Η Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, αποτελούσε τον πλέον πείσμωνα εχθρό του Βυζαντίου ήδη από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Οι πόλεμοι Βυζαντινών και Περσών αποτελούσαν ενδημικό φαινόμενο. Ακόμα και όταν επισήμως τα δύο κράτη δεν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, τα συνοριακά επεισόδια ήταν συνεχή.
Όταν όμως ο Ιουστινιανός διαδέχθηκε το 527 μ.Χ. στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο, οι Πέρσες θεώρησαν τη στιγμή κατάλληλη για να αρχίσουν ξανά τον πόλεμο. Αιτία ήταν η επιθυμία τους να προσαρτήσουν την περιοχή της Λαζικής στη χώρα τους. Η Λαζική εκτείνεται στα εδάφη της σημερινής βόρειας Τουρκίας – Αρμενίας, μεταξύ των ανατολικών ακτών του Ευξείνου Πόντου και της Κασπίας Θάλασσας.
Οι Πέρσες άρχισαν επιδρομές και λεηλασίες των παραμεθωρίων βυζαντινών εδαφών. Οι Βυζαντινοί απάντησαν με μια μεγάλη και ιδιαίτερα επιτυχή επιδρομή στην Περσαρμενία.
Τα προ της μάχης
Σε αυτό το κλίμα ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον Βελισάριο την ευθύνη κατασκευής ενός συνοριακού οχυρού στην Μεσοποταμία, μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης Δάρας, της ανατολικότερης πόλης της Αυτοκρατορίας.
Το Δάρας βρισκόταν σε απόσταση 200 χλμ. περίπου από την δυτική όχθη του ποταμού Τίγρη, ενώ η πιο κοντινή του αυτοκρατορική πόλη ήταν η Άμιδα, η οποία βρίσκονταν σε απόσταση 160 χλμ. περίπου ΒΔ.
Στη θέση Μίνδουος, 3 χλμ. ανατολικά του Δάρας και 2 χλμ. από τα σύνορα, αποφάσισε ο Ιουστινιανός να κατασκευάσει το φρούριο, το οποίο θα αποτελούσε την ασπίδα της πόλης, την πρώτη γραμμή άμυνας της από τους Πέρσες. Ο Βελισάριος είχε φροντίσει να συγκεντρώσει όλα τα απαραίτητα για την οικοδόμηση του οχυρού υλικά.
Έτσι όταν έλαβε την εντολή του Ιουστινιανού, οι εργασίες άρχισαν αμέσως και προχώρησαν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Οι Πέρσες αντέδρασαν και ζήτησαν από τον Βελισάριο να σταματήσει τις εργασίες, αφού βάσει συνθήκης δεν επιτρεπόταν ούτε στους Βυζαντινούς, ούτε στους Πέρσες να κτίζουν νέα οχυρά στα σύνορα.
Ο Ιουστινιανός, στον οποίο ο Βελισάριος μετέφερε τις περσικές διαμαρτυρίες, διέταξε την συνέχιση των εργασιών. Απέστειλε μάλιστα στην περιοχή μια μικρή στρατιά, υπό τους στρατηγούς Βούζη και Κούτση για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Οι άπειροι στρατηγοί, οι οποίοι ανέλαβαν τη διοίκηση από τον Βελισάριο, αποφάσισαν να δώσουν μάχη με τους Πέρσες.
Ο Βελισάριος εκείνες τις μέρες ήταν ασθενής και έτσι δεν έλαβε μέρος στην καταστροφική μάχη του Μίνδουου, στην οποία ο Βυζαντινός Στρατός καταστράφηκε και το ημιτελές οχυρό κατελήφθη από τους Πέρσες και κατεδαφίστηκε.
Ο Βελισάριος μεταφέρθηκε από τους άνδρες του με φορείο στο Δάρας, γλιτώνοντας την αιχμαλωσία. Στο μεταξύ ο Ιουστινιανός, πληροφορούμενος την καταστροφή στο Μίνδουο, αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο στους Πέρσες. Αρχιστράτηγο της Ανατολής ανακήρυξε τον Βελισάριο
Ο νέος αρχιστράτηγος της Ανατολής, παρά το νεαρό της ηλικίας του – ήταν μόλις 23 ετών – επέδειξε σύνεση που αντάξια ενός ώριμου και έμπειρου άνδρα. Παρά τις συνεχείς περσικές προκλήσεις δεν βιάστηκε καθόλου και προετοίμασε με μεγάλη προσοχή την απάντηση του. Πρώτα από όλα συγκέντρωσε στο Δάρας, την προκεχωρημένη βάση του, αξιόλογες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και τους επίλεκτους βουκελάριους ιππείς του.
Στην συνέχεια αφοσιώθηκε στην εκπαίδευση των δυνάμεων του. Οι άνδρες του έπρεπε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τον ισχυρότερο στρατό του τότε γνωστού κόσμου, τον περσικό. Επί δύο σχεδόν έτη ο Βελισάριος εργάστηκε ακούραστα συγκεντρώνοντας και εκπαιδεύοντας στρατεύματα, επιθεωρώντας και ενισχύοντας τις απομακρυσμένες φρουρές και ανασυγκροτώντας γενικότερα τη βυζαντινή στρατιωτική μηχανή.
Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη μάχη του Μίνδουου (528 μ.Χ.) έως τη μάχη του Δάρας (530 μ.Χ.) ο Ιουστινιανός είχε επιχειρήσει από την πλευρά του να έρθει σε συνεννόηση με τους Πέρσες. Οι προσπάθειες του όμως απέβησαν άκαρπες.
Αντίπαλες δυνάμεις και τάφρος
Στο μεταξύ ο Βελισάριος είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει στο Δάρας μια ανομοιογενή στρατιά 25.000 ανδρών. Σε αυτή ήσαν εντεταγμένοι, πέραν των Βυζαντινών στρατιωτών, και πολλοί φοιδεράτοι (βάρβαροι σύμμαχοι), κυρίως Ερούλοι Γερμανοί και Ούννοι. Ξαφνικά ο Βελισάριος ειδοποιήθηκε ότι μια μεγάλη περσική στρατιά είχε εισβάλει στα αυτοκρατορικά εδάφη με στόχο την κατάληψη του Δάρας.
Ο Βελισάριος δεν έχασε χρόνο και ετοιμάστηκε να δώσει μάχη έξω από την πόλη, με σκοπό να καταστρέψει την εχθρική στρατιά. Πολλοί αξιωματικοί του τον κατέκριναν για την απόφαση του αυτή, αφού, όπως έλεγαν θα ήταν καλύτερα να αναμένουν τους πολυπληθείς εχθρούς εντός της ασφάλειας των τειχών.
Ο Βελισάριος όμως δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να περιοριστεί σε παθητική άμυνα, παραδίδοντας αμαχητί στον εχθρό την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Αυτός ήταν ο λόγος που τον οδήγησε στην ριψοκίνδυνη απόφαση να δεχθεί μάχη με υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις σε αναπεπταμένο πεδίο. Παρόλα αυτά θα έπραττε ότι ήταν δυνατό για να υπερνικήσει το αριθμητικό πλεονέκτημα του εχθρού. Διέταξε λοιπόν τους άνδρες του να σκάψουν μια τάφρο, καθ’ όλο το μήκος του μετώπου, το οποίο επρόκειτο να καταλάβουν. Η τάφρος όμως σκάφτηκε σε σχήμα αναεστραμένου Π με προεκτάσεις στα άκρα της.
Οι προεκτάσεις στα δύο σκέλη του Π σκάφτηκαν σε αρκετή απόσταση από το κέντρο της τάφρου, έτσι ώστε όταν ο στρατός του ελάμβανε τις θέσεις μάχης του επί της τάφρου, τα δύο άκρα του (κέρατα) θα βρίσκονταν επίσης πιο μπροστά σε σχέση με το κέντρο.
Ανάμεσα στην τάφρο αφέθηκαν πολλοί στενοί διάδρομοι, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να επικοινωνούν οι βυζαντινές μονάδες μεταξύ τους ή και να οπισθοχωρούν όταν θα απαιτείτο. Από την άλλη οι διάδρομοι λειτουργούσαν και ως σημεία υποχρεωτικής διέλευσης των εχθρών.
Τελικά την επομένη και ενώ η τάφρος ήταν έτοιμη φάνηκε στο βάθος η ισχυρή περσική στρατιά, υπό τον μιρράνη Περόζη. Οι Πέρσες διέθεταν περισσότερους από 40.000 άνδρες. Το κύριο όπλο τους ήταν το εξαίρετο βαρύ ιππικό τους.
Οι κλιβανοφόροι ιππείς τους, οι οποίοι αποτελούσαν τον όγκο του ιππικού, έφεραν βαρύ αλυσιδωτό θώρακα, που τους κάλυπτε από το κεφάλι ως τους μηρούς. Ήταν επίσης εξοπλισμένοι με τόξο, λόγχη, σπάθη και μικρή ασπίδα. Αυτοί αποτελούσαν το αντίστοιχο των βουκελαρίων του Βυζαντινού Στρατού.
Οι Πέρσες όμως διέθεταν και έναν ακόμα βαρύτερο τύπο ιππικού, τους κατάφρακτους. Αυτοί έφεραν επίσης αλυσιδωτό θώρακα, έως τους αστραγάλους, ίππευαν πλήρως θωρακισμένα άλογα και ήσαν εξοπλισμένοι με λόγχη και σπάθη.
Η βαριά τους θωράκιση τους καθιστούσε άτρωτους σχεδόν στα βέλη, εκτός και αν αυτά βάλλονταν από εξαιρετικά μικρή απόσταση. Αντίθετα με το εκλεκτό του ιππικό, ο Πέρσης στρατηγός, δεν θα έπρεπε να αισθάνεται και ιδιαιτέρως υπερήφανος για το πολυπληθές πεζικό του.
Οι πεζοί του ήσαν κυρίως αθωράκιστοι δορυφόροι, εξοπλισμένοι με μεγάλη ξύλινη ασπίδα, δόρυ και εγχειρίδιο ή κοντό σπαθί. Δεν διέθεταν ούτε την εκπαίδευση, ούτε τον οπλισμό, ούτε την πειθαρχία για να αντιπαραταχθούν στο βυζαντινό πεζικό. Λίγοι Πέρσες πεζοί ήταν ψιλοί ακοντιστές και τοξότες.
Προέλαση και ανάπτυξη
Ο Πέρσης στρατηγός αρχικά σταμάτησε την προέλασή του στη θέση Αμμώδιος, σε απόσταση 4 χλμ. περίπου από το Δάρας. Από εκεί έστειλε αγγελιαφόρο στον Βελισάριο, ζητώντας του να του ετοιμάσει το λουτρό του στο Δάρας. Τόσο βέβαιος ήταν για τη νίκη του. Κατόπιν ο Περόζης κίνησε τη στρατιά του προς το Δάρας και σταμάτησε σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από τα άκρα της τάφρου.
Στο μεταξύ ο Βελισάριος έσπευσε να τάξει και αυτός τους άνδρες του σε θέσεις μάχης. Στην αριστερή προέκταση της τάφρου έταξε το θρακικό αυτοκρατορικό ιππικό υπό τον Βούζη. Αριστερά τους και πίσω από έναν μικρό λοφίσκο έταξε, ως ενέδρα 300 Ερούλους ιππείς, υπό τον Φάρα. Αυτοί, αναλόγως της εξέλιξης της μάχης θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε για την ενίσχυση του θρακικού ιππικού, είτε ως δύναμη υπερκέρασης του περσικού δεξιού.
Πίσω και δεξιά από το αριστερό κέρας ιππικού τάχθηκαν, εκτός της τάφρου, 600 Ούννοι ιππείς υπό τον Αϊγάν. Αποστολή τους ήταν να καλύψουν το δεξιό πλευρό του θρακικού ιππικού, περικυκλώνοντας τους Πέρσες κλιβανοφόρους, αν προχωρούσαν περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
Οι Ούννοι όμως λειτουργούσαν και ως κινητός σύνδεσμος του αριστερού κέρατος με το πεζικό, που κατέλαβε το κέντρο της παράταξης, αρκετά πιο πίσω. Οι Βυζαντινοί πεζοί τάχθηκαν πίσω από την τάφρο σε φάλαγγα βάθους 8 ζυγών.
Στο δεξιό της φάλαγγας του πεζικού τάχθηκε άλλο ένα απόσπασμα 600 Ούννων, υπό τους Ασκάν και Σίμμα, με αντίστοιχη αποστολή, όπως και το σώμα του Αϊγάν. Το δεξιό κέρας σχημάτισαν αυτοκρατορικά τάγματα καβαλαρίων, υπό τους Ιωάννη, Κύριλλο και Μάρκελο. Τη γενική εφεδρεία της στρατιάς αποτέλεσε το σώμα των βουκελαρίων του Βελισαρίου, το οποίο έλαβε θέσεις πίσω από το πεζικό.
Οι Πέρσες τάχθηκαν συμβατικά, σε δύο γραμμές μάχης, με το ιππικό στις πτέρυγες και το πεζικό στο κέντρο. Στο δεξιό τους τάχθηκαν κλιβανοφόροι ιππείς, υπό τον Πιτυάξη και στο αριστερό τάχθηκαν οι κατάφρακτοι ιππείς τους, ενισχυμένοι και από κλιβανοφόρους, υπό τον έμπειρο, μονόφθαλμο στρατηγό τους Βαρεσμανά. Ο Περόζης στάθηκε στο κέντρο, μαζί με τους σωματοφύλακες του, πίσω από την πρώτη γραμμή του πεζικού.
Από την παράταξη του Περσικού Στρατού μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι πρόθεση του Πέρση στρατηγού ήταν να ανατρέψει το βυζαντινό δεξιό κέρας και κατόπιν να κινηθεί και να υπερκεράσει το βυζαντινό κέντρο.
Το σχέδιο αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό. Δεν ελάμβανε υπόψη του όμως το σημαντικό κώλυμα της τάφρου και το γεγονός ότι τα νώτα του Βυζαντινού Στρατού ήταν έτσι και αλλιώς καλυμμένα από τα τείχη της πόλης του Δάρας, σε ελάχιστη απόσταση από τα οποία είχε ταχθεί.
Ο Βελισάριος, βέβαιος ότι ο Περόζης, θα επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί την αριθμητική υπεροχή του στρατού του με ελιγμό υπερκέρασης, έταξε με τον τρόπο που ανεφέρθη τον στρατό του, εξουδετερώνοντας εξ αρχής τα σχέδια του αντιπάλου. Η μόνη λύση που απέμενε στον Περόζη ήταν να προικοδοτήσει το αριστερό, επιθετικό του κέρας, με συντριπτικά ανώτερες των βυζαντινών δυνάμεις, τηρώντας αμυντική στάση στο υπόλοιπο μέτωπο. Ευτυχώς για τον Βελισάριο, ο Περόζης απεδείχθη τόσο ισχυρογνώμων όσο και ο πρόγονος του Ξέρξης μερικούς αιώνες πριν.
Έτσι ταγμένοι οι δύο στρατοί έστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, χωρίς κανείς να επιτίθεται. Οι Πέρσες περίμεναν ότι ο Βελισάριος θα διέλυε την παράταξη για να γευματίσουν οι άνδρες του. Ο Βελισάριος όμως μοίρασε τρόφιμα στους άνδρες του και όλοι έφαγαν στις θέσεις που κατείχαν. Ξαφνικά, αργά το απόγευμα το περσικό δεξιό κέρας επιτέθηκε στους Θράκες καβαλάριους του Βούζη και τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν λίγα μέτρα. Αυτοί όμως αντεπετέθησαν και υποχρέωσαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω τους επτά νεκρούς.
Μονομαχίες
Τότε εμφανίστηκε ενώπιον των δύο στρατών ένας Πέρσης ιππέας, ο οποίος προκάλεσε, στα ελληνικά, όποιον Βυζαντινό τολμούσε να μονομαχήσει μαζί του. Κανείς δεν εμφανίστηκε, όχι γιατί δεν τολμούσε, όπως αναφέρει ο Προκόπιος, αλλά γιατί είχε δοθεί ρητή διαταγή να μην διασπασθεί η παράταξη για κανένα λόγο. Ο Πέρσης όμως άρχισε, πάντα στα ελληνικά, να κοροϊδεύει τους Βυζαντινούς, φωνάζοντας τους ότι ήσαν δειλοί.
Τότε εμφανίστηκε ένας υπηρέτης, παλαιός γνώριμος, ο Ανδρέας, ο οποίος παρακάλεσε τους στρατηγούς να του επιτρέψουν να μονομαχήσει αυτός με τον Πέρση. Ακόμα και αν σκοτώνονταν, τους είπε, δεν θα δημιουργείτο πρόβλημα, αφού δεν ήταν στρατιώτης και όλοι το γνώριζαν αυτό. Η άδεια του εδόθη και ο Ανδρέας, ο παλαιός υπηρέτης του Βελισάριου, εξοπλίσθηκε, ίππευσε σε ένα άλογο και όρμησε κατά του Πέρση ευγενή, με τα πολυστόλιστα όπλα.
Ο Πέρσης όρμησε και αυτός καταπάνω στον αντίπαλό του. ο Ανδρέας όμως απεδείχθη ταχύτερος και με ένα επιδέξιο κτύπημα με τη λόγχη έριξε τον Πέρση κάτω από το άλογο. Ο θώρακας του Πέρση άντεξε στο πλήγμα. Κατά την πτώση όμως ο Πέρσης έπεσε με το κεφάλι και ζαλίστηκε. Πριν προλάβει να συνέλθει, ο Ανδρέας αφίππευσε δίπλα του και τον αποκεφάλισε!
Μια ουρανομήκης κραυγή ακούστηκε από όλον τον Βυζαντινό Στρατό, μια ζητωκραυγή για τον ήρωα, ο οποίος ανενόχλητος, υπό τα βλέμματα των κατάπληκτων Περσών, φόρτωσε το νεκρό σώμα του αντιπάλου του στο άλογο του Πέρση, φόρτωσε επάνω και τα πολυτελή του όπλα και κινήθηκε αμέριμνα προς την βυζαντινή παράταξη.
Οι Πέρσες, πάντως, συγκλονίστηκαν από το αποτέλεσμα της μονομαχίας και ο Περόζης αποφάσισε να στείλει επειγόντως αγγελιαφόρο στην γειτονική περσική πόλη της Νίσιβη, για να ζητήσει την αποστολή ακόμα 10.000 ανδρών για τη μάχη που θα δίνονταν την επομένη. Την ίδια ώρα ένας άλλος Πέρσης ευγενής ιππέας, όχι νεαρός αλλά άνδρας ώριμος και άξιος στα πολεμικά, όπως έδειχναν οι κινήσεις του, βγήκε και πάλι από τις περσικές γραμμές για να προκαλέσει σε μονομαχία τον ίδιο τον Βελισάριο.
Ο Βελισάριος φυσικά αγνόησε την πρόκληση. Ο Πέρσης πάντως εξακολούθησε να προκαλεί για λίγη ώρα και όταν κανείς δεν φαινόταν να απαντά στην πρόκληση κίνησε και πάλι για τις γραμμές του. Ξαφνικά όμως εμφανίστηκε και πάλι ένας ιππέας να περνά μέσα από τις ατάραχες γραμμές του Βυζαντινού Στρατού και να καλπάζει εναντίον του θρασύτατου εχθρού.
Ο ιππέας ήταν και πάλι ο Ανδρέας. Αμέσως ο Πέρσης στράφηκε κατά του Ανδρέα προτάσσοντας τη λόγχη του. Οι δύο ιππείς χύθηκαν ο ένας καταπάνω του άλλου. Οι λόγχες τους έσπασαν καθώς προσέκρουσαν με δύναμη πάνω στους ισχυρούς τους θώρακες. Τα άλογα τους όμως έπεσαν επίσης το ένα πάνω στο άλλο και οι δύο αντίπαλοι βρέθηκαν ξαπλωμένοι άνω στο χώμα. Μια κραυγή αγωνίας αντήχησε και από τα δύο στρατεύματα.
Οι δύο άνδρες, τραυματισμένοι και οι δύο κατέβαλαν την ύστατη ικμάδα της δύναμης τους για να σηκωθούν και πάλι όρθιοι και να αρπάξουν τα όπλα τους. Και πάλι ο Ανδρέας απεδείχθη ταχύτερος. Την ώρα που ο Πέρσης επιχειρούσε να σηκωθεί δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο και ξαναέπεσε στο έδαφος.
Πριν προλάβει να συνέλθει από το κτύπημα ο Ανδρέας, τον άρπαξε από το πόδι και τον ξαναέριξε στο έδαφος με κρότο και με το ίδιο μαχαίρι τον σκότωσε. Αυτή τη φορά οι ζητωκραυγές ακούστηκαν πολύ εντονότερες, αφού ακόμα και οι κάτοικοι του Δάρας είχαν ανέβει στα τείχη και παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την μονομαχία ανάμεσα στον υπηρέτη και στον Πέρση αξιωματικό.
Ο Ανδρέας μετέφερε και πάλι τον νεκρό Πέρση στις βυζαντινές γραμμές, την ώρα που οι στρατιώτες έψαλλαν τον νικητήριο παιάνα. Ύστερα από αυτό οι Πέρσες αποσύρθηκαν κατηφείς για να διανυκτερεύσουν. Οι Βυζαντινοί αποσύρθηκαν επίσης τραγουδώντας εντός των τειχών της πόλης για να περάσουν με ασφάλεια τη νύκτα.
Η μάχη αρχίζει
Την άλλη μέρα αφίχθησαν οι 10.000 άνδρες που ανέμενε ο Περόζης από τη Νίσιβη και οι Πέρσες ετοιμάστηκαν εκ νέου για μάχη. Ο Βελισάριος μίλησε και εμψύχωσε τους άνδρες του. Οι λόγοι του στρατηγού έγιναν δεκτοί με επευφημίες από τους στρατιώτες, οι οποίοι με την ιαχή «Κύριε Ελέησον», έσπευσαν να καταλάβουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους.
Στο μεταξύ οι Πέρσες είχαν αρχίσει να κινούνται εναντίον τους. Ο Περόζης είχε και πάλι τάξει τον στρατό του σε δύο γραμμές μάχης, χωρίς να επιχειρήσει καν να εκμεταλλευτεί τη αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Οι Πέρσες κινήθηκαν κατά των Βυζαντινών. Σταμάτησαν όμως σε απόσταση 300 περίπου μέτρων και περίμεναν. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες, ακολουθώντας πιστά τις διαταγές του Βελισάριου δεν κινήθηκαν. Περίμεναν παραταγμένοι σε άψογους σχηματισμούς, χωρίς ούτε ψίθυρος να ακούγεται από τα χείλη τους. Οι δύο στρατοί παρέμειναν έτσι για δύο περίπου ώρες.
Μετά το μεσημέρι όμως ο Περόζης έδωσε το σύνθημα και οι Πέρσες επιτέθηκαν. Την επίθεση άνοιξε το περσικό δεξιό υπό τον Πιτυάξη. Αρχικά οι πολυάριθμοι Πέρσες πίεσαν τους Θράκες του Βούζη και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, αν και ορισμένοι μελετητές θεωρούν την υποχώρηση του Βούζη στρατήγημα. Και προφανώς η άποψη τους είναι σωστή, αφού βάσει της αφήγησης του Προκοπίου, οι Πέρσες αφέθηκαν να διασχίσουν ένα μόνο στενό διάδρομο επί της τάφρου και να αναπτυχθούν πέραν αυτής.
Σε περίπτωση οποιασδήποτε άσχημης για αυτούς εξέλιξης δεν θα μπορούσαν να υποχωρήσουν, παγιδευμένοι μεταξύ των Βυζαντινών και της τάφρου. Οι Πέρσες πιστεύοντας πως οι Θράκες υποχωρούσαν άρχισαν ασύντακτα να τους καταδιώκουν. Ξαφνικά όμως δέχθηκαν στο ακάλυπτο δεξιό τους πλευρό την επίθεση των Ερούλων του Φάρα και στο ακάλυπτο αριστερό τους την έφοδο των Ούννων του Αïγάν.
Συντριβή
Το περσικό κέντρο εμποδιζόμενο από την τάφρο δεν μπορούσε να ενισχύσει το σχεδόν περικυκλωμένο δεξιό κέρας της στρατιάς. Μοιραία λοιπόν οι Πέρσες κλιβανοφόροι του Πυτυάξη σφαγιάστηκαν. Περισσότεροι από 3.000 σκοτώθηκαν ανάμεσα στους διαδρόμους της τάφρου και τα πτώματα τους σχεδόν την γέμισαν. Όσοι επέζησαν τράπηκαν σε φυγή, την οποία σταμάτησαν μόνο όταν έφτασαν στη δεύτερη γραμμή μάχης τους.
Οι άνδρες του Βελισάριου, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν δεν τους καταδίωξαν. Βλέποντας ο Περόζης τη συντριβή του δεξιού του αποφάσισε να επικεντρώσει την προσπάθεια του στην διάσπαση του βυζαντινού δεξιού. Γι’ αυτό διέταξε τους επίλεκτους «Αθανάτους» κατάφρακτους να επιτεθούν κατά των βυζαντινών καβαλαρίων.
Ο Βελισάριος όμως είχε προβλέψει την κίνηση του αντιπάλου του και είχε διατάξει το σώμα των Ούννων του Αϊγάν να σπεύσει και αυτό στο δεξιό κέρας και να ενωθεί με το τμήμα Ούννων του Ασκάν και Σίμμα. Παράλληλα και οι βουκελάριοι του τάχθηκαν πίσω από την παράταξη των καβαλαρίων του δεξιού κέρατος, ως εφεδρεία.
Ο Βελισάριος σκόπευε να εφαρμόσει τον ίδιο ελιγμό που εφάρμοσε και στο αριστερό του κέρας. Μόνο που εδώ, αντί των Ερούλων, την πλαγιοκόπηση του εχθρού θα αναλάμβαναν οι βουκελάριοι και το σύνολο των 1.200 Ούννων ιππέων του.
Οι Πέρσες, όπως και πριν, έπεσαν και πάλι στην ίδια παγίδα. Οι καβαλάριοι του Ιωάννη και του Γερμανού υποχώρησαν, οι Πέρσες τους καταδίωξαν και έξαφνα βρέθηκαν περικυλωμένοι, δεξιά από τους Βουκελαρίους και αριστερά από τους Ούννους! Ακολούθησε άγρια σφαγή των ανίκανων να ελιχθούν επίλεκτων Περσών ιππέων.
Τα βέλη των Ούννων σφύριζαν με θανατηφόρα ακρίβεια, θερίζοντας τους Πέρσες. Περισσότεροι από 5.000 επίλεκτοι Πέρσες ιππείς έπεσαν στο σημείο εκείνο. Ο Βελισάριος, όταν είδε το ιππικό του να αφανίζει το περσικό ιππικό, διέταξε και το πεζικό του και επιτεθεί.
Το περσικό πεζικό, βλέποντας και τα δύο κέρατα διαλυμένα δεν στάθηκε να πολεμήσει, αλλά επιχείρησε να αποχωρήσει, με σχετική τάξη αρχικά, πανικόβλητο σε λίγο. Το βυζαντινό πεζικό όμως πρόλαβε τους Πέρσες, οι οποίοι στη βιασύνη τους είχαν πετάξει τις ασπίδες και τα όπλα τους, και τους κατέσφαξε. Πολλοί για να γλιτώσουν τον θάνατο παραδόθηκαν.