«Η επανάσταση η δική μας (γράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του) δεν μοιάζει με καμιά από όσες γίνονται στην Ευρώπη. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος, ήταν έθνος με άλλο έθνος… Ούτε ποτέ θέλησε ο Σουλτάνος να θεωρήσει τον Ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλά ως σκλάβους. Μια φορά όταν επήραμε το Ναύπλιον ήρθε ο Χάμιλτον να με δει. Μου είπε ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσιτεύσει. Εγώ του αποκρίθηκα ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος!»
Εμείς Καπετάν Χάμιλτον ποτέ συμβιβασμό δεν κάναμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζούσαμε ελεύθεροι από γεννεά εις γεννεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα. – με είπε, ποιά είναι η βασιλική φρουρά του, ποιά τα φρούρια. – η φρουρά είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον…»
Ο ατρόμητος Γέρος του Μοριά μόνο στον καιρό του προσκυνήματος φοβήθηκε! Ούτε στην αρχή της επανάστασης ούτε με τον Δράμαλη που ήρθε με 30,000 στράτευμα εκλεκτό... Η Ρούμελη ήταν προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη. Μόνο η Πελοπόννησος με τα δύο νησιά Υδρα και Σπέτσες είχαν κάποια δύναμη.
Στα Απομνημονεύματά του διηγείται: «Ο Κιουταχής είχε πάρει προσκυνοχάρτια. Πάσχιζε να πάρει και ο Ιμπραϊμ για να τα στείλει στην Κωνσταντινούπολη και όταν ο Υπουργός της Αγγλίας ή άλλης δυνάμεως μεσίτευαν στον Σουλτάνο για την Ελλάδα να τους αποκριθεί, ποιά Ελλάδα; Η Ελλάς είναι προσκυνημένη, να τα προσκυνοχάρτια τους...»
Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη και την υποταγή της Ρούμελης η επαναστατική δύναμη είχε περιοριστεί στην Πελοπόννησο. Τα δύο ΒΑ κάστρα, Ακροκόρινθος και Παλαμήδι, τα κατείχαν οι Ρουμελιώτες που λήστευαν τον κόσμο. Ο υπόλοιπος Μοριάς ήταν στη διάκριση του Ιμπραϊμ, που γυρίζοντας από το Μεσολόγγι, ξανάρχιζε τις καταστροφικές του περιοδείες με τον τουρκοαιγυπτιακό στρατό. Αποφασισμένος να αλλάξει τακτική και να ακολουθήσει το παράδειγμα του Κιουταχή στη Ρούμελη, ο Ιμπραϊμ προσεταιρίζεται τους αλβανόφωνους οπλαρχηγούς των κοτζαμπάσηδων της Αχαϊας (Καλαβρυτοχώρια), Ηλείας κ.ά. υποσχόμενος βόδια και άλογα, φοροαπαλλαγές και αξιώματα.
Ο Κολοκοτρώνης εξεγέρθηκε κατά της προδοσίας με το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», διέταξε να πάρουν τα όπλα όλοι από 15-60 ετών και τιμώρησε παραδειγματικά τον Πατρινό Νενέκο (τον σκότωσε ο Σαγιάς) ως «Τούρκο» και όχι ως Χριστιανό. Με τον Κολοκοτρώνη ήταν οι κράτιστοι της Πελοποννήσου: Πετιμεζαίοι, Πλαπούτας, Νικηταράς, Δ. Μελετόπουλος, Γ. Χελιώτης κ.ά.
Ως Γενικός Αρχηγός του στρατού της Πελοποννήσου αναγνωρισμένος και από τον Αρχιστράτηγο Άγγλο Τζώρτζ, ο Κολοκοτρώνης είχε εσωτερικούς εχθρούς τους ολιγαρχικούς πολιτικούς του Μοριά. Αυτοί ήταν οι: Δεληγιανναίοι, Λονταίοι, Μαυρομιχαλαίοι, Νοταραίοι, Θ. Ζαϊμης, Μπενιζέλος Ρούφος, Σ. Θεοχαρόπουλος. Εκτός από τις αντιζηλίες οι πρόκριτοι είχαν δυσαρεστηθεί με την απόφαση της συνέλευσης της Τροιζήνας για την εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη γιατί θίγονταν οι προσωπικές τους φιλοδοξίες. Σχημάτισαν μια νέα κυβέρνηση, τη λεγόμενη «Αντικυβερνητική Επιτροπή», με την οποία αντί να βοηθούν τον αγώνα του Κολοκοτρώνη του στερούσαν τροφές και πολεμοφόδια.
Εκείνοι που πρωτοστάτησαν στο προσκύνημα το 1827 ήταν οι καπεταναίοι των αρχόντων. Ο Νενέκος με τους οπαδούς του ήταν οπλαρχηγός του κοτζάμπαση της Πάτρας Μπενιζέλου Ρούφου. Ο Γκολφίνος Λουμπιστιάνος ήταν οπλαρχηγός του πρόκριτου της Βοστίτσας Ανδρέα Λόντου κ.ά.
Ο Β. Πετιμεζάς έλεγε στον Κολοκοτρώνη: «Βίασε όλα τα άρματα, δώσε τσεκούρι και φωτιά» Οι Κορίνθιοι οπλαρχηγοί του ζητούσαν «φουσέκια» (φυσέκια). Ο Κολοκοτρώνης άπλωσε τα στρατεύματα και διέταξε «όποιο χωριό δεν γυρίσει πίσω στην Επανάσταση είναι τα σπίτια τους καϊμένα (καμμένα), τα αμπέλια τους καϊμένα και θα τους αφανίσω… Αν όμως επιστρέψει το Έθνος θα τους συγχωρήσει».
Πολλές είναι οι επιστολές του Κολοκοτρώνη προς την «Αντικυβερνητική Επιτροπή» και την «Σεβαστή Βουλή» στις οποίες εκθέτει τον κίνδυνο που διατρέχει η χώρα και ζητά να καλυφθούν οι ανάγκες σε ζωοτροφές και πολεμοφόδια: «Η Πατρίς τρέχει τον έσχατο κίνδυνο και καμιά πρόβλεψη δεν γίνεται.. Απέκαμα να γράφω, σωροί θα έχουν γίνει οι αναφορές μου… Χάνεται ο λαός τον οποίο παριστάνετε (αντιπροσωπείτε) Κύριοι αντιπρόσωποι του λαού…»!
Τελικά απευθύνθηκε σε φιλέλληνες: Ευνάρδο Έβερετ, Τζώρτζ. Ο Τζώρτζ τον αποκαλούσε «περιπόθητο» φίλο ενώ την «Αντικυβερνητική Επιτροπή» αποκαλούσε φατρία άξια κοινής αποστροφής.
Ο Κεχαγιάμπεης με εντολή του Ιμπραϊμ κάλεσε τους Μεσσήνιους να προσκυνήσουν, διαφορετικά τους περίμενε η ερήμωση του τόπου! Ο λαός με την στήριξη του Κολοκοτρώνη του απάντησε: «Είμεθα αποφασισμένοι να αποθάνωμεν ελεύθεροι Έλληνες»! Τότε ο Κεχαγιάμπεης άρχισε με φωτιές και τσεκούρια να καταστρέφει χιλιάδες δέντρα, αμπέλια κ.ά. Αυτό όμως δεν είναι έργο πολεμικό, του αντιγύριζε ο Κολοκοτρώνης: «Πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει πάντα θα πολεμούμε και μη ελπίζεις πως την γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλε το από το νου σου»!
Αυτή η συμπεριφορά του Ιμπραϊμ, που παραβίαζε το Διεθνές Δίκαιο, είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση των Ναυάρχων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας. Η νικηφόρα ναυμαχία κατά του τουρκο -αιγυπτιακού στόλου έγινε στο Ναυαρίνο (8/10/1827).
Ο Κολοκοτρώνης γράφει: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Εμείς αν δεν ήμασταν τρελοί δεν θα κάναμε επανάσταση γιατί θα συλλογιζόμασταν για πολεμοφόδια, καβαλαρία, πυροβολικό… για τη δύναμη τη δική μας και την τουρκική. Τώρα που νικήσαμε, που τελειώσαμε με καλό τον πόλεμο μας μακαρίζουν, μας επαινούν. Αν δεν ευτυχούσαμε θα μας καταριόσαντε…
»Μοιάζαμε σαν να είναι στο λιμάνι 50, 60 καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει στη δουλειά του με μεγάλη φουρτούνα, μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλά, κερδίζει, γυρίζει πίσω σώο. Τότε ακούς τα άλλα καράβια και λέγουν, ιδού άνθρωπος, ιδού παλικάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμάς όπου καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι και κατηγορούνται οι καπετανέοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι θα έλεγαν, μα τι τρελός να σηκωθεί με τέτοια φουρτούνα, με τέτοιον άνεμο, να χαθεί ο παλιάνθρωπος πήρε τον κόσμο στον λαιμό του…»
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά