Στις 4 Ιουνίου 1944 το μέτωπο των Γερμανών στην Ιταλία, από το Άντσιο μέχρι το Κασσίνο, κατέρρεε μετά από πολύμηνες μάχες. Οι σύμμαχοι απελευθέρωσαν τη Ρώμη και οι Ιταλοί πανηγύριζαν καθώς ο πόλεμος έμοιαζε να έχει τελειώσει.
Οι γερμανικές μεραρχίες είχαν υποχωρήσει κατά μήκος της γραμμής Ρώμης- Κιέτι- Πεσκάρα. Στις 5 Ιουνίου 1944 η ιταλική επιτροπή εθνικής απελευθέρωσης διέταξε όλα τα τμήματα των ανταρτών να χτυπήσουν τις γερμανικές μονάδες όπου τις έβρισκαν, με όλα τα διαθέσιμα μέσα.
Δύο μέρες αργότερα σε ένα μικρό χωριό βοσκών, στο Φιλέττο της Καμάρντα, οι αντάρτες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά. Σκοπός τους ήταν να καταστρέψουν ένα καμιόνι όπου οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει μια πλήρη μονάδα διαβιβάσεων. Μάχες έγιναν σε όλους τους δρόμους του χωριού. Σκοτώθηκαν δύο Γερμανοί στρατιώτες κι ένας αντάρτης τραυματίστηκε.
Ματτίας Ντέφρεγκερ. 1915-1995 Την ίδια στιγμή ένα τμήμα Γερμανών, όχι μόνο δεν έπαιρνε μέρος στη μάχη αλλά γιόρταζε σε ένα εξοχικό κέντρο της περιοχής τη γέννηση του παιδιού ενός στρατιώτη. Οι στρατιώτες άρχισαν τη σκοποβολή για να αποδείξει ο ένας στον άλλον ποιος ήταν καλύτερος.
Ένας από αυτούς, μεθυσμένος, πυροβόλησε στην τύχη και σκότωσε έναν συνάδελφό του. Για να καλύψουν το δικό τους έγκλημα, αποφάσισαν όλοι μαζί να πουν στον διοικητή τους ότι ο στρατιώτης σκοτώθηκε στην επίθεση των ανταρτών.
Ο λοχαγός Ματτίας Ντέφρεγκερ, διοικητής της μονάδας της 114 μεραρχίας των Αλπινιστών, η οποία στάθμευε στην Καμάρντα, ετοίμασε μια μεγάλη επιχείρηση αντιποίνων.
Στο χωριό οι Αλπινιστές ενισχυμένοι με μία μονάδα της Βέρμαχτ, έφτασαν αμέσως στο «ύψωμα της λύπης» όπου σκότωσαν έναν 65χρονο κι άλλον έναν άντρα από τους προκρίτους του χωριού. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του στρατάρχη Σέφερ που ήταν διοικητής του φρουρίου της πόλης.
Με εντολή του εκτελέστηκε ένας από τους υπαίτιους γερμανούς στρατιώτες, αλλά ο θάνατος αποδόθηκε στους Ιταλούς.
Η γερμανική διοίκηση έδωσε εντολή και συνελήφθησαν 36 όμηροι που φυλακίστηκαν σε μία αποθήκη. Ο λοχαγός Ντέφρεγκερ μεταβίβασε τις διαταγές του αρχηγείου και επέστρεψε στην Καμάρντα. Το χωριό λεηλατήθηκε και ακολούθησε ανθρωποσφαγή.
Τα πολυβόλα θέρισαν την ομάδα των ομήρων. Μέσα στον χαμό κάποιοι κατάφεραν να αποδράσουν. Πέντε από αυτούς συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ.
Οι ναζί όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Αργά τη νύχτα πυρπόλησαν το χωριό.
Στην Ιταλία ο πόλεμος είχε τελειώσει και ο Ντέφρεγκερ έσφαζε ανελέητα.
Το 1949 ο Ντέφρεγκερ που είχε καταφύγει στο Μόναχο, έγινε ιερέας. Ήταν δε τόσο «άξιος» ώστε μέχρι το 1970 είχε γίνει βοηθός επίσκοπος και συμμετείχε σε σημαντικές εκκληστικές δράσεις. Την ιστορία του αποκάλυψε το Σπίγκελ με στοιχεία και αδιάσειστα τεκμήρια. Η εκκλησία σοκαρίστηκε καθώς ο τιτουλάριος επίσκοπος είχε επαφές και με τον Πάπα. Μάλιστα ανακαλύφθηκε ότι δεν ήταν ο μόνος πρώην γερμανός στρατιώτης που ακολούθησε ιερατική καριέρα.
Το θέμα είχε απασχολήσει από το 1945 τους συμμάχους και την εκκλησία. Η ηγεσία της όμως κατέληξε ότι στη Γερμανία ήταν αδύνατο να γίνει αποναζιστοποίηση της εκκλησίας, καθώς θα επικρατούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές. Έτσι «καθάρισε» όλους του ιερείς που τους βάρυναν εγκλήματα πολέμου. Ο κόσμος αμφισβήτησε σκληρά την εκκλησιαστική ηγεσία και τον καθολικισμό που «δεν δικαιούνταν πια να μιλάει για ειρήνη και αγάπη». Η εκκλησία δεν έκανε πίσω. Οι Αμερικανοί έκοψαν κάθε επαφή με την εκκλησία της Γερμανίας.
Στις 6 Ιουλίου του 1969 μιλώντας στην γερμανική τηλεόραση, όταν ρωτήθηκε για τη σφαγή, ο «μαύρος λοχαγός» όπως τον αποκαλούσαν στην Ιταλία, απάντησε με κυνισμό: «και χωρίς εμένα η ανθρωποσφαγή θα γινόταν. Ήμουν εκεί αλλά είμαι αθώος».
Η φράση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στον παγκόσμιο Τύπο ενώ ο σκηνοθέτης Οσβάλντο Τσιβιράνι γύρισε ντοκιμαντέρ για το μακελειό με τίτλο «Και ο Θεός δεν ήταν εκεί». Τα γυρίσματα έγιναν στους χώρους όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα και προβλήθηκε στις αίθουσες στις αρχές της δεκαετίας του 70.
Πηγή: Η μηχανή του χρόνου