«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
(Ἀπόκριση Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τοῦ Παλαιολόγου πρὸς Μωάμεθ Β΄ τὸν Πορθητή).
Οἱ κυριότεροι βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ χρονογράφοι, οἱ ὁποῖοι κατέγραψαν καὶ διέσωσαν αὐθεντικὰ καὶ τεκμηριωμένα τὰ γεγονότα, πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ Δούκας, ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ὁ Γεώργιος Φραντζὴς καὶ ὁ Μιχαὴλ Κριτόβουλος. Μὲ γνώμονα τὴν ἱστορικὴ γραφὴ τῶν παραπάνω χρονογράφων συντίθεται τὸ «Χρονικόν τῆς ἁλώσεως» μέχρι τὴν 29η Μαΐου τοῦ 1453, ἡμέρα ποὺ σφράγισε ἐπὶ αἰῶνες τὴν πορεία τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1448 ἐκοιμήθη ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Ἡ΄ Παλαιολόγος καὶ διάδοχος αὐτοῦ ὁρίσθηκε ὁ ἀδελφός του Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ ὁ Παλαιολόγος, ὁ ὁποῖος ἐστέφθη στὸ Δεσποτάτο τοῦ Μυστρὰ καὶ «ἐγένετο παρὰ πάντων δεκτὸς» στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, κατὰ τὸ ἔτος 1451, εἶχε πεθάνει ὁ Σουλτάνος τῶν ὀθωμανῶν Μουρὰτ Β΄ καὶ διάδοχός του ἀνεδείχθη στὴν Ἀνδριανούπολη ὁ υἱός του, Μωάμεθ Β΄ ὁ μετέπειτα πορθητὴς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπὸ τὸν Μάρτιο μέχρι καὶ τὰ τέλη Αὐγούστου τοῦ 1452 οἰκοδομεῖται ὑπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐπίβλεψη τοῦ Μωάμεθ τὸ νέο φρούριο τῶν ὀθωμανῶν στὸ πιὸ στενὸ καὶ...
δυσπλευτο σημεῖο τοῦ Βοσπόρου προκειμένου νὰ ἐλέγχεται ἀπολύτως ὑπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς ἡ δίοδος τοῦ Βοσπόρου. Ταυτόχρονα οἱ ὀθωμανοὶ προβαίνουν σὲ σκληρὲς λεηλασίες στὸν εὐρύτερο χῶρο τοῦ νέου φρουρίου καὶ δημιουργοῦν τὰ πρῶτα σοβαρὰ πλήγματα στοὺς βυζαντινούς. Τότε ἀκριβῶς (Ἰούλιος τοῦ 1453) ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ἀναγκάζεται νὰ σφραγίσει τὶς πύλες τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ἀγωνιᾶ καὶ ὑποφέρει βλέπει ὅτι οἱ Ρωμηοὶ εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ Γένους. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὴ τῶν τότε ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι ὁ Μωάμεθ στὴν Ἀνδριανούπολη «οἶκοι διάγων οὐκ ἐδίδου ἀνάπαυσιν τοῖς βλεφάροις, ἀλλὰ καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρα τὴν πάσαν φροντίδαν τῆς πόλεως εἶχε, πῶς αὐτὴν καταλάβοι, πῶς κύριος αὐτῆς γένοιτο». Τότε συμβαίνει ἀναπάντεχα ἀκόμη ἕνα κακό. Κάποιος ἰκανότατος μηχανικὸς –πιθανότατα Οὖγγρος- μεταπηδᾶ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς στοὺς ὀθωμανοὺς ἔναντι ἀδρᾶς ἀμοιβῆς καὶ ἀναλαμβάνει νὰ κατασκευάσει ἕνα τεράστιο σὲ μέγεθος κανόνι, τοῦ ὁποίου ἡ ἀποτελεσματικότητα νὰ καταστρέφει τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπεδείχθη ἐφιαλτικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τους οἱ βυζαντινοὶ μὲ τὴν ἀποστολὴ πρέσβεων ζητοῦν βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ τὴν Οὐγγαρία, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης Οὐνυάδης γιὰ τὴν παροχὴ στρατιωτικῆς ἐνισχύσεως ὑπὲρ τῶν βυζαντινῶν ζητεῖ ὡς ἀντάλλαγμα τουλάχιστον τὴν πόλη τῆς Μεσημβρίας στὸν Εὔξεινο Πόντο.
Κατὰ τοὺς μῆνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο τοῦ 1452 ἐνεργοποιοῦνται στοιχειωδῶς καὶ βαθμιαία ἡ Βενετία καὶ ἡ Γένοβα ὕστερα ἀπὸ σειρὰ σοβαρῶν ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων τῶν ὀθωμανῶν ἐναντίον δικῶν τους ὑπηκόων. Ὑποβάλλουν αἰτήσεις γιὰ παρέμβαση τοῦ Πάπα Νικολάου Ε΄ πρὸς τοὺς Δυτικοὺς ἡγεμόνες καὶ τελικῶς ἀποφασίζουν τὴν στρατιωτικὴ ἐνίσχυση μόνον τῶν δικῶν τους ἐγκαταστάσεων στὸν Εὔξεινο Πόντο καὶ στὴ συνοικία Πέραν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ὅλα αὐτὰ πρὸς ὑπεράσπιση τῶν οἰκονομικῶν τους συμφερόντων καὶ ὄχι ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1452 γίνονται στὴν Κωνσταντινούπολη δεκτοὶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐξωμότης Ἐπίσκοπός τοῦ Κιέβου Ἰσίδωρος ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα καὶ ὁ Λεονάρδος Χίος, Λατίνος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης. Οἱ δύο αὐτοὶ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι στὶς 12 Δεκεμβρίου 1452 μὲ συναίνεση καὶ παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου κηρύσσεται στὴν Ἁγία Σοφία ἡ ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν προκαλώντας τὴν ἐντονότατη δημόσια ἀντίδραση τῆς μερίδος τῶν ὀρθοδόξων ἀνθενωτικῶν, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν ὅτι τίποτε δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναμένουν ὡς βοήθεια ἀπὸ τοὺς Λατίνους. Γράφεται μάλιστα ὅτι τὸ ἀνοσιούργημα τῆς ψευδοενώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν ἐθεωρήθη ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς Πόλεως ὡς πράξη ἀσυγχώρητη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπο αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς καὶ ἡ Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ἀλλοθρήσκων ὀθωμανῶν.
Στὰ τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1452 ἀποφασίζεται νὰ παραμείνουν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἄμυνά της ὅσα πλοῖα εἶχαν ἐλλιμενισθεῖ γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους, ἀλλὰ ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ αὐτὰ –κυρίως βενετικὰ- δὲν πειθαρχεῖ καὶ ἀποχωρεῖ φυγαδεύοντας καὶ ἑκατοντάδες ἐνόπλους ἄνδρες.
Στὰ τέλη Φεβρουαρίου μὲ ἀρχὲς Μαρτίου τοῦ 1453 οἱ ὀθωμανοὶ μεταφέρουν τὸ μεγάλο κανόνι ἀπὸ τὴν Ἀνδριανούπολη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεντρώνουν σταδιακὰ τὰ στρατιωτικὰ σώματα τοῦ Μωάμεθ. Λαμβάνουν θέσεις ἀπέναντι ἀπὸ τὰ χερσαία τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ σταδιακὰ ἀποκλείουν τὴν Πόλη ἀπὸ ξηρᾶς.
Οἱ βυζαντινοὶ ἐνισχύουν μὲ κάθε μέσο τὰ τείχη, χερσαῖα καὶ θαλάσσια, καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου κλείουν μὲ τὴν μεγάλη ἁλυσίδα τὴν εἴσοδο τοῦ Κερατίου κόλπου. Παρὰ τὴν κρισιμότητα τῶν στιγμῶν ἡ ἀντιπαράθεση ἑνωτικῶν καὶ ἀνθενωτικῶν εἶναι πάντοτε αἰσθητή. Γράφεται μάλιστα ὅτι ὁ Μέγας Δούκας Λουκᾶς Νοταρᾶς, ὅταν εἶδε τὸν ἀναρίθμητο στρατὸ τῶν ὀθωμανῶν, εἶπε: «κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέση τῆ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν Λατινικήν». (Εἶναι καλύτερο νὰ δεῖ κάποιος στὴ μέση τῆς Πόλεως νὰ βασιλεύει τουρκικὸ φρακιόλιο παρὰ παπικὴ τιάρα).
Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ὑπερασπίζει μάχιμες θέσεις καὶ κυρίως τὴν κεντρικὴ χερσαία Πύλη, τὴν γνωστὴ ὡς Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ἐνῶ σῶμα ἐνόπλων κινεῖται σὲ διάφορα σημεῖα στὸ ἐσωτερικο τῆς Πόλεως. Τὸ σύνολο τῶν τότε κατοίκων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνέρχονταν στὶς 50.000 καὶ ἀπὸ αὐτούς, οἱ μὲν ἔνοπλοι βυζαντινοὶ ἦταν περίπου 7.000, ἐνῶ 2.000 ἦταν οἱ Βενετοὶ καὶ οἱ Γενουάτες. Στὸ πεδίο τῆς μάχης δηλαδὴ ἡ ἀναλογία ἦταν ἕνας Ρωμηὸς πρὸς εἴκοσι ὀθωμανούς.
Στὶς 5-7 Ἀπριλίου ἔχουμε τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας τῆς Πόλεως καὶ στὶς 12 Ἀπριλίου ἀρχίζουν συνεχεῖς κανονιοβολισμοὶ τῶν χερσαίων τειχῶν, ἡμέρα καὶ νύκτα, ἀπὸ τοὺς ὀθωμανούς. Οἱ βυζαντινοὶ μὲ ἐπινοητικότητα προσπαθοῦν μὲ εἰδικὲς κατασκευὲς νὰ ἐξουδετερώσουν τὶς βολές, νὰ κλείσουν μὲ κάθε μέσο τὰ ρήγματα στὰ τείχη καὶ νὰ δημιουργήσουν νέα προκαλύμματα καὶ προμαχῶνες.
Στὶς 18 Ἀπριλίου, κατὰ τὰ ξημερώματα, γίνεται ἡ πρώτη ἐπίθεση τῶν ὀθωμανῶν στὰ τείχη, ἀλλὰ ἀπωθοῦνται ἐπιτυχῶς ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Μωάμεθ ἀπὸ τὴν μεγάλη του ἀλαζονεία ὁρμᾶ στὴν θάλασσα καὶ τὴν ραβδίζει ὡς παρανοϊκός, ἐνῶ ἀντικαθιστᾶ καὶ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ στόλου του. Στὶς 22 Ἀπριλίου ὁ Μωάμεθ τεχνάζεται ἕνα πρωτοφανὲς σόφισμα. Διατάζει τὴν μεταφορὰ διὰ ξηρᾶς τῶν πολεμικῶν πλοίων του μέσα στὸν κεράτιο κόλπο. Ἡ μεταφορὰ τῶν πολεμικῶν πλοίων γίνεται πανηγυρικὰ καὶ μὲ τυμπανοκρουσίες μέσω εἰδικὰ διαμορφωμένης διόδου στὴν περιοχὴ τοῦ Γαλατὰ ἀπὸ τὸ Διπλοκιόνιον ἕως ἀπέναντι στὸ Κοσμίδιον.
Στὶς 7 Μαΐου γίνεται ἀποτυχημένη ἐπίθεση κατὰ τῶν χερσαίων τειχῶν μὲ 30.000 ἄνδρες καὶ ἰσχυρὲς ἀπώλειες γιὰ τοὺς ὀθωμανούς. Στὶς 12 Μαΐου ὁ Μωάμεθ τυφλωμένος ἀπὸ τὸ πάθος νὰ κατακτήσει τὴν Κωνσταντινούπολη διατάζει μεγάλη ἐπίθεση μὲ δύναμη 50.000 ἀνδρῶν κατὰ τὰ μεσάνυχτα. Σὲ μάχη ἐπὶ τῶν τειχῶν κοντὰ στὰ ἀνάκτορα σημειώνονται μεγάλες ἀπώλειες καὶ γιὰ τὰ δύο μέρη. Ὁ αὐτοκράτωρ ἐκείνη τὴ νύκτα παρὰ τὶς πιέσεις καὶ τὶς προτροπὲς ἀπὸ τὸ στενὸ περιβάλλον του δὲν ἐδέχθη νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Πόλη.
Ἄξιο ἰδιαίτερης μνείας εἶναι ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ Κωνσταντίνου (21 Μαΐου) ἡ πρόταση τοῦ Μωάμεθ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα νὰ παραδώσει τὴν Πόλη μὲ ἀντάλλαγμα τὴν περιουσία τοῦ ἰδίου, τῆς οἰκογένειας καὶ τῶν ἀρχόντων του. Τότε ὁ γενναῖος καὶ μαρτυρικὸς Ρωμηὸς αὐτοκράτορας ἀποκρίνεται στὸ Μωάμεθ: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Μεταξὺ 25ης καὶ 26ης Μαΐου συμβαίνουν διάφορα ἐντυπωσιακὰ δυσοίωνα, ὅπως ἡ πτώση τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου κατὰ τὴν λιτάνευσή της καὶ «τοῦτο παρὰ δόξαν γεγονὸς φρίκην τε πολλὴν καὶ ἀγωνίαν μεγίστην καὶ φόβον πάσιν ἀνέβαλεν». Παράλληλα, ἰσχυρὴ καταιγίδα μὲ ἀστραπὲς καὶ χαλάζι ἀναστατώνει τοὺς βυζαντινούς, ἐνῶ τὴν ἑπομένη «νέφος βαθὺ τὴν πόλιν πάσαν περιεκάλυψε ἀπὸ πρωίας βαθείας ἕως ἑσπέρας». Ὁρισμένοι μάλιστα ἱστορικοὶ χρονογράφοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀναφέρουν ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς πολιορκίας μέχρι καὶ τὴν 27η Μαΐου, τρεῖς δηλαδὴ ἡμέρες πρὸ τῆς ἁλώσεως, ὁλόκληρη τὴν Πόλη ἐκάλυπτε περιφερόμενη οὐράνια φωτεινὴ νεφέλη, ἡ ὁποία ὅταν ἐξαφανίστηκε προκάλεσε τὸν τρόμο τῶν Ρωμηῶν, ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶχε πλέον ἀφήσει ἀπροστάτευτη τὴν Πόλη της στὰ χέρια τῶν ὀθωμανῶν.
Κατὰ τὶς δύο τελευταῖες ἡμέρες (26/27 Μαΐου) πρὸ τῆς ἁλώσεως ὁ ὀθωμανικὸς στρατὸς προετοιμαζόταν μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Φωτοχυσίες καὶ θορυβώδεις νυκτερινοὶ ἑορτασμοὶ στὸ ὀθωμανικὸ στρατόπεδο ἔσπερναν τὸν πανικὸ στοὺς πολιορκουμένους Ρωμηούς. Τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης ἐπιθέσεως (28 Μαΐου) ὁ Μωάμεθ ἀνακοινώνει στὰ στρατεύματά του ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ γίνει ἡ μεγάλη καὶ τελικὴ ἐπίθεση. Ἐπακολουθεῖ γενικὴ κινητοποίηση μὲ ὑποσχέσεις ἀνταμοιβῶν στοὺς στρατιῶτες, προσευχὲς καὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση, ἐνεργοποίηση ποικίλων πολιορκητικῶν κατασκευῶν καὶ ἀλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.
Κατὰ τὰ ξημερώματα τῆς 29ης Μαΐου, ἡμέρα τῆς μάρτυρος Ἁγίας Θεοδοσίας, ἀρχίζει ἡ ἐπίθεση τῶν ὀθωμανῶν μὲ κύριο στόχο τὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ. Γίνονται ἀλλεπάλληλες προσπάθειες εἰσόδου διὰ μέσου τῶν τειχῶν, ἐνῶ ἐξακολουθοῦν οἱ κανονιοβολισμοί. Παρὰ τὴν σθεναρὴ ἀντίσταση τῶν πολιορκουμένων σχεδὸν ταυτόχρονα ἐπιτυγχάνεται ἡ διείσδυση τῶν ὀθωμανῶν γενιτσάρων ἀπὸ τὴν κερκόπορτα καὶ ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Χαρισίου. Ἡ κερκόπορτα ἦταν ὑπόγεια, κρυφή, παλαιὰ εἴσοδος, «παραπόρτιον», πλησίον τοῦ παλατίου ποὺ εἶχαν ἀνοίξει προσφάτως γιὰ τὶς δικές τους ἀνάγκες οἱ βυζαντινοί. Διαθρυλεῖται ὅτι τὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ εἶχαν ἀνοίξει στοὺς ὀθωμανοὺς γενιτσάρους γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὴν Πόλη ὁρισμένοι Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι συνεργάζονταν μαζί τους.
Ἐπικρατεῖ παντοῦ πανικὸς καὶ ὅλοι, κατακτητὲς καὶ μή, κατευθύνονται στὸ κέντρο τῆς Πόλης. Θρίαμβος, λεηλασία, ἀγριότητα καὶ βιαιοπραγίες γιὰ τοὺς κατακτητές. Σφαγή, αἰχμαλωσία καὶ κάθε εἴδους ἀτίμωση γιὰ τοὺς κατακτημένους. Τότε πεθαίνει μαχόμενος μέχρι τέλους ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὸ ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο καταγράφει ὁ χρονογράφος Φραντζὴς καὶ ἀφορᾶ τὴν πίστη καὶ τὴν ταπεινότητα τοῦ αὐτοκράτορος. Ἡ διήγησή του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐρχόμενος ὁ αὐτοκράτορας στὸν πάνσεπτο ἱερὸ ναὸ τῆς Τοῦ Θεοῦ Σοφίας γιὰ τὴν τελευταία θεία Λειτουργία προσευχήθηκε κλαίγοντας καὶ γονυπετὴς μετέλαβε τὰ Ἄχραντα καὶ Θεία μυστήρια. Ἔπειτα μετέβη στὰ ἀνάκτορα, σταμάτησε γιὰ λίγο καὶ ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τοὺς πάντες. Ποιὸς νὰ διηγηθεῖ τὰ κλάματα καὶ τοὺς θρήνους στὸ παλάτι ἐκείνη τὴν ὥρα; Ἀκόμη καὶ ἂν ὑπῆρχε ἄνθρωπος καμωμένος ἀπὸ ξύλο ἢ πέτρα ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ θρηνήσει».
Οἱ χρονογράφοι ἀναφέρουν ἐπίσης ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος βλέποντας τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως εἶπε γοερὰ τὶς ἑξῆς φράσεις: «Δὲν ὑπάρχει κανεὶς χριστιανὸς νὰ πάρει τὸ κεφάλι μου; Χίλιες φορὲς νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζήσω καὶ νὰ δῶ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης».
Τέτοιες ἦταν οἱ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες σφαγές, καταστροφὲς καὶ ἱεροσυλίες, ὥστε ὁ χρονογράφος Φραντζὴς δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ὅταν γράφει ὅτι: «σὲ ὁλόκληρη τὴν Κωνσταντινούπολη δὲν φαινόταν σπιθαμὴ χῶμα ἀπὸ τὶς σωροὺς τῶν νεκρῶν». Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔπαυσε ἡ λεηλασία καὶ ὁ Μωάμεθ Β΄ ὁ πορθητής, ἀφοῦ εἰσῆλθε ἔφιππος στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Τοῦ Θεοῦ Σοφίας γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴν νίκη του, μετέβαλε τὴν «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται σὲ τέμενος.
Ἡ Πόλη ἑάλω καὶ ἦταν Μάϊος τοῦ 1453. Κατὰ μήνα Μάϊο εἶχαν γίνει τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ πάλι κατὰ μήνα Μάϊο «ἐπάρθεν ἡ Ρωμανία». Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας τὴν ἔχτισε καὶ ἐπὶ Κωνσταντίνου ἑάλω. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν καὶ παραμένει ἡ πόλη τῆς Θεοτόκου, ἡ πόλη τῶν θρύλων, τῶν δακρύων καὶ τῶν στεναγμῶν τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας. Τελικά, ἡ Πόλη τῶν πόλεων διαχρονικὰ ἀποτελεῖ τὴν «κιβωτὸ τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας».
Τοῦ Ἰωάννου Ἐλ. Σιδηρᾶ, Θεολόγου – Ἐκκλησιαστικοῦ Ἱστορικοῦ – Νομικοῦ