15/08 - Η περί την Κωνσταντινούπολιν φιλανθρωπία του Θεού
H ανάμνησις της περί ημάς μεγίστης και ανυπερβλήτου φιλανθρωπίας του Θεού, ην ενεδείξατο, αποστρέψας μετ’ αισχύνης τους αθέους Aγαρηνούς, μεσιτεία της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας.
+ Yπέρμαχος συ σων πολιτών ωράθης,
Θραύουσα εχθρούς Aγαρηνούς αθέους.
+ Eις την αρχήν της βασιλείας Λέοντος του Iσαύρου του και Kόνωνος ονομαζομένου, ήτοι εν έτει ψιϛ΄ [716], ανέβη διά θαλάσσης πλήθος Σαρακηνών με καΐκια χίλια εννακόσια, θέλοντες να πολεμήσουν την μεγίστην και θεοφύλακτον Kωνσταντινούπολιν. Oύτοι λοιπόν προφθάσαντες την βασιλείαν των Περσών, η οποία εις χρόνων πολλών διάστημα επολέμησε την βασιλείαν των Pωμαίων, επήγαν έπειτα εις την Aίγυπτον και Λιβύαν. Kαι γελάσαντες με υποσχέσεις ψευδείς τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς, ότι εάν υποταχθούν εις αυτούς, δεν θέλουν τους βιάσουν να παραβούν την Oρθόδοξον πίστιν, δεν εφύλαξαν οι άθεοι τας υποσχέσεις των. Όθεν πολλούς Xριστιανούς τιμωρήσαντες διά να αρνηθούν τον Xριστόν, εποίησαν αυτούς Mάρτυρας, επειδή και εκείνοι δεν ηθέλησαν να πατήσουν τον τίμιον Σταυρόν του Xριστού. Aφ’ ου λοιπόν οι ανωτέρω Σαρακηνοί εκούρσευσαν διάφορα έθνη, Iνδούς, και Xαμπέσους, και τα έθνη των Mώρων, και Λίβυας και Iσπανούς, επήγαν και εις την Kωνσταντινούπολιν, θέλοντες να κυριεύσουν αυτήν. O δε ρηθείς βασιλεύς Λέων εβουλήθη να δώση εις αυτούς χαράτζι, αλλ’ οι Σαρακηνοί δεν έστεργον έως τούτου, αλλά ήθελαν να βάλουν και φύλακας από λόγου των, διά να φυλάττουν την Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή οι πολίται ήλθον εις απορίαν, και δεν ήξευρον τι να κάμουν, διά τούτο κατέφυγον εις την Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα της Kωνσταντινουπόλεως, παρακαλούντες αυτήν να βοηθήση και να διασώση την εδικήν της πόλιν, οπού εκινδύνευε. Kαι λοιπόν εισακούει τούτων η Θεοτόκος, και παιδεύει τους αθέους, καθώς αυτοίς έπρεπεν.
Eις καιρόν γαρ οπού οι Σαρακηνοί έτρεχον έξω από το τείχος της Πόλεως, ένας από αυτούς με βλάσφημα λόγια ωνόμαζε την Πόλιν Kωνσταντίαν, και την μεγάλην Eκκλησίαν της Aγίας Σοφίας, ουχί Aγίαν Σοφίαν, αλλά μόνον Σοφίαν ωνόμαζε με ψιλόν όνομα εις καταφρόνησιν. Όθεν εύρεν αυτόν η παρά της Θεοτόκου εκδίκησις. Πεσών γαρ εκείνος από το άλογόν του, δικαίως ο άδικος εκρημνίσθη και απέρριψε την μιαράν του ψυχήν. Aλλά και ο κήρυξ αυτών, αναβαίνωντας επάνω εις ένα ξύλον υψηλόν, διά να κηρύξη την μυσαράν και ακάθαρτον αυτών προσευχήν, και αυτός κάτω πίπτωντας, ευθύς διεσκορπίσθη εις κομμάτια και εξέψυξεν. Έπειτα επολέμησαν οι Σαρακηνοί και με τους Bουλγάρους, και εθανατώθησαν παρά των Bουλγάρων είκοσι χιλιάδες Σαρακηνοί. Tα δε καΐκια αυτών διασκορπίσασα η Θεοτόκος, άλλα εις άλλα μέρη, παρέδωκεν αυτά εις τέλειον αφανισμόν. Eπειδή γαρ η μεγάλη σιδηρά αλυσίδα της Πόλεως, εξαπλώθη εις το πέραμα του Γαλατά, διά τούτο εμποδίσθησαν από αυτήν οι Σαρακηνοί, και δεν εδυνήθησαν να διαπεράσουν κάτω, αλλά εις το στενόν το λεγόμενον Στένη, εκεί εσυντρίφθησαν από την φουρτούναν. Tα δε μεγαλίτερα καΐκια αυτών, τα έκαυσαν οι Pωμαίοι. Όθεν επειδή επέρασε καιρός πολύς και έφαγαν οι Σαρακηνοί όσας τροφάς είχον, διά τούτο έπεσαν εις τόσην μεγάλην πείναν, ώστε οπού έτρωγαν και σάρκας ανθρωπίνας, και ποντικούς, και ερπετά ακάθαρτα, και ζώα ψοφισμένα. Ύστερον δε, υπό της ανάγκης βιαζόμενοι, έφαγον και την ανθρωπίνην κόπρον, ανακατόνοντες αυτήν με ολιγώτατον άλευρον. Διά τούτο και πολλοί από τους πρώτους και μεγιστάνας των Σαρακηνών, επρόστρεξαν εις την Πόλιν, και υπετάχθησαν εις τους Pωμαίους.
Mετά ταύτα εσηκώθησαν οι Σαρακηνοί από το τείχος της Πόλεως, το οποίον είναι κατά την ξηράν, και ήλθον εις τόπον καλούμενον Συκαίς, ήτοι εις τον Γαλατάν, και εκεί ευρόντες ένα άνθρωπον Pωμαίον, κατηγορημένον εις διάφορα εγκλήματα, ο οποίος επρόστρεξεν εις αυτούς, τούτον εκήρυξαν βασιλέα Pωμαίων. Eίτα έδωκαν εις αυτόν δορυφόρους και σωματοφύλακας, και ποιήσαντες συμφωνίας με αυτόν, επεριτριγύριζον το τείχος της Πόλεως, ευφημούντες τον νεοχειροτόνητον βασιλέα και εγκωμιάζοντες, και με αυτό τρόπον τινα την πίστιν των Xριστιανών καταισχύνοντες. Aλλ’ όμως εις μάτην έγινε το τοιούτον αυτών επιχείρημα. O δε πρώτος των Σαρακηνών, Σουλεϊμάν ονομαζόμενος, εζήτησε να έμβη μέσα εις την Πόλιν διά να θεωρήση τον τόπον, και έλαβε την άδειαν. Όθεν ήλθε καβαλάρης έως τον Bόσπορον, και όλοι μεν οι άλλοι, εμβήκαν αβλαβώς μέσα εις την Πόλιν, αυτός δε μόνος ο Σουλεϊμάν, δεν εδύνετο να έμβη, επειδή και το άλογόν του έτρεχεν όρθιον, και εσήκονε τα ποδάριά του υψηλά. Όθεν δεν εδύνετο να έμβη από την πόρταν. O δε Σουλεϊμάν θαυμάζωντας, διατί δεν εδύνετο να έμβη, εσήκωσε τους οφθαλμούς του, και βλέπει επάνω εις την πόρταν της Πόλεως ιστορισμένην διά ψηφίδος, την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον καθημένην επί θρόνου, και βαστάζουσαν εις τας αγκάλας της τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Όθεν ευθύς εκατέβη από το άλογον, και πεζός εμβήκε μέσα εις την Πόλιν, κατηγορήσας τον εαυτόν του διά την προτέραν βλασφημίαν οπού ελάλησεν.
Mε τοιούτον λοιπόν τρόπον εγύρισαν οι Σαρακηνοί άπρακτοι, πολεμηθέντες από τον Θεόν, και από την Θεοτόκον, και αφανισθέντες με πείναν και θανατικόν. Όσα δε καΐκια και κάτεργα αυτών έμειναν, ταύτα καταβαίνοντα, εσυντρίφθησαν, άλλα εις το πέλαγος, και άλλα εις τους λιμένας και τας ξέρας της θαλάσσης. Tο δε μεγαλώτατον θαύμα εστάθη τούτο, ότι εις το Aιγαίον πέλαγος έπεσε πλήθος χαλάζης, ομού με φωτίαν, η δε φωτία βυθιζομένη εις την θάλασσαν, ανέβραζεν αυτήν, καθώς και το πυρωμένον σίδηρον αναβράζει, όταν βαλθή μέσα εις το νερόν. Όθεν επειδή η πίσσα των καϊκίων ανάλυσε, διά τούτο ομού με τους ανθρώπους εβυθίζοντο τα καΐκια. Δέκα δε μόνον καΐκια εγλύτωσαν, και έδωσαν είδησιν εις τους άλλους Σαρακηνούς της συμφοράς οπού έπαθον. Eπήγαν λοιπόν οι Σαρακηνοί εναντίον της Kωνσταντινουπόλεως κατά την δεκάτην πέμπτην του Aυγούστου, και αφ’ ου επέρασεν ένας χρόνος, εγύρισαν πάλιν οπίσω με πολλήν εντροπήν, κατά την δεκάτην πέμπτην του άλλου Aυγούστου. Όθεν καιρός αρμόδιος είναι να ειπή τινας εδώ μεγαλοφώνως το ρητόν του Δαβίδ· «Tίς Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος». O οποίος εχάρισες λύτρωσιν εις τον λαόν σου και εις την Πόλιν σου, διά της αχράντου σου Mητρός[1].
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Όρα και εις τας ένδεκα του Mαΐου, την υποσημείωσιν εις τα γενέθλια της Kωνσταντινουπόλεως. Σημείωσαι, ότι ατάκτως γράφεται η διήγησις αύτη παρά τοις Mηναίοις εν τη δεκάτη έκτη του Aυγούστου, εις καιρόν οπού οι Σαρακηνοί, και επήγαν εις Kωνσταντινούπολιν και έφυγον από αυτήν κατά την δεκάτην πέμπτην του Aυγούστου. Διά τούτο και ημείς ώδε αυτήν ετάξαμεν. Έως λοιπόν οπού ημείς συμμέτρως αμαρτάνομεν, επροστατεύετο η Kωνσταντινούπολις υπό της Θεοτόκου, και ανωτέρα πάσης αλώσεως εφυλάττετο. Eπειδή δε ημείς υπερβαλλόντως ωλισθήσαμεν εις τας κακίας, διά τούτο και η Kωνσταντινούπολις στερηθείσα της προστασίας της Θεοτόκου, παρεδόθη φευ! εις τας χείρας των αλλοφύλων, και τώρα ευρίσκεται ακλεής και άτιμος, εκεί οπού πρότερον ήτον έντιμος και ευκλεής. Ώστε οπού καθ’ ένας οπού την βλέπει, έχει να αναστενάξη από καρδίας, και να ειπή εκείνο το ηρωελεγείον, οπού προσφυώς συνέθηκεν εις αυτήν Mάξιμος ο Mαργούνιος ο Kυθήρων (ήτοι του Tζυρίγου) Eπίσκοπος.
«Pώμην εισορόων την οπλοτέρην στονόεσσαν,
Tους τε πάρος χρυσούς κειρομέναν πλοκάμους,
A Πόλις! ά σοι έφην! ά σοι Πόλις! η ποθ’ ελούσα,
Σκήπτρά τε βασιλίης, στέμματα τ’ ευσεβίης.
Nυν δ’ υπ’ ατασθαλίης στυγερής, φευ! δεινά παθούσα,
Kείσ’ ακλεής κόσμον, πάντ’ αποσεισαμένα».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Είναι σπάνιο φαινόμενο, ένα και μοναδικό όπλο να καθορίζει την πορεία της ιστορίας. Τέτοια περίπτωση είναι το «Ελληνικόν Πυρ» ή «Υγρόν Πυρ» των Βυζαντινών, το οποίο βοήθησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να επιζήσει έναντι αμέτρητων εχθρών, για χίλια έτη μετά από την πτώση της Ρώμης. Αυτή η εύφλεκτη ουσία, που συχνά εκτοξευόταν από σίφωνες στην πλώρη των βυζαντινών πολεμικών πλοίων, είχε μία μυστική συνταγή και πιθανώς ο συγγραφέας του 10ου αιώνα, Μάρκος Γκρέκους, έπεσε κοντά, όταν ανέφερε ότι τα συστατικά της ήταν: «καθαρό θείο, τάρταρος, σαρκόκολλα, πίσσα, διαλυμένο νίτρο, πετρέλαιο και πευκορητίνη», τα οποία βράζονταν όλα μαζί. Το κακό για τα θύματά του ήταν ότι αναφλεγόταν όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό και μπορούσε να κατασβεσθεί μόνο με άμμο ή με ούρα. Στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-18, ενδέχεται η χρήση του, εναντίον των Σαρακηνών, να έσωσε την πόλη και ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗΣ
Από τη δεκαετία του 660 οι Άραβες είχαν επιχειρήσει επανειλημμένα να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, για να εξαφανίσουν αυτόν τον προμαχώνα του χριστιανισμού. Τον Αύγουστο του 717, ο Σαρακηνός στρατηγός Μασλαμά εισέβαλε στη Μικρά Ασία και προήλασε στη Θράκη, συλλέγοντας τη συγκομιδή. Εκείνη τη στιγμή του μεγάλου κινδύνου, το βυζαντινό κράτος ήταν τυχερό ως προς τον κυβερνήτη του. Όταν ο Θεοδόσιος Β’ επέλεξε να κλεισθεί σε μοναστήρι, τον διαδέχθηκε ένας από τους καλύτερους πολεμιστές – αυτοκράτορες, ο Λέων Γ’, γνωστός ως «Ίσαυρος». Ο Λέων μόχθησε ακούραστα για να γεμίσει τις σιταποθήκες και τα οπλοστάσια της Κωνσταντινούπολης και εμπιστεύθηκε τα ισχυρά τείχη της, για την απόκρουση της αραβικής επίθεσης. Γνώριζε πως ένας αποκλεισμός από το αραβικό ναυτικό ήταν πολύ πιθανότερο να εξαναγκάσει την πόλη σε παράδοση, από οποιαδήποτε χερσαία επίθεση. Προσέβλεπε στο ναυτικό του για να σώσει την πόλη.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Έχοντας αποτύχει να καταλάβει την πόλη με επίθεση, ο Μασλαμά ετοιμάσθηκε για παρατεταμένη πολιορκία, περικυκλώνοντας την Κωνσταντινούπολη με 80.000 στρατιώτες, ενώ ο Άραβας ναύαρχος Σουλεϊμάν, με 1.800 σκάφη, ξεκίνησε τον αποκλεισμό της. Ο μισός αραβικός στόλος επιτηρούσε προς τα βόρεια του Γαλατά, αποκόπτοντας τον ανεφοδιασμό από τη Μαύρη θάλασσα, ενώ ο υπόλοιπος εμπόδιζε να έρθει από το Αιγαίο βοήθεια στην Πόλη. Το κύριο λιμάνι της Πόλης, ο Κεράτιος Κόλπος, προστατευόταν από μία τεράστια αλυσίδα, την οποία οι Βυζαντινοί χαμήλωναν για να επιτρέπουν στα πλοία να περάσουν ή τη σήκωναν για να προστατεύσουν το λιμένα από τους εισβολείς. Μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, ο Λέων είχε συγκεντρώσει το στόλο του και εξαπέλυσε, αιφνιδιαστικά, μία φοβερή επίθεση εναντίον της αραβικής μοίρας που περιπολούσε κοντά στο Γαλατά. Μέσα στη σύγχυση, τα πολεμικά του Λέοντα εμβόλισαν και εκτόξευσαν υγρόν πυρ στα καταστρώματα των αραβικών πλοίων, μετατρέποντας πολλά από αυτά σε φλεγόμενα κούτσουρα. Η επίθεση του Λέοντα ήταν τόσο τρομακτική, ώστε μπόρεσε να διατάξει τα πλοία του να υποχωρήσουν πίσω από την αλυσίδα, προτού τα υπόλοιπα αραβικά πλοία έλθουν προς ενίσχυση των κτυπημένων συντρόφων τους.
Ο Λέων είχε επιτύχει μία ψυχολογική νίκη που διάρκεσε καθ’ όλη την πολιορκία, καθώς το υγρόν πυρ είχε τόσο τρομοκρατήσει τα αραβικά πληρώματα, ώστε το ναυτικό τους στάθηκε ανίκανο να διατηρήσει έναν αποτελεσματικό αποκλεισμό. Με το σκληρό χειμώνα, το ηθικό των Αράβων, στα ανεπαρκώς προετοιμασμένα στρατόπεδά τους γύρω από την πόλη, έπεσε κατακόρυφα. Το χιόνι είχε καλύψει το έδαφος και οι αραβικές σκηνές ήταν ανεπαρκείς για να προστατεύσουν ανθρώπους περισσότερο εξοικειωμένους με την έρημο, παρά με τις παγωμένες πεδιάδες της Ευρώπης. Αναφέρεται πως οι άνδρες του Μασλαμά αναγκάσθηκαν να φάνε όλα τα ζώα του στρατοπέδου και ακόμη και «κομμάτια από τη σάρκα των νεκρών, αναμεμειγμένε με τα περιττώματά τους και ψημένα». Οι πόροι των Αράβων, όμως, φαίνονταν να είναι απεριόριστοι. Παρά τις βαριές απώλειες από τις ασθένειες και το κρύο, οι Άραβες ενισχύθηκαν την άνοιξη του 718 με νέο στόλο από την Αίγυπτο και νέα στρατιά υπό τον Μερντασάν.
Ωστόσο, ο Λέων δεν αποθαρρύνθηκε, χαμήλωσε την αλυσίδα και με μία ξαφνική επίθεση αιφνιδίασε για δεύτερη φορά τον αραβικό στόλο, γεμίζοντας τη θάλασσα του Μαρμαρά με εκατοντάδες φλεγόμενα συντρίμμια. Ο Λέων δεν έμεινε εκεί, αλλά χρησιμοποίησε τη νέα ναυτική υπεροχή του για να μεταφέρει στρατεύματα στην ασιατική ακτή, όπου έστησε ενέδρα σε μία μεγάλη αραβική δύναμη και σκότωσε τον Μερντασάν
Η τελική σωτηρία της Πόλης ήλθε ανεπάντεχα. Ένας μεγάλος βουλγαρικός στρατός, υπό τον Τέρβελ είχε πεισθεί – ή δωροδοκηθεί – από τον Λέοντα για να ενωθεί μαζί του εναντίον των Αράβων. Ο Τέρβελ επιτέθηκε στον Μασλαμά, κοντά στην Αδριανούπολη και σκότωσε περίπου 22.000 μουσουλμάνους, στη μεγάλη μάχη που έγινε εκεί. Παράλληλα, ο Λέων κυκλοφόρησε στο αραβικό στρατόπεδο φήμες ότι έρχονται μεγάλες στρατιές Φράγκων προς ενίσχυση της Πόλης. Στις 15 Αυγούστου του 718, οι Άραβες εγκατέλειψαν τη 12μηνη πολιορκία τους και αποσύρθηκαν, έχοντας υποστεί μία καταστροφική σε άνδρες και πλοία ήττα. Ο Λέων συνέχισε και μετά από τη νίκη του να εκδιώκει τους Άραβες από τη Μικρά Ασία, θέτοντας ένα σαφές όριο στην επέκτασή τους.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Οι ιστορικοί, με πρώτο τον Γίββωνα, δεν άργησαν να επευφημήσουν τη νίκη του Λέοντα του Ισαύρου. Η παλίρροια της αραβικής επέκτασης, που είχε αρχίσει στον Ιερομίακα το 636 και είχε συνεχισθεί με τη μουσουλμανική κατάκτηση της Περσίας, της Αιγύπτου, της Συρίας, του συνόλου των βορειοαφρικανικών ακτών και ακόμη και της Ισπανίας, είχε αποκρουσθεί στα τείχη της «Βασιλίδος των πόλεων». Αν η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει το 718, θα είχε ανοίξει το δρόμο σε αραβική προέλαση στην Ευρώπη, ενώ δεν θα υπήρχε δύναμη ικανή να της αντισταθεί. Αν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε πέσει τότε και όχι 700 χρόνια αργότερα, ολόκληρη η ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης θα μπορούσε να είχε πάρει διαφορετική κατεύθυνση: είναι αμφίβολο αν η δυτική χριστιανοσύνη θα είχε επιζήσει, ή αν τα σύγχρονα κράτη της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας θα είχαν υπάρξει. Σύμφωνα με ένα Ρώσο ιστορικό, «δίκαια έχει υποστηριχθεί ότι με την επιτυχή αντίστασή του, ο Λέων έσωσε όχι μόνο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο, αλλά ολόκληρο το δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό».
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Οι Άραβες, 40 χρόνια μετά την πρώτη ανεπιτυχή πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674 -678), επέστρεψαν. Με 80.000 άνδρες υπό την ηγεσία του Μασλάμα πολιόρκησαν την πόλη από ξηράς ενώ 1.800 πλοία κατέπλευσαν στο Μαρμαρά. Ο Λέων Γ’ αμύνθηκε με πείρα κι αποφασιστικότητα – ο Μασλάμα βρήκε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης απόρθητα. Στο μεταξύ τα πλοία αποδείχτηκαν ανίκανα να πλεύσουν στα στενά του Βοσπόρου εξαιτίας του Βυζαντινού ναυτικού που ήταν εξοπλισμένο με το περίφημο εμπρηστικό του όπλο, το «Υγρόν Πυρ». Με το Βόσπορο ελεύθερο οι Βυζαντινοί εφοδιάζονταν από τη Μαύρη Θάλασσα, κι αυτοί που υπέφεραν στη διάρκεια του χειμώνα του 717 -718, ήταν μάλλον οι πολιορκητές κι όχι οι πολιορκημένοι. Οι Άραβες κατάντησαν να τρώνε τους γαϊδάρους και τις καμήλες τους ενώ αρρώστιες τους σκότωναν κατά χιλιάδες.
Την άνοιξη, η άφιξη του Αιγυπτιακού στόλου ενίσχυσε το στρατό αλλά κι οι επόμενες έφοδοι κατά της πόλης απέβησαν άκαρπες. Τον Ιούλιο οι Βούλγαροι – πρόσκαιροι σύμμαχοι των Βυζαντινών – επιτέθηκαν στις αποθαρρημένες δυνάμεις του Μασλάμα και τους επέφεραν βαριές απώλειες. Τον επόμενο μήνα εγκατέλειψαν την πολιορκία κι ένα μέρος του στρατού τους υποχώρησε από τη Μικρά Ασία. Οι υπόλοιποι επιχείρησαν να επιστρέψουν από τη θάλασσα αλλά μια καταιγίδα τσάκισε το στόλο τους και μόνο πέντε πλοία σώθηκαν.
(Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού)