ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 9η Σεπτεμβρίου 2016
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ;
Έχουν περάσει δύο και πλέον μήνες από την σύγκληση της «Συνόδου» της Κρήτης, η οποία προβλήθηκε και διαφημίστηκε επί δεκαετίες από τους θιασώτες της ως η μέλλουσα να συνέλθει «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» και η αγωνία του πιστού λαού του Θεού και η προσδοκία του να πληροφορηθεί, να λάβει έγκυρες και αυθεντικές απαντήσεις σχετικά με την φύση της εν λόγω «Συνόδου», την νομιμότητα της συγκλήσεώς της, τον τρόπο οργανώσεώς της και την ορθότητα, η μη των αποφάσεών της, βρίσκεται στο αποκορύφωμά της.
Οι φόβοι και οι ανησυχίες, που εκφράστηκαν στην μεγάλη και πολύ σημαντική, πανορθοδόξου εμβελείας, Ημερίδα, που διοργάνωσαν στις 23.3.2016 οι Ιερές Μητροπόλεις Πειραιώς, Γλυφάδας, Κυθήρων και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως και η «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών» κατά τις εισηγήσεις των ομιλητών, ότι δηλαδή η μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδος δεν θα είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά μια οικουμενιστική «Σύνοδος», δυστυχώς επαληθεύτηκαν! Μια απλή αντιπαραβολή των πορισμάτων της Ημερίδος με όσα απεφασίσθησαν, ελέχθησαν και επράχθησαν στη «Σύνοδο» της Κρήτης αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Τις προβλέψεις της Ημερίδος επιβεβαίωσε ένα πλήθος δημοσιευμάτων στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ από αρχιερείς, από την «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών», από χριστιανικά σωματεία και οργανώσεις, από κληρικούς, καθηγητές Θεολογικών και άλλων Σχολών, αγιορείτες μοναχούς και άλλους φορείς. Οι παρά πάνω ευστοχότατες, άριστες θα λέγαμε, δημοσιεύσεις αναλύουν, εκτιμούν και αξιολογούν τις επί μέρους πλευρές και παραμέτρους της «Συνόδου» αυτής και όλες μαζί συγκλίνουν σ’ ένα γενικό συμπέρασμα: Ότι η «Αγία και μεγάλη Σύνοδος», όπως την ονόμασαν οι θιασώτες της, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια απόπειρα επαναλήψεως της Φεράρας- Φλωρεντίας.
Και τούτο, διότι η «Σύνοδος» αυτή:
Α) Δεν αποτελεί οργανική συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων, διότι δεν έχει τίποτε κοινό μ’ αυτές. Τούτο αποδεικνύεται από το ότι:
1. Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι συνεκαλούντο πρωτίστως και κυρίως για να καταδικάσουν αιρέσεις της εποχής των. Η «Σύνοδος» της Κρήτης καμιά αίρεση δεν επεσήμανε, ούτε κατεδίκασε, (η λέξη αίρεση είναι άγνωστη στα κείμενά της), αντίθετα μάλιστα κατοχύρωσε και νομιμοποίησε συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού και αναγνώρισε ως Εκκλησίες τους ετεροδόξους.
2. Στις Οικουμενικές Συνόδους, κάθε επομένη Σύνοδος επεκύρωνε τις δογματικές αποφάσεις όλων των προηγουμένων. Αντίθετα η «Σύνοδος» της Κρήτης καμία από τις δογματικές αποφάσεις των προγενέστερων Οικουμενικών Συνόδων δεν θεώρησε χρέος της να επικυρώσει. Και τούτο διότι αν το έπραττε, θα ήταν αναγκασμένη να ανανεώσει την καταδίκη των ετεροδόξων ως αιρετικών, πράγμα που δεν το ήθελε επ’ ουδενί λόγω.
3. Κατεπάτησε και ακύρωσε στην πράξη θεοπνεύστους Ιερούς Κανόνες διαχρονικού κύρους, όπως αυτούς που απαγορεύουν τις συμπροσευχές, τους μεικτούς γάμους κλπ.
4. Προσκάλεσε εκπροσώπους των αιρετικών κοινοτήτων των Παπικών, Προτεσταντών, Αγγλικανών και Μονοφυσιτών ως τιμώμενα πρόσωπα, κάτι που είναι μια πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν υπήρξε το φαινόμενο να προσκαλούνται αιρετικοί ως τιμώμενα πρόσωπα, αλλά πάντοτε ως υπόδικοι και ως απολογούμενοι, ως ένοχοι αιρετικών διδασκαλιών.
5. Οι αποφάσεις τις οποίες έλαβε ήταν προδιαγεγραμμένες και προαποφασισμένες. Οι προειλημμένες αποφάσεις, όπου ο ανθρώπινος παράγων παίζει τον κυρίαρχο, ή και τον αποκλειστικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, αποτελούν κατ’ ουσίαν εμπαιγμό του αγίου Πνεύματος και ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Πως είναι δυνατό με τέτοιου είδους ανθρώπινες μεθοδεύσεις, ξένες προς την Παράδοση της Εκκλησίας μας, να θεωρηθεί μια τέτοια Σύνοδος ως γεγονός Πεντηκοστής, όπου θα πνεύσει και θα ομιλήσει δια των Συνοδικών μελών το ίδιο το άγιο Πνεύμα, αφού οι αποφάσεις είναι ήδη προειλημμένες;
6. Είχε μια μακροχρόνια πορεία προπαρασκευής 93 ετών. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία της Εκκλησίας μας, διότι σε καμιά άλλη Σύνοδο, Οικουμενική, η Τοπική, της αρχαίας Εκκλησίας, δεν υπήρξε τόση εργώδης και μακροχρόνια προετοιμασία. Ο λόγος είναι προφανής. Από το ξεκίνημά της η Σύνοδος είχε οικουμενιστικούς στόχους, που όμως οι γενικότερες παγκόσμιες γεωπολιτικές μεταβολές, οι αντιδράσεις του πιστού λαού του Θεού και άλλα εξωτερικά εμπόδια, δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησή της. Ωστόσο οι θιασώτες της έψαχναν να βρουν τις κατάλληλες συνθήκες. Και οι συνθήκες αυτές έγιναν ευνοϊκές μόλις φέτος το 2016.
Β) Στερείται Κανονικότητος και Νομιμότητος.
Η «Σύνοδος» αυτή συγκλήθηκε κατά παράβασιν του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας, που υπογράφηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο εν λόγω Κανονισμός μεταξύ άλλων προέβλεπε, ότι η Σύνοδος «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (αρθ. 1). Ωστόσο όπως είναι γνωστό τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας και Αντιοχείας), ζήτησαν την αναβολή της «Συνόδου», με σκοπό την εκ νέου μελέτη των προσυνοδικών κειμένων, διότι αυτά περιείχαν αντιφάσεις, ασάφειες και κακόδοξες διατυπώσεις. Επειδή όμως το αίτημά τους απερρίφθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τελικά δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο». Επομένως η «Σύνοδος» συνεκλήθη χωρίς να πληρούται ο όρος, που προβλέπει ο Κανονισμός: «συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων», χωρίς δηλαδή την σύμφωνη γνώμη όλων των Προκαθημένων. Πέραν τούτου τον εν λόγω Κανονισμό δεν υπέγραψε το Πατριαρχείο Αντιοχείας, οπότε καταπατήθηκε και η αρχή της ομοφωνίας, η οποία συνομολογήθηκε από όλους τους προκαθημένους ως πάγια αρχή σ’ όλες τις φάσεις της διαδικασίας συγκλήσεως και διεξαγωγής της «Συνόδου». Επί πλέον, όπως παρατηρεί ο κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.: «Είχε, μη έγκυρα, στην ημερήσια διάταξή της ως θέματα το σχέδιο κειμένου ‘Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού’, το οποίο δεν είχε υπογραφεί από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Γεωργίας στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, όπως και τα λοιπά πέντε (5) σχέδια κειμένων τα οποία δεν είχαν υπογραφεί από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών».
Γ) Η «Σύνοδος» είχε σοβαρότατο έλλειμα συνοδικότητος, τόσο κατά την περίοδο της προετοιμασίας της, όσο και κατά την διεξαγωγή της διότι
1. Τα προσυνοδικά κείμενα παρέμεναν άγνωστα επί μακρά σειρά ετών στις Ιεραρχίες των κατά τόπους Εκκλησιών και δεν έτυχαν συνοδικής μελέτης και επεξεργασίας από τις εν λόγω Ιεραρχίες. Κοινοποιήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2016, μόλις λίγους μήνες πριν από την έναρξη της «Συνόδου», οπότε δεν δόθηκε επαρκής χρόνος συνοδικής μελέτης και επεξεργασίας.
2. Δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν όλοι οι επίσκοποι της ανά την Οικουμένην Ορθοδοξίας, αλλά μόνον εικοσιτέσσερις από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Από το σύνολο των 800 περίπου Επισκόπων της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας συμμετείχαν μόλις 156, ένα μικρό ποσοστό, που αντιστοιχεί μόλις στο 19,5% περίπου του συνολικού αριθμού των επισκόπων παγκοσμίως.
3. Στις συνοδικές αποφάσεις υιοθετήθηκε το σχήμα: μία ψήφος - μία Εκκλησία, πράγμα που αποτελεί μια πρωτοφανή συνοδική καινοτομία. Οι κληθέντες να συμμετάσχουν στη «Σύνοδο» επίσκοποι ήταν απλώς διακοσμητικά στοιχεία, διότι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Αποφασιστική ψήφο είχαν μόνο οι δέκα παρόντες Προκαθήμενοι, πράγμα που προσβάλλει την ισότητα των επισκόπων, διότι μεταβάλλει τους προκαθημένους από «πρώτους μεταξύ ίσων» (primos inter pares) σε «πρώτους άνευ ίσων» (primos sine paribus).
4. Καταφρονήθηκε επιδεικτικά στην όλη συνοδική διαδικασία ο συνοδικός ρόλος του υπόλοιπου κλήρου, του μοναχισμού και του πιστού λαού του Θεού, λες και τα θέματα της πίστεως είναι μια ιδιωτική υπόθεση των αρχιερέων και των Προκαθημένων. Καταφρονήθηκαν οι Εισηγήσεις και τα Πορίσματα της Ημερίδος, που έγινε στον Πειραιά, (23.3.2016) και οι επισημάνσεις εγκρίτων καθηγητών των Θεολογικών Σχολών, (όπως του κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη) και άλλες δημοσιεύσεις καταξιωμένων θεολόγων. Καταφρονήθηκαν οι επισημάνσεις και παρατηρήσεις των είκοσι αγιορειτικών Μονών και εν γένει όλου συλήβδην του αγιορειτικού και λοιπού Μοναχισμού. Προ πάντων καταφρονήθηκαν και δεν ελήφθησαν υπ όψιν επισημάνσεις και παρατηρήσεις αγίων ανδρών, όπως του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, του οσίου Φιλόθεου Ζερβάκου κ.α., οι οποίοι ομίλησαν εν αγίω Πνεύματι περί της μελλούσης Συνόδου.
Δ) Η «Σύνοδος» της Κρήτης αυτοαναγορεύθηκε ως η υπέρτατη αυθεντία και ο έσχατος κριτής σε θέματα πίστεως και επομένως παραθεωρήθηκε το γεγονός ότι έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η απορρίπτει τις αποφάσεις των Συνόδων. Αποτέλεσμα της πεπλανημένης αυτής αντιλήψεως είναι η αξίωση των μελών της «Συνόδου», να γίνουν αποδεκτές οι αποφάσεις της πανορθοδόξως.
Ε) Δεν έλαβε Ορθόδοξες αποφάσεις. Το δογματικού περιεχομένου κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» νομιμοποιεί συνοδικά, αντί να καταδικάσει και θεσμοθετεί τον Οικουμενισμό. Αντί να ανανεώσει την καταδίκη των ετεροδόξων ως αιρετικών και αντί να τους καλέσει σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία, αναγνώρισε την ιστορική ονομασία τους ως «Εκκλησιών»! Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί από την «Σύναξη Κληρικών και Μοναχών»: «Οι διορθώσεις και οι βελτιώσεις, τις οποίες επρότεινε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ακόμη και αν εγίνοντο συνοδικά δεκτές, δεν επρόκειτο βέβαια να καταστήσουν το κείμενο ορθόδοξο και αποδεκτό, αφού ούτε τα απαράδεκτα κείμενα των Θεολογικών Διαλόγων εκρίνοντο [κείμενα του Balamand, του Πόρτο Αλέγκρε, της Ραβέννας, του Πουσάν κ.λ.π.] ούτε πολύ περισσότερο η με αντορθόδοξους όρους συμμετοχή μας στο ‘Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών’. Αντίθετα, μέσα στο κείμενο επαινούνται και εγκωμιάζονται. Η δε ορθή πρόταση το ‘χριστιανικές εκκλησίες’ να γίνει ‘χριστιανικές κοινότητες’ συνάντησε λυσσώδη αντίδραση και απορρίφθηκε με ανιστόρητες, αθεολόγητες, παράλογες, σοφιστικές αντιπροτάσεις, τις οποίες υιοθέτησε, άγνωστο πως, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, που δεν υπεστήριξε, ως όφειλε, την απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος και υπερέβη αναιτιολόγητα την εξουσιοδότηση, που είχε λάβει από αυτήν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εγκυρότητα των αποφάσεων που ελήφθησαν. Αναμένονται οι απαραίτητες εξηγήσεις που οφείλουν να δώσουν στο Σώμα της Ιεραρχίας τόσο ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, όσο και οι υπόλοιποι Ελλαδίτες Ιεράρχες της ‘συνόδου’ της Κρήτης».
ΣΤ) Οικοδόμησε ένα «νέο είδος συνόδου». Όπως απερίφραστα ομολόγησε ένας από τους Προκαθημένους, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, η Σύνοδος αυτή «δεν είναι αντίγραφο των παλαιών συνόδων αλλά ένα νέο είδος Συνόδου». Ήταν μια «Σύνοδος» όχι «επομένη τοις Αγίοις Πατράσι», αλλά μια «Σύνοδος» οικουμενιστικών προδιαγραφών, τέτοια που ταιριάζει στο πνεύμα, στις απαιτήσεις και στην ατμόσφαιρα της Νέας Εποχής και της Πανθρησκείας, προς την οποία οδεύει ολοταχώς η ανθρωπότητα. Ήταν μια «Σύνοδος» που εναρμονίστηκε πλήρως με τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου, την Εκκλησιολογία, της οποίας αντιγράφει με θαυμαστή ακρίβεια. Γι’ αυτό άλλωστε πανηγύρισε ο «Πάπας», όταν πληροφορήθηκε τις αποφάσεις της «Συνόδου». Ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος του Βατικανού και των απανταχού παπικών αφιέρωσε πλήθος άρθρων με επαινετικά σχόλια για τη «Σύνοδο» της Κρήτης. Καταλαβαίνει ο καθένας, τι σημαίνει αυτό, όταν πανηγυρίζουν οι εχθροί της Εκκλησίας και λυπούνται και θλίβονται τα μέλη Της! Το ότι η «Σύνοδος» αυτή κινήθηκε σε οικουμενιστικά πλαίσια φαίνεται και από το γεγονός ότι απέφυγε να αξιολογήσει την πορεία των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων και να ομολογήσει την χρεοκοπία και το αδιέξοδο, στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Απέφυγε να καταδικάσει τα κείμενα του Balamand (1993), του Porto Alegre (2006), της Ραβέννας (2007) και του Πουσάν (2013), τα οποία είναι γεμάτα από εκκλησιολογικές αιρέσεις. Αντίθετα επήνεσε το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και τα παραχθέντα από αυτό κείμενα.
Ζ) Έχασε τον πανορθόδοξο χαρακτήρα της. Στην «Σύνοδο» δεν συμμετείχαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά μόνον δέκα, που εκπροσωπούν μόνο το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων πιστών, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις, οι Εκκλησίες της Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας που εκπροσωπούν τα δύο τρίτα (2/3) των Ορθοδόξων, δεν συμμετείχαν, για τους λόγους που αναφέραμε παρά πάνω. Η «Σύνοδος» σε τελική ανάλυση μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια διευρυμένη «Σύνοδος» Προκαθημένων!
Η) Απέφυγε να ασχοληθεί με θέματα επείγοντα και φλέγοντα, όπως το ημερολογιακό, που τραυμάτισε και εξακολουθεί να τραυματίζει μέχρι σήμερα την ενότητα της Εκκλησίας, όπως και με το θέμα της Ουνίας, που εξακολουθεί να αποτελεί μια ανοιχτή πληγή στο σώμα της. Η όλως απερίσκεπτη και πραξικοπηματική αλλαγή του ημερολογίου από τον Μασόνο Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, δημιούργησε ένα άνευ προηγουμένου εορτολογικό διχασμό στο σώμα της Εκκλησίας, προς μεγίστη χαρά των εχθρών της, Παπικών και Προτεσταντών και ο οποίος ταλανίζει την Εκκλησία εδώ και έναν σχεδόν αιώνα!
Θ) Στο παρασκήνιο της Συνόδου της Κρήτης χρησιμοποιήθηκαν αθέμιτες μεθοδεύσεις και ασκήθηκαν απαράδεκτες πιέσεις προς τους ολίγους εκείνους επισκόπους, που δεν δέχθηκαν να υπογράψουν το κακόδοξο κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος αποκάλυψε, ότι δέχτηκε απίστευτες ύβρεις και απειλές από Επισκόπους, επειδή υπερασπίσθηκε την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας ως την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Το πρωτόγνωρο και αλγεινό φαινόμενο των πλαστογραφιών είδε επίσης το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, Προκαθήμενος υπέγραψε στα πρακτικά της Συνόδου για λογαριασμό, (δηλαδή «αντ’ αυτών», παρόντων των ιδίων), όλων εκείνων των επισκόπων της Εκκλησίας του, που αρνήθηκαν να υπογράψουν! Όλα αυτά μας θυμίζουν τις δόλιες μεθοδεύσεις κατά την Ψευδοσύνοδο της Φεράρας- Φλωρεντίας και αποδεικνύουν τετραγωνικά ότι στη «Σύνοδο» αυτή δεν ήταν παρόν το άγιο Πνεύμα.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα: Τι δέον γενέσθαι; Ποιο είναι το χρέος μας ως κλήρος και ως πιστός λαός του Θεού μετά την πραγματοποίηση αυτής της «Συνόδου»; Απλούστατα, καλούμαστε να μιμηθούμε τους αγίους Πατέρες μας και να αγωνιστούμε, όπως αγωνίστηκαν αυτοί σε παρόμοιες περιστάσεις. Στο σημείο αυτό θεωρούμε αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε κάτι πολύ σημαντικό. Να απαντήσουμε σε μια λανθασμένη αντίληψη, ότι δήθεν η «Σύνοδος» της Κρήτης πέθανε και ετάφη. Ότι είναι από μόνη της άκυρη. Ότι σε λίγο καιρό θα ξεχαστεί και κανένας δεν θα την θυμάται και επομένως δεν χρειάζεται να γίνει κανένας αγώνας για την συνοδική καταδίκη της. Αλλοίμονο αν νομίσουμε ότι η «Σύνοδος» πέθανε και ετάφη και με την σκέψη αυτή παραμείνουμε αδρανείς και αδιάφοροι από φόβο και δειλία, μήπως μπούμε σε περιπέτειες και κινδύνους. Θα είμαστε αναπολόγητοι εν ημέρα Κρίσεως, ότι δεν πράξαμε το καθήκον μας. Πολύ σωστά επισημάνθηκε από πατέρες της «Συνάξεως» ο θεοφώτιστος λόγος του άγιου Μάξιμου του Ομολογητού, ότι «δεν αρκεί η ‘εξαφάνιση’ η ‘παρασιώπηση’ ενός κειμένου αιρετικού το οποίο εγκρίθηκε συνοδικά, αλλά απαιτείται η συνοδική καταδίκη του, ώστε να μη βλάπτει τις ψυχές όσων το διαβάσουν» (Βλ. «Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία, ήτοι εν Βιζύη» 12, PG 90, 145 B.C.) Πολύ σωστά επίσης παρατηρεί ο καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος ότι η «Σύνοδος» «δεν είναι έγκυρη, ούτε αυτοδικαίως άκυρη, αλλά είναι ακυρώσιμη, ήτοι μπορεί να ακυρωθεί από μια όντως Ορθόδοξη Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία μπορεί ενδεχομένως να συγκληθεί στο μέλλον». Οι θιασώτες και οι διοργανωτές της την θεωρούν βέβαια αυτοδικαίως έγκυρη και στο μέλλον θα επικαλούνται τις αποφάσεις της για να δικαιολογούν και να κατοχυρώνουν τις οικουμενιστικές παρεκτροπές τους. Κατ’ επέκταση θα στηρίζονται στις αποφάσεις αυτές για να επιβάλλουν ποινές και αφορισμούς σε όσους αντιδρούν. Οι διωγμοί έχουν ήδη αρχίσει στο άγιον Όρος. Τέσσερις μοναχοί από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου εδιώχθηκαν από την Μονή της μετανοίας τους, επειδή αρνήθηκαν να δεχθούν τις αποφάσεις της «Συνόδου». Επίσης ο π. Σάββας, προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας καθαιρέθηκε από το αξίωμα του προϊσταμένου εξ’ αιτίας της αντιαιρετικής του δράσεως, όλως αδίκως και κατά παράβασιν του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους. Ωστόσο παρά τις διώξεις το κύμα των αντιδράσεων διογκώνεται όλο και περισσότερο. Πολλοί κελιώτες μοναχοί, γύρω στους 300 μέχρι στιγμής, έχουν ήδη διακόψει το μνημόσυνο του Πατριάρχου και ο αριθμός συνεχώς αυξάνεται. Το Άγιον Όρος αυτή τη στιγμή μοιάζει με ένα καζάνι που βράζει και αυτό είναι κάτι που τρομάζει, και πολύ μάλιστα, το Φανάρι.
Αυτό λοιπόν που κατά την ταπεινή μας γνώμη πρέπει να γίνει τώρα, είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την συγκρότηση μιας νέας αληθινής Ορθοδόξου Συνόδου, η οποία θα καταδικάσει τον Οικουμενισμό. Για να φθάσουμε όμως σ’ αυτό το αποτέλεσμα χρειάζεται προηγουμένως προσέγγιση και συνεργασία μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, που δεν έλαβαν μέρος στην «Σύνοδο» και απορρίπτουν τις αποφάσεις της. Επίσης απαιτείται συνεργασία και συνεννόηση των παρά πάνω τοπικών Εκκλησιών με όλους εκείνους τους επισκόπους, που ανήκουν σε άλλες τοπικές Εκκλησίες και οι οποίοι, είτε δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο» και απορρίπτουν τις αποφάσεις της, είτε έλαβαν μεν, αλλά δεν υπέγραψαν τις αποφάσεις της. Απαιτείται περαιτέρω συνεργασία όλων των παρά πάνω επισκόπων με τους αγιορείτες πατέρες, με μοναστήρια εκτός αγίου Όρους και με άλλα μοναστήρια σε άλλες Ορθόδοξες χώρες, που απορρίπτουν τις αποφάσεις της «Συνόδου». Επίσης περαιτέρω συνεργασία με τον υπόλοιπο κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού.
Ας παρακαλέσουμε τον Θεό με πολλές προσευχές και δεήσεις να ευλογήσει την ταπεινή μας διακονία, να χαρίσει σε όλους, όσους αγωνίζονται προς την κατεύθυνση αυτή, ενότητα, ομοψυχία και ομολογιακό φρόνημα, ώστε να φθάσουμε με την Χάρη Του στην ευλογημένη εκείνη ώρα, που θα συγκληθεί η αληθινή «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Ορθοδοξίας, οπότε θα πανηγυρίσει ο ουρανός και η γη, η θριαμβεύουσα και η στρατευομένη Εκκλησία του Χριστού. Αμήν!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Πηγή: Ακτίνες