Μετά την άλωση της Πόλης από τους δυτικούς, το 1204, και τη σύσταση του κράτους της Νίκαιας, ο Βυζαντινός Στρατός άλλαξε σε μεγάλο βαθμό. Αναγνωρίζοντας την αδυναμία του βυζαντινού ιππικού να αντιπαραταχθεί στους Λατίνους ιππότες, οι ηγέτες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας συγκρότησαν μονάδες, μισθοφόρων ιπποτών, τα λεγόμενα «Λατινικά» αλλάγια.
Το δε σώμα που συγκροτούσαν ονομάστηκε «Λατινικόν». Λατίνους μισθοφόρους είχαν χρησιμοποιήσει και οι Κομνηνοί, παλαιότερα, αλλά όχι στην έκταση και στην σημασία που το έπραξαν οι διάδοχοί τους. Παράλληλα, πάντως, υπήρχαν και τα αλλάγια των γηγενών «Στρατιωτών».
Την περίοδο αυτή ο Βυζαντινός Στρατός άλλαξε την οργάνωσή του. Έτσι τα παλαιά τάγματα καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα αλλάγια, μονάδες που πιστεύεται πως είχαν δύναμη 500, περίπου ανδρών. Τα αλλάγια αναφέρονται, για πρώτη φορά, στα «Τακτικά» του Λέοντος Στ’ του Σοφού, παράλληλα με τα τάγματα, δηλώνοντας αποκλειστικά μονάδες ιππικού, ίσως του μισθοφορικού.
Ο όρος αλλάγιον προέρχεται από τον λατινικό ala, που με την σειρά του, πιθανότατα προέρχεται από τον ελληνικό ίλη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο όρος προέρχεται από τη λέξη αλλαγή, καθώς τα τμήματα αυτά εναλλάσσονταν στην υπηρεσία. Τα ρωμαϊκά alae είχαν παρατακτέα δύναμη 480-720 ιππέων. Στην εποχή του Αυγούστου συγκροτήθηκαν και alae βοηθητικού πεζικού.
Στον Υστεροβυζαντινό Στρατό η σύνθεση των αλλαγίων δεν είναι με ακρίβεια γνωστή. Οι περισσότερες πηγές επιτρέπουν, πάντως, να υποθέσουμε πως είχαν θεωρητική παρατακτέα δύναμη 200-500 ανδρών. Στο Χρονικό του Μορέως, πάντως, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εμφανίζεται, το 1260, να διαθέτει 18 αλλάγια, με συνολική δύναμη 6.000 ανδρών, δυνάμεως, έκαστο 330 περίπου ανδρών.
Κάθε αλλάγιον διοικείτο από τον αλλαγάτορα, έναν αξιωματικό αντίστοιχο του κόμη ή ταγματάρχη. Τα ρωμαϊκά alae συγκροτούνταν από 16 τούρμες (ουλαμούς) των 30 ανδρών. Ωστόσο στον Βυζαντινό Στρατό η τούρμα ήταν μονάδα επιπέδου συγκροτήματος. Τα αλλάγια συγκροτούνταν από προνοιάριους.
Άλλες μονάδες, οι λεγόμενοι «καστρινοί», αναλάμβαναν την φρούρηση πόλεων και φρουρίων, έναντι ορισμένων απολαβών από το κράτος, σε γη, χρήμα, ή φορολογική ατέλεια. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν τα αλλάγια με διάφορους επιμέρους προσδιορισμούς, ως «βασιλικά αλλάγια», «μεγάλα αλλάγια», «αυθεντικά αλλάγια», αλλά και τάγματα.
Ο Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει αλλάγια από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας, αλλά και αλλάγια Λατίνων και Κουμάνων μισθοφόρων. Ο ίδιος πάντως ταυτίζει τα αλλάγια με τα τάγματα. Προφανώς τα μεγάλα αλλάγια αποτελούσαν συγκροτήματα επιπέδου συντάγματος ή σχηματισμούς επιπέδου ταξιαρχίας, με σημερινούς όρους, στους οποίους εντάσσονταν τα αυθεντικά αλλάγια ή τάγματα. Ο όρος βασιλικά αλλάγια είναι προφανές ότι δηλώνει μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς.
Ο όρος Στρατιώτης, στον Βυζαντινό Στρατό, σήμαινε τον έφιππο, αποκλειστικά, πολεμιστή. Οι πεζοί ονομάζονταν αναλόγως των όπλων που έφεραν. Οι καλύτεροι Στρατιώτες της εποχής έφεραν αλυσιδωτό ή δερμάτινο ή εφαπλωματώδη θώρακα, κράνος, ασπίδα, σπάθη και μακριά λόγχη. Οι λιγότερο καλά οπλισμένοι δεν έφεραν θώρακα. Ονομάζονταν και «Προνοιάριοι» γιατί ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους λάμβαναν εκτάσεις γης, ή χρηματική αμοιβή ή φορολογική ατέλεια, τις λεγόμενες πρόνοιες ή οικονομίες.
Από τη στιγμή που ο Μιχαήλ ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να ανασυγκροτήσει τον Βυζαντινό Στρατό. Έτσι το «Λατινικόν», σταδιακά καταργήθηκε. Πολλοί από τους άνδρες του είχαν ήδη εξελληνιστεί και παρέμειναν στον αναδιοργανωμένο στρατό στα αλλάγια των «Καβαλαριών», τα οποία όμως εκπαιδεύτηκαν να πολεμούν, όπως οι Δυτικοί ιππότες, να εκτελούν δηλαδή ταχείες επελάσεις με τη λόγχη.
Οι Καβαλάριοι, το πλέον επίλεκτο σώμα του ιππικού, ήταν ολιγάριθμοι. Αποτελούσαν μόλις το 1/5 της συνολικής δύναμης του ιππικού και μάλλον αποτελούσαν τμήμα των βασιλικών αλλαγίων. Το λοιπό βαρύ ιππικό αποτελούταν από τα αλλάγια των προνοιάριων Στρατιωτών. Οι Στρατιώτες έφεραν, όπως και οι Καβαλάριοι, λόγχη, σπάθη, ασπίδα και κεφαλοθραύστη. Ενώ όμως οι Καβαλάριοι έφεραν στο σύνολό τους αλυσιδωτό θώρακα, οι Στρατιώτες έφεραν συνήθως κατώτερη θωράκιση –κοντό αλυσιδωτό ή δερμάτινο θώρακα. Επίσης, οι Στρατιώτες υστερούσαν σε εκπαίδευση, καθώς δεν ήταν μονίμως υπό τα όπλα, αλλά καλούντο να υπηρετήσουν όταν παρίστατο ανάγκη.
Προνοιάροι Στρατιώτες ήταν και οι ακρίτες της εποχής του Μιχαήλ Η’, οι οποίοι φρουρούσαν τα ανατολικά σύνορα του κράτους, μέχρι την στιγμή που ο Μιχαήλ τους επέβαλε βαριά φορολογία, αντί της ατέλειας που απολάμβαναν έως τότε. Η κίνησή του αυτή έμελλε να έχει μοιραίες συνέπειες, καθώς η φύλαξη των συνόρων παραμελήθηκε, αν δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς, ενώ πολλοί πέρασαν στην υπηρεσία των Τούρκων, ειδικά από τις αρχές του 14ου αιώνα και έπειτα.
Ένα μεγάλο πρόβλημα για τον Βυζαντινό Στρατό της εποχής, ήταν η ανυπαρξία ελαφρού ιππικού στις τάξεις του. Το πρόβλημα αυτό επιτάθηκε από την στιγμή που ο βασικός αντίπαλος, οι Τούρκοι, διέθεταν πλήθος Ακινζήδων ελαφρών ιπποτοξοτών.
Η κατάσταση αντιμετωπίστηκε, στην περίοδο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, με τη μίσθωση μεγάλου αριθμού Ούγγρων και Κουμάνων, αλλά και Τούρκων ιπποτοξοτών, οι οποίοι συγκροτούσαν το λεγόμενο «Σκυθικόν» σώμα, το οποίο είχε πρωτοσυγκροτηθεί επί Κομνηνών, από Πετσενέγκους μισθοφόρους. Οι Ούγγροι και οι Κουμάνοι εγκαταστάθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιωάννης Γ’ Βατάτζη στην άνω κοιλάδα του Αξιού (Βαρδάρης) και για αυτό ονομάστηκαν Βαρδαριώτες.
Οι Βαρδαριώτες, αν και ξένοι, σταδιακά εξελληνίστηκαν και θεωρούνταν, από κάποια στιγμή και μετά, υπήκοοι της Αυτοκρατορίας και όχι μισθοφόροι, συγκροτώντας ακόμα και μια μονάδα της αυτοκρατορικής φρουράς. Επίσης, υπήρχε και το σώμα των «Τουρκόπουλων», οι οποίοι ήταν εκχριστιανισμένοι Σελτζούκοι, κυρίως, Τούρκοι και Τουρκομάνοι που πολεμούσαν με τον παραδοσιακό τους τρόπο, ως ελαφροί ιπποτοξότες. Τα σώματα αυτά όμως, διαλύθηκαν, από τον Ανδρόνικο Β’.
Το πεζικό διακρίνονταν σε βαρύ και ελαφρύ. Το βαρύ πεζικό αποτελούσαν μονάδες «Κονταράτων», ενώ ως ελαφροί πεζοί χαρακτηρίζονταν οι τοξότες και οι ψιλοί. Το πεζικό αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα των ύστερων βυζαντινών στρατών. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη φρούρηση πόλεων και κάστρων και η εκπαίδευσή του είχε παραμεληθεί.
Οι Κονταράτοι ήταν οι απόγονοι των παλαιών «Σκουτάτων», δηλαδή των δορυφόρων. Έφεραν μακρύ δόρυ, σπαθί και μακριά, δυτικού τύπου, αμυγδαλόσχημη ασπίδα. Οι πρώτοι ζυγοί έφεραν και αλυσιδωτό ή δερμάτινο θώρακα. Παρατάσσονταν σε βάθος τεσσάρων συνήθως ζυγών. Δεν διέθεταν οργανικά τμήματα τοξοτών, όπως στο παρελθόν, για την άμεση υποστήριξή τους.
Οι τοξότες διακρίνονταν σε δύο υποκατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε καλά εξοπλισμένα και οργανωμένα σώματα τοξοτών που μάχονταν συγκροτημένα εξαπολύοντας «ομοβροντίες» βελών, ταγμένα σε πυκνό σχηματισμό. Οι τοξότες αυτοί έφεραν επίσης ελαφρά θωράκιση, κράνος, ασπίδα και σπαθί και μπορούσαν να πολεμήσουν και εκ του συστάδην.
Ήταν όμως λίγοι. Αντίθετα, ο όγκος των τοξοτών αποτελείτο από άνδρες αθωράκιστους, που πέραν του τόξου έφεραν και ένα σπαθί ή ένα εγχειρίδιο. Από τα τέλη του 13ου αιώνα οι ελαφροί αυτοί τοξότες δεν ήταν καν στρατιώτες, αλλά πολίτες – πάροικοι, που βάσει φεουδαρχικών ή άλλων υποχρεώσεων προς το κράτος, στρατεύονταν όταν υπήρχε ανάγκη, για διάστημα λίγων, το πολύ, μηνών. Οι άνδρες αυτοί πολεμούσαν κατά βάση σε χαλαρή τάξη, ως ψιλοί ακροβολιστές και δεν ήταν φυσικά σε θέση να αντιμετωπίσουν έφοδο βαρύτερων τμημάτων, πολύ δε περισσότερο επέλαση ιππικού.
Σε ορισμένες περιπτώσεις στρατεύθηκαν και αγρότες οπλισμένοι μόνο με αγροτικά εργαλεία. Κατά κανόνα τα τμήματα αυτά τρέπονταν σε φυγή επί τη εμφανίσει του εχθρού. Τον 14ο αιώνα αρκετοί τοξότες εφοδιάστηκαν με βαλλίστρες, αντί του παραδοσιακού, σύνθετου τόξου. Ωστόσο η χρήση της βαλλίστρας απαιτούσε καλή εκπαίδευση και η χρήση της, κατά συνέπεια, από τους πολιτοφύλακες – πάροικους τοξότες ήταν περιορισμένοι. Τοξότες ήταν και οι περισσότεροι Κρήτες στρατιώτες που υπηρετούσαν, τους χρόνους αυτούς, στον Αυτοκρατορικό Στρατό. Οι βαλλιστροφόροι αποτελούσαν ξεχωριστό σώμα και διοικούντο από τον Στρατοπεδάρχη των Τζαγραδόρων (οι Βυζαντινοί ονόμαζαν την βαλλίστρα τζάγρα).
Υπήρχαν και τμήματα ελαφρού πεζικού, τα οποία ήταν ικανά να πολεμήσουν και εκ του συστάδην, περίπου όπως οι αρχαίοι πελταστές. Τα τμήματα προέρχονταν κυρίως από την Πελοπόννησο και συγκεκριμένα από τη Λακωνική Μάνη. Ήταν οι λεγόμενο Τσάκωνες, οι οποίοι υπηρετούσαν και ως πεζοναύτες στον αυτοκρατορικό στόλο. Αργότερα συγκροτήθηκε και μια μονάδα της αυτοκρατορικής φρουράς από Τσάκωνες και μια άλλη από «Γιανιτσάρους», η σύνθεση, ή οργάνωση και ο φερόμενος από τους άνδρες της οπλισμός είναι άγνωστα. Πιθανότατα πρέπει να ταυτιστούν με τους Μουρτάτες. Οι Τσάκωνες και οι λεγόμενοι «Γαζμούλοι» (απόγονοι ερωτικών συνευρέσεων Ελλήνων και Λατίνων) έφεραν ασπίδες, ακόντια και δόρατα. Οι καλύτερα οπλισμένοι διέθεταν και θώρακα. Και οι μονάδες των Τσακώνων και των Γαζμούλων διαλύθηκαν από τον Ανδρόνικο Β’, με εξαίρεση τις μονάδες της φρουράς.
Η αυτοκρατορική φρουρά αποτελείτο από τα δύο αλλάγια των Παραμονών, ένα ιππικού και ένα ιππικού, από ένα τμήμα Τσακώνων, διοικούμενο από Στρατοπεδάρχη, ένα αλλάγιο ιππικού Βαρδαριωτών, τους Κατελάνους, Καταλανούς δηλαδή, που έμειναν πιστοί στην Αυτοκρατορία και τη Βαράγγια φρουρά, η οποία όμως, μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, φρουρούσε τον εκάστοτε αυτοκράτορα, αλλά δεν εκστράτευε έξω από την Κωνσταντινούπολη, πιθανόν λόγο και του μικρού αριθμού ανδρών που πλέον διέθετε. Αργότερα συγκροτήθηκε και μια μονάδα των Μουρτάτων τοξότων, ίσως εκχριστιανισμένων Τούρκων ή άλλων επίλεκτων τοξότων, τους οποίους διοικούσε ο Στρατοπεδάρχης των Μουρτάτων. Ορισμένοι ιστορικοί ταυτίζουν τους Μουρτάτρους με τους Βαρδαριώτες ή τους Γιανιτσάρους.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει πως ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός είχε ως προσωπική φρουρά ένα αλλάγιο με 500 Καταλανούς στρατιώτες, με αλλαγάτορα τον Χουάν Πελάτρα. Τα εκτός των Παραμονών αλλάγια της φρουράς συγκροτούσαν τις λεγόμενες Εταιρείες. Ο όρος ήταν παλαιός και δήλωνε τα μισθοφορικά τμήματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Διοικητής τους ήταν ο μέγας εταιριάρχης, ή εταιρίαρχος, με δεύτερος την ιεραρχία τον εταιρίαρχο. Ο διοικητής της φρουράς των Παραμονών έφερε τον τίτλο του πρωταλλαγάτορα.
Τα διάφορα μισθοφορικά τμήματα, Καταλανών, Τούρκων, Σέρβων, Βούλγαρων, Βλάχων, Λατίνων ή Αλανών μισθοφόρων, αποτελούσαν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, τον όγκο των αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Άλλοι αξιωματούχοι της εποχής, με μη ξεκάθαρους ρόλους ήταν ο Μέγας Άρχων, ο Άρχων του Αλλαγίου, ο Μέγας Τσαούσιος και ο Ακόλουθος. Ο πρώτος φαίνεται πως δεν είχε στρατιωτικό ρόλο, αντίθετα με τον δεύτερο που, μάλλον, διοικούσε τους άνδρες της βασιλικής σωματοφυλακής. Ο Μέγας Τσαούσιος επίσης, κατά πάσα πιθανότητα είχε εθιμοτυπικό ρόλο, ενώ ο Ακόλουθος ήταν ο επικεφαλής της Βαράγγιας φρουράς.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Ιωάννης Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, το 1341, οι πηγές αναφέρουν ότι ο Καντακουζηνός, ως μέγας δομέστιχος (αρχιστράτηγος), διέθετε 16 αλλάγια. Αν τα αλλάγια αυτά ήταν πλήρους δυνάμεως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι διέθετε συνολικά περί τους 8.000 άνδρες. Ένα έτος μετά όμως ο Καντακουζηνός εμφανίζεται να διαθέτει μόνο 2.000 άνδρες, ενώ με τη λήξη του εμφυλίου, κατά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη, εμφανίζεται να διαθέτει μόλις 1.000 άνδρες.
Ακόμα και αν ο όγκος του στρατού του, κατά την έναρξη του εμφυλίου, αποτελείτο από μισθοφορικά τμήματα, η εξέλιξη του καταστρεπτικού εκείνου πολέμου, δείχνει την πλήρη κατάρρευση της όποιας στρατιωτικής ισχύος είχε απομείνει στην Αυτοκρατορία. Επί Μιχαήλ Η’ ο Βυζαντινός Στρατός μπορούσε να παρατάξει 20.000 άνδρες. Η κατάπτωση, μέσα σε λίγα χρόνια, ήταν εμφανής.
Πηγή: defence-point.gr