Η Σύνοδος της Κρήτης είναι πια παρελθόν και ανήκει στην εκκλησιαστική Ιστορία. Το γεγονός είναι πως δημοσιοποιήθηκε επίσημα το χάσμα, που χωρίζει τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ιδιαίτερα αυτών της Κωνσταντινουπόλεως και της Μόσχας, της Σερβίας και της Ρουμανίας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων...
Γεγονός είναι επίσης ότι οι Προκαθήμενοι των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι παρόντες και οι απόντες, είναι πλέον με τραυματισμένη την ποιμαντική τους υπευθυνότητα έναντι των άλλων Αρχιερέων, που δεν συμμετέσχον στη Σύνοδο, των μοναχών, των μοναζουσών και του πιστού λαού.
Οι Προκαθήμενοι στη σύσκεψή τους στο Φανάρι, το 2014, πήραν την ευθύνη και όρισαν ότι οι Αρχιερείς, οι οποίοι συμμετέσχον στη Σύνοδο, είχαν το δικαίωμα του λόγου, αλλά εστερούντο του δικαιώματος να ψηφίζουν... Στη Σύνοδο της Κρήτης, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Μπάτσκας Ειρηναίος, «αντί της ανέκαθεν κρατούσης αποστολικής και πατροπαραδότου αρχής <εις ανήρ – μία ψήφος> ίσχυσεν η αρχή <μία αυτοκέφαλος Εκκλησία – μία ψήφος>, ό εστί μεθερμηνευόμενον, ότι ψηφίζουν μόνον οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών».
Αυτή η καινοφανής αρχή, πάντα κατά τον Μητροπολίτη Μπάτσκας, είχε τα ακόλουθα επακόλουθα:
1. Η Σύνοδος να μην εμφανισθή ως θεσμός του Ενός και ενιαίου Σώματος της Εκκλησίας, αλλ’ ως κοινοβουλευτικόν, τρόπον τινά, όργανον ανεξαρτήτων και ωλοκληρωμένων Εκκλησιών.
2. Ο σύλλογος των Προκαθημένων ενήργησεν εμπράκτως ως συλλογικός τις πάπας, είτε θέλομεν να αναγνωρίσωμεν τούτο τιμίως, είτε εθελοτυφλούμεν σχετικώς. Και
3. Η Σύνοδος υπεβιβάσθη, εκουσίως ή ακουσίως, εις σύναξιν Προκαθημένων, εχόντων απλώς διευρυμένας συνοδείας, ως προσφυώς ελέχθη».
Επίσης ο Μητροπολίτης κ. Ειρηναίος επισημαίνει ότι η Σύνοδος «αυτοπεριωρίσθη εις ολιγοήμερον δράσιν, αναλασώσασα και τον ολίγον διαθέσιμον χρόνον ως επί το πλείστον εις την ανάλυσιν και μερικήν διόρθωσιν των υποβληθέντων εις αυτήν κειμένων, άνευ ζώσης, αυθορμήτου και ελευθέρας ανταλλαγής απόψεων περί φλεγόντων ζητημάτων της συγχρόνου Ορθοδοξίας». (Σημ. Οι υπογραμμίσεις του γρ.).
Η ευθύνη της υποβαθμίσεως της Συνόδου εις σύναξη των Προκαθημένων με άνευ ψήφου συνοδείες, βαρύνει τους Προκαθημένους, που αποφάσισαν αυτήν την πρωτόγνωρη και αντιπατερική διαδικασία. Ιδιαίτερα βαρύνει τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, που την πρότεινε. Πρόκειται περί σοβαροτάτου ατοπήματος, που δείχνει έλλειψη υπευθυνότητας έναντι της Εκκλησίας. Το άλλο που, κατά τον Μητροπολίτη Μπάτσκας, βαρύνει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως είναι το ότι ενώπιον των ετεροδόξων παρατηρητών «απέφυγε να καταθέσει, ως ώφειλε, την δια του κειμένου της σχέσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους μαρτυρία, της εκκλησιολογικής της ταυτότητος και αυτοσυνειδησίας κατά τρόπο ευκρινέστερο, συνεπέστερο και ακριβέστερο».
Ο κ. Ειρηναίος διευκρινίζει ότι το εν λόγω κείμενο, παρά την οξύτατη κριτική που δέχθηκε και τη δυσφορία πολλών, δεν αναθεωρήθηκε εις βάθος και πλάτος, καθώς ήτανε η επιθυμία και η σύσταση των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά δια λόγους, οι οποίοι «σιγή τιμάσθωσαν!» παραπέμφθηκε σχεδόν ανέπαφο κατ’ ουσίαν στη Σύνοδο.
Στην ψήφιση του κειμένου της σχέσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους ο Μητροπολίτης Μπάτσκας και οι άλλοι Μητροπολίτες συνοδοί των Προκαθημένων, που δεν το υπέγραψαν, φέρονται στα Πρακτικά ως υπογράψαντες, λόγω της θετικής ψήφου των Προκαθημένων των... Ακόμη και στο απολυταρχικό Βατικανό και στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο οι συμμετασχόντες σ’ αυτήν είχαν δικαίωμα ψήφου... Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία το Συνοδικό σύστημα είναι η βάση της εκκλησιολογίας Της, δεν επετράπη στους συμμετασχόντας Αρχιερείς να ψηφίσουν...
Και ο Μητροπολίτης Μπάτσκας συνεχίζει για τις επιπτώσεις που είχε το κείμενο των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο:
«Ας μη απατώμεθα ή κρυπτώμεθα: το προβληματικόν τούτο κείμενον είναι η πρώτη και κυρία αιτία της αρνήσεως των τεσσάρων ορθοδόξων Πατριαρχείων να συμμετάσχουν εις την Σύνοδον , ενώ η Εκκλησία της Σερβίας εδυσκολεύετο μεν και αμφιεταλαντεύετο μέχρι τελευταίας στιγμής όσον αφορά εις την συμμετοχήν της, προσήλθε δε τελικώς δια δύο λόγους: εξ αγάπης προς την μαρτυρικήν Μητέρα Της Εκκλησίαν, την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως, και επ’ ελπίδι, ότι τα ασθενούντα και ελλείποντα της προπαρασκευαστικής περιόδου θα θεραπευθούν και θα αναπληρωθούν κατά τας εργασίας της Συνόδου, ότι δηλαδή, πλην των κειμένων, η Σύνοδος θα ασχοληθή και προς τα καίρια σύγχρονα προβλήματα της καθ΄ ημάς Ανατολής, όπως είναι τα σχίσματα, είτε εθνοφυλετικής, είτε <ζηλωτικής> εμπνεύσεως, η ακοινωνησία Εκκλησιών και η αντικανονική συμπεριφορά άλλων Εκκλησιών, το αυτοκέφαλον, το οποίον κατήντησε να είναι πονοκέφαλον της Εκκλησίας και άλλα τινά. Πλην όμως ουδέν τοιούτον έλαβε χώραν...»
Και επιλέγει εις το 11σέλιδο κείμενό του ο Μητροπολίτης Μπάτσκας:
« Φοβούμαι, ότι θα μνημονεύηται εν τη μελλοντική ιστορία της Εκκλησίας ως η Σύνοδος της Κρήτης, (δηλαδή) ως περιφερειακή Σύνοδος των μετασχουσών εν αυτή Εκκλησιών, άνευ σημαντικωτέρας ακτινοβολίας και επιδράσεως...». Επειδή η συνολική ευθύνη της κατάληξης της Συνόδου βαρύνει σχεδόν αποκλειστικά τον κ. Βαρθολομαίο ερώτησα Μητροπολίτη, που γνωρίζει καλά τον ίδιο και γενικότερα το Φανάρι, αν μπορεί να περάσει η σκέψη από τον 76χρονο Οικουμενικό Πατριάρχη να παραιτηθεί του θρόνου του και να μεταβεί στο Άγιον Όρος, όπως πολλοί προκάτοχοί του, για να περάσει εκεί εν ταπεινώσει και μετανοία τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του... Η απάντησή του ήταν ένα αυθόρμητο, τρανταχτό γέλιο...
Σημειώνεται ότι η οικουμενιστική πολιτική του κ. Βαρθολομαίου, όπως φάνηκε στην Κρήτη και προκάλεσε την απουσία των τεσσάρων τοπικών Εκκλησιών, ξεκίνησε στο Φανάρι πριν από πενήντα χρόνια. Τότε ρίχτηκε ο σπόρος του οικουμενισμού από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Τη χρονιά αυτή συνήλθε, με πρωτοβουλία του, στο Βελιγράδι Πανορθόδοξο Συνέδριο, το οποίο αποφάσισε την έναρξη διαλόγου με τους Αγγλικανούς και τους Παλαιοκαθολικούς. Τότε το περιοδικό της Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους διηρωτάτο: «Προς τί ο Διάλογος; Τί θα διαλεχθώμεν;...Αυτοί θέλουν τον διάλογον δια να τους αναγνωρίσωμεν ως εκκλησίαν...Δυστυχώς αι κινήσεις αύται (Σημ. γρ. Του Φαναρίου) ως βλέπομεν δεν έχουσι την άδολην επιστροφήν αυτών εις την Ορθοδοξίαν αλλά την υποταγήν εις αυτούς». («Ο Όσιος Γρηγόριος», διμηνιαίον περιοδικόν της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1966, τ. 16, σελ. 554-555).
Τότε, το 1966, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εβεβαίωσε ότι «τα πάντα ευρίσκονται εν πορεία προς μίαν ηνωμένην και ενιαίαν Χριστιανωσύνην...» (αυτ. σελ 555). Ο εξ Αμερικής αείμνηστος Πατριάρχης ξεκίνησε τον οικουμενισμό και την παγκοσμιοποίηση πριν αυτή καταστεί παγκόσμιο ιδεολογικό κίνημα... Τότε, το 1966, ετέθη από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα με τους ετεροδόξους, κατά παράβαση των Κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων. Τότε, το 1966, ο Μητροπολίτης Λένιγκραντ Νικόδημος, κατά την επίσκεψή του στη Μονή Γρηγορίου, σημείωσε για την δεσμία στο άθεο και ολοκληρωτικό κομμουνιστικό καθεστώς Εκκλησία της Ρωσίας, ότι «παραμένει πιστή στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και προς τας παραδόσεις των Αγίων Αποστόλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας». Και πρόσθεσε: «Θα φυλάξωμεν με όλην την δύναμιν της ψυχής μας την Ορθοδοξίαν και τας παραδόσεις μέχρι τέλους» (αυτ. σελ. 535). Σημειώνεται ότι το Φανάρι επιχείρησε πάλι, στη Σύνοδο της Κρήτης, να φέρει το θέμα αλλαγής του ημερολογίου και του κοινού εορτασμού του Πάσχα, αλλά απέσυρε την πρόταση του, λόγω της αντίδρασης των περισσοτέρων τοπικών Εκκλησιών....
Πανορθόδοξο Συνέδριο συνεκλήθη για το ημερολόγιο και την κοινή εορτή του Πάσχα και πολύ πριν, το 1923, στην Κωνσταντινούπολη. Τότε απέσχον τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, που δεν βρίσκονταν σε κοινωνία προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος για την αλλαγή του ημερολογίου ζήτησε να συνέλθει Οικουμενική Σύνοδος, κάτι που δεν συνέβη... Τελικά επεβλήθη μια μέση κατάσταση σε ορισμένες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Εκκλησίες Κύπρου και Ελλάδος: Διορθώθηκε το Ιουλιανό ημερολόγιο, με βάση τις απόψεις της επιστήμης και μετακινήθηκαν οι σταθερής ημερομηνίας εορτές κατά 13 ημέρες, αλλά το Πασχάλιο και οι εξαρτώμενες από Αυτό κινητές εορτές εξακολούθησαν να ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο και τους Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων που το διέπουν... Το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο τηρούν και σήμερα τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Μόσχας, Σερβίας και Γεωργίας και όλες οι Μονές του Αγίου Όρους.
Πηγή: Θρησκευτικά