Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Το «παραμένω στην Εκκλησία» θα έπρεπε να ήταν η αυτονόητη θέση για όσους αρνούνται τα αλλότρια ψευτο-δόγματα των αιρετικών, την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, την παναίρεση του οικουμενισμού. Πρόλαβαν όμως οι επίσκοποι που κατέχουν θεσμική εξουσία να οικειοποιηθούν την φράση αυτή και να θέσουν το ακόλουθο δίλημμα στους ακατήχητους πιστούς: εάν εσείς δεν μας μνημονεύετε, είστε εκτός Εκκλησίας! Δεν πα να έχουμε εμείς υπογράψει αιρετικά κείμενα, δεν πα να αφήνουμε την παναίρεση του οικουμενισμού να αλωνίζει και να θερίζει ψυχές, εσείς θα μας μνημονεύετε για να παραμείνετε μέσα στην Εκκλησία. Και έρχονται δυστυχώς μετά άνθρωποι σαν τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και σιγοντάρουν αυτήν την θέση.
ΓΙΑΤΙ Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀποτέλεσε ἕνα ἐπώδυνο καί δυσθεράπευτο ἄλγος στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν καί πέρασαν περισσότεροι ἀπό 28 μῆνες ἀπό τήν σύγκλησή της, συνεχίζει νά ταλανίζει τό ἐκκλησιαστικό σῶμα, νά προκαλεῖ σκληρές κριτικές, σοβαρές ἔριδες, σχισματικές καταστάσεις, ἀποτειχίσεις, διωγμούς. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ ὑπέρμαχοί της βαυκαλίζονται, στρουθοκαμηλίζοντας, πώς ἡ σύγκλησή της ὑπῆρξε «μέγα γεγονός» καί πώς οἱ ἀποφάσεις της σημάδεψαν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί αὐτή τήν ἴδια τήν κατοπινή πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅτι δῆθεν αὐτή «ἔβγαλε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν ἀπομόνωση» καί τήν «ἔκαμε γνωστή στόν σύγχρονο κόσμο» καί «πρόβαλλε τίς ἀξίες της». Ὅτι δῆθεν οἱ ἀποφάσεις της προωθοῦν «τήν καταλλαγή, τή συνύπαρξη καί τήν παγκόσμια εἰρήνη». Ὅτι δῆθεν ὑπῆρξε ἕνα «παγκόσμιο γεγονός», καί οἱ ἀποφάσεις της «σημάδεψαν τήν ἱστορία».
Τῆς προσέδωσαν μάλιστα καί τήν προσωνυμία: «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», δανειζόμενοι αὐτήν<σζ ἀπό τή συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ μέ αὐτόν τόν προσδιορισμό ὅριζαν οἱ Πατέρες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἄλλωστε, οἱ ὁραματιστές καί οἱ προετοιμάσαντες τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης αὐτόν τόν στόχο εἶχαν, νά εἶναι ἡ Ἡ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἶναι ὅμως πραγματικά «Ἁγία» καί «Μεγάλη»; Εἶναι «Σύνοδος», ἡ ὁποία συνεχίζει μέ ἀκρίβεια τήν δισχιλιόχρονη συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας; Γιά τήν συντριπτική πλειοψηφία τοῦ συνειδητοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δυστυχῶς, ὄχι! Τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν ὅτι δέν ὑπῆρξε οὔτε ἅγια, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύμφωνη μέ τήν συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι σαφέστατα καί συνταρακτικά. Δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη Σύνοδος διότι:
1ον Συγκλήθηκε γιά νά ἐξυπηρετήσει πολιτικές καί γαιοστρατηγικές σκοπιμότητες.
Οἱ ἔχοντες στοιχειώδη γνώση τῶν σύγχρονων παγκοσμίων πνευματικῶν ἀνακατατάξεων, τῶν γεωπολιτικῶν, γαιωστρατηγικῶν καί οἰκονομικῶν στοχεύσεων ἀπό σκιώδη διεθνῆ κέντρα, εἶναι εὔκολο νά καταλάβουν ὅτι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ὑπῆρξε πιστός θεράπων αὐτῶν. Ἡ παγκοσμιοποίηση, ὁ πυρετωδῶς προωθούμενος θρησκευτικός συγκρητισμός, ὁ Οἰκουμενισμός, οἱ πολιτικές, οἱ ὁποῖες ὑπηρετοῦνται ἀπό ἰσχυρά παγκόσμια κέντρα, ὑπῆρξαν κινητήριοι μοχλοί καί ἀρωγοί στήν ὀργάνωση καί πραγματοποίηση τῆς «Συνόδου». Σέ πρόσφατη ὁμολογία του ὁ ἀρχιδιάκονος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἰωάννης Χρυσαυγής ἀπεκάλυψε ξεκάθαρα πώς στήν Ἐκκλησία «ἡ πραγματικότητα εἶναι περίπλοκη. Πέρα ἀπό τίς πολύπλευρες θρησκευτικές ἴντριγκες, ὑπάρχουν σκοτεινές γεωπολιτικές ἐπιπτώσεις» (Ὀρθ. Τύπος, φύλ.2234, 9-11-2018). Ἰδιαίτερα σημαντικό ὑπῆρξε τό ἐνδιαφέρον τῶν Η.Π.Α. γιά τήν ἐπιτυχῆ σύγκλησή της. Ὡς ἀρωγός καί παρατηρητής τῆς κυβερνήσεως τῶν Η.Π.Α. ὑπῆρξε ἡ προσωπική παρουσία τῆς κας Ἐλισάβετ Προδρόμου στίς ἐργασίες τῆς «Συνόδου». Ἀπό τό βιογραφικό της ἀποδεικνύεται πώς «Οἱ ἀκαδημαϊκοί της τίτλοι τῆς ἐπιτρέπουν νά συμμετέχει, καί ἐδῶ εἶναι τό σπουδαιότερο, σέ ἁρμόδιες κυβερνητικές ἐπιτροπές χάραξης πολιτικῆς τῶν ΗΠΑ: Ἀπό τό 2004-2012 ἀντιπρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς Διεθνῶν Θρησκευτικῶν Ἐλευθεριῶν τῆς ἀμερικανικῆς Βουλῆς καί ἀπό τό 2011 ἀναβαθμίστηκε σέ μέλος τῆς ἁρμόδιας ὁμάδας ἐργασίας τοῦ ἀμερικανικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν μέ ἀντικείμενο «Θρησκεία καί Ἐξωτερική Πολιτική». Μία διπλωμάτης, χωρίς νά εἶναι κάν θεολόγος, ποιά ἁρμοδιότητα μποροῦσε νά ἔχει σέ μία Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας;
Ρωτᾶ ὁ κάθε ἕνας μας: ποιός ὁ λόγος τοῦ ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος τῆς κυβερνήσεως τῶν Η.Π.Α. γιά τήν εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης; Μήπως γιά τό συμφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Γιά τήν ἀποκρυστάλλωση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, τήν διακήρυξη: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἄν ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης εἶχε ὡς ἀποκλειστικό της σκοπό νά λειτουργήσει ὡς γνήσια Σύνοδος, σύμφωνη μέ τήν συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέν ἐνδιαφέρον θά ἐκδήλωνε ἡ ὑπερατλαντική ὑπερδύναμη! Ἡ μόνη ἀπάντηση στό ἐρώτημα, εἶναι ὅτι ἡ κυβέρνηση τῶν Η.Π.Α., ἡ «μητρόπολη» τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς «Νέας Ἐποχῆς» καί τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», ἔδειξε ἐνδιαφέρον καί στήριξε τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, (ἄν δέν ἐπέβαλε τή σύγκλησή της), διότι αὐτή συγκλήθηκε νά ἐξυπηρετήσει τούς σκοπούς καί τούς στόχους της καί τά συμφέροντά της τά ὁποῖα εἶναι συνδεδεμένα μέ τό παγκόσμιο πανθρησκειακό ὅραμα. Ἄς μήν ξεχνᾶμε πώς τό ἀντίπαλο δέος τῆς ἐξωτερικῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς, εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Ρωσία καί οἱ «δορυφόροι» της, οἱ ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας καί Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖες, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀνήκουν, καθόλου τυχαῖα, στό «ἀνατολικό μπλόκ», στήν ἐπιρροή τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς, δέν ἔλαβαν μέρος στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἀναμφίβολα, ἡ ἀπουσία τους, πέρα ἀπό τίς σοβαρές διαφωνίες τους, ὡς πρός τή θεματολογία καί τόν τρόπο συγκλήσεως τῆς «Συνόδου», ἔγινε γιά νά μήν γίνουν συμμέτοχοι στίς γεωπολιτικές σκοπιμότητες τῶν δυτικῶν καί εἰδικά τῶν ΗΠΑ! Ἡ Ὀρθοδοξία γι’ αὐτούς εἶναι τό μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν ἐπιβολή τῆς παγκοσμιοποίησης καί γι’ αὐτό ἔπρεπε (καί πρέπει) νά ἀλλάξει πορεία, νά συγχρονιστεῖ μέ αὐτό τό ὅραμα. Καί δυστυχῶς ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης» ἐξυπηρέτησε αὐτόν τόν στόχο.
Ἰσχυρό ἐνδιαφέρον γιά τήν σύγκληση καί τήν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἔδειξε καί τό Βατικανό, ἡ παπική διπλωματία καί προσωπικά ὁ «πάπας» Φραγκίσκος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκδηλώσει τήν ἐπιθυμία νά παραστεῖ καί ὁ ἴδιος στή «Σύνοδο», ἀλλά, ἐπειδή διέγνωσαν οἱ ἰθύνοντες τῆς «Συνόδου» ὅτι θά δημιουργοῦσε ἀντιδράσεις ἡ παρουσία τοῦ αἱρεσιάρχη, θεώρησαν σκόπιμο νά μήν παραστεῖ, καί νά δεχτοῦν τίς «θερμές εὐχές» του. Ἀλλά τίθεται τό εὔλογο ἐρώτημα: ποιός ὁ λόγος νά θέλει τό Βατικανό τήν εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης; Ἄν αὐτή εἶχε σκοπό νά λειτουργήσει ὡς γνήσια ὀρθόδοξη Σύνοδος καί διεκήρυττε μέ στεντορεία τή φωνή τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί κατεδίκαζε τίς αἱρέσεις καί μαζί τίς δεκάδες παπικές κακοδοξίες καί κατεδείκνυε ὅτι ὁ παπισμός δέν εἶναι ἐκκλησία, καί θά καλοῦσε τούς αἱρετικούς σέ μετάνοια καί ἔνταξη στήν Ὀρθοδοξία, ὄχι μόνο δέ θά ἐκδήλωνε τό ἐνδιαφέρον του καί τήν συμπαράστασή του σ’ αὐτή, ἀλλά θά τήν σαμποτάριζε! Τή στήριξε, διότι ἤξερε ἐκ τῶν προτέρων, μέσα ἀπό τίς σκοτεινές διασυνδέσεις του μέ τούς μυστικοπαθεῖς διοργανωτές τῆς «Συνόδου», ὅτι αὐτή δέν θά ἦταν γνήσια ὀρθόδοξη Σύνοδος. Ὅτι θά ἐξέφραζε τίς πανθρησκειακές βλέψεις του. Ὅτι θά ἔφερνε πιό κοντά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις. Ὅτι θά λειτουργοῦσε ὦς κακέκτυπο τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἀναγνωρίζοντας τίς αἱρέσεις ὡς «ἐκκλησίες»! Ἄς μήν μᾶς διαφεύγει ἡ λεπτομέρεια, πώς οἱ παπικοί ἐξέφρασαν κατόπιν τήν δυσαρέσκειά τους, ὅταν δημοσιεύτηκαν τά διφορούμενα κείμενα τῆς «Συνόδου» καί δέν ἱκανοποίησαν πλήρως τίς προσδοκίες τους! Καί βέβαια συντάχτηκαν αὐτά, μέ διφορούμενο νόημα, ὄχι ἀπό πεποίθηση, ἀλλά ἀπό ἀνάγκη, ἀπό τή σφοδρή ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων.
2ον Δέν εἶναι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης Ἅγια καί Μεγάλη, διότι κύριος σκοπός της ὑπῆρξε ἡ «συνοδική» κάλυψη – κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν εἶναι ἄλλος, ἀπό τήν ἐπισφράγιση καί «συνοδική» κατοχύρωση τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 20ου αἰώνα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀπό τούς πρώτους καί πλέον ἔνθερμους ὁραματιστές της, ὑπῆρξε ὁ ἀλήστου μνήμης Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης καί ὁ μέγας προωθητής τοῦ οἰκουμενισμοῦ, Ἀθηναγόρας. Εἶναι γνωστό πώς τά τολμηρά, ἕως ἀπαράδεκτα, οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τῶν θιασωτῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τοῦ 20ου αἰώνα καί τῶν τελευταίων χρόνων, ἔτυχαν σκληρῆς κριτικῆς ἀπό ὀρθοδόξους καί προκάλεσαν μεγάλες ἀναταράξεις καί γι’ αὐτό ἔπρεπε νά ἀποστομωθοῦν. Νά περιβληθοῦν οἱ ἐπιλογές τους μέ ὀρθόδοξο μανδύα, νά κατοχυρωθεῖ ἡ λεγομένη «Οἰκουμενική Κίνηση» συνοδικά, νά ἀποστομωθοῦν οἱ ἐπικριτές της ἀπό τό κύρος μίας Πανορθοδόξου Συνόδου. Νά δοθεῖ στούς ἀτελέσφορους καί ζημιογόνους γιά τήν Ὀρθοδοξία, θεολογικούς διαλόγους, συνοδική κάλυψη. Νά πεισθεῖ καί νά ἐφησυχάσει τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό πλήρωμα ὅτι δῆθεν ἡ «Οἰκουμενική Κίνηση», στήν οὐσία, οἰκουμενιστική, δέν προδίδει τήν Ὀρθοδοξία, ὅτι δῆθεν εἶναι συμβατή μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅτι δῆθεν εἶναι μία σύγχρονη ἀναγκαιότητα, ὅτι δῆθεν ἐπιτελεῖ σπουδαῖο ποιμαντικό ἔργο, τό ὁποῖο ἔχει ὡς στόχο τήν γνωριμία τῆς Ὀρθοδοξίας στούς ἑτεροδόξους, μέ σκοπό τήν προσέλκυσή τους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀλλά, ὄπως εἶναι γνωστό, οἱ ἑτερόδοξοι γνωρίζουν τόσο καλά τήν Ὀρθοδοξία, ὅσο γνωρίζουμε καί ἐμεῖς τούς ἑτερόδοξους. Στούς διαλόγους παίζεται ἕνα γελοῖο παιχνίδι, ἕνα «ἀνόσιο παίγνιο» κατά τόν Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας κ. Στυλιανό, γιά χρόνια ἀντιπρόεδρο τῶν διαλόγων, στό ὁποῖο κυριαρχοῦν ἡ πρόκληση ἐντυπώσεων καί ἡ διπλωματία. Ποιός θά «τουμπάρει» τόν ἄλλον! Στούς ἐδῶ καί τριάντα χρόνους διαλόγους, οὐδείς ἑτερόδοξος, ὡς πρόσωπο, πολλῷ δέ μᾶλλον ὡς «ἐκκλησία», προσῆλθε στήν Ὀρθοδοξία! Ἀντίθετα, ὁ μεγάλος χαμένος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, διότι οἱ ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι κάνουν συνεχῶς ὑποχωρήσεις, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί συνομιλητές τους παραμένουν ἀμετακίνητοι στίς πλάνες τους καί τό χειρότερο: ἀποθρασύνονται καί γίνονται προκλητικότεροι ἀπό τόν ἐνδοτισμό, τίς ὑποχωρήσεις καί τήν ἀπουσία ξεκάθαρου ὁμολογιακοῦ λόγου ἀπό τούς ὀρθοδόξους. Δέν προβάλλουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν δυναμισμό πού πρέπει καί δέχονται νά συζητοῦν τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν συζητητῶν τους, ὄχι γιά νά τίς ἀναιρέσουν, ἀλλά γιά νά τίς «κατανοήσουν» ὡς δῆθεν «διαφορετική ἐκκλησιαστική παράδοση», ὅπως λ. χ. ἡ «κατανόηση τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης»! Οὐδέποτε κάλεσαν τούς αἱρετικούς σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία, τήν ἀληθινή Ἐκκλησία, ἀλλά ἐπιστροφή σέ μία ὁμιχλώδη καί ἀκαθόριστη «πίστη τῆς πρώτης χιλιετίας», σάν νά μήν ὑπῆρχαν προβλήματα μέ τούς αἱρετικούς καί θεολογικές διαμάχες καί διαφοροποιήσεις στήν πρώτη χιλιετία! Ἔστω γιά παράδειγμα: τό «πρωτεῖο τοῦ Ρώμης», ἀλλά καί τό φιλιόκβε, δέν προβάλλονταν ὡς ὀρθή πίστη ἀπό τούς δυτικούς στήν πρώτη χιλιετία;
3ον Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη, διότι δέν κατέγνωσε καμιά αἵρεση καί ἀνεγνώρισε, ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, ἐκκλησιαστική ὑπόσταση στίς αἱρετικές κοινότητες.
Στή δισχιλιόχρονη συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ Σύνοδοι συγκροτοῦνταν κατά κύριο λόγο γιά νά ὁριοθετήσουν καί νά περιφρουρήσουν τήν σώζουσα ἀλήθειά της καί δευτερευόντως γιά νά ἐπιλύσουν ἄλλα θέματα. Ἀντίθετα ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης πρωτοτύπησε, δέν συγκλήθηκε γιά νά καταγνώσει καί νά καταδικάσει τήν πληθώρα τῶν συγχρόνων πλανῶν καί ἰδίως τήν παναίρεσή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία κατατρώγει τίς σάρκες τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της δέν ἀκούστηκε κάν ἡ λέξη «αἵρεση». Τό ἀντίθετο μάλιστα, κλήθηκαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν αἱρέσεων ὡς τιμητικοί παρατηρητές, οἱ ὁποῖοι προσφωνήθηκαν ὡς «ἐκπρόσωποι τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν»! Οἱ θεοφόροι Πατέρες καλοῦσαν στίς Ἅγιες Συνόδους τούς αἱρετικούς, ὄχι νά τούς τιμήσουν, ἀλλά νά τούς καταδείξουν τίς πλάνες τους, νά τούς ζητήσουν νά μετανοήσουν καί ὅταν αὐτοί ἀρνοῦνταν, τούς ἀναθεμάτιζαν καί τούς ἔδιωχναν. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ὅπως ἀνακοινώθηκε ἀπό τά πλέον ἐπίσημα χείλη, συγκλήθηκε μέ ἀπώτερο σκοπό, νά ἀναγνωρίσει τήν «ἐκκλησιαστικότητα» τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων. Νά τίς ἀποχαρακτηρίσει ἀπό αἱρετικές κοινότητες. Μά γίνει μία «Β΄ Βατικάνεια Σύνοδος», ἡ ὁποία, μέ τό γνωστό διάταγμά της περί οἰκουμενισμοῦ, εἶχε ἀναγνωρίσει ὡς «ἐκκλησίες» τίς ἐκτός Παπισμοῦ χριστιανικές κοινότητες. Αὐτό φάνηκε καθαρά ἀπό τό ἀδιέξοδο πού δημιουργήθηκε, κυρίως ἀπό τούς ἐνδοιασμούς τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶχε τήν ἐντολή νά μήν χαρακτηριστοῦν ὡς «ἐκκλησίες» οἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χριστιανικές κοινότητες. Οἱ ἰθύνοντες τῆς «Συνόδου» ἤθελαν πάσῃ θυσία νά χαρακτηρίσουν τούς αἱρετικούς ὡς «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ὡς ἀπόδειξη αὐτοῦ ἀναφέρουμε ξεκάθαρη ὁμολογία τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Ἰωάννου Χρυσαυγῆ, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλυψε πρόσφατα πώς στή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης: ἡ Ἐκκλησία ἔμεινε «πεισματικά ἀπρόθυμη νά ἀφήσει τήν ἀρχαία μνησικακία (!!!) … ὅταν ὁ Βαρθολομαῖος δήλωνε ὅτι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου θά μποροῦσαν νά εἶναι δημιουργικοί στήν περιγραφή τῆς σχέσης της μέ ἄλλες χριστιανικές κοινότητες, δέν θά μποροῦσαν νά τίς χαρακτηρίσουν ὡς αἱρετικές, ἀκολούθησαν ἐπαίσχυντες συζητήσεις…» (Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ.2234, 9-11-2018)! Ἐδῶ βέβαια ὁ ὅρος «ἑτερόδοξος» δέν ἔχει τή σημασία τοῦ αἱρετικοῦ, ἀλλά τοῦ ἔχοντα «διαφορετική πίστη», ὄχι, κατ’ ἀνάγκην, κακόδοξη! Ἀλλά ὅμως ὁ ὅρος «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» περιέχει πλήρη ἀντιφατικότητα, διότι Ἐκκλησία καί ἑτεροδοξία εἶναι ἔννοιες ἀπόλυτα ἀσυμβίβαστες. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη καί ἡ ἑτερόδοξη δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία!
Μέ τό 6ο διάταγμα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ἀποφασίστηκε πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέν ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὅμως μέ μία παροιμιώδη διπλωματική καί διφορούμενη φράση, ἀναγνώρισε τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν «Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν» καί Ὁμολογιῶν, ἀφήνοντας ἀνοικτή κάθε ἑρμηνεία σ’ αὐτή. Γενικά χρησιμοποίησε διφορούμενη διπλωματική γλώσσα, ὥστε νά ἱκανοποιεῖ κάθε ἑρμηνεία, εἴτε ὀρθόδοξη, εἴτε αἱρετική, σέ ἀντίθεση μέ τά συνοδικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα διακρίνει ἡ ἀπόλυτη σαφήνεια, μήν ἀφήνοντας κανένα περιθώριο παρερμηνείας!
Ὁρίστηκε ὅτι εἶναι μέν ἡ Ὀρθοδοξία ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ἀναγνωρίζει καί τήν «ἱστορική ὀνομασία Ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», πού σημαίνει καί ἑρμηνεύεται ὅτι ἀναγνωρίζει, στήν οὐσία, τήν ἱστορική τους πορεία, διότι ἡ ὀνομασία ἑνός ἀντικειμένου σηματοδοτεῖ αὐτή τήν ἴδια τήν ὑπόστασή του. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἀναφέρει γιά τό ἴδιο κείμενο ὅτι «ὑπάρχουν μερικές ἀσάφειες, ὡσάν νά «ἀναγνωρίζονται» καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐκτός τῆς Μίας, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Τό δέ Πατριαρχεῖο Ρωσίας χαρακτήρισε τίς ἀποφάσεις της «ἀσαφεῖς καί διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπει νά τά θεωροῦμε ὡς ὑποδειγματική ἔκφραση τῶν ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας»! Σέ ἄλλο σημεῖο ὁρίζει μέν τό ἀδιαίρετο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέχεται ἐμμέσως τή διάσπασή της. Σέ ἄλλο σημεῖο δέχεται ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, ὅτι ἔχουν καί οἱ αἱρετικοί μυστήρια: κάνοντας λόγο περί «…ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς… τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως». Ὅσον ἀφορᾶ τό ΠΣΕ, δέν γίνεται κάν νύξη ὅτι πρόκειται γιά ἕνωση ἑτερόκλητων αἱρετικῶν ὁμάδων καί κακοδοξιῶν, ἀντίθετα δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι εἶναι ἕνα εἶδος «εὐλογίας» ἡ συμμετοχή μας σέ αὐτό!
Εἰδήμονες διαπρεπεῖς θεολόγοι, ἀποφάνθηκαν πώς οἱ ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εἶναι βαθύτατα διαποτισμένες καί ὑποκρύπτουν τίς αἱρετικές πλάνες, τῆς «ἀοράτου Ἐκκλησίας», τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» καί τῆς «εὐχαριστιακῆς καί βαπτισματικῆς θεολογίας». Δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐπεκταθοῦμε σέ λεπτομέρειες. Ἡ προσπάθεια νά δοθεῖ ἐκκλησιαστική ὑπόσταση στίς αἱρετικές κοινότητες καί ἡ ἐπιμονή νά παρουσιαστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς «ἐλαφρῶς καλλίτερη» ἀπό αὐτές, φανερώνει περίτρανα αὐτή τήν τραγική παράμετρο! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά μήν κληθοῦν σέ αὐτή, οἱ αἱρετικοί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά ἐπιστρέψουνστήν ἀκαθόριστη «πίστη τῆς πρώτης χιλιετίας», τήν ὁποία ὅμως «βλέπουν» οἱ αἱρετικοί, ἀπό τή δική τους σκοπιά, ὅτι δῆθεν δικαιώνει τή δική τους πίστη,ὅπως προαναφέραμε, ὄχι ὅμως τήν πίστη τῶν ἁγίων Συνόδων ὥστενά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἀποφάσεις αὐτῶν, στό ἀπαραχάρακτο «Σύμβολο τῆς Πίστεως».
4ον Δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης διότι δέν ἔλυσε κανένα ἀπό τά μεγάλα, χρονίζοντα καί ὀξυμένα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀρχικός κατάλογος θεμάτων πού εἶχε προγραμματιστεῖ νά ἀπασχολήσει τήν «Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν οἱ ὀργανωτές της, ἄγγιζε τά ἑκατό, ὅμως προϊόντος τοῦ χρόνου ἄρχισε τό «ξήλωμα», ὥστε νά φτάσουν νά συζητηθοῦν μόνο ἕξι, γιά τά ὁποῖα ὅμως δέν πάρθηκε καμιά ἀπόφαση καί ἔμειναν ὡς ἔχουν. Τά συσσωρευμένα προβλήματα τῶν τελευταίων αἰώνων καί χρόνων, δέν ἔτυχαν ἐπίλυσης καί συνεχίζουν νά διαιωνίζονται στήν Ἐκκλησία. Ὁ γάμος καί ἡ νηστεία ἀφέθηκαν ὡς ἔχουν, ἐνῶ γιά τό πρόβλημα τῆς διασπορᾶς δέν ἐλήφθη καμιά ἀπόφαση. Παραθεωρήθηκαν μεγάλα προβλήματα, τά ὁποῖα ταλανίζουν ἐδῶ καί πολλά χρόνια τήν Ἐκκλησία, ὅπως τό ἡμερολογιακό πρόβλημα, τό ὁποῖο ὅμως, παραδόξως, βγῆκε ἀπό τόν κατάλογο, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἦταν τό πρῶτο καί κύριο θέμα τῆς Συνόδου. Ἄν ἦταν ἀνάγκη νά συγκληθεῖ ἡ Σύνοδος, θά ἔπρεπε νά συγκληθεῖ καί μόνο γιά τό σοβαρότατο ἡμερολογιακό πρόβλημα, τό ὁποῖο διχάζει καί ταλανίζει τήν Ἐκκλησία ἐδῶ καί ἕναν αἰώνα. Αὐτό δείχνει ὅτι οἱ ἰθύνοντες τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν νοιαζόνταν γιά τά ὑπαρκτά καί μεγάλα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά νά τούς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά δώσουν ἐκκλησιαστική ὑπόσταση στούς αἱρετικούς, νά κατοχυρώσουν συνοδικά τήν «Οἰκουμενική Κίνηση», νά ἀπενοχοποιήσουν τά τολμηρά καί ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματα πρός τούς αἱρετικούς, ἐπί ζημία τῆς Ὀρθοδοξίας, νά τήν σύρουν κοντύτερα πρός τούς αἱρετικούς!
5ον Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν ὑπῆρξε Ἅγια καί μεγάλη, διότι καταφρόνησε μέ τόν πλέον προκλητικό τρόπο τήν συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μορφή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ξένισε καί τούς ἴδιους τούς ἰθύνοντες καί διοργανωτές της, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦσαν νά βροῦν χαρακτηρισμούς γι’ αὐτήν, κορυφαῖοι ἱεράρχες, προσπάθησαν νά τήν ὁρίσουν, χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν ὑπῆρξε ἀκόλουθος «τῶν ἁγίων Πατέρων», ἀλλά ὡς κάτι τό πρωτόγνωρο γιά τόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Διατηρήθηκε μία ἀπίστευτη μυστικότητα ὅσον ἀφορᾶ τά προσυνοδικά κείμενα, τά ὁποῖα δόθηκαν στή δημοσιότητα, λίγους μῆνες πρίν, ὕστερα ἀπό πιέσεις τῶν Πατριαρχείων Ρωσίας καί Γεωργίας. Τί ἤθελαν στ’ ἀλήθεια νά κρύψουν ἀπό τό λαό τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχει νά κρύψει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα; Ἡ ἀπίστευτη αὐτή μυστικότητα δέν προκαλεῖ στόν καθένα σκανδαλισμό, τήν δικαιολογημένη ὑποψία, ὅτι σέ αὐτή σχεδιάζονται πράγματα πού δέν ἐκφράζουν τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας; Καταφρόνησε μέ ἀπίστευτη ἀσέβεια τήν συνοδική παράδοση, εἰσάγοντας νέα καινοφανῆ συνοδική διαδικασία, ἀντιγράφοντας πιστά τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1963-1965). Θέσπισε τήν ἀντιπροσωπευτικότητα καί ἀφαίρεσε τό δικαίωμα σέ ὅποιον ἐπίσκοπο ἤθελε νά συμμετάσχει σ’ αὐτή. Θέσπισε τήν μία ψῆφο, αὐτή τοῦ προκαθημένου, ἀνεξάρτητα ἀπό τούς ψήφους τῶν μελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας. Καταπάτησε τήν ὁμοφωνία στίς ἀποφάσεις, ὄπως εἶχε συμφωνηθεῖ, διότι διέγνωσαν οἱ ἰθύνοντές της σοβαρά ἐμπόδια στήν θεσμοθέτηση τῶν στόχων τους. Ἀλλά ὑπάρχουν καί χειρότερα: ἀγνοήθηκαν οἱ μή ὑπογράφοντες ἐπίσκοποι κυρίως γιά τό ἄρθρο 6, καί ἀκόμα χειρότερα: στήν περίπτωση τῶν Κυπρίων ἐπισκόπων, ὅσων δέν ὑπέγραψαν τό ἐπίμαχο αὐτό ἄρθρο, ὑπέγραψε ἀντ’ αὐτῶν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, χωρίς τή συγκατάθεσή τους! Δέν δόθηκε ἐπίσης ἡ δυνατότητα νά παρακολουθήσει ὁ πιστός λαός τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, διά τῶν συγχρόνων τεχνικῶν μέσων (τηλεόραση, διαδίκτυο). Πρός τί αὐτή ἡ μυστικοπάθεια; Τί ἤθελαν νά κρύψουν ἀπό τό λαό τοῦ Θεοῦ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὐνόητη: ἤξεραν ὅτι εἶχαν ἀπέναντί τους τό λαό τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ «Σύνοδός» τους δέν ἐξέφραζε τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα! Περιφρονήθηκε καί παραβιάστηκε ἡ ἐντολή τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νά μήν δοθεῖ ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρετικές κοινότητες. Ἡ ἑλληνική Ἀντιπροσωπεία δέν ὑπερασπίστηκε μέ σθένος αὐτή τήν ἐντολή, ἀλλά τήν καταπάτησε δεχόμενη τόν ὅρο «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες»! Συζητήθηκαν κείμενα, τά ὁποῖα δέν εἶχαν τύχει τῆς ὁμοφωνίας κατά τίς προσυνοδικές διασκέψεις. Κοντολογίς: τέτοιες καταστάσεις μᾶς ἔχει διασώσει ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μόνο ἀπό τίς ληστρικές συνόδους τοῦ παρελθόντος! Ἔγιναν ἐπίσης καί ἀκόμη χειρότερα στή «Σύνοδο», σύμφωνα μέ ὁμολογίες ἐπισκόπων, πού ἦταν παρόντες σ’ αὐτή: ἀκούστηκαν ὕβρεις καί ἀπαξιωτικοί χαρακτηρισμοί σέ ὅσους ἀρνοῦνταν νά ἐνδώσουν στίς ἀποφάσεις της.
6ο Δέν εἶναι Ἅγια καί Μεγάλη ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καί οὔτε οἰκουμενική, διότι αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ συντελεστές της δέν σεβάστηκαν καί δέν ἐφαρμόζουν τίς ἀποφάσεις της.
Ἡ παρωδία της φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι πού καταπατοῦν τίς ἀποφάσεις της εἶναι αὐτοί πού τίς προώθησαν καί τίς ψήφισαν σέ αὐτή. Μέ τό ἄρθρο 6 ὁρίστηκε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν «ἱστορική ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν». Ἀλλά οἱ ἴδιοι, συνεχίζουν κάνουν λόγο γιά «ἀδελφές ἐκκλησίες», στίς συναλλαγές τους μέ τούς αἱρετικούς, ἀποδίδοντας ξεκάθαρα ἐκκλησιαστική ἰδιότητα στίς αἱρέσεις. Ψήφισαν τό σχετικό ἄρθρο γιά τήν ἱερότητα τοῦ Γάμου, ἀλλά ἔρχεται ἐκ τῶν ὑστέρων τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί καθιερώνει τό δεύτερο γάμο τῶν Κληρικῶν! Διερωτώμεθα: Τό 2016, ὅταν συγκλήθηκε ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου, δέν ὑπῆρχε τό πρόβλημα τοῦ δευτέρου Γάμου τῶν κληρικῶν; Γιατί δέν τό ἔθεσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά συζήτηση καί λήψη συνοδικῆς ἀπόφασης; Ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων καθιέρωσή του ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη δέν ἀποτελεῖ κατάφορη περιφρόνηση τῆς «Συνόδου» καί τῶν ἀποφάσεών της, τίς ὁποῖες θέλει νά ἐπιβάλλει στούς ἄλλους;
7ον Δέν εἶναι τέλος Ἅγια καί Μεγάλη, διότι ὄχι μόνον δέν ὑπηρέτησε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἔγινε πρόξενος πρωτοφανῶν ἐρίδων, ἀποτειχίσεων, σχισμάτων, μέ ἀποκορύφωμα αὐτό τοῦ οὐκρανικοῦ.
Ἄν ἡ «Σύνοδός» τοῦ Κολυμβαρίου εἶχε συγκληθεῖ νά λύσει τά μεγάλα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἐπιλαμβάνόταν καί γιά τή συνοδική καί ἀποτελεσματική λύση τῶν ὑπαρχόντων σχισμάτων. Τό σχίσμα τῆς Οὐκρανίας δέν προέκυψε μετά τή «Σύνοδο», ἀλλά ὑπάρχει ἐδῶ καί εἴκοσι χρόνια. Ἀλλά ἀντί νά θεραπεύσει τά ἤδη ὑπάρχοντα σχίσματα, δημιούργησε νέα, τεράστια, ὅπως αὐτό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά τήν μονομερῆ, ἀπό μέρους του, ἀπόφαση χορήγησης αὐτοκεφαλίας στή σχισματική «ἐκκλησία» τῆς Οὐκρανίας. Τέλος, γιά οἰκονομία χρόνου ἀναφέρουμε πώς οἱ ἀποφάσεις της ἀναφέρονται στήν ὑπεράσπιση ἀλλότριων ἤ καί ἀντίθετων μέ τήν Ἐκκλησία θεμάτων, ὅπως ἡ βιοηθική, ἡ νεολαία, ἡ οἰκονομία, ὁ καταναλωτισμός, ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, τά μέσα ἐνημερώσεως, ἡ οἰκολογία, οἱ γενετικές ἀλλαγές. Ἀκόμα: ἡ παγκόσμια εἰρήνη, ἡ κατάληψη ἐδαφῶν, καί τό χειρότερο: ἡ ὑπεράσπιση γενικά τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ὁ ἀποχαρακτηρισμός γενικά ὅλων τῶν θρησκειῶν ἀπό τό στοιχεῖο τοῦ μίσους καί τοῦ φονταμενταλισμοῦ, ἡ ἀνάγκη γιά τούς διαθρησκειακούς διαλόγους, γιά τήν δῆθεν «ἀνάπτυξιν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς». Ἐπιδιώχτηκε προκλητικά ἡ ὑπεράσπιση τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, αὐτά τά πλέον ἐμφανῆ στοιχεῖα τοῦ πτωτικοῦ κόσμου, καί τό πλέον ἀπαράδεκτο: «τσουβαλιάστηκε» ἡ Ἐκκλησία στίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, λογίστηκε μία ἀπό τίς «καλές θρησκεῖες», γεγονός, πού φανέρωσε περίτρανα τόν πανθρησκειακό στόχο τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης!
Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί
Στή σύντομη αὐτή εἰσήγησή μου προσπάθησαν νά παραθέσω συνοπτικά τά στοιχεῖα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν ξεκάθαρα ὅτι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν ὑπῆρξε οὔτε Ἅγια, οὔτε Μεγάλη, οὔτε κάν Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἕνα κοσμικοῦ τύπου σόου, μία φιέστα μέ ἐκκλησιαστικό ἐπικάλυμμα. Ἕνα ὀδυνηρό σύμπτωμα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ φοβερά ἐπακόλουθα. Τί μέλει γενέσθαι; Νά προετοιμασθεῖ μία νέα Σύνοδος, ἀληθινά ὀρθόδοξη, ἡ ὁποία θά ἀκυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμβαρίου καί νά ἐξετάσει, ἄν ἀπαιτεῖται νά ἐπιβληθοῦν ἐκκλησιαστικές κυρώσεις σέ ὅσους ἀσχημόνησαν σέ αὐτή, καί καταστρατήγησαν τή διχιλιόχρονη συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά λύσει ἁγιοπαραδοσιακά καί ἁγιοπατερικά τά μεγάλα καί ὀξυμένα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμβαρίου «θυσίασε» πρός χάριν γεωπολιτικῶν, γαιωστρατηγικῶν καί οἰκουμενιστικῶν σκοπιμοτήτων. Ἔχουμε λοιπόν ἐπιτακτικό χρέος ὅλοι μας, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, νά ἀγωνιστοῦμε, γιά νά θεραπεύσουμε τά ἐπώδυνα καί δυσκόλως ἰάσιμα τραύματα καί ἄλγη στό σῶμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, πού κατέφερε ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου!
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος
Σύντομη κριτική ἀποτίμηση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης
καί ἡ σημασία τοῦ βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου «Ἡ ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν Κρήτη»
Ι. Μία ἐλλειμματική Σύνοδος
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική Παράδοση καί ἱστορία σέ κρίσιμες γιά τήν Ἐκκλησία στιγμές, ἕνας Ἅγιος φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα κατέχει τό «πρωτεῖο τῆς ἀληθείας» (Στυλιανός Παπαδόπουλος) καί γίνεται ὁδηγός τῶν ὀρθοδόξων τέμνοντας τήν ὁδό τῆς ἀληθείας. Ἔτσι τό 1977 ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁ Νέος Ὁμολογητής μετά τήν πρώτη προσυνοδική Διάσκεψη ἀποστέλλει διά τοῦ ἐπισκόπου του Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «περί τήν μελετωμένην Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἀποτελεῖ γιά τούς Ὀρθοδόξους κείμενο καθοδηγητικό. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος προβλέπει τίς ἀδυναμίες τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων, τή σχολαστική ἐναλλασσόμενη θεματολογία τῆς μελλούσης τότε Συνόδου, τήν μεθοδολογία τῶν συζητήσεων, τἠν μή σύμφωνη μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συγκρότηση τῆς Συνόδου καί τήν «νεοπαπιστική», ὅπως τήν ἀποκαλεῖ, συμπεριφορά τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἰσηγεῖται τήν μή σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἐάν κάποτε θά συνεκαλεῖτο θά ἔπρεπε νά ἔχει ὡς κυριώτερο τῶν θεμάτων της τήν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐπαληθεύθηκαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης (18-26 Ἰουνίου 2016). Ἔχουν περάσει ἤδη δύο χρόνια ἀπό τή σύγκλησή της καί μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τόν ἐλλειμματικό χαρακτήρα της σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Ἐλλειμματική στό ὀρθόδοξο φρόνημα, στή συνοδικότητά της, στίς ἀποφάσεις της. Ἤδη ἐγράφησαν πολλά καί σημαντικά ὡς κριτική γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Α) Ὀρθόδοξο φρόνημα: Ἡ ἀναφορά ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῶν προσευχῶν καί εὐχῶν τοῦ Πάπα γιά τήν ἐπιτυχία τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καί ἡ παρουσία τῶν αἱρετικῶν ἔστω καί στήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της φανερώνουν τό φρόνημα πού εἶχε ἐπιβληθεῖ στούς συνέδρους. Κατά τίς συζητήσεις ἦταν αδύνατον νά ἀρθρωθεῖ ὀρθόδοξος θεολογικός λόγος χωρίς νά γίνει προσπάθεια ἀκυρώσεώς του. Μόνιμη ἐπωδός σέ κάθε συζήτηση ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὡσάν τό μόνο ἔργο τῆς Συνόδου νά ἦταν ἡ προσπάθεια ὁμοσπονδοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν παπική παρασυναγωγή καί τίς προτεσταντικές παραφυάδες μετά ἀπό ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.
Τά δογματικά, θεολογικά, ἐκκλησιολογικά ζητήματα σέ πολλούς ἐκ τῶν συνοδικῶν προκαλοῦσαν, ὅπως εἰπώθηκε ἐπιτυχῶς, «ἀλλεργία»! Ἦταν ἀδύνατον νά ἀκούσουν, πολύ περισσότερο νά συμμετάσχουν πολλοί ἐξ αὐτῶν σέ συζητήσεις πού ἀφοροῦσαν τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί Τριαδολογία, ὅπως διαπιστώνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ὁδοῦ γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία δέν συνεζητεῖτο, ἐνῷ πρακτικά, στίς ἐκφερόμενες ἀπόψεις κυριαρχοῦσε ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος. Πολλοί ἐκ τῶν ἐπισκόπων μηδέ ἐξαιρουμένων καί κάποιων Πατριαρχῶν δέχονταν τό ὑποστατό καί ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος τῶν Παπικῶν καί προτεσταντῶν. Μέ ὅλες αὐτές καί πολλές ἄλλες τοποθετήσεις τῶν συνοδικῶν ἱεραρχῶν ἠχεῖ ὑποκριτική ἡ θέση τοῦ τελικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» εἶναι «ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία....».
Β) Συνοδικότητα: Ὀρθῶς εἰπώθηκε ὅτι «ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κρήτη... ἦταν Σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[i]. Τέσσερεις Ἐκκλησίες δέν παρευρέθηκαν, μόνο ἀντιπροσωπεῖες καί ὄχι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἔλαβαν μέρος, καί ψήφισαν μόνο οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, δέκα (10) ὅλοι καί ὅλοι! Καί ἐνῶ δόθηκε στούς παρευρεθέντες ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά ὑπογράψουν τά ψηφισθέντα κείμενα, ἡ Σύνοδος (δηλ. ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης) ἀποδέχθηκε τήν αὐθαίρετη ὑποκατάσταση τῶν ὑπογραφῶν κάποιων ἐπισκόπων τῆς Κύπρου ἀπό τήν ὑπογραφή τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου κάτω ἀπό τό κείμενο Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον τό ὁποῖο οἱ ἴδιοι δέν ὑπέγραψαν. Ἀδιαφόρησε ἐπίσης γιά τήν ἔλλειψη ὑπογραφῶν τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἀρκουμένη μόνο στήν ψῆφο τοῦ Πατριάρχου Σερβίας. Καί τό ἐπιστέγασμα τῆς ἀντι-συνοδικότητος ἦταν ἡ ἐκ μέρους μόνο τοῦ Πατριάρχου (τῇ ὑποδείξει τίς πιό πολλές φορές τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου) τελική λύση πού δινόταν σέ κάθε ἀμφισβητούμενο ζήτημα.
Ἄξια προσοχῆς εἶναι νομίζουμε ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου στό θέμα τῆς Συνοδικότητος:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική Καθολική καί Συνοδική μόνον διά τῶν ἐπισκόπων της ὡς κεφαλῶν ἤ προϊσταμένων τῶν πραγματικῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῶν ἐπισκοπῶν. Τά δέ ἱστορικῶς διαμορφωθέντα καί διά τοῦτο μεταβαλλόμενα καί τρεπτά σχήματα καί ʺσυστήματαʺ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας: τό μητροπολιτικόν, τό ἀρχιεπισκοπικόν, τό πατριαρχικόν, τό πενταρχικόν, τό αὐτοκέφαλον, τό αὐτόνομον καί τἆλλα, καθ΄ ὅσον ὑπῆρχον καί καθ’ ὅσον θά ὑπάρξουν, δέν ἔχουν καί δέν δύνανται νά ἔχουν ὁριστικήν καί ἀποφασιστικήν σημασίαν εἰς τό συνοδικόν σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπί πλέον δέ, ταῦτα δύνανται ἐνίοτε νά καταντήσουν καί ἐμπόδιον εἰς τήν ὁμαλήν λειτουργίαν καί ἔκφρασιν τῆς καθολικότητος ἑκάστης Ἐκκλησίας καί τῆς συνοδικότητος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐμπόδιον δέ γίνονται, ὅταν δι΄αὐτῶν συγκαλύπτουν, παραγκωνίζουν, ἀπωθοῦν εἰς δευτέραν μοῖραν ἤ ἀκόμη καί ὑποκαθιστοῦν τόν ἐπισκοπικόν χαρακτῆρα τῆς δομῆς καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί ἀναμφιβόλως εἰς τοῦτο ἀκριβῶς ἔγκειται μία τῶν βασικῶν διαφορῶν μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου καί τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας.» (Ὑπόμνημα σ. 13. Ὁ τονισμός τῶν λέξεων εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου)
Γ) Τά ψηφισθέντα κείμενα, οἱ τελικές ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἔχουν σοβαρό ἔλλειμμα ὀρθοδοξίας, διότι:
α) Ὅπως ὀρθά ἐπισημάνθηκε δέν ἀντιμετωπίσθηκε κανένα δογματικό ζήτημα, ζήτημα δηλαδή πού νά ἀφορᾶ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὁριοθετήθηκε ἡ Ὀρθή Πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρέσεων, δέν καταγνώσθηκαν μέ δογματικούς ὅρους οἱ αἱρετικές κακοδοξίες πού κυριαρχοῦν στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο. Οἱ λέξεις «αἵρεσις» καί «αἱρετικοί» εἶναι ἀποῦσες στά τελικά κείμενα.
β) Στό κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον» γίνεται λόγος γιά ζητήματα πού δέν ἀφοροῦν ἄμεσα στή σωτηρία μας. Τά ζητήματα αὐτά παρουσιάζονται σέ εἰδικά κεφάλαια ὅπως «Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης», «Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης», «Περί εἰρήνης καί ἀποτροπῆς τοῦ πολέμου», «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων», «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρία ἀγἀπης ἐν διακονίᾳ». Πρός ἄρσιν παρεξηγήσεων τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά τά θέματα ἀντιμετωπίζονται μέσα στήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ παρρησία ἔλεγξαν τήν ἀδικία τῶν πλουσίων καί τῶν ἀρχόντων. Ὅλες οἱ τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού ἔχουν γίνει μέχρι τώρα ἀσχολήθηκαν πάντοτε μέ θέματα δογματικά, ποιμαντικά, κανονιστικά ἀποβλέποντας στήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς σωτηρίας τῶν Ὀρθοδόξων. Ποτέ Μεγάλες Σύνοδοι δέν ἀσχολήθηκαν μέ θέματα παρόμοια μέ τά ἀνωτέρω οὔτε ἔκαναν τέτοιες τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες σέ μεγάλο βαθμό θυμίζουν τίς διακηρύξεις καί τίς ἀρχές τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν. Οἱ συνοδικές αὐτές διακηρύξεις μετακινοῦν τό κέντρο βάρους τοῦ σκοποῦ τῆς Συνόδου ἀπό τή σωτηριώδη γιά τόν ἄνθρωπο ἀποστολή της σέ ἐκκοσμικευμένες προτεραιότητες συμβατές μέ τά διεθνῆ συμφέροντα.
γ) Στό Κείμενο «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ» καταπατήθηκε ὁ 72ος Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτρέποντας συνοδικῶς τόν γάμο ὀρθοδόξων μέ αἱρετικούς «ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως». Αὐτή ἡ τοποθέτηση θά ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀκόμη περισσότερο ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ἐνῶ μέ ἀφορμή τήν ἀπόφαση αὐτή πολλοί ἐκ τῶν συμμετεχόντων στή Σύνοδο ἱεραρχῶν κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι, ἐφόσον εὐλογοῦμε τό γάμο ὀρθοδόξου - ἑτεροδόξου σημαίνει ὅτι δεχόμεθα τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ πιό «προχωρημένη» ἄποψη διατυπώθηκε ἀπό ἄλλους ὅτι γι΄αὐτό ἐπίσης θά μποροῦμε νά τούς δίδουμε ἀνεπιφυλάκτως τή Θεία Εὐχαριστία!
δ) Ἡ θλιβερότερη γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπόφαση εἶναι αὐτή τοῦ 6ου Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Στήν ἀρχική μορφή τοῦ Κειμένου περιλαμβανόταν ἡ φράση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς.»
Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία τῶν ἱεραρχῶν κατέθεσε πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ σχετική φράση ἔπρεπε νά διαμορφωθεῖ ἔτσι:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς.»
Δυστυχῶς ἡ πρόταση αὐτή δέν ἔγινε ἀποδεκτή, καί ἡ ἀντιπροσωπία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας πού παρευρέθηκε στήν Κρήτη, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση τῆς ἱεραρχίας κατέθεσε τήν ἀκόλουθη πρόταση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», ἡ ὁποία καί ἔγινε ἀποδεκτή μέ χειροκροτήματα.
Μέ τή διακήρυξη αὐτή ἀποδόθηκε ἐκκλησιαστικότητα στόν Παπισμό, στούς Μονοφυσίτες, Ἀγγλικανούς καί τίς ἄλλες προτεσταντικές παραφυάδες.
ΙΙ. Ἡ θεολογική συμβολή τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου
Ἐν προκειμένω θά θέλαμε νά τονίσουμε τήν σημαντική θεολογική προσπάθεια πού κατέβαλε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέος γιά νά υἱοθετηθεῖ ἡ ὀρθόδοξη τοποθέτηση τῆς ἱεραρχίας, δηλ. ὅτι ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἐξήγησε τήν ὀρθόδοξη θέση του σέ σχετική παρέμβαση κατά τή διάρκεια τῆς σχετικῆς συζητήσεως καί δέν ὑπέγραψε τό σχετικό Κείμενο. Ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου δέν ἀφοροῦσε μόνο στήν θεολογική συζήτηση πάνω στή συγκεκριμένη ἐπίμαχη φράση, ἀλλά καί σέ ἄλλες τοποθετήσεις τῶν ὑπό ἔγκρισιν κειμένων κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου.
Οὐσιαστική ἦταν ἡ τοποθέτησή του στό ζήτημα τῆς ἐσφαλμένης θεολογίας τοῦ προσώπου καί τῆς κοινωνίας προσώπων στήν ἁγία Τριάδα ὅπως διατυπώνεται στό κείμενο, «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον». Ἐξήγησε ὅτι «στόν Τριαδικό Θεό δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων, ἀλλά κοινωνία φύσεως καί περιχώρηση προσώπων» καί ἀναίρεσε τή θέση τοῦ ἀνωτέρω κειμένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κοινωνία προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων» (σ. 656). Ἀπέδειξε θεολογικά ὅτι δέν ὑπάρχει ἀναλογία ὄντος (analogia entis), δηλ. ἀναλογία μεταξύ τοῦ κτιστοῦ ὄντος καί τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν ἐνδοτριαδική ζωή καί γι΄αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀναλογία μέ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Πρός τοῦτο πλήν ἄλλων ἐπεκαλέσθη τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι «δέν ὑπάρχει κανένα ὑπόδειγμα στή φύση πού νά εἰκονίζη τόν Τριαδικό Θεό» (650).
Ὅλη ἡ συνεισφορά τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου μέ τίς τοποθετήσεις πού ἔκανε ἐπί τῶν θεολογικῶν θεμάτων πού ἀνέκυψαν κατά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἔχει πίσω της ἕνα θεολογικό ἔργο πολλῶν χρόνων. Ὅλη αὐτή ἡ θεολογική ἐργασία-προεργασία καί ἡ συμμετοχή του στή Σύνοδο ἀπεικονίζεται μέ ἐνάργεια στόν τόμο «Ἡ "Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος" στήν Κρήτη-Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις» (750 σελίδες) πού συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Ἱερόθεος καί ἐξέδωσε ἡ Ἱ. Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.
Στόν τόμο αὐτόν δημοσιεύονται ἐργασίες προγενέστερες, σύγχρονες καί μεταγενέστερες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Ὁ βασικός του ἄξονας εἶναι ἡ δογματική – θεολογική – κανονική κατοχύρωση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Τά περισσότερα θέματα πού ἀναπτύσσονται στό βιβλίο π.χ. «τό Χριστολογικό θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας» (σ. 57-74), «Ἡ σὐνοδος τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756» (σ. 77-101), «Ἡ Β΄Βατικανή Σύνοδος καί ἡ νέα θεολογία καί ἐκκλησιολογία της» (σ.102-115), «Τά χαρισματικά καί τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» (σσ. 553—589), παρουσιάζουν καί κατοχυρώνουν τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, φωτίζοντας καί ἀναλύοντας ὅλες τίς πλευρές της. Ἀκόμη καί τή φιλοκαλική διάσταση τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς τήν συνδέει ὀργανικά μέ τήν Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως» (σ. 61-64).
Ἡ θέση τοῦ βαπτίσματος, τό ὑποστατό ἤ ἀνυπόστατο τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν (σσ.266- 268), «Ἡ ʺὁμολογιακήʺ διγλωσσία...»(σ.179—196), ὅλα σχετίζονται μέ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί δικαίως ἀφοῦ ἡ πίστη στήν Ἐκκλησία περιλαμβάνεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐπειδή, ὅπως τό κηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. 6,15). Μέ κατ΄ἐπίγνωσιν ζῆλο καί μέ ἀφορμή τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητος στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο ἀνατρέπει ἐπίσης τά ὀρθολογιστικά ἐπιχειρήματα τῶν οἰκουμενιστῶν ἐξηγώντας π.χ. ὅτι σέ συνοδικό κείμενο πού ἀπαιτεῖ δογματική ἀκρίβεια δέν μπορεῖ ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς τεχνικός ὅρος (terminus technicus) καί ὅτι ἡ φράση «ἱστορική ὀνομασία» στό 6ο Κείμενο κρύβει ἕνα ἐκκλησιαστικό νομιναλισμό γιατί «δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη».
Πλήν τῶν θεολογικῶν κειμένων του ὁ Σεβασμιώτατος περιλαμβάνει στό βιβλίο αὐτό, ὅλη τήν ἱστορία τῆς «Μεγάλης Συνόδου», τήν προετοιμασία της διά τῶν πανορθοδόξων διασκέψεων, τήν ἀλληλογραφία του μέ τήν Ἱερά Σύνοδο σχετικά μέ τά ἔγγραφα τῶν Διασκέψεων, ὅσα διημείφθησαν κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Μ. Συνόδου, τίς παρεμβάσεις του καί τίς ἐκτιμήσεις του γιά τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ νομίζουμε ἕνα βοήθημα μέ κατανοητό θεολογικό λόγο γιά κάθε μελετητή τῆς Συνόδου καί γιά κάθε κληρικό καί λαϊκό, πού ἐπιθυμεῖ νά ἔχει μιά πλήρη, σφαιρική εἰκόνα γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
ΙΙΙ. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ἐπανερχόμενοι στήν τελική ἀποτίμησή μας γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης νομίζουμε ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ἀποτελεῖ ὑπό καμμιά ἔννοια συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διότι μέ τίς ἀποφάσεις της:
α) Δέν διακηρύσσει τήν ἀπόλυτη μοναδικότητα, τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) Δέν στερεώνει στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα.
γ) Δέν καταδικάζει τίς παλαιές αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ. Ἀντιθέτως ἀπέδωσε σ΄αὐτές ἐκκλησιαστικότητα. Ἐπίσης δέν κατεδίκασε οὔτε τίς νεοφανεῖς αἱρέσεις πού μέ ποικίλα προσωπεῖα παραπλανοῦν τούς Ὀρθοδόξους.
δ) Δέν σεβάστηκε τό συνοδικό σύστημα μέ τήν ἐπιλεκτική συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων σ΄αὐτήν.
ε) Ἀναγνώρισε θετικό ρόλο στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκλησιῶν καί ἐπικρότησε τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτελέσφορους Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί ὀρθόδοξες θέσεις μέσα στά ψηφισθέντα κείμενα, ὅπως π.χ. ὅτι οἱ Σύνοδοι ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι «καθολικοῦ κύρους», τό Κείμενο γιά τή σπουδαιότητα τῆς νηστείας, ὀρισμένες ὀρθόδοξες τοποθετήσεις διάσπαρτες στήν «Ἐγκύκλιο τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου», στό «Μήνυμα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό», καί ἀλλοῦ. Ὅμως οἱ ἐπί μέρους ὀρθόδοξες θέσεις δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν ὀρθόδοξο συνοδικό χαρακτήρα στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, καθόσον τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαπνέει ὅλες τίς ἐργασίες καί τίς ἀποφάσεις της. Ἐκτός αὐτοῦ γιά τή Σύνοδο ὑπάρχουν ἀντιδράσεις στόν ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό. Τέλος ἀσκήθηκε ἀρνητική κριτική καί ἀπό τίς μή συμμετασχοῦσες στή Σύνοδο ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τί ἀπομένει; Ἡ ἐλπίδα τῆς συγκροτήσεως μιᾶς ἀληθινά Μεγάλης Συνόδου, ἡ οποία θά καταργήσει τίς ἐσφαλμένες, ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις καί θά καταδικάσει τόν ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητος, τόν Οἰκουμενισμό.
Ἐκ τῆς Συντονιστικῆς Ἐπιτροπῆς
[i] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη (σ.473).
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν
Την 20η Ιουνίου (2016), ξεκίνησε επισήμως τις εργασίες της η αποκαλούμενη Πανορθόδοξη Σύνοδος στην Κρήτη, αν και δεν κατάφερε να γίνει πραγματικά Πανορθόδοξη. Η εκδήλωση τράβηξε την προσοχή όχι μόνο των Ορθοδόξων πιστών σε ολόκληρο τον κόσμο (κυρίως λόγω της αντιπαράθεσης που περιέβαλε την απόφαση για την σύγκλησή της), αλλά και διαφόρων Υπηρεσίων Πληροφοριών των κρατών της Υφηλίου. Σύμφωνα με το κέντρο αναλύσεων KATEHON, οι μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Π.Α. και του Ηνωμένου Βασιλείου, προσπαθούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις της Συνόδου, κυρίως μέσω των παραγόντων επιρροής τους στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Οι σκοποί αυτής της προσπάθειας είναι να υπονομέυσουν και εν τέλει να εξασθενήσουν την επιρροή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, να προωθήσουν την αποδυνάμωση της Ορθοδοξίας μέσω της ανάδειξης των οικουμενιστικών και ανανεωτικών τάσεων, και να υποστηρίξουν τη χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη διαίρεση του Ορθόδοξου Κόσμου.
Ένα από τα πρόσωπα κλειδιά πίσω από όλα αυτά είναι ο π. Αλέξανδρος Καρλούτσος, ένα από τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής της Συνόδου, από τους βασικούς συντελεστές εύρεσης χρηματοδοτήσεων για το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, και υπεύθυνος επικοινωνίας με ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους και την κυβέρνηση των Η.Π.Α.. Μάλιστα, ο π. Καρλούτσος ελέγχει την πλειονότητα των οικονομικών πόρων που κατευθύνονται προς την Κωνσταντινούπολη από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και έτσι ασκεί κατά το μέτρο του έλεγχο στην ιεραρχία.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνος για τις σχέσεις μεταξύ της Συνόδου της Κρήτης και των υπηρεσιών πληροφοριών των Η.Π.Α. είναι ο Άλεξ Ρόντος, ο οποίος αυτή τη στιγμή κατέχει τη θέση του ειδικού εντεταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Κέρας της Αφρικής. Ο Ρόντος διατηρεί στενούς δεσμούς με την ιεραρχία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο, και διεθνιστικές -υπέρ της παγκοσμιοποίησης- μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ). Έχει γνωριστεί προσωπικά με τον π. Αλέξανδρο Καρλούτσο και επισκέπτεται συχνά τον Τζόρτζ Σόρος. Η βιογραφία του Αλέξη Ρόντου είναι τόσο συναρπαστική που η πλοκή της μοιάζει με κατασκοπευτικό μυθιστόρημα.
Ευεργέτης και Κατάσκοπος
Ο Αλεξάνδρος Ρόντος είναι πολιτογραφημένος Έλληνας πολίτης που γεννήθηκε το 1954 στο Σουλτανάτο της Ζανζιβάρης του Νταρ-ες Σαλάμ (μια ντε φάκτο Βρετανική αποικία εκείνη την εποχή που τώρα ανήκει στην Τανζανία). Έκανε τις σπουδές του στο Ηνωμένο Βασίλειο, έγινε ανταποκριτής για το Βρετανικό περιοδικό "West Africa Magazine", και στη συνέχεια εργάστηκε για λογαριασμό της "Catholic Relief Services", που είναι μια βορειο-αμερικανική Παπική ΜΚΟ. Τη δεκαετία του ’80, συνάτησε τον Τζόρτζ Σόρος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, και εισήχθη στη δομή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αμερική. Η στρατηγική αυτή αποδείχτηκε λείαν επιτυχής, και, το 1992, ο Ρόντος ίδρυσε και ηγήθηκε, με την υποστήριξη του Σόρος, την Διεθνής Ανθρωπιστικός Οργανισμός των Ορθοδόξων Χριστιανών (International Orthodox Christian Charities - IOCC), ένας διεθνής Ορθόδοξος φιλανθρωπικός οργανισμός υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ο σκοπός αυτής της δομής είναι ο έλεγχος μεγάλων χρηματοοικονομικών ροών υπό το πρόσχημα της "εκκλησιαστικής φιλανθρωπίας". Ο Ρόντος συγχρωτίστηκε και έγινε φίλος με τον π. Αλέξανδρος Καρλούτσος, επί τη βάσει του (κοινού) ενδιαφέροντός τους για τα χρήματα της Εκκλησίας και το γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων με Αμερικανούς "φιλανθρώπους". Ο Ρόντος χρησιμοποίησε τη δομή αυτή για να επεκτείνει την επιρροή του και σε άλλες Ορθόδοξες χώρες και περιοχές (Γιουγκοσλαβία, Ρωσία, Μέση Ανατολή). Πιο συγκεκριμένα, το 1998, υπό το μανδύα της IOCC, στις παραμονές του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας, επισκέφθηκε την Αλβανία και το Κόσοβο με διατεταγμένη αποστολή. Αφού όλες οι απαραίτητες πληροφορίες είχαν συγκεντρωθεί και ολοκληρώθηκε η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, ξεκίνησε και η στρατιωτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ.
Οργανωτής Έγχρωμων Επαναστάσεων
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος "Ορθόδοξος ευεργέτης" είχε ενεργό συμμετοχή στην οργάνωση έγχρωμων επαναστάσεων όταν και όπου το απαιτούσαν τα ενδιαφέροντα των Η.Π.Α. και του παλιού του φίλου του Τζορτζ Σόρος. Το 2000, ο Ρόντος παρείχε συμβουλές στους οργανωτές της αποκαλούμενης και Επανάστασης της Μπουλντόζας στη Γιουγκοσλαβία (σ.σ. που οδήγησε στην ανατροπή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς).
Μετά την έγχρωμη επανάσταση στη Γεωργία, κατέστει σύμβουλος του Μιχαήλ Σαακασβίλι (Mikhail Saakashvili). Σύμφωνα με δική του δημοσίευση (σ.σ. του Ρόντος) σχετική με τις Γεωργιανές-Ρωσικές σχέσεις το 2008, ήταν σε γνώση του η προπαρασκευή της εισβολής της Γεωργίας στης Νότια Οσσετία, ενώ ο ίδιος προετοίμασε το Δυτικό κοινό για αυτή την ενέργεια.
Επίσης, φαίνεται ότι ο Ρόντος ότι έχει υπάρξει σύμβουλος της πρώτου Ουκρανικού ξεσηκωμού (σ.σ. γνωστού ως Πορτοκαλί Επνάσταση) το 2004. Με τη συνδρομή του, ιδρύθηκε η ΜΚΟ CANVAS (Centre for Applied Nonviolent Action and Strategies, ή "Κέντρο για Εφηρμοσμένη Μη Βίαιη Δράση και Στρατηγικές") στο Βελιγράδι, η επιτελική έδρα των έγχρωμων επαναστάσεων, όπου τελειοποιήθηκαν οι τεχνικές της Αραβικής Άνοιξης και του δεύτερου Ουκρανικού ξεσηκωμού (ή Maidan που σημαίνει "πλατεία") το 2014.
Η Σκοτεινή Υπόθεση της Ελλάδας
Ο Ρόντος υπήρξε, επίσης, και σύμβουλος του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, του Αμερικανο-γεννημένου φίλου του Σόρος και Προέδρου του Σοσιαλιστικού κόμματος ΠΑΣΟΚ, Γεωργίου (Τζέφρυ) Παπανδρέου κατά τη χρονική περίοδο 2009-2011 και εθεωρείτο ο πρώτος βοηθός του σε όλα τα διεθνή εγχειρήματα. Πριν από αυτό, από το 1999 έως το 2004, ο Ρόντος συμβούλευε τον Παπανδρέου όταν ήταν Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και υπό τη δικαιοδοσία του οποίου τίθεται ο Διοικητής του Αγίου Όρους (σ.σ. ο οποίος έχει βαθμό και αποδοχές Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης).
Μετά τις ικεσίες για την επιστροφή του Αντώνη Σαμαρά, ο Ρόντος διατήρησε την επιρροή του στην Ελληνική κυβέρνηση. Το 2012, ο Ρόντος κλήθηκε να καταθέσει με την ιδιότητα του μάρτυρα στο πλαίσιο της έρευνας σχετικά με την εμπλοκή του ονόματός του στην υπόθεση του σχεδίου δολοφονίας του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Κωσταντίνου Καραμανλή (σ.σ. ο συντάκτης του άρθρου αναφέρεται στο αποκαλούμενο σχέδιο «ασημένια δραχμή»). Δικηγόρος του ήταν ο Φαήλος Κρανιδιώτης, μέλος (σ.σ. εκείνη την εποχή) του φιλελεύθερου κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και στενού φίλου του Αντώνη Σαμαρά.
Σύμφωνα με τις επίσημες έρευνες των Ελληνικών αρχών, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 2004 και 2009, υπήρξε σχέδιο που είχε σα σκοπό την αποτροπή προσέγγισης μεταξύ της Ρωσίας και της Ελλάδας για ανάπτυξη σχέσεων (σ.σ. αναφέρεται στον υπόθεση του λεγομένου σχεδίου "Πυθία").
Επίσης, ο Ρόντος είχε συμμετοχή σε διάφορα σκάναλα διαφθοράς, όπως για παράδειγμα η χρηματοδότηση συγκεκριμένων ΜΚΟ από τον προϋπολογισμό του Ελληνικού κράτους, αλλά ο ίδιος απέφυγε την τιμωρία.
Όμως το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό των χρημάτων που η πρωτοβουλία του Ρόντος προέβλεπε για διάφορες ΜΚΟ στην Ελλάδα ξοδεύτηκαν στη “Μακεδονία”, την Αλβανία, και το Κόσοβο, όπου ο Οργανισμός δεν είχε επίσημη παρουσία, μας δείχνει ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια μυστική ανακατανομή πόρων στο πλαίσιο της στρατηγικής για μια έγχρωμη επανάσταση, όπως αυτή που προετοιμάστηκε στη “Μακεδονία”. Αυτή δεν ήταν μια απλή επιχείρηση για “ξέπλυμα χρήματος”. Στην ίδια την Ελλάδα, αριστερο-φιλελεύθερες ΜΚΟ έλαβαν προνομιακή χρηματοδότηση με αποτέλεσμα την παράδοση της χώρας και Ελληνικών οικονομικών πόρων σε εξωτερικό έλεγχο.
Ο Άνθρωπος για όλες τις δουλειές
Σύμφωνα με Ελληνικές πηγές, ο Ρόντος ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στην Αλβανία. Ειδικότερα, διατηρεί στενές σχέσεις με πολλά ηγετικά στελέχη στην Αλβανία και τη “Μακεδονία”. Υπενθυμίζεται ότι ότι για τις Η.Π.Α., ο Αλβανικός παράγοντας χρησιμοποιείται για την αποσταθεροποίηση των Βαλκανικών κρατών. Η Διεθνής Πλουτοκρατία είναι στενά συνδεδεμένη με την Αλβανική μαφία ναρκωτικών και τη “μαύρη βιομηχανία μεταμοσχεύσεων”, οι οποίες έχουν τα κέντρα τους στο Κόσοβο και την Αλβανία. Ο Ρόντος υποστήριξε ενεργά την ιδέα χορήγησης ανεξαρτησίας στο Κόσοβο, και συμμετείχε σε διάφορες πρωτοβουλίες εμπειρογνωμόνων για το σκοπό αυτό.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εμπειρία του με το Κόσοβο, θα μπορεσει ο Ρόντος να είναι δραστήριος και πετυχημένος στη συνεργασία του με στρατιωτικές και εγκληματικές παροικίες στη Σομαλία στα πλαίσια της νέας του ιδιότητας;
Επιπροσθέτως, ο Άλεξ Ρόντος έχει εργασθεί σε διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συγκεκριμένα στην Παγκόσμια Τράπεζα, και είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (σ.σ. πρόκειται για ένα σχετικά νέο think tank που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2007, με γραφεία σε 7 πρωτεύουσες της Ευρώπης, που έχει σα στόχος να κάνει την διεθνοπολιτική παρουσία της γηραιάς ηπείρου πιο αισθητή, χρηματοδοτείται κυρίως από το ΄Ιδρυμα Σόρος, και δεν πρέπει να συγχέεται με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που έχουν αυξημένες αρμοδιότητες για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε και με το Συμβούλιο της Ευρώπης που είναι είναι διεθνής οργανισμός στον οποίο συμμετέχουν 47 κράτη της Ευρώπης και της ανατολικής περιφέρειάς της και ο οποίος έχει ως σκοπό την ευρωπαϊκή ενοποίηση, με ιδιαίτερη έμφαση στα νομικά πρότυπα και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη δημοκρατική ανάπτυξη και τη ρύθμιση των νομοθεσιών, καθώς και την πολιτισμική συνεργασία στην Ευρώπη), το Ευρωπαϊκό παράρτημα του μεγαλύτερου Αμερικανικού κέντρου παγκοσμοιποιητών, το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (σ.σ. γνωστό ως Council of Foreign Relations, ή CFR).
Οπουδήποτε εμφανίζεται ο Άλεξ Ρόντος, ασκεί πιέσεις για τα ίδια συμφέροντα των αφεντικών του Αμερικανών, προωθεί τις προτάσεις του Σόρος, αλλάζει κατεστημένες δομές, και ενισχύει έναν τύπο μονοπολικής Αμερικανικής εγεμονίας μέσω στρατηγικής δικτύου πολέμου. Εάν ένας ειδικός αυτού του εύρους είναι όντως αναμεμειγμένος στη σύγκληση της Συνόδου της Κρήτης, τότε ο Ορθόδοξος λαός θα πρέπει να περιμένει ότι θα αντιμετωπίσει τις πιο προηγμένες μορφές προκλήσεων και ότι θα υποστεί τα πιο άμεσα μέτρα εκφοβισμού που είναι διαθέσιμα.
(σ.σ. ακολουθεί το Αγγλικό πρότυπο κείμενο)
The Man Behind the Scenes of the Crete Council
On June 20th, the so-called Pan-Orthodox Council officially opened in Crete, although it did not manage to become a genuinely Pan-Orthodox one. The event drew the attention of not only Orthodox people all over the world (largely because of the controversy shrouding the decision to convene it), but also the world’s intelligence agencies. According to the analytical center Katehon, the US and UK secret services are attempting to influence the Council’s decision, mainly by using their agents of influence in the Patriarchate of Constantinople. The purpose of this is to undermine the influence of the Russian Orthodox Church, promote the weakening of Orthodoxy by ecumenical and Renovationist trends, and advocate the granting of autocephaly to the Ukrainian Orthodox Church, thus contributing to dividing the Orthodox world.
One of the key figures behind this is Father Alexander Karloutsos, a member of the Council’s organizing committee and fundraiser of the Patriarchate of Constantinople in charge of communication with influential businesses and the US authorities. In fact, Karloutsos controls the majority of the funds that come from the United States to Constantinople, and thus controls the hierarchy.
Another important figure in charge of the relationship between the Crete Council and US intelligence is Alex Rondos who currently holds the post of the EU Special Representative for the Horn of Africa. Rondos is closely tied to the hierarchy of the Patriarchate of Constantinople, US intelligence agencies, the United Kingdom, and globalist NGO’s. He was personally acquainted with Father Alexander Karloutsos, and often visits George Soros. Alex Rondos’s biography is so intriguing that the plot reads like a spy novel.
Benefactor and Spy
Alexander Rondos is a citizen of Greece born in 1954 in the Sultanate of Zanzibar to Dar es Salaam (de facto a British colony at that time, now part of Tanzania). He studied in the UK, was a correspondent for the British magazine West Africa Magazine, and then worked for Catholic Relief Services, an American Catholic NGO. In the 1980’s, in the United States, he met with George Soros and entered the structure of the Patriarchate of Constantinople in America. This strategy was successful, and, in 1992, Rondos founded and headed, with the support of Soros, the International Orthodox Christian Charities (IOCC), the international Orthodox charitable organization under the auspices of the Patriarchate of Constantinople.
The purpose of this structure is controlling powerful financial flows under the pretext of church charity. Rondos befriended Alexander Karloutsos on the basis of interest in church money and overall relations with American “philanthropists”. Rondos used this structure to spread his influence to other Orthodox countries (Yugoslavia, Russia, Middle East). In particular, in 1998, under the guise of the IOCC, on the eve of the bombing of Yugoslavia, he visited Albania and Kosovo on a mission. After all necessary information was received and negotiations were conducted, the NATO military operation began.
Organizer of Color Revolutions
It is interesting that this “Orthodox benefactor” actively participated in organizing color revolutions when and where demanded by US interests and his old friend George Soros. In 2000, Rondos advised the organizers of the so-called Bulldozer Revolution in Yugoslavia.
After the color revolutions in Georgia, he became Mikhail Saakashvili’s adviser. According to his publication on Georgian-Russian relations in 2008, he was aware of the preparation of the Georgian invasion of South Ossetia beforehand and was preparing the Western public for this action.
Rondos also seems to have been an adviser of the first Ukrainian Maidan in 2004. With his assistance, CANVAS (Centre for Applied Nonviolent Action and Strategies) was founded in Belgrade, the headquarters of color revolutions, which perfected the techniques of the Arab Spring and 2014 Ukrainian Maidan.
Greece’s Dark Business
Rondos was also an advisor to the Prime Minister of Greece, the American born friend of Soros and the head of the Socialist Party PASOK, George Papandreou in 2009-2011 and was considered his first assistant in all international projects. Before, from 1999 to 2004, Rondos advised Papandreou when he was Minister of Foreign Affairs of Greece and the Governor of the Holy Mountain Athos. After the begging of Antonio Samaras’ return, Rondos retained his influence on the Greek government. In 2012, Rondos was questioned about his involvement in the plot against the former Prime Minister of Greece, Kostas Karamanlis. His lawyer was Failos Kranidiotis, a member of the New Democracy liberal party and a close friend of Antonio Samaras.
According to official Greek investigation, the plot, whose purpose was preventing a rapprochement between Russia and Greece, actually existed between 2004-2009.
Rondos was also involved in corruption scandals, such as when money from the Greek budget found its way to the certain NGO’s, but he avoided punishment.
But the fact that a significant proportion of the funds that Rondos’s initiative provided for NGO’s in Greece were spent on Macedonia, Albania and Kosovo, where the organization was not officially present, shows us that this was in effect a shadowy redistribution of funds within the strategy of a color revolution, as prepared in Macedonia. This was not a mere money-laundering operation. In Greece itself, left-liberal NGO’s received priority financing, thus providing external control of the country and Greek money.
A Jack-of-All-Trades
According to Greek sources, Rondos has been particularly active in Albania. In particular, he maintains close relationships with many leaders in Albania and Macedonia. It should be recalled that for the US, the Albanian factor is used to destabilize the situation in the Balkan states. The Global Plutocracy is closely tied to the Albanian drug mafia and the “black transplant” industry, which have their centers in Kosovo and Albania. Rondos actively supported the idea of granting independence to Kosovo and participated in various expert initiatives to this end.
Taking into account his “experience” in Kosovo, will Rondos be active and successful in cooperating with militants and criminal communities in Somalia in his new official position?
In addition, Alex Rondos has worked in international financial institutions, particularly the World Bank, and is a member of the European Council on Foreign Relations, the European branch of the largest American globalist center, the Council on Foreign Relations.
Wherever Alex Rondos appears, he lobbies the same interests of his American masters, promotes Soros’ initiatives, changes regimes, and bolsters unipolar American hegemony by means of network war strategy. If this broad specialist is indeed convening the Crete Council, then Orthodox people should expect the most sophisticated provocations and direct measures of intimidation.
Πηγή: ΚΑΤΕΗΟΝ
Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὸν θεοπαράδοτο καὶ ἁγιοπνευματικὸ τρόπο διοικήσεως ὅλων τῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀκόμα καὶ στὴν ἀποστολικὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ ὕψιστη αὐθεντία μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἀποστολικὴ αὐθεντία, ὁ συνοδικὸς θεσμὸς λειτουργοῦσε παράλληλα μὲ αὐτή.
Κορύφωση τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (Πράξ. 15, 2-29). Ὅμως ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ συνοδικὴ λειτουργία στὴν πρώτη Ἐκκλησία: Ἡ ἴδια ἡ Πεντηκοστὴ ἐξεικονίζεται ὡς Σύνοδος, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ματθία, λίγο ἀργότερα τῶν ἑπτὰ Διακόνων καὶ ὅλες οἱ ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις γίνονταν πάντοτε μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ὄχι... μὲ ἀπόφαση ἑνὸς Ἀποστόλου ἢ μόνο τῶν Ἀποστόλων.
Μελετώντας τὸν θεοπαράδοτο καὶ ἁγιοπνευματικὸ συνοδικὸ θεσμὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καθίσταται σαφὲς ὅτι αὐτὸς δὲν ἀφορᾶ ἁπλῶς στὴ διοίκηση - μὲ τὴ στενὴ ἔννοια τοῦ ὃρου - τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἀγγίζει τὸν πυρήνα τῆς ἴδιας της τῆς ὑπάρξεως. Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ πρώτιστο ἔργο καὶ ἀποστολὴ του εἶναι ἡ ἐν Ἀληθείᾳ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ἡ τυχὸν περιφρόνηση ἢ κακοποίηση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ σὲ μία τοπικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σύντομα ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἀλλοίωση τῆς πίστεως καὶ ὁριστικὴ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ περίπτωση τοῦ Πατριαρχείου τῆς περιωνύμου παλαιᾶς Ρώμης ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἰσχυρισμοῦ μας. Αὐτὴ ἡ τραγικὴ ἱστορικὴ πραγματικότητα μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀσχολούμαστε σοβαρὰ στὸ μέτρο τῶν μικρῶν δυνατοτήτων μας μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, δύο χρόνια τώρα μετὰ τὴ σύγκλισή της.
Ἂν ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος θεωρεῖται ἡ γενέθλια Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀπαρχὴ κάθε Ὀρθοδόξου Συνόδου, κορύφωση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ ἔχουμε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὶς κατ’ ἐξοχὴν ἔκτακτες δωρεὲς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὶς ὁποῖες ἔχει προσφέρει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία Του νὰ βγεῖ ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες καταστάσεις. Ἔτσι, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἔχουν καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ παράδοση ὡς ἡ τελειότερη καὶ ὑψηλότερη ἔκφραση καὶ φανέρωση τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ κάθε Σύνοδος ποὺ θέλει νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἔχει ὡς πρότυπο, στὸ ὁποῖο νὰ κατατείνει, τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Βέβαια, σήμερα μία κατὰ γράμμα ἀντιγραφὴ τῆς πρακτικῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν εἶναι δυνατή, διότι οἱ συνθῆκες εἶναι ριζικὰ διαφοροποιημένες ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετία κατὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκαν ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (πλὴν τῆς Θ΄ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ). Νὰ σημειώσουμε μόνο δύο καίριας σημασίας διαφοροποιήσεις:
1. Δὲν ὑπάρχει πλέον ἡ ἑνιαία πολιτικὴ διοίκηση ὑπὸ ἕνα Χριστιανὸ Αὐτοκράτορα, ὅπως τότε, μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Ἀνατολικοῦ Κράτους. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τότε νὰ ἀντιμετωπίσει μία ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῆς ἑνιαίας κρατικῆς-αὐτοκρατορικῆς διοίκησης, ἐνῶ, ἀντίθετα, σήμερα οἱ ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐγκαταστημένες σὲ πολλὲς κρατικὲς ὀντότητες μὲ ἀλληλοσυγκρουόμενα γεωπολιτικὰ συμφέροντα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δέχονται σοβαροὺς ἑτερόκλητους ἐπηρεασμούς.
2. Τότε ὑπῆρχε μία κοινωνία χριστιανικὴ μὲ μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ νὰ παρακολουθεῖ μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον τὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἐνῶ σήμερα ἡ κοινωνία πορεύεται σὲ μεταχριστιανικὲς ἀτραπούς, ἔτσι ὥστε τὰ πνευματικὰ-θεολογικὰ ζητήματα οὔτε τὰ γνωρίζει, οὔτε κἂν ἐνδιαφέρεται.
Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπαναληφθοῦν ἐπακριβῶς τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ στοιχούμεθα καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ φρόνημά τους, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς μεταβαλλόμενες πολιτικές, κοινωνικές, ἀκόμα καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἱστορικὲς συνθῆκες. Τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀποτελεῖ τὴν πολύτιμη καὶ ἀξεπέραστη παρακαταθήκη τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα παραμένει ὁ ἐσώτατος πυρήνας κάθε σοβαρῆς συνοδικῆς πράξης τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κάθε Σύνοδος ποὺ διεκδικεῖ τὴν ὀνομασία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καὶ ἀπαιτεῖ νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς τέτοια ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, προφανῶς θὰ προσαρμοστεῖ ὡς πρὸς τὰ ἐξωτερικά της στοιχεῖα στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ καὶ εὐρύτερη πολιτικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ στὴν οὐσία της δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀκολουθεῖ ἐπακριβῶς τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση ἡ κατάληξή της εἶναι δεδομένη: τέλεια ἀπαξίωσή της ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσες προσπάθειες καὶ ἂν καταβάλλουν οἵ τά πρῶτα φέροντες. Τὰ παραδείγματα τῶν ληστρικῶν καὶ ἄλλων ψευτοσυνόδων (Ἐφέσου 449, Ἱερείας 754, Λυῶνος 1274, Φλωρεντίας 1439), παρὰ τὴν ἰσχυρὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ὑποστήριξη μὲ τὴν ὁποία ἔγινε προσπάθεια νὰ ἐπιβληθοῦν, ἀπαξιώθηκαν τελείως ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση μαζὶ μὲ τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ πρωτεργάτες τους…
Ἀς προσπαθήσουμε νὰ “μετρήσουμε” τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης χρησιμοποιώντας ὡς κανόνα τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ἀναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως τοῦ φρονήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς θεμελιώδους κριτηρίου γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἀναγνωρίζεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς Κρήτης[1]. Ἔχουν, λοιπόν, τὸ ἴδιο φρόνημα ἢ μήπως εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετο; Θὰ περιοριστοῦμε στὴν ἐξέταση μόνο πέντε καίριων σημείων:
A. Ἡ συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία
Ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶχαν τὴν αὐτοσυνειδησία – δηλ. πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους – ὅτι ἤσαν ὄντως «Ἁγίες καὶ Μεγάλες», δηλαδὴ Οἰκουμενικές. Ἀκριβέστερα: οἱ Πατέρες ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, αὐτοὶ εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι συμμετεῖχαν σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἐνεργοῦσαν καὶ ἀποφάσιζαν βάσει αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας τους[2].
Τί συμβαίνει ὅμως μὲ τὴν Κρήτη; Ἐγείρεται σοβαρότατο πρόβλημα μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία της! Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ στὸν Κανονισμὸ Λειτουργίας καὶ στὴν «Ἐγκύκλιό» της διακηρύσσει ὅτι εἶναι «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἐν τούτοις ἐν τοῖς πράγμασι τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἡ διακήρυξη αὐτή. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι παρὰ τὶς μεγαλόστομες διακηρύξεις, ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ μέλη τῆς Συνόδου δὲν φαίνεται νὰ πίστευαν ὅτι συνῆλθαν σὲ Σύνοδο καὶ μάλιστα ἁγιοπνευματική, «Ἁγία καὶ Μεγάλη»! Μᾶλλον αὐτοσυνειδησία διορθοδόξου συνεδρίου ἢ συνάντησης γνωριμίας καὶ ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων ὑπῆρχε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης.
1. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ ἡ πρόσκληση σὲ ἐκπροσώπους αἱρετικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἐμφοροῦνται ἀπὸ κακόδοξες ἀντιλήψεις καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, νὰ παραστοῦν τιμητικὰ ὡς «παρατηρητές». Ἔτσι ἀκριβῶς δὲν γίνεται καὶ στὰ συνέδρια τῶν κομμάτων, στὰ ὁποῖα καλοῦνται νὰ παραστοῦν ἐκπρόσωποι ἄλλων πολιτικῶν σχηματισμῶν γιὰ λόγους εὐγενείας καὶ ἀβρότητος; Κάτι τέτοιο, ἀσφαλῶς, εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο σὲ μία ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη φανέρωση καὶ ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ἐκπέσει σὲ ἁπλὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση-συνάντηση μὲ κριτήρια καὶ στοχεύσεις "ἐκ τοῦ κόσμου τούτου"... Γι’ αὐτὸ ποτὲ καὶ σὲ καμία ἀπὸ τὶς ἑκατοντάδες Ὀρθόδοξες Συνόδους ποὺ ἔχουν συγκροτηθεῖ στὴ δισχιλιετὴ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν παρίσταντο τιμητικὰ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοὶ «παρατηρητές». Αὐτὸ συνέβη μόνο στὶς δύο Συνόδους τοῦ Βατικανοῦ, ποτέ, ὅμως, καὶ σὲ καμία Ὀρθόδοξη Σύνοδο!
2. Κύριο καὶ βασικὸ χαρακτηριστικὸ μίας Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἶναι τὸ ὑποχρεωτικό τῆς συμμετοχῆς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἀνεκτὴ ἡ περιφρόνηση τῆς Συνόδου ἢ νὰ παρέχεται ἡ δυνατότητα μὴ συμμετοχῆς ἢ νὰ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ ἀναιτιολόγητη ἄρνηση συμμετοχῆς. Τὰ παραδείγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἀπολύτως σαφῆ: Κλήθηκαν νὰ παραστοῦν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινου-πόλεως Νεστόριος καὶ Ἀντιοχείας Ἰωάννης (Γ΄ Οἰκουμενική), Ἀλεξανδρείας Διόσκορος (Δ΄ Οἰκουμενική), Ρώμης Βιγίλιος (Ε΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν καταδικάστηκαν. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ περιφρόνηση μιᾶς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅταν, βέβαια, εἶναι Ἁγία καὶ Μεγάλη καὶ ὄχι συνάντηση γνωριμίας…
Στὴν Πανορθόδοξη, προφανῶς οἱ συμμετέχοντες δὲν πίστευαν πραγματικὰ ὅτι συγκροτοῦσαν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν ἐπιλήφθηκαν, ὡς ὄφειλαν, γιὰ τοὺς ἀπόντες ἀδικαιολόγητα, ὅπως εἶπαν, Πατριάρχες…
Ἴσως κάποιος ἀντιτάξει ὅτι γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ χάριν τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔλαβε ἡ Σύνοδος τὰ προβλεπόμενα κανονικὰ ἐπιτίμια γιὰ ὅποιους τὴν περιφρόνησαν καὶ δὲν προσῆλθαν. Πάντως οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν σκέπτονταν ἔτσι... Ἐκτὸς αὐτοῦ ὅμως, οἱ μετὰ τὴ Σύνοδο - καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴ Σύνοδο Κρήτης[3]!- ἐνέργειες χορηγήσεως αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς Συνόδου, κινδυνεύουν νὰ τινάξουν στὸν ἀέρα τὴ διορθόδοξη συνεργασία καὶ νὰ δυναμιτίσουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Συνεπῶς, γιὰ ποιὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἑνότητα ὁμιλοῦν;
3. Ἐπίσης, καθοριστικὸ χαρακτηριστικὸ μιᾶς πραγματικὰ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ποὺ τὴ διαφοροποιεῖ πλήρως ἀπὸ τὰ συνέδρια ἢ ἄλλου εἴδους συναντήσεις, εἶναι ὅτι ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει τελεσίδικα καὶ ὑποχρεωτικὰ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Δὲ νοεῖται Σύνοδος ἡ ὁποία νὰ θέτει ἐν ἀμφιβόλῳ τὶς ἀποφάσεις της ἢ ἀνέχεται καὶ πολὺ περισσότερο παρέχει τὴ δυνατότητα μὴ ἀποδοχῆς ἢ μὴ ἐφαρμογῆς τοῦ συνόλου τῶν ἀποφάσεών της, ἰδιαίτερα δὲ σὲ καίριας σημασίας θέματα, ὅπως εἶναι τὰ δογματικὰ-ἐκκλησιολογικὰ ζητήματα. Σὲ τέτοια περίπτωση ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλὴ δήλωση ἀρνήσεως καθιστᾶ τὸν ἀρνούμενο τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση ὑπόλογο ἔναντι τῆς Συνόδου. Δὲν εἶναι ἁπλό τό ζήτημα, ἀλλὰ ἅπτεται αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς σοβαρότητος ἢ μὴ τῆς Συνόδου!
Εἶναι ἀδιανόητο στὴ συνοδικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας συνοδικὰ μέλη νὰ ἀρνοῦνται νὰ ὑπογράψουν τὴ δογματικὴ ἀπόφαση καὶ νὰ μὴν ὑφίστανται τὶς σοβαρὲς κανονικὲς συνέπειες. Ποτὲ καὶ σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν συνέβη κάτι παρόμοιο. Ποτὲ καὶ σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν δόθηκε ἡ δυνατότητα ἀρνήσεως ὑπογραφῆς τῆς δογματικῆς ἀποφάσεως χωρὶς συνέπειες. Στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ παριστάμενος Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ δογματικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου καθαιρέθηκε, ἀναθεματίστηκε καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀντιμετώπιζαν τέτοια ζητήματα… χαλαρά, οὔτε ἔπαιζαν ἐν οὐ παικτοῖς… γιατί εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι συγκροτοῦσαν Ἁγίες καὶ Μεγάλες Συνόδους.
Ὑπάρχει μόνο μία ἐξαίρεση ἡ ὁποία ὅμως ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνωτέρω πραγματικότητα: Στὴν Δ΄ Οἰκουμενική, μετὰ τὴν καταδίκη του πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, δεκατρεῖς Αἰγύπτιοι ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὴ Συνοδικὴ ἀπόφαση ἀναμένοντας τὴν ἐκλογὴ νέου πατριάρχη, διότι «ἔθος εἶναι ἐν τῇ Αἰγυπτιακῇ διοικήσει, παρὰ γνώμην καὶ διατύπωσιν τοῦ ἀρχιεπισκόπου μηδὲν τοιοῦτο ποιεῖν». Δήλωσαν ὅμως κατηγορηματικὰ ὅτι ἀποδέχονται πλήρως τὴν πίστη τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἔχουν τυπικὸ κώλυμα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑπογράψουν. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν τὸ ἀποδεχόταν αὐτό. Τελικά, μετὰ ἀπὸ πολὺ ἔντονη συζήτηση καὶ μὲ θερμές, γονυκλινεῖς ἱκεσίες τῶν Αἰγυπτίων ἐπισκόπων («ἐλεήσατε τὸ γῆρας ἡμῶν, ἐλεήσατε, καὶ μὴ παρεάσητε ἡμᾶς ἐν ἀλλοδαπῇ τὸν βίον ἡμῶν καταλῦσαι. Καὶ ἔρριψαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ ἔδαφος οἱ αὐτοὶ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι, καὶ εἶπον. ἐλεήσατε ἡμᾶς, φιλάνθρωποι ἐστε») καὶ μόνο ἀφοῦ ἔδωσαν σοβαρὲς ἐγγυήσεις καὶ τοὺς ἀπαγορεύθηκε ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν πόλη ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴ Σύνοδο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ὑπογραφὴ τους μέχρι νὰ ἐκλεγεῖ νέος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας[4]. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου ἦταν θέμα σοβαρότητας καὶ αὐτοσυνειδησίας τῆς ἴδιας τῆς Συνόδου, ἦταν ἐντελῶς ἀδιανόητο κάποιοι νὰ μὴν ὑπογράψουν καὶ νὰ θεωροῦνται μέλη τῆς Συνόδου καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Τί συνέβη στὴν Κρήτη; Πολύ… χαλαρά! Ὅποιοι ἤθελαν ὑπέγραψαν! Ὅποιοι ἤθελαν δὲν ὑπέγραψαν! Ἄλλοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν ὑπέγραψε «ἀντ’ αὐτῶν» ὁ Ἀρχιεπίσκοπός τους! Ἄλλοι ὑπέγραψαν «μὲ ἐπιφύλαξη»! Ποῦ ἀκούστηκε ποτὲ ὑπογραφὴ σὲ συνοδικὴ ἀπόφαση μιᾶς πραγματικὰ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου «μὲ ἐπιφύλαξη»! Προφανῶς δὲν ἦταν Ἁγία καὶ Μεγάλη! Αὐτὴ καὶ μόνο ἡ πραγματικότητα τῶν ὑπογραφῶν ἀποτελεῖ τὴν ἀπόλυτη ἀπαξίωση τῆς Κρήτης! Οἱ ἀρνήσεις στὸ περίφημο 6ο κείμενο ἔφτασαν τὶς 30 ἐπὶ συνόλου 162 ἐπισκόπων (δηλ. τὸ 25% ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει)! Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ζητήθηκε ἀπὸ κανένα ὁ λόγος, δὲν ἐπιβλήθηκαν σὲ κανένα οἱ παραμικροῦ τύπου κυρώσεις, οὔτε κἂν συστάσεις! Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀδιανόητη γιὰ σοβαρὴ Σύνοδο δυνατότητα προβλεπόταν στὸν Κανονισμὸ Λειτουργίας τῆς Πανορθοδόξου (βλ. Κανονισμὸς ἄρθρο 12 §2-3)! Τέτοια σοβαρότητα ἀναγνώριζε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁ ἴδιος ὁ Κανονισμός της…
Κατόπιν αὐτῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυριστεῖ κάποιος σοβαρὰ ὅτι στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑφίσταται πράγματι αὐτοσυνειδησία «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», δηλαδὴ ἁγιοπνευματικῆς Συνόδου ποὺ νὰ ἐκφράζει τὴ ζῶσα ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;
Β. Τά συνοδικά μέλη
Διαφορὰ ὑφίσταται ἂν συγκρίνουμε τὰ συνοδικὰ μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὰ ποσοτικὰ ἀλλὰ κυρίως στὰ ποιοτικὰ χαρακτηριστικά τους:
1. Ἡ σύγκριση μὲ τὶς πραγματικὰ «Ἁγίες καὶ Μεγάλες Συνόδους», τὶς Οἰκουμενικές, εἶναι συντριπτικὴ γιὰ τὴν «Πανορθόδοξη», ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν μικρὸ ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν (μόλις 162 ἐπίσκοποι ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν 850 ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, δηλαδὴ μόλις τὸ 19% τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων!) στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὅπου οἱ δυνατότητες μετακινήσεως, ἐπικοινωνίας καὶ συναθροίσεως δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ κανένα τρόπο μὲ παλαιότερες ἐποχές. Καὶ ὅμως στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ συμμετεῖχαν 325, στὴ Δ΄ 630, στὴ Ζ΄ 350 ἐπίσκοποι, παρὰ τὶς φοβερὲς δυσκολίες στὴν ἐπικοινωνία, μετακίνηση κοκ!
2. Ἀσφαλῶς τὸ καίριο σημεῖο στὸ ὁποῖο φαίνεται τὸ μεγάλο χάσμα ποὺ ὑπάρχει δὲν εἶναι ὁ μικρὸς ἀριθμὸς συμμετοχῆς στὴν Κρήτη, οὔτε ἡ ἐκπροσώπηση αὐτὴ καθ’ ἑαυτή. Ἀκόμα καὶ σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν παρίσταντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἀλλὰ ὑπῆρχαν τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ συμμετεῖχαν διὰ τῶν ἐκπροσώπων τους[5]. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν δὲν εἶναι αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν, ἀλλὰ τὸ γιατί φτάσαμε στὸν ἀριθμὸ αὐτό; Γιατί νὰ περιοριστεῖ τόσο πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων-μελῶν τὴ στιγμὴ πού σήμερα δὲν ὑπάρχει καμία ἀντικειμενικὴ δυσκολία γιὰ μία ἐπὶ τὸ αὐτὸ συν-παράσταση ἐν Συνόδῳ ὅλων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπερβαίνουν τοὺς 900! Ἂν τὸ 325 ἢ τὸ 451 ἢ τὸ 787 μΧ μποροῦσαν καὶ συγκεντρώθηκαν 318 ἢ 630 ἢ 350 ἐπίσκοποι ἀντίστοιχα εἶναι ἀκατανόητο νὰ μὴ δοθεῖ ἡ δυνατότητα σήμερα νὰ συγκεντρωθοῦν γιὰ ἕνα τέτοιο γεγονὸς 800-900 ἐπίσκοποι! Δὲν εἶναι;
Δυστυχῶς ὅμως ὁ περιορισμὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν συμμετεχόντων ἐπισκόπων δὲν προέκυψε λόγῳ ἀντικειμενικῶν δυσκολιῶν ἢ λόγῳ πνευματικῶν καὶ ἐκκλησιο-λογικῶν κριτηρίων, ἀλλὰ λόγῳ … ἐθνοφυλετισμοῦ, τακτικισμοῦ καὶ ἰσορροποιῶν ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ λαϊκά: Οἱ ἁρμόδιοι φοβήθηκαν πῶς ἂν ἐπιτραπεῖ ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων δὲν θὰ τοὺς βγαίνουν τα … “κουκιά”! Τὰ κριτήρια τὰ ὁποῖα πρυτάνευσαν γιὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων δὲν ἑδράζονταν ἐπὶ τῆς ἐκκλησιολογίας ἀλλὰ ἐπὶ ἐθνοφυλετικῶν σκοπιμοτήτων καὶ ἰσορροπιῶν… Καθαρὰ κοσμικὴ νοοτροπία, μακρυά ἀπὸ ἁγιοπνευματικὴ διαδικασία.
Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ τί σημαίνει ἁγιοπνευματικὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τί σημαίνει κοσμικὴ νοοτροπία τῆς Κρήτης, θά δοῦμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενική: Ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν μία ἀπὸ τὶς πλέον κρίσιμες. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ληστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449), κατὰ τὴν ὁποία ὁ αἱρετικὸς μονοφυσίτης πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος ἐπιβλήθηκε μὲ τὴ μεγάλη συνοδεία ποὺ εἶχε μεταφέρει ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μὲ τὶς ὀρδὲς τῶν παραβολάνων του. Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, ὁ κύριος ἐκφραστὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τὴν ἐποχὴ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς ἦταν ὁ ὀρθόδοξος Ἅγιος πάπας τῆς Ρώμης, ὁ Μ. Λέων. Ὁ Ἃγ. Λέων ἔχοντας τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἐκφραστοῦ καὶ φορέως τῆς Ἀληθείας δὲν μπῆκε κἂν στὴ διαδικασία τῶν ἀριθμῶν! Δὲν εἶχε καμία ἀνησυχία οὔτε φόβο νὰ “ἀντιπαρατάξει” στὸ μεγάλο ἀριθμὸ τοῦ Διοσκόρου μόλις τέσσερις λεγάτους! Ἡ ἁγιοπνευματικὴ χαρισματικὴ ἐμπειρία-βεβαιότητα ὅτι στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ εἶναι φορέας καὶ ἐκφραστής τῆς Ἀλήθειας δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ προχωρήσει σὲ μεθοδεύσεις γιὰ νὰ “μαγειρέψει” τοὺς ἀριθμούς, νὰ μανιπουλάρει τὶς συμμετοχὲς γιὰ νὰ τοῦ βγοῦν ὅπως θὰ ἤθελε! Ἐπειδὴ εἶχε τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ φορέως τῆς Ἀλήθειας δὲν τὸν ἔνοιαζαν οἱ ἀριθμοί, ἡ ἐπιβολὴ διὰ τοῦ μεγέθους, γιατί εἶχε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἀλήθεια τὴν ὁποία αὐτὸς ἐξέφραζε!
Ἀλήθεια, ποιὰ σχέση ἔχει αὐτὸ τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγ. Λέοντος μὲ τὸ φρόνημα τῶν ὑπευθύνων της Κρήτης;
3. Τέλος, σὲ αὐτὴ τὴ συνάφεια δὲν μποροῦμε νὰ μὴ μνημονεύσουμε τὸ σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ζήτημα πού ἐγείρεται γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, κατὰ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα), ἀπὸ τὴν μὴ δυνατότητα συμμετοχῆς ὅλων τῶν ἐπισκόπων. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου:
«Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἕνας θεσμὸς ὑπεράνω της τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας θεσμὸς ποῦ ἐκφράζει τὴν ἑνότητα, τὴν σύμπτωση, τὴν συναίνεση καὶ ἀμοιβαιότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Κάτι τέτοιο δομικὰ καὶ ὀργανωτικὰ ἐξασφαλίζεται μὲ τὸ νὰ μετέχουν αὐτοδικαίως στὶς Συνόδους ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι… Γι’ αὐτὸ εἶναι ἐκτροπές, ἀπὸ ἐκκλησιολογικὴς ἀπόψεως, ὅλες οἱ μορφὲς τῶν Συνόδων οἱ ὁποῖες – ἐκτὸς ἂν ἔχουν ἀναπόφευκτο λόγο ἱστορικῆς ἀνάγκης – ἀποκλείουν ὁρισμένους ἐπισκόπους ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴ Σύνοδο. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν διάφορες τέτοιες ἀδικαιολόγητες ἐκκλησιολογικὰ ἀποκλίσεις… Ὅταν ὅμως μπορεῖ ἡ Σύνοδος νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλους, τὸ νὰ ἐπιλέγεις ὁρισμένους καὶ νὰ τοὺς καθιστᾶς ἐξουσιαστὲς πάνω στοὺς ὑπολοίπους ἐπισκόπους διαβρώνει ἐπικίνδυνά τα θεμέλια της Ἐκκλησιολογίας καὶ δημιουργεῖ ἀνωμαλίες καὶ ἐκτροπές… Ἡ ἰδεώδης κατάσταση εἶναι ἡ σύναξη ὅλων των ἐπισκόπων[6].»
4. Ἕνα ἄλλο σημεῖο στὸ ὁποῖο διαφοροποιεῖται ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὶς ἐργασίες της τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτός των Ἐπισκόπων. Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἐκτός των ἐπισκόπων παρίστατο καὶ πολυμελὴς ἀντιπροσωπεία ἀνωτάτων κρατικῶν λειτουργῶν ποὺ λάμβαναν μέρος στὶς συζητήσεις ἢ ἀκόμα καὶ προήδρευαν τῶν συνεδριάσεων (Δ΄, Στ΄ Οἰκουμενική). Ἐπίσης, στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ παρίσταντο «οἱ εὐλαβέστατοι ἀρχιμανδρίται, ἡγούμενοι τὲ καὶ μοναχοὶ» [7], οἱ ὁποῖοι συχνὰ ἐλάμβαναν τὸ λόγο καὶ συμμετεῖχαν κανονικὰ μὲ ἔντονες παρεμβάσεις στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ὑπέγραφαν δὲ καὶ τὰ πρακτικὰ μετὰ τοὺς ἐπισκόπους. Μάλιστα, στὴν 4η πράξη ὑπογράφουν 130 ἡγούμενοι καὶ μοναχοί, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι εἶναι 320[8].
Ἀντίθετα στὴν Κρήτη ὑπῆρξε ἀποκλεισμὸς τῶν μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ἀπὸ τὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου. Παρίσταντο μόνο ὁρισμένοι ὡς Σύμβουλοι ἄνευ δικαιώματος λόγου. Ἔγινε ὁλόκληρο ζήτημα ἂν θὰ μπορέσει νὰ μιλήσει ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ἁγ. Ὅρους, διότι - λέει - δὲν τὸ ἐπέτρεπε ὁ Κανονισμός, ποὺ οἱ ἴδιοι συνέταξαν!
5. Στὴ συνάφεια αὐτὴ διερωτώμεθα, γιατί δὲν ἀξιοποιήθηκαν οἱ δυνατότητες πού παρέχει ἡ σύγχρονη τεχνολογία γιὰ τὴν παρακολούθηση τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ἀπὸ ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Τί φοβήθηκαν οἱ ὑπεύθυνοι καὶ δὲν ἔδωσαν τή δυνατότητα σὲ ὅλους τούς πιστοὺς πού θὰ ἤθελαν νὰ παρακολουθήσουν τὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου; Ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι ὑπόθεση ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅλων των πιστῶν; Δυστυχῶς, ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἱεραρχῶν καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων ἦταν συνειδητὴ ἐπιλογὴ ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο καὶ κρισιμότερο στάδιο προετοιμασίας τῶν συνοδικῶν κειμένων (ἀπὸ τὸ 2009-2015). Πῶς λοιπὸν οἱ ὑπεύθυνοι ἔχουν τὴν ἀπαίτηση ὁ Λαὸς νὰ σεβαστεῖ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι τὸν ἀπέκλεισαν; Ἔβγαλαν τὸν Λαὸ ἀπὸ τὴ μέση τῆς Συνόδου καὶ ἀπολαμβάνουν τὰ ἐπιχείρα τῶν ἐπιλογῶν τους: ὁ Λαὸς περιφρονεῖ ἐντελῶς τὴ Σύνοδο!
6. Ὅμως, τὸ πλέον κρίσιμο σημεῖο σύγκρισης μεταξύ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης ἔγκειται στὴν παρουσία ἢ μὴ θεοφόρων Πατέρων ὡς μελῶν τους.
Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θέλει ὡς μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Μεγάλους Πατέρες, ποὺ ζοῦσαν τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ[9]. Ἡ σχετικὴ ὑμνολογία εἶναι χαρακτηριστική: Οἱ «οὐρανόφρονες» καὶ «θεοφόροι Πατέρες» ἔδιναν τὸ στίγμα καὶ τὴ σοβαρότητα τῆς Συνόδου, διότι δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦσε τὸ Ἃγ. Πνεῦμα, ἀφοῦ αὐτοὶ ἤσαν οἱ «μυστικές τοῦ Πνεύματος σάλπιγγες» ποὺ «ἐμελώδησαν ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας». Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση «οἱ χρηστοκήρυκες» Ἃγ. Πατέρες στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν εἶπαν δικά τους πράγματα, ἀλλὰ «εἰσδεξάμενοι τὴν νοητὴν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,… θεοπνεύστως ἀπεφθέγξαντο,… ἄνωθεν λαβόντες, τὴν τούτων ἀποκάλυψιν σαφῶς, καὶ φωτισθέντες ἐξέθεντο, Πίστιν θεοδίδακτον». Ἡ Ἐκκλησία μας ὑμνεῖ τοὺς Πατέρες, γιατί αὐτοὶ «τῷ θείῳ Πνεύματι, συνδιασκεψάμενοι τὸ οὐράνιον καὶ σεπτὸν Σύμβολον θεογράφως διεχάραξαν».
Δίκαια, λοιπόν, ὑμνεῖ καὶ μεγαλύνει ἡ Ἐκκλησία μας «τῶν ἁγίων Πατέρων τὸν χορόν»:
«Ὢ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὀπλίται παρατάξεως Κυρίου, ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς μυστικῆς Σιῶν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου.»
Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι στήν ὑμνολογία ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Πατέρες δὲν μνημονεύεται καθόλου ἡ σπουδαιότητα ἢ μὴ τοῦ θρόνου τους, ἀλλὰ τονίζεται ἰδιαίτερα:
1. ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς Χάριτος,
2. ὁ ἀγώνας τους γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς πίστεως, καὶ,
3. ἡ θεολογία τους ὡς δῶρο καὶ ἔμπνευση τοῦ Παρακλήτου.
Ἡ μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὅτι σὲ ὅλες τὶς Μεγάλες Συνόδους δέσποζε ἡ μορφή, ἡ παρουσία καὶ ἡ θεολογία συγκεκριμένων θεοφόρων Πατέρων εἴτε παρόντων[10] εἴτε κεκοιμημένων[11]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ ἄρρητο καὶ μυστικὸ τρόπο ἀναδείκνυε στὶς Συνόδους τὸν ἐκφραστή, τὸν φορέα τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, ὁ ὁποῖος στὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμὴ ἔχοντας ὄχι κάποιο πρωτεῖο θρόνου, ἀλλὰ τὸ πρωτεῖο τῆς Ἀληθείας[12] θεολογοῦσε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ τραῦμα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Γέρων Σωφρόνιος γιὰ τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν Συνόδων:
«Διαμένοντας, βέβαια, σὲ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, οἱ μέτοχοι αὐτοὶ τῆς συνοδικῆς ἀναζητήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τους ὅλη τὴ Σύνοδο καὶ αἰσθάνονται πότε καὶ σὲ ποῖον ὁμιλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τὸ Πνεῦμα ὅμως Αὐτὸ «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3, 8) χωρὶς ὁπωσδήποτε νὰ ὑπολογίζει τὴν ἱεραρχικὴ θέση τῶν συνοδικῶν[13].»
Ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἦταν ὅλοι οἱ Πατέρες στὸ ἴδιο πνευματικὸ στάδιο καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως. Ὅμως, ὁλόκληρη ἡ Σύνοδος στηριζόταν στὴν πίστη, τὴν ὁμολογία καὶ τὴ θεολογία αὐτῶν τῶν πράγματι «θεοφόρων Πατέρων». Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ δήλωση τοῦ ἐπισκόπου Σμύρνης Αἰθερίχου, ὁ ὁποῖος δὲν φαίνεται νὰ κατανοοῦσε τὶς λεπτὲς θεολογικὲς συζητήσεις, ἀλλὰ εἶχε πατερικὸ φρόνημα μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στηριζόταν στὴν πατερικὴ ἐμπειρία. Ἔτσι, μὲ ἀξιοζήλευτη ἁπλότητα ὁμολόγησε τὴν πίστη του μὲ τὴ χαρακτηριστικὰ φράση: «ὡς Κύριλλος φρονῶ»[14]! Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι σὰν νὰ λέει:
«ἐγὼ δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη στὶς δικές μου θεολογικὲς γνώσεις, ἀλλὰ παραμένω στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἔχοντας τὴν ἴδια πίστη μὲ τὸν Ἃγ. Κύριλλο»!
Αὐτὸ ἦταν τὸ φρόνημα τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων! Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε γιατί κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συνεδριῶν τους πολὺ συχνὰ προσκομίζονταν ἀπὸ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ «εὐαγοῦς Πατριαρχείου» τόμοι («κωδίκια» ἢ «τετράδια») μὲ Πατερικὰ ἔργα καὶ συλλογὲς πατερικῶν κειμένων, τῶν ὁποίων ἡ ἀξιοπιστία ἐλεγχόταν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια[15]! Τὰ πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἑκατοντάδες ἀναφορὲς σὲ «πατερικὲς ρήσεις», πάνω στὶς ὁποῖες θεμελιώνονταν οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις, γιατί ἡ Σύνοδος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀκολουθεῖ «τῇ τῶν ἁγίων καὶ ἐγκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ»[16].
Κατόπιν αὐτῶν, διερωτώμεθα καὶ ρωτοῦμε τοὺς ὑπευθύνους καὶ ὑπερμάχους τῆς Κρήτης: ποιὸν χαρισματικό, θεοφόρο Πατέρα θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπικαλεστοῦν γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν τὸ περίφημο 6ο κείμενο, πού ἀφορᾶ στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους; Ἀπολύτως κανένα! Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο – τὸ κατ’ ἐξοχὴν δογματικὸ κείμενο τῆς Κρήτης – δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἀναφορὰ στοὺς Πατέρες καὶ στὶς παλαιότερες Συνόδους!
Ἄλλο πνεῦμα, ἄλλο φρόνημα … Καμία σχέση μὲ αὐτὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
Γ. Συνοδικές συνεδρίες
Ἀλλὰ οἱ οὐσιαστικότερες διαφορὲς μεταξύ τοῦ φρονήματος Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς Κρήτης ἐντοπίζονται στὸ κεφάλαιο τῶν συνοδικῶν συνεδριῶν.
Οἱ Ἁγίες καὶ Μεγάλες Σύνοδοι συγκαλοῦντο πρωτίστως γιὰ νὰ θεολογήσουν. Ἡ Θεολογία ἦταν τὸ κύριο, βασικὸ καὶ πρώτιστο ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων[17]. Θεολογοῦσαν γιὰ τὰ Μυστήρια τῆς Ἁγ. Τριάδος καὶ τῆς Θ. Οἰκονομίας[18], γιατί ἀπὸ αὐτὰ πηγάζει ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ πίστη. Συναφὲς ἔργο πρὸς τὴν κύρια θεολογική τους παραγωγὴ ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ προστασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Ἡ ἐν Ἀληθείᾳ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ἰδιαίτερα μάλιστα σὲ ἐπίπεδο Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Οἱ Σύνοδοι αὐτὲς δὲν προέβαιναν σὲ διακηρύξεις, ἀλλὰ διατύπωναν θετικὰ μὲ τὴν πλέον δυνατὴ ἀκρίβεια τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ δυνατότητα παρερμηνείας, ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὰ μὲ τὸ νὰ καταδείξουν μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τὴ διαστροφὴ καὶ κακοποίησή της ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Συνεπῶς, δὲ νοεῖται τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου Σύνοδος ποὺ νὰ μὴν ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς αἱρετικὲς παραχαράξεις τῆς εὐαγγελικῆς Ἀποκάλυψης, ὥστε νὰ ὁριοθετεῖ ἐπακριβῶς τὴν πίστη της.
Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν συνεδριάσεων διεξάγονταν πολύωρες, πολυήμερες ή καὶ πολύμηνες θεολογικὲς συζητήσεις μὲ ζῆλο, ἀκόμα καὶ σὲ ἔντονο βαθμὸ, προκειμένου νὰ μὴν ὑπάρξει ἡ παραμικρὴ σκιὰ ἢ ἀσάφεια ἢ ἀμφισημία στὴ συνοδικὴ ἀπόφαση, καὶ κυρίως νὰ μὴν ὑπάρξει δυνατότητα παρερμηνείας τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως. Ἀπὸ τὰ πρακτικά των Συνόδων προκύπτει ἡ ἀγωνία καὶ ὁ ἀγώνας τῶν Πατέρων νὰ διατυπώσουν μὲ τὴν πλέον δυνατὴ σαφήνεια τὴν ἄκτιστη ἐμπειρία τους.
Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος, δὲν προσπάθησαν διπλωματικὰ νὰ συμβιβάσουν καταστάσεις σὲ βάρος τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας, μὲ διατυπώσεις ποὺ νὰ ἱκανοποιοῦν ὅλους καὶ νὰ μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀκόμα καὶ ἀπὸ ὅσους εἶχαν αἱρετικὸ φρόνημα καὶ πίστη, ἀλλὰ «ἀγωνίσθηκαν μὲ σθένος καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, χρησιμοποίησαν τὴν κατάλληλη ὁρολογία («τῷ βραχὺ ρήματι καὶ πολλῇ συνέσει») ποὺ νὰ ἐκφράζῃ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀσφαλῶς καὶ θεοπνεύστως», διότι ἡ «ἐπιλογὴ μιᾶς ἐσφαλμένης ὁρολογίας δημιουργεῖ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία». Οἱ Πατέρες «ἔδωσαν μάχη γιὰ τὴν ἀκριβῆ χρήση τῶν λέξεων-ὅρων ποὺ ἀφοροῦσαν δογματικὰ ζητήματα». Ἀσφαλῶς, «δὲν θὰ ζυγομαχήσουν γιὰ τὶς λέξεις καὶ τὰ ὀνόματα, ὅταν συμφωνήσουν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων»[19].
Τί ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἔγινε στὴν Κρήτη;
Εἶναι πλέον σαφὲς ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δὲν εἶχε τὴ θεολογία ὡς κύρια στόχευσή της. Ἄλλη ἦταν ἡ ἔννοια τῶν πρωτεργατῶν της. Μὲ θλίψη γεμίζουν τὴν ψυχὴ μας τὰ ὅσα μαρτυρεῖ ὁ ἐκ τῶν μελῶν της Μητροπολίτης Ναυπάκτου στὴν ἐξαιρετικὰ πολύτιμη ἔκδοσή του «Ἡ “Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνοδος”, θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις» (ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, 2018) γιὰ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ποὺ ὑπῆρξε στὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου ἀναφορικὰ μὲ τὰ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα ποὺ ἔπρεπε διεξοδικὰ νὰ συζητηθοῦν.
Εἶναι ἀξιοθρήνητο σὲ Σύνοδο ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης νὰ ἀπαξιώνεται ἀπὸ ἐξέχοντα μέλη της ἡ θεολογία καὶ νὰ θεωρεῖται ἡ οὐσιαστικὴ θεολογικὴ συζήτηση «βυζαντινισμὸς» καὶ «χάσιμο χρόνου»[20], ἢ νὰ ἀκούγονται φράσεις ἀπὸ ἐπισκόπους καὶ προκαθημένους ὅπως «δὲν εἶναι ὀρθὸ νὰ θέτουμε τέτοια δογματικὰ θέματα»[21], «τὸ Ἱερὸ Σῶμα θὰ καταπονηθεῖ μὲ ἀντιδικίες θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς φύσεως»[22] καὶ «δὲν εἴμαστε σὲ Θεολογικὴ Σχολὴ τριτοετεῖς ἢ τεταρτοετεῖς φοιτητὲς … θὰ φᾶμε ὅλες τὶς μέρες μας σὲ θεολογικὲς συζητήσεις;» [23]. Τὸ πλέον τραγικὸ εἶναι ὅτι ἡ τελευταία προσέγγιση Προκαθημένου παλαιφάτου Πατριαρχείου «χειροκροτήθηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν παρόντων Ἐπισκόπων» καὶ χειροκρότησαν «καὶ οἱ περισσότεροί τῶν Προκαθημένων»[24] καταδεικνύοντας τὸ ἀρνητικὸ κλίμα ποὺ ὑπῆρχε γιὰ σοβαρὲς θεολογικὲς συζητήσεις στὴ Σύνοδο. Πῶς, λοιπόν, μιὰ τέτοιου ἐπιπέδου Σύνοδος ποὺ οὐσιαστικὰ ἀρνεῖται νὰ θεολογήσει θὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη;
Ὅταν ὑπάρχει τέτοια ἀντιμετώπιση τῆς θεολογίας δὲν προκαλεῖ ἔκπληξη ἡ διαπίστωση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ μέλους τῆς «Πανορθοδόξου», ὁ ὁποῖος καταγγέλλει ἀπὸ τὸ πλέον ἐπίσημο βῆμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (23-24.11.16):
«ὅταν δημοσιευθοῦν τὰ Πρακτικά τῆς Συνόδου,… τότε θὰ φανεῖ καθαρὰ ὅτι στὴν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματικὴ θεολογία καὶ κυρίως ἡ ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος, δηλαδὴ ἡ διολίσθηση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀποκλειστικότητος στὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος»
καὶ
«δὲν ἦταν ἐπιθυμητὴ ἡ θεολογία στὶς Συνεδριάσεις στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης καί, ἑπομένως, ἰσχύει κατὰ πάντα ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι πολλοὶ Ἐπίσκοποι, Κληρικοὶ καὶ θεολόγοι “τεχνολογούσι ἀλλ’ οὐ θεολογοῦσι”[25].»
Τὰ ἀνωτέρω καταδεικνύουν τὴν ἔλλειψη σοβαροῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», καὶ ἑρμηνεύουν πλήρως τὴν ἀξιοθρήνητη θεολογικὴ παραγωγή της καὶ συνεπακόλουθα τὴν ἀπαξίωσή της ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς συμμετέχοντες…
Ἀλήθεια, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ φρόνημα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης μὲ αὐτὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;
Ἐπίσης, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, συγκρινομένη μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κλήθηκε νὰ ὁλοκληρώσει τὸ θεολογικό της ἔργο στὰ πολὺ ἀσφυκτικὰ χρονικὰ πλαίσια τῶν 5-6 ἡμερῶν, ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἐξαιρετικὰ περιορισμένο χρόνο της δὲν ἔλειψαν καὶ κοινωνικὰ καὶ πολιτιστικὰ events (π.χ. συναυλία Μίκυ Θοδωράκη καὶ Μαρίας Φαραντούρη)... Οἱ πρωτεργάτες τῆς Κρήτης φαίνεται νὰ “βιάζονταν” νὰ πραγματοποιηθεῖ ὅπως-ὅπως καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ χωρὶς νὰ προβληματίζονται γιὰ τὸ ἂν θὰ ὁλοκληρώσει οὐσιαστικά τό θεολογικό της ἔργο καὶ συνεπῶς ἂν θὰ ἀποδειχθεῖ ἄξια του ὀνόματός της. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἰσακούσθηκαν οἱ πολλὲς καὶ σοβαρὲς φωνὲς νὰ μὴν ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἐπικύρωση τῶν κρίσιμων κειμένων ὑπὸ τέτοιο καθεστὼς χρονικῆς πίεσης[26]. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι –παρὰ τὶς πολὺ δυσμενέστερες συνθῆκες στὶς ὁποῖες συνεδρίαζαν, ἐργάζονταν μὲ πολὺ μεγαλύτερη χρονικὴ ἄνεση, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει σαφέστατα καὶ τὸν μεγάλο σεβασμό τους στὴν ἀντιμετώπιση τῶν θεολογικῶν ζητημάτων ποὺ διαπραγματεύονταν.
Ἔτι πλέον: Ἡ ἴδια ἡ δομὴ τῆς Κρήτης δὲν ἦταν προσανατολισμένη νὰ προχωρήσει σὲ οὐσιαστικὴ θεολογικὴ συζήτηση. Ὁ Κανονισμὸς της ἦταν ἐξαιρετικὰ περιοριστικὸς καὶ δὲν βοηθοῦσε στὴν οὐσιαστική, λεπτομερῆ καὶ λεπτολόγο συνοδικὴ ἐξέταση τῶν σοβαρῶν ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων στὰ ὁποῖα ἐκλήθη νὰ ἀποφανθεῖ. Σκοπὸς τῆς Συνόδου ἦταν ἁπλῶς νὰ ἐπικυρώσει τὰ προσυνοδικῶς ἐγκριθέντα κείμενα μὲ κάποιες μικρές, ἔστω, τροποποιήσεις. Ἀλλά, ἀκόμα καὶ ἡ διαδικασία ἐγκρίσεως τῶν τροποποιήσεων ἦταν ἐξαιρετικὰ δυσχερής, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ περιορίστηκε, τελικά, σὲ ἐλάχιστα σημεῖα.
Κατόπιν αὐτῶν τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν προδιαγεγραμμένο: θὰ προέκυπταν - καὶ τελικὰ προέκυψαν - κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν κολακεύουν τὴ σύγχρονη θεολογική μας παραγωγή.
Ἕνα ἰδιαίτερα σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς συνοδικῆς διαδικασίας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου Κρήτη ποὺ θύμισε τὴ συνοδικὴ πρακτική τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἡ ἀρχικὴ συμβολὴ καὶ παρουσία τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἑλλαδικὴ ἀντιπροσωπεία ἀκολουθώντας τὴν πράξη καὶ πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας κατὰ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους προσκόμισε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ἐπὶ τῶν ζητημάτων τὰ ὁποῖα θὰ ἀπασχολοῦσαν τὴν Πανορθόδοξη[27]. Ἡ συνοδικὴ αὐτὴ ἀπόφαση ἦταν ἀποτέλεσμα πολύμηνων (Ἰανουάριος-Μάιος 2016) σοβαρῶν καὶ ἔντονων συζητήσεων καὶ ζυμώσεων ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ δὲν περιορίστηκε σὲ κάποιους “εἰδικούς”, “ἐμπειρογνώμονες” καὶ “τεχνοκράτες”, ἀλλὰ ἐπεκτάθηκε σὲ ὁλόκληρο τό Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἤτοι Ἱεράρχες, ἄλλους κληρικούς, μοναστικὲς Ἀδελφότητες, πανεπιστημιακοὺς θεολόγους καὶ λαϊκοὺς Χριστιανούς. Δὲν ξέρω ἂν ποτὲ στὴ νεώτερη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἔγινε στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τόση σοβαρὴ καὶ ἔντονη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ θέματα πίστεως. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸν ὅλο γόνιμο προβληματισμὸ ποὺ διεξήχθη στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων τὸν παρακολουθοῦσαν μὲ ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες τὸν ἀξιοποίησαν στὶς δικές τους συνοδικὲς ἀποφάσεις! Πραγματικά, ἡ περίοδος αὐτὴ τῶν προσυνοδικῶν ζυμώσεων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀξιοζήλευτη...
Ἔτσι, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου θεολογικὸ προβληματισμὸ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς τὸ πλέον ἁρμόδιο Συνοδικὸ Σῶμα μετὰ ἀπὸ διήμερη ἔντονη συζήτηση, συνεκτιμώντας τοὺς προβληματισμοὺς τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἐκφράστηκαν τὴν περίοδο αὐτή, κατέληξε σὲ ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ, στὴν ὁποία καταγραφόταν ἡ πίστη καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τῶν προσυνοδικῶν κειμένων καὶ τῶν θεμάτων τὰ ὁποῖα θὰ συζητοῦντο στὴν Κρήτη!
Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ διαδικασία ποὺ καταδεικνύει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα ἐκφράζει πραγματικά το συνοδικὸ θεσμό, ὡς ἔργο καὶ σύμπραξη ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸν ἔζησε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, δὲν φάνηκε ἀρεστὴ καὶ κατακρίθηκε ἀπὸ ὁρισμένους ὑπερμάχους τῆς Κρήτης, ὡς δῆθεν ξένη πρὸς τὴν συνοδικὴ παράδοση![28]
Καὶ ὅμως αὐτὴ ἦταν ἡ πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατὰ τὴν προετοιμασία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ εἶναι πρὸς τιμὴν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ τὴν ἐφάρμοσε. Ὑπενθυμίζουμε:
i) Στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐκπροσωπήθηκε ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς παπικοὺς λεγάτους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης τῶν 125 ἐπισκόπων. Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης κόμισε στὴν Στ΄ Οἰκουμενικὴ τὴ γραπτὴ ἀπόφαση τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ἔγινε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτή[29].
ii) Στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ λεγάτοι τοῦ πάπα Ἁγ. Λέοντος κόμισαν στὴ Σύνοδο τὸν περίφημο «Τόμο τοῦ Λέοντος» καὶ ζήτησαν νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ χριστολογία του. Ὁ Τόμος τοῦ Λέοντος ἔγινε μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴ Σύνοδο καὶ κατέστη κριτήριο Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ παπικοὶ λεγάτοι ἐνῶ δὲν διαπραγματεύτηκαν οὐδὲ στὸ ἐλάχιστο τὴ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Λέοντος, τὴν ὁποία τελικὰ ἀποδέχθηκε ἡ Σύνοδος, σὲ “τεχνικῆς φύσεως” ζητήματα, πού εἶναι ἥσσονος σημασίας, ἤσαν διαλλακτικοὶ (π.χ. συζήτησαν καὶ τελικὰ ἀποδέχθηκαν τὴ σύνταξη ὡς Ὃρου πίστεως ἄλλου κειμένου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν ἀπολύτως σύμφωνος στὸ φρόνημα καὶ τὴ διδασκαλία μὲ τὸν Τόμο τοῦ Λέοντος!).
iii) Στὶς Στ΄ καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ὑπὸ ἀραβικὴ κατοχὴ Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων κόμισαν ἐπιστολὲς τῶν Πατριαρχῶν τους, στὶς ὁποῖες ὁμολογοῦσαν τὴ δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τους καὶ γίνονταν μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὶς Συνόδους.
Σὲ ὅλες τὶς ἀνωτέρω περιπτώσεις οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποδέχονταν τὴν πίστη ποὺ διακήρυσσαν οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἀπόντων Πατριαρχῶν. Ποτὲ δὲν ἀρνήθηκε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράστηκε μέσῳ συνοδικῆς ἀποφάσεως-ἐπιστολῆς! Οὔτε ποτὲ δυσφόρησαν οἱ Συνοδικοὶ Πατέρες, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἔκαναν δεκτὲς μὲ ἐνθουσιασμὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἀπόντων Πατριαρχῶν.
Ἄλλωστε, πῶς εἶναι δυνατὸν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ μὴν ἀποδέχεται τὴν πίστη καὶ τὸ φρόνημα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας; Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καὶ καθιστᾶ ἄκρως προβληματικὴ ἢ τὴν Τοπικὴ Σύνοδο ἢ τὴν Οἰκουμενική!
Μία φορά, ὅμως, συνέβη αὐτό! Ὅταν ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449) ἀρνήθηκε τὴ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Λέοντος καὶ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, διαφοροποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ καὶ προσπάθησε νὰ διατυπώσει ἄλλη, διαφορετικὴ πίστη. Τότε οἱ παπικοὶ λεγάτοι, σεβόμενοι τὸν ἐντολέα τους πάπα Ἃγ. Λέοντα, τὸν ὁποῖον ἐκπροσωποῦσαν καὶ δεσμεύονταν ἀπέναντί του, δὲν συμφώνησαν, διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα λέγοντας τὸ περίφημο «κοντραδίκιτουρ, ὃ ἐστὶν ἀντιλέγεται»[30] καὶ ἀποχώρησαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος αὐτή, ἂν καὶ συνεκλήθη ὡς Οἰκουμενική, ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς... ἡ Ληστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (449)!
Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ὅτι γιὰ τὴ συνοδικὴ πρακτική της Ἐκκλησίας ἦταν συνήθης καὶ αὐτονόητη ἡ κατάθεση τῆς πίστεως καὶ τοῦ φρονήματος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πίστη δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ τεθεῖ ὑπὸ συζήτηση ἢ ὑπὸ διαπραγμάτευση. Ἐπίσης, γιὰ θέματα Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ φρονήματος δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ κἂν ζήτημα ὑπεροχῆς τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔναντι τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως κρίνει τὴν ἀξία τῆς Συνόδου καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὀφείλει νὰ ἐκφράζει τὸ φρόνημα τῶν συμμετεχουσῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ἐκφράζουν τὴν κοινή τους πίστη ἐν Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ. Ἂν δὲν συμβαίνει αὐτό, τότε ὑπάρχει σοβαρὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο χρήζει ἄμεσης ἀντιμετωπίσεως. Ἐπίσης, εὔστοχα ἐπισημαίνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Μητροπολίτης Περγάμου:
«Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, δὲν εἶναι ἕνας θεσμὸς ὑπεράνω τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας θεσμὸς πού ἐκφράζει τὴν ἑνότητα, τὴν σύμπτωση, τὴν συναίνεση καὶ ἀμοιβαιότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν[31].»
Ἡ ἀρχική, λοιπόν, παρουσία καὶ συμβολὴ τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θύμιζε, πράγματι, πρακτικὴ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Δυστυχῶς ὅμως, στὸ τέλος, ἡ ἀντιπροσωπεία μας ὑπέκυψε σὲ πιέσεις[32] καὶ παρέβλεψε ὅτι ἐνεργοῦσε ὡς ἐντολοδόχος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαβε συγκεκριμένη ἐντολὴ νὰ ὑποστηρίξει στὴν Πανορθόδοξη. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἀντιπροσωπεία ἦταν δεσμευμένη μὲ τὴν ὁμόφωνη συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας νὰ μὴν ἀποδεχθεῖ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων ὡς «Ἐκκλησιῶν» δὲν τήρησε, δυστυχῶς, τὴν ἐντολή, τὴν ὁποία ἔλαβε μὲ ὅλα τά θλιβερὰ ἐπακόλουθα[33].
Δ. Συνοδικὲς ἀποφάσεις
1. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀνομάζονται «ὃροι», διότι ὁρίζουν ἐπακριβῶς, κατὰ τὸν πλέον σαφῆ τρόπο τὰ ὅρια μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ψεύδους, μεταξύ τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς δαιμονικῆς πλάνης. Τὸ πλέον χαρακτηριστικό τους γνώρισμα εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ σαφήνεια, γιατί τὰ ἀσαφῆ ὅρια δὲν εἶναι ὅρια καὶ μόνο προβλήματα δημιουργοῦν. Ἄλλωστε κατὰ τὸν ἀρχαῖο φιλόσοφο «σοφόν τό σαφές».
Συνεπῶς, ἡ ἀκριβὴς διατύπωση καὶ διασάφηση τῆς ὁρολογίας εἶναι βασικὸ στοιχεῖο κάθε Συνόδου ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη.
Δυστυχῶς ὅμως στὴν Κρήτη πρυτάνευσε ἄλλο πνεῦμα, ἐντελῶς ἀλλότριο καὶ ξένο στὸ συνοδικὸ φρόνημα, στὴ συνοδικὴ πράξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὸ πλέον κρίσιμο 6ο κείμενο τῆς Συνόδου γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο, ἐπικρατεῖ ἀσάφεια καὶ ἀμφισημία, ἡ ὁποία κανένα δὲν ἱκανοποιεῖ[34]. Πολὺ εὔστοχα ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου σημειώνει:
«Τὸ κείμενο αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν εἶναι θεολογικό, ἀλλὰ συγχρόνως δὲν εἶναι καθαρό, δὲν ἔχει καθαρὲς προοπτικὲς καὶ βάσεις, εἶναι διπλωματικό. … διακρίνεται ἀπὸ μία διπλωματικὴ δημιουργικὴ ἀσάφεια. Καὶ ὡς διπλωματικὸ κείμενο δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους οὔτε τοὺς ἑτεροδόξους[35].»
Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος συντονίζεται καὶ ἡ δήλωση τοῦ Μητροπολίτου Μπάτσκας (Σερβία) Εἰρηναίου (Μπούλοβιτς):
«Ἒπρεπεν ὅμως, μᾶλλον δὲ καὶ ὤφειλε [ἡ Σύνοδος], νὰ καταθέσῃ διὰ τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος κειμένου τὴν μαρτυρίαν τῆς ἐκκλησιoλoγικῆς της ταυτότητος καὶ αὐτοσυνειδησίας κατὰ τρόπον εὐκρινέστερον, συνεπέστερον καὶ ἀκριβέστερον. Τοῦτο, δυστυχῶς, δὲν κατέστη δυνατόν… Ἂς μὴν ἀπατώμεθα ἢ κρυπτώμεθα: τὸ προβληματικὸν τοῦτο κείμενον εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυρία αἰτία τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων ὀρθοδόξων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν εἰς τὴν Σύνοδον![36]»
Ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ ὁ «ὑπέρμαχος» τῆς Κρήτης Μητροπολίτης Μεσσηνίας παραδέχεται ὅτι ὑπάρχουν σοβαρὰ προβλήματα στὸ κείμενο αὐτό[37] ἀλλὰ τὰ ἀποδίδει στὴ «γενομένη κειμενολογικὴ συνένωση» τῶν δύο κειμένων τῆς Γ΄ ΠΠΔ (Γενεύη, 1986). Ἐμεῖς θὰ προσθέταμε ὅτι ὅταν ἀπουσιάζει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τότε καθίστανται ἄχρηστα τά 55 χρόνια προετοιμασίας τῆς Συνόδου, τόσες Πανορθόδοξες Διασκέψεις καί συναντήσεις μὲ τὴ συμμετοχὴ πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν καὶ ἐπισκόπων!
2. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης στὸ ἴδιο κείμενο ἀναφέρει ὅτι:
«... ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως, διότι αἳ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (§ 19).»
Ὅμως, οὐδέποτε σὲ συνοδικὸ κείμενο δὲν ὑπῆρξε τόσο γενικὴ καὶ ἐπιπόλαιη ἀναφορὰ σὲ «παρέκκλιση ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως» «σὲ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως» χωρὶς παράλληλα νὰ ἐπισημαίνονται ἐπακριβῶς τὰ σημεῖα τῆς παρέκκλισης. Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν κακοδοξιῶν «σὲ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως» εἶναι ξένος στὸ φρόνημα καὶ τὴν πρακτική των Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ γενικότητα καὶ ἡ ἀσάφεια μετατρέπεται σὲ διγλωσσία καὶ διπλωματία ὅταν στὴν ἴδια § 19 ἀναφέρεται ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης «ἐκτιμᾶ θετικῶς» τὰ κείμενα ποὺ ἔχει συντάξει ἡ «Ἐπιτροπὴ Πίστις καὶ Τάξις» τοῦ ΠΣΕ. Ὅπως ἔχουμε ἐπισημάνει τὸ πλέον σημαντικὸ κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» εἶναι αὐτὸ μὲ τὸν τίτλο «Κείμενο Λίμα, 1982 - Βάπτισμα Εὐχαριστία, Ἱερωσύνη» (ΒΕΜ-Baptism, Eucharist and Ministry) καὶ εἶναι γεμάτο ἀπὸ πλάνες καί κακοδοξίες[38].
Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζει τὸ 6ο κείμενο εἶναι ἐντελῶς ξένο πρὸς τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζουν τὰ συμβολικὰ καὶ συνοδικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
3. Κεντρικὸ καὶ οὐσιῶδες σημεῖο κάθε Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ἡ θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὁριοθέτηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μὲ τὴν καταδίκη συγκεκριμένων πλανῶν καὶ αἱρέσεων καί, φυσικά, καὶ τῶν ἐκφραστῶν τους. Οὐσιαστικὰ ἡ καταδίκη των αἱρέσεων ἀποτελεῖ ἀναγκαία συνέχεια καὶ ἀπαραίτητη συμπλήρωση τῶν συνοδικῶν ὅρων ποὺ ὁριοθετοῦν τὴν πίστη καὶ ὁρίζουν ἐπακριβῶς ποὺ βρίσκεται ἡ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια στὸ συγκεκριμένο θεολογικὸ ζήτημα.
«Καταδικάζονταν οἱ ἑτερόδοξοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαφορετικὴ «δόξα»-πίστη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς στοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, καὶ τοὺς Ἁγίους[39].»
Γιὰ τὴν συνοδικὴ παράδοση ἡ αἵρεση εἶναι «λοιμώδης νόσος», ἡ ὁποία ἂν δὲν ἀντιμετωπισθεῖ θὰ ἐπεκταθεῖ καὶ θὰ μολύνει ὁλόκληρο τὸν ὀργανισμό. Ἔτσι, μὲ τὴν ὀνομαστικὴ καταδίκη ὅλων των αἱρεσιαρχῶν, ποὺ ἐπαναλαμβανόταν σὲ κάθε Οἰκουμενικὴ Συνοδο[40] παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ αἱρεσιάρχες εἶχαν πεθάνει πρὶν ἀπὸ αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία μὲ ποιμαντικὴ στόχευση ἐπεσήμαινε τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὸ αἱρετικὸ φρόνημα τὸ ὁποῖο ἐπιζεῖ καὶ μετὰ τὸ θάνατο τῶν αἱρεσιαρχών[41].
Στὴν Κρήτη δὲ συνέβη τίποτα ἀπὸ αὐτά: Καμία ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις ποὺ μολύνουν τοὺς πιστούς, καμία ἐπισήμανση τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες, καμία ἀνησυχία ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καὶ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν ἀντιλήψεων, καμία φροντίδα καὶ ποιμαντικὴ μέριμνα γιὰ νὰ προσφερθεῖ στοὺς ἑτεροδόξους ἡ «καλὴ ἀνησυχία» καὶ νὰ προσκληθοῦν στὴν Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολιὴς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς, ἡ Σύνοδος δὲν υἱοθετεῖ τὶς ἀποστολικὲς ἀνησυχίες ὅτι ἡ αἵρεση συνιστᾶ τεράστιο πνευματικὸ κίνδυνο, ἀφοῦ ὡς ἄλλη «γάγγραινα» (Β' Τιμ. 2, 18) καὶ «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α' Τιμ. 1, 20) παρασύρει ψυχὲς «πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β' Πέτρ. 3, 16). Δὲν υἱοθετεῖ ἡ Κρήτη τὴ διαχρονικὴ καὶ ἔντονη ἀνησυχία τῶν Ἁγίων καὶ Πατέρων γιὰ τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν αἱρέσεων. Ἀντίθετα, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Μητρ. Ναυπάκτου «στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης πρώτη φορὰ γινόταν προσπάθεια γιὰ τὸ πῶς θὰ ὑπάρξει ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐτεροδόξους»[42] μὲ ἀποκορύφωση τὴν γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο πρόσκληση καὶ τιμητικὴ παράσταση ὡς «παρατηρητὲς» ἐκπροσώπων αἱρετικῶν κοινοτήτων ποὺ πιστεύουν σὲ διδασκαλίες καταδικασμένες ἀπὸ πολλὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Πραγματικά, τὸ φρόνημα τῆς Κρήτης δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ποιὰ Ὀρθόδοξη Σύνοδο μιμήθηκε ἡ Κρήτη ὥστε νὰ μὴν ἀναφερθεῖ σὲ αἱρετικοὺς καὶ νὰ μὴ διαχωρίσει τὴ θέση της ἀπὸ αὐτούς; Σὲ καμία Ὀρθόδοξη, μόνο στὴ Β΄ Βατικανή, ὅπου καὶ σὲ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ σὲ αἱρέσεις καὶ κακοδοξίες! Τὸ φρόνημα τῆς Κρήτης εἶναι πλησιέστερο πρὸς αὐτὸ τῆς Β΄ Βατικανῆς καὶ ὄχι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας.
Θὰ συμφωνοῦσα μὲ τὸν καθηγητὴ Γρ. Λαρεντζάκη ὅταν λέει ὅτι «δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διατυπώνεται ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἐπειδὴ μία Σύνοδος δὲν καταδίκασε, δὲν εἶναι Σύνοδος» [43]. Τὸ κρίσιμο ἐρώτημα ποὺ τίθεται δὲν εἶναι ἂν εἶναι Σύνοδος, ἀλλὰ ἂν στοιχεῖται στὸ πνεῦμα καὶ τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἢ τῆς Β΄ Βατικανῆς!
Τέλος, ρωτοῦμε ὅσους πεισματικὰ πασχίζουν νὰ ἀποδώσουν τὴν προσωνυμία Ἁγία καὶ Μεγάλη στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης:
1. Οἱ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν της τόνιζαν ὅτι ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη ἡ διευκρίνιση τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πρέπει νὰ διατυπώσει μὲ σαφήνεια τὴ θέση της ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν μὲ τοὺς ὁποίους διαλέγεται. Μάλιστα τὰ ζητήματα αὐτὰ εἶχαν τεθεῖ πιεστικά καὶ στὶς Πανορθόδοξες Προσυνοδικὲς Διασκέψεις[44]. Τί ἔκανε γι’ αὐτὰ τὰ κρίσιμα θεολογικὰ ζητήματα ἡ Κρήτη; Τίποτα ἀπολύτως, ἢ ὀρθότερα ἀπόλυτη ἐκκλησιολογικὴ σύγχυση[45]! Πῶς, λοιπόν, θὰ χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση Ἁγία καὶ Μεγάλη, ὅπως οἱ Οἰκουμενικές;
2. Ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι οἱ παράλληλες δικαιοδοσίες στὴ Διασπορὰ εἶναι τὸ μεῖζον ζήτημα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ περίμεναν ἐναγωνίως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ λύσει τὸ ζήτημα αὐτό. Μάλιστα ἡ Δ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη ποὺ συνέταξε τὸν «Κανονισμὸ Λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ», ἀναγνώρισε ὅτι ἡ λύση εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔθεσε ἔσχατο ὅριο ἰσχύος του τὴν Πανορθόδοξη, ἡ ὁποία θὰ ἐπιλαμβανόταν καὶ θὰ ἔλυε τὸ ζήτημα μὲ βάση τὴν κανονικὴ τάξη[46]. Τί ἔκανε γι’ αὐτὸ ἡ Κρήτη; Τίποτα ἀπολύτως! Ἤ, μᾶλλον, περιέβαλε μὲ συνοδικὸ κύρος τὴν ἀντικανονικότητα καθιστώντας την πλέον μόνιμη, καὶ δυσκολεύοντας ἔτι πλέον τὴν ὅποια κανονικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθὴ λύση στὸ μέλλον. Πῶς, λοιπόν, θὰ χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση Ἁγία καὶ Μεγάλη;
Ε. Ἀποδοχὴ τῆς Συνόδου
Ἀξιομνημόνευτη εἶναι καὶ ἡ σύγκριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μὲ τὴν Πανορθόδοξη τῆς Κρήτης ὡς πρὸς τὴν ἀποδοχή της. Καθοριστικὸ στοιχεῖο τῶν Συνόδων ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης εἶναι ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὅταν αὐτὸ δὲν ἔχει καταστεῖ ἐφικτὸ ἡ ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερη ἀποδοχὴ τῶν ἀποφάσεών τους.
Ἔτσι, σὲ ὅσες Οἰκουμενικὲς Συνόδους δὲν συμμετεῖχαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες σὲ πολὺ σύντομο διάστημα οἱ ἀποφάσεις τους ἔγιναν ἀποδεκτὲς ὡς ἐκφράζουσες καὶ τὸ δικό τους ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Ἀναλυτικότερα:
α) Β΄ Οἰκουμενικὴ (Κωνσταντινούπολη 381): Παρὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ δογματικές της ἀποφάσεις ἔγιναν ἀμέσως ἀποδεκτὲς καὶ ἀπὸ τὴ Ρώμη τὸ ἑπόμενο ἔτος, κατὰ τὸ ὁποῖο συνεκλήθη τοπικὴ Σύνοδος στὴ Ρώμη. Τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ἐπίπεδο Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ ἀναφέρεται ὡς Οἰκουμενικὴ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (451), δὲ σημαίνει ὅτι στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν ἤδη καταγεγραμμένη ὡς Οἰκουμενική, διότι τὸ Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἤδη ἀποδεκτό.
β) Γ΄ Οἰκουμενικὴ (Ἐφέσου 431): Στὴ Σύνοδο δὲν συμμετεῖχε μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας καὶ ἀρνήθηκε ἀρχικὰ τὶς ἀποφάσεις της. Ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καταδικάστηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο καὶ διεκόπη ἡ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας. Ὅμως σὲ λιγότερο ἀπὸ δύο χρόνια μετὰ ἀπὸ ἐντατικὲς συζητήσεις ὁ Ἀντιοχείας προσυπέγραψε τοὺς Ὅρους τῶν Διαλαγῶν (433), ἀποδεχόμενος, οὐσιαστικὰ τὶς ἀποφάσεις καὶ συνεπακόλουθα τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου ὑπὸ τὸν Ἅγ. Κύριλλο.
γ) Ε΄ Οἰκουμενικὴ (Κωνσταντινούπολις 553): Δὲν συμμετεῖχε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, διότι ὁ πάπας Βιγίλιος ἀρνήθηκε νὰ παραστεῖ, γι’ αὐτὸ καὶ καταδικάστηκε. Ὅμως ἀμέσως, ἐντὸς μόλις ἑξαμήνου, ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις της ζητώντας συγγνώμη.
Ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἐπιγραμματικὴ ἀναφορὰ στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καταδεικνύεται ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία σχέση μὲ τὴν Πανορθόδοξή τοῦ 2016. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μοναδικὴ Σύνοδος ἐπιπέδου Ἁγίας καὶ Μεγάλης στὴν ὁποία ὄχι ἁπλῶς δὲν συμμετεῖχε μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΟΜΟΦΩΝΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ τέσσερες τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ ἐκπροσωποῦν τὸ 70% τοῦ Ὀρθοδόξου Λαοῦ.
Ἐπιπλέον, πολὺ πιὸ καθοριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ τέσσερα Πατριαρχεῖα ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ συνοδικές τους ἀποφάσεις ἀρνήθηκαν κατηγορηματικὰ νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη καὶ τὶς ἀποφάσεις της ὡς δεσμευτικὲς γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία[47]! Δὲν ὑπάρχει τέτοιο προηγούμενο στὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἐπίσης, σήμερα, δύο χρόνια μετὰ τὴν Κρήτη, ἀκόμα καὶ στὶς δέκα Ἐκκλησίες ποὺ συμμετεῖχαν ὑπάρχουν ἀρνητὲς τοῦ χαρισματικοῦ χαρακτῆρος τῆς Συνόδου, ἀκόμα καὶ ἐπισκοποι[48] καὶ ὅμως σὲ κανένα δὲν ἔχει ἐπιβληθεῖ τὸ ἐλάχιστο ἔστω κανονικὸ ἐπιτίμιο γιὰ τὴν ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς ἁγιοπνευματικῆς ὑποστάσεως τῆς Συνόδου. Ἀκόμα καὶ στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπάρχουν σημαίνοντα πρόσωπα (Καθηγούμενοι τοῦ Ἁγ. Ὄρους) ποὺ ἀρνοῦνται τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης καὶ στὴν ἴδια τὸν ἁγιοπνευματικὸ της χαρακτήρα. Αὐτὸ καὶ μόνο καθιστᾶ σαφὲς ὅτι οἱ ἴδιες οἱ συμμετέχουσες Ἐκκλησίες δὲν παίρνουν στὰ σοβαρὰ τὴ συνάντηση τῆς Κρήτης ὡς ἁγιοπνευματικῆς, Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μὲ κύρος καὶ ἰσχὺ ὅπως οἱ σοβαρὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας μας!
Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐκκλησίες ποὺ ὑπέγραψαν στὴν Κρήτη ἔχουν κανονικὴ κοινωνία μὲ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ δὲν συμμετεῖχαν καὶ δὲν ἀποδέχονται οὔτε ἀναγνωρίζουν τὴν «Πανορθόδοξη» ὡς ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο!
Τὸ πιὸ τραγελαφικὸ ὅμως εἶναι ὅτι οἱ τὴν πρώτη εὐθύνη φέροντες γιὰ τὸ πῶς κατάντησε ἡ Κρήτη θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν ποινὲς σὲ ὅσους δὲν ἀποδέχονται τὶς ἀποφάσεις της[49], ἐνῶ οἱ ἴδιοι διὰ τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῆς Συνόδου ἄφησαν στὴ διακριτικὴ εὐχέρεια τῶν συνοδικῶν μελῶν της νὰ μὴν τὶς ἀποδεχθοῦν καὶ νὰ μὴν τὶς ὑπογράψουν (βλ. Κανονισμὸς ἄρθρο 12 § 2-3)!
Καὶ μία ἀκόμα σημαντικὴ λεπτομέρεια: Ἀσφαλῶς καὶ δὲν μᾶς διαφεύγει ὅτι καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὁρισμένοι τὶς πολέμησαν πολὺ ἔντονα (χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: οἱ Α΄, Γ΄, Ζ΄ Οἰκουμενικές). Εἶναι ὅμως ἐξίσου σημαντικὸ νὰ τονιστεῖ ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τὰ ἐκκλησιολογικὰ “ἀντανακλαστικὰ” τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λειτουργοῦσαν ἄμεσα καὶ ἔτσι μεγάλες Πατερικὲς μορφὲς ἔσπευσαν νὰ τὶς ὑπεραπιστοῦν, γιατί Χάριτι θεία κατάλαβαν ὅτι οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἦταν ἁγιοπνευματικές:
(i) Ο Μ. Ἀντώνιος ἄφησε τὴν ἔρημο γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ Νίκαια,
(ii) ὁ Ἃγ. Δαλμάτιος[50] κατόπιν θεοφανείας βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του μετὰ ἀπὸ 48 χρόνια ἔγκλειστου βίου καὶ ἡγήθηκε συλλαλητηρίου κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορα,
(iii) ὁ Ἃγ. Συμεὼν ὁ Στυλίτης παρενέβη ὑπὲρ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς,
(iv) ὁ Ἃγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὑπερασπίστηκε μαρτυρικὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική.
Ἀσφαλῶς ὁ Μ. Ἀντώνιος ἢ ὁ Ἃγ. Δαλμάτιος ἢ ὁ Ἃγ. Συμεὼν ὁ Στυλίτης δὲν εἶχαν οὔτε τὴ στοιχειώδη μόρφωση, πολλῷ μᾶλλον ἐπιστημονικὲς “θεολογικές” γνώσεις. Ἔχοντας ὅμως φωτισμένο νοῦ, ἐνήργησε ἡ Χάρις καὶ πλήρεις τῆς ἐμπειρίας Τής μπόρεσαν νὰ θεολογήσουν ἀληθῶς καὶ νὰ καταστοῦν τὰ σκεύη τοῦ Πνεύματος τὰ ὁποῖα συνέβαλαν στὴν ἀποδοχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.
Ἀς ἀπαντήσουν οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Κρήτης: Ποιὰ σύγχρονα πνευματικὰ καὶ πατερικὰ ἀναστήματα ὑπερασπίζονται τὶς θεολογικὲς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης; Ποιὰ χαρισματικὰ σημεῖα ἔχουμε ποὺ νὰ ἐπιμαρτυροῦν ὅτι Κρήτη συγκαταλέγεται στὶς Ἁγίες καὶ Μεγάλες;
Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ὅπου τό 70% τῶν Ὀρθοδόξων κανονικῶς ἐκφραζόμενο διὰ τῶν τοπικῶν του Ἐκκλησιῶν δὲν ἐκπροσωπήθηκε καὶ δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιοπνευματικὴ διάσταση τῆς Κρήτης. Γιὰ ποιὰ «Πανορθόδοξη» μιλᾶμε;
Ὑπῆρξε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας τέτοια ἀπαξίωση σὲ ἁγιοπνευματικὴ Σύνοδο;
Καὶ ὅμως ἡ Κρήτη κάτι θυμίζει ἀπὸ τὴν Ζ΄Οἰκουμενικὴ …
Ἀναφερθήκαμε πολὺ ἐπιγραμματικὰ σὲ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις διαφορὲς ποὺ ὑπάρχουν μεταξύ του φρονήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ αὐτοῦ τῆς Κρήτης. Καὶ ὅμως, στὰ πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὑπάρχει μία ἀναφορὰ ἡ ὁποία, mutatis mutandis, θὰ ταίριαζε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης. Στὴν 6η συνεδρίαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατὰ τὴν ἀναίρεση σημεῖο πρὸς σημεῖο τοῦ ὃρου τῆς Ληστρικῆς ἐναντίον τῶν εἰκόνων ἐν Ἱερείᾳ Συνόδου (754 μΧ) ὁ Ἅγιος Ταράσιος θέλοντας νὰ προσβάλει τὴν οἰκουμενικότητά της σχολίασε τὴν ἐπικεφαλίδα. «Ὅρος τῆς ἁγίας μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου» (τῆς ἐν Ἱερείᾳ), καὶ συγκεκριμένα τὸν αὐτοχαρακτηρισμὸ της ὡς «ἁγίας μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς» καὶ διερωτήθηκε:
«... πῶς δ’ αὖ μεγάλη καὶ οἰκουμενική, ἣν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ’ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Οὐκ ἔσχεν συνεργὸν τὸν.. τῆς Ῥωμαίων πάπαν, … οὔτε συμφρονοῦντας αὐτῇ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἕω, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ τῆς Ἁγίας Πόλεως, … Ὄντως καπνὸς ἀχλύος πλήρης, σκοτίζων ὀφθαλμοὺς ἀφρόνων, ὁ λόγος αὐτῶν, καὶ οὐχὶ λύχνος τεθεῖς ἐπὶ τὴν λυχνίαν τοῦ φωτίζειν τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Διότι … ὡς ἐν παραβύστῳ τὰ αὑτῶν ἐλαλήθη, καὶ οὐκ ἐπάνω τοῦ τῆς ὀρθοδοξίας ὂρους. … Ἑβδόμη δὲ πάλιν πῶς, ἡ μὴ συμφωνήσασα ταῖς πρὸ αὐτῆς ἓξ ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς συνόδοις;»
Εἶναι ἐξαιρετικὰ θλιβερὸ καὶ τραγικό νὰ διαπιστώνουμε ἐμεῖς σήμερα μετὰ ἀπὸ 1.200 χρόνια ὅτι τὰ λόγια τοῦ Ἁγ. Ταρασίου στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μποροῦν τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν νὰ ἐφαρμοστοῦν ἐν πολλοῖς στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, σὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀναμενόταν μὲ πολλὲς προσδοκίες ὡς τὸ μέγα γεγονὸς τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθοδοξίας.
Διερωτῶμαι, λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγ. Ταράσιο προσαρμόζοντας τὸ λόγο του στὴ σημερινὴ πραγματικότητα:
«πῶς δ’ αὖ αγία και μεγάλη ἣν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ’ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Οὐκ ἔσχεν… συμφρονοῦντας αὐτῇ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἕω, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας, ἢ τοὺς σύν αὐτοῖς μύστας καὶ Ἀρχιερεῖς… Ὄντως καπνὸς ἀχλύος πλήρης, σκοτίζων ὀφθαλμοὺς ἀφρόνων, … ὡς ἐν παραβύστῳ τὰ αὑτῶν ἐλαλήθη, καὶ οὐκ ἐπάνω τοῦ τῆς ὀρθοδοξίας ὂρους. … Ἁγία καί Μεγάλη δὲ πάλιν πῶς, ἡ μὴ συμφωνήσασα ταῖς πρὸ αὐτῆς ἑπτά ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς συνόδοις;»!
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ποὺ κατὰ μυστικὸ καὶ ἄρρητο τρόπο καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, καλεῖται νὰ ἀποφανθεῖ τελεσίδικα καὶ τὴν ἀπόφανσή της εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε ὅλοι, ἢ γιὰ νὰ δανειστῶ τὴν κατακλείδα τῆς ὁμιλίας τοῦ Μητρ. Σερρῶν κ. Θεολόγου, ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
«Τελικῶς, πολυσέβαστοι Πατέρες, ἡ ὅποια ἀξιολογική, μὲ ἐκκλησιολογικούς, ἁγιοπνευματικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς πάντοτε ὅρους προσέγγισις τῆς ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης συνελθούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἐπαφίεται στὴν νηφαλίως καὶ ἀδεκάστως ἐνεργοῦσαν ἱστορίαν καὶ κυρίως στὴν ἐγρηγοροῦσαν καὶ ἔνθεον συνείδησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος[51].»
[1] Χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης ὑπερασπιζόμενος τὴν Πανορθόδοξη: «Ποιά πατερική θεολογία καί ποιά πράξη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ χιλιετίας ἐπικαλοῦνται ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀρνητές τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεκλήθη στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, ἐπαναλαμβάνοντες συνεχῶς τά ἴδια καί τά ἴδια ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα δέν ἀνταποκρίνονται πρός τήν ἱστορική πραγματικότητα καί μέ φανατισμό σκανδαλίζουν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιφέρουν σύγχυση καί σχισματικές καταστάσεις;» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στό http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html).
[2] Ἀκόμα καὶ στὴν Β΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία συγκλήθηκε, ἀρχικά, ὡς Τοπικὴ Σύνοδος τοῦ Ἀνατολικοῦ Κράτους, οἱ Πατέρες της ἀμέσως μετὰ τὴ λήξη τῶν ἐργασιῶν της ἀπαντώντας σὲ πρόσκληση τοῦ Ρώμης νὰ συμμετάσχουν σὲ νέα Σύνοδο, ἀρνήθηκαν προβάλλοντας τὸ λόγο ὅτι συμμετεῖχαν ἤδη σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη 381).
[3] Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Καθηγητοῦ π. Cyril Hovorum στὸ 8ο Συνέδριο Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Θεσσαλονίκη, 21-25.5.2018) ποὺσυνδέει τὴν ἀναγνώριση Αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία μὲ τὴν ἄρνηση τῆς Κανονικῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας (ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας) καὶ προσωπικά του Ἀρχιεπισκόπου Ὀνουφρίου νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης! Εἶπε ἐπὶ λέξει ὁ καθηγητὴς Hovorum: «Ἐδῶ θὰ ἤθελα ἐπίσης νὰ ἀναφερθῶ στὴ ρητορική τῆς ἡγεσίας τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ποὺ εἶναι δεύτερος στὴν τάξη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸν Πατριάρχη Μόσχας, καὶ πάντοτε συμμετέχει σὲ ὅλες τὶς συνοδικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τόσο προσεκτικὸς στὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο, ὅπως τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ἐπίσημη ρητορική της Ρωσικῆς Ἐκκλησίας κατονομάζει τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο ὡς Σύνοδο, τουλάχιστον λένε ὅτι εἶναι Σύνοδος, ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος τῆς Οὐκρανίας τὴν ἔχει ἀποκαλέσει ἕνα Συνέδριο, Conference, μερικῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν. Πιστεύω ὅτι ὁ Πατριάρχης Κύριλλος δὲν ἔχει προσωπικές, ἰδεολογικὲς διαφοροποιήσεις μὲ τὸ πρόγραμμα τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου. Τὰ κίνητρά του γιὰ τὴ Σύνοδο εἶναι ἄλλου εἴδους. Ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος ὅμως εἶναι ἀντίθετος στὴ Σύνοδο ἰδεολογικά. Εἶναι ἕνας πολὺ συντηρητικὸς Ἱεράρχης, ἅγιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ συντηρητικὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος φαίνεται πολὺ φιλελεύθερη, τὸ λέει καὶ αὐτός, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ καὶ ὑποστηρίζει ἄλλους νὰ φέρονται πιὸ ἀνοιχτὰ καὶ πιὸ ἀνοιχτὰ κριτικὰ ἀπέναντι στὴ Σύνοδο. Τὸ στόμα τοῦ Μητροπολίτη Ὀνούφριου γιὰ τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μπάντσεν Λογγίνος. Αὐτὸς εἶναι Βοηθὸς Ἐπίσκοπος στὴ Μητρόπολη ἀπὸ ὅπου προέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ὀνούφριος. Ὁ Λογγίνος ἦταν μοναδικὸς Ἀρχιερέας ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ Σύναξη ποὺ συνῆλθε στὴ Θεσσαλονίκη (σ.σ. ἐννοεῖ στὸν Πειραιὰ) τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2017 (σ.σ. 2016) γιὰ νὰ καταδικάσει τὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο. Κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Λογγίνου ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι αἱρετικὴ ἐπειδὴ προωθεῖ τὸν οἰκουμενισμό. Ὑπογραμμίζω ὅτι εἶναι ὁ μοναδικὸς Ἀρχιερεὺς ποὺ ἔλαβε μέρος σὲ αὐτὴ τὴ Σύναξη (σ.σ. που διοργάνωσαν τέσσερις Μητροπόλεις και η Σύναξη Κληρικών και Μοναχών). Παρὰ τὶς ἐνέργειες καὶ τοποθετήσεις καὶ νουθετήσεις του ποὺ δὲν συμπίπτουν μὲ τὶς ἐπίσημες ἀποφάσεις τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Λογγίνος ἀπολαμβάνει τὴν ὑποστήριξη τοῦ Προκαθημένου τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὸν προώθησε ἀπὸ Ἐπίσκοπο σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοῦ δείχνει καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς εὔνοιάς του. Συμπερασματικά, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες ποὺ ἀντιδροῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἔχουν διαφορετικὲς σκοπιμότητες. Ὁ Πατριάρχης Μόσχας καὶ οἱ ἐπίσημοι συνοδικοὶ θεσμοὶ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζουν αὐτὴ ὡς Σύνοδο ἀλλὰ ὄχι ὡς Ἁγία ἢ Μεγάλη ἢ Πανορθόδοξη. Καὶ ὁ λόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς Συνόδου, οἱ ἐνέργειές της σκοπεύουν νὰ ὑποβαθμίσουν τὴ σημασία καὶ τὸ κύρος αὐτῆς, ὄχι νὰ τὰ ἐξουθενώσουν ἐντελῶς. Ταυτόχρονα ὑπάρχει καὶ κίνημα ἀκραίου συντηρητισμοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπορρίπτει τὴ Σύνοδο χωρὶς ἐπιφυλάξεις καὶ θεωροῦν ὡς αἱρετική, ὡς μὴ Ὀρθόδοξη κλπ. Καὶ στὸ κίνημα αὐτὸ συμμετέχουν κυρίως λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ κληρικοί, ἀλλὰ καὶ κάποιοι Ἐπίσκοποι. Τὸ ἐπίκεντρό της ἀντίστασης αὐτῆς κατὰ τῆς Συνόδου, στὸ ἐπίσημο ἐπίκεντρο, πιστεύω, δυστυχῶς, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας σὲ ἕνωση μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Παρότι ἡ Μόσχα δὲ συμμερίζεται αὐτὲς τὶς ὁλοκληρωτικὲς τοποθετήσεις τὶς ἐκμεταλλεύεται, πιστεύω, γιὰ δικούς της λόγους. Ἐδῶ νομίζω ὑπάρχει ἡ ἀναλογία μὲ τὸ πολυσυζητημένο θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου της Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἡ Μόσχα ἐκμεταλλεύεται τὶς φοβίες ποὺ τῆς δείχνει ἡ Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία γιὰ τὴν Δύση ποὺ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προμήνυε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ Οὐκρανικὸ Σχίσμα. Ἡ ἡγεσία τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κινεῖται ἀπὸ τὸν συντηρητικὸ φόβο νὰ ἀλλάξει τὸ ἐκκλησιαστικὸ status quo στὴν Οὐκρανία, ἐνῶ ἡ Μόσχα σκοπεύει νὰ ἀλλάξει τὸν δικό της status quo στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο»!
[4] Βλ. σχετική συζήτηση στὴν 4η συνεδρίαση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στό Σπ. Μήλιας, Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τ. Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγ. Ἄννης, Ἃγ. Ὅρος, (στό ἑξῆς: Πρακτικά) τ. Β΄ σσ. 162-164. Mansi 7, 49Α-61Α. ACO 2,1,2,110-114.
[5] Π.χ. ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐκπροσωποῦνταν ἀπὸ 2-5 παπικοὺς λεγάτους, ἐνῶ μετὰ τὴν ἀραβικὴ κατοχὴ τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς (Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων) τὰ Πατριαρχεῖα αὐτὰ ἐκπροσωποῦνταν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἀπὸ 2-3 πρόσωπα.
[6] Ἰ. Ζηζιούλα, Θέματα Ἐκκλησιολογίας, Πανεπιστημιακὲς παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 71-73.
[7] Πρακτικά Γ΄ 227, Μansi 12, 999B, ACO (2008) 2,3,1,37-38.
[8] Πρακτικά Γ΄ 306-312, Μansi 13, 133C-157A.
[9] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου, Ἡ “Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνοδος”, θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2018, (στὸ ἑξῆς: Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος), σ. 250-254, 296-301, 430-431.
[10] Στὴν Α΄ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, στὴν Γ΄ ὁ Ἅγ. Κύριλλος, στὴν Δ΄ ὁ Μ. Λέων δι’ ἀντιπροσώπων, στὴν Ζ΄ ὁ Ἅγ. Ταράσιος, στὴν Η΄ ὁ Μ. Φώτιος, στὴν Θ΄ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς.
[11] Στὴν Β΄ ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν Δ΄ καὶ στὴν Ε΄ ὁ Ἅγ. Κύριλλος, στὴν Στ΄ ὁ Ἅγ. Μάξιμος, στὴν Ζ΄ ὁ Ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός.
[12] π. Ἀν. Γκοτσόπουλος, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ὁ ἐπίσκοπός της στὰ Πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, 2016, σ. 235-250.
[13] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Τὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, μετφρ. Ἀρχιμ. Ζαχαρίας, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2010, σ. 32-33.
[14] Πρακτικά Β΄ σ. 88, Mansi 6, 689A, ACO 2,1,1,11923.
[15] Βλ. τὸν ἐνδελεχῆ ἔλεγχο πλαστότητας τῶν προσκομισθέντων πρακτικῶν της Ε΄ ΟἰκουμενικῆςΣυνόδου κατὰ τὴν 14η πράξη τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς, Πρακτικά, Γ΄ 130-134, Mansi 11, 583-596, ACO 2,2,2,628-654.
[16] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 250-254, 296-301, 430-431.
[17] Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 118.
[18] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 25-47.
[19] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 250-254, 205, 594, 597 και 296-301, 430-431.
[20] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.
[21] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.
[22] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 661.
[23] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 415, 662, 684.
[24] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 662.
[25] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 473, 684, 727-728.
[26] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 425-427.
[27] Ἀναλυτικὸς σχολιασμὸς τῶν τροποποιήσεων ποὺ εἰσηγήθηκε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὸ Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 441-471.
[28] Γρ. Λαρεντζάκης, «Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», β΄ μέρος, (http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html): «Ἔπρεπε, λοιπόν, οἱ Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν τέτοιες ἀποφάσεις νά γνωρίζουν, ὅτι ἐκ τῶν προτέρων δημιουργοῦσαν νέα καί ἐν πολλοῖς ἀνυπέρβλητα προβλήματα καί γιά τίς ἴδιες Ἐκκλησίες των, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔγινε, διότι ὡρισμένες ἐξ αὐτῶν λόγω τῆς οἰκειοθελοῦς αὐτοδεσμεύσεώς των δέν προσῆλθαν κἄν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἄλλες ἀναγκάστηκαν τελικά νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τίς ἴδιες τίς ἀποφάσεις των καί νά προσαρμοσθοῦν ἔστω καί μερικῶς, πρός τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὅμως μέ μεγάλο τίμημα καί νέες ἐντάσεις κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου μεταξύ τῶν Συνοδικῶν Πατέρων, ἀλλά καί στό ἴδιο σῶμα των μέ διάφορες ἀντιδικίες καί ἀλληλοκατηγορίες τηρήσεως ἤ μή τῶν προαποφάσεων τῶν Συνόδων των, μέ ἐλιγμούς καί παλινδρομήσεις. Ὅλα αὐτά μή ἀναγκαῖα, περιττά καί ἐπιζήμια»!
Ἐπίσης ὁ κ. Εὐ. Σωτηρόπουλος (www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/14537-i-ekklisia-kai-i-agia-kai-megali-sunodos) σημείωσε: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας ἔφτασε στὴν Κρήτη μὲ συγκεκριμένα αἰτήματα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν Προσυνοδικῶν ἐγγράφων. Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση, εἰδικὰ πρὶν ἀπὸ μία Σύνοδο, εἶναι ἀμφισβητήσιμη, στὴν καλύτερη περίπτωση. Γιατί λοιπόν, ἀρχικῶς, μία ἄκαμπτη, προκαθορισμένη προσέγγιση ἀπομακρύνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν συνεργασία μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων, ὅταν συγκεντρωθοῦν στὴ Σύνοδο».
[29] Πρακτικά, τ. Γ΄, σ. 46, Mansi 11, 285, ACO 2,2,1,12210.
[30] Πρακτικὰ, τ. Γ΄, σ. 121, Mansi 6, 908D, ACO 2,1,1,19130.
[31] Ἰ. Ζηζιούλα, Θέματα Ἐκκλησιολογίας, Πανεπιστημιακὲς παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 71-73.
[32] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 426-427.
[33] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 424-427.
[34] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 433. Επίσης, Δημήτριος Σαλάχας, «Ἡ πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδος καί οἱ διαχριστιανικές σχέσεις˙Ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου: Ἐμπεδώνεται ἡ βούληση διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον. Ἐπιπτώσεις στό διάλογο μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία», «Ἀνοιχτοί Ὀρίζοντες» «Πανορθόδοξη Σύνοδος καί διαχριστιανικές σχέσεις», τ. 1101 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2016) 6-11, καί http://jesuits.gr/wp-content/uploads/2018/01/Τεύχος-1101.pdf: «Ἡ Σύνοδος δέν χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «σχισματικές ἤ αἱρετικές χριστιανικές κοινότητες», ἀλλά τίς ἀποκαλεῖ «ἑτερόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁμολογίες» μή εὑρισκόμενες ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ἄλλες λοιπόν Χριστιανικές Ἐκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Καθολικῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, χαρακτηρίζονται ὡς «ἑτερόδοξες», ὁ δέ ὄρος «Ἐκκλησία» γίνεται ἀποδεκτός «κατά τήν ἱστορική του μόνο ὀνομασία» καί ὄχι «κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν» αὐτῆς. Αὐτό σημαίνει - ἐμμέσως πλήν σαφῶς - ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ οὐσιαστική ἔννοια καί φύση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς «Ἐκκλησία» μέ βάση τήν ἀποστολική διαδοχή καί ἑπομένως τήν ἐκκλησιολογική καί μυστηριακή αὐτῆς ὑπόσταση καί δομή… Μέλλει νά διασαφηνισθεῖ καί ἀπό πλευρᾶς τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς μέ ποιά ἐκκλησιολογική βάση διεξάγει τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία. Αὐτό δέν φάνηκε στίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη, τοὐλάχιστον ὡς πρός τήν Καθολική Ἐκκλησία», καί Στ. Τσομπανίδης, «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμένη στὸν 21ο αἰώνα: Ἡ “ἐκκλησιολογική πρόκληση” μετὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη (2016)» (blogs.auth.gr/moschosg/ορθοδοξία-και-οικουμένη-στον-21ο-αιώνα/): «Ἐνῶ ὅμως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο βῆμα ὡς πρὸς τὴν ἑδραίωση τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, τὸ βῆμα αὐτὸ ἔμεινε μετέωρο. Δὲν μπόρεσε νὰ ἐξηγήσει σὲ αὐτοὺς μὲ τοὺς ὁποίους διαλέγεται πῶς βιώνει ἡ Ὀρθοδοξία τὴ σχέση τῆς μαζί τους καὶ τί εἶναι αὐτοὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ ζήτημα αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ λεγόμενη «ἐκκλησιολογικὴ πρόκληση».Ὑπάρχει ἕνα ἔλλειμμα, … Ἑβδομήντα χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἔναρξη τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τὴν ἄλλων χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν εἶναι ἕνα ἄλυτο πρόβλημα… Ἡ Σύνοδος ὄχι μόνο δὲν ἔλυσε τὸ πρόβλημα, ἀλλὰ πῆγε κατὰ κάποιον τρόπο καὶ πιὸ πίσωἀπὸ τὴν πιὸ ἐπίσημη, ἕως τὴ σύγκλησή της, σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο τοποθέτηση γιὰ τὸ ζήτημα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πρὸς τὰ ἐκτός των ὁρίων αὐτῆς ὑφιστάμενα χριστιανικὰ σώματα ποὺ ἔγινε τὸ 1986 στὴν Γ΄ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη μὲ τὰ κείμενα «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενική… Πάντως, ὅπως καὶ ἂν θεωρηθεῖ ἡ τροποποίηση στὴν παράγραφο 6, τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πῶς ἐκλαμβάνονται οἱ ἑτερόδοξοι ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καθὼς καὶ ὁ βαθμὸς τῆς σχέσης τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραμένουν ἀδιευκρίνιστα. Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ἔχουν παύσει οἱ ἀμφίρροπες ἑρμηνεῖες, ἀξιολογήσεις καὶ ἀναφορὲς στὸ θέμα αὐτό, ὅπως εἶχαν ὁραματιστεῖ οἱ πρωτεργάτες τῆς προσυνοδικῆς πορείας, καὶ δὲν ἔχει ἐκλείψει καὶ ὁ «διχασμὸς» σὲ «συντηρητικοὺς» καὶ «νεωτεριστές», σὲ «παραδοσιακοὺς» καὶ «οἰκουμενιστές», σὲ «πλειοδότες» καὶ «μειοδότες» τῆς ὀρθοδοξίας, σὲ πιστοὺς καὶ σὲ λιγότερο πιστοὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ διδασκαλία της».
[35] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 506 καί 425, 433.
[36] Θεοδρομία, 18(2016) 3-4, σ. 648.
[37] «Ὄντως προβλήματα συντάξεως καί ὕφολογικῆς διατυπώσεως, τά ὅποια δημιούργησαν δυσκολίας κατανοήσεως τοῦ ὅλου σκεπτικοῦ τοῦ νέου κειμένου, μέ ἄμεσον ἐπακόλουθον καί τήν προσέγγισιν τοῦ ὅλου περιεχομένου τοῦ κειμένου… Ἐπιπλέον δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι αὐτή αὕτη ἡ χρησιμοποιούμενη ὁρολογία καί αἱ γλωσσικαί διατυπώσεις, ἐν πολλοῖς νέαι, δημιουργοῦν ἀρκετάς παρερμηνείας, αἱ ὁποῖαι δικαίως ὁδηγοῦν καί εἰς ἄλλας κατανοήσεις», Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Μεσσηνίας, «Ὑπόμνημα περί τοῦ κειμένου τῆς Ε' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως…», 1.4.16, σ. 3, στό https://www.romfea.gr/images/article-images/2016/04/romfea2/ipomnhm.pdf.
[38] π. Ἀν. Γκοτσοπούλου, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)», Θεοδρομία, ΙΗ΄ (2016) τ. 3-4, σελ. 557-565. και www.impantokratoros.gr/F99804D6.el.aspx.
[39] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 412.
[40] Ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης στὴν προσπάθειά του νὰ βρεῖ προηγούμενο σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο ἡ ὁποία νὰ σιωπᾶ καὶ νὰ μὴν καταδικάζει αἱρετικοὺς σημειώνει ὅτι «ἡ ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος τό 691 δέν ἀσχολήθηκε μέ δογματικά θέματα καί προφανῶς δέν κατεδίκασε καμμία αἵρεση» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στό http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html). Ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου. Μάλιστα, προκύπτει τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Ὁ 1ος κανόνας τῆς Πενθέκτης ἀφοῦ ἐπαναλαμβάνει ρητῶς τὶς καταδίκες τῶν πρὸ αὐτῆς αἱρετικῶν ἀναφέρεται ὀνομαστικὰ σέ ἕνα ἕκαστον ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ «Ἀρείου τοῦ δυσσεβοῦς» μέχρι τῶν μονοθελητῶν καὶ καταλήγει: «ἀποβαλλόμενοί τε, καὶ ἀναθεματίζοντες, οὓς ἀπέβαλον, καὶ ἀνεθεμάτισαν, ὡς τῆς ἀληθείας ἐχθρούς, καὶ κατὰ Θεοῦ φρυαξαμένους κενά, καὶ ἀδικίαν εἰς ὕψος ἐκμελετήσαντας. Εἰ δέ τις τῶν ἁπάντων μὴ τὰ προειρημένα τῆς εὐσεβείας δόγματα κρατοῖ καὶ ἀσπάζοιτο, καὶ οὕτω δοξάζοι τε, καὶ κηρύττοι, ἀλλ᾿ ἐξ ἐναντίας ἰέναι τούτων ἐπιχειροῖ, ἔστω ἀνάθεμα, κατὰ τὸν ἤδη ἐκτεθέντα ὅρον ὑπὸ τῶν προδηλωθέντων ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων, καὶ τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος, ἐξωθείσθω καὶ ἐκπιπτέτω. Ἡμεῖς γὰρ οὔτε προστιθέναι τι, οὔτε μὴν ἀφαιρεῖν, κατὰ τα προορισθέντα, παντελῶς διεγνώκαμεν, ἢ καθ᾿ ὁντιναοῦν δεδυνήμεθα λόγον».
[41] Ὁ καθηγητὴς Γρ. Λαρεντζάκης θέλοντας νὰ δικαιολογήσει ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καλῶς δὲν ἀναφέρθηκε σὲ αἱρετικοὺς καὶ δὲν καταδίκασε καμία κακοδοξία σημειώνει: «Δέν εἶχαν λοιπόν, οἱ Οἰκουμενικές καί ἄλλες Σύνοδοι πρώτιστο σκοπό τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά τήν διαλεύκανση τῆς ἀληθείας πρός σωτηρίαν τῶν πιστῶν. Κατεδίκασαν βεβαίως τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρεσιάρχες, ἀλλά πρώτιστο μέλημα ἦταν ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἁρμονική συνύπαρξη τῶν πιστῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν» (Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στόhttp://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html). Ὅμως, γιὰ τοὺς Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων «ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας» ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ διπλὴ ὁριοθέτηση τῆς πίστης: θετικὰ(διατυπώνοντας τοὺς δογματικοὺς ὅρους) καὶ ἀρνητικὰ (καταδικάζοντας τοὺς κακοδόξους καὶ τὶς κακοδοξίες τους). Αὐτὸ ἔγινε σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς χωρὶς καμία ἐξαίρεση! Κάτι ἤξεραν περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ τὴν σταθερὴ καὶ πάγια πράξη τους στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
[42] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 412.
[43] Γρ. Λαρεντζάκης, Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Α΄ χιλιετίας καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, β΄ μέρος, στο http://anastasiosk.blogspot.gr/2016/11/h.html.
[44] ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΧ, Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 28.10-9.11.1985, Πρακτικά-Κείμενα, ἔκδ. Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ Γενεύης 2014, σ. 104-108.
[45] Βλ. σημείωση 34.
[46] ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΧΙ, Δ΄ Προσυνοδική ΠΑνορθόδοξος Διάσκεψις, 6-13 Ιουνίου 2009, Πρακτικά-κείμενα, ἔκδ. Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ-Γενεύης 2015, σ. 291.
[47] ΑΡΝΗΘΗΚΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ὡς Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο(ἀναλυτικότερα βλ. Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 707-713):
i.Τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας στὴν ἀπόφαση τῆς 27.6.16 ἀναφέρει: «Θεωρεῖ τὴν Συνάντηση τῆς Κρήτης ὡς μία προκαταρκτικὴ Συνέλευση τῆς Πανορθοδόξου Μεγάλης Συνόδου. Ἀρνεῖται τὴν ἀπόδοση τοῦ συνοδικοῦ χαρακτήρα σὲ ὁποιανδήποτε ὀρθόδοξη συνέλευση, στὴν ὁποία δὲν συμμετέχουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες… Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἑπομένως, ἀρνεῖται τὴν ὀνομασία τῆς Συνελεύσεως τῆς Κρήτης ὡς "Μεγάλης καὶ Πανορθοδόξου Συνόδου” ἢ “Μεγάλης καὶ Ἁγίας Συνόδου”. Όλες οἱ ἀποφάσεις, ἀλλὰ καὶ ὅλα ὅσα ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὴ Συνέλευση τῆς Κρήτης δὲν δεσμεύουν κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας»!
ii. Τὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας (Ἀπόφαση Ἱ. Συνόδου 15.7.16) «ἡ γενομένη στὴν Κρήτη Σύνοδος εἶναι ἀδύνατο νὰ θεωρεῖται Πανορθόδοξη οὔτε τὰ ἔγγραφα τὰ ὁποία ἐνέκρινε ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς πανορθοδόξου ὁμοφωνίας». Ἐπιφυλάσσεται γιὰ τὸ θεολογικὸ σχολιασμὸ τῶν ἀποφάσεων τῆς Κρήτης. Ἡ Σύνοδος χαρακτηρίζεται «forum 10 Ἐκκλησιῶν»!
iii. Τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας, στὴν συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς 15.11.16 ἀναφέρει: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συνοψίζει τὴν ἀπόφασή της ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δὲν εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Πανορθόδοξη:
1. Λόγῳ τῆς μὴ συμμετοχῆς σὲ αὐτὴν μίας σειρᾶς Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐξαιτίας ὀργανωτικῶν καὶθεολογικῶν λαθῶν ποὺ ὑπῆρξαν κατὰ τὴν προετοιμασία της.
2. Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῶν κειμένων ποὺ ἐγκρίθηκαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι κάποια ἀπὸ αὐτὰ περιέχουν θέσεις ἀντίθετες μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴ δογματικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων.
3. Ἀπαιτεῖται περαιτέρω θεολογικὴ συζήτηση καὶ ἐπεξεργασία τῶν κειμένων ὥστε νὰ διορθωθοῦν ἢ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ νέα ποὺ θὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας».
iv. Τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας μὲ αἰτιολογημένη ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου (10.6.16) δὲν συμμετεῖχε λόγῳ ἔντονης διαφωνίας μὲ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα περὶ Γάμου, Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κυρίως Σχέσεις μὲ ἑτεροδόξους.
v. Ἀκόμα καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, ποὺ συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο, ἀπεφάνθη ὅτι: «τὰ ἔγγραφα μποροῦν να ἐξηγηθοῦν, νὰ διαφοροποιηθοῦν ἐν μέρει ἢ νὰ ἀναπτυχθοῦν ἀπὸ μία μελλοντικὴ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὡστόσο ἡ ἐρμηνεία τους καὶ ἡ σύνταξη νέων συνοδικῶν ἐγγράφων γιὰ διάφορα θέματα δὲν θὰ πρέπει, νὰ γίνει κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ χρόνου, ἀλλὰ οὔτε ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τῆς πανορθόδοξης συναίνεσης, ἀλλιῶς θὰ πρέπει νὰ ἀναβληθεῖ καὶ νὰ τελειοποιηθεῖ μέχρι νὰ ἐπιτευχθεῖ συναίνεση».
vi. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (Σύνοδος Ἱεραρχίας 24.11.16). Ὁ εἰσηγητὴς στὴν Ἱεραρχία πρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος «νὰ ἀναθέσει σὲ ἁρμοδίαν ἢ καὶ σὲ εἰδικὴν Συνοδικὴν Ἐπιτροπὴν τὴν σὲ βάθος μελέτην καὶ θεολογικὴν ἀποτίμησιν τῶν ἐκκλησιολογικῶς καὶ θεολογικῶς τεκμηριωμένων κειμένων ποὺ ἔχουν ἤδη γραφεῖ καὶ ἐμπεριέχουν εἴτε θετικὲς ἢ καὶ ἐπιφυλακτικὲς θέσεις γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ὀφείλομεν, ὡς ὑπεύθυνοι καὶ φιλόστοργοι Ποιμένες, μετὰ μεγίστης προσοχῆς καὶ ποιμαντικῆς εὐαισθησίας νὰ ἀκούωμεν ὅλες τὶς σοβαρὲς καὶ ἐποικοδομητικὲς θέσεις. Τὸ καταστάλαγμα αὐτῆς τῆς μελέτης, ποὺ θεωρῶ ὅτι ἐκφράζει δυνατὰ ἕνα Συνοδικὸν ἦθος καὶ ποιότητα, μπορεῖ νὰ βοηθήσει, καταλλήλως ἀξιοποιούμενον, οὐσιαστικῶς καὶ τὴν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν μας καὶ τὴν Πανορθοδοξίαν συνολικῶς»
vii. Ἀκόμα καὶ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετεῖχαν τὴν ἀμφισβητοῦν: Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας (Σερβίας) Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς): «Περὶ τῆς νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζομένης ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζομένης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς “συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ὑπ’ ἀμφισβήτησιν τιθεμένης καὶ ὑπὸ πλείστων συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων»!
Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο Ὀρθοδόξου Συνόδου ποὺ νὰ ἀμφισβητεῖται τόσο ἔντονα ἀπὸ τόσες Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε στοιχειωδῶς σοβαροὶ θὰ πρέπει νὰ σταματήσει τὸ “παραμύθι” περὶ «πανορθοδόξου» Συνόδου!
[48] Ἀκόμα καὶ πολλοὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ συμμετεῖχαν τὴν ἀμφισβητοῦν: Ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας (Σερβίας) Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς): «Περὶ τῆς νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν Κολυμπαρίῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζομένης ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζομένης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς “συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ὑπ’ ἀμφισβήτησιν τιθεμένης καὶ ὑπὸ πλείστων συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων»!
[49] Ἡ ἀπὸ 18.11.2016 ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Ἱερώνυμον: «Ὅθεν, παρακαλοῦμεν τὴν Ὑμετέραν Μακαριώτητα καὶ τὴν περὶ Αὐτὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς μετασχούσης τῆς ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ συναποφασισάσης καὶ συνυπογραψάσης πάντα τά Συνοδικὰ κείμενα ὅπως, εἰς ἐφαρμογὴν τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ταύτης, καθ’ ἣν τα κείμενα ταῦτα τυγχάνουσι δεσμευτικὰ διὰ πάντας τούς Ὀρθοδόξους πιστούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς (βλ. Κανονισμὸν Ὀργανώσεως καὶ Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄρθρον 13, παρ. 2), λάβητε τὰ προσήκοντα μέτρα καὶ προβῆτε εἰς τὰς δεούσας συστάσεις πρὸς τοὺς εἰρημένους κληρικοὺς καὶ πρὸς τὰ συγκεκριμένα στελέχη ἳνα παύσωσι νὰ ἐνεργῶσιν ἀντιεκκλησιαστικῶς καὶ ἀντικανονικῶς, νὰ σκανδαλίζωσι ψυχάς, "ὕπερ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε”, καὶ νὰ προκαλῶσι προβλήματα εἰς τὴν ἑνιαίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.… οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἔχομεν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θέλετε ἐνεργήσει τὸ δέον, κατὰ τὴν κανονικὴν ἀκρίβειαν, καὶ προβῆ εις τὰς δεούσας πρὸς τοὺς εἰρημένους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἐκκλησιαστικάς συστάσεις καὶ προτροπάς, ἳνα μὴ δίδωσιν ἀφορμάς εἰς "σκάνδαλα", ἐπὶ ἀπειλῇ ἐπιβολῆς, ἐν περιπτώσει μὴ ἀνανήψεως, τῶν προβλεπόμενων ὑπὸ τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων κυρώσεων, πρὸς θεραπείαν τῶν διὰ τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῶν προκαλουμένων εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μωλώπων….Πρὸς τούτοις, ὡσαύτως παρακαλοῦμεν θερμῶς τὴν Ὕμετεραν Μακαριότητα ὅπως ἐπιστήσῃ ἰδιαιτέρως τὴν προσοχὴν τῶν προκαλούντων διὰ δηλώσεων καὶ ἐγκυκλίων αὐτῶν ἀναστάτωσιν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς τῶν ἀνωτέρω ρηθέντων Μητροπολιτῶν Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας καὶ Πειραιῶς, σὺν τῇ δηλώσει ὅτι ἐὰν δὲν ἀνανήψωσι καὶ δὲν ἔλθωσιν εἰς ἑαυτοὺς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον θέλει ἀντιμετωπίσῃ τὸ δημιουργούμενον πρόβλημα διὰ τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μυστηριακῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν, ὡς προκαλούντων τὴν κοινὴν εὐθύνην καὶ τὸ χρέος πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Ποιμένων πρὸς διασφάλισιν τῆς ἑνότητος, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἑνιαίας μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
[50] Πρακτικά, τ. Α΄ σ. 632-633, Mansi 4, 1428-1429, ACO 1,1,2,65-69.
[51] Ἰεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σ. 712.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Ἡ «ἐσχάτη πλάνη» τῆς Μεγάλης Συνόδου
Ιούνιος 19, 2018
Δύο χρόνια μετὰ τὴ σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου στὴν Κρήτη καὶ ἀφοῦ ἔχουν γραφεῖ τόσα γι᾿ αὐτὴν καὶ τὶς ἀποφάσεις της, ἦρθε νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί της καὶ τὸ 8ο Διεθνὲς Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὶς 21 μέχρι τὶς 24 Μαΐου 2018 στὴ Θεσσαλονίκη. Θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν ἀκριβῶς αὐτό: «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τὸν 21ο αἰώνα». 120 ὁμιλητὲς ἀπὸ 15 χῶρες καὶ 25 Θεολογικὲς Σχολές, Ἰνστιτοῦτα καὶ Ἑρευνητικὰ Κέντρα παρουσίασαν τὶς εἰσηγήσεις τους στὸ Συνέδριο αὐτό.
Εὔκολα διαφαίνεται ἡ σκοπιμότητα συγκλήσεως τοῦ Συνεδρίου μὲ τέτοιο θέμα. Ὅμως ἕνα ζήτημα μᾶς ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση καὶ μᾶς προξένησε πολλὴ θλίψη. Τὸ εἴδαμε ἀρχικὰ στὴν περιέχουσα σημαντικὰ στοιχεῖα εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, τὸ συναντήσαμε κατόπιν καὶ στὴν εἰσήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη. Καθὼς δὲν ἔχουν δημοσιευθεῖ ὅλες οἱ εἰσηγήσεις, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔχουν ἀναφερθεῖ καὶ ἄλλοι σ᾿ αὐτό.
Πρόκειται γιὰ τὸν ὅρο «ἑτερόδοξοι», τὸν ὁποῖο καὶ οἱ δύο εἰσηγητὲς ἀντιδιαστέλλουν ἀπὸ τὸν ὅρο «αἱρετικοί». Ὑποστηρίζουν δηλαδὴ ὅτι οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται σὲ διάλογο, δὲν εἶναι αἱρετικὲς ἀλλὰ ἁπλῶς ἑτερόδοξες. Μάλιστα ὁ Σεβασμιώτατος προτείνει ὅτι σὲ μία μελλοντικὴ ἀνάλογη Σύνοδο ὀφείλουμε «νὰ ἐπαναξιολογήσουμε τὴ χρήση τοῦ ὅρου “αἱρετικός”, διακρίνοντάς τον ἀπὸ τὸν ἑτερόδοξο χριστιανὸ ἢ ἀπὸ τὸν ὁμόδοξο σχισματικό, κάτι ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας».
Ἀλήθεια, θὰ παίζουμε μὲ τὶς λέξεις; Ἑτερόδοξος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει διαφορετικὴ «δόξα», διαφορετικὸ «δόγμα», ὅπως καὶ ὁ αἱρετικός. Ἑπομένως οἱ ὅροι “ἑτερόδοξοι” καὶ “αἱρετικοὶ” εἶναι ταυτόσημοι· πῶς θὰ τοὺς διακρίνουμε ὡς κάτι διαφορετικό; Βέβαια γιὰ λόγους ἐντυπώσεως χρησιμοποιεῖται κατὰ κόρον σήμερα ὁ ὅρος “ἑτερόδοξοι” γιὰ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς, αὐτὸ ὅμως δὲν ἀλλάζει τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι αἱρετικοί.
Γι᾿ αὐτὸ τὶς “ἑτερόδοξες” ἢ “ἑτερόδοξες ἀδελφὲς ἐκκλησίες”, ὅπως ἀποκαλοῦνται στὶς παραπάνω εἰσηγήσεις οἱ ποικίλες ὁμολογίες, ὁ μέγας σύγχρονος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τὶς ὀνόμαζε μὲ ἀκρίβεια αἱρέσεις καὶ ψευδοεκκλησίες. Ἔγραφε:
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις.»
(Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224)
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας· καὶ κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα, ὅποια θέση κι ἂν κατέχει, νὰ τὴν ἀλλάξει. Ἂν τὸ κάνει, κινδυνεύει νὰ βρεθεῖ στὸν χῶρο ποὺ περιγράφουν αὐτοὶ οἱ ταυτόσημοι ὅροι “ἑτερόδοξοι” καὶ “αἱρετικοί”. Κι αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ «ἐσχάτη πλάνη» τῶν ἀμφίσημων θέσεων τῆς Μεγάλης Συνόδου, τὴν ὁποία μὲ πάθος ὑπερασπίζονται.
Πηγή: Ὁ Σωτήρ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 4η Ιουνίου 2018,
ΝΕΑ ΑΓΩΝΙΩΔΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΣ ΤΗΣ «ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Η «Σύνοδος» της Κρήτης, δύο περίπου χρόνια μετά την πραγματοποίησή της, συνεχίζει να αποτελεί το «αντιλεγόμενο σημείο» σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Από την μια μεριά οι θιασώτες της προσπαθούν με νύχια και δόντια να περισώσουν το κύρος της και να την παρουσιάσουν ως γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδο και ως ένα μεγάλο και ιστορικό εκκλησιαστικό γεγονός παγκοσμίων διαστάσεων.
Διοργανώνουν Συνέδρια το ένα μετά το άλλο, στα οποία επιχειρούν θεολογικά άλματα, καταφεύγουν σε θεολογικούς ακροβατισμούς, διαστρέφουν χωρία από την αγία Γραφή και τους Πατέρες, προσπαθούν με χίλιες δυό επινοήσεις και σοφιστείες να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, για να παρουσιάσουν τις αποφάσεις της ως Ορθόδοξες και τους ετεροδόξους αιρετικούς ως «Εκκλησίες». Από την άλλη, όσοι εμμένουν στην γραμμή των αγίων Πατέρων μας και στη Συνοδική και Κανονική μας Παράδοση, (συνήθως κληρικοί των κατωτέρων εκκλησιαστικών βαθμίδων, ταπεινοί μοναχοί και λαϊκοί), αγωνίζονται με την Χάρη του Θεού, να μην εισχωρήσει το δηλητήριο της οικουμενιστικής αιρέσεως στη ζωή της Εκκλησίας. Να παραμείνει η αγία Ορθόδοξη πίστη μας ανόθευτη και απαραχάρακτη, να μη θυσιαστεί στο βωμό των οικουμενιστικών σκοπιμοτήτων και να μη καταντήσει τελικά «ουραγός» και «εξάρτημα» του εφιαλτικού πανθρησκειακού οράματος.
Ο αγώνας ανθρωπίνως άνισος, διότι οι πρώτοι διαθέτουν μεγάλη εκκλησιαστική και οικονομική δύναμη και επί πλέον έχουν την αμέριστη συμπαράσταση της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού, ενώ οι δεύτεροι δεν διαθέτουν σχεδόν καμία εκκλησιαστική, ή οικονομική δύναμη. Η μόνη δύναμη τους είναι η παντοδύναμη Χάρη του Θεού, στην οποία καταφεύγουν και στην οποία στηρίζουν όλες τις ελπίδες τους. Τι θα περίμενε ένας κοσμικά σκεπτόμενος άνθρωπος από ένα τέτοιο, ανθρωπίνως, άνισο αγώνα; Ασφαλώς να επικρατήσουν κατά κράτος οι πρώτοι. Και όμως! Και εδώ είναι το θαυμαστό. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν οι οικουμενιστές, αλλά κατά παράδοξο τρόπο συνέβη το αντίθετο. Ο πιστός λαός του Θεού την αντιμετώπισε με πρωτοφανή αποστροφή. Η «Σύνοδος» της Κρήτης δεν άγγιξε τα πνευματικά του αισθητήρια. Ο λαός μπορεί να μην έχει ακαδημαϊκές περγαμηνές και θεολογικούς τίτλους, έχει όμως την εσωτερική διαίσθηση και πληροφόρηση, ότι η Σύνοδος αυτή δεν ήταν Ορθόδοξη Σύνοδος, γιατί δεν έκανε το ένα, το μοναδικό της χρέος, να ΚΑΤΑΓΝΩΣΕΙ τις υφιστάμενες αιρέσεις και παραθρησκείες παγκοσμίως. Όποιος αμφιβάλει γι’ αυτό, ας ρωτήσει τυχαία πιστούς στην Εκκλησία, για να πάρει τις απαντήσεις του.
Αυτή την παράδοξη εξέλιξη ασφαλώς την διαπίστωσαν και γι’ αυτό επεχείρησαν μια νέα αγωνιώδη προσπάθεια εμπεδώσεως και αποδοχής της στη συνείδηση του λαού. Όπως πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο, η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., (όπως πάντα πρωταθλήτρια σε τέτοιου είδους επιδόσεις), διοργάνωσε πρόσφατα, από 21 έως 25 Μαΐου, μεγάλο διεθνές Συνέδριο, με τίτλο «8ο Διεθνές Συνέδριο για την ‘Αγία και Μεγάλη Σύνοδο’», με σκοπό την αποτίμηση της εν λόγω «Συνόδου». Σύμφωνα με ανακοίνωση,
«... με εισηγήσεις 99 θεολόγων ομιλητών, διακεκριμένων Ιεραρχών και εκλεκτών καθηγητών, από 20 χώρες όλου του κόσμου και 25 Πανεπιστημιακές Σχολές και Θεολογικά Ινστιτούτα… Μεταξύ των ομιλητών ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, ο Αρχιεπίσκοπος Γέρων Αμερικής κ. Δημήτριος, οι Μητροπολίτες Σασίμων κ. Γεννάδιος, Προύσης κ. Ελπιδοφόρος, Σηλυβρίας κ. Μάξιμος, οι Επίσκοποι Αβύδου κ. Κύριλλος, Χριστουπόλεως κ. Μακάριος και πλειάδα καθηγητών, κληρικών, μοναχών, μοναζουσών, λαϊκών ανδρών και γυναικών, θα προσεγγίσουν δύο χρόνια μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο θέματα, που αναφέρονται στα επίσημα κείμενά της.»
Επιστρατεύτηκαν ούτε πέντε, ούτε δέκα εισηγητές, αλλά 99! Μεταξύ αυτών ονόματα με βαρείς και επιβλητικούς εκκλησιαστικούς τίτλους. Γιατί άραγε; Μα είναι φανερό! Για να στηρίξουν το κύρος της «Συνόδου». Να προσπαθήσουν να της δώσουν κάποια αξία, ώστε να πεισθεί ο λαός του Θεού, ότι δήθεν είναι «αγία» και να δεχτεί τις αποφάσεις της! Αλλά ποιες αποφάσεις της να δεχτεί; Μήπως αυτές που απέρριψαν οι τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Αντιοχείας και Γεωργίας), που δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο»; Μάλιστα, ακριβώς αυτές! Το γεγονός ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης έχει απορριφθεί από την εκκλησιαστική συνείδηση του Ορθοδόξου λαού των εν λόγω τεσσάρων Πατριαρχείων, (και όχι μόνον), που εκπροσωπούν τα 2/3 της ανά τον κόσμον Ορθοδοξίας, αποτελεί γι’ αυτούς την πέτρα του σκανδάλου.
Όπως είναι γνωστό η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας έλαβε στις 2.12.2017 μια μνημειώδη, ιστορική απόφαση. Οι 743 Επίσκοποιπου έλαβαν μέρος σ’ αυτή τη Σύνοδο απεφάσισαν τα εξής:
«Η γενόμενη στην Κρήτη Σύνοδος είναι αδύνατον να θεωρείται Πανορθόδοξη, ούτε τα έγγραφα τα οποία ενέκρινε αποτελούν έκφραση της πανορθοδόξου ομοφωνίας… περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίον δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας.»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι συνοδικές αποφάσεις των Ιεραρχιών των υπολοίπων τριών Εκκλησιών. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας στις 27.6.2016 ανακοίνωσε:
«Θεωρεί τη συνάντηση της Κρήτης ως μια προκαταρκτική συνέλευση της Πανορθοδόξου Μεγάλης Συνόδου. Αρνείται την απόδοση του συνοδικού χαρακτήρα σε οποιαδήποτε Ορθόδοξη συνέλευση, στην οποία δεν συμμετέχουν όλες οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες… Η Εκκλησία της Αντιόχειας επομένως αρνείται τη ονομασία της συνελεύσεως της Κρήτης, ως ‘Μεγάλης και Πανορθοδόξου Συνόδου’, ή ‘Μεγάλης και Αγίας Συνόδου’».
Το Πατριαρχείο Βουλγαρίας στις 15.11.2016 ανακοίνωσε:
«Η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε μεγάλη, ούτε πανορθόδοξη:
1. Λόγω της μη συμμετοχής σε αυτήν μιάς σειράς Ορθοδόξων Εκκλησιών εξαιτίας οργανωτικών και θεολογικών λαθών, που υπήρξαν κατά την προετοιμασία της.
2. Η προσεκτική μελέτη των κειμένων που εγκρίθηκαν από τη ‘Σύνοδο’ της Κρήτης, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι κάποια από αυτά περιέχουν θέσεις αντίθετες με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας, το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων…»
Τέλος το Πατριαρχείο Γεωργίας στις 22.12.2016 ανακοίνωσε:
«Οι αποφάσεις και τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης δεν είναι δεσμευτικά για την Εκκλησία. Είναι απαραίτητη η διόρθωση σε σημεία, ή και η πλήρης αντικατάσταση των κειμένων της ‘Συνόδου’ της Κρήτης.»
Οι συνοδικές αποφάσεις των τεσσάρων Πατριαρχείων σταράτες, ξεκάθαρες, σκέτος καταπέλτης σ’ όλους εκείνους, που έσπευσαν να πανηγυρίσουν την «Σύνοδο» ως μέγα και ιστορικό γεγονός, αλλά και σε όλους εκείνους που μέχρι σήμερα επιμένουν να την εγκωμιάζουν και να την προβάλλουν με διοργανώσεις μεγάλων και επιβλητικών Διεθνών Συνεδρίων, όπως αυτό που μνημονεύσαμε προηγουμένως.
Αλλά δεν ήταν μόνον η δικαιολογημένη αποχή των τεσσάρων Πατριαρχείων. Κατά την διάρκεια των εργασιών της εν λόγω «Συνόδου» συνέβησαν δυστυχώς και άλλα, αξιοδάκρυτα και θλιβερά γεγονότα. Γεγονότα απαράδεκτα και καταλυτικά του Συνοδικού Συστήματος. Που δεν τιμούν, ούτε τους Προκαθημένους, ούτε το Προεδρείο της «Συνόδου», ούτε τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο». Γεγονότα τα οποία, όταν βγήκαν στο φως της δημοσιότητος, αμαύρωσαν ακόμη περισσότερο το συνοδικό κύρος της «Συνόδου» αυτής. Θα μνημονεύσουμε τρείς χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που έλαβαν χώρα στα παρασκήνια της «Συνόδου». Πρόκειται για γεγονότα τα οποία ήταν μεν γνωστά και από άλλες πηγές, επιβεβαίωσε όμως ως αυτόπτης μάρτυς και ένας εκ των επισκόπων, που έλαβε μέρος στη «Σύνοδο» ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σε πρόσφατο σύγγραμμά του με τίτλο: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις»:
Α) Το προβληματικό 6ο κείμενο που αφορά τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους δεν το υπέγραψαν 17 Σέρβοι επίσκοποι, ενώ το προσυπέγραψαν μόνο 7 από τους 24 αντιπροσώπουςτης αντιπροσωπείας της Σερβικής Εκκλησίας. Και όμως ο Σέρβος πατριάρχηςκ. Ειρηναίος, καταπατώντας την απόφαση της πλειοψηφίας και ενεργώντας ως άλλος πάπας, το προσυπέγραψε και η υπογραφή του έγινε δεκτή από το Προεδρείο της «Συνόδου»(!!!), ως εκφράζουσα δήθεν την πλειοψηφία της αντιπροσωπείας. Σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της «Συνόδου», (άρθρο 12, παράγραφος 3), ο Προκαθήμενος καλείται να υπογράψει μόνον κείμενα, που εκφράζουν την «εσωτερική πλειονοψηφία» της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας του. Στην προκειμένη περίπτωση επομένως έχουμε σαφή παραβίαση του Κανονισμού. Μ’ άλλα λόγια η «Σύνοδος» περιφρόνησε τον ίδιο τον Κανονισμό Λειτουργίας της.
Β) Το προβληματικό 6ο κείμενο δεν το υπέγραψαν τέσσερις Κύπριοι επίσκοποι. Και όμως! Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος το υπέγραψε «αντ’ αυτών» χωρίς εξουσιοδότηση και παρά την κατηγορηματική άρνησή τους. Η απαράδεκτη αυτή ενέργεια του Αρχιεπισκόπου έγινε αποδεκτή από το Προεδρείο της «Συνόδου», (!!!), ενδεικτικό και αυτό της παπικής νοοτροπίας που επεκράτησε στη «Σύνοδο».
Γ) Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Μάϊος 2016), με ομόφωνη συνοδική απόφαση προχώρησε σε συγκεκριμένες διορθώσεις πάνω στα προσυνοδικά κείμενα και δέσμευσε την 24μελή αντιπροσωπεία της να εκφράσει με ακρίβεια το εκκλησιολογικό φρόνημα της τοπικής εκκλησίας. Μεταξύ των άλλων η αντιπροσωπεία δεσμεύθηκε να μην αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό των αιρετικών κοινοτήτων ως «Εκκλησιών». Η αντιπροσωπεία, ως εντολοδόχος της Ιεραρχίας, είχε καθήκον και χρέος να σεβαστεί την ομόφωνη συνοδική απόφαση της Ιεραρχίας και να παραμείνει αμετακίνητη σ’ αυτήν. Δυστυχώς ακύρωσε την εν λόγω ομόφωνη απόφαση, το δε τραγικότερο είναι ότι το Προεδρείο της Συνόδου, την έκανε αποδεκτή. Βασική αρχή του Συνοδικού Συστήματος, (βλ. 34ος Αποστολικός Κανόνας), είναι ότι οι επίσκοποι κάθε Εκκλησίας σε ζητήματα που αφορούν «την κοινήν της εκκλησίας κατάστασιν», οφείλουν να συναποφασίζουν με τον Προκαθήμενό τους «εν συνόδω», αλλά και ο Προκαθήμενος να ενεργεί πάντοτε δεσμευόμενος από την συνοδική απόφαση. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση είναι ολοφάνερο ότι έχουμε σαφή παραβίαση του παρά πάνω 34ου Αποστολικού Κανόνος.
Σύγχρονος ερευνητής της εν Κρήτης «Συνόδου» πολύ σωστά παρατηρεί:
«Εγκαλούμε τον πάπα της Ρώμης για περιφρόνηση του συνοδικού θεσμού και δεν βλέπουμε ότι στην παπική νοοτροπία της –δήθεν– υπεροχής του «πρώτου» στηρίχθηκε η λεγόμενη Πανορθόδοξη, περιφρονώντας και καταλύοντας κάθε έννοια Ορθοδόξου συνοδικότητας και κανονικής τάξεως: Ο «πρώτος» ενεργεί παπικώ τω τρόπω, αντίθετα προς την γνώμη της Συνόδου και αυτό είναι αποδεκτό στην Κρήτη! Είναι ένδειξη παρακμής της κανονικής τάξεως να έχουμε σε τόσο υψηλό θεσμικό επίπεδο «συνοδική» κατάλυση της συνοδικότητας των Τοπικών Εκκλησιών και απόπειρα επιβολής του «πρώτου» κάθε Εκκλησίας με παπικές εξουσίες[1].»
Πιο είναι το συμπέρασμα από όλα τα παρά πάνω; Το συμπέρασμα είναι ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης προκειμένου να «περάσει» τις αστήρικτες κανονικώς θέσεις της, στηρίχθηκε πάνω σε μεθοδεύσεις και σε παραβίαση θεμελιωδών αρχών του Συνοδικού Συστήματος. Αλλιώς θα είχε τιναχθεί στο αέρα… Αλλά μια «Σύνοδος» που στηρίχθηκε πάνω σε σαθρά θεμέλια, είναι δυνατόν ποτέ να σταθεί στα πόδια της; Ουδέποτε. Κάποτε θα σωριασθεί σε ερείπια. Και ήδη από τώρα άρχισε η κατάρρευσή της. Ας μην ματαιοπονούν λοιπόν οι θιασώτες της. Όσα Συνέδρια και αν συγκροτήσουν και όσο επιβλητικά και αν είναι αυτά, δεν θα επιτύχουν απολύτως τίποτε. Η «Σύνοδος» της Κρήτης έχει ήδη κριθεί στη συνείδηση του πιστού λαού του Θεού και έχει καταγραφεί στην εκκλησιαστική μας ιστορία ως αποτυχία. Η έννοια κλειδί που αποδεικνύει το ατελέσφορο της «Συνόδου» της Κρήτης είναι η διακοινωνία, το intercommunion, διότι εκεί συντρίβεται η λογική των θιασωτών της, που ενώ αποδίδουν εκκλησιαστικότητα στις αιρετικές κοινότητες, δεν αποτολμούν την συνέπεια των διακηρύξεών τους, που είναι η διακοινωνία μαζί τους, αποδεικνύοντας ότι δεν πιστεύουν τις δήθεν περισπούδαστες εισηγήσεις τους. Και έτσι κονιοτροποιείται όλη η άτεχνη και αλυσιτελής «θεολογία» τους.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
____________________________
[1] Π. Θεοδώρου Ζήση, Μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης. Η διακοπή μνημοσύνου και η δικαστική μου δίωξη, Θεσσαλονίκη 2017, σελ.24-26.
Πηγή: Ακτίνες
Σύνοδος Κρήτης: ούτε Αγία, ούτε Μεγάλη, ούτε Σύνοδος...
Η Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών με την ευκαιρία της συμπληρώσεως δύο ετών από τη Σύνοδο της Κρήτης και της διεξαγωγής αυτές τις μέρες Διεθνούς Συνεδρίου για τη Σύνοδο εξέδωσε το παρακάτω φυλλάδιο.
Το φυλλάδιο ΕΔΩ σε εκτυπώσιμη μορφή.
Τίς ἡμέρες αὐτές, τίς τόσο καθοριστικές γιά τόν εὐλογημένο καί ἔνδοξο ἀκριτικό τόπο μας, τήν Μακεδονία, ἐντείνονται οἱ προσπάθειες γιά τήν ἐξεύρεση βιώσιμης καί ὁριστικῆς λύσεως τοῦ προβλήματος τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, τοῦ λεγομένου F.Y.R.O.M. Ἐντείνεται εὐλόγως καί ἡ ἀνησυχία μας, μήπως ἡ πολλαχῶς ἀποτυχοῦσα καί πολλάκις ἀπογοητεύσασα τήν Πατρίδα καί τό Γένος μας Κυβέρνηση τῶν ΣΥΡΙΖ.ΑΝΕΛ καί τῶν δορυφορικῶν τους «προοδευτικῶν συνιστωσῶν» (εἰκονομαχικῶν, ὁμοφυλοπροωθητικῶν, διαθρησκειοτρόφων, πολυτεκνοκτόνων, πατριδο-αλλεργικῶν, τρομοσυμβατῶν, ἀναρχογόνων κ.τ.σ.) δέν ἀρθεῖ στό ὕψος τῆς περιστάσεως καί ἐπιτρέψει στούς βορείους γείτονες αὐτοπροσδιορισμό πού θά ὑπονομεύσει καί «παγιδεύσει» μέ τήν ἐκρηκτική ὕλη τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ τήν (καί πάλιν καί πολλάκις) ἐκτεθειμμένη καί ὑπό πολλῶν ὑποβλεπομένη «πυριτιδαποθήκη» τῶν Ὀρθοδόξων (εἰσέτι) Βαλκανίων.
Ἐπισκόπων ἐθνικοφρονικές «κορῶνες»...
Προκαλεῖ σαφῶς εὐχάριστη αἴσθηση ὁ ζῆλος μέ τόν ὁποῖον οἱ Ἀρχιερεῖς μας ἐδῶ στόν Ἑλληνικό Βορρᾶ, στίς ἀρχαιότατες χῶρες τῆς Ἑλλάδος, προασπίζονται (ἤ θά προασπισθοῦν τίς ἐρχόμενες ἑβδομάδες) τήν μοναδικότητα τοῦ ὀνόματός μας, τῆς Μακεδονίας, ἀκόμη καί ἄν οἱ ἴδιοι δέν εἶναι, ὡς συμβαίνει συνήθως, Μακεδόνες. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, ἄν ἕλκουν ἀπό τήν Μακεδονία μας τήν καταγωγή, θά ἔχουν παραλάβει μέ ζέση, καθώς ὅλοι μας οἱ ἐκ Δωριέων Μακεδνοί, μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν πάππων καί τῶν μαμμῶν μας, ἀπό τά αἱματοβαμμένα μνημεῖα τοῦ τόπου μας, ἀπό τό «πατριωτικό συλλογικό ἀσυνείδητο», τήν παρακαταθήκη τῆς θυσίας καί τοῦ ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου, Πατριαρχικοῦ (δέν ταυτίζουμε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τόν αἱρεσιάρχη Προκαθήμενο, βεβαίως) καί Ρωμαίικου φρονήματος τῆς μαρτυρικῆς γῆς μας, τῆς πάλαι ποτέ κοσμοκράτειρας Μακεδονίας, τῆς γῆς τῶν ἡρώων τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος!
Ὁ διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί ἀθωωτής τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος, ἔχει ἤδη προειδοποιήσει (ἐδῶ): «Θέλουν νά δώσουν τό ὄνομα Μακεδονία σέ γειτονική χώρα καί θά τό δεχτεῖτε; Ρωτῆστε καί τό λαό. Δέ θέλουμε ἀναταραχές». Παλαιότερα, τό 2011 εἶχε δηλώσει (ἐδῶ): «Δέν μποροῦν νά λεχθοῦν ποτέ “Μακεδονία”, οὔτε μέ ὄνομα πού νά ἔχει τή ρίζα τῆς λέξεως “Μακεδονία”. Ἔχουν ὡραιότατα ὀνόματα παλαιά ἀπό τήν χώρα στήν ὁποία βρίσκονται».
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους καί Κατερίνης κ. Γεώργιος, ἀπό τούς χαριζομένους καί αὐτός στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διεκήρυξε (ἐδῶ) ἐπίσης πρό ἑνός μηνός: «Ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί διατρανώνουμε πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἡ Μακεδονία εἶναι μία καί Ἑλληνική». Εἶμαι βέβαιος, ὅτι περαιτέρω ἔρευνα θά ἀποκάλυπτε καί ἄλλες παρόμοιες δηλώσεις Μητροπολιτῶν, πρόσφατες καί μή.
Πολύ ὡραῖα! Προφανῶς, οἱ Ἱεράρχες μας ἀντιλαμβάνονται, ἄν καί δέν προαπαιτεῖται γιά τήν ἐπισκοποποίηση ἡ ἀκριβής γνώση τῆς γεωπολιτικῆς, ὅτι ἡ ἀπόδοση στούς Σλαύους γείτονές μας ὀνόματος συνθέτου μέ τή λέξη «Μακεδονία», ἀποτελεῖ ἐθνική ἀπειλή, ὡς κατοχυρωμένο «προηγούμενον» (“precedent”) ὁμολογίας ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Σκοπιανῶν Νοτιοσλαύων, ὡς ἀπομείωση τῆς ἑλληνικῆς «ἀποκλειστικότητος» ἐπί παντός μακεδονικοῦ πράγματος, μέ ἀποτέλεσμα τήν διεκδίκηση καί σλαβικοῦ χρωματισμοῦ ἐπ΄ αὐτῶν, ἀλλά καί ὡς ὡρολογιακή βόμβα σέ περίπτωση (μή γένοιτο) μελλοντικῆς ὑποτέλειας τοῦ χώρου τῆς κεντρικῆς μας Μακεδονίας σέ ἑτερώνυμους ἐχθρούς (ὁπότε οἱ Σκοπιανοί πλέον θά μονοπωλοῦν ἐν παντί τό ὄνομα) κ.λπ. κ.ο.κ.
... καί ἐκκλησιολογικές «κοτρῶνες»
Ἀπορῶ, δέν κατέστη δυνατόν ἡ ἴδια κοινή (παραγωγική) λογική νά ἐπικρατήσει καί στήν λήψη ἀποφάσεων στή φαρμακερή Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου; Διότι κατά κοινή παραδοχή τῶν ἐπαϊόντων, ἡ θεολογική καί ἰδίως ἐκκλησιολογική λεπτότητα τῶν Ἱεραρχῶν μας ἐδοκιμάσθη στό Κολυμπάρι κολυμβῶσα καί... ἀπεπνίγη! Τό ὅτι τό «Σύμβολον τῆς Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως» (τό γνωστό μας «Πιστεύω»... ) ρητῶς διαγορεύει ὅτι πιστεύομεν «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν», δέν ἐβάρυνε ἆραγε διόλου στήν συνείδηση ἐκείνων πού ὑπέγραψαν (καί ὅσων στήν Ἱ. Σ. Ἱ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν Νοέμβριο τοῦ 2016 προσυπέγραψαν καί ἐπικύρωσαν), ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι εἶναι καί κεῖνοι «Ἐκκλησίες», κατά τήν 6η παράγραφο τοῦ σχετικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ Κειμένου τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»), ὅτι δηλ. ἀποδέχθηκαν «τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς [τῆς Ὀρθοδόξου] ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν;». Δέν λυπήθηκαν τούς καματηρούς ἀγῶνες τῶν Πατέρων κατά τῶν αἱρέσεων; Δέν σεβάσθηκαν τό θεόσδοτο δικαίωμα τῶν αἱρετικῶν ἑτεροδόξων νά μάθουν τήν Ἀλήθεια, ὅτι ἡ Μία (μόνη) Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος; Δέν φοβήθηκαν τά θεόπνευστα λόγια (7ος ἱ. Κανών τῆς Γ΄Οἰκ., Ϛ΄ καί ζ΄Πράξεις τῆς 8ης Οἰκ. Συνόδου) πού ἐπαπειλοῦν βαρέα σέ ὅσους ἀθετοῦν ἤ ἀλλοιώνουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως;
Ὥστε ὁ Παναγιώτατος κ. Ἄνθιμος, ἀντίθετα μέ τήν Μακεδονία, χῶρο ἐπίγειο καί οἰκεῖο, δέν θεωρεῖ ὅτι ὀφείλει νά τηρήσει τήν ἴδια στάση καί γιά τήν Ἐκκλησία, χῶρο τῶν «οὐρανίων δογμάτων»! Δέν θεωρεῖ ὅτι ὄφειλε νά πεῖ, προσαρμόζοντας τά παραπάνω λόγια του: «Θέλουν νά δώσουν τό ὄνομα Ἐκκλησία σέ φαινομενικῶς γειτνιάζουσα ὁμολογία καί θά τό δεχτεῖτε; Ρωτῆστε καί τό λαό. Δέ θέλουμε ἀναταραχές». Ἤ, «δέν μποροῦν νά λεχθοῦν ποτέ “ Ἐκκλησία”, οὔτε μέ ὄνομα πού νά ἔχει τή ρίζα τῆς λέξεως “ Ἐκκλησία”. Ἔχουν ὡραιότατα ὀνόματα παλαιά ἀπό τόν θεολογικό χῶρο στόν ὁποῖο βρίσκονται, Σεβηριανοί, Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Λουθηρανοί κ.λπ.». Λοιπόν, δύο μέτρα καί δύο σταθμά, ὁ Παναγιώτατος μήπως; Ἀλλά πόση ἡ ὑπεροχή τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τήν Μακεδονία! Καί ὄχι μόνον αὐτό, ὄχι μόνον ὁ ἴδιος «δέν ἐρώτησε τόν λαό», οὔτε τόν ἐνημέρωσε, ἀλλά καί διώκει ἀπηνῶς ὅσους ἀγωνίζονται ὑπέρ τῶν πατροπαραδότων τούτων δογμάτων.
Τί ὡραῖα θά ἦταν ἄν ἀκούγαμε στήν ἐκκλησιαστική της ἐκδοχή θαρραλέα καί τήν ὡς ἄνω ὁμολογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους: «Ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί διατρανώνουμε πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί Ὀρθόδοξη»! Ἄλλα, ὅμως, ἔπραξε ὁ ἅγιος Κίτρους ἀθωώνοντας στή Ἱερά Σύνοδο τό αἱρετικό Κολυμπάρι! Μήπως, δύο μέτρα καί δύο σταθμά καί ἐδῶ;!
«Εἶναι», θά ποῦν κάποιοι προδότες καί οἱ ὑπηχοῦντες, «θέμα νοηματοδοτήσεως τοῦ ὅρου “ Ἐκκλησία”»! Μά, καί μέ τήν Μακεδονία ἔτσι δέν εἶναι; Γιατί ἐκεῖ, λοιπόν, ἀγωνίζονται, διαμαρτύρονται, διακηρύσσουν, προειδοποιοῦν, ὄχι ὅμως γιά τό Κολυμπάρι; Διότι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀήττητος; Διότι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18), ὁπότε δέν κινδυνεύει; Ναί, βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία θεοφθόγγως δέν κινδυνεύει, ἀλλά κινδυνεύουν τά μέλη Της νά πέσουν σέ αἵρεση, καί μάρτυρες τούτου οἱ ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων ψυχῶν τῆς σταδιακῶς ἀπο-ορθοδοξοποιημένης χριστιανικῆς Δύσεως. Καί ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας!
Ἡ «ἀνθρωπάρεσκος ἀντιμεταχώρησις»...
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποί μας, δυστυχῶς, πλήν μιᾶς μειονότητος, εἴτε δέν πιστεύουν στήν ὕπαρξη πραγμάτων ἀξιακῶς ὑπερτέρων, ὑπεροχικῶς ἀνωτέρων ἀπό τήν ἐπίγεια Πατρίδα, ἐν προκειμένῳ ἀπό τήν Μακεδονία μας (ἀποδεικνύμενοι αἱρετικοί ἐθνοφυλετιστές, κατά τό Κολυμπάρι), εἴτε εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀμαθεῖς (γι΄ αὐτό καί προσλαμβάνουν συχνότατα ἔμμισθους θεολογικούς «ΟΦΑ» συμβούλους καί ὑπομνηματιστές), εἴτε, γιά νά μή στενοχωροῦν ἐκείνους τούς ὁποίους φοβοῦνται, ἀκολουθοῦν τήν εὔκολη λύση τῆς «ἀνθρωπαρέσκου ἀντιμεταχωρήσεως». Ποιά εἶναι αὐτή;
Παρατηρεῖστε, παρακαλῶ, ὅτι πλεῖστοι Ἐπίσκοποί μας σέ ἐθνικά θέματα ἀναδεικνύονται Παπαφλέσσαι! Καί πλεῖστοι τῶν πολιτικῶν μας ταγῶν, στά θέματα Ὀρθοδοξίας, προκύπτουν σχεδόν ὁμολογηταί! Γιατί; Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι ὁ τομεύς εὐθύνης τους! Οὔτε τούς Ἀρχιερεῖς θά κατηγορήσει κανείς κυρίως γιά τήν ἀπομείωση ἐθνικῶν συμφερόντων, οὔτε τούς πολιτικούς κυρίως γιά τήν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἑκάτερος θά ἐπικαλεσθεῖ τήν ἁρμοδιότητα τοῦ ἄλλου (ἐνθυμεῖσθε τό κλασσικό ἀρχιεπισκοπικό ἐκεῖνο «ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Ὑπουργεῖο Παιδείας»;). Ἀντιθέτως, κάνοντας «ἀντιμεταχώρηση», ἐπεκτείνεται ἑκάτερος ὑπερβολικῶς στόν γειτνιάζοντα χῶρο, μόνον καί μόνον γιά νά προσπορισθεῖ εὔνοια («Τί πατριώτη Δεσπότη πού ἔχουμε, ἰσάξιος τοῦ Γερμανοῦ Καραβαγγέλη!»· ἤ «Πόσο εὐλαβής εἶναι ὁ Βουλευτής μας, ὅλο γιά τήν Ὀρθοδοξία μιλάει»). Ἀλλά στόν ἴδιό τους τομέα εὐθύνης καθίστανται σέ πολλές περιπτώσεις, πλήν τῶν γνωστῶν ἐπαινετῶν ἐξαιρέσεων, μειοδότες τῶν ἀνατεθειμμένων σέ αὐτούς καθηκόντων, εἴτε ἱεροδογματικῶν καί κανονικῶν, εἴτε ἐθνικο-πολιτικῶν ἀντιστοίχως. Ποῦ, ἆραγε, ταξινομοῦνται οἱ ἐθνικόφρονες Ἐπίσκοποί μας; Ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγηση πού μᾶς διέφυγε;
Μακάρι νά ἀναλογιστοῦν καί νά ἐντραποῦν οἱ ἁμαρτήσαντες ἐκκλησιαστικοί μας Ταγοί τήν σύγκριση τοῦ κινδύνου προδοσίας τῆς Μακεδονίας μας, μέ τήν ἤδη συντελεσθεῖσα ἀπό αὐτούς προδοσία ὡς πρός τήν ὁμολογία τῆς μοναδικότητος τῆς ἁγίας ἐκκλησιαστικῆς... «Μακεδονίας», τῆς Ὀρθοδοξίας (σύμφωνα μέ τήν ἐτυμολογία τοῦ λεξικογράφου Ἡσυχίου, «μακεδνός» σημαίνει «οὐράνιος» ἤ «μετέωρος»: «μακεδνά σκῦλα, τά οὐράνια καί μεγάλα· ἤ ὅτι τά τρόπαια μετέωρα ἵσταται»). Ἄς φεισθοῦν, ἐπιτέλους, οἱ Ταγοί μας τῶν μακεδνῶν Τροπαίων τῆς οὐρανίου Ὀρθοδοξίας!
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὁρίζει ἐπακριβῶς, εἰς πεῖσμα ἀναξίων τινῶν Ποιμένων, τί εἶναι Ἐκκλησία καί ὅτι δέν εἶναι προτεραιότητα οἱ θεσμοί καί οἱ «τοῖχοι», ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ ὀρθοπραξία: «Τό ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν πιστῶν πού ἔχει συγκροτηθεῖ ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς εἶναι φανερό σέ αὐτούς πού ἔχουν γευθεῖ τήν σοφία [...] ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἄλλο ὁ Ναός, γιατί ἡ πρώτη ἀποτελεῖται ἀπό ἄμεμπτες ψυχές, ἐνῷ ὁ Ναός κτίζεται μέ πέτρες καί ξύλα [...] Ὁ Βασιλεύς τῶν οὐρανῶν δέν ἦλθε ἐδῶ γιά χάρη τῶν τοίχων, ἀλλά τῶν ψυχῶν».
«Ὅτι γάρ τό ἄθροισμα τῶν ἁγίων τό ἐξ ὀρθῆς πίστεως καί πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον Ἐκκλησία ἐστί, δῆλόν ἐστι τοῖς σοφίας γευσαμένοις [...] ἄλλο ἐστίν Ἐκκλησία καί ἄλλο ἐκκλησιαστήριον· ἡ μέν γάρ ἐξ ἀμώμων ψυχῶν συνέστηκε, τό δ΄ ἀπό λίθων καί ξύλων οἰκοδομεῖται [...] Οὐ γάρ τοίχων ἕνεκεν, ἀλλά ψυχῶν, δεῦρ’ ἐπεφοίτησεν ὁ τῶν οὐρανῶν Βασιλεύς» (PG 78, 685Α – ΕΠΕ 2, 356).
Καλή μετάνοια στούς πεπτωκότες, καλή καί ἀπερίτρεπτη ὑπομονή καί ὁμολογία στούς ἐκκλησιαστικούς, οὐρανίους καί ὑψίφρονες, τούς ἀληθεῖς, «Μακεδόνες».
Πηγή: Ορθόδοξη Φωνή, Κατήχησις
ΝΕΟ ΚΑΙΡΙΟ ΠΛΗΓΜΑ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ!
Εν Πειραιεί τη 8η Ιανουαρίου 2018.
Η ψευδοσύνοδος της Κρήτης, (18-26 Ιουνίου 2016), κατέστη χωρίς αμφιβολία ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της ορθοδοξίας. Όπως απέδειξαν τα εκ των υστέρων επακολουθήσαντα γεγονότα, όχι μόνο δεν λειτούργησε θετικά και ευεργετικά στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά απεναντίας προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα με συνεχώς αυξανόμενη ένταση σοβαρούς κραδασμούς, διαιρέσεις, αποτοιχίσεις και σχίσματα. Την τραγική αυτή έκβαση των πραγμάτων προείδε ο σοφός και διορατικός σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο οποίος σε βαρυσήμαντο υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Σερβίας, με τίτλο «Περί την μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τής Ορθοδόξου Εκκλησίας», το οποίο υπέβαλε τον Απρίλιο του 1977, έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Εις αυτήν την αποκαλυπτικήν εποχήν είναι δύσκολον, η μάλλον αδύνατον, εις πολλούς ιεράρχας των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, λόγω ανθρωπίνων αδυναμιών να ομολογήσουν ορθοδόξως και αγιοπατερικώς εις αυτήν την ενδεχομένως μέλλουσαν να συνέλθη Οικουμενικήν Σύνοδον τα Ορθόδοξα δόγματα και τας κανονικάς αληθείας. Ένεκα τούτου το ορθοδοξότερον θα ήτο να μη συγκληθεί καθόλου η Οικουμενική Σύνοδος, η τουλάχιστον να μη συμμετάσχη τις εις αυτήν…Και εις το τέλος, τέλος τι δύναται να περιμένη κανείς από μίαν τοιαύτην Οικουμενικήν Σύνοδον; Εν και μόνον εν: σχίσματα και αιρέσεις και διαφόρους άλλας συμφοράς. Αυτό είναι η βαθεία μου αίσθησις και πλήρης οδύνης επίγνωσις. Δι’ αυτό παρακαλώ και ικετεύω την ΙεράνΣύνοδον της Ιεραρχίας, να απόσχει από την συμμετοχήν εις την προετοιμασίαν της Συνόδου και από την συμμετοχήν εις την ιδίαν την Σύνοδον, εάν ατυχώς συγκληθεί».
Οι παρά πάνω προφητικές προρρήσεις του αγίου δυστυχώς επαληθεύτηκαν πλήρως.
Ωστόσο ο Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει την Εκκλησία του «ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πραξ.20,28), αιχμάλωτη στην πλάνη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και στην επιχειρηθείσα συνοδική κατοχύρωσή της δια της κολυμπαρίας ψευδοσυνόδου. Τα πρώτα ελπιδοφόρα γεγονότα, που προανήγγειλαν την μέλλουσα ανατροπή της, άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνιση τους σχεδόν αμέσως μετά την σύγκλησή της. Τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του συνόλου του Ορθοδόξου πληρώματος, (οι υπόλοιπες δέκα αντιπροσώπευσαν μόνο το 1/3), αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο της πλάνης και το γεγονός αυτό υπήρξε το πρώτο καίριο πλήγμα στις υπερφίαλες και μεγαλόστομες διακηρύξεις των διοργανωτών της, ότι δήθεν υπήρξε ένα «μεγάλο γεγονός για την Ορθοδοξία και τον κόσμον όλον». Οι ως άνω τέσσερις Εκκλησίες ως γνωστόν ουσιαστικά απέρριψαν σχεδόν στο σύνολό τους τις αποφάσεις της. Αρνήθηκαν να τις θεωρήσουν αναγκαστικά εφαρμοστέες και για λόγους κανονικής τάξεως, θεωρώντας αντικανονική την συγκρότηση και τη λειτουργία της, αλλά κυρίως για τον αντορθόδοξο χαρακτήρα τους. Και τούτο διότι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την μακραίωνη Ορθόδοξη Κανονική και Συνοδική Παράδοση και την περί Εκκλησίας δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Στο παρά πάνω πλήγμα ήρθε πρόσφατα να προστεθεί ένα νέο, εξ’ ίσου καίριο πλήγμα. Όπως πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ, (βλέπε ιστοσελίδα του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας), η Εκκλησία της Ρωσίας διοργάνωσε από 29ης Νοεμβρίου ως και 2ας Δεκεμβρίου 2017 μεγαλειώδεις εορτασμούς για τα 100 έτη από την επανασύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας. Στους εορτασμούς αυτούς προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν όλα τα Πατριαρχεία και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες ανταποκρίθηκαν και συμμετείχαν διά των προκαθημένων τους, ή των αντιπροσώπων τους, πλην του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εν τω μεταξύ κατά την διάρκεια των εορτασμών αυτών συγκλήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην οποία συμμετείχαν 377 αρχιερείς. Η εν λόγω Σύνοδος έλαβε σημαντικές αποφάσεις επί διαφόρων θεμάτων, ένα δε από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε, ήταν και οι αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης. Στις παραγράφους 38, 39, 40 και 41 των συνοδικών κειμένων γίνεται λόγος για την αξιολόγηση από την Ρωσική Ιεραρχία της «Συνόδου». Σύμφωνα με τη συνοδική απόφαση:
«Η εν λόγω Σύνοδος, [της Κρήτης], δεν δύναται να θεωρείται Πανορθόδοξη, ούτε και οι αποφάσεις της ως δεσμευτικές για όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα, επειδή η μη εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης των ορισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για τη σύγκλησή της στις προκαθορισμένες ημερομηνίες, παραβίασε την αρχή της ομοφωνίας. Ταυτόχρονα πρέπει να δεχθούμε ότι η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανάλυση των κειμένων της εν Κρήτῃ Συνόδου, την οποία, κατόπιν εντολής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, διενέργησε η Συνοδική Βιβλική Θεολογική Επιτροπή, απέδειξε ότι ορισμένα εξ αυτών περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα το κείμενο ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’, το οποίο δεν υπέγραψαν 2/3 των μελών της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας και οι μεμονωμένοι Ιεράρχες ορισμένων άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, οι οποίες μετείχαν των εργασιών της εν Κρήτῃ Συνόδου, κάτι το οποίο επιμαρτυρεί τη μεγάλη διχογνωμία ως προς το κείμενο αυτό, ακόμη και στους μετάσχοντας της ἐν Κρήτῃ Συνόδου.»
Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω απόφασή τους: α) αρνούνται κατηγορηματικά τον πανορθοδόξο χαρακτήρα της, β) αρνούνται να δεχτούν ως δεσμευτικές και εφαρμοστέες τις αποφάσεις της, ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, η οποία απαίτησε την υποχρεωτική αναγνώριση και εφαρμογή τους πανορθοδόξως και γ) συνηγορούν και δικαιώνουν απόλυτα την κριτική που άσκησε πάνω στα συνοδικά κείμενα της ψευδοσυνόδου πλειάδα κληρικών μοναχών και λαϊκών από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες ακόμη και από αυτές που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο. Δικαιώνουν τον αγώνα χιλιάδων πιστών, οι οποίοι αρνήθηκαν τις αποφάσεις της και υπέστησαν και συνεχίζουν να υφίστανται διωγμούς. Δικαιώνουν όλους εκείνους, οι οποίοι κατασυκοφαντήθηκαν ως «ακραίοι», «φανατικοί», «ψυχοπαθείς», ή «φονταμενταλιστές», από τους θιασώτες του Οικουμενισμού. Αν όμως αυτοί είναι «φανατικοί», κλπ. τότε γιατί να μη θεωρηθούν τέτοιοι και οι 377 Ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι δεν είπαν κάτι άλλο από αυτούς;
Η φράση τους ότι «η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αποτελεί μάλλον λεκτική και μόνο φιλοφρόνηση, για να μη δημιουργηθεί ευθεία ρήξη με τις Εκκλησίες, που έλαβαν μέρος στη ψευδοσύνοδο και να μη υπάρξει το ενδεχόμενο ακοινωνησίας μ’ αυτές. Διότι πως είναι δυνατόν «η Σύνοδος στην Κρήτη να αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», καθ’ όν χρόνον αμφισβητείται ο πανορθόδοξος χαρακτήρας της, οι δε αποφάσεις της μη εφαρμοστέες;
Κατά την τελευταία ημέρα των εορτασμών, που ήταν και η πιο επίσημη, συνήλθε και πάλι το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, παρόντων των Προκαθημένων, (ή των αντιπροσώπων των), των Ορθοδόξων Εκκλησιών και επικύρωσε τις συνοδικές αποφάσεις που έλαβε κατά της ψευδοσυνόδου. Έτσι με την έξυπνη αυτή διπλωματική ενέργεια η Μόσχα θέλησε να δώσει πανορθόδοξο χαρακτήρα στην καταδίκη της, αφού κανένας από τους παρόντες προκαθημένους, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, ή να αποχωρήσει, όταν άκουσε τις καταδικαστικές συνοδικές αποφάσεις της Ρωσικής Ιεραρχίας.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι ο αριθμός των επισκόπων της Ιεραρχίας της Ρωσικής Εκκλησίας, που καταδίκασαν την ψευδοσύνοδο ήταν υπερδιπλάσιος από τον αριθμό των Ιεραρχών, που συγκρότησαν την ψευδοσύνοδο, (377 έναντι 157). Γεννώνται λοιπόν τα εξής εύλογα ερωτήματα: Γιατί οι δέκα τοπικές Εκκλησίες, οι συγκροτήσαντες την ψευδοσύνοδο, δεν επέβαλαν κυρώσεις και γιατί δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία επίσημα και συνοδικά πλέον αρνείται τις αποφάσεις της ψευδοσυνόδου, αφού έχουν την αξίωση να γίνουν δεκτές οι αποφάσεις των πανορθοδόξως; Και εν πάσει περιπτώσει, αφού δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν κυρώσεις, ποιο μπορεί να είναι τελικά το κύρος της ψευδοσυνόδου, και τι θα απομείνει από αυτή;
Τίθενται επίσης τα παρά κάτω εύλογα ερωτήματα: Εφόσον οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου δεν εφαρμόζονται από την πλειοψηφία του ορθοδόξου πληρώματος, με αποφάσεις των Ιεραρχιών τους, πως έχουν την αξίωση οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο, να εφαρμοστούν για τους δικούς τους πιστούς; Γιατί καταφεύγουν σε διώξεις σε όσους αρνούνται να τις εφαρμόσουν; Πως νομιμοποιούνται οι διώξεις αυτές, αφού οι αποφάσεις της δεν είναι καθολικά αποδεκτές και εφαρμοστέες;
Οι ιθύνοντες της ψευδοσυνόδου, θέλοντας να διασκεδάσουν την μη συμμετοχή των τεσσάρων Πατριαρχείων σ’ αυτή, την απέδωσαν σε «γεωπολιτικές σκοπιμότητες». Όμως αυτός ο ισχυρισμός τους κονιορτοποιήθηκε, όταν οι Σύνοδοι των Ιεραρχών των τεσσάρων Πατριαρχείων απέδειξαν, ότι δεν συμμετείχαν στην ψευδοσύνοδο, επειδή παραβιάστηκε η αρχή της ομοφωνίας, αλλά και επειδή ελήφθησαν αντορθόδοξες αποφάσεις. Η ρωσική Ιεραρχία επισημαίνει ότι τα συνοδικά κείμενα «περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας». Οι ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις αφήνουν τεράστια περιθώρια για παρερμηνείες. Αυτό είχε επισημάνει και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος στην παρέμβασή του στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος που έγινε τον Νοέμβριο του 2017, στην οποία συζητήθηκαν οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου. Βεβαίως η Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας, (σε αντίθεση με την συνοδική απόφαση της Βουλγαρικής Ιεραρχίας), δεν προχωρεί σε ανάλυση αυτού του απαράδεκτου και αντορθόδοξου κειμένου, («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικός κόσμον»), μέσω του οποίου σχετικοποιήθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδόθηκε εκκλησιαστική υπόσταση στις αιρέσεις, αλλά αφήνει να εννοηθεί καθαρά ότι το απορρίπτει.
Τέλος στην παράγραφο 40 τονίζεται ότι «Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας εκφράζει την πεποίθηση ότι η διαφύλαξη και η εδραίωση της ενότητας της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανεξαρτήτως στάσεως έναντι της γενομένης εν Κρήτῃ Συνόδου, αποτελεί κοινή αποστολή όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τόσο των μετασχουσών των εργασιών, όσο και των αποσχουσών από αυτή. Ως εκ τούτου ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η εδραίωση της διορθοδόξου συνεργασίας». Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω φράση τονίζουν μεν την αναγκαιότητα για την «διαφύλαξη και εδραίωση της ενότητας», εκφράζουν όμως παράλληλα έμμεσα και την πεποίθησή τους ότι στη «Σύνοδο» αυτή όχι μόνο δεν εδραιώθηκε και ισχυροποιήθηκε η ενότητα της Ορθοδοξίας, αλλά συνέβη το αντίθετο: επιταχύνθηκαν οι φυγόκεντρες και διασπαστικές τάσεις.
Περαίνοντας, θεωρούμε ότι το συνοδικό κείμενο της Ρωσικής Ιεραρχίας αποτελεί ένα βαρυσήμαντο, ιστορικό κείμενο, μεγάλης εκκλησιολογικής σημασίας, το οποίο πιστεύουμε, ότι θα παίξει στο μέλλον καθοριστικό ρόλο για την περαιτέρω στάση της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας εις ό, τι αφορά την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Η Ιεραρχία της μεγαλύτερης σε αριθμό πιστών και δύναμη Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποφάνθηκε ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης υπήρξε ένα ατυχέστατο συμβεβηκός στην δισχιλιόχρονη ιστορία της Εκκλησίας μας. Ένα δόλιο πείραμα από τις δυνάμεις που προωθούν τον σύγχρονο παγκόσμιο θρησκευτικό συγκρητισμό και Οικουμενισμό. Το κύριο έργο της υπήρξε η προώθηση του πανθρησκειακού οράματος. Μόνον όσοι πάσχουν από πνευματικό δαλτονισμό, ή είναι άσχετοι με τα εκκλησιαστικά, βλέπουν «θρίαμβο» της Ορθοδοξίας. Ευτυχώς η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και έθεσε τις βάσεις για την μελλοντική σύγκληση μιας αληθινά Ορθόδοξης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία οριστικά και αμετάκλητα θα την καταδικάσει ως ψευδοσύνοδο και θα την συναριθμήσει με τις άλλες ψευδοσυνόδους της Εκκλησίας μας.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...