ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 21η Δεκεμβρίου 2015
ΟΙ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ «ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΕΣ» ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ.
(Σχόλιο σε εισήγηση Καθηγητού)
Στις πολλές πυρετώδεις προετοιμασίες για την σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», η οποία ορίστηκε για τον ερχόμενο Ιούνιο, (Πεντηκοστή του 2016), προστέθηκε και πρόσφατο Συμπόσιο, όπως δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «Θεολογικά Δρώμενα». Σύμφωνα με το ιστολόγιο: «Επιστημονικό Συμπόσιο με τίτλο “Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο”, με αφορμή την προγραμματισθείσα για το έτος 2016 Αγία και Μεγάλη Σύνοδο διοργανώνεται από το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στην Ιερά Μονή Βλατάδων κατά το χρονικό διάστημα 3-5 Δεκεμβρίου 2015. Σύμφωνα με την οργανωτική επιτροπή του συμποσίου στις εργασίες του θα παρουσιαστούν και θα αναλυθούν τα θέματα που έχει αποφασισθεί να συζητηθούν στις εργασίες της Συνόδου» (http://blogs.auth.gr/moschosg ). Από τις πολλές εισηγήσεις του Συμποσίου περιοριζόμαστε να σχολιάσουμε μία, αυτή του ομοτίμου Καθηγητού του Α.Π.Θ. κ. Γεωργίου Μαρτζέλου, με τίτλο «Η αναγκαιότητα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων», αφήνοντας τον σχολιασμό των άλλων σε άλλα αρμόδια πρόσωπα.
Ο ως άνω καθηγητής θεωρεί ότι «η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι απολύτως αναγκαία, για να μπορέσει η Ορθοδοξία να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών, δίνοντας μια δυναμική μαρτυρία της θεανθρώπινης παρουσίας της μέσα στον παραπαίοντα πνευματικά, ηθικά και κοινωνικά σύγχρονο κόσμο», αφού κατά τους ισχυρισμούς του “για πρώτη φορά ύστερα από μία χιλιετία και πλέον εκπρόσωποι όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών θα συνέλθουν να συζητήσουν και να λάβουν από κοινού αποφάσεις για σημαντικότατα θέματα που απασχολούν εδώ και δεκαετίες το Ορθόδοξο πλήρωμα, αλλά και τη σημερινή ανθρωπότητα….”». Στη συνέχεια απαριθμεί τα άκρως αναγκαία και επείγοντα αυτά θέματα που χρήζουν συνοδικής επιλύσεως και αντιμετωπίσεως. Είναι « “η βία που ασκείται πολλές φορές εν ονόματι της θρησκείας”, η “ραγδαία εκκοσμίκευση των χριστιανικών κοινωνιών”, η “ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας”, η “ραγδαία ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας”, η “καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος”, η “οικονομική κρίση και η κοινωνική αδικία”». Πέραν αυτών επιτακτική είναι η ανάγκη «η Ορθόδοξη Εκκλησία να διατρανώσει την ενότητά της και να εκφραστεί με ενιαίο λόγο στο σύγχρονο κόσμο». Αναφερόμενος παρά κάτω στη θεματολογία της Συνόδου, θεωρεί ότι αυτή «ανταποκρίνεται πλήρως στα ανωτέρω προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής μας», επειδή «όλα τα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αναφέρονται σε σύγχρονα ζητήματα σχετιζόμενα είτε με την οργάνωση και τη θεσμική έκφραση της ενότητας της Ορθοδοξίας (Διασπορά, Αυτοκέφαλο, Αυτόνομο, Δίπτυχα), είτε με τη διασφάλιση της ορθόδοξης πνευματικότητας σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ανάγκες του ορθοδόξου πληρώματος (Ημερολόγιο, Κωλύματα γάμου, Νηστεία), είτε με τις διαχριστιανικές σχέσεις, (διμερείς και πολυμερείς), είτε με την αξιόπιστη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο (με βάση βέβαια τα χριστιανικά ιδεώδη της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών)».
Κατ’ αρχήν η εισήγηση του κ. καθηγητού παρουσιάζει βασικά κενά και ελλείψεις. Αποσιωπά άλλες «αναγκαιότητες», πολύ πιο ουσιαστικές και επείγουσες, οι οποίες θα έπρεπε να είχαν την πρώτη προτεραιότητα σε σχέση με αυτές που αναφέρει. Αναφέρουμε μερικές: Πρώτη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη να αποτελεί η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συνέχεια των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι όπως θέτει και διαπραγματεύεται το θέμα ο κ. καθηγητής, η μέλλουσα Σύνοδος παρουσιάζεται ξεκάρφωτη και μετέωρη και όχι ως μία οργανική συνέχεια των προγενεστέρων, ως ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας επτά, η ορθότερα εννέα Οικουμενικών Συνόδων. Η παράλειψη αυτή αποτελεί σοβαρότατο λάθος που δεν δικαιολογείται για έναν καθηγητή της Δογματικής της περιωπής του κ. Μαρτζέλου. Όπως γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία και την Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας, κάθε επόμενη Οικουμενική Σύνοδος επικύρωνε τους δογματικούς όρους και τις κανονιστικές αποφάσεις των προγενεστέρων. Ουδέποτε δε διενοούντο οι άγιοι Πατέρες των εν λόγω Συνόδων να παραχαράξουν, η να αλλοιώσουν κάτι, έστω και στο ελάχιστο, από όσα εδογμάτισαν οι προγενέστεροι Πατέρες. Επομένως και η μέλλουσα Σύνοδος μόνον τότε θα αποτελέσει πραγματική συνέχεια των προγενεστέρων, όταν επικυρώσει τους δογματικούς όρους των προγενεστέρων (συμπεριλαμβανομένων της Η και Θ Οικουμενικής) και δεν προχωρήσει σε θέσπιση νέων Κανόνων, οι οποίοι θα έρχονται σε αντίθεση και θα ακυρώνουν παλαιοτέρους Ιερούς Κανόνες.
Μια άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη οι ιεράρχες που θα συγκροτήσουν την Σύνοδο να είναι θεοφόροι, η τουλάχιστον να έχουν ορθόδοξο φρόνημα και να βαδίσουν πάνω στα χνάρια των αγίων Πατέρων. Τότε μόνον η Σύνοδος αυτή θα είναι όντως Σύνοδος γνησία και αυθεντική και όχι ψευδοσύνοδος. Σύνοδος κατά την οποία τα συνοδικά μέλη θα μελωδήσουν «μέλος εναρμόνιον θεολογίας». Και επομένως θα γίνει αποδεκτή από το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Περιττό βέβαια να λεχθεί ότι εφ’ όσον οι ιεράρχες-μέλη της Συνόδου θα έχουν ορθόδοξο φρόνημα, κατ’ ανάγκη δεν θα έχουν οικουμενιστικό φρόνημα. Γιατί αν η Πανορθόδοξος Σύνοδος συγκληθεί για να αναγνωριστεί «κατ’ οκικονομίαν» το βάπτισμα των αιρετικών χωρίς προηγουμένη απόπτυση των αιρέσεων τους και η αναγνώριση εκκλησιαστικότητος σε κατεγνωσμένους αιρετικούς που εξισούται προς intercommunion, καλλίτερα να μη γίνει ποτέ.
Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη τα μέλη της Συνόδου να οριοθετήσουν την ορθόδοξη πίστη και να καταδικάσουν όλες τις σύγχρονες αιρέσεις της εποχής μας με επικεφαλής τον επάρατο Οικουμενισμό. Μια πολύ βασική διαπίστωση, σχετικά με το περιεχόμενο της θεματολογίας του τελικού καταλόγου των θεμάτων είναι η παντελής απουσία φλεγόντων ζητημάτων δογματικής φύσεως και η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος και μερίμνης για την καταπολέμηση των ποικίλων συγχρόνων αιρέσεων, που μαστίζουν την Εκκλησία. Στις αρχαίες Οικουμενικές Συνόδους, βασική μέριμνα των αγίων Πατέρων, που συγκροτούσαν τις Συνόδους, ήταν κατά πρώτο λόγο η καταπολέμηση και εξουδετέρωση των αιρέσεων, που εμφανιζόταν στην εποχή τους, και κατά δεύτερο λόγο η ρύθμιση των άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Συνεπώς και στην εποχή μας, η πρώτη και βασική μέριμνα των πρωτεργατών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θα έπρεπε να είναι η καταπολέμηση των ποικίλων συγχρόνων αιρέσεων, όπως είναι ο Παπισμός, ο οποίος παρά τους Διαλόγους εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εμμένει στην πλάνη και να ασκεί δόλιο προσηλυτισμό εις βάρος της Ορθοδοξίας, αλλά και ο Προτεσταντισμός, ο Χιλιασμός, ο Μαρξισμός και η λοιπή Αθεΐα, όπως είναι ο Νεοπαγανισμός, η Μασονία, ο Διεθνής Σιωνισμός, η Θεοσοφία και η Νέα Εποχή, το Ισλάμ, οι Σέκτες, οι Καταστροφικές Λατρείες, ο Νεοσατανισμός, αλλά και η παναίρεση του Οικουμενισμού και οι άλλες πλάνες της «κενής απάτης» αυτού του κόσμου. Η προρρηθείσα Σύνοδος, καθ’ όσον δεν προτάσσει και δεν προτίθεται να ασχοληθεί με τα μνημονευθέντα θέματα πίστεως και αιρέσεων, επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί αληθής Ορθόδοξος Σύνοδος και συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων, με συνέπεια να απορριφθεί ως Ψευδοσύνοδος από το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη τα μέλη της Συνόδου να επισημάνουν την χρεοκοπία των μέχρι τώρα γενομένων διαλόγων και να τους τερματίσουν όχι μόνο ως αλυσιτελείς, αλλά και ως πηγή και αιτία φθοράς και διαβρώσεως του ορθοδόξου φρονήματος του πιστού λαού του Θεού. Την χρεοκοπία αυτή την ομολογούν και οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των Διαλόγων, φάνηκε δε ξεκάθαρα και από τις εισηγήσεις των ομιλητών κατά την Σύναξη των ιεραρχών του οικουμενικού θρόνου (τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου 2015), με τις οποίες εδόθη στους ιεράρχες ενημέρωση περί της πορείας των Διαλόγων. Η πείρα απέδειξε ότι η μακροχρόνια παραμονή μας στους κόλπους του Π.Σ.Ε., αλλά και ο μακροχρόνιος διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς οδήγησε αναπόφευκτα σε συμβιβασμούς και ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στο δόγμα και στην εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία. Φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από Ορθοδόξους εκπροσώπους και πατριάρχες, αντορθόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Κραυγαλέα παραδείγματα οι αποφάσεις του Balamand του Λιβάνου, (1993), του Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας (2006), και του Πουσάν της Νοτίου Κορέας, (2014). Το δήθεν επιχείρημα ότι προβάλλεται δια των διαλόγων η Ορθοδοξία συντρίβεται από τη χειροτονία των γυναικών και την αναγνώριση του γάμου των ομοφυλοφίλων που υιοθέτησαν οι συνδιαλεγόμενοι με την Ορθοδοξία (!!!) και το αμετακίνητο του παπισμού.
Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα» είναι η ανάγκη να συμμετάσχουν ως μέλη της Συνόδου όλοι οι εν ενεργεία επίσκοποι των κατά τόπους εκκλησιών. Είναι θλιβερό το γεγονός, ότι ακόμη και στη μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν θα συμμετάσχουν όλοι οι εν ενεργεία επίσκοποι των κατά τόπους Εκκλησιών, αλλά μόνο ένας μικρός αριθμός αντιπροσώπων από κάθε τοπική Εκκλησία. Η τελική απόφαση της Συνάξεως των Προκαθημένων (6-9 Μαρτίου 2014), να εκπροσωπηθεί η κάθε τοπική Εκκλησία με ένα πολύ περιορισμένο αριθμό μελών, (24 μέλη), και η κάθε τοπική Εκκλησία να έχει δικαίωμα μόνο μιας ψήφου, αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία, ξένη προς την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας. Πότε στην ιστορία της Εκκλησίας αποκλείσθηκαν κανονικοί επίσκοποι από Τοπική, ή Οικουμενική Σύνοδο; Αν στην αρχαία Εκκλησία εφαρμοζόταν το σύστημα των αντιπροσωπειών των τοπικών Εκκλησιών, τότε οι αιρετικοί αρχιεπίσκοποι θα έστελναν ως αντιπροσώπους τους ομόφρονές τους επισκόπους και θα επικρατούσε η πλάνη. Αλλά και με ποιά κριτήρια θα επιλεγούν οι αντιπρόσωποι; Θα ψηφισθούν από τις κατά τόπους Συνόδους, η θα ορισθούν με κριτήριο την ενδοτικότητα σε θέματα πίστεως; Η προβαλλόμενη δικαιολογία, ότι δήθεν είναι πρακτικώς αδύνατη η επί το αυτό σύναξη πολλών εκατοντάδων, η και χιλιάδων αρχιερέων δεν ευσταθεί, διότι σήμερα οι μετακινήσεις με τα σημερινά συγκοινωνιακά μέσα είναι πολύ πιο εύκολη, γρήγορη και άνετη σε σύγκριση με τα μέσα της βυζαντινής περιόδου. Επίσης σήμερα σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις διατίθενται τεράστια σύγχρονα συνεδριακά κέντρα, άριστα εξοπλισμένα με συστήματα ταυτόχρονης μεταφράσεως σε πολλές γλώσσες, όπου μπορούν να λάβουν μέρος χιλιάδες σύνεδροι.
Μία άλλη επιτακτική «αναγκαιότητα», είναι η μέλλουσα να συνέλθει σύνοδος να λάβει θέση και να αναγνωρίσει την οικουμενικότητα των θεωρουμένων ως Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων των συνελθουσών επί μεγάλου Φωτίου το 879/80 και 1351 αντίστοιχα. Αμφότερες οι Σύνοδοι αυτές έχουν όλα εκείνα τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται, για να θεωρηθούν ως Οικουμενικές, όπως κατέδειξαν σχετικές μελέτες των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και Γόρτυνος κ. Ιερεμίου. Σχετικό αίτημα των παρά πάνω ιεραρχών για Συνοδική εξέταση του θέματος από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, με βάση τις εισηγήσεις των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και Γόρτυνος κ. Ιερεμίου, τελικά απερρίφθη και δεν συζητήθηκε, με την πρόφαση, ότι η τοπική Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι αναρμοδία να εισηγηθεί τη συμπερίληψη στην ημερησία διάταξη της Πανορθοδόξου Συνόδου τέτοιου θέματος. Η πραγματική όμως αιτία είναι άλλη· όπως σημειώνει σε σχετικό άρθρο του ο Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ: «Είναι προφανές και πρόδηλο ότι η μη τυπική αναγνώριση γίνεται για να μη “λυπηθούν” οι αντιθέως και δαιμονιωδώς καθυβρίζοντες τους Αγίους προεξάρχοντας των δύο Οικουμενικών Συνόδων Ιερό και Μέγα Φώτιο και Άγιο Γρηγόριο Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τον Παλαμά ως δήθεν αιρεσιάρχας, όπως αυταποδείκτως προκύπτει από την “Δογματική διδασκαλία” της Ρωμαιοκαθολικής παρασυναγωγής».
Επισημαίνει επίσης ο κ. Καθηγητής την απόλυτη αναγκαιότητα η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος «να διατρανώσει την ενότητά της και να εκφραστεί με ενιαίο λόγο στο σύγχρονο κόσμο». Αδυνατεί ωστόσο να υποπτευθεί, πόσα και ποίων διαστάσεων νέα σχίσματα θα προέλθουν στο σώμα της εκκλησίας από την μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδο, η οποία, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια νέα ψευδοσύνοδος τύπου Φεράρρας-Φλωρεντίας. Όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος δεν έχει δυστυχώς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να είναι όντως ορθόδοξη. Όπως αποδείξαμε σε σχετική πρόσφατη μελέτη μας με τίτλο «Η προετοιμαζόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πιστή διάκονος του παναιρετικού Οικουμενισμού», η από πολλών δεκαετιών προετοιμαζόμενη αυτή Σύνοδος διαποτίστηκε έντονα από την αιρετική ιδεολογία και πρακτική του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Στηρίχθηκε σε σχέδια και καινοτομίες ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση και τους ιερούς Κανόνες. Προωθήθηκε από πρόσωπα, που υπήρξαν θερμοί θιασώτες της παναίρεσης του Οικουμενισμού, ορισμένα δε εξ αυτών, όπως οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Μελέτιος (Μεταξάκης) και Αθηναγόρας (Σπύρου), υπήρξαν φημολογούμενα μέλη της σατανοκίνητης Μασονίας, γεγονός που προκαλεί φρίκη και μόνο στο άκουσμα!
Πέραν αυτών, ποίου είδους «ενότητα» θα «διατρανώσει» η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, όταν τα κατά τόπους Πατριαρχεία και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι σήμερα ερίζουν και φιλονικούν μεταξύ τους για πρωτεία και προβαδίσματα, ώστε να αδυνατούν να επιλύσουν το περιβόητο ζήτημα των Διπτύχων, την ιεραρχική δηλαδή σειρά μνημονεύσεώς των κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, αλλά και όταν μάχονται μεταξύ τους για εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες; Με ποιά παρρησία η πρωτόθρονη Εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα αρθρώσει λόγο περί «ενότητος», καθ’ ον χρόνον διεκδικεί πλήρη εκκλησιαστική κυριαρχία στις Ιερές Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων χωρών», έτσι ώστε να παρουσιάζεται το τραγελαφικό φαινόμενο οι ιεράρχες των «Νέων χωρών» να ανήκουν ταυτόχρονα σε δύο τοπικές ιεραρχίες και σε δύο εκκλησιαστικά σώματα; Με ποια παρρησία η πρωτόθρονη Εκκλησία θα αρθρώσει λόγο περί «ενότητος» καθ’ ον χρόνον βαρύνεται με το βαρύτατο αμάρτημα του παλαιοημερολογητικού σχίσματος; Το ζήτημα του ημερολογίου εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα μια ανοικτή πληγή στο σώμα της Εκκλησίας, που προκλήθηκε από την όλως άκριτη, επιπόλαιη και βεβιασμένη ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου να υιοθετήσει το νέο ημερολόγιο, συμπαρασύροντας και ορισμένες τοπικές Εκκλησίες, χωρίς την ομόφωνη γνώμη όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει το εν λόγω σχίσμα.
Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι ένας καθηγητής και μάλιστα ομότιμος, που διακόνησε επί δεκαετίες την ακαδημαϊκή Θεολογία, αγνοεί, η προσπερνά όλες τις παραπάνω επείγουσες αναγκαιότητες και προτάσσει άλλες, κατά πολύ δευτερεύουσες. Οι ορθόδοξοι καθηγητές θα πρέπει να είναι ως εκ της θέσεως και της επιστημονικής γνώσεώς των οι οφθαλμοί του εκκλησιαστικού σώματος, οι ακριβείς φύλακες των δογμάτων της πίστεως και των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών