Στήν τελευταία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (23-24 Νοεμβρίου 2016) ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σερρῶν κ. Θεολόγος διάβασε τήν εἰσήγησή του, μέ τίτλο «Ἐνημέρωσις περί τῶν διεξαχθεισῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί στήν συνέχεια ἔγινε εὐρύτατη συζήτηση γιά τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεως καί ἐλήφθησαν ἀποφάσεις.
Ἡ εἰσήγηση εἶχε τρία βασικά σημεῖα, πρῶτον τό Συνοδικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, δεύτερον ἡ διαχρονική συνεισφορά τῆς Ἐκκλησίας μας στήν προετοιμασία καί διαμόρφωση τῶν κειμένων της, καί τρίτον οἱ προτάσεις γιά τά περαιτέρω. Στήν πραγματικότητα ἡ εἰσήγηση ἐκινεῖτο στόν ἄξονα τῆς ἐνημερώσεως τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης καί γιά τίς ἀποφάσεις πού ἔπρεπε νά λάβη ἡ Ἱεραρχία μας.
Κατά τίς Συνεδριάσεις ἔκανα δύο προφορικές παρεμβάσεις καί κατέθεσα ἕνα κείμενο στά Πρακτικά, στό ὁποῖο ἀνέλυα περισσότερο τίς ἀπόψεις μου.
Στήν συνέχεια θά δημοσιευθῆ ἡ κύρια παρέμβασή μου πού ἔγινε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Συνεδριάσεως, καί τό κείμενο πού κατέθεσα στά Πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.
.......................................................
Α.
Παρέµβαση κατά τήν ἔκτακτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 23-24 Νοεµβρίου 2016
Ἄκουσα µέ προσοχή τήν Εἰσήγηση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγου καί τόν εὐχαριστῶ γιά τόν κόπο στόν ὁποῖο ὑποβλήθηκε, γιά τήν ὁµολογία τήν ὁποία ἔδωσε στήν ἀρχή καί γιά τίς προτάσεις του.
Μέ τά ὅσα θά ὑποστηρίξω στήν συνέχεια θά κάνω µερικές προεκτάσεις.
Ἔχω συγγράψει ἕνα κείµενο πού θά καταθέσω στά Πρακτικά, ἐνῶ ἀναγκαστικά θά τονισθοῦν µερικά σηµεῖα περιληπτικά γιά τό κρίσιµο ἕκτο κείµενο µέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος».
1. Ἡ προετοιµασία γιά τήν Σύνοδο αὐτή δέν ἦταν ἐπαρκής. Τό κείµενο πού καταρτίσθηκε ἀπό τήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη δέν ἦταν σέ γνώση τῆς Ἱεραρχίας. Τό λάβαµε µετά τήν ὑπογραφή ἀπό τούς
Προκαθηµένους, τόν Ἰανουάριο 2016. Ἔπρεπε νά γίνη συζήτηση στήν Ἱεραρχία, πρίν ὑπογραφῆ ἀπό τούς Προκαθηµένους.
Ἐπίσης, οἱ ἀντιπρόσωποί µας στήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη ἐνηµέρωσαν τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ὅτι τό τελικό κείµενο µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», «ἐκφράζει ἀπόλυτα τήν πανορθόδοξη θέση στά συγκεκριµένα θέµατα µέ τρόπο ἰσορροπηµένο καί στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή διετυπώθη καί διεσώθη ἀπό τήν πατερική καί συνοδική παράδοση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Αὐτές, ὅµως, οἱ διαπιστώσεις δέν εἶναι ὀρθές, γιατί τό κείµενο, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό πολλούς, ἦταν προβληµατικό, γι’ αὐτό καί διορθώθηκε.
2. Ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κρήτη, ὅπως ἐπανειληµµένως ἔχω τονίσει, ἦταν Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων µέ τίς συνοδεῖες τους.
Παρακολουθώντας τήν ὅλη ἐργασία τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης παρατηρῶ ὅτι ὑπάρχουν καί θετικά σηµεῖα, τά ὁποῖα ἀναφέρθησαν στήν εἰσήγηση καί τά ἔχω ἐπισηµάνει σέ κείµενό µου τό ὁποῖο δηµοσιεύθηκε. Εἴµαστε ὑποχρεωµένοι νά τό τονίσουµε αὐτό. Τά πρῶτα πέντε κείµενα εἶναι γενικά καλά, ὑπάρχουν καί µερικές ἐλλείψεις, γι’ αὐτό χρειάσθηκε νά ἐκφράσω γραπτῶς τίς ἐπιφυλάξεις µου σέ δύο περιπτώσεις. Τά δύο ἀπό τά πέντε κείµενα τά ὑπέγραψα µέ ρητές ἐπιφυλάξεις, ὡς πρός τήν ἔννοια τοῦ προσώπου καί ὡς πρός τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῶν µικτῶν γάµων.
3. Τό κείµενο πού ἀπετέλεσε τήν βάση τῆς Συνόδου ἦταν τό ἕκτο, µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον». Τό τελικό κείµενο ἔχει πολλά προβλήµατα, παρά τίς µερικές γενικές καλές διατυπώσεις. Μάλιστα, ὅταν δηµοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείµενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισµατική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.
Τό ἕκτο αὐτό κείµενο δέν ἦταν ὥριµο γιά ἀπόφαση καί ὑπογραφή, γι’ αὐτό καί προτείναµε διάφορες διορθώσεις, οἱ ὁποῖες ὅµως δέν πέρασαν καί τίς ὁποῖες ἐπεσήµανα σέ ἕνα κείµενό µου, τό ὁποῖο ἀπέστειλα σέ ὅλα τά µέλη τῆς Ἱεραρχίας. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι διορθώθηκε τό κείµενο στίς τέσσερεις γλῶσσες καί µετά τήν λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου.
Πάντως, παρατηρεῖ κανείς στό τελικό κείµενο ἀντιφαντικά σηµεῖα. Κατά τήν γνώµη µου δέν εἶναι κείµενο θεολογικό, ἀλλά διπλωµατικό. Ὅµως, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται σέ διπλωµατικά κείµενα, ὅπως φάνηκε στήν ἱστορία ἀπό τήν «Ἔκθεση» τοῦ Ἡρακλείου καί τόν «Τύπο» τοῦ Κώνσταντος.
Ἔπειτα, κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη ἐλέχθησαν διάφορα παραποιητικά τῆς ἀληθείας, ὅσον ἀφορᾶ τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τήν Σύνοδο τοῦ 1484 καί τό Συνοδικό κείµενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τό 1848, σέ σχέση µέ τήν λέξη Ἐκκλησία στούς ἀποκοµµένους Χριστιανούς ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
4. Στήν 6η παράγραφο τοῦ ἕκτου κειµένου ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τίς ἄλλες παροῦσες Ἐκκλησίες ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία µας.
Συγκεκριµένα, ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ἦταν: «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ' αὐτῆς».
Μετά τήν ἀντίδραση ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες, ἡ Ἐκκλησία µας πρότεινε νέα πρόταση: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν».
Κατ’ ἀρχάς δέν εἴχαµε ἐξουσιοδότηση τῆς Ἱεραρχίας νά διαπραγµατευθοῦµε τίς ἀποφάσεις της, ὅπως ἔλεγαν πολλοί ἀπό τούς Ἱεράρχες πού ἤµασταν παρόντες.
Ἔπειτα, δέν ἔγινε συζήτηση γιά νά ἀποδεχθοῦµε τήν ἀλλαγή, ἁπλῶς ἔγινε ψηφοφορία καί µάλιστα µέ σπουδή. Θά µποροῦσαν νά υἱοθετηθοῦν ἄλλες προτάσεις ὅπως «λοιπός Χριστιανικός κόσµος», «µή ὀρθόδοξοι», «οἱ ἐκτός αὐτῆς» κλπ.
Ἀκόµη, µέ τήν νέα πρόταση ἔγιναν µερικές ἀλλαγές, πού κατά τήν γνώµη µου εἶναι προβληµατικές, ἤτοι:
Ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει» µέ τήν φράση «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται».
Ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν» µέ τήν φράση «τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν». ∆έν ὑπάρχει ὀνοµασία χωρίς ὕπαρξιν, γιατί διαφορετικά ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιολογικός νοµιναλισµός. Τότε, ἄς δεχθοῦµε καί τήν ὀνοµασία Μακεδονία στό Κράτος τῶν Σκοπίων, ἐπειδή ἐπικράτησε πολλά χρόνια.
Ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «Χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί Ὁµολογιῶν» µέ τήν φράση «ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν». Ἡ λέξη «ἑτερόδοξος» σέ σχέση µέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σηµαίνει αἱρετικός. Ἑποµένως, τό νά ἀποδίδη κανείς τό ἐπίθετο ἑτερόδοξος στήν Ἐκκλησία δηλώνει τήν ἀντιφατικότητα.
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ:
«Οὐδέποτε διά µεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθῃ. Μέσον ἀληθείας καί ψεύδους οὐδέν ἐστίν».
Ἐπίσης, πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός οὔτε εἰκόνα, ἀλλά δηλώνει τό πραγµατικό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, σύµφωνα µέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «καὶ αὐτόν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται µέ τό Θεανθρώπινο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή µία εἶναι ἡ Κεφαλή, ὁ Χριστός, καί ἕνα τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτό «ἓν σῶµα καὶ ἓν Πνεῦµα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν µιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑµῶν· εἷς Κύριος, µία πίστις, ἓν βάπτισµα εἷς Θεός καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡµῖν» (Ἐφ. δ΄ , 4-6).
Ἔτσι, αὐτή ἡ νέα πρόταση ἐπ’ οὐδενί λόγῳ στοιχεῖ «στό πνεῦµα τῆς Ἱεραρχίας», ὅπως γράφηκε στό ∆ελτίο Τύπου τῆς ἡµέρας ἐκείνης (25-6-2016), ἀλλά εἶναι µιά διπλωµατική πρόταση.
5. Τό σηµαντικότερο ὅµως τῆς ὑποθέσεως εἶναι ὅτι ἡ νέα πρόταση, ἐνῶ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι εἶναι ἀκίνδυνη, ἐν τούτοις εἶναι ἀντορθόδοξη. Γιά νά ὑποστηρίξω αὐτήν τήν ἄποψη θά ὑπογραµµίσω δύο θεολογικά σχόλια.
Τό πρῶτο σχόλιο εἶναι ὅτι ἡ ἄποψη ὅτι µπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ µιά Ἐκκλησία ὡς ἑτερόδοξη-αἱρετική καταδικάσθηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος, µέ ἀφορµή τήν «Λουκάρειο Ὁµολογία», ἡ ὁποία φέρεται ὅτι γράφηκε ἤ υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη. Πρόκειται γιά τήν φράση ὅτι «ἀληθές καί βέβαιον ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁµαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι». Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τοῦ 17ου αἰῶνος ἀποφάνθηκαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν µπορεῖ νά πλανᾶται.
Ἔτσι, ἤ ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς αἱρετικές διδασκαλίες ἤ ὑπάρχει αἱρετική ὁµάδα πού δέν µπορεῖ νά ἀποκληθῆ Ἐκκλησία.
Τό δεύτερο θεολογικό σχόλιο εἶναι ὅτι ἡ νέα αὐτή πρόταση ἐκφράζει τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι µία «νεστοριανική ἐκκλησιολογία».
Στό τελικό κείµενο γράφεται: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ». Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία πού εἶναι ἑνωµένη, αὐτό σηµαίνει τό ὀντολογικό.
Στήν συνέχεια, ἡ φράση πού εἰσάγεται µέ τό «παρά ταῦτα» καί συνεχίζει «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν» ὑπονοεῖ τήν ὁρατή Ἐκκλησία πού εἶναι διεσπασµένη.
Ὁ Λούθηρος, ἀλλά κυρίως ὁ Καλβίνος καί ὁ Σβίγκλιος, γιά νά δηλώσουν τήν ταυτότητά τους, ὅταν ἀποσπάσθηκαν ἀπό τήν Ρώµη, ἀνέπτυξαν τήν θεωρία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Σύµφωνα µέ αὐτή τήν ἄποψη ἡ ἑνότητα τῆς ἀοράτου Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ἐνῶ οἱ ἐπί γῆς ὁρατές Ἐκκλησίες εἶναι διεσπασµένες καί ἀγωνίζονται νά βροῦν τήν ἑνότητα.
Ὁ Λόσσκυ, σχολιάζοντας αὐτή τήν θεωρία, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἄποψη αὐτή εἶναι ἕνας «νεστοριανισµός ἐκκλησιολογικός» ὅταν χωρίζεται ἡ Ἐκκλησία στήν ἀόρατη καί ὁρατή, ὅπως δῆθεν χωρίζεται ἡ θεία µέ τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Χριστό. Ἀπό τήν θεωρία αὐτή ξεκινοῦν ἄλλες θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισµατική θεολογία καί ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητας.
6. Πρόταση
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν νοµίζω, ἐπειδή τό κείµενο ἔχει πολλές ἀντιφατικότητες, ἄν ἡ Ἱεραρχία δέν τό ἀπορρίψη, τότε τοὐλάχιστον πρέπει νά ἐπιφυλαχθῆ ὡς πρός τό περιεχόµενό του καί νά ἀποφασίση νά τύχη περαιτέρω ἐπεξεργασίας καί ἀναθεωρήσεως ἀπό µιά ἄλλη Σύνοδο, πού θά γίνη στό µέλλον.
Αὐτό τό στηρίζω στούς ἑξῆς λόγους:
α) Πολλοί κατάλαβαν ὅτι τό κείµενο αὐτό γράφηκε καί ἀποφασίσθηκε ἐν σπουδῇ καί δέν εἶναι ὁλοκληρωµένο, ἀφοῦ µάλιστα ὑπογραφόταν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τήν Κυριακή τό πρωΐ, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας.
β) Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἐξέφρασε εὐχή τέτοιες Σύνοδοι νά ἐπαναλαµβάνονται τακτικά γιά ἐπίλυση διαφόρων θεµάτων. Ἄλλωστε ἔµειναν πολλές ἐκκρεµότητες, πού χρήζουν ἄµεσης ἀντιµετωπίσεως.
γ) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας θεώρησε αὐτήν τήν Σύνοδο ὡς Προσυνοδική, τό ὑποστήριξε καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, ἀλλά πρόσφατα καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας ἀποφάσισε ὅτι τά κείµενα πού ἀποφασίσθηκαν
στήν Κρήτη µποροῦν νά διαφοροποιηθοῦν ἐν µέρει καί νά ἀναπτυχθοῦν ἀπό µιά µέλλουσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά τελειοποιηθοῦν, χωρίς τήν πίεση τοῦ χρόνου, καί µέ τήν πανορθόδοξη συναίνεση.
δ) Αὐτή εἶναι ἡ συνήθης πρακτική στό Ὀρθόδοξο συνοδικό σύστηµα. Στίς Οἰκουµενικές Συνόδους γίνονταν πολλές Συνεδριάσεις, οἱ ὁποῖες κρατοῦσαν πολλά χρόνια. Ἐπίσης, ἔχουµε τήν Πενθέκτη Οἰκουµενική Σύνοδο πού συµπλήρωσε στό κανονικό δίκαιο τίς Ε΄ καί ΣΤ΄ Οἰκουµενικές Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο (861), καί ἀκόµη τίς ἡσυχαστικές Συνόδους ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ (1341,1347,1351, 1368), πού θεωροῦνται ὡς µία Σύνοδο.
Μιά τέτοια πρόταση θά προλάβη σχίσµατα πού µποροῦν νά δηµιουργηθοῦν µέσα στήν Ἐκκλησία.
* * *
Β΄
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης
(κείµενο πού κατατέθηκε στά Πρακτικά τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν 23-24 Νοεµβρίου 2016)
Ἡ Σύνοδος πού συνῆλθε στήν Κρήτη µεταξύ 19-26 Ἰουνίου ἐ.ἔ, ἐνῶ στήν ἀρχή χαρακτηριζόταν ὡς Οἰκουµενική Σύνοδος, τελικά τιτλοφορήθηκε ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος». Οἱ τέσσερεις Ἐκκλησίες πού δέν παρευρέθηκαν στήν Σύνοδο, ἀµέσως ἤ ἐµµέσως ἀρνήθηκαν τόν τίτλο Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἀναµένονται δέ οἱ τελικές ἀποφάσεις τους. Ἔτσι, τήν πραγµατική ὀνοµασία τῆς Συνόδου αὐτῆς θά τήν δώση ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται διά τῶν ἁγίων της, πού εἶναι ἡ θεοπτική τάξη µέσα στήν Ἐκκλησία, κατά τόν ἅγιο ∆ιονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Θά δοῦµε στήν συνέχεια πῶς θά ὀνοµασθῆ τελικά αὐτή ἡ Σύνοδος, Σύνοδος τῶν Προκαθηµένων, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, Οἰκουµενική Σύνοδος, Προσύνοδος κλπ.;
Στήν συνέχεια θά τήν ἀποκαλῶ Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως τό κάνουµε καί µέ ἄλλες Συνόδους πού τίς ἀποκαλοῦµε καί µέ τό ὄνοµα τῆς πόλεως στήν ὁποία συνεκλήθησαν, ὅπως γιά παράδειγµα ἡ Σύνοδος στήν Νίκαια, στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Ἔφεσο, στήν Χαλκηδόνα κλπ.
Συµµετεῖχα στήν Σύνοδο αὐτή ἐκπροσωπώντας, µαζί µέ ἄλλους ἀδελφούς Ἀρχιερεῖς καί λαϊκούς, τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαρτίου 2016 καί ἀποδέχθηκα αὐτήν τήν ἀποστολή, ἰδιαιτέρως ὅταν ἐλήφθησαν οἱ ἀποφάσεις ἀπό τήν Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου 2016. Σύµφωνα µέ τίς ἀποφάσεις αὐτές, ἔπρεπε νά προσπαθήσουµε καί νά ἀγωνιστοῦµε γιά τήν διόρθωση τῶν κειµένων πού εἴχαµε στήν διάθεσή µας. Μέ τήν συµµετοχή µου αὐτήν ἀπέκτησα µεγάλη ἐµπειρία, ἀλλά συγχρόνως ἔφυγα µέ ἕναν βαθύτατο προβληµατισµό.
Θά τονισθοῦν µερικά σηµεῖα πού σχετίζονται µέ τήν νέα πρόταση πού ὑπέβαλε ἡ Ἀντιπροσωπεία µας στήν Σύνοδο αὐτή.
1. Ἡ προετοιµασία τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τήν Σύνοδο
Μπορῶ νά πῶ ὅτι ἡ προετοιµασία τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τήν συµµετοχή της στήν Σύνοδο αὐτή δέν ἦταν ἡ δέουσα.
α) Ἡ εἰσήγηση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόµου
Εἶναι γνωστόν ὅτι στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας µας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2014 ἔγινε εἰσήγηση ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστοµο γιά νά ἐνηµερωθοῦν οἱ Σεβασµιώτατοι Μητροπολίτες γιά τήν θεµατολογία τῆς µελλούσης τότε νά συνέλθη Συνόδου καί τήν ὅλη ἐργασία της, ὅπως εἶχε ἀποφασισθῆ στήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόν Μάρτιο τοῦ 2014 στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ εἰσήγηση ἦταν ἐνηµερωτική καί κατά βάση παραδοσιακή. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν Εἰσήγηση ἔγινε λόγος γιά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί γιά ἐκείνους τούς Χριστιανούς πού
ἀποµακρύνθηκαν ἀπό αὐτήν, δηλαδή γιά τούς ἐκτός αὐτῆς Χριστιανούς. Θά ὑπογραµµισθοῦν µερικά σηµεῖα τῆς εἰσηγήσεως ὡς πρός τό θέµα αὐτό.
Ὁ Σεβασµιώτατος κάνοντας λόγο γιά τούς ∆ιαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µέ τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ἐπισηµαίνει:
«∆ιά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὁ διάλογος ὑπῆρξε πάντοτε καί παραµένει οὐσιαστικόν καί ἀναπαλλοτρίωτον στοιχεῖον τόσον τῆς σωτηριολογικῆς αὐτῆς ἀποστολῆς, ἐπί τῷ τέλει τῆς ἐπιστροφῆς τῶν σχισµατικῶν καί αἱρετικῶν εἰς τούς κόλπους Αὐτῆς, ὅσον καί τῆς ποιµαντικῆς εὐθύνης Της, διό καί ἀκραδάντως ὁµολογεῖ καί κηρύττει ὅτι ἐν τῇ αὐτοσυνειδησίᾳ Αὐτῆς ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν κιβωτόν σωτηρίας διά τούς ἐγγύς καί τούς µακράν»1.
Στό κείµενο αὐτό γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί γιά τούς σχισµατικούς καί αἱρετικούς πού ἀποµακρύνθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πρέπει νά ἐπιστρέψουν σέ αὐτήν καί ὄχι γιά ἄλλες Ἐκκλησίες, πράγµα πού εἶναι σύµφωνο µέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
Στήν συνέχεια τονίζεται ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίες, καί τά ὀρθόδοξα µέλη τῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν πρέπει νά διακρίνωνται ἀπό αὐτήν τήν «ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία ὡς κύριον κριτήριον ἑκάστου ∆ιαλόγου», καθώς ἐπίσης οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὄχι µόνον στό ἐπίπεδο τῶν ἁρµοδίων συνοδικῶν ὀργάνων, ἀλλά καί στίς Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις πρέπει νά παρακολουθοῦν καί νά ἀξιολογοῦν τούς διαλόγους αὐτούς «µετ’ ἰδιαιτέρας µάλιστα κριτικῆς διαθέσεως»2.
Ἐπίσης, ἀναφέρει ὅτι «ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ὀφειλετικῆς µερίµνης καί µαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἀνάγκη... νά ἐπισηµανθῶσιν τόσον αἱ σοβαρόταται νεοφανεῖς ἀποκλίσεις, αἱ ὁποῖαι ἐπιτείνουν ἔτι µᾶλλον τήν σοβαρότητα τῶν διαπιστωµένων θεολογικῶν διαφορῶν τῶν διαφόρων χριστιανικῶν παραδόσεων καί ὁµολογιῶν, ὅσον καί αἱ τραυµατικαί ἐµπειρίαι τῶν ἱστορικῶν σχέσεών των»3.
Αὐτό σηµαίνει ὅτι πρέπει νά ἐπισηµαίνωνται οἱ θεολογικές διαφορές καί οἱ διάφορες χριστανικές παραδόσεις, καθώς ἐπίσης καί ὅλα ἐκεῖνα τά γεγονότα τά ὁποῖα δηµιούργησαν τραυµατικές ἐµπειρίες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σέ ἄλλο σηµεῖο τῆς εἰσηγήσεως γράφεται:
«Βεβαίως ἡ ὁµολογιακή ἐσωστρέφεια πολλῶν χρόνων, εἰς τήν λειτουργίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων, δέν ἐπιτρέπει δυστυχῶς µίαν νηφάλιαν ἀξιολόγησιν τῶν συνεπειῶν τῆς ὑπευθύνου ταύτης προβολῆς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως πρός τούς ἐγγύς καί τούς µακράν, ἐπί σκοπῷ τήν θεραπείαν τῶν ὁµολογιακῶν ἀποκλίσεων καί ἀγκυλώσεων τῶν διαφόρων παραδόσεων τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου τῆς ∆ύσεως, ἀλλά καί τήν ἐπιβεβαίωσιν τοῦ διαχρονικοῦ κύρους τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, διό καί κατά καιρούς ἐµφανίζονται δεδικαιολογηµέναι διαµαρτυρίαι, ἐνστάσεις, ὑποψίαι ἤ καί ἀντιδράσεις περί τῆς ὀρθῆς ἤ µή πορείας καί τῆς ἀναγκαιότητος τῶν προειρηµένων διµερῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων»4.
Καί ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ Εἰσηγητής εἶναι προσεκτικός στήν διατύπωση καί δέν χρησιµοποιεῖ τήν λέξη Ἐκκλησία γιά νά χαρακτηρίση τίς ὁµάδες τῶν Χριστιανῶν τῆς ∆ύσεως, ἀλλά κάνει λόγο γιά ὁµολογιακές ἀποκλίσεις καί γιά ἀγκυλώσεις τῶν διαφόρων παραδόσεων τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου τῆς ∆ύσεως.
Συγχρόνως ἐπισηµαίνει ὅτι δικαιολογοῦνται οἱ κατά καιρούς ἀντιδράσεις καί διαµαρτυρίες τῶν Χριστιανῶν γιά τήν πορεία τῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἐπειδή δέν ἔχει γίνει µιά νηφάλια ἀξιολόγηση τῶν συνεπειῶν τῆς ὑπευθύνου προβολῆς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
β) Οἱ ἐκθέσεις τῆς Εἰδικῆς ∆ιορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων
Μετά τήν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 2014 καί µετά ἀπό παράκληση µερικῶν Ἀρχιερέων, µᾶς δόθηκαν τά ἕως τότε καταρτισθέντα κείµενα ἀπό τίς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις πού εἶχαν ἐπεξεργασθῆ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν δεκατεσσάρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἑποµένως καί τῆς δικῆς µας Ἐκκλησίας, χωρίς ἐµεῖς νά εἴχαµε µέχρι τότε µιά στοιχειώδη ἐνηµέρωση γιά τά κείµενα πού ἑτοίµαζαν οἱ ∆ιασκέψεις αὐτές.
Σύµφωνα µέ τήν ἀπόφαση τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόν Μάρτιο τοῦ 2014 τά ἕως τότε καταρτισθέντα κείµενα ἔπρεπε νά ἀναθεωρηθοῦν ἀπό Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή ἀποτελουµένη ἀπό τούς ἀντιπροσώπους ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Στήν Ἐπιτροπή αὐτή τήν Ἐκκλησία µας ἀντιπροσώπευσαν οἱ Μητροπολίτες Περιστερίου Χρυσόστοµος, ∆ηµητριάδος καί Ἀλµυροῦ ’Ιγνάτιος καί Μεσσηνίας Χρυσόστοµος.
Ἐκεῖνο πού παρατηρεῖ κανείς εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστοµος στήν εἰσήγηση πού ἔκανε στήν Ἱεραρχία τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2014 ἐξέφρασε τήν ὀρθόδοξη ὁρολογία γιά τήν σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µέ τούς ἄλλους Χριστιανούς, στό κείµενο πού ἑτοιµάσθηκε ἀπό τήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή γιά τήν ἀναθεώρηση τῶν κειµένων καί ἀπό τήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά νά συζητηθῆ καί νά ἀποφασισθῆ τελικῶς στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὑπῆρχε διαφορετική ὁρολογία. ∆ηλαδή, γινόταν λόγος γιά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί γιά τίς ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες καί Ὁµολογίες, καθώς ἐπίσης γινόταν λόγος γιά τό ὅτι, ἐνῶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ἐν τούτοις στήν συνέχεια πρέπει νά γίνουν προσπάθειες γιά τήν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσµου. Αὐτά τά σηµεῖα δηµιούργησαν µεγάλη συζήτηση ὅταν δηµοσιεύθηκαν τά κείµενα.
Ἔγιναν διασκέψεις ἀπό τούς ἀντιπροσώπους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά νά ἀναθεωρηθοῦν τά κείµενα. Ἡ Ἱεραρχία ἀγνοοῦσε ὅλη αὐτήν τήν προετοιµασία.
Ἀπό τήν ἔρευνα πού ἔκανα στά ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὕστερα ἀπό αἴτησή µου καί ἔγκρισή της, διαπίστωσα ὅτι οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς πού ἦταν ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας µας στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων ἀπέστελλαν κάθε φορά πού συνεδρίαζαν τήν ἔκθεσή τους στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο µέ τίς παρατηρήσεις τους. Ἔτσι, οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς τῆς περιόδου 2014-2015 λάµβαναν γνώση τῶν ἐκθέσεων καί τῶν κειµένων πού προετοιµάζονταν, χωρίς νά προτείνουν διορθώσεις, προσθῆκες καί ἀλλαγές. Αὐτό ἔγινε µία µόνον φορά ὅταν ἐνέκριναν µερικές, ἐλάχιστες, διορθώσεις, πού πρότεινε ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ∆ιορθοδόξων καί ∆ιεκκλησιαστικῶν θεµάτων. Ὅµως, τά κείµενα δέν ἀποστέλλονταν σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες γιά νά ἐκφράσουν τήν γνώµη τους ἤ ἀκόµη καί νά ἐνηµερωθοῦν, καί δέν πρότειναν τήν σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν ἐξέταση τοῦ θέµατος αὐτοῦ.
Ἄν αὐτό γινόταν, θά ἐλάµβαναν γνώση ὅλοι οἱ Ἱεράρχες, ἤ ὅσοι ἐνδιαφέρονταν, τῶν κειµένων καί θά εἴχαµε τήν δυνατότητα νά προτείνουµε διορθώσεις καί προσθῆκες πρίν ὑπογραφοῦν τά κείµενα ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 στήν Γενεύη τῆς Ἑλβετίας. Ἔχω τήν γνώµη ὅτι µέχρι τήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν µποροῦσαν νά γίνουν σηµαντικές διορθώσεις, ὅταν συµµετεῖχαν καί οἱ δεκατέσσερεις Ἐκκλησίες. Βεβαίως, δινόταν ἡ δυνατότητα νά γίνουν διορθώσεις, προσθῆκες καί ἀφαιρέσεις καί στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἀλλά µέ µεγαλύτερη δυσκολία.
Τό σηµαντικό εἶναι ὅτι οἱ ἀντιπρόσωποί µας σέ αὐτό τό διάστηµα πού διαρκοῦσαν οἱ Συνεδριάσεις τῆς Εἰδικῆς ∆ιορθόδοξης Ἐπιτροπῆς γιά τήν ἀναθεώρηση τῶν κειµένων ἀπέστελλαν τίς ἐκθέσεις τους στήν Ἱερά Σύνοδο, στίς ὁποῖες ὁµολογοῦσαν ὅτι τά κείµενα κατά βάση ἦταν ὀρθόδοξα.
Γιά παράδειγµα γιά τό νέο κείµενο µέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσµος», τό ὁποῖο κείµενο προῆλθε ἀπό τήν συνένωση τῶν µέχρι τότε δύο διαφορετικῶν κειµένων, στήν ἀπό 20-12-2014 Ἔκθεση τῶν τριῶν ἀντιπροσώπων µας στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων πού ἔγινε στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 29 Σεπτεµβρίου ἕως 4ης Ὀκτωβρίου 2014, ὑπάρχει µία παράγραφος πού ἐπαναλαµβανόταν καί στίς ἄλλες ἐκθέσεις:
«Γενοµένων τῶν διορθωτικῶν παρεµβάσεων δεκτῶν, τό Κείµενον τελικῶς ὑπεγράφει ὑφ’ ὅλων τῶν Ἀρχηγῶν τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἀπεφασίσθη ὅπως παραπεµφθεῖ ad referendum πρός ἔγκρισιν καί διόρθωσιν στίς Ἱερές Συνόδους τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τελική διαµόρφωση στήν µέλλουσα νά συγκληθῆ Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη»5.
Ἀπό τά ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διαπιστώνεται ὅτι τό κείµενο αὐτό µαζί µέ τήν Ἔκθεση δόθηκε στούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς περιόδου ἐκείνης, ἡ ὁποία καί ἐνέκρινε µερικές ἐλάχιστες προτάσεις τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ∆ιορθοδόξων καί ∆ιαχριστιανικῶν θεµάτων, ἀλλά δέν ἀπεστάλη, ὅπως θά ἔπρεπε, σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ γιά τέτοια θέµατα ἡ Ἱεραρχία εἶναι ἁρµόδια νά ἀποφασίση.
Γιά παράδειγµα, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2015 ἐγκρίθηκαν µερικές ἀλλαγές πού πρότεινε ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ∆ιορθοδόξων καί ∆ιαχριστιανικῶν Σχέσεων. Πρόκειται γιά προσθῆκες τῶν λέξεων «τοπική», «συµµετοχή εἰς τό Π.Σ.Ε.», «Ὁµολογίαι», «κατά τό Σύµβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως», καί τήν ἀντικατάσταση τῆς λέξεως «Π.Σ.Ε.» ἀπό τήν λέξη «αὐτοῦ», τῆς λέξεως «ὅπως» µέ τήν λέξη «ὥστε νά», καί τῆς λέξεως «ὅµως» µέ τήν λέξη «καί».
Ἐκτός αὐτοῦ, στήν ὡς ἄνω ἔκθεση διαπιστώνεται:
«Τό παρόν νέον καί ἑνοποιηµένο Κείµενο θεωροῦµε ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα τήν πανορθόδοξη θέση στά συγκεκριµένα θέµατα, µέ τρόπο ἰσορροπηµένο καί στά πλαίσια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, ὅπως αὐτή διετυπώθη καί διεσώθη ἀπό τήν πατερική καί συνοδική παράδοση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον διαζωγραφεῖται ξεκάθαρα καί ἀποτυπώνεται ὄχι ἡ ἱστορία ἀλλά τό παρόν καί τό µέλλον τῆς πορείας τῶν περιγραφοµένων σχέσεων»6.
Παρόµοιες διαβεβαιώσεις ὑπάρχουν καί στίς ἄλλες ἐκθέσεις, ὅταν συζητοῦνταν τά ἄλλα κείµενα πού ἐπρόκειτο νά παραπεµφθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ἐνδεχοµένως αὐτή ἡ διαβεβαίωση καθησύχασε τούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς τῆς περιόδου ἐκείνης, οἱ ὁποῖοι οὕτως ἤ ἄλλως ἔπρεπε νά µελετήσουν ἐκτενῶς τό θέµα καί νά τό θέσουν ὑπ’ ὄψη ὅλων τῶν µελῶν τῆς Ἱεραρχίας. Αὐτή ἡ διαβεβαίωση ἀπό ὅ,τι φάνηκε ἐκ τῶν ὑστέρων δέν ἦταν ὀρθή ἐκτίµηση, γιατί ἀπό πολλές πλευρές τονίσθηκαν οἱ ἀντιφατικότητες πού περιέκλειε τό κείµενο καί βεβαίως δέν ἐξέφραζε τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, οὔτε διέσωζε τήν πατερική καί συνοδική παράδοση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό ἀποδεικνύεται περίτρανα ἀπό τό ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἔκανε, ἔστω καί ὄχι ὁλοκληρωµένες, διορθώσεις καί προσθῆκες.
Ὅταν διάβασα γιά πρώτη φορά τά κείµενα ἔστειλα τίς ἀπόψεις µου µέ ἡµεροµηνία 18-1-2016 καί 20-1-2016 πρίν τήν Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Σαµπεζύ τῆς Γενεύης τό διάστηµα 21-28 Ἰανουρίου 2016, ἀλλά δέν γνωρίζω γιατί οἱ ἀντιπρόσωποί µας δέν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψη τους τίς παρατηρήσεις πού διατύπωσα ἔγκαιρα, καί δέν ἔθεσαν τό θέµα τῆς ἀλλαγῆς στήν Σύναξη αὐτή. Πιθανόν νά µή τούς ἐδόθησαν.
Ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο ἀπεστάλησαν τά τελικά κείµενα πού ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Γενεύη τόν Ἰανουάριο τοῦ 2016 καί ὁ Ἀρχεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, ὡς Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀπέστειλε σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας µας ἐπιστολή (755/16-2-2016) µέ τήν ὁποία τούς προέτρεπε νά διατυπώσουν, ὅσοι τό ἐπιθυµοῦσαν, τίς παρατηρήσεις τους, γιά νά ληφθοῦν οἱ σχετικές ἀποφάσεις ἀπό τήν Ἱεραρχία.
Στήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο ἀφοῦ µελετήσαµε τίς παρατηρήσεις ὅσων Ἀρχιερέων ἀπέστειλαν κείµενα στήν Ἱερά Σύνοδο, προτείναµε στήν Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου 2016 τίς διορθώσεις, ἀλλαγές, προσθῆκες καί ἀφαιρέσεις. Ἑποµένως, κάποιοι ἔχουν εὐθύνη γιατί µᾶς καθησύχαζαν καί δέν µᾶς ἐνηµέρωναν ὅλο αὐτό τό διάστηµα, µέ ἀποτέλεσµα ἡ συµµετοχή µας στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης νά εἶναι δυσχερής.
Ἡ ∆ιαρκής Ἱερά Σύνοδος τοῦ ἔτους 2015-2016, ὅπως εἶχε ὑποχρέωση, συνεκάλεσε δύο φορές τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τό σοβαρό αὐτό ζήτηµα, ἤτοι τόν Μάρτιο καί τόν Μάϊο τοῦ ἔτους 2016 καί ἐµελέτησε διεξοδικῶς τά ζητήµατα αὐτά, πρῶτον γιά τήν ἐπιλογή τῶν µελῶν πού θά ἐκπροσωπήσουν τήν Ἐκκλησία µας στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης καί δεύτερον τίς προτάσεις πού θά ὑποβάλλονταν στήν Γραµµατεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά τήν διόρθωση τῶν κειµένων.
Τίς ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν τίς συµπεριέλαβα σέ ἄλλο κείµενό µου, ὅπως ἐπίσης κατέγραψα καί τήν κατάληξή τους καί παρέλκει ἐδῶ ἡ ἀναφορά σέ αὐτά.
Ἐπειδή ὑπῆρχε ἀνησυχία στό πλήρωµα τῆς Ἐκκλησίας ἀπεστάλη ἀπό τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί Ἐγκύκλιος πού διαβάστηκε σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς στήν ὁποία γραφόταν ὅτι ἡ Ἱεραρχία ἔχει «ἀπόλυτη πίστη στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων» καί σέβεται «τό συνοδικό πολίτευµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
2. Ἡ νέα πρόταση τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τόν λοιπό Χριστιανικό κόσµο
Ὅταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, κατά τήν Συνεδρίαση τοῦ ἀπογεύµατος τῆς Παρασκευῆς 24 Ἰουνίου, διαβάστηκε ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας µας στήν 6η παράγραφο τοῦ κειµένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», πού ἀναφερόταν στόν προσδιορισµό τοῦ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανικοῦ κόσµου καί ἔκανε λόγο γιά «Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες», ἔγινε µεγάλη συζήτηση. Κατ' ἀρχάς πρέπει νά κάνω µιά παρατήρηση. Ἡ φράση «Χριστιανικές Κοινότητες καί Ὁµολογίες», πού πρότεινε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, δέν εἶναι συντηρητική ἤ κενοφανής. Ἤδη χρησιµοποιήθηκε ἀπό ἀντιπροσώπους τῶν Ἐκκλησιῶν στήν συζήτηση πού ἔγινε στό κείµενο αὐτό κατά τήν Γ' Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (1986), ὅπως φαίνεται στά Πρακτικά, ἤτοι «Χριστιανικές οἰκογένειες», «αἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανικαί Κοινότητες». Ἀκόµη, τότε ἔγινε λόγος γιά τό ὅτι πρέπει νά ἀποκτήσουµε ἐµεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τήν δέουσα αὐτοσυνειδησία, καθώς ἐπίσης ὅτι πρέπει νά γίνη µελέτη γιά τό τί µπορεῖ νά πῆ ἡ Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους καί πῶς νά τούς ἀποδέχεται7.
Ἐπίσης, καί ἡ Β' Βατικανή Σύνοδος κάνει λόγο στά κείµενά της γιά «Χριστιανικές κοινότητες» καί οἱ Χριστιανοί Ἀγγλικανοί χρησιµοποιοῦν τήν ἔκφραση «Ἀγγλικανική κοινωνία».
Πάντως, κατά τήν συζήτηση ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, µίλησε γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος µέ προκλητικό τρόπο. Καί ναί µέν ὁ Ἀρχιεπίσκοπός µας ἀπάντησε µέ τόν πρέποντα καί σοβαρό τρόπο, ἀλλά τελικά καί αὐτό µαζί µέ τήν παρότρυνση τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου νά προταθῆ µιά νέα πρόταση ἔκανε τήν Ἐκκλησία µας νά ὑποχωρήση.
Νοµίζω ὅτι θά µποροῦσε ἡ Ἐκκλησία µας νά ἐµµείνη στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, νά καταθέση τήν πρότασή της, νά γραφῆ στά Πρακτικά ἡ διαφωνία της καί ἄς ἀποφάσιζαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες ὅ,τι ἤθελαν, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν θά εἶχε εὐθύνη. Τώρα φαίνεται ὅτι ἡ πρόταση αὐτή προῆλθε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία πρόταση υἱοθετήθηκε ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες.
Πάνω στό θέµα αὐτό θά τονίσω τρία σηµεῖα.
α) Σαθρά ἐπιχειρήµατα γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία στίς ὁµάδες τῶν ἑτεροδόξων
Θεωρῶ ὅτι ἔγινε µιά «παραπλάνηση» τῶν µελῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη, ἀπό ἐκείνους πού ἰσχυρίσθηκαν ὅτι στήν περίοδο τῆς δεύτερης χιλιετίας οἱ Ὀρθόδοξοι χαρακτήριζαν τίς αἱρετικές ὁµάδες ὡς Ἐκκλησίες, χωρίς νά ἀναφερθοῦν ὁλοκληρωµένα στό θέµα αὐτό. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ δυτικός Χριστιανισµός χαρακτηρίσθηκε ὡς Ἐκκλησίες κυρίως τόν 20ό αἰώνα, ὅταν διαφοροποιήθηκε ἡ ὀρθόδοξη ὁρολογία καί ἡ θεολογία ἀπό τήν ὁρολογία καί τήν θεολογία τῶν προηγουµένων αἰώνων, κυρίως µέ τό ∆ιάγγελµα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 1920.
Πρέπει νά σηµειωθῆ, ὅπως τό ἐπισήµανα καί κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν Κρήτη, ὅτι µπορεῖ κανείς νά συναντήση σέ µερικά κείµενα τῆς δεύτερης χιλιετίας τήν λέξη Ἐκκλησία, πού χαρακτηρίζει τίς Ὁµολογίες, ὡς τεχνικό ὅρο. Ἀλλά αὐτό δέν γινόταν µέ τήν ἀκριβῆ διατύπωση, µάλιστα δέ οἱ Πατέρες µας χρησιµοποιοῦσαν καί διάφορες ἄλλες βαρεῖς ἐκφράσεις. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς καθόρισε σαφῶς τό θέµα αὐτό, ὅπως φαίνεται καί στόν Συνοδικό Τόµο τῆς Θ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου τοῦ 13518. Γράφει: «ἕτερον ἐστιν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ τῆς πίστεως ὁµολογία». ∆ηλαδή, στήν ἀντιλογία πρέπει κανείς νά χρησιµοποιῆ κάθε ἐπιχειρηµατολογία, ἐνῶ ἡ ὁµολογία πρέπει νά εἶναι σύντοµη καί δογµατικά ἀκριβολογηµένη.
Ἐπίσης, κατά τήν δεύτερη χιλιετία τούς ἀποσχισθέντες ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς ὀνόµαζαν Λατίνους, αἱρετικούς, Παπικούς, ἑτεροδόξους κλπ. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς, ὁ µεγάλος θεολόγος ὄχι µόνον τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐποχῶν, τούς αἱρετικούς τούς χαρακτηρίζει ὡς ἀθέους, γιατί πιστεύουν σέ ἕναν Θεό πού δέν ὑπάρχει, ὅπως αὐτοί τόν πιστεύουν καί τόν κηρύσσουν9.
Μερικοί, δυστυχῶς, ὑπεστήριξαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἡ Σύνοδος τοῦ 1484, πού καταδίκασε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, καί ἡ Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τό 1848 χρησιµοποίησαν γιά τούς ∆υτικούς Χριστιανούς τήν λέξη Ἐκκλησία. Αὐτό δέν εἶναι ἀκριβές, γι' αὐτό θά γίνη µιά µικρή παρουσίαση.
i. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἔγραψε µιά ἐπιστολή στόν Πάπα πρίν τήν ἔναρξη τοῦ διαλόγου ἐφράζοντας τήν εἰλικρινῆ διάθεσή του γιά τόν διάλογο, πράγµα πού δείχνει τήν ἀγαθή προαίρεσή του, ἐκφράζοντας δέ καί τήν βούληση ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. ∆έν µπορεῖ κανείς νά πορεύεται σέ διάλογο καί νά ἀµφισβητῆ ἤ νά ὑβρίζη. Ὅµως, ὅταν διαπίστωσε τήν ὅλη νοοτροπία τῶν ἐκπροσώπων τῶν Λατίνων, τότε ἐκφράστηκε ἀνάλογα. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἦταν εὐγενής καί Ὁµολογητής.
Ἔχουν γραφῆ σηµαντικά ἔργα, παρουσιάζοντας τόν βίο καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἐπισηµαίνω δύο διατριβές, ἤτοι τοῦ Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (νῦν Ἐπισκόπου Μπάτσκας) µέ τίτλο: «Τό µυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως τῆς θείας οὐσίας καί ἐνεργείας κατά τόν ἅγιον Μᾶρκον Ἐφέσου τόν Εὐγενικόν» καί τοῦ π. ∆ηµητρίου Κεσκίνη µέ τίτλο: «Ἡ πνευµατολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἡ ἐπικαιρότητά της». Ἐπίσης, ὑπάρχει καί ἡ διατριβή τοῦ Ἡρακλῆ Ρεράκη γιά τόν ἀδελφό τοῦ ἁγίου Μάρκου, τόν Ἰωάννη Εὐγενικό µέ τίτλο «Ὁ διάλογος Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν τόν ΙΕ΄ αἰώνα, κατά τόν Ἰωάννη Εὐγενικό».
∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά τίς τρεῖς αὐτές διατριβές διαπιστώνει τό ὅλο κλίµα πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά καί τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ἰδιαιτέρως ὑπογραµµίζω µερικά σηµεῖα.
Πρῶτον, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἦταν µεγάλος θεολόγος, φορεύς τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τόν ὁποῖον ἐκφράζει θαυµαστῶς.
∆εύτερον, ἀπό λαϊκός ἀκόµη, πρίν γίνη Κληρικός, διαπνεόταν ἀπό τόν πόθο τῆς ἑνώσεως Ἀνατολῆς καί ∆ύσεως καί προετοιµαζόταν µέ πόθο καί ζῆλο γιά τό ἔργο αὐτό. Καί ἐνῶ ξεκίνησε µέ πόθο γιά τήν ἕνωση, σταδιακά τόν κατέλαβε «ἡ ἀπογοήτευση τοῦ θεολογικοῦ ἀδιεξόδου».
Τρίτον, ἡ σχετική ἐπιστολή πού ἐγράφη ἀπό τόν ἅγιο Μᾶρκο γιά νά δοθῆ στόν Πάπα Εὐγένιο ∆΄ , στήν ὁποία ἐπιστολή ὑπάρχουν µερικές φράσεις γιά τό διηρηµένο Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας κλπ., ἐγράφη µέ προτροπή τοῦ Καρδιναλίου Ἰουλιανοῦ καί µέ µεγάλο δισταγµό τοῦ ἁγίου, µέ σκοπό, ὅµως, τήν καλή ἔκβαση τῆς συζητήσεως. Ὅµως, ὁ Ἰουλιανός δέν ἐνθουσιάσθηκε µέ τό περιεχόµενο τῆς ἐπιστολῆς, γιατί ἔκρινε τόν Πάπα ὡς αἴτιο τοῦ σχίσµατος µέ τήν προσθήκη τοῦ filioque, καί ἀντί νά τήν δώση στόν Πάπα, τήν παρέδωσε στόν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐξοργίσθηκε καί ἀπαγόρευσε στό ἑξῆς νά µιλοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς µέ τούς Λατίνους, µέ τήν παρέµβαση δέ τοῦ Μητροπολίτου Νικαίας δέν τιµωρήθηκε ὁ ἅγιος Μᾶρκος. Σέ καµµιά περίπτωση ἡ ἐπιστολή αὐτή δέν ἐκφωνήθηκε ἐνώπιον τῆς Συνόδου.
Τέταρτον, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐξέφραζε ὅλη τήν θεολογία τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, τούς ὅρους τῶν ὁποίων ἐγνώριζε καλῶς, πάνω σέ αὐτούς τούς ὅρους περιόρισε τήν συζήτηση ἀπό τήν ἀρχή, καί ἔφερε σέ µεγάλη ἀµηχανία τούς Λατίνους, µέ ἀποτέλεσµα ὁ θεολογικός διάλογος πού ἄρχισε στήν Φερράρα νά φθάση σέ ἀδιέξοδο καί ἡ Σύνοδος νά µετακινηθῆ στήν Φλωρεντία.
Πέµπτον, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, συµπεριλαµβανοµένου καί τοῦ ἁγίου Μάρκου, δέχθηκαν πιέσεις καί ἀπειλές καί ἀντιµετώπισαν δόλους καί ἀπάτες. Μάλιστα ὁ Ἰωάννης Εὐγενικός γράφει ὅτι πονούσαµε πολύ, ὄχι µόνον γιά τά παρόντα καί τά ἐπερχόµενα δεινά, «ἀλλά καί ἐπί τῇ τῆς ἐλευθερίας ἀφαιρέσει, ὅτι ὡς δοῦλοι συνεκλείσθηµεν». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιά µακροχρόνια στέρηση τῶν ἀναγκαίων, γιά «πενία» καί «λιµό».
Ἕκτον, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἀγωνιζόταν γιά τήν ἕνωση µέ ἀγάπη, ὑπέβαλε προτάσεις πού δέν γίνονταν ἀποδεκτές, ἦταν ἀγωνιστής καί ἤρεµος. Εἶχε εἰλικρινῆ διάθεση γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Μετά δέ τήν Σύνοδο ἡ «πολεµική» του «ἐντοπίζεται κυρίως στούς συµπατριῶτες του λατινόφρονες, παρά στούς παπικούς Λατίνους».
Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρµίρης, χρησιµοποιώντας ἀπόψεις τῶν ἱστορικῶν τῆς Συνόδου πού ἦταν παρόντες στήν Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, γράφει ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος καί κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου
θεωροῦσε τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς.
«Καί ἐν Φλωρεντίᾳ ὁ Μᾶρκος Εὐγενικός ἔλεγε πρός τήν ὀρθόδοξον ἀντιπροσωπείαν, "ὅτι οἱ Λατῖνοι οὐ µόνον εἰσί σχισµατικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί· καί τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ Ἐκκλησία ἡµῶν διά τό εἶναι τό γένος ἐκείνων πολύ καί ἰσχυρότερον ἡµῶν" (J. Harduin, Acta Consiliorum, Parisiis 1715 ἑξ.), καί "οὐκ ἠθέλησαν (οἱ πρό ἡµῶν) θριαµβεύειν τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τήν ἐπιστροφήν αὐτῶν ἐκδεχόµενοι καί τήν φιλίαν πραγµατευόµενοι" (S. Syropuli, Vera historia unionis non verae, 9,5. σ. 256)»10.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, σύµφωνα µέ τά Πρακτικά καί τά ἀποµνηµονεύµατα τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, θεωροῦσε πάντοτε τούς Λατίνους αἱρετικούς καί τό ἔλεγε στήν ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία, ἀλλά ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ἤθελε νά τό διατυπώνη δηµοσίως γιά τίς δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐποχῆς καί ὡς ἔκφραση φιλίας, ἐλπίζοντας τήν ἐπιστροφή τους.
Ἀλλά, βεβαίως, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί µετά τήν Σύνοδο ἐκείνη, ὅταν εἶδε τήν πραγµατική διάθεση τῶν Λατίνων, τότε ἐκφράστηκε πολύ σκληρά. Εἶναι γνωστή ἡ ἐπιστολή πού ἀπέστειλε «τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκοµένοις ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς».
Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀρχίζει µέ τήν φράση: «Οἱ τήν κακήν ἡµᾶς αἰχµαλωσίαν αἰχµαλωτίσαντες καί πρός τήν Βαβυλῶνα τῶν λατινικῶν ἐθῶν καί δογµάτων θελήσαντες κατασῦραι, τοῦτο µέν οὐκ ἠδυνήθησαν ἀγαγεῖν εἰς πέρας......»11.
Θεωρεῖ ὅτι πῆγε στήν Βαβυλῶνα τῶν λατινικῶν ἐθίµων καί δογµάτων καί µάλιστα κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου ἦταν αἰχµάλωτοι. Σέ ἄλλο σηµεῖο τῆς ἐπιστολῆς του γράφει: «Οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφηµεν, καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθηµεν.... αἱρετικοί εἰσιν ἄρα, καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαµεν»12. Οἱ Λατίνοι εἶναι αἱρετικοί.
Ὅσους ἐπιδιώκουν νά βρίσκονται στό µέσον µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Λατίνων, δηλαδή «οἵ τήν µεσότητα περιέποντες», οἱ ὁποῖοι ἄλλα ἀπό τά λατινικά ἔθιµα καί δόγµατα ἐπαινοῦν, ἄλλα ἐπαινοῦν, ὅµως δέν τά παραδέχονται (οὐκ ἄν ἕλοιντο»), καί ἄλλα δέν ἐπαινοῦν καθόλου, καί οἱ ὁποῖοι συµπεριφέρονταν περίπου σάν τούς σύγχρονους Οἰκουµενιστές, τούς ὀνοµάζει «Γραικολατίνους» καί συνιστᾶ: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπό ὄφεως, ὡς αὐτούς ἐκείνους, ἤ κἀκείνων πολλῷ δήπου χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καί χριστεµπόρους». Καί πιό κάτω γράφει γι’ αὐτούς: «Φεύγετε οὖν αὐτούς, ἀδελφοί, καί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν· οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, µετασχηµατιζόµενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ»13.
Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρµίρης παρατηρεῖ:
«∆ιά τάς ἀνωτέρω δογµατικάς διαφοράς καί παρεκκλίσεις τῶν Λατίνων ἀπό "τῆς ὀρθῆς πίστεως..., καί ταῦτα περί τήν θεολογίαν τοῦ ἁγίου Πνεύµατος", ὁ Μᾶρκος Εὐγενικός χαρακτηρίζει αὐτούς ὡς αἱρετικούς, βεβαιῶν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην καί πιθανῶς ἀπό τῶν Σταυροφοριῶν ἐθεώρει πράγµατι τούς Λατίνους οὐ µόνον ὡς σχισµατικούς, ἀλλά καί ὡς αἱρετικούς, δεχοµένη τούς ἐξ αὐτῶν προσερχοµένους εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν διά χρίσεως ἁγίου µύρου, τάττουσα οὕτως αὐτούς µετά τῶν Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν, Σαββατιανῶν, Ναυατιανῶν καί λοιπῶν αἱρετικῶν τοῦ δ΄ αἰῶνος, συµφώνως πρός τόν ζ΄ κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὅν ἐπικαλεῖται σύν τῇ ις΄ ἐρωταποκρίσει τοῦ Θεοδώρου Βαλσαµῶνος»14.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός µετά τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τοῦ 1438-39 καί µετά τά ὅσα εἶδε ἐκεῖ, δέν κάνει λόγο γιά τήν ∆υτική Ἐκκλησία οὔτε κἄν γιά ἑτερόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ὁµιλεῖ γιά Λατίνους καί αἱρετικούς. Καί εἶναι παράδοξο γιατί µερικοί ἐµπλέκουν τόν ἅγιο Μᾶρκο σέ µιά οἰκουµενιστική νοοτροπία καί δέν κατανοοῦν ὀρθῶς ἀφ’ ἑνός µέν τήν εὐγενική του στάση πρό τῆς Συνόδου, γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς προσδοκωµένης ἑνώσεως, ἐκφράζοντας δέ ὁλόκληρη τήν ἀντιπροσωπεία, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ὀρθόδοξη ἀντιµετώπιση τῶν αἱρετικῶν Λατίνων µετά τήν Ψευδοσύνοδο αὐτή.
Ἑποµένως, ἡ ἐπιλεκτική καί παρερµηνευτική νοοτροπία µερικῶν συγχρόνων θεολόγων καί Κληρικῶν ἀπέναντι στήν ὀρθόδοξη στάση πού τήρησε ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός στήν Φερράρα-Φλωρεντία εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπό κάθε πλευρά καί ὅταν χρησιµοποιῆται ἀπό ἐπιστήµονες εἶναι ἀντιεπιστηµονική. Γράφει ὁ π. ∆ηµήτριος Κεσκίνης: «Ἡ ἀποσπασµατική θεώρηση, πού δυστυχῶς καλλιεργήθηκε εἴτε σκοπίµως ἀπό δυτικούς "ἐπιστήµονες", εἴτε ἀφελῶς ἀπό ὀρθοδόξους ἡµιµαθεῖς, ἀδικεῖ τόν σπουδαῖο αὐτό θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας καί στήν οὐσία σκανδαλίζει τήν ὀρθόδοξη συνείδησή µας»15.
ii. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1484
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1484 κατεδίκασε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τοῦ 1438/39, ἀφοῦ ἐν τῷ µεταξύ εἶχε ἀπορριφθῆ ἀπό τήν συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώµατος.
Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού ἀποκλήθηκε Οἰκουµενική, συνεκλήθη στόν Ἱερό Ναό τῆς Παµµακαρίστου ἀπό τόν Πατριάρχη Συµεών σέ δύο φάσεις. Στήν πρώτη, δηλαδή τά ἔτη 1472-75, ἐξέδωσε ἕναν ὅρο µέ τόν ὁποῖο ἀποκήρυξε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας- Φλωρεντίας, καί στήν δεύτερη, τό 1484, ἐξέδωσε µιά ἀκολουθία γιά τούς Λατίνους πού ἤθελαν νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στήν Σύνοδο αὐτή συµµετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς16.
Ἡ ἀκολουθία συνετάγη ἀπό τόν Οἰκουµενικό Πατριάρχη Συµεών. Στήν ἐπικεφαλίδα τῆς ἀκολουθίας γράφεται: «Ἀκολουθία τυπωθεῖσα ὑπ’ αὐτῆς τῆς ἁγίας καί µεγάλης Συνόδου, εἰς τούς ἐκ τῶν λατινικῶν αἱρέσεων ἐπιστρέφοντας τῇ ὀρθοδόξῳ τε καί καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί τοῖς τρισίν ἁγιωτάτοις Πατριάρχαις τῆς Ἀνατολῆς, Ἀλεξαδρείας δηλονότι, Ἀντιοχείας, καί Ἱεροσολύµων». Σέ αὐτήν τήν φράση φαίνεται καθαρά ὅτι γίνεται διάκριση µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καί τῶν λατινικῶν αἱρέσεων.
Στήν ἀκολουθία αὐτή γίνεται λόγος γιά τήν «λατινικήν αἵρεσιν», προτρέπεται ὁ προσερχόµενος λατίνος νά γίνη ὀρθόδοξος νά ἀποτάξη «πᾶσι τοῖς αἰσχίστοις καί ἀλλοτρίοις δόγµασι τῶν Λατίνων» καί «ὅσα οὐ συµφωνεῖ τῇ καθολικῇ καί ὀρθοδόξῳ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά καί νά ἀναθεµατίση αὐτούς πού προσθέτουν τό filioque στό Σύµβολον τῆς Πίστεως. Ἐπίσης, στήν ἀκολουθία αὐτή ὑπό τύπον ἐρωτήσεως στόν Λατίνο πού προσέρχεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐσιαστικά παρουσιάζεται ὁ ὅρος τῆς Οἰκουµενικῆς Συνόδου τοῦ 1472-75: «Ἀποβάλλῃ καί σέ οὐδέν λογίζῃ τήν ἐν Φλωρεντίᾳ τῆς Ἰταλίας προσυστᾶσαν σύνοδον, καί ὅσα ἔστερξεν ἐκείνη κακῶς ἐναντία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καί νόθα;».
Σέ µιά ἄλλη ἐρώτηση προτρέπεται ὁ Λατίνος νά ἀποστραφῆ «τελείως καί τάς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις, ἤ καί αὐτῶν τῶν λατινοφρόνων». Ἐδῶ στήν φράση «τάς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις», προφανῶς ἐννοοῦνται οἱ συνάξεις στούς Ναούς, χωρίς νά προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα. Οἱ Λατίνοι εἶναι αἱρετικοί καί ὡς συνάξεις στίς Ἐκκλησίες χαρακτηρίζονται οἱ συνάξεις στούς Ναούς καί δέν ἐννοεῖται µέ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῶν Λατίνων, ὅπως ὑποστηρίχθηκε ἀπό µερικούς.
Στήν ὅλη ἀκολουθία γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί γιά τήν λατινική αἵρεση. Μιά φορά πού ὑπάρχει ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά τούς Λατίνους ἐννοεῖται ὁ τόπος ὅπου συνέρχονται οἱ Λατίνοι, δηλαδή ὁ Ναός, χωρίς νά ἔχη ἐκκλησιολογική σηµασία17.
Θεωρῶ ἀντιεπιστηµονικό καί τελικά παραπλανητικό νά ἰσχυρίζωνται µερικοί ὅτι ἀκόµη καί κατά τήν Σύνοδο τοῦ 1484, ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, γίνεται λόγος γιά δυτικές Ἐκκλησίες.
iii. Ἡ Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848
Στήν Ἐγκύκλιο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848 πού ὑπογράφηκε ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιµο ΣΤ΄, Ἀλεξανδρείας Ἱερόθεο Β΄, Ἀντιοχείας Μεθόδιο καί Ἱεροσολύµων Κύριλλο Β΄, καί τούς Ἀρχιερεῖς-µέλη τῶν Συνόδων τους, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς «µία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, ἑποµένη τοῖς ἴχνεσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν τε καί δυτικῶν»· ἀλλοῦ χαρακτηρίζεται ὡς «Καθολική Ἐκκλησία», «ὡς θεία µάνδρα τῆς καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὡς «καθολική ἁγία Ἐκκλησία, ὡς «Ὀρθοδοξία», ἤτοι «ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Σέ ἄλλο σηµεῖο γράφει ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία ἐτήρησε τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἄφθορον νύµφην τῷ νυµφίῳ αὐτῆς παρ' ἡµῖν, καίτοι µηδεµίαν µέν ἔχουσιν ἀστυνοµίαν κοσµικήν».
Ἀντίθετα, ὁ δυτικός Χριστιανισµός τῆς Παλαιᾶς Ρώµης χαρακτηρίζεται ὡς «Παπισµός» πού ἐνοχλεῖ «τήν ἥσυχον Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», καί ὅσοι εὑρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ Πάπα καί ἐπιτίθενται «κατά τό ἔθος αὐτῶν κατά τῆς Ὀρθοδοξίας» χαρακτηρίζονται ὡς «Παπισταί». Στήν ∆ύση µέ τίς αἱρέσεις εἰσῆλθε «ὁ ἰός τοῦ νεωτερισµοῦ». Ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀρχαίας Ρώµης πρίν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται «Ρωµαϊκή Ἐκκλησία», ἐνῶ στήν θέση της βρίσκεται ὁ «Παπισµός», προφανῶς γιά τίς θεωρίες περί πρωτείου καί ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, µία δέ φορά ἀποκαλεῖται «Ρωµάνα Ἐκκλησία» πού ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἀρχαία Ρωµαϊκή Ἐκκλησία. Ἐλάχιστες φορές ὁ Παπισµός ἀναφέρεται ὡς «Ἐκκλησία τῆς Ρώµης» καί «∆υτική Ἐκκλησία», χωρίς ἐκκλησιολογική σηµασία.
Οἱ δυτικοί ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά «πρίν ἤ ἀποστατήσωσιν ἀπό τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τάς αἱρέσεις αὐτήν τήν πίστιν κατεῖχον καί αὐτοί». Στήν πραγµατικότητα, λοιπόν, τούς ἀποκαλεῖ αἱρετικούς.
Ἐπίσης, γίνεται λόγος γιά τό ὅτι σέ αὐτήν τήν ἁγία µάνδρα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπέπεσαν «λύκοι βαρεῖς». Σέ αὐτή τήν ἁγία µάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν ὁποία «οἱ ἐν αὐτῇ ποιµένες καί τό τίµιον πρεσβυτέριον καί τό µοναχικόν τάγµα διατηρεῖ αὐτήν τήν ἀρχαιοτάτην εὐαγῆ σεµνότητα τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισµοῦ», «ἐπέπεσαν καί ἐπιπίπτουσιν, ὡς καί ἐφ' ἡµῖν ὁρῶµεν, "λύκοι βαρεῖς"». Στήν συνέχεια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καλοῦν τούς πιστούς νά αἰσθανθοῦν τό «ἀµοιβαῖον ἀλγεινόν αἴσθηµα µητρός φιλοτέκνου καί τέκνων φιλοµητόρων, ὅταν λυκόφρονες ἄνδρες καί ψυχοκάπηλοι σπουδάζωσι καί µεθοδεύωνται ἵνα ἐκείνων ἀπαγάγωσι δούλων ἤ αὐτά ὡς ἀρνία ἐκ τῶν µητέρων αὐτῶν ἀφαρπάσωσιν».
Εἶναι πολύ σκληρές οἱ ἐκφράσεις τίς ὁποῖες χρησιµοποιοῦν οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς γιά νά χαρακτηρίσουν τούς Λατίνους. Ἐπίσης εἶναι σηµαντικό τό ὅτι στήν Ἐγκύκλιο αὐτή γίνεται ἀναφορά ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες µας µᾶς διδάσκουν «ἵνα µή τήν Ὀρθοδοξίαν ἐκ τοῦ ἁγίου θρόνου, ἀλλά τόν θρόνον αὐτόν καί τόν ἐπί τοῦ θρόνου κρίνωµεν πρός τάς θείας Γραφάς, πρός τάς συνοδικάς ἀποφάσεις καί ὅρους καί πρός τήν κεκηρυγµένην πίστιν, ἤτοι πρός τήν ὀρθοδοξίαν τῆς διηνεκοῦς διδασκαλίας». Αὐτό σηµαίνει ὅτι δέν προέρχεται ἡ ὀρθοδοξία ἀπό τόν ἅγιο θρόνο, ἀλλά κρίνουµε τόν θρόνο καί τόν καθήµενον ἐπάνω στόν θρόνο ἐπί τῇ βάσει ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἐπίσης, εἶναι σηµαντική καί µιά παρατήρηση πού γίνεται ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι παραµένουν οἱ ἕδρες ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς ∆ύσεως κενές, γιατί ἀναµένεται ἡ ἐπιστροφή τῶν ἀποστατησάντων ποιµένων µαζί µέ τά ποίµνιά τους. Γράφεται χαρακτηριστικῶς: «...καί ἡ κανονική πρωτοκαθεδρία τῆς αὐτοῦ Μακαριότητος καί αἱ ἕδραι ἁπάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς ∆ύσεως κεναί καί ἕτοιµαι διατελοῦσιν· ἡ γάρ Καθολική Ἐκκλησία, ἀπεκδεχοµένη πάντως τήν ἐπιστροφήν τῶν ἀποστατησάντων ποιµένων µετά τῶν ποιµνίων αὐτῶν, οὐ διορίζει ψιλῷ τῷ ὀνόµατι ἐπί τῆς τῶν ἄλλων ἐνεργείᾳ κυριότητος παρεισάκτους, καπηλεύουσα τήν ἱερωσύνην».
Αὐτό εἶναι ἕνα σηµαντικό ἐπιχείρηµα, ὅτι ναί µέν καλοῦνται «Ἐκκλησίαι τῆς ∆ύσεως», ἀλλά ἐννοοῦνται οἱ θρόνοι, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὀρθόδοξοι προηγουµένως καί τώρα εἶναι κενοί ἀπό Ἐπισκόπους, δηλαδή δέν ἀναγνωρίζονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ εὑρισκόµενοι στούς θρόνους καί περιµένουν τήν ἐπιστροφή τῶν ποιµένων πού ἀπεστάτησαν µαζί µέ τά ποίµνιά τους. Αὐτό σηµαίνει ὅτι δέν δίνεται ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κατέχουν κακῶς τίς παλαιές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες18.
Κυρίως ἡ χρήση τῆς λέξεως Ἐκκλησία γιά τούς Χριστιανούς, τούς εὑρισκοµένους ἐκτός αὐτῆς, ἔγινε τόν 20ό αἰώνα ἀπό τό ∆ιάγγελµα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἔτους 1920.
Γι’ αὐτό εἶναι ἀντιεπιστηµονικό καί παραπλανητικό νά λέγεται ὅτι ἀκόµη καί στό σηµαντικό αὐτό κείµενο τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς µέ τίς Συνόδους τους γράφεται ὅτι οἱ «Ρωµαιοκαθολικοί» εἶναι «Ἐκκλησία». Γιά τό θέµα αὐτό κατέθεσα στά Πρακτικά τῆς Συνόδου τήν ἄποψή µου.
β) Ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία τῶν «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν»
Τό ἀξιοσηµείωτο εἶναι ὅτι µετά τήν ὑποβολή νέας προτάσεως ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, χωρίς ὅµως ἡ Ἀντιπροσωπεία νά ἔχη τήν ἐξουσιοδότηση ἀπό τήν Ἱεραρχία νά κάνη ἀλλαγές στίς ἀποφάσεις της, καί µετά τήν ἀποδοχή τῆς ἀπόφασης ἀπό τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οὐσιαστικά δέν ὑποστηρίχθηκαν οἱ ἑπόµενες ἐκκλησιολογικές ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας µας, ἐκτός ἀπό µερικές λεπτοµέρειες, ὅπως τό παρουσίασα σέ ἄλλο κείµενό µου.
Ἡ τελική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας στήν 6 παράγραφο ἦταν ἡ ἀκόλουθη:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν...».
Κατ’ ἀρχάς δέν γνωρίζω ἀκόµη ἐπακριβῶς τήν πατρότητα τῆς νέας πρότασης, πού ἔγινε κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας τῆς Παρασκευῆς πρός Σάββατο, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἀντιλαµβάνοµαι εἶναι ὅτι ἐκεῖνος πού συνέλαβε αὐτήν τήν ἰδέα δέν γνωρίζει τήν δογµατική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως θά φανῆ πιό κάτω.
Ἔπειτα, δέν δόθηκε ἐπαρκής χρόνος γιά νά µελετηθῆ ἡ νέα πρόταση καί νά ἀξιολογηθῆ ἀπό τήν ἀντιπροσωπεία µας. Ἡ ἀπόφαση ἐλήφθη µέσα σέ λίγα λεπτά σέ ἔνταση καί χωρίς οὐσιαστική συζήτηση. Φάνηκε ὅτι µερικοί Ἀρχιερεῖς γνώριζαν τό περιεχόµενο τῆς νέας πρότασης, πρίν ἀνακοινωθῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο στά παρόντα µέλη τῆς Ἀντιπροσωπείας µας, ἐγώ τήν ἄκουγα γιά πρώτη φορά ἐκείνη τήν στιγµή. Ἀκόµη, παρουσιάστηκε γραπτῶς ὅτι τό περιεχόµενο τῆς πρότασης βρίσκεται στό πνεῦµα τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας µας καί τελικά παρουσιάσθηκε ὡς νίκη τῆς Ἐκκλησίας µας.
Τό σκεπτικό τῆς ἀπόφασης εἶναι τό ἑξῆς:
«Μέ τήν τροπολογίαν αὐτήν πετυχαίνουµε µία συνοδική ἀπόφαση πού γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία περιορίζει τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν σχέσεων πρός τούς ἑτεροδόξους ὄχι στήν ὕπαρξη, ἀλλά ΜΟΝΟ στήν ἱστορική ὀνοµασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁµολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Ὄχι µόνο δέν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς µέ ὁποιοδήποτε τρόπο τή µακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται µέ πολύ σαφῆ τρόπο ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία».
Στό ∆ελτίον Τύπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἡµέρα ἐκείνη (25-62016) διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας µας πρότεινε τήν νέα πρόταση «στοιχοῦσα τό (sic) πνεῦµα τῆς Ἱεραρχίας».
Ὅµως, ἡ νέα αὐτή πρόταση τῆς πλειοψηφίας τῆς ἀντιπροσωπείας µας ἀφ’ ἐνός µέν ἀποµακρύνεται ἀπό τήν ὁµόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας µας, ἀφ’ ἑτέρου δέ εἶναι κακόδοξη καί ἀντορθόδοξη.
i. Κακή διατύπωση τῆς πρότασης
Ἡ νέα πρόταση πού διατυπώθηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πλήν ἐµοῦ, εἶναι προβληµατική στά ἑξῆς σηµεῖα:
Κατ' ἀρχάς ἡ νέα πρόταση ἀλλοίωσε καί µιά ἄλλη λέξη ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας. Ἡ Ἱεραρχία τό ἀρχικό ρῆµα τοῦ κειµένου «ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξιν» τό διαµόρφωσε µέ τό ρῆµα «γνωρίζει», ἐνῶ ἡ νέα πρόταση τό ρῆµα «γνωρίζει» τό µετέτρεψε σέ «ἀποδέχεται». Φυσικά, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἄλλη βαρύτητα ἔχει τό ρῆµα «γνωρίζει» καί ἄλλη τό ρῆµα «ἀποδέχεται». Ὁπότε, ὑπάρχει σαφέστατη διαφοροποίηση ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί στό σηµεῖο αὐτό.
Ἔπειτα, ἀντικαταστάθηκε ἡ λέξη «ὕπαρξη» µέ τήν λέξη «ὀνοµασία», ὡσάν τό ὄνοµα νά µή δηλώνη τήν ὕπαρξη. ∆έν ὑπάρχει ὄνοµα χωρίς ὕπαρξη, γιατί σέ µιά τέτοια περίπτωση ἐκφράζεται ἕνας ἐκκλησιαστικός νοµιναλισµός. Αὐτό δέν µπορεῖ νά γίνη δεκτό ἀκόµη καί σέ ἐθνικά θέµατα, γι’ αὐτό ἡ Ἑλλάδα ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίση τό ὄνοµα «Μακεδονία» στά Σκόπια, ἄν καί χρησιµοποιεῖται αὐτό τό ὄνοµα ἀπό τό Κράτος τῶν Σκοπίων πολλά χρόνια, καί ἡ Κύπρος ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίση τήν «Τουρκική ∆ηµοκρατία στήν Βόρεια Κύπρο», καίτοι παρῆλθε ἕνα χρονικό διάστηµα πού τήν κατέλαβε.
Ἀκόµη, θεωρήθηκε ὅτι ἱστορική ὀνοµασία εἶναι «χριστιανικές ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», ἐνῶ αὐτό δέν ἀναφέρεται σταθερά σέ ἱστορικά κείµενα. Σέ διάφορα κείµενα οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ὁµάδες ὀνοµάζονται κατ’ οἰκονοµία ὡς «δυτικές Ἐκκλησίες», ἀλλά ὄχι ὡς «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἡ λέξη ἑτερόδοξος σηµαίνει αἱρετικός καί γι’ αὐτό οὔτε οἱ Ρωµαιοκαθολικοί οὔτε καί οἱ Προτεστάντες αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς ἑτερόδοξοι. Τό ἀντίθετο µάλιστα συµβαίνει, ὅπως φαίνεται σέ ἐπίσηµα κείµενά τους. Πρόκειται γιά µιά διπλωµατική καί ὄχι θεολογική φράση, ἡ ὁποία ἐµπαίζει καί τούς ὀρθοδόξους καί τούς ἑτεροδόξους.
ii. Ἡ Λουκάρειος ἄποψη περί τῆς πλανεµένης Ἐκκλησίας
Ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχει Ἐκκλησία ἡ ὁποία γίνεται ἑτερόδοξη, δηλαδή πλανήθηκε, γράφεται στήν «Λουκάρειον Ὁµολογίαν» καί δέχθηκε ἰσχυρότατη πλανηθῆ, δέν εἶναι Ἐκκλησία.
Ἡ «Λουκάρειος Ὁµολογία» φαίνεται ὅτι συντάχθηκε ἀπό τούς Καλβινιστές, στήν πολεµική τους ἐναντίον τῶν Λατίνων, υἱοθετήθηκε ὅµως ἀπό τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη καί δηµοσιεύθηκε µέ τό ὄνοµά του. Ἡ «Λουκάρειος Ὁµολογία» καταδικάστηκε ἀπό τίς Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.
Μεταξύ τῶν ἄλλων στήν «Ὁµολογία» αὐτή γράφεται: «Ἀληθές γάρ καί βέβαιον ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁµαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι»19.
Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1638 ἀναθεµάτισε τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη γιά τήν ἄποψή του ὅτι δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἁµαρτήση καί νά ἀπατηθῆ καί νά ἐκλέξη τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας20.
Τό ἴδιο ἀποφάσισε καί ἡ Σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει καί ἐν Ἰασίῳ τό ἔτος 1642, ἡ ὁποία ἐκήρυξε «ὡς ἀλλότρια» «τῆς ἡµετέρας ἀνατολικῆς καί ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» ὅσα περιέχονται στήν Ὁµολογία» φεροµένη ὡς προερχόµενη ἀπό τό Πατριάρχη Κύριλλο, στήν ὁποία µεταξύ τῶν ἄλλων συνέχεε «τήν ἐπίγειον καί τήν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν» καί στήν ὁποία ἀποφαίνεται ὅτι εἶναι δυνατόν νά ἁµαρτάνη ἡ Ἐκκλησία21.
Πῶς, λοιπόν, µποροῦµε νά θεωρήσουµε Ἐκκλησία µιά αἱρετική παραφυάδα, καί µάλιστα νά τήν ὀνοµάζουµε ἑτερόδοξη, δηλαδή πεπλανηµένη Ἐκκλησία; Τό δίληµµα εἶναι σαφέστατο: ἤ θά ὑπάρχη Ἐκκλησία χωρίς αἱρετικές διδασκαλίες, ἡ ὁποία σώζει τούς ἀνθρώπους ἤ θά εἶναι αἱρετική ὁµάδα, ἡ ὁποία δέν µπορεῖ νά ἀποκαλῆται Ἐκκλησία. Τό νά ἑνώνωνται οἱ δύο αὐτές λέξεις –ἑτερόδοξη καί Ἐκκλησία– σέ µία ἑνότητα καί ἡ µία νά εἶναι κοσµητικό ἐπίθετο τῆς ἄλλης, εἶναι γεγονός ἐσφαλµένο, γιατί τότε ἐµπαίζονται καί οἱ ἑτερόδοξοι καί οἱ ὀρθόδοξοι.
iii. Ἡ προτεσταντική ἄποψη περί ὀντολογικῆς ἑνότητος καί ἱστορικῆς διασπάσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας
Ἡ νέα φράση πού προτάθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία µας καί υἱοθετήθηκε ἀπό ὅλες τίς ἄλλες παροῦσες Ἐκκλησίες, καί µάλιστα µέ χειροκροτήµατα, ἐντεταγµένη µέσα σέ ὅλο τό πνεῦµα τοῦ κειµένου εἶναι καθαρά προτεσταντική καί ἐκφράζει µιά «νεστοριανική ἐκκλησιολογία». Αὐτή εἶναι ἴσως βαρύτατη ἔκφραση, ἀλλά δικαιολογεῖται κατά πάντα µέ ὅσα θά ἀναφερθοῦν στήν συνέχεια.
Στό τελικό κείµενο πού ψηφίστηκε ἀπό ὅλους τούς Προκαθηµένους, ὅπως ὑπέβαλε τήν πρόταση ἡ Ἀντιπροσωπεία µας, γράφεται:
«Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτή εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν τῶν µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν...».
Θά γίνη µιά µικρή ἀνάλυση γιά νά ἀποδειχθῆ τό κακόδοξο καί ἀντορθόδοξο αὐτῆς τῆς φράσης.
Κατ’ ἀρχάς τί σηµαίνει «ὀντολογική ἑνότητα»; Ἡ λέξη ὀντολογία παραπέµπει στήν θεωρία τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί πιθανόν προτιµήθηκε αὐτή ἡ φράση γιά νά δηλώση τήν πραγµατική καί ὄχι τήν φαινοµενική ἑνότητα. Καί αὐτό ἀνευρίσκεται στίς προτεσταντικές θεωρίες περί Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα, γίνεται µιά ἔµµεση, ἀλλά σαφής διάκριση µεταξύ Ἐκκλησίας καί Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. ∆ηλαδή, γράφεται ὅτι ἡ ἑνότητα κατά τήν πραγµατική φύση τῆς Ἐκκλησίας «εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ», «παρά ταῦτα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν...». Φαίνεται σάν νά εἶναι κάτι ἄλλο ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότητα δέν διαταράσσεται, καί κάτι ἄλλο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ «Χριστιανικές ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», πού εἶναι χωρισµένες. Αὐτό µοῦ θυµίζει τήν ἀρχή τῆς φαινοµενολογίας τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἡ ὁποία ἐξετάζει τά πράγµατα, ὅπως φαίνονται, ἀποµακρύνοντας ἀπό αὐτά κάθε ἰδέα, εἰκόνα, κρίση πού ἔχουν σχηµατισθῆ γύρω ἀπό αὐτά. ∆ηλαδή, βλέπουν τά πράγµατα ὅπως φαίνεται στούς ἀνθρώπους καί προσπαθοῦν νά δοῦν τήν οὐσία τους.
Ὅµως, αὐτό κυρίως παραπέµπει στήν θεωρία περί ἀοράτου ἑνωµένης Ἐκκλησίας καί ὁρατῆς διεσπασµένης Ἐκκλησίας, πού εἶναι διάχυτη στόν Προτεσταντικό χῶρο καί φαίνεται στά κείµενα τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου
Ἐκκλησιῶν.
Γιά νά ἐξηγηθῆ αὐτό πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι οἱ Μεταρρυθµιστές µετά τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τόν Πάπα θέλησαν νά προσδιορίσουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί πῶς µποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν ὅλες αὐτές οἱ κατά τόπους χριστιανικές ὁµάδες σέ σχέση µέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό ὑπῆρχε τότε ἔντονο ἐκκλησιολογικό πρόβληµα περί τοῦ αὐτοχαρακτηρισµοῦ τῶν ἀποσχισµένων Χριστιανικῶν ὁµάδων. Ἔτσι, δηµιούργησαν τήν θεωρία περί τῆς ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη, ὑπάρχουν παντοῦ τά µέλη της, τά γνωρίζει µόνον ὁ Θεός, ὅπως τά φῶτα µιᾶς µεγαλουπόλεως πού ὑπάρχουν, ἀλλά φανερώνονται µόλις ἀνάψουν τό βράδυ καί φωτίσουν τόν σκοτάδι, ἐνῶ ὅλες οἱ ὁρατές ἱστορικές Ἐκκλησίες εἶναι διεσπασµένες.
Σαφῶς, λοιπόν, ἡ διαίρεση µεταξύ τῆς ὀντολογικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱστορικῆς ὀνοµασίας καί ὕπαρξης ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν παραπέµπει σέ αὐτήν τήν προτεσταντική θεωρία πού εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπό ὀρθοδόξου προοπτικῆς. Γιατί στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγχρόνως καί ὁρατή καί ἀόρατη, καί δέν ὑφίσταται διάσπαση µεταξύ αὐτῶν τῶν δύο µορφῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς». Ὁ ἱερός Χρυσόστοµος παρατηρεῖ.
«Ὤ τῶν τοῦ Χριστοῦ δωρηµάτων! Ἄνω στρατιαί δοξολογοῦσιν ἀγγέλων· κάτω ἐν ἐκκλησίαις χοροστατοῦντες ἄνθρωποι τήν αὐτήν ἐκείνοις ἐκµιµοῦνται δοξολογίαν. Ἄνω τά Σεραφίµ τόν τρισάγιον ὕµνον ἀναβοᾷ· κάτω τόν αὐτόν ἡ τῶν ἀνθρώπων ἀναπέµπει πληθύς· κοινή τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις· µία εὐχαριστία, ἕν ἀγαλλίαµα, µία εὐφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γάρ ἡ ἄφραστος τοῦ ∆εσπότου συγκατάβασις ἐκρότησε, ταύτην τό Πνεῦµα συνέπλεξε τό ἅγιον, ταύτης ἡ ἁρµονία τῶν φθόγγων τῇ πατρικῇ εὐδοκίᾳ συνηρµόσθη· ἄνωθεν ἔχει τήν τῶν µελῶν εὐρυθµίαν, καί ὑπό τῆς Τριάδος, καθάπερ ὑπό πλήκτρου τινός, κινουµένη, τό τερπνόν καί µακάριον ἐνηχεῖ µέλος, τό ἀγγελικόν ᾆσµα, τήν ἄληκτον συµφωνίαν. Τοῦτο τῆς ἐνταῦθα σπουδῆς τό πέρας, οὗτος ὁ τῆς συνελεύσεως ἡµῶν καρπός»22.
Συγκεκριµένα, ὁ Ἰωάννης Καλβίνος στό βιβλίο του «Θεσµοί τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας» (1536) βάζει τά θεµέλια τῆς διάκρισης µεταξύ ἀόρατης καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι µόνον ὁ Θεός γνωρίζει ποιά εἶναι τά ἀληθινά µέλη τοῦ σώµατός Του, πράγµα πού δέν µποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά τό διαπιστώσουν µέ βεβαιότητα. Γράφει: «Ὁ Θεός διαφυλάσσει τήν Ἐκκλησία του µέ θαυµαστό τρόπο, κρύβοντάς την». Παράλληλα κάνει λόγο γιά «ὁρατή Ἐκκλησία», «ὅπως τήν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι κάνουν σφάλµατα».
Περισσότερο καθαρά ἐκφράζεται γιά τήν διάκριση µεταξύ ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας ὁ Οὐλρίχος Σβίγγλιος στό κείµενό του «Μιά µικρή καί σαφής ἔκθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως...» (1531).
Στό 6ο Κεφάλαιο τῆς Ἔκθεσης µέ τίτλο «ἡ Ἐκκλησία» κάνει λόγο γιά τήν ὁρατή καί ἀόρατη Ἐκκλησία. Κατ’ αὐτόν ὁρατή Ἐκκλησία εἶναι αὐτή πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, πού ἀναγνωρίζει καί ἀγκαλιάζει τόν Θεό µέσα στόν φωτισµό τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. «Σέ αὐτήν τήν Ἐκκλησία ἀνήκουν ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι πιστεύουν σέ ὅλη τήν γῆ». Ἀποκαλεῖται ἀόρατη Ἐκκλησία «ὄχι γιατί οἱ πιστοί εἶναι ἀόρατοι, ἀλλά γιατί αὐτοί οἱ ὁποῖοι πιστεύουν δέν φαίνονται στά µάτια τῶν ἀνθρώπων. Οἱ πιστοί εἶναι γνωστοί µόνο στόν Θεό καί στόν ἑαυτό τους».
Στήν συνέχεια γράφει ὅτι στήν ὁρατή Ἐκκλησία «δέν εἶναι ὁ Πάπας τῆς Ρώµης καί ὅλοι οἱ ἄλλοι πού φοροῦν τιάρες, ἀλλά εἶναι ὅλοι αὐτοί σέ ὁλόκληρο τόν κόσµο οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταταχθῆ κάτω ἀπό τόν Χριστό (ἐνν. µέ τό Βάπτισµα). Μεταξύ τους συµπεριλαµβάνονται ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀποκαλοῦνται Χριστιανοί, ἄν καί λανθασµένα, γιατί δέν ἔχουν καµµιά πίστη µέσα τους. Ἑποµένως ὑπάρχουν στήν ὁρατή Ἐκκλησία µερικοί οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι µέλη τῆς ἐκλεγοµένης καί ἀόρατης Ἐκκλησίας».
Ὁ Βλαδίµηρος Λόσσκυ ἀναφερόµενος σέ αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισµοῦ γράφει ὅτι µιά τέτοια ἀντίληψη εἶναι ἕνας «νεστοριανισµός ἐκκλησιολογικός», γιατί ὅλες οἱ χριστολογικές αἱρέσεις φαίνονται µέσα στήν διδασκαλία περί Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὑπάρχει καί ἡ ἀντίθετη ἀντίληψη πού χαρακτηρίζεται ὡς «ἐκκλησιολογικός µονοφυσιτισµός». Γιά τήν πρώτη περίπτωση γράφει:
«Οὕτω θά ἴδωµεν νά ἀναφαίνεται εἷς νεστοριανισµός ἐκκλησιολογικός, ἡ πλάνη ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά διαιρέσουν τήν Ἐκκλησίαν εἰς δύο διακεκριµένας ὑπάρξεις: τήν οὐράνιον Ἐκκλησίαν, τήν ἀόρατον, τήν µόνην ἀληθή καί ἀπόλυτον, καί τήν ἐπίγειον Ἐκκλησίαν (ἤ µᾶλλον τάς Ἐκκλησίας), ἀτελή καί σχετικήν, πλανωµένην εἰς τά σκότη, ἀνθρωπίνας κοινωνίας, αἱ ὁποῖαι ἐπιδιώκουν νά προσεγγίσουν ἐν τῷ µέτρῳ τῶν δυνατοτήτων των τήν οὐράνιον τελειότητα»23.
Ὁ Νίκος Ματσούκας σχολιάζοντας αὐτήν τήν ἄποψη τῶν Προτεσταντῶν γράφει:
«Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ µέ κανένα τρόπο δέ µπορεῖ νά νοηθεῖ ὅτι ταυτίζεται µέ τίς προτεσταντικές κοινότητες. Τήν ἄποψη αὐτή δέχονται ἀνεπιφύλακτα ὅλοι οἱ θεολόγοι τῆς προτεσταντικῆς ὀρθοδοξίας. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι τό εὐρύτερο καί καθολικότερο. Γι’ αὐτό δέν κάνουν ποτέ λόγο γιά ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία. ∆έν γνωρίζουν τά ὅριά της καί ποτέ δέν διακινδυνεύουν νά ποῦν ἕνα ἀδελφό τους, πού καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι εἶναι ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Στήν προκειµένη περίπτωση ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία, πού διαιρεῖται κατά τήν προτεσταντική θεολογία ριζικά ἀπό τήν ὁρατή, κυριαρχεῖ ἀκαταγώνιστα στή σκέψη καί τή ζωή τῶν προτεσταντῶν... Πάντως ἡ κυριαρχία τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας πάνω σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες πράξεις καί στά ἱστορικά γεγονότα ἀποδυναµώνει τή σπουδαιότητα τῆς ὁρατῆς. Γι’ αὐτό καί ἀργότερα καί στίς ἡµέρες µας οἱ προτεστάντες µέ πολλή ἄνεση µποροῦν νά κάνουν λόγο γιά πολλές ἐπιµέρους ὁρατές Ἐκκλησίες καί µόνο γιά µιά ἀόρατη. Ἀπ’ αὐτήν τήν ἀρχή ἔχει τήν προέλευση ἡ θεωρία τῶν κλάδων, πού ἀναπτύχθηκε στούς κόλπους τοῦ σύγχρονου οἰκουµενισµοῦ. Μολονότι ὁ σηµερινός Προτεσταντισµός ἔχει περάσει ἀπό πολλά ἐξελικτικά στάδια καί µπορεῖ µέ ἄνεση νά προσαρµόζεται, φαίνεται νά δείχνει µιά ἰδιαίτερη συµπάθεια στή διδασκαλία γιά τή ριζική διάκριση καί διαφοροποίηση ἀνάµεσα στήν ἀόρατη καί τήν ὁρατή Ἐκκλησία»24.
Ἑποµένως, ἡ ἄποψη ὅτι κατά τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ, ἀλλά κατά τήν ἱστορική ὀνοµασία ὑπάρχουν καί ἄλλες χριστιανικές ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία µαζί της ἀντανακλᾶ αὐτήν τήν προτεσταντική διδασκαλία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδή ὅλες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες, συµπεριλαµβανοµένης καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι κλαδιά τοῦ ἰδίου δένδρου, καί ὅλοι ἀναζητοῦν τήν ἑνότητά τους. Ἡ οὐσία τῆς ἄποψης αὐτῆς εἶναι ὅτι ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία εἶναι ἑνωµένη, ἐνῶ οἱ ὁρατές Ἐκκλησίες εἶναι διαιρεµένες καί κάνουν λάθη.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωµανίδης δίδασκε:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀόρατος καί ὁρατή, ἤτοι ἀποτελεῖται ἀπό τούς ἐπί γῆς στρατευοµένους καί ἀπό τούς ἐν οὐρανοῖς δηλ. τούς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ θριαµβεύσαντας. Εἰς τούς ∆ιαµαρτυρουµένους ἐπικρατεῖ ἡ γνώµη ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι µόνον ἀόρατος, τά δέ µυστήρια τοῦ Βαπτίσµατος καί τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι µόνον συµβολικαί πράξεις καί ὅτι µόνον ὁ Θεός γνωρίζει τά πραγµατικά µέλη αὐτῆς. Ἐν ἀντιθέσει, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τονίζει καί τό ὁρατόν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία»25.
Ἑποµένως, ἡ νέα πρόταση πού ὑπέβαλε κατά πλειοψηφία ἡ Ἀντιπροσωπεία µας στήν Κρήτη εἶναι προβληµατική καί ἀντορθόδοξη.
iv. Ἐκκλησιολογικά ἐρωτήµατα
Τελικά εἶναι ἀστήρικτη ἡ θριαµβολογία µερικῶν µετά τήν ὑποβολή τῆς νέας προτάσεως ἀπό τήν πλειοψηφία τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν ἀποδοχή της ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες, ὅτι δηλαδή γιά πρώτη φορά ἀντιµετωπίζονται συνοδικά οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανοί ὄχι θεολογικά, ἀλλά µόνο ἱστορικά.
Καί αὐτό γιατί, ἐκτός τῶν ἄλλων, τό κείµενο δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά κυρίως διπλωµατικό. Ὑπάρχουν δέ ἀκόµη ἔντονες ἀντιφατικότητες ὡς πρός τό τί εἶναι οἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνατολικοί καί δυτικοί Χριστιανοί.
Πολλά εἶναι τά ἐρωτήµατα:
Οἱ ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανοί ἀνήκουν σέ κανονικές Ἐκκλησίες, ἤ σέ ἑτερόδοξες; Τί σηµαίνει ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἄν ὄχι αἱρετικές; Καί τότε γιατί ἐξακολουθοῦν νά ἀποκαλοῦνται «ἀδελφές Ἐκκλησίες»; Γιατί σέ ἄλλο σηµεῖο τοῦ κειµένου ἀποκαλοῦνται ἁπλῶς «λοιποί Χριστιανοί» ἤ «λοιπός Χριστιανικός κόσµος»; Γιατί στό ἴδιο τό κείµενο ἀλλοῦ χαρακτηρίζονται ὡς «αἱ µή ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί ὁµολογίαι», οἱ ὁποῖες παρεξέκλιναν ἀπό τήν ἀληθινή πίστη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Τελικά εἶναι «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», «λοιποί Χριστιανοί», «µή Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί Ὁµολογίες» πού παρεκκλίνουν ἀπό τήν πίστη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Πῶς δικαιολογοῦνται ὅλες αὐτές οἱ διαφορετικές φράσεις σέ ἕνα κείµενο καί πῶς τό κείµενο αὐτό µπορεῖ νά ἔχη θεολογική ταυτότητα; ∆έν ἔπρεπε τό κείµενο αὐτό νά ἔχη µιά ἑνιαία ὁρολογία γιά νά χαρακτηρίζη τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανούς; ∆έν ἔπρεπε τό περιεχόµενο τοῦ κειµένου νά ἀνταποκρίνεται στόν τίτλο του;
Τό ἴδιο µπορεῖ νά παρατηρήση κανείς καί γιά τήν ἀναφορά στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλοῦ λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ· ἀλλοῦ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τίς δυσκολίες στήν πορεία τοῦ διαλόγου µέ τούς λοιπούς Χριστιανούς «πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας»· ἀλλοῦ ὅτι τό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν µαζί µέ τούς ἄλλους διαχριστιανικούς ὀργανισµούς «τηροῦν σηµαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ Χριστιανικοῦ κόσµου»· ἀλλοῦ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει συνείδηση ὅτι «ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαµβάνει νέας µορφάς...». Τί ἰσχύει ἀπό ὅλα αὐτά; Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδοµένη ἤ ἀναζητεῖται;
Τοὐλάχιστον ἐκεῖνο πού µπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι τό κείµενο αὐτό ὄχι µόνον δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά συγχρόνως δέν εἶναι καθαρό, δέν ἔχει καθαρές προοπτικές καί βάσεις, εἶναι διπλωµατικό. Ὅπως ἔχει γραφῆ, διακρίνεται ἀπό µιά διπλωµατική δηµιουργική ἀσάφεια. Καί ὡς διπλωµατικό κείµενο δέν ἱκανοποιεῖ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους οὔτε τούς ἑτεροδόξους. ∆έν µπορῶ νά κατανοήσω πῶς θά τό δεχθοῦν οἱ ἄλλοι Χριστιανοί τούς ὁποίους ἀποκαλοῦν ταυτοχρόνως «ἑτεροδόξους», δηλαδή αἱρετικούς, «λοιπούς Χριστιανούς» καί «ἀδελφούς», ἤ ταυτοχρόνως ὁµιλοῦν γιά «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» καί «ἀδελφές Ἐκκλησίες».
Ὅλα αὐτά τά προβλήµατα ὑπάρχουν στό κείµενο αὐτό, γιατί δέν ἦταν ὥριµο γιά νά ἀποφασισθῆ καί ὑπογραφῆ, ἀφοῦ µάλιστα µέχρι ἀργά τό βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς 25ης Ἰουνίου γινόταν ἐπεξεργασία, τόσο στό ἑλληνικό κείµενο ὅσο καί στίς µεταφράσεις του σέ ἄλλες γλῶσσες.
Στό σηµεῖο αὐτό ἐνθυµοῦµαι τό χωρίο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ:
«οὐδέποτε διά µεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθη. Μέσον ἀληθείας καί ψεύδους οὐδέν ἐστιν, ἀλλ' ὥσπερ τόν τοῦ φωτός ἔξω γενόµενον ἐν τῷ σκότει εἶναι ἀνάγκη, οὕτω τόν τῆς ἀληθείας µικρόν παρεκκλίναντα τῷ ψεύδει λοιπόν ὑποκεῖσθαι φαίηµεν ἄν ἀληθῶς»26.
v. Τό Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν
Αὐτά τά ἐρωτήµατα ἔχουν σχέση µέ τό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Συγκεκριµένα:
Στήν 19η παράγραφο τοῦ κειµένου µέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον», πού ἐγκρίθηκε στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, γίνεται ἀναφορά στίς ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς ∆ηλώσεως τοῦ Toronto (1950), πού ὅπως γράφεται, «εἶναι κεφαλαιώδους σηµασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συµµετοχήν εἰς τό Συµβούλιον», καί στήν 17η παράγραφο τοῦ ἰδίου κειµένου γίνεται λόγος γιά τά «καθιερωθέντα κριτήρια», τά ὁποῖα προτάθησαν ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή, ὕστερα ἀπό «τήν ἐντολήν τῆς ∆ιορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998)».
Ὡς πρός τό πρῶτο θέµα τῆς παραγράφου 19, διάβασα τήν ἀπόφαση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. στό Τορόντο στήν ἀγγλική καί τήν ἑλληνική γλώσσα καί διεπίστωσα ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν παράγραφο στήν ὁποία ἀναφέρεται καί τό κείµενο, ὑπάρχουν καί ἄλλες παράγραφοι, οἱ ὁποῖες δέν µποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτές ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρεται ὅτι τό Π.Σ.Ε. περιλαµβάνει Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι οὐσιωδῶς ἀόρατη, καί Ἐκκλησίες πού πιστεύουν ὅτι ἡ ὁρατή ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οὐσιώδης· διάκριση µεταξύ ὁρατοῦ σώµατος καί µυστικοῦ σώµατος τῆς Ἐκκλησίας· ὅτι πλήν ὀλίγων ἐξαιρέσεων οἱ Ἐκκλησίες δέχονται ὅτι τό Βάπτισµα πού τελέσθηκε ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἔγκυρο· ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἀναγνωρίζουν στίς ἄλλες Ἐκκλησίες «στοιχεῖα ἀληθοῦς Ἐκκλησίας», «ἴχνη Ἐκκλησίας», καί πάνω σέ αὐτά στηρίζεται ἡ οἰκουµενική κίνηση· ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν «ὅτι ὑπάρχουν µέλη τῆς Ἐκκλησίας extra muros, ὅτι οὗτοι aliquo modo ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καί ἀκόµη ὅτι ὑπάρχει "ἐκκλησία ἐντός τῆς Ἐκκλησίας"» κ.ἄ. ∆ηλαδή σαφέστατα στό Π.Σ.Ε. κυριαρχεῖ ἡ ἀντορθόδοξη ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας, πού ἀνατρέπει ὅλη τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ὡς πρός τό δεύτερο θέµα, ὅτι στήν παράγραφο 17 γίνεται µνεία τῆς ἀποφάσεως τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, καί ἐκεῖ ὑπάρχει πρόβληµα. Εἶναι γνωστόν σέ ὅσους ἀσχολοῦνται µέ τά θέµατα αὐτά ὅτι ἔγινε µιά ∆ιορθόδοξη Συνάντηση στήν Θεσσαλονίκη (29 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου 1998) µέ θέµα «Ἀξιολογήσεις νεωτέρων δεδοµένων εἰς τάς σχέσεις ὀρθοδοξίας καί οἰκουµενικῆς κινήσεως», στήν ὁποία οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρότειναν, ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στήν Χαράρε, ὅπως «τό Π.Σ. Ἐκκλησιῶν ὑποστῆ ριζικήν ἀνασυγκρότησιν, προκειµένου ἵνα ὑπάρξῃ δυνατότης πληρεστέρας ὀρθοδόξου συµµετοχῆς». Προτάθηκε, λοιπόν, νά γίνουν ἀλλαγές ὡς πρός τίς λατρευτικές συνάξεις καί τίς κοινές προσευχές, καί στήν διαδικασία ψηφοφορίας. Καί δήλωνε ὅτι ἄν δέν γίνουν ριζικές ἀλλαγές, «ἐνδέχεται ὅπως καί ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, κατά τό παράδειγµα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, ἀποχωρήσουν τοῦ Συµβουλίου».
Κατόπιν τῆς προτάσεως αὐτῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἡ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στήν Χαράρε τῆς Ζιµπάµπουε συνέστησε Εἰδική Ἐπιτροπή γιά νά µελετήση τό θέµα, τῆς ὁποίας τό τελικό κείµενο ἔγινε σχεδόν ὁµόφωνα ἀποδεκτό κατά τήν συνεδρίαση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τό 2002.
Ὅταν διαβάση κανείς τό κείµενο αὐτό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ὑπέγραψαν καί οἱ δικοί µας ἀντιπρόσωποι, στά θέµατα τῆς ἐκκλησιολογίας, τῆς κοινῆς προσευχῆς, τῆς εὐχαριστιακῆς λατρείας, στό τρόπο τῆς λήψεως ἀποφάσεων µέ τήν ἀρχή τῆς συναίνεσης (concensus) κ.ἄ. ἐκπλήσσεται.
Στό κείµενο αὐτό γίνεται λόγος γιά «ὁµολογιακή» καί «διοµολογιακή» κοινή προσευχή στίς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., καί µέσα ἀπό τίς προσευχές αὐτές «οἱ Ἐκκλησίες ἔχουν βιώσει τήν πρόοδο πρός τήν ἑνότητα, καί µερικοί ἔχουν ἐπιτύχει ἀκόµη καί συµφωνίες πού ἔχουν ὁδηγήσει στήν "πλήρη κοινωνία"»· γιά «εὐχαριστιακή λατρεία» πού γίνεται ἀπό «τήν ἀδελφότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε.»· γιά τό ὅτι «µερικές ἐκκλησίες ἔχουν "ἀνοικτή τράπεζα" γιά ὅλους ὅσοι ἀγαποῦν τόν Κύριο»· γιά «φιλοξενοῦσες Ἐκκλησίες», πού λειτουργοῦν µαζί κλπ. Ὁµολογεῖται ὅτι «ἡ λατρεία βρίσκεται στό κέντρο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητάς µας. Παρ' ὅλα αὐτά, στήν λατρεία ἐπίσης ἀνακαλύπτουµε τήν διάσπασή µας. Σέ οἰκουµενικό πλαίσιο ἡ κοινή προσευχή µπορεῖ νά εἶναι µιά πηγή καί χαρᾶς καί θλίψεως»· γίνεται λόγος γιά «περιεκτική γλώσσα» στήν κοινή λατρεία· γιά τό ὅτι «ὡς συντροφικοί προσκυνητές στήν πνευµατική πορεία µετέχουµε ὡς ἴσοι στήν διοµολογιακή κοινή προσευχή» γιά τήν «ἀδελφότητα τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Π.Σ.Ε.» κ.ἄ.
Ὅλα ὅσα εἶναι σέ εἰσαγωγικά ἀναφέρονται στά ἐγκριθέντα κείµενα τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. καί στήν πραγµατικότητα ἐκφράζουν τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς πού ἐπικυρώθηκαν ἀπό τό Π.Σ.Ε. πέρασαν στήν παράγραφο 17 τοῦ κειµένου, πού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Εἶναι ὀρθή κατά πάντα ἡ ἄποψη τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περιστερίου Χρυσοστόµου, ὅπως τήν διετύπωσε στίς Συνεδριάσεις τῆς Γ' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως (1986) ὅταν συνεζητεῖτο τό κείµενο γιά τίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόνη κόσµον, καί µάλιστα στό θέµα τοῦ Π.Σ.Ε. Εἶπε:
«Πρέπει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἀσχοληθῇ καί νά ἀποφασίσῃ ἐάν καί κατά πόσον εἶναι προσφορώτερον διά τήν Ὀρθόδοξον ἡµῶν Ἐκκλησίαν νά ἐπανέλθῃ εἰς τό παλαιόν σύστηµα τῶν χωριστῶν ∆ηλώσεων. ∆ιότι σήµερα τά κείµενα τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι καί ὀρθόδοξα καί προτεσταντικά καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Εἶναι συγκρητιστικά κείµενα, τά ὁποῖα ἱκανοποιοῦν τούς πάντας καί δέν ἱκανοποιοῦν κανένα. Νοµίζω ταπεινῶς ὅτι θά προσφέρωµεν περισσοτέραν ὑπηρεσίαν εἰς τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν µέ µίαν ὀρθόδοξον δογµατικήν ∆ήλωσιν»27.
∆έν θά γράψω περισσότερα γιά τό θέµα αὐτό, ἀλλά θά τό ἀναλύσω σέ ἕνα ἄλλο κείµενό µου. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σηµειωθῆ εἶναι ὅτι δυστυχῶς ὅταν ἡ Ἱεραρχία τοῦ Μαΐου 2016 ἀποφάσισε µέ πλειοψηφία νά παραµείνουµε ὡς µέλη στό Π.Σ.Ε. δέν ἦταν πλήρως ἐνηµερωµένη γιά τήν ἀρχή, τήν ἐξέλιξη καί τήν σηµερινή κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στό Π.Σ.Ε. Νοµίζω ὅτι κάποτε πρέπει νά γίνη τεκµηριωµένη εἰσήγηση γιά τό εἶναι τό Π.Σ.Ε.
Συµπέρασµα
Εἶναι προφανές καί κατάδηλο ὅτι µιά ὀρθόδοξη Ἱεραρχία δέν µπορεῖ νά υἱοθετήση µιά τέτοια πρόταση, ὅπως ἐτέθη ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία µας, γιατί αὐτό θά συνεπείγετο τήν ἀποδοχή τοῦ θεολογικοῦ σφάλµατος νά κάνη λόγο γιά Ἐκκλησίες πού εἶναι ἑτερόδοξες, δηλαδή αἱρετικές καί πλανεµένες. Ἐπίσης θά ὑπέπιπτε στήν ἀντορθόδοξη θεωρία περί ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας, δηλαδή στήν θεωρία µιᾶς «νεστοριανικῆς ἐκκλησιολογίας», πού εἶναι ἡ βάση τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, πράγµα πού ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τίς Μεγάλες Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.
Νοέµβριος 2016
1 Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόµου, «Ἐνηµέρωσις περί τῆς Μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», Ὀκτώβριος 2014, σελ. 15.
2 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 15-16.
3 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 16.
4 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 18.
5 Ἔκθεση (20-12-2014) τῶν τριῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Εἰδική ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή Ἀναθεωρήσεως τῶν κειµένων τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων ∆ιασκέψεων, Σαµπεζύ τῆς Γενεύης 29-9 ἕως 4-10-2014,σελ. 6-7.
6 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 7.
7 Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (1986), Πρακτικά, σελ. 103 κ. ἑξ.
8 Ἰωάννη Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά Μνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόµ. Ι, ἐν Ἀθήναις, 1960, σ. 378
9 βλ. Γρηγορίου Παλαµᾶ, Ἔργα, τόµ. 4, ΕΠΕ, σελ. 404 κ.ἑξ.
10 Ἰωάννου Καρµίρη, Τά ∆ογµατικά καί Συµβολικά Μνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόµ. Ι, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 419
11 Ἰωάν. Ν. Καρµίρη, ἔνθ. ἀνωτ. τόµ. Ι, σελ. 421
12 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 425
13 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 427-428
14 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 419
15 π. ∆ηµήτριος Κεσκίνης, Ἡ Πνευµατολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου Ἐπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ἡ ἐπικαιρότητά της, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 66
16 Fr. George Dragas, The Manner of Reception of Roman Catholic Converts into the Orthodox Church with Special Reference to the Decisions of the Synods of 1484 (Constantinople),1755
(Constantinople) and 1667 (Moscow), http://www.myriobiblos.gr/texts/english/Dragas_RomanCatholic.html , (18/9/2016).
17 Ράλλη-Ποτλῆ, τόµος Ε΄ , ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 143-147.
18 Ἰωάννη Καρµίρη, ἔνθ. ἀνωτ. τόµ. ΙΙ, Ἀθήνα 1953, σελ. 902 κ.ἑξ.
19 Ἔνθ. ἀνωτ. τόµ. ΙΙ, σελ. 567.
20 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 572-573.
21 Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 578-579.
22 Ἰωάννου Χρυσοστόµου, Ἔργα, τόµ. 8Α, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 320-322.
23 Vladimir Lossky, Ἡ Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ,Θεσαλονίκη 1995, σελ. 219.
24 Νίκου Ματσούκα, Ὁ Προτεσταντισµός, Θεσσαλονίκη 1995 σελ. 103-104.
25 Πρωτοπρεσβυτερου Ἰωάννου Ρωµανίδη, Ἐπίτοµος Ὀρθόδοξος Πατερική ∆ογµατική, ἐκδ. Πρωτ. π. Γεωργίου ∆ράγα, σελ. 76.
26 PG 160: 1093Α, βλ. π. ∆ηµητρίου Κεσκίνη, Ἡ Πνευµατολογία τοῦ ἁγίου Μάρκου ..., ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 28.
27 Συνοδικά ΙΧ, Γ΄ Προσυνοδική Παρνορθόδοξος ∆ιάσκεψις, ἐκ. Ὀρθοδόξων Κέντρου τοῦ Οἰκουµεικοῦ Πατριαρχείου Σαµπεζύ Γενεύης 2014, σελ. 147.
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παράμβαση