Ο Νικηφόρος Φωκάς για να αντιμετωπίσει τη βουλγαρική απειλή στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κάλεσε σε βοήθεια τον Ρώσο ηγεμόνα Σβιατοσλάβο. Αυτός δέχτηκε με ενθουσιασμό και εισέβαλε στη Βουλγαρία το 968 μ.Χ.
Ο Βούλγαρος τσάρος Πέτρος δέχτηκε τότε τους όρους των Βυζαντινών και συνθηκολόγησε. Όμως η αρχική επιτυχία άνοιξε την όρεξη του Ρώσου ηγεμόνα ο οποίος αποφάσισε να επανέλθει και να κατακτήσει τη Βουλγαρία για λογαριασμό του. Έτσι κι έγινε. Οι Ρώσοι κατέκτησαν εύκολα τη Βουλγαρία το 969.
Τότε φάνηκε το λάθος του Νικηφόρου καθώς πλέον η Αυτοκρατορία αντί των Βουλγάρων είχε πλέον στα βόρεια έναν νέο, ρωμαλέο και ασύγκριτα ισχυρότερο εν δυνάμει εχθρό. Στο μεταξύ ο Φωκάς δολοφονήθηκε από τον ανεψιό του Ιωάννη Τσιμισκή ο οποίος διείδε τη ρωσική απειλή και αποφάσισε να την αντιμετωπίσει. Για τον σκοπό αυτό διέταξε τον Δομέστιχο των Σχολών (διοικητής της φρουράς) και εξ αγχιστείας συγγενή του στρατηγό Βάρδα Σκληρό να ανακαλύψει τους σκοπούς του Σβιατοσλάβου και αν χρειαστεί να τον πολεμήσει.
Οι Ρώσοι εφορμούν προς Νότο
Την ίδια ώρα οι Ρώσοι, μαζί με Βούλγαρους και Πετσενέγκους και Μαγιάρους, κατάλαβαν και λεηλάτησαν την Φιλιππούπολη και εισέβαλαν στη Θράκη. Παρέκαμψαν την άριστα οχυρωμένη Αδριανούπολη και στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, πιθανότητα για να κατοπτεύουν την πόλη και να «μετρήσουν» τις δυνάμεις των Βυζαντινών.
Ο ακριβής αριθμός των ανδρών της ρωσικής στρατιάς δεν είναι γνωστός. Ο Σκυλίτζης γράφει ότι επικεφαλής της δύναμης εισβολής ήταν ο ίδιος ο Σβιατοσλάβος και πως διέθετε 308.000 άνδρες, αριθμός εξωπραγματικός. Αντίθετα ο Λέων ο Διάκονος αναφέρει δύναμη 30.000 ανδρών.
Ο Σκληρός παραπλανά
Την ώρα που οι Ρώσοι βάδιζαν στη Θράκη ο Βάρδας Σκληρός δεν έμεινε αδρανής. Επικεφαλής μιας δύναμης 10-12.000 ανδρών βάδισε προς συνάντηση του εχθρού. Ο Λέων Διάκονος αναφέρει ότι ο Βυζαντινός στρατηγός έστειλε μπροστά ένα απόσπασμα ελαφρού ιππικού, υπό τον Ιωάννη Αλακασέα, να παρακολουθεί τους Ρώσους. Αντίθετα ο Σκυλίτζης αναφέρει ότι ο Βάρδας ανέπτυξε τις δυνάμεις του κοντά στα τείχη της Αρκαδιούπολης, με τους Ρώσους να έχουν στρατοπεδεύσει κοντά.
Ο ίδιος αναφέρει ότι οι Ρώσοι προκαλούσαν τους Βυζαντινούς σε μάχη ή σε μονομαχίες, αλλά ο Βάρδας Σκληρός δεν απάντησε στις προκλήσεις. Έτσι οι Ρώσοι πείστηκαν ότι το ηθικό των Βυζαντινών είχε καταπέσει σε τέτοιο βαθμό που έτρεμαν να τους αντιμετωπίσουν. Κατά συνέπεια διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους και άρχισαν να λεηλατούν τα πέριξ.
Με τον τρόπο αυτό ο Σκληρός «αποκοίμισε» τους Ρώσους. Μερικές ημέρες αργότερα όμως κινήθηκε εναντίον τους. Ο Βυζαντινός στρατηγός, λόγω και της αριθμητικής υπεροχής τω αντιπάλων του, χρησιμοποίησε το μυαλό έναντι της δύναμης. Έτσι χώρισε τη μικρή του δύναμη σε τρία τμήματα, τα δύο εκ των οποίων τοποθέτησε σε ενέδρα και ο ίδιος επικεφαλής (ο Σκυλίτζης αναφέρει ότι επικεφαλής ήταν ο Αλακασέας) μόλις 2-3.000 ανδρών κινήθηκε κατά των εχθρών.
Στον ιστό της αράχνης
Όταν οι Βυζαντινοί πλησίασαν στο ρωσικό στρατόπεδο πρώτοι κινήθηκαν εναντίον τους Πετσενέγκοι ελαφροί ιππείς της ρωσικής στρατιάς. Οι Βυζαντινοί προσποιήθηκαν ότι υποχωρούν. Οι Πετσενέγκοι τους καταδίωξαν ασύντακτα. Όμως οι Βυζαντινοί ανέστρεψαν μέτωπο και αντεπιτέθηκαν, προκαλώντας βαρύτατες απώλειες στους έως τότε διώκτες του.
Αυτός ο ελιγμός επαναλήφθηκε και άλλες φορές. Μέχρι οι Πετσενέγκοι να αντιληφθούν το στρατήγημα των Βυζαντινών πολλοί άνδρες τους είχαν σκοτωθεί. Οι Πεστενέγκοι καταδιώκοντας τους Βυζαντινούς, αποχωρίστηκαν από την υπόλοιπη ρωσική στρατιά και υπέστησαν βαριές απώλειες αν και πολέμησαν γενναία.
Ένας μάλιστα Πετσενέγκος κατάφερε ένα τρομερό χτύπημα με το σπαθί στου στο κράνος του Βάρδα Σκληρού, αλλά αυτό άντεξε, αναφέρει ο Λέων Διάκονος. Ο αδερφός του Βάρδα Κωνσταντίνος έσφαξε ανηλεώς τον εν λόγω Πεστενέγκο αμέσως μετά.
Όταν έφτασε και η λοιπή ρωσική δύναμη στο σημείο οι Βυζαντινοί και πάλι υποχώρησαν προς το σημείο της ενέδρας. Ξαφνικά ο Βάρδας διέταξε τις σάλπιγγες να ηχήσουν. Ήταν το σύνθημα… Οι ενεδρεύοντες Βυζαντινοί εξόρμησαν επικαλούμενοι το όνομα του Ιησού Χριστού και επέπεσαν κατά των ανυποψίαστων αντιπάλων τους.
Πρώτοι κατασφάχθηκαν οι υπόλοιποι Πετσενέγκοι που περικυκλώθηκαν σχεδόν. Όσοι επέζησαν τράπηκαν σε άτακτη φυγή, προκαλώντας σύγχυση και πανικό και στις άλλες ρωσικές δυνάμεις. Ο ίδιος ο Βάρδας πρόλαβε έναν εκ των ηγετών των Πετσενέγκων και με ένα τρομερό χτύπημα με το σπαθί του τον έκοψε στα δύο από τον ώμο μέχρι την κοιλιά!
Ακολούθησε χάος. Οι Βούλγαροι πανικοβλήθηκαν πρώτοι και πετώντας τα όπλα αναζήτησαν σωτηρία στη φυγή. Οι Βούλγαροι με την σειρά τους μετέδωσαν τον πανικό στους Ρώσους και σε λίγο το σύνολο της βαρβαρικής στρατιάς είχε μετατραπεί σε ένα κοπάδι φυγάδων. Οι Βυζαντινοί ιππείς τους καταδίωξαν και τους κατέσφαξαν χωρίς έλεος.
Το μέγεθος της νίκης μαρτυρά και η δυσαναλογία στις απώλειες. Οι Βυζαντινοί είχαν 25 (Σκυλίτζης) ή 55 νεκρούς (Λέων Διάκονος) έναντι 20.000 των αντιπάλων τους, πολλοί εκ των οποίων ποδοπατήθηκαν μεταξύ τους. Παρά τη μεγάλη νίκη όμως η Αυτοκρατορία δεν απαλλάχθηκε ακόμα από τον ρωσικό κίνδυνο. Χρειάστηκε μια νέα εκστρατεία υπό τον ίδιο τον αυτοκράτορα Τσιμισκή και η συντριβή των Ρώσων στο Δορύστολο για να απομακρυνθεί ο αχόρταγος Σαβιατοσλάβος από τη περιοχή και να βρει κατόπιν τον θάνατο, κατά τη υποχώρηση, με βυζαντινή… μεσολάβηση.
Πηγή: history-point.gr