Το 1040 η Βουλγαρία αποτελούσε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την υποταγή της από τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Ωστόσο το έτος αυτό ο ευγενής Πέτρος Δελεάνος που είχε, θεωρητικά, εξελληνιστεί, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και κατέφυγε στο Βελιγράδι από όπου κήρυξε επανάσταση κατά της αυτοκρατορίας διακηρύσσοντας εαυτόν εγγονός του τσάρου Σαμουήλ.
Ο Δελεάνος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, έλαβε το όνομα Πέτρος – από τον ομώνυμο αγιοποιημένο Βούλγαρο τσάρο. Η επανάσταση γρήγορα εξαπλώθηκε και οι Βούλγαροι έφτασαν σφάζοντας μέχρι την Θήβα. Η επιτυχία του Δελεάνου όπως προκάλεσε το ενδιαφέρον του Αλουσιάνου, ανεψιού του τσάρου Σαμουήλ, ο οποίος έσπευσε να ενωθεί με τους επαναστάτες με την προοπτική, ακόμα-ακόμα, να διεκδικήσει τον βουλγαρικό θρόνο.
Στο μεταξύ ο Δελεάνος, αφού είχε απαλλαγεί από έναν ακόμα επίδοξο διεκδικητή, τον Τιχομίρ, είχε προελάσει και νικήσει τους Βυζαντινούς, υπό τον απόλεμο αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνα έξω από την Θεσσαλονίκη, κατέλαβε και το Δυρράχιο και δημιούργησε ένα εκτεταμένο κράτος που εκτεινόταν από την σημερινή Σερβία έως την Κόρινθο, ελέγχοντας τη δυτική και κεντρική Μακεδονία, την σημερινή Αλβανία και την Ήπειρο.
Όταν ο Αλουσιάνος εμφανίστηκε ενώπιον του Δελεάνου ο τελευταίος δεν μπορούσε τόσο εύκολα να τον εξοντώσει καθώς ο Αλουσιάνος ήταν πραγματικός απόγονος της βουλγαρικής δυναστείας του Σαμουήλ. Έτσι αντί να τον εξοντώσει σκέφτηκε να τον στείλει να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας. Ο Αλουσιάνος επικεφαλής 40.000 ανδρών κινήθηκε πράγματι, τον Οκτωβρίου του 1040 μ.Χ. κατά της μακεδονικής πρωτεύουσας. Πράγματι ο Αλουσιάνος κινήθηκε προς την πόλη και χωρίς να αναπαύσει τον στρατό του. Οι Βούλγαροι ανέπτυξαν τις δυνάμεις τους προς πολιορκία.
Η «πολιορκία» διήρκεσε έξι μόνο ημέρες. Το βράδυ της έκτης ημέρας οι Βυζαντινοί, με επικεφαλής τον διοικητή της πόλης πατρίκιο Κωνσταντίνο, μετά από ολονύκτια δέηση στον πολιούχο της πόλης Άγιο Δημήτριο – η μνήμη του οποίου τιμάται στις 26 Οκτωβρίου – όπως αναφέρουν οι πηγές, εκτέλεσαν αιφνιδιαστικά έξοδο κατατροπώνοντας τους εχθρούς οι οποίοι πανικόβλητοι προσπαθούσαν να σωθούν. Ο χρονικογράφος της εποχής Γεώργιος Κεδρηνός και ο επίσης Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρει ότι της βυζαντινής εξόδου ηγείτο ο ίδιος ο άγιος, έφιππος.
“Ήρχε δε τότε της πόλεως Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος πατρίκιος ο του βασιλέως ανεψιός, ος απελθὼν και τάφρον περιβαλλόμενος επιμελώς είχετο της πολιορκίας. Επί εξ δε ημέρας αποπειρασάμενος της πόλεως ελεπόλεσι και μηχαναίς καὶ πάντοθεν αποκρουσθεὶς και τοις πάσιν απειρηκώς διά προσεδρείας εδόκει ανύσαι το σπουδαζόμενον. Μια δε των ημερών τω τάφω του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου προσελθόντες οι επιχώριοι, και πάννυχον επιτελέσαντες δέησιν και τω μύρῳ τω εκ του θείου τάφου βλύζοντι χρισάμενοι, ως εκ μιας ορμής αναπετάσαντες τας πύλας ἐξέρχονται κατὰ των Βουλγάρων.
“Συνήν δε τοις Θεσσαλονικεύσι το τάγμα των Μεγαθύμων. Εξελθόντες δε και τω απροσδοκήτω καταπληξάμενοι τρέπουσι τους Βουλγάρους, μηδ’ όλως προς άμυναν ή αλκήν στήναι βουληθέντας, του μάρτυρος προηγουμένου της Ρωμαϊκής στρατιάς και την πορείαν προομαλίζοντος, καθώς ενωμότως διεβεβαίουν οι αιχμαλωτισθέντες Βούλγαροι, λέγοντες νεανίαν έφιππον οράν προηγούμενον της Ρωμαϊκής φάλαγγος, εξ ου πυρ εξαλλόμενον επυρπόλει τους εναντίους. Έπεσον ουν πλείω των πεντεκαίδεκα χιλιάδων, δορυάλωτοι δε ελήφθησαν ουκ ελάττους τούτων. Οι δε λοιποὶ αισχίστως συν τω Αλουσιάνῳ προς τον Δελεάνον διασώζονται”, αναφέρει ο Σκυλίτζης.
Τουλάχιστον 15.000 χάθηκαν στη μάχη και άλλοι τόσοι αιχμαλωτίσθηκαν. Οι υπόλοιποι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο Αλουσιάνος για να γλιτώσει εγκατέλειψε ακόμα και την πανοπλία του και επέστρεψε ταπεινωμένος στο στρατόπεδο του Δελεάνου. Όπως ήταν φυσικό οι σχέσεις των δύο ανδρών να διαταραχθούν. Ο Αλουσιάνος φοβούμενος για το κεφάλι του αποφάσισε να κινηθεί πρώτος. Έτσι κάλεσε σε συμπόσιο τον Δελεάνο και εκεί του επιτέθηκε και τον τύφλωσε. Τυφλός ο Δελεάνος συνέχισε τον πόλεμο αλλά τελικά αιχμαλωτίσθηκε και πιθανότατα εκτελέστηκε.
Πηγή: history-point.gr