to the reasoning of those champions of mixed marriages. This, however, means that underlying the supposed "oikonomia" of mixed-Marriages is the so-called "baptismal theology" and "inclusive church" theories, which lie at the heart of syncretistic ecumenism. This is consistent with the fruits we have seen from mixed-Marriages, namely, that on the basis of mixed-Marriages the ecumenically-minded justify other violations of the canons, such as joint prayer with the heretics, or even communing them during the marriage ceremony. (I am told that, in fact, this is practiced by a prominent professor at a North American Orthodox seminary).
It is clear that there is no theological basis for mixed-Marriages, that it cannot be considered "oikonomia" since it does not lead to akriveia, but rather overturns the unity-identity of the mysteries with the One Mystery of Christ, and that it opens the door to further erosion of the canonical and sacramental order of the Church.
B. Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian World
Let us turn now to the text which many consider constituted the basis of the Council: "Relations of the Orthodox Church with the Rest of the Christian world." [14] It is the common view that this text, the sixth and final text accepted by the "Council," is fraught with error and confusion, notwithstanding occasional praiseworthy passages.
1. The Product of an Ecumenistic Outlook
As a text with a clear dogmatic-ecclesiological orientation this text ought to have been distinguished by an absolute clarity of meaning and exactitude in formulation, such as to exclude the possibility of a variety of interpretations or intentional misinterpretations. Unfortunately, to the contrary, in key passages we encounter obscurity and ambiguity, as well as theological contradictions and antinomy, which permit polar opposite interpretations.
It is characteristic with what difficulty the "Council" met the task of approving this text that nearly thirty bishops refused to sign it and many others only signed it after the termination of the Council, after the four versions (in four languages) had finally been completed.
To see that the text is a product of an ecumenistic - and not truly ecumenical - mindset, one only need to consider what Metropolitan Hierotheos (Vlachos) wrote concerning the text and the debate surrounding it during the "Council":
«When the minutes of the Council are published, where the true views of those who decided on and signed the text are recorded, then it will be clear that the Council was dominated by the branch theory, baptismal theology and especially the principle of inclusiveness, i.e. a retreat from the principle of exclusivity to the principle of inclusiveness. During the works of the Council in Crete various distortions of the truth were said [in order to bolster the text] regarding St. Mark of Ephesus, the Council of 1484 and the Synodical encyclical of the Eastern Patriarchs in 1848, with regard to the word “Church” as applying to Christians cut off from the One, Holy, Catholic and Apostolic Church.»
The Metropolitan relates elsewhere that proponents of the text and the recognition of the "ecclesiality" of the Western confessions employed aggression and much pressure, including explicatives against those opposed.
2. Endorsement of Ecumenism
We mentioned earlier that one of the aims of this "Council" was to solidify the Orthodox Church's commitment to ecumenism. This text on relations to the Heterodox achieves this goal. It contains positive references to the World Council of Churches, made with apparent enthusiasm.
In paragraph 21 of the text, the following is stated:
«The Orthodox Church wishes to support the work of the Commission on 'Faith and Order' and follows its theological contribution with particular interest to this day. It views favorably the Commission’s theological documents, which were developed with the significant participation of Orthodox theologians and represent a praiseworthy step in the Ecumenical Movement for the rapprochement of Christians.»
The positive evaluation of the texts accepted within the WCC alone is sufficient for an Orthodox Christian to reject the text. Is it possible for a Pan-Orthodox Council to favorably view theological documents of the WCC when these very texts are filled with heretical Protestant views that have been repeatedly criticized by many Local Orthodox Churches?
In paragraph 19 of the text, the Toronto Statement of the WCC is referred to positively, as a foundational document for Orthodox involvement. What, however, does this statement express? Among other things it states that the WCC includes churches which hold that:
• the Church is essentially invisible,
• there is a distinction between the visible and invisible body of the Church,
• the baptism of other churches is valid and true,
• there are "elements of a true Church" and "traces of Church" in other member churches in the WCC and the ecumenical movement is based on this
• there are church members extra muros (outside the walls), and that
• these aliquo modo (in some way) belong to the Church, and that
• there is a "Church within a Church."
Upon this foundation the Orthodox participate in the WCC, an organization in which the anti-Orthodox "invisible and visible Church" theory clearly dominates, overturning the whole of Orthodox ecclesiology.
The "Council" of Crete is the only council of bishops ever to recognize, promote, praise and accept ecumenism and the World Council of Churches. This stands in direct opposition to the witness of the choir of saints, including - among many others - the great elder Ephraim of Katounakia who by revelation was informed that ecumenism is dominated by unclean spirits.
The implications are enormous: what experience and inspiration of the Holy Spirit could they be expressing in Crete when they stand in opposition to the saints of the Church?
3. A Long Path to the Recognition of the Ecclesiality of the Heterodox
This path to the conciliar acceptance of ecumenism has been long and tumultuous. The passage of this text on Ecumenism was clearly the number one goal of the visionaries of the "Council" - a goal which was apparent as early as 1971.
The first text produced within the pre-conciliar process that recognizes the so-called ecclesiality of the heterodox confessions is the Inter-Orthodox Preparatory Commission text from 1971 entitled "Oikonomia in the Orthodox Church," which stated: "For our Orthodox Church recognizes - even though being the One, Holy, Catholic and Apostolic Church - the ontological existence of all those Christian Churches and Confessions."[15] (This text was severely criticized by theologians in Greece at the time and eventually removed.)
This phrase was later modified at the Third commission meeting in 1986 to "recognizes the actual existence of all the Christian Churches and Confessions."
It was changed again in 2015, at the Fifth such meeting of the preparatory commission, to "recognizes the historic existence of other Christian Churches and Confessions not found in communion with Her."
When, in January of 2016 the final text was finally made public, this phrase provoked a host of reactions and protests from the fullness of the Church and Local Church Synods, including the Russian Church Abroad.
After the last minute proposal in Crete in June of 2016 by the Archbishop of Athens was generally accepted by the Primates and their entourages (although nearly 30 bishops refused to sign), the final text included the formulation: "the Orthodox Church accepts the historical name of other heterodox[16] Christian Churches and Confessions that are not in communion with her."
One can see that progressively, over the last 45 years, the phrase has been modified in response to objections advanced by the Local Churches. Nevertheless, the final version remains unorthodox and unacceptable, or, as Metropolitan Hierotheos (Vlachos) writes, "anti-orthodox." There are several important points to make in this regard.
4. Anti-Orthodox and Synodically Condemned as a Heresy
Firstly, as Metropolitan Hierotheos remarks, it may be that, in accepting the term "church" for the heterodox confessions, an important distinction was lost on the participating hierarchs. St. Gregory Palamas clearly defined this issue in the Synodical Tomos of the Ninth Ecumenical Council of 1351. He writes there: "it is one thing to use counterarguments in favor of piety and another thing to confess the faith." That is, one should use every argument in countering something, while confession should be brief and doctrinally precise. Hence, in this context, in council, for the sake of doctrinal precision the use of the term "church" for the heterodox is clearly inadmissible.
We can only hope, together with Metropolitan Hierotheos, that the hierarchs in Crete "were 'misled' by those who argued - without extensive references - that during the second millennium the Orthodox characterized heretical groups as Churches. The truth is that it wasn't until the 20th century that Western Christianity was characterized as a church, when Orthodox terminology and theology was differentiated from the terminology and theology of the past, especially with [and after] the 1920 Encyclical of the Ecumenical Patriarchate" "Unto the Churches of Christ Everywhere." One has only to recall that St. Gregory Palamas likened the Latin heresy akin to Arianism and the Latins as being obedient organs of the evil one.
The term Church is used not simply as a description or an image. Rather, it indicates the actual Body of our Lord Jesus Christ. The Church is identified with the very Theanthropic Body of Christ and because as Head He is one, His Body is one. As the Apostle Paul wrote:
«...and [He] gave him to be the head over all things to the church, which is his body, the fullness of him that filleth all in all» (Eph. 1:22-23)
«There is one body, and one Spirit, even as ye are called in one hope of your calling; One Lord, one faith, one baptism, One God and Father of all, who is above all, and through all, and in you all» (Eph. 4: 4-6)
Although it has been claimed that the offensive phrase referring to "churches," particularly in its last form, is consistent with Orthodox ecclesiology and the Apostle Paul, the truth is that it is, rather, consistent with the new, "inclusivist" ecclesiology. As Metropolitan Hierotheos stated: "while prima facie it seems harmless, it is anti-Orthodox."
Why "anti-Orthodox?" Firstly, it is impossible to speak of "simply" "accepting the historical name" of "other heterodox Christian Churches," for there is no name without existence, because otherwise an ecclesiological nominalism is expressed.
Secondly, far from hearkening back to the Apostle Paul, "the mouth of Christ," the phrase "the Orthodox Church accepts the historical name of other heterodox Christian Churches," when understood in context, reminds one of the invisible church theory of Calvin and Zwingli, what Vladimir Lossky called a "Nestorian ecclesiology." This ecclesiology supposes that the Church is split into invisible and visible parts, just as Nestorius imagined the divine and the human natures in Christ to be separated. Other heretical theories have sprung from this idea, such as the branch theory, baptismal theology and ecclesiological inclusiveness. This invisible church theory has actually already been rejected in council by the Orthodox Church.
The idea that a church can be characterized as heterodox (heretical) was condemned by the Councils of the 17th century on the occasion of the so-called "Confession of Loukaris," supposed to have been written or adopted by Kyrillos Loukaris, Patriarch of Constantinople. The condemned phrase was: "it is true and certain that the Church may sin and adopt falsehood instead of the truth." On the contrary, the Councils of the Church at the time condemned this faithlessness to Christ declaring that the Church cannot err.
This conciliar teaching is very important and must be stressed again in our day, for it comes to heal the delusion of those humanists in our midst who have lost faith in Christ and the continuation of the Incarnation. It is this faithlessness that lurks behind the unwillingness of many to embrace the "scandal of the particular," the scandal of the Incarnation, and to declare that the Church is One as Christ is One, and it is in a particular time and place, being the continuation of the Incarnation and the One, Holy, Catholic and Apostolic. This faithlessness amounts to an abandonment of orthodoxy as a pre-requisite of ecclesiality and it is not simply a crisis of convictions, but, as Fr. George Florovsky wrote some 60 years ago, it signals that people "have deserted Christ."
To be sure, the contemporary forms that the heresy of the "invisible church" theories take are a bit more nuanced than those in the 16th century, but not by much. Let us look again at the offensive phrase in context and we'll see the similarities more clearly. The text reads:
«In accordance with the ontological nature of the Church, her unity can never be perturbed. In spite of this, the Orthodox Church accepts the historical name of other Heterodox Christian Churches and Confessions that are not in communion with her, and believes that her relations with them should be based on the most speedy and objective clarification possible of the whole ecclesiological question, and most especially of their more general teachings on sacraments, grace, priesthood, and apostolic succession.» (Paragraph 6)
It begins by stating that according to the ontological nature of the Church, unity cannot be disturbed. Here the invisible, united Church in the heavens is implied. This is the meaning of "ontological." This is immediately followed by, "but in spite of this..." and reference is made to the fractured, visible aspect of the Church, with the acceptance of other, "Heterodox Churches."
5. An Already Accepted Expression of the New Ecclesiology
This is not the first time this dichotomy of the ontologically united Church in heaven, outside of time, with the divided Church on earth, in time, has appeared among the Orthodox hierarchy. Here is how the Patriarch of Constantinople, Bartholomew, expressed it in the Holy Sepulchre in Jerusalem of 2014:
«The One, Holy Catholic and Apostolic Church, founded by the "Word in the beginning," by the one "truly with God," and the Word "truly God", according to the evangelist of love, unfortunately, during her engagement on earth, on account of the dominance of human weakness and of impermanence of the will of the human intellect, was divided in time. This brought about various conditions and groups, of which each claimed for itself "authenticity" and "truth." The Truth, however, is One, Christ, and the One Church founded by Him.
Both before and after the great Schism of 1054 between East and West, our Holy Orthodox Church made attempts to overcome the differences, which originated from the beginning and for the most part from factors outside of the environs of the Church. Unfortunately, the human element dominated, and through the accumulation of "theological," "practical," and "social" additions the Local Churches were led into division of the unity of the Faith, into isolation, which developed occasionally into hostile polemics.»
The similarity with the invisible Church theory condemned by the Church and these words of the Patriarch are apparent in the sharp distinction of the ontologically united heavenly Church with the supposedly fragmented earthly Church. This mirrors the "Nestorian" division of the divine and human natures of the Body of Christ. This view is, however, not surprisingly, in harmony with the new ecclesiology propounded at the Second Vatican Council, which posits an earthly church with greater or lesser degrees of fullness[17] due to the so-called "tangles of human history."[18]
These views of the Church imply the identification of the Church with heresy, of the holy things with the fallen and worldly. With pain of heart the words of Saint Tarasios, Patriarch of Constantinople, to the Fathers of the Seventh Ecumenical Council, are brought to mind, when he rebuked the decisions of the iconoclasts' false-council of Hieria:
«O the derangement and distraction of these [men]. They did not separate between the profane and the holy, and as tavern-keepers mix wine with water they mixed the true word with the perverted, truth with falsehood, just as [as if they were] mixing poison with honey, to whom suitably does Christ our God address through the prophet: 'the priests set aside my law, and defiled my sanctuaries. They did not distinguish between the profane and the holy.»
It should be clear, then, that the offensive text with its heretical ecclesiology must be rejected by the Church (by every Local Church separately and then in a future Council), and replaced, for it will undoubtedly be the source of a falling away from Orthodoxy.
There is still time to correct course and heal the wound already inflicted upon the Church. One practical solution, given by Metropolitan Hierotheos, which would help facilitate the restoration of Orthodoxy, is for a future council to correct the errors and to issue a new, orthodox document. There is both contemporary support for this (from the Patriarchates of Antioch, Serbia, Russia, Georgia, Bulgaria and even Romania) as well historical precedent (the meetings of the Ecumenical Councils extended for months and years, the Penthekte Council completed the 5th and 6th Councils and the Ninth Ecumenical Council was actually four separate councils).
Let us hope that bishops everywhere take immediate steps in this direction, for the matter is most urgent in those Local Churches which have accepted the text and Council.
3. The Aftermath and Implications of the "Council" of Crete
A. The Responses of the Local Churches
Let us now turn briefly to the aftermath of the council and the current state of things.
Firstly, among those who attended the Council, there were nearly 30 bishops who refused to sign its final document on the Heterodox and Ecumenism. Among those are the well-known bishops, Metropolitans Hierotheos (Vlachos) of Nafpaktou (Greece), Athanasius of Lemesou (Cyprus), Neophytos of Morphou (Cyprus), Amphilochios of Montenegro, (Serbia), and Irenei of Batskas (Serbia).
Bishop Irenei of Batskas in Serbia summarized the stance of many post-Council:
«Concerning the recently concluded, triumphantly yet not entirely persuasively, "Great and Holy Council" of our Church in Columbari of Crete: it is already not recognized as such by the Churches that were absent, indeed even characterized by them as a "gathering in Crete", and also disputed by most of the attending Orthodox hierarchs!»
The supporters and sympathizers of the Council call upon the example of the Second Ecumenical Council as precedent, as an example of a council at which some Local Churches were absent (namely Rome and Alexandria). What they do not say, however, is that the Second Ecumenical Council was not called as an Ecumenical or Pan-Orthodox Council to begin with, but rather as one of many Local Councils of the Eastern Empire and on account of the Orthodox decisions that were made it was later accepted by all of the Local Churches as Ecumenical.
In Crete we actually have the opposite: it was called as Pan-Orthodox and four Patriarchates refused to attend. Moreover, and most importantly, they also have refused to recognize it as a Council, even after the fact.
The Patriarchate of Antioch, in its June 27th decision of last year, stated that it considered the meeting in Crete as "a preliminary meeting towards the Pan-Orthodox Council," that it "refuses to assign a conciliar character to any Orthodox meeting that does not involve all of the Orthodox Autocephalous Churches," and, thus, that "the Church of Antioch refuses to accept that the meeting in Crete be called a “Great Orthodox Council” or a “Great and Holy Council.”
The Patriarchate of Moscow (in the July 15, 2016 decision of its Holy Synod) stated that "the Council which took place in Crete cannot be considered Pan-Orthodox, nor can the documents which it ratified constitute an expression of Pan-Orthodox consensus."
The Patriarchate of Bulgaria (in its decision dated November 15, 2016) stated in a gathering of the entire hierarchy that "the Council of Crete is neither great, nor holy, nor Pan-Orthodox. This is due to the non-participation of a number of Local autocephalous Churches, as well as the accepted organizational and theological mistakes. Careful study of the documents adopted at the Crete Council leads us to the conclusion that some of them contain discrepancies with Orthodox Church teaching, with the dogmatic and canonical Tradition of the Church, and with the spirit and letter of the Ecumenical and Local Councils. The documents adopted in Crete are to be subject to further theological consideration for the purpose of amending, editing and correcting, or replacing with other (new documents) in the spirit and Tradition of the Church."
The Patriarchate of Georgia met in December of last year and issued a final decision on the Council of Crete. In that it stated that it is not a Pan-Orthodox Council, that it abolished the principle of consensus and that its decisions are not obligatory for the Orthodox Church of Georgia. Furthermore, the documents issued by the Council of Crete do not reflect important critiques made by the Local Churches and they are in need of correction. A truly Great and Holy Council does need to be held and the Georgian Church is confident that it will take place in the future and it will make decisions by consensus, based on the teaching of the Orthodox Church. Towards this goal, the Holy Synod has formed a theological commission to examine the documents accepted in Crete and to prepare for a future Council which will be Pan-Orthodox.
The Patriarchate of Romania, which participated in the Council, later stated that "the texts can be explained, nuanced in part or further developed by a future Great and Holy Council of the Orthodox Church. However, their interpretation and the drafting of new texts on a variety of issues must not be made hastily or without Pan-Orthodox agreement, otherwise they must be delayed and perfected until agreement can be reached.
The Autocephalous Orthodox Church of Greece, while not cataphatically ruling in favor of the final decisions of the Council, has issued an encyclical representing it as an Orthodox Council. Many have concluded that this stance signals agreement, even though within the hierarchy there are bishops which have sharply rejected and condemned the "Council." This confusion has given rise to disgust on the part of the faithful.
B. The Post-Cretan Developments in Greece and Romania
Before I close, I believe it is also important to inform you of the latest developments with respect to the reception or rejection of the Cretan "Council" by the people of God.
There have been positive responses, especially among the official organs of the participating churches, which have take the form of lectures and small conferences on the significance of the "Council," sometimes involving the Heterodox. One can also observe a surprising dissatisfaction among supporters that the "Council" did not do enough or go far enough in recognition of the Heterodox or in terms of other "hot button" issues for, mainly, Orthodox academics in the West. No doubt there will be a continued effort to influence the faithful in favor of the "Council" - a hard task, given that most never felt the "Council" was at all relevant to them.
In spite of the official, positive reception given the "Council" in Greece and Romania, the overwhelming response among the people of God has been negative. The implications of the Cretan Council are far-reaching for many in those Local Churches which have accepted the Council. The response of many clergy, monastics and theologians to the favorable reception given to the Cretan "Council" by their hierarchy has ranged from written and verbal rejection by well-known theologians to the grave decision to cease commemoration of erring bishops by monastics and pastors.
The cessation of commemoration of the Patriarch of Constantinople which began on Mt. Athos in the Fall of last year, with perhaps 100 monastics participating, has now spread to many dioceses in the Church of Greece, as also Romania, where several monasteries and clergy ceased commemorating their bishops.
One of the most significant developments occurred just two weeks ago. The eminent Professor of Patrology Protopresbyter Theodore Zisis announced on the Sunday of Orthodoxy that he was ceasing commemoration of his bishop, the Metropolitan of Thessaloniki, Anthimos, due the latter's enthusiastic reception of the Cretan "Council" and its texts. Due to his stature and high profile (he was the teacher of many of the current hierarchs in Greece), this decision has influenced others and "shaken up" the ecclesiastical status quo in Greece. This path has been followed by four clergy on the island of Crete, three monasteries in the Diocese of Florina, clergy and monastics in the Dioceses of Thessaloniki, Cephalonia, Syros and Andros, and elsewhere.
In addition to this, just a few days ago Archimandrite Chrysostom, the Abbot of the Holy Monastery of the Life-Giving Spring in Paros, Greece (where the Holy Elder Philotheos Zervakos shone in the ascetic life) submitted to the Holy Synod of the Church of Greece an historic formal accusation of heresy against Patriarch Bartholomew. Abbot Chrysostom has petitioned the Holy Synod to recognize, repudiate and condemn the Patriarch's "eterodidaskalia" (heterodox teachings) as contrary to the right teaching of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church of Christ.
He wrote to the Holy Synod:
«In submitting this letter to you, we place before the honorable Body of the Hierarchy of the Church of Greece the scandal caused to myself, our brotherhood, clergy, monks and countless laity, by the successive waves of heterodox teachings which have been expressed at various times by His Holiness, the Ecumenical Patriarch, Bartholomew, the pinnacle of which being [expressed at] the Holy and Great Council held in Kolympari of Crete.»
The formal petition provides 12 examples of heterodox teaching issued by the Patriarch over several decades, as well as 9 relevant canons of the Church, and ends with a list of 13 bishops, 14 abbots, hieromonks and clergy, and 9 theologians which the abbot is suggesting be called as supportive witnesses before the Holy Synod when he will be formally called to defend his accusation.
Your Eminences, Graces and reverend fathers,
These and other, similar developments in the Ukraine, Moldavia and Romania serve to underscore the mounting pressure upon all the shepherds of the Church to respond patristically to the danger posed to the unity of the Church by the ill-planned and executed, and finally, anti-Orthodox, Cretan "Council."
Church history clearly instructs us that this priceless unity in Christ exists and flourishes only when all are of "one mind" and confess the same faith in the One Church. Moreover, recent history also teaches us that accommodation of, or indifference to, a new, innovative ecclesiology, such as that expressed in word and deed in Crete, is not an option and will only lead to further polarization and shipwrecks on both the left and the right of the Royal Path. It is in such rocky spiritual seas as these that the skill of the spiritual leader is tested and confirmed, showing that he not only knows Truth but is also skilled in the WAY by which all can arrive at it safely.
By God's providence, the Russian Orthodox Church Abroad continues to occupy a unique place in the Orthodox Church from which it can speak freely and even prophetically the word of Truth - "a word" which unites the faithful, healing old schisms and averting new ones. The Church Catholic has need of it now in these trying times.
Through the prayers of our holy fathers, and especially the holy new martyrs and confessors, and by the wise pastoral guidance of our chief Shepherds, may we all continue in the saving confession of faith in the One Church, which is the continuation of the Incarnation - to the up-building of the Church and salvation of the world!
I thank you all for your attention and graciousness in listening to me today and I wish you all a bright and radiant Pascha!
SELECT BIBLIOGRAPHY
Γκοτσόπουλος, Ἀναστάσιος, Πρωτοπρεσβύτερος, «Πῶς δ’ αὖθις Ἁγία καί Μεγάλη, ἣν οὔτε…, οὔτε…, οὔτε…;» 10 Δεκεμβρίου 2016
Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos and St. Vlassios, Intervention and Text in the Hierarchy of the Church of Greece (November 2016) regarding the Cretan Council: https://orthodoxethos.com/post/intervention-and-text-in-the-hierarchy-of-the-church-of-greece-november-2016-regarding-the-cretan-council.
Notes:
[1] Metropolitan Hierotheos (Vlachos), Intervention and Text in the Hierarchy of the Church of Greece (November 2016 Regarding the Cretan Council: https://orthodoxethos.com/post/intervention-and-text-in-the-hierarchy-of-the-church-of-greece-november-2016-regarding-the-cretan-council.
[2] This is but one of several alarming ecclesiological innovations introduced in Crete, superseded in gravity only by the acceptance of the self-contradictory "heterodox Churches." It was, however, the former - the sundering of conciliarity - which made possible the latter - the acceptance of the incongruity (if not monstrosity) that is "heterodox Churches." This is true in more than one way. If all of the bishops had had a vote, and not only the Primates, it is unlikely the offending text on the Heterodox would have been accepted. However, it is also the case that if the Archbishop of Athens had respected the the clear, conciliar mandate given him by his hierarchy, which voted unanimously to refuse to accept the term "church" for the heterodox, he would not have accepted the specious and ill-advised "correction."
[3] See: From the Second Vatican Council (1965) to the Pan-Orthodox Council (2016): Signposts on the Way to Crete: https://orthodoxethos.com/post/from-the-second-vatican-council-1965-to-the-pan-orthodox-council-2016-signposts-on-the-way-to-crete.
[4] In an article dating back from when Ecumenical Patriarch Bartholomew was still a Metropolitan, in the journal The National Catholic Reporter, the Patriarch said the following, revealing his intentions for the Pan-Orthodox Council: “Our aims are the same an John's (Pope John XXIII): to update the Church and promote Christian unity... The Council will also signify the opening of the Orthodox Church to non-Christian religions, to humanity as a whole. This means a new attitude toward Islam, toward Buddhism, toward contemporary culture, toward aspirations for brotherhood free from racial discrimination...in other words, it will mark the end of twelve centuries of isolation of the Orthodox Church.” See: “Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. See also: http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
[5] In the texts of the Second Vatican Council matters are slightly better. In Lumen Gentium the devil is referred to four times, although in Unitatis Redintegratio he is not mentioned.
[6] The only exception to this latter case, is when the ecclesiological heresy of phyletism is mentioned in the Encyclical of the Primates, which is also quite indicative of the priorities of the meeting.
[7] See: J. S. Romanides, “The Ecclesiology of St. Ignatius of Antioch,” The Greek Orthodox Theological Review 7:1 and 2 (1961–62), 53–77.
[8] http://orthodoxinfo.com/ecumenism/encyc_1848.aspx.
[9] http://www.parembasis.gr/index.php/menu-prosfata-a...
[10] http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/9264-mpa...
[11] This section of my lecture is based extensively upon the excellent research and writing done by Fr. Anastasios Gotsopoulos, Rector of the Church of St. Nicholas in the Diocese of Patra, Greece, with his permission.
[12] Due to its importance and the nature of the subject matter, an analysis of this text will be undertaken in a separate paper.
[13] See: http://www.pravoslavie.ru/english/90489.htm.
[14] My analysis will follow and be largely based upon that of Metropolitan Hierotheos (Vlachos) of Nafpaktou, Greece.
[15] Συνοδικἀ, ΙΧ, σ. 107, Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 143, και Γραμματεία Προπαρα-σκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Προς την Μεγάλην Σύνοδον, 1, Εισηγήσεις, της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστική Επιτροπή επί των εξ θεμάτων του πρώτου σταδίου, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1971, σ. 63.
[16] Translator’s note: The official English version says “non-Orthodox” while the original Greek version says “Heterodox."
[17] "One can think of the universal Church as a communion, at various levels of fullness, of bodies that are more or less fully churches. . . . It is a real communion, realized at various degrees of density or fullness, of bodies, all of which, though some more fully than others, have a truly ecclesial character" (Francis A. Sullivan, S.J., “The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ ‘Subsists in’ the Roman Catholic Church,” in René Latourelle, ed., Vatican II: Assessment and Perspectives, Twenty-five Years After (1962–1987) (New York: Paulist Press, 1989), 283).
[18] 267. Joseph Ratzinger, “The Ecclesiology of Vatican II,” a talk given at the Pastoral Congress of the Diocese of Aversa (Italy), Sept. 15, 2001, http://www.ewtn.com/library/CURIA/CDFECCV2.HTM.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...