O (επίκαιρος;) τίτλος που επιλέχθηκε συνδέεται με την αναγκαιότητα εύρεσης αντίδοτου στη συστηματική προσπάθεια που καταβάλλεται τα τελευταία χρόνια από πολλές πλευρές να λησμονήσουν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες την Ιστορία, τις ρίζες τους, το είναι τους, τη μνήμη τους. Ασχολούμαστε περισσότερο με υποδεέστερα, ανούσια θέματα και όχι με τα σημαντικά, τα μείζονα και τα συνταρακτικά, τα οποία συγκλόνισαν συθέμελα τον Ελληνισμό, τη Ρωμιοσύνη, το Γένος μας, την Πατρίδα μας. Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη των Πόλεων, το κόσμημα και ο θησαυρός της Οικουμένης έπεσε πρώτα το 1204 στα πεινασμένα στόματα των «Σταυροφόρων» της Δύσης που αλύπητα κατακρεούργησαν το κάλλος της εποχής.
Ο επιφανής βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν αναφέρει ότι οι τα 3/4 σχεδόν του παγκόσμιου πλούτου, που βρίσκονταν τοποθετημένα στην βασιλίδα των πόλεων, μεταφέρθηκαν από τους βάνδαλους στις δυτικοευρωπαϊκές πόλεις και έτσι επόμενο ήταν να ενισχυθούν μια σειρά από αυτές και να μετεξελιχθούν σε μεγάλα αστικά και ευημερούντα χρηματιστηριακά κέντρα όπως η Σιένα, η Φλωρεντία, η Πίζα, η Γένουα κ.ά. Εκεί που γεννήθηκαν οι τράπεζες, οι οποίες αργότερα μας «δάνεισαν»…
Ο ναός του Αγίου Μάρκου είναι γεμάτος λάφυρα, κλεμμένα αντικείμενα από την Πόλη. Η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη εφοδιάστηκε με κώδικες και έγγραφα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και φιλοσόφων όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Η κοινωνία στην καθ’ ημάς Ανατολή συγκροτήθηκε στην βάση της συλλογικής ύπαρξης, ενώ στην Δύση στη βάση του κοινού οικονομικού συμφέροντος. Κάποτε θα χρειαστεί να μιλήσουμε ως λαός γι’ αυτά τα θέματα με την γλώσσα της ειλικρίνειας και της αξιοπρέπειας όπως έκανε ο Καππαδόκης και Σμυρνιός νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης. Μετά την πρώτη άλωση το 1204 αναδείχθηκε -όχι τυχαίως- η Νίκαια της Βιθυνίας ως νέα και προσωρινή πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ο βασιλιάς Ιωάννης Βατάτζης, ο άγιος και ελεήμων, αγάπησε την πατρίδα του και ενίσχυσε ποικιλοτρόπως τους υπηκόους του.
Προώθησε την πρωτογενή παραγωγή -εξάλλου και ο ίδιος εργαζόταν- τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Με το πολιτικό μανιφέστο του εξύψωσε και σύζευξε Ελληνισμό και Ρωμιοσύνη, τις δύο όψεις του ενός νομίσματος. Στις αλησμόνητες πατρίδες της απέραντης Ρωμιοσύνης της Ανατολής στον Πόντο, την Καππαδοκία, την (υπόλοιπη) Μικρά Ασία, την Ανατολική και Βόρεια Θράκη τα σχολεία τα ονόμαζαν φροντιστήρια και εμπνέονταν από πρότυπα ζωντανών και κεκοιμημένων Ρωμιών. Μπορεί να απελευθερώθηκε η Πόλη από τους Δυτικούς το 1261, η απειλή όμως δεν σταμάτησε. Τώρα ήταν οι Οθωμανοί και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος-Δραγάσης διαδεχόμενος τον αδελφό του Ιωάννη, αναλαμβάνει τον θρόνο σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη. Απευθύνεται για βοήθεια στην Δύση. Ελάχιστοι Γενουάτες με επικεφαλής τον Ιουστινιάνη ανταποκρίνονται. Η βασιλεύουσα πολιορκείται από τις ορδές του Σουλτάνου Μωάμεθ του β’.
Η αγωνία επιβίωσης, βιολογικής και πνευματικής, για τους υπερασπιστές της Πόλης φτάνει στο αποκορύφωμά της Οι Οθωμανοί του ζητούν να τους παραδώσει την τελευταία ελπίδα των Ρωμιών, την Πόλη. Ο Κωνσταντίνος κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων και αρνείται γιατί «…πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν» αγωνίζεται για πίστη και ευσέβεια, πατρίδα και βασιλιά, παιδιά, εγγόνια, φίλους και συγγενείς, ιστορία και πολιτισμό και πέφτει περήφανος και «ωραίος ως Ελλην» μαζί με τους συμπολεμιστές του Τρίτη 29 Μαϊου 1453 με δόξα και τιμή. Οπως αναφέρει ο Κωνσταντινουπολίτης και Πόντιος στην καταγωγή Κ. Καβάφης «…όσο μπορείς… όσο μπορείς την ζωήν σου τουλάχιστον φρόντισε μην την εξευτελίζεις».
Ο οικουμενικός Αλεξανδρινός αντιστέκεται στη λήθη και ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος υπογραμμίζει ότι οι Ελληνες έχουν ιστορία αντιστασιακή. Αναφορά στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο κάνει και ο έτερος νομπελίστας μας Οδυσσέας Ελύτης και τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο Ελληνα. «Ο βασιλιάς μας», όπως λέει και ο Θ. Κολοκοτρώνης, «πέθανε γενναία στη μάχη δίχως συμβιβασμούς και υποχωρήσεις». Κανείς δεν τον είδε, αλλά η παράδοση λέει ότι τον άρπαξε άγγελος Κυρίου και τον έκλεισε σε μια σπηλιά και μαρμαρώθηκε. Εγινε θρύλος και κάνει υπομονή, περιμένοντας το ποθούμενο. Οι βάρβαροι το γνωρίζουν, αλλά και φοβούνται και γι’ αυτό έχτισαν εκείνο το μικρό άνοιγμα, μην τυχόν και εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά τους για να εκδικηθεί αποδίδοντας δικαιοσύνη.
Αυτό το βασανισμένο και πονεμένο γένος καρτερεί την Ανάσταση και την λευτεριά του: «…Πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θάναι». Αυτό του δίνει κουράγιο και ελπίδα και ξεσηκώνεται σε διαρκείς εξεγέρσεις, μέχρι το 1821, κατά μέσον όρο μια επανάσταση ανά έξι μήνες! Και η προεργασία του Ρήγα Φεραίου και ο αγώνας του πατρο-Κοσμά και το απαράμιλλο θάρρος του Κατσαντώνη έδωσαν το λευτεριάς λίπασμα για να ζητήσει το γένος μας τα αυτονόητα: να ανασαίνει ελεύθερα και να θρησκεύει ορθόδοξα. Η πίστη στον Θεό φέρνει ηρωισμούς: «Είναι αδύνατες οι θέσεις μας, αλλά είναι δυνατός ο Θεός που μας φιλάει… τρώνε από εμάς, αλλά μένουμε και λίγη μαγιά για να συνεχίσουμε» αναφέρει ο στρατηγός Γ. Μακρυγιάννης. Η μνήμη αντέχει και στρέφεται εκεί όπου ενώνεται η Ευρώπη και η Ασία.
Η αποφράδα Τρίτη, η ημέρα που έπεσε η Πόλη στα χέρια των βαρβάρων, η ημέρα που η επιστήμη και η δημιουργία σταμάτησε και η ιστορία εξαφανίστηκε. Γι’ αυτό και οφείλουμε να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Είμαστε κοινωνία και λαός και έθνος, είμαστε και Ελληνες και Γραικοί και Ρωμιοί και πιστεύουμε σε πανανθρώπινες αξίες, οι οποίες τώρα τελευταία σπανίζουν, για να συνωστιστούν οι Ραγιάδες… Αγνοείται συστηματικά το οικουμενικό Βυζάντιο, παραβλέπεται η σπουδαιότητά του, στρέφεται το βλέμμα μακριά, απαξιώνονται τα κοσμοπολίτικα και γίνεται ένας εξαρτημένος λαός που αποδομεί την ιστορική του συνέχεια. Η Πόλη των Πόλεων πλέον ως ύβρις, ως παρουσία από ανθρώπους που δε γνωρίζουν τι σημαίνει Κωνσταντινούπολη, παρελθόν, παρόν και μέλλον Ελληνισμού…
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ, history-point.gr