Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ἡ νηστεία στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιὰς Διαθήκης.
Ὁ θεσμός τῆς νηστείας εἶναι συνομήλικος τοῦ ἀνθρώπινου γένους, θεσπισμένος ὡς ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ δώθηκε στὸν πρωτόπλαστο: “καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ·” (Γεν. 2, 16-17).
Τὸ νόημα καὶ ἡ οὐσία της δὲν βρισκόταν σὲ αὐτὸ ποὺ φαινόταν, δηλαδὴ στὴν παρουσία τοῦ “ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν ” στὸν “παράδεισον ἐν Ἐδὲμ ” (Γεν. 2, 8), οὔτε σὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο προοριζόταν ὁ καρπός του, δηλαδὴ γιὰ τὴν κοιλία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶχε πλάσει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ σημασία καὶ ἡ ὠφέλεια τῆς ἐντολῆς γιὰ νηστεία βρισκόταν στὴν ζητούμενη ὑπακοή του πλάσματος πρὸς τὸν Κτίστη του. Αὐτὸ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ καλὰ καὶ νὰ κατανοήσει βαθιὰ καὶ ἀμετάβλητα εἰς τὸ ἐξῆς ὡς μόνιμη καὶ ἀναλλοίωτη γνώση του, ὅτι δὲν εἶναι ἀνεξάρτητος, οὔτε μπορεῖ νὰ γίνει ποτέ, ἀλλὰ ἔχει αἰτία καὶ ἀναφορὰ τῆς ὑπάρξεως καὶ ζωῆς του πρὸς τὸν Πλάστη του, ποὺ μονίμως ἔχει τὴν ἀνάγκη Του καὶ Ἐκεῖνος γι᾿ αὐτὸ δὲν παύει νὰ εἶναι κοντά Του: “Ἀδάμ, ποῦ εἶ;“ (Γεν. 3, 9). Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του “ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ”, Ἐκεῖνος ὅμως ἔχει τὴν ἐξουσία καὶ τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ ἀπαγορέψει μιὰ τροφή: “ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ·”. Ὁ Ἀδάμ εἶχε τὴν ἐπιλογὴ νὰ ἀναγνωρίσει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ διδασκόταν ἀπὸ αὐτὴ τὴν θεῖα ἐντολὴ μὲ τὴν τήρησή της, ἤ νὰ τὴν παρέλθει καὶ νὰ μὴν τῆς δώσει τὴν ὀφειλομένη σημασία σὰν νὰ ἤταν κάτι δευτερεύον. Ἦταν ὅμως πρωτεύων, γιατὶ μέσω αὐτῆς τῆς ἀναγνώρισης πρὸς τὸν Δημιουργό Του μποροῦσε ἀπὸ τὴν μιὰ νὰ διασφαλίσει τὴν ἀτερμάτιστη συνέχιση τῆς ἀθάνατης ζωῆς ποὺ τοῦ εἶχε δωρηθεῖ, καὶ μάλιστα ζωῆς ἐν τῆ τρυφῆ τοῦ Παραδείσου, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀποτελοῦσε αὐτὴ μιὰ μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ἐκφράσει τὴν ἀπέραντη εὐχαριστία καὶ λατρεία Του πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ζωή του ποὺ ἔλαβε ἀπὸ Αὐτόν, γιὰ τὰ ἀγαθά του ποὺ τοῦ εἶχε παρέχει ἄφθονα στὴν διάθεσή του γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνει καὶ γιατὶ τὸν εἶχε τάξει διαχειριστὴ τῆς Δημιουργίας Του, Βασιλέα της, ὡς κορωνίδα αὐτῆς, ὑποτάσσοντάς την στὴν ἐξουσία του.
Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ Ἀδάμ ἀποδεικνύεται τόσο ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς Δημιουργίας του (“καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.”, Γεν. 2, 7, ὅπως καὶ “εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν”, Γεν. 2, 26), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ποιότητα αὐτῆς ποὺ τοῦ ἐξασφάλισε ἡ Πλάστης του μὲ τὰ πλούσια ἀγαθὰ, μὲ τὰ ὁποία τοῦ ἱκανοποιοῦσε τὶς ἀνάγκες του καὶ τὸν γέμιζε εὐχαρίστηση (“Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου”, Γεν. 2, 8,9, καὶ ἐπίσης “ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς… τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος.”, Γεν. 2, 10-12), ὅπως καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν κατέστησε ἀρμόδιο στὸν Παράδεισο (“ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.”, Γεν. 2, 15) καὶ κυρίαρχο ὅλης τῆς κτίσης (“καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς.”, Γεν. 1, 26, καὶ “καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ·”, Γεν. 2, 20). Θὰ ἐκτιμοῦσε λοιπὸν μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὁ πρωτόπλαστος τὴν πατρικὴ ἀγάπη καὶ πρόνοια τοῦ εὐεργέτη του Θεοῦ του πρὸς αὐτὸν; Θὰ ἐπίλεγε τελικὰ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς Του, ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα; Θὰ τὸν ὑπάκουε ὡς ὄφειλε ἔως τέλους; Θὰ ἀντιλαμβανόταν τὴν βαρύτητα τῆς σημασίας τῆς ὑπακοῆς σὲ Ἐκείνον ποὺ τὸν ἔφερε στὴν ὕπαρξη καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ζωή, καὶ μάλιστα Βασιλική ζωὴ ἐν τῶ Παραδείσω; Ἄλλωστε στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἐντολή αὐτὴ ὁ Κτίστης δὲν τοῦ στεροῦσε ἀπολύτως τίποτα, ἀλλὰ ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο, ἦταν καὶ τὰ ὑπόλοιπα δένδρα ποὺ μποροῦσε νὰ γευθεῖ, καθένα ἔχοντας καρπὸ ”ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν” (Γεν. 2, 9), ὅπου μάλιστα ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς.
Ἡ πρώτη αὐτὴ ἐντολὴ τοῦ Κτίστου θὰ τὸν βοηθοῦσε ἐκτὸς τῶν παραπάνω καὶ σὲ κάτι ἀκόμα: ὡς κορωνίδα καὶ κυρίαρχος τῆς Δημιουργίας τοῦ Πλάστη, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδείξει τὴν ἀξία του γι’ αὐτὴ τὴν μέγιστη τιμὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, κυριαρχῶντας μὲ τὸν ἡγεμονικό νοῦ που τοῦ χάρισε ὁ Δημιουργός πάνω στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα, μὴν ἐπιτρέποντας στὶς σωματικὲς ἐπιθυμίες του νὰ εἶναι ἀνεξέλεγκτες, ἀλλά θέτοντάς τους κάποιο ὅριο, κάνοντας τὴν ὁρισμένη ἀπὸ Ἐκείνον ἐγκράτεια, ὅντως ἀξιοποιῶντας ἔτσι τὸ αὐτεξούσιο που του χάρισε Ἐκεῖνος, καὶ ὁδηγούμενος ἔτσι στὴν πνευματική καὶ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἀποτελοῦσε τὴν πραγμάτωση τοῦ καθ᾿ ὁμοίωση, τῆς δυνατότητας αὐτῆς ποὺ τοῦ χάρησε ὁ Δημιουργὸς ὅταν τὸν ἔφερε στὴν ζωή. Ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει στὴ καθ᾿ ὁμοίωση του μὲ τὸν Κτίστη του, μέσω Αὐτοῦ καὶ σὲ ἀναφορὰ μὲ Αὐτόν, μὲ τὴν χάρη Του, καὶ ὄχι μέσω τῆς χειραφέτησής του ἀπὸ Αὐτὸν, ἀνεξαρτηποιημένος ἀπὸ Αὐτόν, μόνος του ἀτομικὰ καὶ ἐγωιστικά, ὅπως τελικά ἐπιδίωξε μὲ τὴν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς. Ἡ ὁδός πρὸς θέωση καὶ τὴν γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἦταν ἀκριβῶς ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν φάνε ἀπὸ “τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν”. Tότε ὄχι μόνο θὰ ζούσαν, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπακοὴ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν προορισμό τους, στὴ θέωση, ἐνῶ ἡ ἀνυπακοὴ ὄχι μόνο θὰ τοὺς στεροῦσε τὴν θέωση, ἀλλὰ καὶ τὴν ζωή. Θὰ γνώριζαν τὸ κακὸ, γιατὶ ἐγκατέλειψαν τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι τὸ καλὸ, καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ κακὸ θὰ ἤταν ἡ τιμωρία τους: “ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.” (Γεν. 2, 17).
Ἀπὸ μόνος του ὁ Ἀδάμ βέβαια ἔμενε κοντὰ στὸν Δημιουργό Του καὶ δὲν πρόκειται μόνος του νὰ προχωροῦσε νὰ Τὸν δυσαρεστοῦσε, κάνοντας ἀνυπακοὴ στὴν ἐντολή, ὅμως ὅταν εἶχε δίπλα του καὶ τὴν σύντροφό του, βρήκε ὁ παραμονεύον γιὰ νὰ τοὺς παρασύρει, περιθώριο νὰ ἐμπλακεῖ στὴν σχέση τους μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ διέβαλε Αὐτὸν καὶ τὰ λόγια Του (“καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.”, Γεν. 3, 4-5). Ἔτσι, σὲ μιὰ στιγμὴ ἀνετοιμότητας τοῦ ζεύγους, παρέσυρε αὐτὴν καὶ μέσω αὐτῆς καὶ τὸν σύντροφό της (“καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖον ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον”, Γεν. 3, 6). Ἔτσι ἡ πρώτη ἀνυπακοὴ, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πτώση, συντελέστηκε λόγω ἀκράτειας στὸ φαγητὸ καὶ νίκης τῆς σωματικῆς ἐπιθυμίας τῆς κοιλίας πάνω στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, κάνοντάς τον δούλο της, μὲ ὀδυνηρὲς συνέπειες: “ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·” (Γεν. 3, 18-19) καὶ συνεχίζοντας “εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.” (Γεν. 3, 22-24).
Αὐτὸ ἤταν τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι δὲν κατάλαβαν ἔγκαιρα ὅτι θεοὺς μπορεί νὰ τοὺς κάνει, ὅπως καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει τὴν ἀληθινὴ γνώση, Ἐκεῖνος μόνο ποὺ τοὺς ἔπλασε καὶ τοὺς ἔδωσε αὐτὴ τὴν δυνατότητα τῆς θέωσης, καὶ Τοῦ ὀφείλουν πάντα εὐχαριστία καὶ δοξολογία ὡς Ἐκείνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο λαμβάνουν τὴν ζωὴ και πάντα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν καὶ ἀπολαμβάνουν, ἐνῶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ἀπὸ ἕναν καρπὸ, ἤ τὸν ὄφιν, ποὺ χρησιμοποίησε τὸν καρπὸ σὰν δόλωμα γιὰ νὰ τοὺς παρασύρει στὴν ανυπακοή καὶ στὸ θάνατο, ποὺ καὶ αὐτὰ ὁ Θεὸς τὰ δημιούργησε. Ἡ ὁδός πρὸς τὴν θέωση διανύεται ἀπὸ τὸν νοῦ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἀπαραίτητη ὥστε νὰ μὴν παρασύρεται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ὑποδουλώνεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας, τὸ ὁποῖο τὸν σέρνει ἔρμαιο τῆς κοιλίας, ἡ ὁποῖα καὶ ἔτσι θεοποιεῖται, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο σωματικὸ πάθος. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ πρώτος αἴτιος τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, ποὺ τὸν παρέσυρε νὰ ἁμαρτήσει μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῆς κοιλίας του, ὁ ὄφις, τιμωρήθηκε ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ ἔγινε πράξη ἡ ἁμαρτία ποὺ προξένησε, δηλαδὴ στὴν κοιλία: “ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου.” (Γεν. 3, 14). Ὄχι μόνο νὰ κινεῖται σερνόμενος μὲ τὴν κοιλία, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν γεμίζει τρώγοντας χώμα σὲ ὅλη του τὴν ζωή.
Ἡ νηστεία στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὁ θάνατος ποὺ εἰσήλθε στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πτώση τοῦ πρωτοπλάστου λόγω τῆς ἀνυπακοή του στὴν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποτελοῦσε κανόνα νηστείας, τελικὰ νικήθηκε καὶ ἐξουδετερώθηκε χάρη στὴν ἔλευση τοῦ Σωτήρος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του, ἡ ὁποία κατέληξε στὴν σταυρική θυσία Του ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους μέσα στὴν ἄφατο γι᾿ αὐτό ἀγάπη Του. Καταργήθηκε αὐτὸς πνευματικὰ γιὰ ὅσους πιστεύουν στὸ Χριστό, ἄν καὶ φυσικῶς συνεχίζει νὰ ὑφίσταται γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, μέχρι ὅμως τὴν ἡμέρα τῆς μέλλουσας καθολικῆς ἀνάστασης ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀνακαίνισης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ ἴδρυση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σῶμα Χριστοῦ μετὰ τὴν ἔλευση, τὸ πάθος, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔδωσε στὴν νηστεία καὶ ἕνα ἄλλο νόημα καὶ σκοπὸ ἐκτὸς τῶν παραπάνω στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε. Ἔχοντας ὁρίσει συγκεκριμένες ἡμέρες καὶ χρονικὲς περιόδους νηστείας κρατάει τὰ ζωντανά μέλη Της, ποὺ τηροῦν τὶς νηστείες ὑπακούοντας στοὺς ἱεροὺς κανόνες Της, πορευόμενα ἑνωμένα μαζὶ ὡς συνοδοιπόροι στὸν δρόμο ἑνὸς κοινοῦ ἀγώνα, μὲ σύμπνοια καὶ ὁμόνοια, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καὶ στὸ θέμα “τῆς βρώσις καὶ τῆς πόσις”. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δυνατὸν νὰ παρακαθίσουμε ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἴδιο τραπέζι στὸν ἴδιο τόπο, ὅμως μποροῦμε νὰ μεταβάλλουμε τὴν δίαιτά μας μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ διάφορα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα καὶ συγκεκριμένες ἡμέρες, ὥστε μαζί νὰ καταλύουμε καὶ μαζί νὰ νηστεύουμε. Καὶ ἔτσι γίνεται κατὰ κάποιο τρόπο καὶ μιὰ σύνδεση καὶ ἀναφορὰ στὴν κοινοβιακὴ ζωὴ τῆς μικρῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων καὶ τὶς “’ἀγάπες” τῆς τότε ἐποχῆς. Ἄν καὶ ἄλλαξε ὁ τρόπος, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τῶν διαφορετικῶν ἐποχῶν στὸ ἴδιο θέμα ἐκφράζεται τὸ ἴδιο πνεύμα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θέλει τὰ παιδιά της ἐνωμένα σὰν ἀδέλφια καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο.
Καὶ αὐτὸ ἰσχύει σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Ἀκόμα καὶ οἱ αὐστηρὰ ἀσκούμενοι ἀναχωρητές, ποὺ ἡ ἐγκράτειά τους εἶναι γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, ὑπεράνθρωπη, ὅμως καὶ αὐτοὶ ἀκολουθοῦν τὶς καθιερωμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χρονικὲς περιόδους ἐναλλαγῆς κατάλυσης-νηστείας καὶ μειώνουν ἤ αὐξάνουν τὴν ἐγκράτειά τους ἀνάλογα. Ἐπίσης ὅσον ἀφορὰ τὴν διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν στὰ ἡμερολόγια, μεταξὺ τῶν ἐν κοινωνία τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ κάποιες ἀκολουθοῦν τὸ παλαιό καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀκολουθοῦν τὸ νέο, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ μεγαλύτερη νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τὶς κινητὲς ἑορτὲς ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὶς ἀκριβεῖς ἡμερομηνίες καὶ κοινὲς καὶ στὰ δύο ἡμερολόγια, συμπίπτει καὶ αὐτὴ χρονικὰ ἀκριβῶς τὴν ἴδια περίοδο σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀλλὰ καὶ στὴ δεύτερη μεγάλη νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ σαρανταήμερη τῶν Χριστουγέννων, τὶς περισσότερες ἡμέρες τῆς νηστείας (εἱκοσιεπτὰ) συμπίπτουν χρονικὰ οἱ περίοδοι διάρκειάς της μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μὲ διαφορετικὰ ἡμερολόγια, ἄν καὶ ἡ ἑορτὴ κάθε ἡμέρας δὲν εἶναι βέβαια ἡ ἴδια, ἐξαρτώμενη ἀπὸ τὸ τοπικό ἡμερολόγιο. Ἔτσι οἱ νηστείες τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ἕναν ἑνωτικὸ δεσμὸ τῶν ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν σύγχρονη ἀπὸ ὅλους τήρησή της, ἀκολουθῶντας ὅλοι μαζὶ μὲ αὐτὲς τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησία τους καὶ Λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσης του νήστευσε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἄν καὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ ὑπακούσει σὲ ἐντολές, καθῶς ὁ ἴδιος ἤταν ὁ ἐντολοδότης, οὔτε εἶχε ἀνάγκη νὰ ὑποτάξει τὶς ἐπιθυμίες του, καθῶς δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ροπὴ πρὸς διαβλητὰ πάθη.
Τὸ θέμα τῆς νηστείας στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Μὲ τὸ θέμα τῶν νηστειῶν, τὴν ὁποία θέσπισαν μὲ σοφία οἱ ἁγίοι Πατέρες συνοδικά, φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεύμα, μέσα στοὺς ἱεροὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πρίν πολλοὺς αἰῶνες, προβλέποντας καὶ τὴν οἰκονομία σὲ αὐτὴν σὲ μερικὲς περιπτώσεις ἀνάγκης, ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν τὴν τήρησή της, ὅπως μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ περίπτωση ἀσθένειας, ἀσχολήθηκε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας καὶ ἡ Σύνοδος ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης τὸν περασμένο Ἰούνιο καὶ συμμετείχαν δέκα τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Καὶ ἐνῶ τὸ σχετικὸ κείμενό της (“Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησης αὐτῆς σήμερον“) ἀναφέρεται στὶς ἑπτὰ πρώτες παραγράφους του καθῶς ὄφειλε στὸ θεσμὸ τῆς νηστείας, στὴν ἱστορία της, στὴν σημασία καὶ σπουδαιότητά της, καὶ στην ἀναγκαιότητα τῆς τήρησης τῶν ἱερῶν νηστειῶν ποὺ ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία στοὺς ἱεροὺς κανόνες της, ὡστόσο στὴν ὅγδοη παράγραφο μὲ ἀφορμὴ τὸ γεγονὸς «ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται» καὶ ἀποτελοῦν αὐτὲς οἱ περιπτώσεις τὶς «περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί», καταλήγει σὲ μιὰ διεύρυνση πέρα τῶν ὁρίων στὴν οἰκονομία ὅσον ἀφορὰ τὴν νηστεία, τὰ ὁποία ὅρια εἶχαν θεσπίσει οἱ ἁγίοι Πατέρες γιὰ νὰ καθορίζουν ποιὲς εἶναι οἱ δυνατότητες ποὺ ὑπάρχουν γιὰ ἐφαρμογὴ αὐτῆς, μεταθέτοντάς τα αόριστα καὶ ἀσαφὴ «ἐπί τό ἐπιεικέστερον». Ἔτσι ὥστε νὰ «ἀπαλύνουσαι» τὸν «τυχὸν» «στυφὸν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν., Γράφει ἀκριβῶς τὸ σχετικὸ συνοδικὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ οἰκονομίας στὴν νηστεία: «ἐπαφίεται εἰς τήν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τήν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καί ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατά τάς εἰδικὰς ταύτας περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δέ ταῦτα ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καί ἐπί τῷ σκοπῷ νά μή ἀτονήσῃ ποσῶς ὁ ἱερός θεσμός τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νά ἀσκηθῇ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μετά πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δέ ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Ὅμως γιὰ ὅποιον πιστόν ἔχει γνήσια πνευματικὴ ζωή, ἡ ἔκφραση γιὰ τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν δὲν μπορεῖ παρά νὰ εἶναι ἀκατανόητη καὶ ἄστοχη, ἄν δὲν ὑπάρχει κάποιος ἐξωτερικὸς παράγοντας ποὺ ἀντικειμενικὰ δυσχεραίνει ἤ καὶ καθιστὰ ἀδύνατη τὴν τήρησή της. Τὸ πρόβλημα καὶ ἡ δυσκολία στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ὅσον ἀφορὰ τὴν νηστεία δὲν βρίσκεται σὲ αὐτή, ἀλλὰ στὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποῖα θέλει ἀνέσεις καὶ κατὰ κόσμον χαρὲς καὶ δὲν ἀρέσκεται σὲ νηστείες, ἐγκράτειες καὶ φιλόπονους πνευματικοὺς ἀγῶνες, βλέποντάς τα αὐτὰ σὰν «στυφόν». Σὲ περιπτώσεις ὅμως ποὺ πραγματικὰ ὑπάρχουν ἐξωτερικὲς ἀντικειμενικὲς συνθήκες, ποὺ κάνουν δύσκολη ἤ ἀδύνατη τὴν τήρηση τῆς νηστείας, ὅπως τὸ συνοδικὸ κείμενο ἀναφέρει (τόσο “ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ”, ὅσο καὶ “εἰδικαί συνθῆκαι ἐπικρατοῦσαι εἴς τινας χώρας ἀπό πλευρᾶς κλίματος, καθώς καί κοινωνικο-οἰκονομικαί ἰδιαιτερότητες τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὑρέσεως νηστησίμων τροφῶν”), τότε σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ὅσον ἀφορὰ καταστάσεις ὅπως τοῦ στρατοῦ ἤ κάποιων θέσεων ἐργασίας, ὅπου μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει κάποιος ἐπιλογὲς δίαιτας νηστίσιμης ἤ ὄχι, καὶ ὅπου γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὰ καθήκοντά του χρειάζεται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ, τέτοια ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώριο τήρησης νηστείας, τότε μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν κατηγορήσει γιὰ κάτι στὸ ὁποῖο δὲν ἔχει ἐπιλογὴ, ἅν ὅντως δὲν ἔχει, ἤ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ἄν δὲν φάει αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀνταπεξέλθει στὴ ὅντως ἐπιβαρυμένη ἐργασία ποὺ ἔχει νὰ κάνει; Καὶ ὅσον ἀφορὰ περιοχὲς ποὺ ὑπάρχουν περιορισμένα εἴδη τροφῶν ἤ γενικῶς ὑπάρχουν σοβαρὲς ἐλλείψεις βασικῶν τροφῶν, οἱ ἄνθρωποι τότε βρίσκονται, καὶ μάλιστα συνεχῶς, σὲ ἕνα είδος νηστείας ἀπὸ τροφὴ, καὶ εἶναι καὶ αὐτὸ ἄσκηση, ἡ ὁποία ὄχι μόνο μπορεῖ νὰ ἀποβαίνει ἰδιαίτερα βαριά, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ φτάνει νὰ δημιουργεῖ καὶ ζήτημα ἐπιβίωσης. Τέτοιες περιπτώσεις, ὡς εὐκολονόητο, ἤδη τοποθετοῦνται στὴν περιοχὴ τῆς οἰκονομίας, κατὰ τὸ πνεύμα τῶν ἱερῶν κανόνων (ποὺ εἶναι παθοκτόνοι, καὶ ὄχι σωματοκτόνοι), λόγω τῶν εἰδικῶν ἀναγκῶν διατροφῆς ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτὲς, ὅπως ἔχουν οἱ ἀσθενεῖς.
Ἄρα στὴν πραγματικότητα τὸ συνοδικὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ προσθέσει τίποτα στὰ ὅσα ἤδη ὁρίζουν οἱ σοφοὶ ἱεροὶ κανόνες τῶν θεοφόρων ἁγίων Πατέρων, καὶ ἄν καὶ μποροῦσε νὰ ἀναφερθεῖ σὲ ἐπισημάνσεις σὰν τὶς παραπάνω, ὅμως δὲν ὠφελεῖ ἡ ἀναφορὰ τουλάχιστον στὸ “ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας”. Γιατὶ ἡ ὀλιγωρία δὲν μπορεῖ νὰ συμπεριληφθεῖ στοὺς λόγους οἰκονομίας, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ἡ συγκεκριμένη παράγραφο, καὶ ἡ ὁποία γίνεται πάντα, σύμφωνα μὲ τὸ ἁγιοπατερικὸ πνεύμα, ὅταν τὸ ἐπιβάλλει πραγματικὴ ἀνάγκη. Ἐπίσης δὲν εἶναι κατάλληλο γιὰ τέτοιο κείμενο νὰ ἀναγράφει τὸν χαρακτηρισμὸ «στυφόν» σχετίζοντάς τον μὲ τὸν ὁποιοδήποτε τρόπο μὲ τὴν νηστεία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τρόπο ἔνθεου ἀγώνα καὶ μέσο ἐπισκέψεως καὶ φώτισης ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Τέλος δὲν βοηθάει καὶ ἡ ἐξῆς ἀναφορὰ στὴν οἰκονομία: “ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ”. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ἀναζητοῦνται περιθώρια διαφοροποίησης καὶ ἀνομοιομορφίας, βάση τῆς “παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ”, χάριν μιὰς ἐλαστικότερης καὶ εὔκολα διευρυνόμενης οἰκονομίας, ἀντὶ νὰ τονίζεται ἡ ἀνάγκη ὁμοιομορφίας σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε, βασισμένης στοὺς κοινοὺς ἱεροὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι προβλέπουν βέβαια καὶ τὴν οἰκονομία ὅπου εἶναι ἀναγκαία αὐτή, καὶ ἡ ὁποία ὁμοιομορφία θὰ ἐνισχύει τὴν ἑνότητα, σὲ συμφωνία μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Θὰ ἤταν καλὸ καὶ θὰ ἐνέπνεε ἐμπιστοσύνη ἄν τὸ κείμενο ἔκφραζε μὲ σαφήνεια καὶ ἦταν ἰκανὸ νὰ πείσει ὅτι στὶς μέρες μας αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη εἶναι νὰ τηροῦνται οἱ νηστείες ὅπως μας παραδώθηκαν, ὅπου καὶ ὅποτε κάποιος σοβαρὸς λόγος δὲν ἐπιτάσσει κάτι διαφορετικό, ὥστε μεταξύ τῶν ἄλλων ὠφελειῶν τους πρὸς ἐμᾶς, ὅλες αὐτὲς τὶς ὁποῖες ἐξηγήσαμε παραπάνω, εἶναι οἱ νηστείες καὶ σημαντικὸ μέσο ἐνότητας τῶν ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Σημείωση. Ἡ ὅλη ἐργασία μας ποὺ ἔχουμε δημοσιεύσει ἕως τῶρα γύρω ἀπὸ τὸ σχετικό θέμα εἶναι ἡ ἐξῆς:
1) Κατὰ Θεὸ ἤ κατὰ ἄνθρωπο ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο»;
2) Ἡ προδοσία τοῦ Χριστοῦ ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης.
3α) Ἡ μεγάλη τρύπα στὸ καράβι καὶ τὸ ΠΣΕ.
3β) Ποιὸ καλὸ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ συμμετοχή μας στὸ ΠΣΕ;
4) Εἰσδοχὴ στὴν Ὀρθοδοξία μὲ ἀκρίβεια ἤ μὲ οἰκονομία - Ἐγκυρότητα ἑτέρων βαπτισμάτων.
5) Ἡ "ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν".
6) Ἡ "ὀνομασία…Ἐκκλησιῶν", τὸ "ἀνθρώπινο πρόσωπο" καὶ ἡ μοντέρνα θεολογία τῆς Δύσης.
7) Oἰκουμενισμὸς - Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται.
8) Στὰ ἐνδότερα τῆς ἐν Κολυμπάρι Συνόδου. - Κριτικὴ στὶς σχετικὲς δηλώσεις τοῦ κ.Βλ.Φειδᾶ.
9) Οἱ μικτοὶ γάμοι καὶ ὁ Φινεές.
10) Τὸ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ – ἡ ἐν Κρήτη Σύνοδος καὶ ἡ θέση τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, οἱ θέσεις τῶν ἄλλων καὶ τὸ μέλλον της.
11) Περὶ τῶν θέσεων τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
12) Ὅλη ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἐτεροδόξους.
13) Περὶ νηστείας, γενικὰ καὶ κατὰ τὴν ἐν Κρήτη Σύνοδο.
Πηγή: Ακτίνες
ΚΑΤΑΓΝΩΣΙΣ ΕΤΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ
Διατυπωθεισῶν ὑπὸ τῆς αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ Ι. ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ὅπως λαβοῦσα γνῶσιν διαπιστώσῃ, ἀποκηρύξῃ καὶ καταδικάσῃ αὐτὰς ὡς ἀντικειμένας τῇ ὀρθῇ διδασκαλίᾳ τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Κατατεθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Ν. Πήχου, Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς «Ἡ Ζωοδόχος Πηγὴ» Λογγοβάρδας Πάρου.
——
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε, Πρόεδρε τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως αὐτὴ λειτουργεῖ δυνάμει τοῦ Συνοδικοῦ τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928 ἐκδοθέντων ἀμφοτέρων ὑπὸ τοῦ σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
Εὐλογεῖτε.
Διὰ τῆς παρούσης καταθέτω ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν σκανδαλισμὸν ἐμοῦ προσωπικῶς, τῆς συνοδείας μου, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ὁ ὁποῖος κλυδωνίζεται ταρασσόμενος ὡς ὑπὸ κυμάτων πολλῶν λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἑτεροδιδασκαλιῶν, αἱ ὁποῖαι διετυπώθησαν κατὰ καιροὺς ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον (ΑκΜΣ) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης.
Ἐκ προοιμίου σᾶς ἀναφέρω, ὅτι τὰ ὅσα θὰ ἀναγνώσετε καταγγελλόμενα κατωτέρω δὲν εἶναι καρπὸς ἀντιπαθείας ἢ ἀπαρεσκείας εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Παναγιωτάτου οὔτε κἂν πνεῦμα ἀντιλογίας ἢ ἄλλης τινὸς κακοθυμίας ἔναντι αὐτοῦ, ἡ νόμιμος δὲ προσφυγή μου εἰς Ὑμᾶς γίνεται καθηκόντως, μὲ πρόδηλον πνευματικὴν ἀνησυχίαν, μὲ πεποίθησιν ἀληθείας καὶ ἀπὸ ἔντονον καὶ δικαιολογημένον ἐνδιαφέρον. Κατανοῶ ἀπολύτως ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον τελεῖ ὑπὸ αἰχμαλωσίαν. Ἡ σῴζουσα ἀλήθεια εἰς τὴν ἡνωμένην «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» εἶναι τὸ ζητούμενον, καὶ αὐτὸ ἐπιθυμοῦμε νὰ καταφανῇ χωρὶς φόβον καὶ πάθος. Ἐκ παραλλήλου ἡ ἀναίρεσις ὑφ᾽ Ὑμῶν τῶν διατυπωθεισῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν θὰ προλάβῃ τὸ ἐπαπειλούμενον νέον σχίσμα εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀνασκοποῦντες λοιπὸν τὴν μέχρι σήμερον πορείαν τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας θὰ παρουσιάσωμεν μερικὰ σημεῖα, διὰ τῶν ὁποίων στοιχειοθετοῦνται αἱ ἑτεροδιδασκαλίαι αὐτοῦ.
1.α΄) Ὁ Παναγιώτατος, ἀπὸ τὰ χρόνια διευρύνσεως τῶν σπουδῶν του, εἰς τὴν διδακτορική του διατριβὴν μὲ τίτλον «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» ἐκθέτει τὰς ἀπόψεις του διὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας ποὺ ῥυθμίζουν τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους διὰ τῶν ἑξῆς: «Δὲν δύνανται», γράφει, «νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ᾽ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ᾽ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρδεύσῃ” πολλὰς κανονικὰς διατάξεις πρὸς “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ δὲν πρέπει νὰ ζῇ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου».
Οἱ ἱ. Κανόνες, διὰ τοὺς ὁποίους γίνεται λόγος ἀνωτέρω, διὰ τῆς συνεχοῦς παραβάσεώς των ἔχουν καταργηθῆ ἐν τῇ πράξει. Ἡ ἑτεροδιδασκαλία ἔγινε πρᾶξις. Ἁπλῶς μὲ τὴν ΑκΜΣ ἔγινε προσπάθεια νὰ περιβληθῇ σιωπηλῶς μὲ συνοδικὸν κῦρος. Αἱ θέσεις αὐταὶ τοῦ Παναγιωτάτου δὲν ἀποτελοῦν ἑτεροδιδασκαλία, καὶ αἱ παραβάσεις ἱεροκανονικὰ παραπτώματα; Ἀσφαλῶς.
β΄) Εἰς τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα οἱ ἱ. Κανόνες χαρακτηρίζονται ὡς μὴ ἔχοντες στοιχεῖα φιλανθρωπίας καὶ ρεαλισμοῦ. Ὅτι πάσχουν ἀπὸ ξηρασίαν, καὶ θὰ ἀναζωογονηθοῦν ἐὰν ποτισθοῦν μὲ νάματα ἀγάπης. Δηλαδή, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα παρήγαγε, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καρποὺς (τοὺς ἱ. Κανόνας) ἐστερημένους ζωογόνου ἀγάπης; Ὅμως αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων ξεκινοῦν μὲ τὸ «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν»· πῶς εἶναι δυνατὸν αἱ ἐκφάνσεις αὐταὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μὴ ἔχουν στοιχεῖα φιλανθρωπίας καὶ ρεαλισμοῦ, νὰ πάσχουν ἀπὸ ξηρασίαν καὶ νὰ ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ τὴν ζωογόνον ἀγάπην τοῦ οἰκουμενισμοῦ; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
2.α΄) Κατὰ τὴν θρονικὴν ἑορτὴν τοῦ Φαναρίου 30-11-1998 ὁ Παναγιώτατος προσφωνῶν τὴν Παπικὴν ἀντιπροσωπείαν λέγει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς· «Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε William Η. Keeler καὶ λοιποὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ οἱ ἀποτελοῦντες τὴν Ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης, …Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζητήσεις εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων. …Εἴθε νὰ ἀξιώσῃ ἡμᾶς ὁ Κύριος νὰ ἴδωμεν καὶ τὴν ἀνάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ. Ἀμήν» (περ. «Ἐπίσκεψις» τ. 563/1998, σελ. 22-29).
Παρατηροῦμεν εἰς τὸ ἀπόσπασμα αὐτό, ὅτι ἡ τοποθέτησις τοῦ Παναγιωτάτου ἔναντι τῶν ἱ. Κανόνων δὲν παραμένει ἁπλῶς ἡ ἰδία ἀλλὰ ἐπεκτείνεται ἀκόμη καὶ εἰς τὰ πρόσωπα τῶν θεοφόρων πατέρων, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως». Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὡς πύργοι ἄσειστοι καὶ ὡς ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, κατὰ τὸν ὑμνῳδόν, φωτίζουν τὸν δρόμον ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθῶμεν ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, εἶναι «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως». Νὰ εἴπωμεν, ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς ἐπεκτείνεται καὶ εἰς τοὺς ἀναριθμήτους μάρτυρας καὶ ὁσιομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ τίμιον αἷμά τους ἐπότισαν καὶ ποτίζουν τὸ ἀειθαλὲς δένδρον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως; Εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἡ θέσις αὐτὴ ἑτεροδιδασκαλία;
β΄) Εἰς τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα διαβάζουμε, ὅτι ὁ Παναγιώτατος διατυπώνει ἐνώπιον τῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπείας τὴν εὐχὴν «νὰ ἀξιώσῃ ἡμᾶς ὁ Κύριος νὰ ἴδωμεν καὶ τὴν ἀνάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ. Ἀμήν». Δηλαδή, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πάσχει κατὰ τὴν ἑνότητά της καὶ δὲν εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως μέχρι τώρα πιστεύομεν; Ἡ ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησιας εἶναι νεκρὰ καὶ περιμένει τὴν ἀνάστασίν της;
γ΄) Ὁ Παναγιώτατος τὸ 1991, ὡς μητροπολίτης Φιλαδελφείας, μιλώντας σὲ παπικούς, εἶχε διατυπώσει μίαν διαφοροποιημένην ἀπὸ τὰ Ὀρθόδοξα δεδομένα Ἐκκλησιολογίαν· «Δὲν εἶναι δυνατό», εἶπε, «νὰ θεωρήσουμε ὅτι, εἴτε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, εἴτε ἐσεῖς οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἔχουμε ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία τὴν διαδοχὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας» (περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις» τ. 464/1-7-1991, σ. 9). Ὥστε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὄντως Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπώλεσε τὴν αὐτοσυνειδησίαν της, εἶναι νεκρὰ καὶ περιμένει διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ δῇ τὴν ἀνάστασίν της; Εἶναι ἢ δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
3. α΄) Ὁ Παναγιώτατος πραγματοποιῶν ἐπίσημον ἐπίσκεψιν εἰς τὸ Βατικανὸν τὴν 27-6-1995 καὶ ὁμιλῶν σὲ νεαροὺς παπικοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς· «Τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα καὶ ἀγαπητά…, συνεορτάζομεν ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις (ἐννοεῖ τὴν θρονικὴν ἑορτὴν τῆς ῾Ρώμης). Θεοῦ τὸ δῶρον… Ἑορτάζομεν, διότι εἴμεθα ἡ ἐπὶ γῆς πορευομένη κοινωνία τῶν Ἁγίων…, εἶναι δὲ ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας πεπληρωμένη ὅταν εἶναι παροῦσα καὶ συνεορτάζουσα ἡ νεολαία… Ἐλάβατε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φέρετε ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τῷ μετώπῳ ὑμῶν τὰ σημεῖα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις» τ. 520/31-7-1995, σσ. 19, 20, 5 καὶ 6).
Δηλαδή, δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε; Ἀπὸ πότε ἀπέκτησαν Χάριν τὰ μυστήρια τῶν Παπικῶν; Αὐτὴν τὴν παρακαταθήκην παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
4. α΄) Ὁ Παναγιώτατος κατὰ τὴν ὁμιλίαν του τὴν 4-11-1994, σὲ διαθρησκειακὴν συνάντησιν εἰς τὴν ἰταλικὴν πόλιν Riva del Garda, ὅπου ὡμίλησε σὲ παρισταμένους ἡγέτας διαφόρων θρησκειῶν, εἶπε· «Πρέπει νὰ συμβάλωμεν ὥστε νὰ φέρωμεν εἰς τὸ προσκήνιον τὰς πνευματικὰς ἀρχὰς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Πράγματι, διὰ τὸν λόγον αὐτὸν συνεκεντρώθημεν ἐδῶ! Αὐτὸς εἶναι ἕνας τρόπος, διὰ τοῦ ὁποίου ἡμεῖς οἱ κληρικοὶ δυνάμεθα νὰ βοηθήσωμεν αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι κυβερνοῦν. Ἡ βαθεῖα καὶ σταθερὰ πνευματικότης μας ἔρχεται εἰς ὀξεῖαν ἀντίθεσιν μὲ τὸν ἐγκόσμιον χαρακτῆρα τῆς συγχρόνου πολιτικῆς. …Αὐταὶ αἱ δυνατότητες ἀνακύπτουν ἀπὸ τὴν ἰδίαν τὴν φύσιν τῆς ἰδιότητος ποὺ φέρομεν, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὡς κλητοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὡς μία κοινότης πίστεως δυνάμεθα νὰ ἀντιμετωπίσωμεν τὸν κοσμικὸν οὐμανισμὸν καὶ τὸν ἐθνικισμὸν μὲ ἀγάπην, μὲ πνεῦμα Οἰκουμενισμοῦ καὶ μὲ τὸν ὑγιῆ σεβασμόν μας πρὸς τὴν παράδοσιν. Ἀλλὰ τοῦτο δυνάμεθα νὰ ἐπιτύχωμεν μόνον ἐὰν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, “Δημιουργοῦ τῶν πάντων, ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων”, Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμᾶνοι καὶ Ἰνδουϊσταί, Βουδδισταὶ καὶ Κομφουκιανισταί…» (περιοδικὸν «Ὀρθοδοξία» τοῦ Πατριαρχείου, τ. Ὀκτωβρ.-Δεκεμβρίου 1994, κατὰ μετάφρασιν). Ἀγαστὴ συνεργασία τῶν κληρικῶν μὲ τοὺς κυβερνήτας τῶν λαῶν ὑπὸ τὸ προπέτασμα τῆς ἀγάπης!
Δηλαδή, ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστὸς ἔχασε τὸ φῶς του, τὰς πνευματικάς του ἀξίας, ἔγινε φανάρι ποὺ τρεμοσβήνει, καὶ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπέμεινεν εἶναι «νὰ φέρωμεν εἰς τὸ προσκήνιον τὰς πνευματικὰς ἀρχὰς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης»;
Εἰς τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα καλεῖ νὰ ἑνωθοῦν «ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, “Δημιουργοῦ τῶν πάντων, ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων”, Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμᾶνοι καὶ Ἰνδουϊσταί, Βουδδισταὶ καὶ Κομφουκιανισταί…». Κύριε, ἐλέησον!… Δηλαδὴ εἰς τὸν ἴδιον Θεὸν πιστεύουν Χριστιανοί, Μουσουλμᾶνοι, Ἰνδουϊσταί, Βουδισταὶ καὶ Κομφουκιανισταί…; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
Δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Παναγιωτάτου πάσχει· δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος, εἶναι Οἰκουμενιστική.
β΄) Ὁμιλῶν ὁ Παναγιώτατος τὴν 20-12-2001 εἰς τὴν Α΄ Διαθρησκειακὴν Συνάντησιν τῶν Βρυξελλῶν καὶ ἀπευθυνόμενος σὲ ἐκπροσώπους τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν χρησιμοποίησε ὁμοειδῆ Θεολογία καὶ διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους (Ἰουδαϊσμοῦ, Μουσουλμανισμοῦ, Χριστιανισμοῦ) καὶ εἶπε· «Παρακαλοῦμεν θερμῶς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους νὰ δώσωμεν εἰς τοὺς πιστούς μας καὶ τὸν κόσμον ὅλον ἀνόθευτον τὸ εἰρηνοποιὸν μήνυμα τοῦ ἑνὸς καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συνεκέντρωσεν ἐν τῇ ἀγάπῃ Του ἐνταῦθα. …Ἡμεῖς οἱ πιστεύοντες εἰς ἕνα προσωπικὸν Θεὸν ἔχομεν τὴν ἐμπειρίαν τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ καὶ τῆς εἰρήνης, ἡ ὁποία ἐγκαθίσταται εἰς τὴν ψυχήν μας καὶ πληροῖ καὶ ἀναπαύει αὐτήν, ὅταν ἀποκαθίσταται ἡ κοινωνία τῶν προσωπικῶν ὑπάρξεων τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μεγάλου Θεοῦ… Ἐὰν σταθῶμεν μὲ τὸ προσῆκον δέος ἀπέναντι τῶν προσωπικῶν ἀναζητήσεων ἑκάστης ψυχῆς, ἡ ὁποία, γεννηθεῖσα εἰς ὡρισμένην θρησκευτικὴν παράδοσιν, ἀνοίγει τὰς πτέρυγάς της διὰ νὰ πετάξῃ εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Ἠγαπημένου, ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἔχομεν ἀνθρώπινον χρέος νὰ σεβασθῶμεν ἀπολύτως τὴν προσωπικὴν πορείαν ἑκάστου πρὸς τὴν ὑπερτάτην ἀγάπην. Τότε ἐναγκαλιζόμεθα ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχὴν αὐτὴν καὶ παρακολουθοῦμεν ἐν ἄκρᾳ σιωπῇ καὶ προσευχῇ τὴν πορείαν της, εἴτε συμβαδίζει μὲ ἡμᾶς (τοὺς Χριστιανοὺς) εἴτε ἀκολουθεῖ ἄλλον δρόμον (λ.χ. τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἢ τὸ Ἰσλάμ), διότι ὁ Ἠγαπημένος Θεός, ὁ Κύριός της, τὴν ἀναμένει καὶ θὰ τῆς δείξῃ τὸν δρόμον. Δὲν χρειάζεται ἀπὸ μέρους ἡμῶν οὐδεμία βία, οὐδεμία πίεσις, μόνον στοργὴ καὶ εἰρήνη» (περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις» τ. 603/31-12-2001).
Ἔχουν λοιπὸν καὶ οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μουσουλμᾶνοι τὴν ἐμπειρίαν τοῦ ἑνὸς προσωπικοῦ Θεοῦ, τοῦ πλήρους ἀγάπης ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ; Ἔτσι κατανοεῖ ὁ Παναγιώτατος τὸ «Τζιχάντ» τῶν μουσουλμάνων ἢ τὰς ἐκκαθαριστικὰς ἐπιχειρήσεις τῶν Ἰσραηλιτῶν; Ἡ θεολογία τοῦ Παναγιωτάτου δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος. Εἶναι ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν βλάσφημον θεωρίαν τῶν Ἀβρααμικῶν θρησκειῶν, τὴν ὁποίαν διετύπωσεν ὁ Γάλλος Ἰσλαμολόγος Louis Massignon (1883-1962), δι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία του παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον τοιαύτην. Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
5. α΄) Συνεπὴς πρὸς τὴν καινοφανῆ ἐκκλησιολογίαν του, ὁ Παναγιώτατος ἔχει παραιτηθῆ ἀπὸ τὴν θεόθεν καθωρισμένην ἀποστολὴν τῆς Ἐκκλησίας «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς…» (Ματθ. 28,19). Δὲν ἐπιδιώκει νὰ ὁδηγήσῃ ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ διεκήρυξε «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» εἰς τὸ Durban τῆς Ν. Ἀφρικῆς τὴν 17-3-2001 σὲ μήνυμά του μὲ τὴν εὐκαιρίαν Παγκοσμίου Διασκέψεως λέγοντας· «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείσῃ τοὺς ἄλλους περὶ συγκεκριμένης τινὸς ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἢ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νὰ τοὺς μεταστρέψῃ εἰς συγκεκριμένον τινὰ τρόπον σκέψεως» (ἱστοσελίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας· http://www.orthodoxa.org/GB/patriarchate/speech/statement.htm). Εἰς τὴν θείαν ὅμως λειτουργίαν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὴν εὐχὴν ποὺ ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετὰ τὸν καθαγιασμόν, παρακαλοῦμεν τὸν Κύριον λέγοντες· «τοὺς ἐσκοτισμένους ἐπισυνάγαγε· τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικὴ καὶ ἀποστολική Ἐκκλησία». Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; διὰ τῆς σιωπῆς καὶ ὄχι διὰ τῆς μαθητείας καὶ τοῦ κηρύγματος; Διὰ τῆς σιωπῆς θὰ γίνῃ ἡ εἰσδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἑτεροθρήσκων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ» (Ρωμ. 10, 17). Εἰς τὴν Κόρινθον ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λαμβάνει συγκλονιστικὸν μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριον· «… μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς» (Πραξ. 18, 9). Δὲν εἶναι ἡ θέσις αὐτὴ τοῦ Παναγιωτάτου καταστρατήγησις Κυριακῆς ἐντολῆς; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
β΄) Ὁ Παναγιώτατος προσφέρει ὡς δῶρον τὸ Κοράνιον καὶ τὸ ὀνομάζει ἱερὸν καὶ ἅγιον. Τὴν 29-10-2009 μετέβη εἰς τὴν Ἀτλάντα τῶν Η.Π.Α., ἐπισκέφθηκε τὸν πρόεδρον τῆς Coca-Cola κ. Muhtar Kent καὶ τοῦ προσέφερεν ἕνα Κοράνιον λέγοντας· «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἀναμνηστικό. Μικρὸ καὶ σπουδαῖο. Ἀναμνηστικὸ (γιὰ) τὸν Muhtar. Αὐτὸ εἶναι τὸ Ἅγιο Κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας» (www.youtube.com/watch?v=5p7DqpeTJM8). Δυστυχῶς τὴν χειρονομίαν αὐτὴν τὴν ἐμιμήθησαν καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς ἐπὶ μεγάλῳ σκανδαλισμῷ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν.
γ΄) Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον προωθεῖ τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν. Τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν προωθοῦσε ἀρχικὰ τὸ Βατικανὸν ἀπὸ τὸ 1960, τὸν στόχον του ὅμως αὐτὸν τὸν ἐπισημοποίησε κατὰ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον (1965) καὶ τὸν ἀπεδέχθη ὁ μακαριστὸς πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἰδέας αὐτῆς. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μὲ τὴν ὑπ᾽ ἀριθμ. 150 πρωτ. 420/26-5-1995 ἐγκύκλιόν του ἔκανε λόγον διὰ «τὸν καθορισμὸν κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν χριστιανῶν τῆς Μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πάσχα». Ἀγνοεῖ ὁ Παναγιώτατος ἢ περιφρονεῖ τὰ περὶ τούτου διακελευόμενα ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων;
6. ῾Ο Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος σὲ παλαιότερον δημοσίευμά του εἰς τὸ Ρωμαιοκαθολικὸν περιοδικὸν «The National Catholic Reporter» (in the January 21, 1977) ἔγραψε τὰ ἑξῆς ἀποκαλυπτικὰ τῶν προθέσεών του διὰ τὴν μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον: «Οἱ δικοί μας στόχοι εἶναι ἴδιοι μὲ αὐτοὺς τοῦ πάπα Ἰωάννου 23ου νὰ ἐκσυγχρονίσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ προωθήσωμεν τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος θὰ σημάνῃ τὸ ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί́ας εἰς τὰς μὴ Χριστιανικὰ́ς θρησκείας καὶ εἰς ὁλό́κληρον τὴν ἀνθρωπό́τητα. Αὐτὸ́ σημαί́νει μί́αν νέ́αν στάσιν ἔ́ναντι τοῦ Ἰσλά́μ, τοῦ Βουδισμοῦ́, τοῦ σύγχρόνου πολιτισμοῦ́ καὶ ὅ́σον ἀφορᾷ́ τὰς ἐπιδιώ́ξεις διὰ ἀδελφό́τητα χωρὶ́ς ρατσιστικὰ́ς διακρί́σεις … μὲ ἄ́λλα λό́για θὰ σημά́νῃ τὸ τέ́λος δώ́δεκα αἰώ́νων ἀπομονώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί́ας». Συνεπῶς «ὅπερ ἔδει δεῖξαι»!
Tὸ Ἀγγλικὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς· In an article dating back from when Ecumenical Patriarch Bartholomew was still a Metropolitan, in the journal The National Catholic Reporter, the Patriarch said the following, revealing his intentions for the Pan-Orthodox Council: “Our aims are the same an John’s (Pope John XXIII): to update the Church and promote Christian unity… The Council will also signify the opening of the Orthodox Church to non-Christian religions, to humanity as a whole. This means a new attitude toward Islam, toward Buddhism, toward contemporary culture, toward aspirations for brotherhood free from racial discrimination…in other words, it will mark the end of twelve centuries of isolation of the Orthodox Church.”[4]
[4] “Council Coming for Orthodox», interview by Desmond O’Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. See also: http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
Μακαριώτατε, Ἅγιοι Συνοδικοί.
Ἐκ τῶν παρατεθέντων ἀνωτέρω σταχυολογημάτων ἀποδεικνύεται, ὅτι ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος εἶχε τὴν ἀτυχῆ ἔμπνευσιν νὰ διατυπώσῃ ἑτεροδιδασκαλίας καὶ νὰ ὑποπέσῃ οὕτως εἰς σωρείαν ἱεροκανονικῶν παραβάσεων, αἱ ὁποῖαι καταδικάζονται ὑπὸ τῶν κατωτέρω παρατιθεμένων ἱερῶν Κανόνων.
στ΄ Κανὼν τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾽ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας· πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δὲ καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις».
ι΄ Ἀποστολικός· «Συμπροσευχὴ μεθ᾽ αἱρετικοῦ ἢ ἀφωρισμένου δι᾽ ἀφορισμοῦ τιμωρεῖται».
με΄ Ἀποστολικός· «Συμπροσευχὴ μεθ᾽ αἱρετικῶν συνεπάγεται ἀφορισμὸν διὰ κληρικούς, ἀλλ᾽ οὗτοι ἐπὶ πλέον καθαιροῦνται ἐὰν δεχθῶσι τοὺς αἱρετικοὺς ὡς κληρικούς».
ξδ΄ Ἀποστόλων· «Συμπροσευχὴ μεθ᾽ αἱρετικῶν συνεπάγεται ἀφορισμὸν οἴκοι. Ἐὰν γίνῃ εἰς συναγωγὴν Ἑβραίων ἢ αἱρετικῶν, συνεπάγεται καθαίρεσιν διὰ κληρικὸν καὶ ἀφορισμὸν διὰ λαϊκόν».
στ΄ Λαοδικείας· «Αἱρετικοὶ μὴ ἀπαρνούμενοι τὴς αἵρεσιν ἑαυτῶν ἐμποδίζονται εἰσελθεῖν εἰς Ναὸν Ὀρθόδοξον».
ξη΄ Ἀποστόλων· «Χειροτονία, βάπτισμα κ.λπ. μυστήρια αἱρετικῶν ἄκυρά εἰσι».
ιδ΄ Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «Γάμος μεθ᾽ αἱρετικῶν ἢ ἀλλοθρήσκων ἀπαγορεύεται».
ρλα΄, ρλβ΄, ρλγ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ Τοπικῆς Συνόδου (418 ἤ 419 μ.Χ.)· κανόνες οἱ ὁποῖοι ὑπενθυμίζουν τὸ ἱερὸν χρέος τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν αἱρετικῶν (τῶν πεπλανημένων) εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
ζ΄ Ἀποστόλων· «Εἴτις Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος τὴν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρὸ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσῃ, καθαιρείσθω».
Ἐπειδὴ πιστεύομεν ὅτι τὸ Πανάγιον Πνεῦμα δὲν συνηγορεῖ εἰς τὴν καταπάτησιν τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὴν ἐπίπνοιάν Του διετυπώθησαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ θεοφόρους Πατέρας, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως.
Ἐπειδὴ πιστεύομεν ὅτι οἱ Κανόνες τῶν Ἱερῶν Σύνόδων εἶναι Ἁγιοπνευματικοὶ καὶ διατυπώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας μὲ φιλανθρωπίαν, ἀγάπην καὶ ρεαλισμόν, αἰσθανόμεθα δὲ τὴν ζωογόνον δρόσον καὶ τὴν διαχρονικότητά των ὅταν καλούμεθα νὰ τοὺς ἐφαρμόσωμεν, χωρὶς νὰ χρειάζωνται ἀναζωογόνησι ἀπὸ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐπειδὴ φρονοῦμεν ὅτι διὰ τῶν ἀνωτέρω ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τῶν ἱεροκανονικῶν παραπτωμάτων τοῦ Παναγιωτάτου ἐπέρχεται μεγάλος σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μὲ ὁρατὸν πλέον τὸν κίνδυνον σχίσματος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος.
Ἐπειδὴ πιστεύομεν ὅτι, ἀκολουθοῦν καὶ μερικοὶ ἄλλοι κληρικοὶ τὸν Παναγιώτατον εἰς τὰς ἱεροκανονικὰς του παραβάσεις καὶ ὑπάρχῃ κίνδυνος αὐτὸ νὰ γενικευθῇ καὶ νὰ γίνͺῃ θεσμὸς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Ἐπειδὴ διὰ τῆς συγκλήσεως τῆς ΑκΜΣ, τῆς ὑπὸ ἐξωεκκλησιαστικῶν παραγόντων –ὅπως ἀπεδείχθη– ἐπιβληθείσης, ἔγινε προσπάθεια νὰ περιβληθοῦν μὲ Συνοδικὸν κῦρος ὅλα τὰ μέχρι σήμερα ἀντικανονικῶς λεχθέντα καὶ πραχθέντα ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, διὰ νὰ μένουν ἀναντίρρητα εἰς διηνεκές.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Παρακαλοῦμεν τὴν Ἁγίαν καὶ Ἱ. Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως συσκεφθεῖσα καθ᾽ ἑαυτὴν διαπιστώσῃ καὶ κάνῃ δεκτὴν τὴν κατάγνωσιν τῶν ἀνωτέρω ἑτεροδιδασκαλιῶν, ἀποκηρύξῃ δὲ καὶ καταδικάσῃ αὐτὰς ὡς ἀντικειμένας τῇ ὀρθῇ διδασκαλίᾳ τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἐφαρμοσθῶσι τὰ ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων προβλεπόμενα, μὲ ἀπώτερον σκοπὸν νὰ κοπάσῃ ὁ κλυδωνισμὸς ὄχι μόνον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Πλείονα στοιχεῖα θὰ καταθέσω διὰ λεπτομεροῦς Ὑπομνήματός μου, ὅταν κληθῶ ὑπὸ τοῦ Ἀνακριτοῦ. Μάρτυρας προτείνω τοὺς κατωτέρω:
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΑΣ:
Σεβ. Μητροπολίτην Κονίτσης κ. Ἀνδρέαν, ΚΟΝΙΤΣΑΝ,
Σεβ. Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης κ. Εὐστάθιον ΣΠΑΡΤΗΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Ἠλείας κ. Γερμανόν, ΠΥΡΓΟΝ,
Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεον, ΝΑΥΠΑΚΤΟΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ΠΕΙΡΑΙΑ,
Σεβ. Μητροπολίτην Ν. Σμύρνης κ. Συμεών, Ν. ΣΜΥΡΝΗΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Γλυφάδας κ. Παῦλον, ΓΛΥΦΑΔΑ,
Σεβ. Μητροπολίτην Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ΚΥΘΗΡΑ,
Σεβ. Μητροπολίτην Αἰτωλίας κ. Κοσμᾶν, ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίαν, ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Μόρφου κ. Νεόφυτον – ΜΟΡΦΟΥ Κύπρου,
Σεβ. Μητροπολίτην Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιον – ΛΕΜΕΣΟΝ Κύπρου,
Σεβ. Μητροπολίτην Ἀντινόης Παντελεήμονα Λαμπαδάριον ΚΑΛΥΜΝΟΝ <metropolitanantinoes@gmail.com>.
ΚΑΘΗΓΗΤΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ:
Πρωτοπρεσβύτερον π. Γεώργιον Μεταλληνόν, Ὁμ. Καθηγητὴν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
Πρωτοπρεσβύτερον π. Θεόδωρον Ζήσην, Ὁμ. Καθηγητὴν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.,
κ. Δημήτριον Τσελεγγίδην, Ὁμ. Καθηγητὴν Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.,
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥΣ – ΙΕΡΕΙΣ – ΜΟΝΑΧΟΥΣ:
Ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιον Ἀναστασίου, Προηγούμενον τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, Καλαμπάκαν,
Ἀρχιμ. π. Μάξιμον Καραβᾶν, Ἡγούμενον Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Ἑορδαίας, Πτολεμαΐδα
Ἀρχιμ. π. Γρηγόριον Χατζηνικολάου, Ἡγούμενον Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Τριάδος Γατζέας Βόλου,
Ἀρχιμ. π. Σαράντην Σαράντον, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀμαρούσιον
Ἀρχιμ. π. Νικόδημον Πετρόπουλον, Προϊστάμενον ἱ. Ν. Ἁγίου Παύλου Πατρῶν – Πάτρας,
Ἀρχιμ. π. Παῦλον Δημητρακόπουλον, Θεολόγον (Mr Θεολογίας), Διευθυντὴν τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, Πειραιᾶ
Ἀρχιμ. π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρον, Ἱεροκήρυκα, Ἱ. Μητροπόλεως Κονίτσης, Κόνιτσαν,
Ἀρχιμ. π. Κύριλλον Κωστόπουλον, (Dr. Θεολογίας) Ἱεροκήρυκα Ἱ. Μητροπόλεως Πατρῶν, Ἀσημάκη Φωτήλα 14-16 – τ.κ. 262 24 Πάτρας,
Πρωτ/ρον π. Πέτρον Heers, διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ, e-mail: info@ uncutmountain.com,
Πρωτ/ρον π. Ἀναστάσιον Γκοτσόπουλον, Θεολόγον, (Μr. Θεολογίας), ἐφημέριον Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, Πάτρας,
Πρωτ/ρον π. Ἄγγελον Ἀγγελακόπουλον, Θεολόγον, κληρικὸν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, Πειραιᾶ
ὁσ. Μοναχὸν Ἀρσένιον Βλιαγκόφτην, Ἱ. Μονὴν Ἁγ. Ἀρσενίου Καπαδόκου, Βατοπέδι Χαλκιδικῆς.
ὁσ. Μοναχὸν Ἐπιφάνιον Καψαλιώτην, Καψάλαν Ἁγίου Ὄρους, Καρυὰς
ὁσ. Μοναχὸν Δαμασκηνόν, Κελλίον Φιλαδέλφου Ἁγίου Ὄρους, Καρυὰς
ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ:
κ. Σταῦρον Μποζοβίτην, Θεολόγον – Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», – Ἰσαύρων 42, Ἀθήνας
κ. Νικόλαον Σαββόπουλον, Θεολόγον, Ἐπιδαύρου 1, Ἁλμυρὴ Γαλατακίου, 201 00 Κόρινθον
κ. Δημήτριον Ρίζον, τηλ. 23850-28940, Φλώριναν,
κ. Ἰωάννην Τάτσην, Καρτάλη 12Α, 453 32 Ἰωάννινα, thriskeftika.blogspot.com/. τηλ. 26510-68589
ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΑΣ:
κ. Δημήτριον Νατσιόν, Διδάσκαλον, Μεσημβρίας 20, 611 00 Κιλκὶς
κ. Βασίλειον Κερμενιώτην, Ἐκπαιδευτικόν, Κ. Ἀδαμοπούλου 11, 502 00 Πτολεμαΐδα
Λογγοβάρδᾳ τῇ 25 Φεβρουαρίου 2017
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ταρασίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Μετὰ σεβασμοῦ
† Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Ν. Πῆχος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς
«Ἡ Ζωοδόχος Πηγὴ» Λογγοβάρδας Πάρου
Γιατί ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία δὲν συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης
Ἀρχιμ. Τύχων: Ἡ Ἑλλάδα γιὰ τὴ Ρωσία εἶναι ἀσυνήθιστα κοντινή. Πρέπει νὰ εἶναι κατανοητὸ ὅτι οἱ διμερεῖς σχέσεις ποικίλουν, διάφορα μπορεῖ νὰ συνέβησαν, ὅμως οἱ Ἕλληνες ἦταν πάντοτε οἰκεῖοι, γιατί ἡ Ρωσία αἰσθάνεται καὶ παραμένει εὐγνώμων γιὰ ὅσα ἡ Ἑλλάδα προσέφερε στὸν λαό μας.
Τ.Κ.: Ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία δὲν συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Πρόκειται γιὰ σχίσμα;
Ἀρχιμ. Τύχων: Ἐλᾶτε τώρα, ποιὸ σχίσμα; Δὲν ὑπάρχει καμμία διάσπαση, οὔτε κάτι παραπλήσιο. Ὑπῆρξε μία διοικητικοῦ τύπου ἀπόφαση. Ἐλᾶτε νὰ συναντηθοῦμε καὶ νὰ συζητήσουμε. Κι ἐμεῖς ἀποροῦμε: Τί νὰ συζητήσουμε; Τί ἰδιαίτερο ὑπάρχει; Οἱ θεολόγοι ἐπινόησαν. Σᾶς μιλῶ ὡς ἁπλὸς ἄνθρωπος. Κάθισαν καὶ σκέφτηκαν τί πρέπει νὰ συζητηθεῖ. Μπορεῖ νὰ ἔχουν δίκιο, ὅμως ὁ ἁπλὸς Ὀρθόδοξος, ὁ Ἕλληνας, Σέρβος, Ρῶσος, Ἄραβας Ὀρθόδοξος δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη ὅτι οἱ ἱεράρχες του πρέπει ἐπειγόντως κάτι νὰ συζητήσουν. Γιὰ ποιὸ λόγο συγκαλοῦνταν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (ἀφοῦ ἔγινε τώρα τέτοια ἀπόπειρα ἢ ὑπῆρξε μία ἀξίωση γιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο); Ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ποὺ κατέστρεφε τὴν Ἐκκλησία. Διαδίδεται μία ἰδέα μεταξὺ ὅλων τῶν...
Χριστιανῶν ἢ τῆς πλειονότητάς τους, ἡ ὁποία διαλύει πλήρως τὴν Ἐκκλησία. Διακηρύσσει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καταστρέφεται τὸ θεμέλιο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συγκαλεῖται Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Οἰκουμένης συγκεντρώνονται μαζὶ γιὰ νὰ ἀποφασίσουν τί θὰ κάνουν. Νὰ δοῦν ποιὸς καὶ ποῦ ἔχει δίκιο. Ὑπῆρχαν οἱ ὑπερασπιστὲς καὶ οἱ πολέμιοι τοῦ θεολόγου Ἀρείου. Ἦταν ὅμως ἕνα θέμα ζωῆς καὶ θανάτου. Γι΄ αὐτὸ καὶ συγκεντρώθηκαν ἅπαντες.
Ἐνῶ τώρα τέτοια ἀναγκαιότητα εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δὲν ὑπῆρχε. Ὑπάρχει καὶ μία ὁλόκληρη σειρὰ λόγων ποὺ ὅλοι ἀντιμετώπισαν αὐτὴ τὴ Σύνοδο πολὺ ἀδιάφορα – εἴτε ὑπῆρξε, εἴτε ὄχι, τὸ ἴδιο κάνει – καὶ μὲ ὁρισμένη καχυποψία. Γιατί τέθηκαν ὁρισμένα ζητήματα ποὺ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ἀμφιλεγόμενα στὴ συνείδηση πάρα πολλῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν: ἡ σχέση μὲ τοὺς ἀλλόδοξους, γιὰ παράδειγμα. Ὅλοι μας ἀγαπᾶμε τοὺς καθολικούς, πολλοὶ μάλιστα ἔχουμε εἰλικρινεῖς σχέσεις, ἔχω πολλοὺς φίλους Ἰταλοὺς κ.λ.π. Νὰ ἀρχίζει ὅμως ἕνα θέμα γιὰ κάτι παραπάνω ἀπὸ φιλία, δὲν λέω γιὰ ἐνοποίηση Ἐκκλησιῶν, δόξα τῷ Θεῷ τέτοιο ζήτημα δὲν τέθηκε, εἶναι πάντοτε μία διαδικασία ἐπώδυνη. Γιὰ ἕνα νέο στάδιο κατοχύρωσης τῶν σχέσεών μας. Ἴσως ἄξιζε λίγο ἀκόμη νὰ ἐργαστοῦμε. Ἴσως ἄξιζε νὰ πετύχουμε ὅλοι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νὰ προσέλθουν ἐλεύθερα – τὸ ὑπογραμμίζω – καὶ μὲ χαρὰ σὲ αὐτὴ τὴ Σύνοδο.
Ὅμως, πάντοτε ὅταν ἐφαρμόζονται μέτρα διοικητικῆς λογικῆς – ὅπως λέμε στὴ Ρωσία, «Ἀπὸ τὰ γόνατα λυγίζει ὁ ἄνθρωπος» – εἶναι πάντα βαρετὸ καὶ ἀδιάφορο, θὰ προκαλεῖ πάντοτε ἀντίδραση, ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης καὶ συμπάθειας. Καὶ προεργασία ὑπῆρξε συνολικὰ τεράστια. Πολλὲς δεκαετίες ἐπιδιώκαμε τὸν στόχο αὐτό. Ἔπρεπε μᾶλλον λίγο ἀκόμη νὰ περιμένουμε καὶ νὰ δράσουμε μὲ τρόπο κατανοητὸ γιὰ τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρξει αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἀπόρριψη.
[...]
Τ.Κ.: Θα θέλατε νὰ εὐχηθεῖτε κάτι στοὺς τηλεθεατές μας;
Ἀρχιμ. Τύχων: Θὰ ἤθελα νὰ εὐχηθῶ καὶ νὰ παρακαλέσω. Οἱ Ἕλληνες ἦταν γιὰ ἐμᾶς πάντα παράδειγμα. Παράδειγμα πίστης, πραγματικῆς ὀρθῆς κρίσης, παράδειγμα ἀφοσίωσης στὸν Θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἐξαίρετο πολιτισμὸ τοῦ ὁποίου εἶναι κληρονόμοι. Θὰ εὐχόμουν νὰ παραμείνετε γιὰ ἐμᾶς τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο καὶ ὑπέροχο παράδειγμα σὲ ὅλα.
Τ.Κ.: Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ γιὰ τὸν χρόνο ποὺ μᾶς ἀφιερώσατε
Ἀρχιμ. Τύχων: Παρακαλῶ. Νὰ εἶστε καλά.
Σημ.:
Ἀρχιμ. Τύχων: Ἀρχιμανδρίτης Τύχων Σεβκούνωφ, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Σρέτενσκ (Ὑπαπαντῆς) στὴ Μόσχα.
Τ.Κ.: Ταμίλα Κουλίεβα, παρουσιάστρια.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ρωσικά: Γ. Καραντινάκης.
Πηγή: (Ντοκιμαντὲρ τῆς ΕΡΤ «ΑΘΗΝΑ ΚΑΛΕΙ ΜΟΣΧΑ», 19 Φεβρουαρίου 2017), Ιερά Μητρόπολις Γλυφάδας, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Τώρα τελευταῖα κατά κόρον ἔχει ὑποστηριχθῆ ἀπό μερικούς ὅτι ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική» καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» καί γιά τούς ἑτεροδόξους καί στήν περίπτωση αὐτή πρόκειται γιά «τεχνικό ὅρο (terminus technicus)».
Ἡ ἄποψη αὐτή προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση, γιατί δέν γράφεται μόνον σέ κείμενα, ἀλλά ὑποστηρίζεται καί ἀπό Ἐπισκόπους καί μάλιστα σέ Συνοδικά Ὄργανα, γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ ἀπόφαση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».
Φυσικά ἔχω διαφορετική ἄποψη, τήν ὁποία θά ἤθελα νά διατυπώσω στό κείμενο αὐτό.
1. Τι σημαίνει «τεχνικός όρος»
«Τεχνικός ὅρος» (terminus technicus), σύμφωνα μέ τό Λεξικό τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη, εἶναι «ὅρος τόν ὁποῖον χρησιμοποιεῖ μιά τέχνη, μιά ἐπιστήμη ἤ μιά ἐπαγγελματική εἰδικότητα».
Ἄν ἀνατρέξουμε στήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα καί στήν ἀναφορά στίς εἰδικές γλῶσσες θά συμπεράνουμε ὅτι τεχνικός ὅρος (terminus technicus) εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιμοποιεῖται στό πλαίσιο μιᾶς τεχνικῆς γλώσσας, τῶν ἐπιστημόνων κάθε εἰδικότητας, ὅταν ἐξετάζουν ζητήματα τῆς εἰδικότητάς τους. Τεχνικός ὅρος, δηλαδή, εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγραφοῦν ἀντικείμενα ἢ ἔννοιες πού εἴτε δέν ἔχουν ὄνομα στήν τρέχουσα χρήση εἴτε καλύπτουν τήν ἀνάγκη νά περιγράψουν μέ ἕναν ὅρο πιό συγκεκριμένο, ἀποκλείοντας κάθε ἀμφισημία, ἀντικείμενα τά ὁποῖα ἡ κανονική γλώσσα (τό κοινό λεξιλόγιο) ἤδη περιγράφει. Μέ ἄλλα λόγια τεχνικός ὅρος μπορεῖ νά εἶναι μιά νέα δημιουργημένη λέξη ἢ μιά λέξη ὑπαρκτή στό κοινό λεξιλόγιο μέ πιό συγκεκριμένη σημασία, λίγο ἢ πολύ διαφορετική ἀπό τήν σημασία πού ἔχει στό κοινό λεξιλόγιο.
Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, στό κείμενο τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ἔκφραση «τεχνικός ὅρος» σημαίνει ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτές οἱ «Χριστιανικές κοινότητες καί ὁμολογίες» εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά τίς Χριστιανικές αὐτές ὁμάδες συμβατικά, χάριν συνεννοήσεως μεταξύ μας.
Μέ βάση τόν ὁρισμό τοῦ τεχνικοῦ ὅρου στόν ὁποῖο καταλήξαμε βασιζόμενοι σέ ὑλικό πού ἀντλήσαμε ἀπό τήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα,θά μπορούσαμε νά ἐπισημάνουμε τά ἀκόλουθα σχετικά μέ τήν χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία ὡς τεχνικοῦ ὅρου:
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἀποτελοῦν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τῶν ἐπιστημόνων, ἡ σημασία τους προσδιορίζεται μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια καί χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς εἰδικούς κάθε τομέα γιά λόγους συνεννόησης προκειμένου νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀμφισημία. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού τό περιεχόμενο μιᾶς λέξης τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ καί ἐγείρει συζητήσεις, εἶναι προφανές ὅτι ἡ χρήση της δέν προσδιορίζεται μέ ἀκρίβεια καί δέν ἀποτελεῖ προϊόν συμφωνίας, αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος.
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἐξάλλου καταχωρίζονται σέ εἰδικά λεξικά ὁρολογίας καί καθιερώνονται. Ἑπομένως δέν χρησιμοποιοῦνται εὐκαιριακά καί συμβατικά χάριν συνεννοήσεως γιά νά ἐξυπηρετήσουν μιά συγκεκριμένη περίσταση. Στήν περίπτωση δηλαδή τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ χρήση τῆς λέξης Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες προτείνεται γιά νά ἐξυπηρετήση μιά σύμβαση καί μιά ἀνάγκη ἐπικοινωνίας μέ τήν ἐπίγνωση ὅτι, στήν συγκεκριμένη περίπτωση, καταχρηστικά, χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη μέ διαφορετική σημασία ἀπό αὐτή στήν ὁποία εἶχε συμφωνηθῆ ἀρχικά. Στήν προκειμένη περίπτωση ὅμως δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ τεχνικό ὅρο, ἀλλά μέ ἐπιλογή μιᾶς ἀπό τίς σημασίες τῆς λέξης.
Πράγματι, ἄν ἀνατρέξουμε στά λεξικά θά παρατηρήσουμε ὅτι παρατίθενται οἱ διαφορετικές σημασίες τῆς λέξης. Ἀκριβῶς αὐτός ὅμως εἶναι ὁ σκοπός τῶν λεξικῶν, νά παραθέτουν τίς σημασίες μιᾶς λέξης καί νά ἀποτυπώνουν τήν χρήση τους μέ τήν παράθεση παραδειγμάτων.
Τά πράγματα ὅμως εἶναι διαφορετικά σέ ἕνα κείμενο. Ἡ σημασία τῆς λέξης μέσα στό κείμενο δέν μπορεῖ παρά νά προσδιορισθῆ, ὅπως μᾶς ἔχει μάθει ἡ Γλωσσολογία, καί συγκεκριμένα ἡ Πραγματολογία, ἀπό τό «συμφραστικό πλαίσιο –γλωσσικό καί ἐξωγλωσσικό– τῆς ἐκφώνησης». Ἡ σημασία, δηλαδή, εἶναι στενά συναρτημένη μέ τήν περίσταση, τίς συνθῆκες τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου, τοῦ ἐπιδιωκόμενου στόχου κλπ. Ἑπομένως, ἡ σημασία τῆς λέξης Ἐκκλησία στό συγκεκριμένο ἐκκλησιολογικό κείμενο τῆς Μεγάλης Συνόδου μπορεῖ νά προσδιορισθῆ μόνο σέ σχέση μέ ἄλλα ὁμόλογα δογματικά - ἐκκλησιολογικά κείμενα –ἐνῶ, ὅπως θά τονισθῆ πιό κάτω, ὁ «τεχνικός ὅρος» χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος– καί μέ ἐσωτερικά κειμενικά κριτήρια.
Τέλος, δέν μποροῦμε νά συνδέουμε τόν «τεχνικό ὅρο» μέ τήν ἀποφατικότητα. Κατ' ἀρχήν ἡ ἔννοια τῆς ἀποφατικότητας ἀφορᾶ μόνο τόν Θεό, ὅπως θά ποῦμε παρακάτω, καί δέν μποροῦμε ξαφνικά νά κάνουμε διεσταλμένη ἑρμηνεία τοῦ ἀποφατισμοῦ καί γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, μόνο καί μόνο ἐπειδή μᾶς ἐξυπηρετεῖ. Ἐξάλλου, ἡ ἔννοια τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς ἀποφατικῆς ἔκφρασης. Ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ κυρίως τήν ἀδυναμία ὁρισμοῦ καί ἀκριβοῦς ὀνοματοδοσίας. Ὁ «τεχνικός ὅρος» ἀντίθετα ἀποτελεῖ ἀπόπειρα ἀκριβοῦς, κατά τό δυνατόν, προσδιορισμοῦ μιᾶς ἔννοιας.
Πάντως, ἡ χρήση «τεχνικός ὅρος» γιά τίς ἄλλες Χριστιανικές Ὁμολογίες στήν πραγματικότητα εἶναι παραπλανητική καί θά ἐξηγήσω στήν συνέχεια τούς λόγους πού ὑποστηρίζουν τήν ἄποψή μου αὐτή.
2. Οἱ «τεχνικοί ὅροι» σέ ὁμολογιακά κείμενα
Στόν καθημερινό λόγο καί τήν ἐπικοινωνία μέ Χριστιανούς ἄλλων Ὁμολογιῶν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος Ἐκκλησία καταχρηστικά καί συγκαταβατικά, χάριν μιᾶς συνεννοήσεως, διότι ἔτσι αὐτοπροσδιορίζονται οἱ ὁμάδες αὐτές. Ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται καί μέ τήν κοινωνική ἔννοια (ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου) καί γιά τίς θρησκευτικές καί παραθρησκευτικές ὁμάδες (Ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ).
Στήν πρόσφατη ἐπίσκεψή μου στήν Ἀμερική μέ πληροφόρησαν ὅτι περίπου 55.000 «Χριστιανικές» ὁμάδες αὐτοαποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες». Τό ἐνδιαφέρον δέ εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «Χριστιανικές ὁμάδες» δέν πληροῦν τούς ὅρους καί τίς προϋποθέσεις γιά νά γίνουν μέλη τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν».
Εἶναι γνωστόν ὅτι γιά νά γίνη κάποια «Χριστιανική ὁμάδα» μέλος τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» πρέπει νά ὑποβάλη αἴτηση καί νά γίνη ἔρευνα ἄν πληροῖ τίς προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθῆ μέλος του. Αὐτή ἡ διαδικασία διαρκεῖ ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ἔτσι, ὅσες ὁμάδες χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησία» δέν εἶναι «Ἐκκλησίες», ἁπλῶς αὐτοαποκαλοῦνται ἔτσι. Τό ὅτι τό κείμενο πού ἐξεδόθη ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης δέν κάνει αὐτήν τήν διασάφηση-ἐπεξήγηση, ἀλλά χαρακτηρίζει ὅλες τίς «Χριστιανικές ὁμάδες» ὡς «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί ὁμολογίες» εἶναι προβληματικό.
Σέ ἄλλο κείμενό μου, τό ὁποῖο κατέθεσα καί στά Πρακτικά τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ὑποστήριξα ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες - Ὁμολογίες, ἀπό παλαιούς καί συγχρόνους Πατέρας, Ἐπισκόπους καί θεολόγους, δέν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς δικαιολογία γιά τήν χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ καί στήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Καί αὐτό γιατί πρέπει νά γίνη σαφής διασάφηση-ἐπεξήγηση. Ἄλλο εἶναι νά χρησιμοποιῆται ἐνδεχομένως ἡ λέξη Ἐκκλησία καταχρηστικά και συμβατικά γιά ἑτερόδοξες ὁμάδες, ἄν καί δέν πιστεύουμε ὅτι εἶναι πραγματικά μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλο εἶναι νά τεθῆ σέ κείμενο τῆς Μεγάλης αὐτῆς Συνόδου, ὡς δογματική καί κανονική ἀπόφασή της. Ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, ἡ χρήση καί ἡ σημασία μιᾶς λέξης προσδιορίζεται ἀνάλογα μέ τό συμφραστικό πλαίσιο στό ὁποῖο ἐντάσσεται.
Τό ἐρώτημα εἶναι καίριο: Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἤ ὄχι; Ἄν εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, συνέχεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τότε δέν μπορεῖ στίς ἀποφάσεις της νά χρησιμοποιῆ τίς λέξεις ὡς ὑποτιθέμενους «τεχνικούς ὅρους». Δέν μπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι οἱ Πατέρες τῶν Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους», ἤ οἱ μετέπειτα Πατέρες τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν γιά χριστολογικά θέματα θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους». Τέτοιες ἀπόψεις εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπό κάθε πλευρᾶς.
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ὡς γνωστόν, ἔδωσαν μάχες γιά τήν ἀκριβῆ χρήση τῶν λέξεων - ὅρων πού ἀφοροῦσαν δογματικᾶ ζητήματα. Γιά κανέναν λόγο δέν μπορεῖ ἕνας σοβαρός ἄνθρωπος νά ὑποστηρίξη ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὅμως ταυτόχρονα μέ συνείδηση τῶν Ἱεραρχῶν - θεολόγων νά περιλαμβάνη στίς ἀποφάσεις της «τεχνικούς ὅρους» καί μάλιστα σέ σοβαρά ἐκκλησιολογικά θέματα, τά ὁποῖα ταυτόχρονα εἶναι Χριστολογικά θέματα.
Πάντως, ἡ ἀντίληψη τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» ὡς «τεχνικοῦ ὅρου» παραπέμπει καί στήν πολιτική ὑστεροβουλία τῶν μονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ μιλοῦσαν γιά τό ἕνα θέλημα τοῦ Χριστοῦ, βεβαίωναν τόν ἅγιο Μάξιμο ὅτι δέν ἐννοοῦν ἕνα θέλημα στόν Χριστό γιά ἀμφότερες τίς φύσεις Του, ἀλλά τό γράφουν ἔτσι γιά νά ἠρεμήση ὁ κόσμος καί νά εἰρηνεύση ἡ οἰκουμένη… Τοῦ λοιποῦ προωθοῦσαν τό ἕνα θέλημα μέ τήν ἐλπίδα ἐγκόλπωσης τῶν μονοφυσιτῶν στήν αὐτοκρατορική Ἐκκλησία.
Ἡ συσχέτιση μέ τό σήμερα εἶναι προφανής. Ἀπό τήν μιά ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται δῆθεν ὡς «τεχνικός ὅρος», χωρίς νά σημαίνη ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη στήν συζήτηση μέσα στήν ἴδια τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης γιά τούς μεικτούς γάμους, θεμελιωνόταν τό ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων καί συναφῶς τῆς ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στίς κοινότητές τους. Αὐτό τό θέμα θά τό δοῦμε πιό κάτω.
3. Τό πράγμα καί τό ὄνομα, ὡς πρός τόν ὅρο Ἐκκλησία-Ἐκκλησίες
Γιά νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐπιστρατεύθηκε τό ἐπιχείρημα ὅτι στήν πατερική παράδοση ὑφίσταται διάκριση μεταξύ τοῦ πράγματος καί τῶν ὀνομάτων (ὅρων-λέξεων), ὅπως φαίνεται στήν ἀντιμετώπιση τῶν θεωριῶν τοῦ Εὐνομίου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅτι οἱ ὅροι δέν περιγράφουν τήν φύση τῶν πραγμάτων εἶναι κοινός πατερικός τόπος γιά ὅλα τά πράγματα καί μάλιστα ἀκόμα καί τά κτιστά. Συνεπῶς ἡ ὅποια ἀποφατικότητα –χρησιμοποιώντας ἐδῶ αὐτόν τόν ἐντελῶς ἀδόκιμο ὅρο– ἀφορᾶ ὅλα τά πράγματα, τά ὁποῖα στό σύνολό τους γνωρίζονται ἀπό τίς ἐνέργειές τους, ἐνῶ ἡ φύση τους παραμένει ἄγνωστη. Ἑπομένως, ἡ ὅλη εἰσαγωγή τῆς καππαδοκικῆς ἐπιχειρηματολογίας περισσότερο χρησιμοποιεῖται ρητορικά μέ σκοπό νά ρίξη τόν «λίθο τοῦ ἀναθέματος» στούς μή δεχομένους τόν ὅρο Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους παρά γιά νά κομίση ἕνα θεολογικό ἐπιχείρημα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Εὐνόμιος, ὁ ὁποῖος «ἔδωσε λογικό ὁρισμό στήν διαλεκτική τοῦ Ἀετίου», κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, κήρυττε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἁπλοῦς καί ἀμέριστος, καί μοναδικό στοιχεῖο τῆς ἁπλῆς οὐσίας του εἶναι ἡ ἀγεννησία, ἡ ὁποία τόν καθορίζει. Ἡ τέλεια ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ συνεπαγόταν τήν ταύτιση.Ἔτσι, ταύτιζε τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργειά Του. Ἐπίσης, δίδασκε ὅτι λόγῳ τῆς ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς γνωρίζουμε τό πᾶν γιά τόν Θεό, ὅπως γνωρίζει ὁ Θεός τόν ἑαυτό Του. «Ὁ Θεός περί τῆς ἑαυτοῦ οὐσίας οὐδέν πλέον ἡμῶν ἐπίσταται, οὐδέ ἔστιν αὕτη μᾶλλον μέν ἐκείνῳ, ἧττον δέ ἡμῖν γινωσκομένη».
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατ' ἀρχάς καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅπως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες ὁμιλοῦσαν γιά τήν ἀδιαίρετη διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, καί ὑποστήριζαν ὅτι ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀγνοοοῦμε δέ παντελῶς τήν οὐσία Του. Ἐπίσης ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυώνυμος ὡς πρός τίς ἐνέργειές Του καί ἀνώνυμος ὡς πρός τήν οὐσία Του. Ἐμεῖς δίνουμε ὀνόματα στόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ἐκφράζοντας τόν ἀποφατισμό ἀφαιροῦμε ὀνόματα. Ἔτσι, δέν ταυτίζονται τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ μέ τήν φύση Του καί αὐτόν τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τό ἐξέφρασε καθαρά, ὅταν ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ὀνόματα, ἤτοι εἶναι ἀγαθός, ζωή, σοφία, δύναμη καί ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν νοητή θεωνυμία, ἀλλά εἶναι Τριάδα ὑπερούσια, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά καί γνόφος, ὁρᾶται ἀλλά εἶναι καί ἀόρατος, θεᾶται ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν.
Γενικά οἱ Πατέρες δίδαξαν ὅτι ὑπάρχουν τά ρήματα, ἤτοι οἱ λέξεις, καί τά νοήματα, ἤτοι τό περιεχόμενο τῶν λέξεων. Δέν ταυτίζονται τά ρήματα μέ τά νοήματα καί ἡ ἐμπειρία δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ ἀπολύτως μέ τά ρήματα καί τά νοήματα.
Πάντως, οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν τά κτιστά ρήματα καί νοήματα πού συναντοῦσαν στό περιβάλλον γιά νά διατυπωθῆ ἡ θεοπτική ἐμπειρία τους, ἀλλά δίδασκαν ὅτι ὅταν ὁ θεόπτης φθάση στήν ἐμπειρία, τότε καταργοῦνται καί τά ρήματα καί τά νοήματα, γιατί ἡ θεοπτική ἐμπειρία γίνεται ἐν Χάριτι ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν. Αὐτά εἶναι τά ἄρρητα ρήματα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού καταγράφονται μέ ρητά ρήματα καί νοήματα.
Αὐτή εἶναι ἡ βασική ἀρχή τῆς καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας, ἀφοῦ ὁ Θεός ὁρᾶται ἀοράτως καί ἀκούγεται ἀνηκούστως καί μετέχεται ἀμεθέκτως καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως.
Ὅμως αὐτό πού γίνεται στήν θεοπτική ἐμπειρία καί ἀναφέρεται στόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή στήν θεολογία, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοσθῆ γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μποροῦμε νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀντιτάχθηκαν στίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Εὐνομίου, ἐφαρμόζεται γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος ἐπιμένει σέ αὐτό διαπράττει τό θεολογικό σφάλμα νά μή κάνη διάκριση μεταξύ θεολογίας καί οἰκονομίας, καί κατ' ἐπέκταση μεταφέρει ὅ,τι ἰσχύει στόν Τριαδικό Θεό στήν Ἐκκλησιολογία, δηλαδή τήν οἰκονομία. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσέλαβε ἀνθρωπίνη φύση καί ἕνωσε τό ἄκτιστο με τό κτιστό, τό ἀθάνατο μέ τό θνητό, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως.
Ἔπειτα, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ παραπέμπουν σέ συγκεκριμένα πράγματα, ὁπότε δέν δηλώνονται διά κενῶν ὀνομάτων πού ἀλλάζουν εὐκαίρως ἀκαίρως, λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ πράγματος τό ὁποῖο δηλώνουν. Τίθενται, λοιπόν, πολλά ἐρωτήματα: Τό ὄνομα Ἐκκλησία στούς Ὀρθοδόξους, παραπέμπει ἢ ὄχι στό πλήρωμα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁμάδες, χαρακτηριζόμενες μέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέμπουν ἢ ὄχι γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους στήν κοινωνία θεώσεως πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁμάδες, χαρακτηριζόμενες μέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέμπουν ἢ ὄχι γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους στό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας; Εἶναι ἢ δέν εἶναι διγλωσσία καί θεολογική διπλωματία, ἕνα ὄνομα πού οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦν γιά νά παραπέμπη σέ συγκεκριμένο σημαινόμενο, νά χρησιμοποιῆται μέ ἄλλο σημαινόμενο γιά ἄλλες θρησκευτικές ὁμάδες; Πόσο διαφέρει αὐτό ἀπό τήν πολιτική τῶν μονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἴδια ἔκφραση «τό ἕνα θέλημα στό Χριστό» διαβεβαίωναν τούς ὀρθόδοξους ὅτι ἕνα θέλημα σημαίνει σύμπτωση δυό φυσικῶν θελημάτων (ἄρα δύο φύσεων) καί στούς μονοφυσίτες ἄφηναν νά ἐννοηθῆ ὅτι ἕνα θέλημα προφανῶς παραπέμπει σέ μιά φύση στόν Χριστό;
Ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα εἶναι καίριας σημασίας καί σπουδαιότητας.
Οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καί διακηρύττουν στούς διαφωνοῦντες ὅτι δέν θά ζυγομαχήσουν γιά τίς λέξεις καί τά ὀνόματα ἂν συμφωνήσουν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Ἡ ἐπιμονή στίς λέξεις δέν ἀφορᾶ κάποια ἀπόδοση σταθερῆς καί ἀμετάβλητης ἀλήθειας στά ὀνόματα, ὅπως σοφιστικά ρίπτεται ὁ «λίθος τοῦ ἀναθέματος» στούς ἐπιμένοντες ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἀφορᾶ τήν ρητή ἀπαίτηση νά συμφωνοῦν ἅπαντες οἱ συμμετέχοντες στήν Σύνοδο, ὅτι ὅταν τίθεται μιά λέξη γιά νά περιγράψη μιά πραγματικότητα κατανοεῖται ἀπό ὅλους μέ τόν ἴδιο τρόπο.
Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ δογματικοί ἀγῶνες πάνω στήν ὁρολογία ἀφοροῦσαν ἀκριβῶς τό νά συμφωνήσουν ἅπαντες στά πράγματα. Κλασσικό παράδειγμα ἡ Ε' Οἰκουμενική Σύνοδος, στήν ὁποία τίθενται ὅλες οἱ ἀσφαλιστικές δικλεῖδες προκειμένου γλωσσικά ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας νά νοηθῆ ὀρθοδόξως καί ὄχι νεστοριανικῶς ἢ μονοφυσιτικῶς. Χρησιμοποιοῦνται λέξεις καί ὁρολογία, οἱ ὁποῖες δέν ἐκφράζουν ὅλες τίς χριστιανικές παραδόσεις, ἀλλά τίθενται τόσες ἐπεξηγηματικές προτάσεις, ὥστε νά ἀποκλείωνται παρερμηνεῖες ἀπό ὁποιοδήποτε μέρος τῆς Συνόδου. Αὐτό δέν ἔγινε στό κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Ἑπομένως, ὁ ὅρος, ἡ λέξη κωδικοποιεῖ, ὁριοθετεῖ, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν ἄρρητη ἐμπειρία καί αὐτό δέν εἶναι οὔτε ἁπλό οὔτε ἀσήμαντο οὔτε τυχαῖο. Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅρος δέν ταυτοποιεῖ, ἀλλά περιγράφει, δέν τόν καθιστᾶ ἄχρηστο οὔτε μας νομιμοποιεῖ νά τόν χρησιμοποιοῦμε ὅπως θέλουμε ἢ ὅπως μᾶς ἐξυπηρετεῖ κάθε φορά, γιατί ἁπλούστατα ἔτσι δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Καί ἡ συνεννόηση, ὡς γνωστόν, εἶναι κάτι πολύ σημαντικό. Ἐκτός ἂν ἐπιδιώκουμε τό ἀντίθετο, δηλαδή θέλουμε νά συσκοτίσουμε τά πάντα ὥστε νά καταστήσουμε τήν συνεννόηση δύσκολη καί προβληματική καί μέσα στήν γενικότερη σύγχυση πού θά προκαλέσουμε, νά προωθήσουμε τά σχέδια μας.
4. Ὁρισμός, ἀποφατισμός καί ἑτεροπροσδιορισμός
Συνέχεια τοῦ προηγουμένου εἶναι ὅτι τό θέμα τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» γιά τήν Ἐκκλησία συνδέθηκε ἀπό μερικούς καί μέ ἄλλα ἐκκλησιολογικά θέματα, πού ἀφοροῦν τόν ὁρισμό ἤ τόν ἀποφατισμό τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἑτεροπροσδιορισμό ἤ τόν αὐτοπροσδιορισμό τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν. Γι' αὐτό πρέπει νά ἐξετασθῆ τό θέμα τοῦ ὁρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση μέ τήν ἀποφατικότητα καί τόν ἑτεροπροσδιορισμό ἤ αὐτοπροσδιορισμό.
Ὡς πρός τό θέμα τοῦ ὁρισμοῦ, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τά παλαιότερα δογματικά ἐγχειρίδια, πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές παραδόσεις, ἔδιναν ἕναν ὁρισμό γιά τήν Ἐκκλησία, περίπου ὡς ἑξῆς: ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Χριστό, πού ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της, εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός τους, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ὁμολογία, πού ἁγιάζονται διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων, πού κατευθύνονται πρός σωτηρία ἀπό τούς Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή κλπ.
Ἔχει ὅμως παρατηρηθῆ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέφυγαν νά δώσουν τέτοιους ὁρισμούς γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἔκαναν περιγραφές, χρησιμοποίησαν εἰκόνες, ὅπως ἔκανε καί ὁ Χριστός μέ τίς παραβολές Του (π.χ. οἰκία, γάμος, ποίμνη, ἄμπελος, κλπ.). Αὐτό κάνει μερικούς νά ὑποστηρίζουν ὅτι δέν μποροῦμε νά δώσουμε ὁρισμό γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά χρησιμοποιήσουμε μόνον εἰκόνες.
Ὅμως αὐτό δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ ὡς ἐπιχείρημα γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔκφραση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ δέν εἶναι εἰκόνα. Τό Σῶμα δέν εἶναι εἰκόνα, ἀλλά πραγματικότητα. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε ...εἰκόνα, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή σαρκώθηκε: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. καί ἐθεασάμεθα τόν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. α΄, 14).
Οἱ τρεῖς Μαθητές ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, δέν εἶδαν τήν δόξα μιᾶς εἰκόνας, ἀλλά τήν δόξα τοῦ τεθεωμένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος πρός Δαμασκό εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα Του, δέν εἶδε τόν ἄσαρκο Λόγο, ἀλλά τόν σεσαρκωμένο Λόγο. Γι' αὐτό στίς ἐπιστολές του συνεχῶς ἔγραφε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Θά παραθέσω μερικά χωρία: «Καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). «Καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. α΄, 18). «Ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπέρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. α΄, 24). Τό «ἐστίν» εἶναι ἀπόλυτο καί καθοριστικό καί δέν ἀφήνει δυνατότητα ἄλλης ἑρμηνείας, ὅτι πρόκειται περί εἰκόνος.
Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὅσοι εἴμαστε Χριστιανοί βαπτισθήκαμε στό ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ: «Καί γάρ ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Α' Κορ. ιβ΄, 13), καί γι' αὐτό ἀνήκουμε στό ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ: «οἱ πολλοί ἕν σῶμα ἐσμέν ἐν Χριστῷ οἱ δέ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη» (Ρωμ. ιβ', 5).
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ καλύτερος ἑρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνεχίζει τήν ἴδια θεολογική σκέψη μέ ἐκεῖνον. Σέ ὁμιλίες του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία σῶμά ἐστιν, ὀφθαλμόν ἔχει, καί κεφαλήν ἔχει». Σέ ἄλλη ὁμιλία γράφει: «Τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία καί πλήρωμα τοῦ σώματος κεφαλή».
Στό σημεῖο αὐτό θά μποροῦσα νά παραθέσω πληθώρα καί ἄλλων πατερικῶν χωρίων πού κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί τό θέωσε ἅμα τῇ προσλήψει. Θά ἀρκεσθῶ, ὅμως, σέ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του, στό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκεκραμένη μέ τόν Χριστό: «πόσο μᾶλλον ὑμᾶς μακαρίζω τούς ἐνκεκραμένους αὐτῷ (τῷ ἐπισκόπῳ) ὡς ἡ ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστῷ, καί ὡς ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῷ πατρί, ἵνα πάντα ἐν ἑνότητι ᾖ» (Ἐφεσ., 5).
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι κεφαλή μιᾶς εἰκόνος τοῦ σώματος, ἀλλά εἶναι κεφαλή τοῦ πραγματικοῦ Σώματος πού προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος πού ἔχει μιά ἀνυπόστατη κεφαλή. Ὁ Χριστός σαρκώθηκε καί εἶναι κεφαλή τοῦ πραγματικοῦ σώματος καί δέν ἀποσαρκώθηκε μετά τήν Ἀνάστασή Του, γιατί οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως. Ἐμεῖς, μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί γι' αὐτό μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἴμαστε μέλη μιᾶς εἰκόνος τοῦ σώματος!
Ὅταν κοινωνοῦμε δέν τρῶμε τήν ...εἰκόνα καί τήν περιγραφή τοῦ Σώματος, ἀλλά τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου» (Ματθ. κς΄ , 26) καί «ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. στ΄, 54-56).
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά ὁμολογήση: «Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε τάχιον· ἐάν δέ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ , 14-15). Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός ὅρος, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία ζῶντος Θεοῦ, στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας.
Ἀπό τήν ἀποκαλυπτική διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐξάγεται ὅτι «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ. δ΄ , 5), δηλαδή ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, μία πίστη, ἕνα Βάπτισμα.
Ὡς πρός τό θέμα τοῦ ἀποφατισμοῦ, θεωρῶ ὅτι εἶναι θεολογικά ἀπαράδεκτο νά μεταφέρωνται τά περί ἀποφατισμοῦ ὡς πρός τόν Τριαδικό Θεό, καί κυρίως στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Θεολογία) στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (οἰκονομία), πού εἶναι τό πραγματικο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τοῦ ὁποίου Σώματος εἴμαστε μέλη –καί δέν εἴμαστε μέλη τῆς εἰκόνος τοῦ σώματος– καί τό ὁποῖο τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ κοινωνοῦμε στό μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας καί γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι Αὐτοῦ.
Ἄν ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι περιγραφικός ὅρος, καί δέν εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅταν λειτουργοῦμε παίζουμε θέατρο!
Πίσω ἀπό τήν ἐντελῶς ἀδόκιμη θεωρία περί ἀποφατικότητας στήν διατύπωση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία εὐδοκιμεῖ σαφῶς ἡ πολιτική προσπάθεια ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους. Τό ἀτυχές εἶναι, ὅπως ἔγραψα καί σέ προηγούμενο ἄρθρο μου, ὅτι μέ αὐτήν τήν θεωρία τῆς ἀποφατικότητας προωθεῖται ἐπακριβῶς ἡ προτεσταντική θεολογία τῶν Μεταρρυθμιστῶν, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν ἀφ' ἑνός μέν γιά τήν ἀόρατη ἐκκλησία πού γνωρίζει μόνο ὁ Θεός καί συμπεριλαμβάνει Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες καί ὅποιους ἄλλους θέλει ὁ Θεός, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά τήν ὁρατή ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι διασπασμένη.
Ὡς πρός τό θέμα τοῦ ἑτεροπροσδιορισμοῦ, ἡ ἄποψη ὅτι μιά χριστιανική κοινότητα δέν ἑτεροπροσδιορίζεται ἀλλά αὐτοπροσδιορίζεται, εἰδικά ὅταν πρόκηται γιά τίς σχέσεις της μέ ἄλλες κοινότητες, θέλει νά μᾶς πῆ ὅτι ἡ κάθε κοινότητα μπορεῖ νά χρησιμοποιῆ ὅποιον ὅρο θέλει, προκειμένου νά προσδιορίση τήν ἐκκλησιολογική της ταυτότητα. Αὐτό εἶναι προφανές. Ὡστόσο, ὅταν ὁμιλοῦμε περί ἑνός δογματικοῦ ὅρου μιᾶς Συνόδου, ὁ ὁποῖος θέλει νά προσδιορίση τήν σχέση δυό πραγμάτων (Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων), ἡ συγκεκριμένη ἄποψη περί «μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ» καταργεῖ κάθε ἔννοια λογικῆς σύγκρισης τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ σέ δυό συγκρινόμενα πράγματα προφανῶς καί καταρτίζονται οἱ ὁμοιότητες καί οἱ διαφορές τῶν πραγμάτων, προκειμένου νά φανερωθῆ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε πράγματος.
Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Τριαδολογικῶν καί Χριστολογικῶν ὅρων στίς Συνόδους ἀφοροῦσε τήν ἐξήγησή τους καί τήν ἄρνηση τῶν Ὀρθοδόξων νά προσλάβουν οἱ ὅροι τό περιεχόμενο πού τούς ἀπέδιδαν οἱ αἱρετικοί.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὁμοουσίου ἀπό τούς Πατέρες ἀφοροῦσε τόν ἀποκλεισμό τῆς μοναρχιανῆς (τροπικῆς ἢ δυναμικῆς) ἑρμηνείας τοῦ ὁμοουσίου καί τόν ἀποκλεισμό τῆς τριθεϊτικῆς ἑρμηνείας τοῦ ὁμοουσίου.
Ἡ ἑρμηνεία τῆς μιᾶς ὑποστάσεως ἐν δύῳ φύσεσι γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀφοροῦσε εἴτε τόν ἀποκλεισμό τῆς νεστοριανῆς ἑρμηνείας τῆς σύμπτωσης δυό ὑποστάσεων σέ ἕνα πρόσωπο, κατά τό πρότυπο τῆς ἠθικῆς ἕνωσης, εἴτε τόν ἀποκλεισμό τῆς μονοφυσιτικῆς ἑρμηνείας ὡς συγχώνευσης τῶν δυό φύσεων τοῦ σαρκωθέντος Λόγου σέ μιά φύση καί μιά ὑπόσταση.
Μέ βάση τήν λογική τοῦ μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ, θά ἔπρεπε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά μήν προσδιορίζουν ὡς αἱρετικές τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν κατά τήν κατάρτιση τῶν συνοδικῶν ὅρων ἀναφορικά μέ τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν Χριστό.
Φυσικά, ἡ ὅλη λογική τοῦ «μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ» βασίζεται στήν παντελῶς ἀντορθόδοξη ἄποψη ὅτι κανείς δέν θά ἀποφανθῆ περί τοῦ ποιός εἶναι Ἐκκλησία καί ποιός δέν εἶναι. Τό ἐρώτημα εἶναι σαφές: Τί διαφορετικό ἔλεγαν οἱ προτεστάντες Μεταρρυθμιστές, ὅταν ἔκαναν λόγο γιά ἀόρατη ἐκκλησία πού συμπεριλαμβάνει ἅπαντες: Ρωμαιοκαθολικούς, Προστεστάντες, Ὀρθοδόξους καί λοιπούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους ὁ Θεός γνωρίζει, ἐνῶ οἱ ὁρατές ἐκκλησίες εἶναι διασπασμένες;
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά ὑπενθυμίσω τήν ἀπόφαση τῆς Α' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ 21-28 Νοεμβρίου 1976), στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Μεταξύ τῶν ἑκατό (100) περίπου θεμάτων πού καθορίσθηκαν στήν Α' Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου (1961) ἐπέλεξαν τά γνωστά δέκα (10) θέματα γιά τήν Ἡμερησία Διάταξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ὅμως, στήν ἴδια ἀπόφαση γράφεται ὅτι ἀπό τά ἄλλα προταθέντα θέματα ἐκεῖνα πού συγκέντρωσαν τήν προτίμηση κατά δεύτερη προτεραιότητα εἶναι τέσσερα θέματα, ἤτοι «αἱ πηγαί τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, κωδικοποίησις ἱερῶν Κανόνων καί κανονικῶν διατάξεων, Οἰκονομία καί ἀκρίβεια». Σημειώνεται δέ στήν ἀπόφαση ὅτι τά θέματα αὐτά «παραπέμπονται εἰς τήν ἰδιαιτέραν μελέτην τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν, προκειμένου ἵνα ἐνδεχομένως τύχωσι μελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως».
Αὐτό σημαίνει ὅτι τά θέματα γιά τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τήν οἰκονομία καί τήν ἀκρίβεια, στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπρεπε νά μελετηθοῦν ἀπό τίς ἐπιμέρους Ἐκκλησίες, ὥστε νά συζητηθοῦν σέ μιά ἄλλη Σύνοδο, μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη. Ὅμως, ποτέ δέν ἔγινε αὐτό, τοὐλάχιστον γιά τήν δική μας Ἐκκλησία. Ἑπομένως, δέν ὑπάρχει ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τούς ἑτεροδόξους σέ σχέση μέ τήν Ἐκκλησία μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά περί ἑτεροπροσδιορισμοῦ πρέπει νά λυθοῦν Συνοδικῶς.
Τελικά, εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπό ὀρθοδόξους πλευρᾶς τά ὅσα λέγονται περί ὁρισμοῦ καί ἀποφατισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, καί τά ὅσα λέγονται περί μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ τῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
5. Ὁ “τεχνικός ὅρος” χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος
Ἐπανερχόμενος στόν λεγόμενο «τεχνικό ὅρο» γιά τίς Χριστιανικές Ὁμολογίες ὡς «Ἐκκλησίες», θέλω νά παρατηρήσω ὅτι καίτοι μερικοί χρησιμοποιοῦν τόν ὅρον αὐτό στούς ἑτεροδόξους ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο», ἐν τούτοις στήν πραγματικότητα ἀντιφάσκουν στούς ἑαυτούς τους καί ἀποδίδουν οὐσιαστικό περιεχόμενο στόν ὅρο, ὁπότε στήν οὐσία δέν τόν θεωροῦν «τεχνικό ὅρο». Αὐτό θά τεκμηριωθῆ στά ἑπόμενα.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν ἀγώνα του νά πείση τούς Ὁμοιουσιανούς νά ἀποδεχθοῦν τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας τοῦ 325, ἔστω χρησιμοποιώντας ἄλλη ὁρολογία, ἔγραφε: «Εἰπάτωσαν καί φρονείτωσαν ἁπλούστερον μέν καί ἀληθῶς τόν Υἱόν φύσει Υἱόν...». Δηλαδή, ἔκανε διάκριση, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείμενά του, μεταξύ ρημάτων καί πραγμάτων, ρητοῦ καί νοῦ-διάνοιας τοῦ ρητοῦ. Ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά μᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν μεταβάλλει».
Στήν προκειμένη ὅμως περίπτωση πού μελετᾶμε τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι μόνον ἡ λέξη Ἐκκλησία πού χρησιμοποιεῖται ὡς “τεχνικός ὅρος”, ἀλλά καί στήν χρήση τοῦ νοήματος, τοῦ πράγματος στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ λέξη αὐτή, ἀφοῦ στόν ὅρο «Ἐκκλησίες», ὅπως θά ἀποδείξουμε παρακάτω, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα. Ἑπομένως δέν ἰσχύει τό ἐπιχείρημα τῆς διακρίσεως ὀνομάτων καί πραγμάτων στόν ὅρο Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι προσωπική συνείδηση ἐκείνων πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» εἶναι «τεχνικός ὅρος», εἶναι ὅτι στήν οὐσία δέν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἀλλά ἀποδίδεται σέ αὐτές τίς ὁμάδες ἐκκλησιαστικότητα.
Δέν μπορεῖ διαφορετικά νά ἐξηγηθῆ ὅτι στίς συζητήσεις πού γίνονταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑποστηριζόταν τό «ἔγκυρο καί ὑποστατό τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων», ὅτι οἱ δυτικές «Ἐκκλησίες» ἔχουν μυστήρια, ὅτι μέ τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔγινε τίποτε σπουδαῖο, ἀφοῦ «ἐσχίσθησαν» οἱ Ἐκκλησίες μεταξύ τους, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὅπως «σχίζεται ἕνα ράσο σέ δύο κομμάτια, ἀλλά παρά ταῦτα παραμένει ράσο»!!
Δέν εἶναι λογικό, ἀλλά οὔτε καί γλωσσολογικά ἀποδεκτό, νά χρησιμο¬ποιῆται ἡ ἴδια λέξη, στήν περίπτωση αὐτή ἡ λέξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅσες εἶναι στενά συναρτημένες μέ αὐτήν, δηλαδή οἱ λέξεις βάπτισμα καί μυστήριο μέ τήν «πραγματική» τους σημασία, ἐνῶ στό κείμενο τῆς Μεγάλης Συνόδου πού ἀνήκει στό ἴδιο κειμενικό εἶδος –στήν προκειμένη περίπτωση σέ ἕνα κείμενο δογματικοῦ χαρακτήρα– νά χρησιμοποιοῦνται ὡς «τεχνικοί ὅροι».
Τό ὅτι καί αὐτοί πού χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο» δέν τό πιστεύουν καί στήν οὐσία τίς θεωροῦν πραγματικές Ἐκκλησίες, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πρακτική πού ἐπικρατεῖ στό θέμα αὐτό. Στά ἐπίσημα κείμενα πού ἔχουν ὑπογραφῆ μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ὅπως καί σέ διάφορες δηλώσεις, σαφέστατα γίνεται λόγος γιά πραγματικές Ἐκκλησίες, ὁπότε στήν συνείδησή τους ὁ ὅρος Ἐκκλησίες δέν εἶναι «τεχνικός», ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω μερικά πρόχειρα παραδείγματα.
Στήν Ὁμολογία Θυατείρων (The Thyateira Confession) πού ἔχει γραφῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεττανίας Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη καί ἔχει ἐγκριθῆ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γράφεται:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὅσοι βαπτίζονται εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό Ἱερέα ἤ ἀπό Λαϊκόν ἐν καιρῷ ἀνάγκης εἶναι Χριστιανοί ἀληθινοί καί ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Ἕνας καί παραμένει ἀδιαίρετος ὡς Θεάνθρωπος».
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφεται:
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί μέ τό ἴδιον βάπτισμα ἐγίναμεν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι κατά διαφόρους τρόπους καί μορφάς ἀποβλέπομεν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς πρός τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Χριστόν».
Ἀλλοῦ γράφεται:
«Τό γεγονός ὅμως εἶναι ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί λατρεύουν ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι τόν Ἰησοῦν Χριστόν εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν».
Ἐπίσης, ἀλλοῦ γράφεται:
«Ἐπεκράτησε, λόγῳ τῆς φιλίας, οἱ Ὀρθόδοξοι νά κηδεύουν τούς Ἀγγλικανούς καί νά κοινωνοῦν αὐτούς ὅπου δέν ὑπάρχουν Ἀγγλικανοί Ἱερεῖς. Ἐπίσης ὅπου δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, οἱ Ἀγγλικανοί κηδεύουν καί κοινωνοῦν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Τοῦτο γίνεται μέ τήν γνῶσιν, ἀλλά καί μέ τήν ἄγνοιαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς μερικούς τόπους, ἀλλά καί διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας. Ἔπειτα εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Χριστιανοί μόνοι των ζητοῦν τήν Κοινωνίαν. Εἶναι τοῦτο δεῖγμα τῆς διαθέσεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ διά τήν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν πού τούς συνδέει ἡ Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερωσύνη καί τό Πιστεύω τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως».
Ἀκόμη, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε:
«Σήμερα βλέπουμε καθαρότερα καί ἐννοοῦμε καλύτερα τό γεγονός ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό τήν ἔννοια ἁπλῶς μιᾶς ἐκφράσεως εὐγενείας ἀλλά ὑπό ἔννοια μιᾶς θεμελιώδους οἰκουμενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας».
Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀποφασίσθηκαν στήν «Ζ' Γενική Συνέλευση τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν» στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Μπελεμεντείου (Balamand) Πανεπιστημίου τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993).
Στό πρῶτο μέρος τοῦ κειμένου πού τιτλοφορεῖται «Ἐκκλησιολογικαί Ἀρχαί», ἀφοῦ γίνεται ἀναφορά στό πῶς «προέκυψαν (αἱ) ἀνατολικαί Καθολικαί Ἐκκλησίαι» (Οὐνία), οἱ ὁποῖες ἀποκατέστησαν «τήν πλήρη κοινωνίαν μέ τήν Ἕδραν τῆς Ρώμης καί παρέμειναν πισταί εἰς Αὐτήν», στήν συνέχεια γράφεται ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἑνότητος, πού ἀποκλήθηκε «οὐνία» «δέν ἠμπορεῖ πλέον νά γίνει ἀποδεκτός οὔτε ὡς ἀκολουθητέα μέθοδος οὔτε ὡς πρότυπον τῆς ἑνότητος τήν ὁποίαν ἀναζητοῦν αἱ Ἐκκλησίαι μας», ἄν καί οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές (Οὐνία) «ὡς τμῆμα τῆς καθολικῆς κοινωνίας, ἔχουν δικαίωμα νά ὑπάρχουν καί νά δροῦν διά νά ἀνταποκριθοῦν εἰς τάς πνευματικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν των».
Γιατί, ὅμως, γράφεται αὐτό; Διότι τώρα, κατά τήν ἀπόφαση αὐτή, δέν ὑφίσταται ἰδιαίτερο πρόβλημα, ἐπειδή ἄλλαξε πλέον ἡ θεώρηση μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ἤτοι «λόγῳ τοῦ τρόπου διά τοῦ ὁποίου Καθολικοί καί Ὀρθόδοξοι θεωροῦν ἐκ νέου ἑαυτούς ἐν τῇ σχέσει των πρός τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαλύπτουν ἐκ νέου ἑαυτούς ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας».
Διευκρινίζεται ἀκόμη περισσότερο ὅτι «οἱ δύο Ἐκκλησίες», Ὀρθόδοξη καί Ρωμαιοκαθολική, ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ζωή, πού ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία. Γράφεται:
«Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του –ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων– δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μίας τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός».
Ἀμέσως στήν συνέχεια γράφεται:
«Διά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα».
Διαβάζοντας τήν ἀπόφαση αὐτή, διερωτῶμαι: Γιατί μερικοί ἐξακολουθοῦν νά χαρακτηρίζουν τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ὡς «Ἐκκλησίες», ὑποστηρίζοντας ὅτι δῆθεν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐνῶ ἀπό ἐπίσημα κείμενα τοῦ «Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν» ἀποδεικνύεται σαφέστατα ὅτι προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα στόν ὅρο αὐτό καί ἑπομένως εἶναι οὐσιαστικός ὅρος καί ὄχι τεχνικός;
Ἐπί πλέον σέ κοινές δηλώσεις μεταξύ Πάπα καί Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδίδεται στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς ἐκκλησιαστικότητα καί ἑπομένως ὁ χρησιμοποιούμενος ὅρος Ἐκκλησία, γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω μερικά ἀποσπάσματα ἀπό μιά τέτοια κοινή δήλωση (29-6-1995):
«Ὁ διάλογος οὗτος –διά τῆς μικτῆς διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς– ἀπεδείχθη καρποφόρος, καί ἠδυνήθη νά προοδεύσῃ οὐσιαστικῶς. Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κοινή τις μυστηριακή ἔννοια περί Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καί μεταδοθεῖσα σύν τῷ χρόνῳ ὑπό τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις ἡμῶν ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεμέλιον τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς ἑνότητος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦσα ὅτι ἐν πάσῃ τοπικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιτελεῖται τό μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, καί ὅτι οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἐν ἑκάστῃ τούτων ἐνεργοῦσαν παρουσίαν αὐτῆς, ἡ μικτή Ἐπιτροπή ἠδυνήθη νά διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δε ἰδιαζόντως ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος».
Πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήμως:
«Ἐν ὄψει τούτων προτρέπομεν τούς ὑφ' ἡμᾶς πιστούς, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσωσι τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ μοναδικοῦ βαπτίσματος καί ἐκ τῆς συμμετοχῆς εἰς τά ἱερά μυστήρια».
Καί λίγο πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήμως:
«Ὁ Πάπας τῆς Ρώμης καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συναντήσαντες ἀλλήλοις προσηύξαντο ὑπέρ τῆς ἑνότητος πάντων τῶν χριστιανῶν. Ἐν τῇ προσευχῇ αὐτῶν περιέλαβον ὅλους ὅσοι ἄτε βαπτισθέντες ἀποτελοῦν μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἠτήσαντο δέ ὅπως αἱ διάφοροι κοινότητες ὦσιν ἐπί μᾶλλον καί μᾶλλον πισταί εἰς τό Εὐαγγέλιον αὐτοῦ».
Τελικά ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι στίς συζητήσεις ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖται ἡ διγλωσσία, τριγλωσσία καί πολυγλωσσία, δέν ὑπάρχει ἑνιαία γλώσσα. Ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ὀρθόδοξα καί μοναχικά περιβάλλοντα καί ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ἑτερόδοξα περιβάλλοντα. Στήν οὐσία, ὅπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.
Αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήση. Αὐτή εἶναι ἡ βασική γραμμή πολλῶν συγχρόνων Κληρικῶν καί θεολόγων.
Νομίζω ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήμερα ἀπό τούς ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες εἶναι ὁ συνδυασμός τῆς ἀληθείας μέ τήν ἀγάπη καί ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως. Δέν μποροῦμε ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας νά στερηθοῦμε τήν ἀγάπη καί τήν διάκριση οὔτε χάριν τῆς ἀγάπης νά στερηθοῦμε τήν ἀλήθεια. Στούς διαλόγους μέ τίς χριστιανικές ὁμάδες αὐτές πρέπει νά χαράσσωνται «κόκκινες γραμμές». Νά ξέρη κανείς μέχρι ποιό σημεῖο μπορεῖ νά προχωρήση ἤ νά ὑποχωρήση, δηλαδή νά οἰκονομῆ τά πράγματα, καί μέχρι σέ ποιό σημεῖο νά παραμένη στήν ἀκρίβεια. Αὐτή ἡ διάκριση γίνεται ὅπου ὑπάρχει φωτισμός νοῦ καί ἐμπειρική θεολογία.
Ἔτσι, οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι πού γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν ἄκτιστη δόξα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πτώση τῶν Χριστιανῶν πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπό αὐτή, μόνον αὐτοί γνωρίζουν νά ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά ἀγαποῦν πραγματικά τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Ἀλλά τέτοιοι ἐμπειρικοί θεολόγοι ἀγνοοῦνται στούς διαλόγους καί δέν χρησιμοποιεῖται ἡ πείρα τους, ἀκριβῶς γιατί ἐπιλέγεται ἡ διπλωματία καί ὄχι ἡ θεολογία.
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι τό «τεχνικός ὅρος» προσδιορίζεται μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀμφισημία. Ὅταν ὅμως ὁ «τεχνικός ὅρος» τίθεται σέ ἀμφιβολία, τότε αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος καί δέν χρησιμοποιεῖται εὐκαιριακά καί συμβατικά.
Ἔπειτα, τό νά χρησιμοποιῆται σέ κείμενο ὁμολογιακό Μεγάλης Συνόδου ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς πλευρᾶς καί νά ὁμολογῆται ὅτι εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ταυτοχρόνως νά χρησιμοποιῆται καί ὁ ὅρος Ἐκκλησίες γιά τούς ἐκτός αὐτῆς ὡς «τεχνικός ὅρος», εἶναι παράδοξο, ἀντιφατικό καί ὑπερβολικά προβληματικό ἀπό κάθε ἄποψη, καί ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά καί ἀπό γλωσσολογική.
Ἀκόμη, εἶναι διγλωσσία καί πολυγλωσσία τό νά ὑποστηρίζεται ἄλλοτε μέν ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησίες» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἄλλοτε δέ, σέ ἐπίσημες μάλιστα ἀποφάσεις, νά ἀποδίδεται στόν λεγόμενο «τεχνικό ὅρο» οὐσιαστικό νόημα καί ἐκκλησιαστικότητα. Ἔτσι, ἄλλοτε γίνεται λόγος γιά «τεχνικό ὅρο» καί ἄλλοτε γιά οὐσιαστικό ὅρο. Αὐτό δείχνει ἕνα πολύ μεγάλο πρόβλημα.
Ἐξίσου μεγάλο πρόβλημα εἶναι τό νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, εἶναι περιγραφικός ὅρος καί μιά ἁπλή εἰκόνα καί ὅτι δῆθεν ἐκφράζεται καί ἐδῶ ἡ ἀποφατικότητα καί ὅτι δέν μποροῦμε νά ἑτεροπροσδιορίσουμε τούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Τελικά, τά ἐκκλησιολογικά θέματα εἶναι σοβαρά καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ ὑπευθυνότητα καί μέσα ἀπό τήν πατερική διδασκαλία, ὅπως ἐκφράσθηκε συνοδικά. Οἱ Πατέρες ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά δογματικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα, χρησιμοποιοῦσαν ἀκριβεῖς ὅρους μέσα ἀπό ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Καί ὅταν ἔπρεπε νά κάνουν κάποια ἀλλαγή τῶν ὅρων, τό ἔκαναν μέ οὐσιαστικές προϋποθέσεις, μέ μεγάλη προσοχή, ὥστε νά ὁριοθετήσουν τήν ἀλήθεια πού ζοῦσαν ἐμπειρικά καί γιά νά διευκολύνουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι χάριν μιᾶς ἐπικοινωνιακῆς διπλωματίας.
Βεβαίως, ὅπως ἔχει σημειωθῆ ἐπανειλημμένως στό κείμενο αὐτό, ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός, ἀλλά εἶναι τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτό καί εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». –
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση
Όσα και αν έχουν εφεύρει οι στηρίζοντες τον πρωτόγνωρο όρο της Συνόδου της Κρήτης ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, ο οποίος συνεπικουρείται και από τη Δήλωση του Τορόντο (εδάφιο 5), δεν πείθουν το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η πρόσφατη ‘’ερμηνευτική’’ δικαιολόγηση του όρου αυτού ως όρου τύπου ‘’terminus technicus’’ δεν πείθει.
Μη λησμονούμε ότι ο όρος ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’ δεν τέθηκε εξ υπαρχής στα κείμενα. Ο όρος αρχικά ήταν ‘’εκκλησίες’’, με βάση τη δημοσιευθείσα απόφαση της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που πραγματοποιήθηκε στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ Γενεύης (21 - 28 Ιανουαρίου 2016).
Παρόλες τις διαφωνίες πολλών, δεν αποσύρθηκε όρος ‘’εκκλησίες’’. Και φυσικά δεν αποτελούσε όρο ‘’terminus technicus’’ ο όρος ‘’εκκλησίες’’. Aν και αντίβαινε στην προλογική ομολογία του κειμένου, όπου αναφέρετο ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία, είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» (Παρ. 1), και οι θεολογικές ενστάσεις ήταν αρκετές, η επιμονή ‘’μετακύλησε’’ τον όρο στη Σύνοδο της Κρήτης ως είχε. Η μόνη ‘’τεχνικότητα’’ που υπήρξε, ήταν η εκ περισσού επιμονή να παραμείνει ο όρος ‘’εκκλησίες’’.
Τελικά ο όρος ‘’συμβιβαστικά’’ μετατράπηκε σε ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’. Ήταν όρος τύπου ‘’terminus technicus’’, η μετατροπή του σε ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, ή όρος που φανέρωνε την εκ περισσού επιμονή; Ήταν όρος ‘’terminus technicus’’ ή αποτέλεσμα ‘’συμβιβασμού’’ στην ορολογία. Όταν ο αρχικός όρος ‘’μετατρέπεται’’ συμβιβαστικά, δεν υπάρχει περιθώριο να χαρακτηρισθεί ως ‘’terminus technicus’’, για τον λόγο ότι η επιμονή, ‘’μετακυλύει’’ έστω και μερικώς την αρχική έννοιά του. Οι όροι που αποτελούν προϊόντα ‘’συμβιβασμού’’, δεν διαφοροποιούνται εντελώς από την αρχική έννοιά τους. Ήθελαν επίμονα να παραμείνει ο όρος ‘’εκκλησίες’’, γι’ αυτό και εξευρέθηκε ο συμβιβαστικός όρος ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’.
Όσοι προβάλλουν λοιπόν τον ισχυρισμό για όρο τύπου ‘’terminus technicus’’, στη χρήση του εκκλησιολογικού όρου ‘’εκκλησίες’’, ας προσέξουν ξανά τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις της Δήλωσης του Τορόντο (εδάφιο 5) και θα αντιληφθούν ότι συνεπικουρείται και από τη Δήλωση αυτή. Η Δήλωση του Τορόντο δεν έπρεπε να υπογραφεί λόγω των εκκλησιολογικών στρεβλώσεών της. Αντί τούτου γίνεται αναφορά τις εκκλησιολογικές της προϋποθέσεις, κατά τη Σύνοδο της Κρήτης. Δήλαδή δεν έφτανε το λάθος της υπογραφής της δήλωση της αυτής, έπρεπε να γίνει και αναφορά σ’ αυτή και στη Σύνοδο της Κρήτης;
Έχουν παρατηρήσει τι αναφέρει το εδάφιο 5 της Δήλωσης του Τορόντο; «Οι εκκλησίες – μέλη του Π.Σ.Ε. αναγνωρίζουν στις άλλες εκκλησίες στοιχεία της αληθούς εκκλησίας» (Δήλωση του Τορόντο, εδάφιο 5). Μάλιστα αυτό το εδάφιο παρασιωπήθηκε λες και μια δήλωση την οποία υπογράφεις, δικαιούσαι κατότιν να παίρνεις επιλεκτικά εδάφια, και ακολούθως μόνο αυτά να προβάλεις ως εκκλησιολογικές της προϋποθέσεις. Οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις επεξηγούνται από την ολότητα του κειμένου της Δήλωσης του Τορόντο.
Η αναφορά επίσης στη Δήλωση του Τορόντο, που ‘’επεξηγεί’’ ότι «οι εκκλησίες (μέλη του Π.Σ.Ε.) αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της εκκλησίας του Χριστού, είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της ίδιας του της εκκλησίας», πόσο μεγάλη στρέβλωση καταδεικνύει η αναφορά για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία; Υπογράφοντας οι Ορθόδοξοι που παρευρέθηκαν στο Π.Σ.Ε. αυτή τη δήλωση, παραδέχονται ότι υπάρχει μια Εκκλησία στην οποία είναι πιο περιεκτικό να ανήκουμε, παρά να είμαστε μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τι κακόδοξη εκκλησιολογική στρέβλωση είναι αυτή;
Συνεπώς για ποιές τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις μπορούμε να ομιλούμε; Όλα τούτα συνηγορούν στο εκλάβουμε το ‘’συμβιβαστικό’’ όρος μιας επιμονής που προκάλεσε τόσο τάραχο στην Εκκλησία, ως όρο τύπου ‘’terminus technicus’’; Η επιμονή να μην εγκαταληφθεί ο όρος’’εκκλησίες’’, επέφεραν τον ‘’συμβιβαστικό’’ όρο ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, με τη συνεπαγόμενη σημασία του, παρά τις αναφορές σε όρο τύπου ‘’terminus technicus’’. Επιπλέον τούτων, επήλθε και ο τάραχος στην Εκκλησία.
Πηγή: Ακτίνες
Τον τελευταίο καιρό μετά τη Σύνοδο της Κρήτης, παρατηρείται μια ιδιαίτερη έξαρση αναφορών στον ‘’φονταμενταλισμό’’. Η προτεσταντική αυτή ‘’πρακτική’’ που προτοεμφανίστηκε στην Αμερική περί το έτος 1920, βρίσκει και στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλοτρόπως μιμητές.
Η ερμηνευτική συνωνυμική σημασία που δίνεται από πάρα πολλούς στον όρο ‘’φονταμενταλισμός’’, είναι ‘’θεμελιωτισμός’’. Ο όρος ‘’φονταμενταλισμός’’ προέρχεται από τη λατινική λέξη ‘’fontamentum’’ που θα πει θεμέλιο και από αυτή προήλθε η γαλλική λέξη ‘’fontamentalisme’’ εκ της οποίας προέρχεται ο όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους προτεστάντες τον 19ο αιώνα.
Πολλοί αναφέρονται σε φονταμενταλισμό, σχετικά με τους σχολιασμούς για τη δημοσιευθείσα απόφαση της Συνόδου της Κρήτης. Οι απαξιωτικές αναφορές που ακολούθησαν περί φονταμενταλισμού στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οφείλονται στο ότι δεν ανέχονται κανένα σχολιασμό. Η Ορθόδοξη ακρίβεια δεν είναι ‘’φονταμενταλισμός’’.
Όταν χρειάστηκε ο Άγιος Παΐσιος να ομολογήσει την Ορθόδοξη Πίστη του, δεν φείσθηκε να χρησιμοποιήσει και αυστηρές εκφράσεις για τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όπως το «αγάπησε μια κοσμική γυναίκα», στη γνωστή επιστολή προς τον Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο Βασιλόπουλο. Ήταν τούτο ‘’φονταμενταλισμός’’; Αυτός ήταν ένας τρόπος να δειχθεί το μέγεθος και προπαντός η αιτία του οικουμενιστικού ολισθήματος του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα. Απόδειξη ότι δεν ήταν τούτο ολίσθημα ακρότητας και φονταμενταλισμού, αποτελεί και το γεγονός ότι στην ίδια αυτή επιστολή ο Άγιος Παΐσιος, μίλησε και για τους υποπίπτοντες σε ακρότητες. Επιπρόσθετα με αυτά ο Άγιος Παΐσιος μίλησε με αγάπη για τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Είναι επακριβώς αυτό το κάλλος της εν αληθεία αγάπης. Συνεπώς άλλο ακρότητα και άλλο Ορθόδοξη ακρίβεια.
Και όταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μίλησε περί των «άγαν παρ’ ημίν ορθοδόξων», δεν είναι για τους φυλάσσοντες την ακρίβεια της Ορθόδοξης Πίστης μας που αναφέρθηκε, αλλά για τους καταφεύγοντες σε ακρότητες με αδόκιμα ζήλο. Για τούτο ο ίδιος πύρινους λόγους εξεφώνησε και έγραψε εναντίον των αιρέσεων, υπερασπιζόμενος την Αγία Ορθοδοξία μας.
Οι ύβρεις και οι απαξιωτικές αναφορές ‘’φονταμενταλισμού’’, για όσους με Ορθόδοξη σοβαρότητα εκφράζουν την άποψή τους για συγκεκριμένα θέματα της Συνόδου της Κρήτης, δεν φανερώνει μόνο εμπαθή στάση, αλλά και αδυναμία Ορθόδοξης επιχειρηματολόγησης.
Πηγή: Ακτίνες
Ο τίτλος του παρόντος άρθρου θυμίζει την αρχαία φράση, την οποία έλεγε καθημερινά ο υπηρέτης στον Πέρση βασιλιά Δαρείο, υπενθυμίζοντας του ότι έπρεπε να τιμωρήσει τους Αθηναίους, γιατί συμμετείχαν στην πυρπόληση των Σάρδεων: «Δέσποτα, μέμνησο των Αθηναίων!», του έλεγε κάθε πρωί που άνοιγε τα μάτια του.
Ναι, είναι δανεισμένο το «μέμνησο» από τη φράση εκείνη. Μόνο που γράφεται εδώ, όχι για να εγείρει αισθήματα εκδίκησης ή αντιπάθειας σε πρόσωπα, όπως αυτή του Δαρείου προς τους Αθηναίους, αλλά για να στηθεί ως μια μικρή ασπίδα αντίστασης στην καταστροφική προσπάθεια μεταπατεροποίησης της Παράδοσης της Εκκλησίας μας. Να βοηθήσει στο κατά δύναμη, ώστε η σύνοδος του Κολυμπαρίου να εντυπωθεί και να παραμείνει στη θύμηση και στη συνείδηση του λαού, ως το θλιβερό εκκλησιαστικό γεγονός, το οποίο κατέστη επισήμως έρεισμα και εφαλτήριο διάδοσης και εδραίωσης της παναιρέσεως του οικουμενισμού. Ακόμη δε, ότι η σύνοδος αυτή πραγματοποιήθηκε, για να γίνει η δικλείδα ασφαλείας, που έρχεται να κλειδώσει, να επιβεβαιώσει, να εγκρίνει και να διασφαλίσει την «κανονικότητα» των μέχρι τούδε αλλά και πασών των διαπραχθέντων και διαπραχθησομένων οικουμενιστικών αυθαιρεσιών.
Είναι πολύ σοβαρή και αξιοθρήνητη η κατάσταση. Δεν ξέρουμε, μετά από αυτήν τη σύνοδο, πόσο γρήγορα θα εξελιχθούν τα γεγονότα και ποιος θα είναι ο πνευματικός της αντίκτυπος. Με πείσμα και αγωνία πολλή, αλλά και με μεθόδους ξένες προς το πνεύμα της Εκκλησίας του Χριστού, σπεύδουν οι «μηχανικοί» της συνόδου του Κολυμπαρίου να την «εγκαταστήσουν», διά του ετσιθελισμού, στη συνείδηση των πιστών. Άκοντος εκόντος του πληρώματος, πλέον, όλα τα εκκλησιαστικά πράγματα έχουν και θα συνεχίσουν να έχουν ως βάση σχεδιασμού, ερμηνείας και εκτέλεσής τους τις αποφάσεις αυτής της συνόδου. Μ` ένα λόγο χαράχτηκε νέα πορεία της Εκκλησίας, σύμφωνη με το γενικότερο κλίμα της ομογενοποίησης των πάντων, κάτω από το δαιμονικό πνεύμα της πανθρησκείας και ισχυρό ρεύμα της παγκοσμιοποίησης.
Αν λοιπόν αρχίσει να περνά στη λήθη η σύνοδος, σημαίνει πως δεν θεωρείται μόλυσμα, πως είναι ακίνδυνη για την εξάπλωση πνευματικού λοιμού. Άρα δεν ενοχλεί την εκκλησιαστική συνείδηση και συνεπώς κατατάσσεται στο ίδιο επίπεδο με όλες τις προηγούμενες Συνόδους.
Για να έχει όμως το δικαίωμα της λησμονιάς η σύνοδος αυτή από τις καρδιές, οι οποίες σέβονται τους αγίους και την παρακαταθήκη τους, πρέπει να διαγραφεί οριστικά από την εκκλησιαστική ιστορία, χωρίς να μείνει κανένα ίχνος από τους βέβηλους και σεσοφισμένους μύθους της. Να ακυρωθούν οι αποφάσεις της, όπως οι κανόνες ορίζουν, για να ξανάρθει η ηρεμία στη ζωή της Εκκλησίας και να εξαλειφθεί μια από τις σοβαρές αιτίες των πολλών και μεγάλων κακών που συμβαίνουν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν στην πατρίδα μας.
Μην αμφιβάλλουμε πως οι προτεσταντικής προέλευσης ηθικοπνευματικές εκτροπές, που διαβρώνουν σήμερα στον τόπο μας το πατροπαράδοτο ήθος, χτυπώντας ασεβώς τους ευαίσθητους και ιερούς χώρους, βλέπε παιδεία, είναι απόρροια του πνεύματος της συνόδου του Κολυμπαρίου. Διότι, δεν έχουν τόση σημασία οι θεολογικές αναλύσεις των αποφάσεών της, όσο αυτό που κρύβεται πίσω απ` αυτές και ο σκοπός που επιδιώκεται. Όσοι παρακολουθούν με αγωνία και ακόμη περισσότερο όσοι αντιστέκονται, αγωνιζόμενοι κατά του νέου αυτού αντιρωμαίικου καθεστώτος, ξέρουν πολύ καλά πως υπάρχει σχέση των δύο αυτών πραγμάτων.
Κι επειδή η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα και λειτουργεί όχι μόνο μέσα το χρόνο και μέσα στον κόσμο, αλλά και εις τους ουρανούς και εις τους αιώνας των αιώνων, όσοι ζούμε στις ημέρες αυτές, κατά τις οποίες διαπράττεται η παρανομία και βιώνουμε ζωντανό τον πειρασμό, αν δεν σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, θα δώσουμε λόγο στο Θεό. Διότι θα παραδώσουμε αμαχητί στις επόμενες γενιές ένα πνευματικό έκτρωμα, ένα δηλητήριο με ψεύτικο φαρμακευτικό - θεραπευτικό επικάλυμμα, το οποίο ύπουλα και κρυφά, αλλά σταθερά, θα οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια.
Γι` αυτό, πάση θυσία, πρέπει να παραμείνει αναμμένη και ζωντανή η μνήμη της ως μέγα πνευματικό έλλειμμα, που προκαλεί πόνο στην ψυχή και συνεπώς και ως θέμα διαρκούς ετοιμότητας και προσευχής. Διότι με τον τρόπο που προωθείται η επιβολή των αποφάσεών της, μόνο το χέρι του Θεού μπορεί να την ανακόψει.
Παρόλα αυτά και τόσα άλλα, που υπερβαίνουν τις δυνάμεις του ανθρώπου και διαφεύγουν της αντίληψής του:
Λαέ του Θεού, μην ξεχνάς το Κολυμπάρι!
Πηγή: Ακτίνες
Μὲ τὴν Ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Πρὸς τὸν Λαό», γιὰ τὴν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης» φαίνεται ὅτι πανορθοδόξως ἔχει κλείσει ὁ κύκλος τῶν ὅσων συνέβησαν πρό, κατὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν.
Ἀπὸ τὶς 14 Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες οἱ τέσσερις (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας), οἱ ὁποῖες δὲν συμμετέσχον στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, δήλωσαν ὅτι δὲν δεσμεύονται ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις Της.
Ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες δέκα οἱ Ἐκκλησίες Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Πολωνίας καὶ Τσεχίας κρατοῦν μιὰ διακριτικὰ ἀδιάφορη στάση, γιὰ τοὺς δικούς της λόγους ἡ κάθε μία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας καὶ ἰδιαιτέρως ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ὑποστηρίζουν μὲ θέρμη τὶς ἀπόψεις τοῦ Φαναρίου, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀποδυθεῖ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ πείσει τοὺς πιστούς, ὅτι ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη ἦταν πετυχημένη καὶ ἰσάξια των Οἰκουμενικῶν Συνόδων...
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος φαίνεται πὼς ἔκλεισε πρόσφατά το θέμα τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη, μὲ τὴν ἐκδοθεῖσα Ἐγκύκλιό της «Πρὸς τὸν Λαό». Σημειώνεται ὅτι αὐτή σε διάφορες Μητροπόλεις δὲν ἀνεγνώσθη στοὺς πιστούς. Μετὰ τὴν ἔκτακτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, τὸν περασμένο Νοέμβριο, ἡ ΔΙΣ ἀρχικὰ σκέφθηκε νὰ μείνει στὰ περὶ τῆς Συνόδου ἐκδοθέντα Δελτία Τύπου καὶ νὰ μὴν προβεῖ σὲ ἄλλη ἐνέργεια. Ἡ ἄποψη αὐτὴ στηρίχθηκε στὸ γεγονὸς ὅτι στὴν εἰσήγησή του ὁ Μητροπολίτης Σερρῶν κ. Θεολόγος εἶπε μεταξύ των ἄλλων: «Τελικῶς, πολυσέβαστοι Πατέρες, ἡ ὅποια ἀξιολογικὴ μὲ ἐκκλησιολογικούς, ἁγιοπνευματικοὺς καὶ πνευματικοὺς πάντοτε ὅρους, προσέγγισις τῆς ἐν Κολυμπαρίω Κρήτης συνελθούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου επαφιεται στὴν νηφαλίως καὶ ἀδεκάστως ἐνεργοῦσαν ἱστορίαν καὶ κυρίως στὴν ἐγρηγοροῦσαν καὶ ἔνθεον συνείδησιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος». (Σελ. 38 εἰσηγήσεως. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ ὑπογρ.).
Στὴν ἴδια εἰσήγησή του ὁ Σέβ. Σερρῶν προέβη σὲ προτάσεις «ἀξιοποίησης τῶν προτάσεων τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη», γιὰ τὶς ὁποῖες ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θα ἠδύνατο να ἀναθέσει τὴ μελέτη τους σὲ ἁρμοδία ἢ καὶ σὲ εἰδικὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή. Ἡ δυνητικὴ εὐκτική, κατὰ τὴν ἄποψη Συνοδικῶν Μητροπολιτῶν, ἄφηνε στὴν κρίση τῆς Δ.Ι.Σ. τὴν ἀπόφαση νὰ ὑλοποιηθοῦν ἢ ὄχι οἱ προτάσεις του... Ἐξάλλου ἡ δημόσια δήλωση τῶν Μητροπολιτῶν Κυθήρων καὶ Καλαβρύτων, ὄτι κατα τὴν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου 2016 οὐδεμία ἀπόφαση ἐλήφθη περὶ ὑλοποιήσεως τῶν προτάσεων τοῦ Μητρ. Σερρῶν, δὲν διεψεύσθη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ ἀποδυνάμωσε περαιτέρω τὴ διάθεση ὁρισμένων Μητροπολιτῶν, ὑποστηρικτῶν τῶν διαθέσεων τοῦ Φαναρίου, νὰ ἐπιμείνουν στὸ νὰ ὑπάρξει ἐκστρατεία ἐνημέρωσης, περὶ τῶν θετικῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη.
Ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πληροφορήθηκε τὶς σκέψεις, ποὺ ἐπικράτησαν στὴ Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο, νὰ μὴν ἑξαπολυθεὶ Ἐγκύκλιος «Πρὸς τὸν λαό», γιατί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αἰτία προκλήσεως νέων ἀντιδράσεων στοὺς κόλπους τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπικοινώνησε μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο. Τοῦ ζήτησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἐκδώσει Ἐγκύκλιο, προφανῶς μὲ θετικὰ σχόλια γιὰ τὴ Σύνοδο στὴν Κρήτη, ὅπως τὸ ἔπραξε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Τὴν ἐξαπόλυση τῆς Ἐγκυκλίου ὁ Πατριάρχης τὴ θεώρησε ἀπαραίτητη, πρὸς «διαφύλαξη καὶ προάσπιση τοῦ κύρους τοῦ Φαναρίου», τὸ ὁποῖο εἶναι σὲ δύσκολη θέση, μετὰ τὴ στάση ἄλλων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετέφερε στὴν Δ.Ι.Σ. τὰ διατρέξαντα μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ ζήτησε νὰ ἐκδοθεῖ ἡ Ἐγκύκλιος, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει νέα αἰτία ἔντασης μὲ τὸ Φανάρι...
Η Δ.Ι.Σ. δέχθηκε ὁμοφώνως τὴν πρόταση καὶ ἀνέθεσε στὸν Μητροπολίτη Ἐδέσσης κ. Ἰωὴλ τὴ σύνταξη κειμένου, γιὰ νὰ κυκλοφορηθεῖ ὡς Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος «Πρὸς τὸν Λαό». Στὸ κείμενο ποὺ πρότεινε ὁ κ. Ἰωὴλ ὑπῆρξαν στὴν Δ.Ι.Σ. τροποποιήσεις καὶ ἔτσι πῆρε τὴν τελική του μορφή, ποὺ δημοσιεύθηκε. Θεολόγοι, ἐγκρατεῖς στὰ κανονικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ζητήματα, σχολίασαν τὸ κείμενο τῆς Δ.Ι.Σ. Ἀπὸ τὸν ὑπογράφοντα ὀκτὼ ἐπισημάνσεις:
Ἡ πρώτη εἶναι πὼς δὲν ἔχει τὸ ὑποστηρικτικὸ περιεχόμενο τοῦ Μηνύματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Παράδειγμα: Στὴν πρώτη παράγραφο ἀναγράφεται: «Κύριος σκοπὸς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ηταν η ἐνίσχυση καὶ ἡ φανέρωση τῆς ἑνότητας ὅλων των Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπιση διαφόρων συγχρόνων ποιμαντικῶν ζητημάτων». (Σήμ. Ὁ τονισμὸς τοῦ ὑπογρ.). Μὲ το ήταν η ΔΙΣ ἀπέφυγε νὰ πάρει θέση στὸ ἂν τελικὰ ἐπετεύχθη ἢ ὄχι ὁ σκοπὸς νὰ φανερωθεῖ στὴν Κρήτη ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων...
Η δεύτερη ἐπισήμανση εἶναι πὼς ἡ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος διευκρινίζει οτι « ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητά Της διὰ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων». Ὁ ἀναγνώστης τῆς Ἐγκυκλίου ἀντιλαμβάνεται ὄτι παραλείφθηκε μὲν ἡ ἐπισήμανση πὼς στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης φανερώθηκε ἡ ἔλλειψη ἑνότητας μεταξύ των Ὀρθοδόξων, κάτι ποὺ θὰ ἦταν ἀκριβής, ἀφοῦ ἔλειψαν ἀπὸ αὐτὴν τέσσερις τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ τονίσθηκε τὸ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθό, ὅτι ἡ ἑνότητα ἐκφράζεται στὰ «Κοινὰ Μυστήρια». Αλλά τὸ «Κοινὸ Ποτήριο» τῶν δεκατεσσάρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιών ἐκφράστηκε ὄχι στὴν Κρήτη, ἀλλὰ στὴ Μόσχα, κατὰ τὴν ἐκεῖ πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία τῶν 70ών γενεθλίων τοῦ Πατριάρχου κ. Κυρίλλου....
Ἡ τρίτη εἶναι πὼς αὐτὸ ποὺ γράφεται στὴ συνέχεια τῆς Ἐγκυκλίου, ὄτι « ἡ Συνοδικότητα ὑπηρετεῖ τὴν ἑνότητα καὶ διαπνέει τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, τὸν τρόπο ποὺ λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις Της καὶ καθορίζει τὴν πορεία Τῆς»εἶναι βασικὴ Ἀρχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά, στὴν περίπτωση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, δὲν φάνηκε αὐτὴ ἡ Συνοδικότητα, λόγω τῆς ἀπουσίας τεσσάρων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀτελοῦς σύνθεσής Της καὶ τοῦ τρόπου διεξαγωγῆς Της.
Ἡ τέταρτη ἐπισήμανση εἶναι πὼς στὴ σύντομη ἀναφορά της στὰ θέματα, ποὺ συζητήθηκαν καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις στὴν Κρήτη ἡ Ἐγκύκλιος «Πρὸς τὸν λαὸ» δὲν ἐνημερώνει ἐπαρκῶς καὶ δὲν λύνει ἀπορίες. Ὁ πιστὸς διαβάζοντας ἢ ἀκούγοντας Τὴν διερωτᾶται ἂν χρειαζόταν μιὰ Σύνοδος γιὰ νὰ καταλήξει στὸ αὐτονόητο καὶ βασικὸ στοιχεῖο τῆς πίστης τῶν Ὀρθοδόξων, ὄτι «Οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δὲν ἀποτελοῦν συνομοσπονδία Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Αν χρειαζόταν μιὰ Σύνοδος γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι στὴ Διασπορὰ ἐπεκτείνεται ἐπ’ ἀόριστον ἡ ἀντικανονικὴ παρουσία πολλῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων σὲ μίαν Ἐπισκοπή. Ἂν χρειαζόταν μιὰ Σύνοδος γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀξία τῆς οἰκογένειας καὶ γιὰ νὰ ἐπαναλάβει τὰ περὶ νηστείας ἰσχύοντα ἀπὸ αἰώνων στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πέμπτη ἐπισήμανση εἶναι πὼς στὴν Ἐγκύκλιο σχεδὸν ἀποσιωπᾶται τὸ θέμα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Προφανώς κρίθηκε ὅτι ἂν φουντώσει πάλιν ἡ συζήτηση γι’ αὐτήν, ἐντάσεις θὰ προκαλέσει, καὶ ὄχι ὄφελος στὴν ἑνότητα τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἐκκλησίας...
Ἡ ἕκτη ἐπισήμανση εἶναι πὼς ἡ Ἐγκύκλιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν ἀναφέρει τὴ σχετικοποίηση τῶν ἱερῶν κανόνων περὶ γάμου καὶ περὶ νηστείας, ὅπως τὸ κάνει τὸ Μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πρὸς τὸ πλήρωμά της. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται ὅτι ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη «ἔδωσε τὸ δικαίωμα σὲ κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία νὰ ρυθμίζει τὶς ἐπὶ μέρους διατάξεις τῆς νηστείας, ἀνάλογα μὲ τὶς κλιματολογικὲς καὶ ἄλλες συνθῆκες τῆς περιοχῆς» καὶ ἐπίσης ὄτι «παρέχει σὲ κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει κατὰ τὶς τοπικὲς συνθῆκες διατάξεις, γιὰ τὴν τέλεση γάμου μεταξὺ ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων». Ἡ ἀποδοχὴ τῆς σχετικοποίησης τῶν περὶ τῆς νηστείας Κανόνων καὶ ἡ «ἐξουσιοδότηση» κάθε Ἐκκλησίας νὰ ἐπιλέγει τὸν τρόπο τῆς νηστείας τῶν πιστῶν Της δυσχεραίνει τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων. Πλέον θὰ εἶναι πιθανότατο σὲ μιὰ Διορθόδοξη Σύναξη ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ τρώγει ψάρι, ἄλλος λαδερὸ καὶ ἄλλος ξηρὰ τροφή... Τα περὶ συγχύσεως τοῦ πανορθοδόξου πληρώματος ἰσχύουν καὶ ἀπὸ τὴ σχετικοποίηση τῶν περὶ γάμου Κανόνων... Οι Σύνοδοι, ἕως τὴν Κρήτη, ἔλυναν ζητήματα, δὲν τὰ περιέπλεκαν... Οἱ Σύνοδοι, ἕως τὴν Κρήτη, κατέληγαν σὲ ξεκάθαρες ἀποφάσεις, ποὺ δὲν ἔμοιαζαν μὲ χρησμοὺς τῆς Πυθίας.... Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, ἕως τὴν Κρήτη, εἶχαν γενικὰ ἀποδεκτὸ χαρακτήρα καὶ δὲν ἐπιδέχονταν ἀμφισβητήσεις.
Ἡ ἕβδομη ἐπισήμανση εἶναι πὼς ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη προκάλεσε ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ ζήτημα. Οἱ ἀποφάσεις Της ἀπορρίφθηκαν ἀπὸ τὶς τέσσερις μὴ προσελθοῦσες σὲ Αὐτὴν τοπικὲς Ἐκκλησίες. Πῶς θὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀπόρριψη τὸ Φανάρι; Θὰ λάβει μέτρα σὲ βάρος τους; Θὰ προκαλέσει ἔτσι σχίσμα στοὺς Ὀρθοδόξους; Καὶ ἂν δὲν ἐπιβάλλει μέτρα τότε ποιὰ ἡ ἀξία ὅσων ἀποφάσεων ἐλήφθησαν;...Ὁ κ. Βαρθολομαῖος θὰ ἔπρεπε νὰ σκεφθεῖ ἐγκαίρως, νηφάλια καὶ μὲ πυξίδα τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας τὶς συνέπειες τῆς ἀπόφασής του νὰ διεξαχθεῖ ἡ Σύνοδος στὴν Κρήτη χωρὶς τέσσερις τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Ἡ ὄγδοη καὶ τελευταία ἐπισήμανση εἶναι πώς, συμπερασματικά, ἡ Δ.Ι.Σ., μὲ τὰ ὅσα γράφει στὸ κείμενό Της «Πρὸς τὸν Λαό», καὶ καταλήγοντας μὲ τὸ ὅτι τὰ κείμενα τῆς Συνόδου στὴν Κρήτη «ἀποτελοῦν ἀντικείμενο ἐμβαθύνσεως καὶ περαιτέρω μελέτης» δὲν πρέπει νὰ ἔχει ἀφήσει ἱκανοποιημένο τὸ Φανάρι...
Πηγή: Ῥωμαίικο Ὁδοιπορικό
«Ἡ γὰρ καύχησις ἠμῶν αὕτη ἐστι, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἠμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινεία Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφία σαρκική, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμω, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς». (Β΄ Κορ. 1,12)
Ὁ στίχος αὐτὸς τῆς Β΄πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς κράζει καὶ βοᾶ γιὰ αὐτοέλεγχο καὶ αὐτογνωσία ὡς πρὸς τὴν «πληροφορία τῆς διακονίας», στὴν ὁποία τάχθηκε τὸ κάθε μέλος μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα οἱ ποιμένες, ποὺ βαστοῦν στὸ λαιμὸ τοὺς ψυχές, γιὰ νὰ τὶς ὁδηγήσουν στὴ σωτηρία.
«Σὺ δὲ νῆφε ἐν πάσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστού, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο (Β΄Τιμ. 4,5) καὶ ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἤτοι, τὸ διακόνημα καὶ ἀρχιερατικόν σου ἐπάγγελμα πλήρωσον, λέγει, ὢ Τιμόθεε καὶ δεῖξον αὐτὸ κατὰ πάντα τέλειον. Τότε δὲ πληροῦται καὶ γίνεται τέλειόν το ἐπάγγελμα τῆς ἀρχιερωσύνης, ὅταν ὁ ἀρχιερεὺς κακοπαθῆ διὰ νὰ σώση τὰς ψυχᾶς τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου».
Μιλᾶ γιὰ τὴν καύχησή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ μᾶς ξαφνιάζει ἡ λέξη. Μᾶς προλαβαίνει ὅμως ὁ Ζιγαβηνός: «Ἐφ` ἧς σεμνυνόμεθα», μᾶς ἑρμηνεύει. Δηλαδή, τὸ καύχημά μου, τὸ σέμνωμά μου. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ καύχημά του; «Τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως». Ἡ μαρτυρία τῆς συνείδησης, τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται, ἄξιζε πολὺ περισσότερο ἀπὸ μύριες ἄλλες μαρτυρίες. Διότι ἡ συνείδηση εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ ἡ φωνὴ τῆς φωτισμένης συνείδησης εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια αὐτὰ τὰ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθ` ὃν χρόνο διωκόταν καὶ κινδύνευε καὶ συκοφαντοῦνταν. Ἀλλὰ εἶχε ἀγαθὴ τὴ μαρτυρία τῆς συνείδησής του καὶ χαιρόταν, ἐκεῖ ποὺ ἄλλοι θὰ θλίβονταν καὶ θὰ πικραίνονταν. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει: «Ἤμιν τὴν παρρησίαν ἥ του συνειδότος παρέχει μαρτυρία».
Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύει: «Αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς κάνει νὰ παρηγορούμαστε, δηλαδὴ ἡ συνείδησή μας, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ πὼς δὲν διωκόμαστε καὶ ὑπομένουμε πειρασμοὺς γιὰ τὰ πονηρὰ ἔργα ποὺ πράξαμε, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πολλῶν. Ἡ προηγούμενη λοιπὸν παρηγοριὰ ποὺ εἴχαμε ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὴ δὲ ἡ παρηγοριὰ ποὺ ἔχουμε τώρα, προέρχεται ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς συνείδησής μας, γὶ` αὐτὸ καὶ τὴν ὀνομάζει καύχηση μιὰ τέτοια συνείδηση, δείχνοντας μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τὴν πολλὴ βεβαιότητα ποὺ εἶχε ὅτι εἶναι καθαρὴ ἡ συνείδησή του». Τὸ «μαρτύριον τῆς συνειδήσεως», εἶναι, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ ἐσωτερικὴ ἁγιοπνευματικὴ ἐπιβεβαίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, ὡς ἀποτελέσματος τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ἔκφραση αὐτῆς διὰ τῆς ὀρθοπραξίας.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρει ἄλλες δυὸ ἀρετές, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ θεϊκὴ εἰλικρίνεια. Λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνεια (συμπεριφερθήκαμε μέσα στὸν κόσμο καὶ προπαντὸς ἀπέναντί σας). Ἐννοεῖ δηλαδὴ χωρὶς τίποτε δολερό, χωρὶς ὑποκρισία, χωρὶς εἰρωνεία, χωρὶς κολακεία, χωρὶς κακὴ προαίρεση καὶ ἀπάτη, ἀλλὰ μὲ καθαρὴ καὶ ἀπονήρευτη σκέψη καὶ ἄδολη κρίση». Συμπληρώνει δὲ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος: «Μὲ εἰλικρίνεια θὰ πεῖ μὲ καθαρότητα τῆς διάνοιας, χωρὶς δόλο καὶ χωρὶς νὰ ἔχει τίποτε τὸ ὕπουλο».
Ἐπειδὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὴ στάση τοῦ ἀπ` αὐτὴ τῶν ψευδαποστόλων καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ γράφει στοὺς Κορινθίους, ἐνδείκνυνται ἀπολύτως γιὰ τὶς ἡμέρες μας, καθὼς ἔλειψε ὁ καθαρὸς καὶ φωτισμένος λόγος, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπακοὴ τῶν ποιμένων στὴν Ἐκκλησία, στὶς Οἰκουμενικὲς ἀποφάσεις καὶ στὴν ἁγία μας Παράδοση, καταθέτουμε, στὸ κατὰ δύναμη, τὶς γνῶμες τῶν ἑρμηνευτῶν. Πάντα ἐπίκαιρη ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ σήμερα, ἰδιαίτερα μ` αὐτὸν τὸ στίχο.
Συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος: «οὐκ ἐν σοφία σαρκική, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμω»! Μετάφραση: «Ὄχι μὲ σοφιστεία καὶ μὲ ἀπατηλοὺς συλλογισμούς, ἀλλὰ μὲ τὸ φωτισμὸ καὶ τὰ σημεῖα, ποὺ μᾶς χαρίζει ὡς δωρεὰ τοῦ ὁ Θεός, συμπεριφερθήκαμε, ὄχι μόνο σὲ σᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλο τὸν κόσμο». «Ὄχι μὲ δεινότητα καὶ περιστροφὲς τῶν λόγων, τὰ ὁποῖα συσκιάζουν, (θολώνουν) τὴν ἀλήθεια», ἑρμηνεύει ὁ Οἰκουμένιος. Ὁ δὲ Θεοδώρητος διευκρινίζει: «Σοφία σαρκικὴ δὲν ἐννοεῖ ἐδῶ τὴν εὐγλωττία ἀλλὰ τὴν πανουργία». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐξηγεῖ: «Ὄχι μὲ δεινότητα λόγων καὶ μὲ περιπλοκὲς καὶ σοφίσματα, διότι αὐτὰ εἶναι ἡ σαρκικὴ σοφία». «Ἀλλὰ τί δώσαμε, τί προσφέραμε στὸν κόσμο καὶ σὲ σᾶς; Αὐτὰ ποὺ διδαχθήκαμε ἀπὸ τὴ θεία χάρη, αὐτὰ καὶ γυμνὰ(αὐτούσια, ἀναλλοίωτά) σας τὰ προσφέρουμε, χωρὶς νὰ ἀνακατεύουμε μὲ αὐτὰ τίποτε δικό μας», λέει πάλι ὁ Θεοδώρητος. Καὶ ἐρμηνεύοντας τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὁ Οἰκουμένιος, συμπληρώνει: «Δηλαδή, συναναστράφηκε μὲ τὸν κόσμο καὶ μαζί τους μὲ τὴ σοφία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὴν ἐπιτέλεση διαφόρων θαυμάτων, ποὺ κι αὐτὰ ἦταν χάρισμα τοῦ Θεοῦ».
Καὶ κλείνει ὁ στίχος: «περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς»: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτᾶ καὶ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτησή του: «Τί ἐννοεῖ λέγοντας περισσότερο πρός σας; Ὅτι μ` αὐτοὺς συναναστράφηκε περισσότερο ἐν χάριτι Θεοῦ». Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁλοκληρώνει: «Πῶς συναναστράφηκα, λέγει, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά σας; Ὅτι κοντὰ στὰ σημεῖα καὶ θαύματα, κήρυξα σὲ σᾶς καὶ τὸ εὐαγγέλιο χωρὶς καμία πληρωμή. Βλέπε δέ, ἀναγνώστη, ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἦταν κατόρθωμα καὶ ἀρετὴ τοῦ Παύλου, αὐτὸς τὸ ἀναφέρει στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πὼς ἦταν ἐκείνης κατόρθωμα».
Μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μᾶς μίλησαν καὶ τὰ δόκιμα στόματα τῶν ἑρμηνευτῶν. Ἂν τὸ Κολυμβάριον διακατέχεται ἀπὸ καύχηση συνειδήσεως παρόμοιά του Παύλου καὶ ἔτσι ἐφησυχάζει στὴ σιωπὴ καὶ «στὸ ἀπυρόβλητό» της ἐξουσίας τοῦ δεσποτισμοῦ, ὡς ἐπιτελέσαν ἐν πληρότητι τὸ χρέος τῆς διακονίας του, θὰ ἀπαντήσει καιρίως ὁ Θεός. Καὶ ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε ἡ ἀπάντηση νὰ εἶναι μετριαστικὴ τῆς δικαιοσύνης Του γιὰ ὅλους μας.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Στήν ἀναφορά τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γίνεται λόγος γιά τά «σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὁ Μέγας Βασίλειος μεταξύ τῶν ἄλλων προσεύχεται στόν Θεό: «Παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν».
Μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι, γιά νά δικαιολογήσουν τόν ὅρο Ἐκκλησία καί γιά τούς ἑτεροδόξους, ἐπικαλοῦνται καί τήν φράση αὐτή καί ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ὀνομάζει Ἐκκλησίες καί τίς κοινότητες τῶν αἱρετικῶν, ὁπότε αὐτό, ὅπως ἰσχυρίζονται, δίδει τό δικαίωμα νά ὀνομάζουν ὅλους τούς Χριστιανούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅτι ἀνήκουν σέ Ἐκκλησίες.
Αὐτό ἐκ πρώτης ὄψεως εἶναι λογικοφανές, ἀλλά ἐάν ἀναλύση κανείς τό θέμα θά διαπιστώση ὅτι τέτοιες ἑρμηνευετικές ἀποδόσεις στόν Μέγα Βασίλειο εἶναι ἐσφαλμένες.
Κατ’ ἀρχάς ἀμέσως μετά τήν προσευχή «παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀκολουθεῖ ἡ προσευχή: «τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐδῶ γίνεται διάκριση μεταξύ τῶν σχισμάτων, πού πρέπει νά παύσουν νά ὑπάρχουν, καί τῶν ἐπαναστάσεων τῶν αἱρέσεων πού πρέπει νά καταλυθοῦν μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί αὐτό γιατί οἱ αἱρέσεις εἶναι προϊόντα τοῦ πονηροῦ πνεύματος, τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων.
Ἔπειτα, στήν ἴδια εὐχή τῆς ἀναφορᾶς προσεύχεται: «τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε∙ τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ Ἐκκλησία». Ἔτσι, ὑπάρχει ἡ Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία καί «οἱ πεπλανημένοι» πού ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτή καί πρέπει νά ἐπιστρέψουν σέ αὐτήν.
Ὅποιος δέν μπορεῖ νά κάνη τήν διάκριση μεταξύ σχισμάτων καί αἱρέσεων, δέν μπορεῖ νά καταλάβη τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί κατά τόν τρόπο αὐτό τόν παρερμηνεύει καί τόν ἀδικεῖ.
Τό ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος κάνει διάκριση μεταξύ τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων φαίνεται στόν 1ο Κανόνα του, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἑπομένως ἔχει καθολική ἰσχύ.
Στόν σημαντικό αὐτόν κανόνα ὁ Μέγας Βασίλειος κάνει τήν διάκριση μεταξύ αἱρέσεων, σχισμάτων καί παρασυγαγωγῶν. Ἀναλύοντας αὐτό τό θέμα γράφει, κατά τήν μετάφραση τοῦ χωρίου: «αἱρέσεις (οἱ παλαιοί Πατέρες) ὀνόμασαν αὐτούς πού εἶχαν ἀποσχιστεῖ τελείως καί εἶχαν ἀποξενωθεῖ ἀπό τήν ἴδια τήν πίστη, ἐνῶ σχίσματα αὐτούς πού φιλονίκησαν μεταξύ τους γιά κάποιες αἰτίες ἐκκλησιαστικές καί γιά ζητήματα πού μποροῦν νά διευθετηθοῦν∙ καί παρασυγαγωγές τίς συγκεντρώσεις πού ἔκαναν ἀνυπότακτοι πρεσβύτεροι ἤ ἐπίσκοποι καί ἀγράμματοι ἄνθρωποι». Δίνει δέ μερικά παραδείγματα ἀπό τήν τότε πραγματικότητα γιά νά γίνη κατανοητό.
Ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος προσευχόταν «παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐννοοῦσε τήν προσωρινή διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν γιά ζητήματα ἰάσιμα, ἐνῶ γιά τίς αἱρέσεις προσεύχεται διαφορετικά.
Κάνοντας αὐτήν τήν διάκριση σαφῶς γράφει ὅτι οἱ Πατέρες οἱ παλαιοί καθόρισαν «τό μέν τῶν αἱρετικῶν (βάπτισμα), παντελῶς ἀθετῆσαι», τό δέ βάπτισμα τῶν σχισματικῶν νά τό δεχθοῦν, ἐπειδή «ὡς ἔτι ἐκ τῆς ἐκκλησίας αὐτῶν», ἀφοῦ ἀποσχίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά «ζητήματα ἰάσιμα», ὄχι τῆς πίστεως, καί τό βάπτισμα αὐτῶν πού ἀνήκουν στίς παρασυναγωγές «ἄν βελτιωθοῦν μέ ἀξιόλογη μετάνοια καί ἐπιστροφή, νά ἑνώνονται ξανά μέ τήν Ἐκκλησία, ὥστε πολλές φορές νά γίνονται δεκτοί στήν ἴδια τήν τάξη, ὅταν μετανοήσουν, καί αὐτοί πού ἔφυγαν μαζί μέ τούς ἀπειθάρχητους καί πού εἶχαν κάποιον ἱερατικό βαθμό».
Ὁ Μέγας Βασίλειος αἰτιολογεῖ θεολογικῶς γιατί οἱ αἱρετικοί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, καί γιατί δέν μπορεῖ νά γίνη ἀποδεκτό τό βάπτισμά τους. Γράφει: «οἱ δέ τῆς ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὔκ ἔτι ἔσχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς∙ ἐπέλιπε γάρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπεῖναι τήν ἀκολουθίαν», δηλαδή «αὐτοί ὅμως πού ἀποστάτησαν ἀπό τήν ἐκκλησία δέν ἔχουν πιά τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω τους∙ γιατί σταμάτησε ἡ μετάδοση, ἐπειδή διακόπηκε ἡ συνέχεια».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσες κοινότητες χριστιανικές δέχονταν τήν αἵρεση, δέν εἶχαν ἀποστολική διαδοχή, καί δέν ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ἀφοῦ τούς ἐγκατέλειψε ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ἐποχή στήν ὁποία ἔζησε ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν μιά ταραχώδης ἐποχή. Εἶχε προηγηθῆ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀλλά σχεδόν ἀμέσως μετά τήν Σύνοδο αὐτή δημιουργήθηκαν ἔριδες. Γίνονταν μεγάλες συζητήσεις γιά τόν ὅρο τοῦ ὁμοουσίου καί ἄλλους ὅρους σχετικά μέ τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, ἄλλες χριστιανικές κοινότητες εἶχαν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς αἱρετικές, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶχε προσχωρήσει στήν αἵρεση, ἄλλες ἦταν σχισματικές γιά λόγους προσωπικούς καί διοικητικούς, ἀφοῦ δέν εἶχε ἐπικρατήσει ἀκόμη τό διοικητικό σύστημα, πού ὑπάρχει σήμερα, καί ἄλλες ἦταν παρασυναγωγές. Ὅλα αὐτά ρυθμίστηκαν μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τό 381 μ.Χ. δύο χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ δέ Σύνοδος αὐτή δέν ἀνήρεσε αὐτήν τήν διάκριση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀλλά τήν διατήρησε, γιατί θέτει οὐσιαστικούς καί κανονικούς ὅρους γιά νά δεχθῆ τό βάπτισμα αὐτῶν πού ἔφυγαν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ἡ διάκριση μεταξύ αἱρέσεως, σχίσματος καί παρασυναγωγῆς ὑφίσταται σήμερα. Αἱρετικοί εἶναι ὅσοι ἔχουν εἰσάγει αἱρετικές ἀποκλίσεις ἀπό τήν πίστη τῶν Πατέρων. Τό filioque, τό actus purus, τό analogia entis, τό analogia fidei εἶναι αἱρέσεις καί αὐτές ἔχουν ἐγκολπωθῆ οἱ δυτικοί Χριστιανοί. Ὁ μονοφυσιτισμός καί ὁ μονοθελητισμός εἶναι αἱρέσεις καί αὐτές ἔχουν ἐγκολπωθῆ οἱ ἀνατολικοί Χριστιανοί. Ἐκτός αὐτῶν, ὑπάρχουν καί Ἐκκλησίες γιά διοικητικούς λόγους, πού δέν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὅπως τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.
Ἑπομένως, ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος προσευχόταν «παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐννοοῦσε τήν προσωρινή διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν γιά ζητήματα ἰάσιμα, ἐνῶ γιά τίς αἱρέσεις προσεύχεται διαφορετικά, ἤτοι «τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος» καί «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ».
Μέσα στήν προοπτική αὐτή πρέπει νά ἑρμηνεύση κανείς τίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε ὁ Μέγας Βασίλειος γιά τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία.
Πρέπει νά σταματήση αὐτή ἡ παρερμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὅσοι ἔχουν διαφορετικές ἀπόψεις, ἔχουν τό δικαίωμα νά τίς ἐκφράζουν, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἄς σταματήσουν νά παρερμηνεύουν τόν μεγάλο μας Πατέρα, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί οὐρανοφάντορα Βασίλειο.–
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβασις, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...