Το 444 μ.Χ. ο διαβόητος ηγέτης των Ούννων Αττίλας, εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη και λεηλάτησε, έσφαξε και άρπαξε, κατά την συνήθεια της φυλής του, λέγοντας, αυτάρεσκα, ότι όπου πατούσε δεν ξαναφύτρωνε καν χορτάρι! Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τους εξευτελιστικούς όρους του Αττίλα, καταβάλλοντας του σχεδόν 1.050 κιλά χρυσού.
Έχοντας λάβει σχεδόν όλα όσα ζήτησε ο Αττίλας αποχώρησε από τα αυτοκρατορικά εδάφη. Δε έπαψε όμως κατά καιρούς να ενοχλεί την Αυτοκρατορία, εγείροντας διάφορα ζητήματα και νέες απαιτήσεις.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον βαρύ φόρο χρυσού ετησίως προς τον Αττίλα είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Το 445 μ.Χ. ο Αττίλας δολοφόνησε τον αδερφό του και ανέλαβε μόνος τα ηνία του απέραντου κράτους των Ούννων. Το επόμενο έτος αποφάσισε να εισβάλει και πάλι στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Αυτή τη φορά όμως θα αντιμετώπιζε ισχυρότερη αντίσταση.
Το 446 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη πληροφορήθηκε ότι ο Αττίλας ετοιμαζόταν για νέα εισβολή. Ο Αττίλας, έχοντας συγκεντρώσει έναν τεράστιο στρατό, αποτελούμενο από Ούννους, Γότθους, Γεπίδες και άλλους Γερμανούς, πέρασε τα σύνορα, στην περιοχή της Μοισίας και άρχισε το καταστροφικό του έργο.
Αιματηρή αναχαίτιση
Ο Αττίλας αυτή τη φορά φαινόταν αποφασισμένος να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Οι συνθήκες άλλωστε τον ευνοούσαν. Τον Ιανουάριο του 447 μ.Χ. ένας τρομακτικός σεισμός έπληξε την Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και κυρίως, γκρεμίζοντας μεγάλο μέρος των τειχών της πόλης. Ο Αττίλας πληροφορήθηκε το γεγονός και φυσικά έσπευσε να το εκμεταλλευτεί.
Ωστόσο και η Αυτοκρατορία, έχοντας πληροφορίες για την επικείμενη εισβολή, είχε προετοιμαστεί κατά το δυνατό. Η αρχιστρατηγία είχε δοθεί σε έναν Γερμανό στρατηγό, τον Αμέγκισκλο, ο οποίος είχε συγκεντρώσει έναν ισχυρό στρατό, φιλοδοξώντας να πολεμήσει σε κατά παράταξη μάχη τον Αττίλα.
Ο Αμέγκισκλος, μετακίνησε τον στρατό του στην Μαρκιανούπολη, στην Κάτω Μοισία, στις εκβολές του παραπόταμου του Δούναβη Βιτ, ο οποίος ονομάζονταν τότε Ούτους (λατινικά Utus). Από εκεί κάλυπτε τις οδεύσεις προς την Κωνσταντινούπολη και μπορούσε να τον πλαγιοκοπήσει, ακόμα και να τον κυκλώσει, αν κινείτο, ασύνετα, προς νότο.
Ο Αττίλας, έμπειρος πολεμιστής και ο ίδιος, δεν μπορούσε, προφανώς, να αγνοήσει την απειλή. Την ίδια ώρα ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης Κωνστάντιος είχε επιστρατεύσει το σύνολο του πληθυσμού της πόλης για την επισκευή των τειχών. Στο μεταξύ, ψηλά στα σύνορα ο Αμέγκισκλος, με την πρώτη εμφάνιση των Ούννων, κινήθηκε εναντίον τους.
Ο στρατός του πήρε θέσεις στον ποταμό και περίμενε τους εχθρούς, οι οποίοι δεν άργησαν να φτάσουν. Πρέπει να ήταν τρομερό το θέαμα των εκατοντάδων χιλιάδων πολεμιστών του Αττίλα, οι οποίοι παρατάσσονταν απέναντι στις, σε κάθε περίπτωση, υστερούσες, δραματικά, σε αριθμητική ισχύ, δυνάμεις του Αμέγκισκλου.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν πάντως επική, σύμφωνα με τις ελάχιστες ιστορικές μαρτυρίες που διέσωσαν για αυτή ορισμένοι Βυζαντινοί χρονικογράφοι και ιστορικοί, όπως ο Ιορδάνης, ο Μαρκελλίνος και ο συγγραφέας της «Επιτομής», του 7ου αιώνα.
Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα πολέμησαν ηρωικά. Ο ίδιος ο Αμέγκισκλος, όταν σκοτώθηκε το άλογό του, πολέμησε πεζός, ως απλός στρατιώτης, μέχρι την στιγμή που κατακόπηκε από πολυάριθμους εχθρούς. Ο Αυτοκρατορικός στρατός ηττήθηκε, αλλά οι απώλειες που προκάλεσε στον στρατό του Αττίλα, δικαιολόγησαν την θυσία.
Σύμφωνα με τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία στην μάχη συμμετείχαν, από αυτοκρατορικής πλευράς οι στρατιές του Ιλλυρικού και της Θράκης, αλλά και αυτοκρατορικές μονάδες από την Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται πως στη μάχη έλαβε μέρος και ένας μεσήλικας στρατηγός, ο Μαρκιανός, ο οποίος, για καλή τύχη της Αυτοκρατορίας, επέζησε και κατόπιν ανέβηκε στον θρόνο και εξάλειψε την ουννική απειλή.
Βαρβαρικά αντίποινα
Ο Αττίλας μετά την αιματηρή νίκη του, απίστευτα οργισμένος, επιτέθηκε στην Μαρκιανούπολη, την οποία εξαφάνισε από τον χάρτη, κυριολεκτικά. Πάντως η ευκαιρία για το Αττίλα να καταλάβει την Κωνσνταντινούπολη είχε χαθεί. Στα τέλη Μαρτίου του 447 μ.Χ. τα τείχη της Πόλης υψώνονταν και πάλι περήφανα και η φρουρά είχε ενισχυθεί από σκληροτράχηλους Ίσαυρους στρατιώτες από την Μικρά Ασία.
Αυτό που ακολούθησε την μάχη του Βιτ και την ανακατασκευή των τειχών της Βασιλεύουσας μόνο ως εκστρατεία εκδίκησης μπορεί να εκληφθεί. «…έγιναν τόσες σφαγές, τέτοια αιματοχυσία, που κανείς δεν μπορεί να μετρήσει τους νεκρούς. Ισοπέδωσαν ναούς και μοναστήρια, έσφαξαν μοναχούς και παρθένες…», αναφέρει ένα χρονικό της εποχής.
Ο Αττίλας αφού ισοπέδωσε τα πάντα, από τον Δούναβη και νότια, έφτασε μέχρι την Θεσσαλία. Τελικά αναχαιτίστηκε στις Θερμοπύλες και υποχώρησε.
Πηγή: history-point.gr