Φέτος συμπληρώνονται 1000 χρόνια ἀπὸ τὴ μάχη τοῦ Κλειδίου (29-7-1014), ἀλλ’ ὑποπτεύομαι ὅτι τὸ γέγονος αὐτὸ θὰ περάσει ἀπαρατήρητο ἀπὸ τὴν πολιτεία, λόγῳ τῆς «Μεττερνιχείου» καὶ δαιμονίου, ὄντως, πολιτικῆς ποὺ ἀκολουθεῖ ἔναντι τῶν γειτόνων μας: να μὴ δυσαρεστήσουμε τοὺς Βούλγαρους καὶ τοὺς Σκοπιανοὺς ἐν ὀνόματι τῆς καλῆς γειτονίας!
Καὶ ὅμως ἡ μάχη τοῦ Κλειδίου εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα στρατιωτικὰ γεγονότα τῆς ἱστορίας τῆς Αὐτοκρατοριας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἀπὸ τοὺς Δυτικούς, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο Βόλφ, τὸ 1562, ὀνομάσθηκε κακῶς Βυζαντινή.
Τὸν ὅρο Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ Βολλανδιστές, Ἰησουίτες μοναχοί, ποὺ ἐκδίδουν τὰ «Acta Sanctorum», ἔχουν κατακυρώσει ὑπὲρ τῶν Φραγκων ποὺ βασίλευσαν στὴν Βασιλεύουσα μετὰ τὴν πρώτη ἅλωση (1204-1261). Τὶς ἐνστάσεις μας ὡς πρὸς αὐτὸ διατυπώνουμε στὸ βιβλίο μας «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία τοῦ Κωνσταντίνου στὴν Ἁγία Σοφία τοῦ Ἰουστινιανοῦ» (ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθῆνα 2012).
Ἐπανερχόμενοι στὴν περιώνυμη αὐτὴ μάχη, πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἦταν ἕνα γεγονός ποὺ εἶχε τεράστιες πολιτικὲς προεκτάσεις σὲ ὅλο τὸ χῶρο τῆς Βαλκανικῆς καί ποὺ ὁ ἀπόηχός του φθάνει ὥς τὶς ἡμέρες μας, ἀφοῦ οἱ Σκοπιανοὶ καὶ οἱ φιλοσκοπιανοὶ ἱστορικοὶ θεωροῦν τὴ σύγκρουση τοῦ Σαμουὴλ καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κων/πόλεως ὄχι σὰν σύγκρουση τῆς ἑλληνόφωνης καὶ ἑλληνόμορφης κατ’ οὐσίαν καὶ παιδείαν αὐτοκρατορίας μὲ τὸ ἀρτισύστατο κράτος τῆς Βουλγαρίας ἀλλὰ σὰν ἕναν πόλεμο ἐνάντιον τῶν … Μακεδόνων! Ποὺ ἦσαν πρόγονοι αὐτῶν …! Καὶ ἀσφαλῶς ἦσαν πρόγονοι ὄχι, ὅμως, σὰν Μακεδόνες ἀλλ’ ὡς Σλάβοι καὶ πιὸ εἰδικὰ Βούλγαροι. Μὲ ἄλλα λόγια οἱ Σκοπιανοι θεωροῦν τὸν Σαμουὴλ σὰν «Μακεδόνα», ποὺ ἕνωσε, ὅπως οἱ «προπάτορές» τους Φίλιππος καὶ Ἀλέξανδρος ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ὅλα τὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἑλλάδος μέχρι τὸν Ἰσθμὸ καί, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά τους, ἄρχισε πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἀνατολῆς!
Αὐτὸ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ κάνουμε μία ἀναγωγὴ στὰ περὶ τῆς καταγωγῆς τοῦ Σαμουήλ. Οἱ ἐγκυρότεροι Ἕλληνες καὶ ξένοι ἱστορικοὶ ἀμφισβητοῦν καὶ τὴν βουλγαρικότητα τοῦ Σαμουήλ! Δὲν δέχονται πὼς ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀσπαροὺχ (πρώτου Βούλγαρου ἡγεμόνα), οὔτε πὼς ἡ μάνα του ἦταν κόρη τοῦ φοβεροῦ βασιλιᾶ τῶν Βουλγάρων, τοῦ Συμεών. Ἡ ἐπικρατέστερη ἄποψη ἦταν πὼς ὁ Σαμουὴλ ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς, ἄποψη ποὺ πρωτοδιατύπωσε ὁ Ἀρμένιος ἱστορικὸς Στέφανος τοῦ Τωρόν,
ποὺ ἦταν σύγχρονος τῶν γεγόνοτων. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι οἱ τέσσερις ἀδερφοί, οἱ λεγόμενοι Κομητόπουλοι, ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν Βαλκανικὴ καὶ ἀπείλησαν τὴν Αὐτοκρατορία, ἦσαν παιδιὰ τοῦ «κόμη» Νικολάου καὶ τῆς Ῥιψίμης. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας εἶναι δηλωτικὸ ἀρμενικῆς καταγωγῆς. Ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ πατέρα τους ὀνομάστηκαν Κομητόπουλοι. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀδέλφια, ποὺ εἶχαν στασιαστικὲς τάσεις, τὰ τρία σκοτώθηκαν: ὁ Δαβὶδ σκοτώθηκε στὴν τοποθεσία Καλὴ Δρῦς τῆς Δυτ. Μακεδονίας, ὁ Μωυσῆς σκοτώθηκε ἀπὸ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατηγοῦ Λέοντα Μελισσηνοῦ, ἐνῶ ὁ Ἀαρών, ποὺ μετὰ ἀπὸ κάποιες ταλαντεύσεις, μεταπήδησε στὸ στρατόπεδο τῶν αὐτοκρατορικῶν, δολοφονήθηκε ἀπὸ μέλη τῆς οἰκογένειάς του. Ἀπέμεινε μόνος ὁ ἰκανώτερος καὶ πλέον ἐπίφοβος γιὰ τὴν Αὐτοκρατορία, ὁ τρομερὸς Σαμουήλ.
Ὁ Σαμουὴλ ἦταν ὁ νεώτερος γυιὸς τοῦ κόμητος (διοικητὴ) τῆς Δυτ. Μακεδονίας Νικολάου. Ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὶς συγκρούσεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ (969-976) ἐναντίον τῶν Ῥώσων, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὴν ἐμπλοκὴ τοῦ νέου αὐτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (976-1025) σὲ πόλεμο ἐναντίον τῶν ἰσχυρῶν στρατηγῶν Βάρδα Σκληροῦ καὶ Βάρδα Φωκᾶ, ποὺ ἐκπροσωποῦσαν τὴν ἰσχυρὴ τάξη τῶν «Δυνατῶν» (μεγαλογαιοκτημόνων), ξεσήκωσε τὸν βουλγαρικὸ πληθυσμὸ καὶ ὀργάνωσε ἰσχυρὸ στρατό. Στὸν στρατὸ τοῦ Σαμουὴλ προσεχώρησαν ὁ εὐνοῦχος γυιὸς τοῦ Βούλγαρου βασιλιᾶ Πέτρου, ὀνομαζόμενος Βόρις μὲ τὸν ἀδελφό του Ῥωμανό, ποὺ διέφυγαν ἀπὸ τὴν Κων/πολη. Κέντρο τοῦ Σαμουὴλ ἦταν ἡ περιοχὴ Πρεσπῶν καὶ Ἀχρίδας. Σιγὰ-σιγὰ ἡ ἐξουσία τοῦ Σαμουὴλ ἀπλώθηκε μέχρι τοῦ Ἰσθμοῦ. Κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς κατελήφθη καὶ ἡ Λάρισα· ὁ πληθυσμός της μεταφέρθηκε στὸν Βορρᾶ, ἐνῶ τὰ λείψανα τοῦ πολιούχου ἁγίου τῆς πόλης, τοῦ Ἀχιλλίου, μεταφέρθηκαν στὴ νησῖδα τῆς Πρέσπας, ὅπου σῴζονται ἐρείπια τῆς ὀμώνυμης Βασιλικῆς (ναὸς ῥυθμοῦ Βασιλικῆς).
Ὁ Βασίλειος Β΄, ἀφοῦ τελείωσε ἐπιτυχῶς τὸν πόλεμο κατὰ τῶν στασιαστῶν στρατηγῶν, ἀνέλαβε προσωπικὰ τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Σαμουὴλ ποὺ εἶχε αὐτοανακηρυχθεῖ «τσάρος τῶν Βουλγάρων» (Τὸ πῶς οἱ Βούλγαροι βαφτίζονται «Μακεδόνες ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Σκοπιανοὺς πολιτικοὺς καὶ ἱστορικοὺς εἶναι κάτι ποὺ ἀνήκει ὄχι στὸν χῶρο τῆς ἱστορίας ἀλλὰ τῆς πολιτικῆς ἀλχημείας). Κάθε χρόνο ὁ Βασίλειος διενεργοῦσε αὐτοπροσώπως ἐκστρατεῖες ἐναντίον τοῦ Σαμουὴλ μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ νὰ περιορίσει τὸν χῶρο δράσης του, ὁ ὁποῖος χῶρος σταδιακὰ περιορίστηκε στὶς δύσβατες περιοχὲς τῆς ΒΔ Μακεδονίας. Ἀπὸ τὸ 1009 ὁ ἀγώνας γίνεται συνεχῶς σφοδρότερος. Ὁ Σαμουὴλ ὑποχώρει συνεχῶς καί, ἀδυνατώντας νὰ πολεμήσει σὲ ἀνοικτὸ πεδίο, ὀχυρώνει διάφορα στενά, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴ διάβαση τῶν στρατευμάτων τοῦ Βασιλείου. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ τὸ Στενὸ τοῦ Κλειδίου, μεταξὺ Σερρῶν καὶ Μελενίκου. Στο σημεῖο αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ ἡ μάχη ποὺ ἔκρινε τὸν πολυετῆ πόλεμο ἀνάμεσα στὴν Αὐτοκρατορία τῆς Κων/πόλεως καὶ τοὺς Βουλγάρους.
Στὴν κλεισωρεία αὐτὴ καιροφυλακτοῦσε ὁ Σαμουὴλ γιὰ νὰ παγιδεύσει τὸν αὐτοκρατορικὸ στρατό. Ἀλλ’ ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος Ξιφίας, ἀντὶ νὰ μπεῖ στό στενό, πέρασε πάνω ἀπὸ τὸ βουνό, ὑπερκέρασε τὶς βουλγαρικὲς δυνάμεις καὶ βρέθηκε στὰ νῶτα τους. Οἱ Βούλγαροι, ὅπως ἦταν φυσικό, αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὸν ἐλιγμὸ καὶ τὴν ἀριστοτεχνικὴ τακτικὴ τῆς ἐμμέσου προσπελάσεως. Ὁ ἱστοριογράφος Κεδρηνὸς ὀνομάζει τὸ βουνὸ Βαλάθιστα. Ἡ μάχη διεξήχθη ὡς ἑξῆς: ὁ Βασίλειος κτύπησε τοὺς Βούλγαρους κατὰ μέτωπον καὶ ὁ Νικηφόρος Ξιφίας ἀπὸ τὰ νῶτα. Στὴ μάχη σκοτώθηκε καὶ ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος Βοτανειάτης, παπποὺς τοῦ μετέπειτα αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Βασίλειος ἄρχισε νὰ εἰσχωρεῖ στὸ στενό, οἱ Βούλγαροι κυριεύθηκαν ἀπὸ πανικό. Ἡ μάχη μεταβλήθηκε σὲ σφαγή. Οἱ αἰχμάλωτοι ἦσαν χιλιάδες. Κατὰ τὸν Κεδρηνό, ὁ Βασίλειος, ἐφαρμόζοντας παλαιὰ σκληρὴ πολεμικὴ τιμωρία, τύφλωσε 15.000, ἀφήνοντας ἀνὰ 100 τυφλοὺς ἕναν μονόφθαλμο γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν Βουλγαρία.
Ὁ Παπαρρηγόπουλος, ἐρμηνεύοντας τὴν πράξη τοῦ Βασιλείου, λέγει πὼς ἀνάλογα ἔπραξαν σὲ νεωτέρους χρόνους οἱ Ἄγγλοι κατὰ τῶν καθολικῶν Ἰρλανδῶν, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ Ἀγγλοι πρῶτα ἐδίκαζαν καὶ μετὰ ἐκτελοῦσαν, ἐνῶ γιὰ τὴν τιμωρία ποὺ ἐπέβαλε ὁ Βασίλειος γράφει πὼς ἐπρόκειτο «περὶ πράξεως γενομένης ἐν τῇ ἀκμῇ πολέμου μακροῦ, ἐναγωνίου, καταστρεπτικοῦ, ὑπὸ τὸ κράτος πάθους ἀκαριαίου καὶ ἀκατασχέτου, ὑπὸ τοῦ ὁποίου καταλαμβάνονται πολλάκις οἱ στρατηγοί» (Κων/νος Παπαρηγόπουλος: «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ἐκδ. Ἐλευθερουδάκη, τ. Δ΄, σ. 194). Ὁ Γάλλος ἱστορικὸς I. Brehier («Vie et mort de Byzance», σ. 230) ἀποδίδει τὸ γέγονος στὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἑξαγριωνόταν καὶ γινόταν ἐκδικητικός, ὅταν ἀντιμετώπιζε ἀντιπάλους ὠμοὺς καὶ ἀπίστους. Προσωπικὰ -χωρὶς να ἐπιδοκιμάζουμε τὴν πράξη-πιστεύουμε ὅτι πρόκειται γιὰ μία ἐνέργεια σύγχρονου πολιτικοῦ ρεαλισμοῦ. Ὁ Βασίλειος ἐφάρμοζε κάπως πιὸ πρωτόγονα-γιατὶ δὲν εἶχε τὰ σύγχρονα μέσα-αὐτό ποὺ ἐφαρμόζεται καὶ στὰ νεοτέρα χρόνια, ὡς τὶς ἡμέρες μας.
Ἄλλωστε, καὶ γιὰ τὰ σημερινὰ δεδομένα ἡ ἠθικὴ τῆς πολιτικῆς εἶναι ἡ ἀποτελεσματικότητα. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τότε ὑπῆρξε ἀκαριαῖο. Ὁ Σαμουήλ, ποὺ διασώθηκε στὴν Πρίλαπο (Πέρλεπε), μόλις ἀντίκρυσε τὸ οἰκτρὸ θέαμα, πέθανε μετὰ λίγο ἀπὸ τὴ θλίψη του. Ὁ Βασίλειος, μετὰ τὴ νίκη του καὶ τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς Βουλγαρίας, ὀνομάστηκε Βουλγαροκτόνος. Ἂν πολεμοῦσε, νικοῦσε καὶ τιμωροῦσε ἀπηνῶς Μακεδόνες, ὅπως διατείνονται οἱ Σκοπιανοί, θὰ ὀνομαζό-ταν…Μακεδονοκτόνος! Ἀλλὰ Μακεδὼν ὀνομάζεται αὐτός, ὡς προερχόμενος ἀπὸ τὴ λεγομένη Μακεδονικὴ δυναστεία.
Ἡ νικηφόρα πορεία τοῦ Βασιλείου συνεχίστηκε. Κατέλαβε τὸ Μελένικο, τὴν Πρίλαπον, τὸ Στυπεῖον (σημ. Ἱστίω), τὰ Μογλενὰ (ἀρχαία Ἀλμωπία) καὶ προχώρησε ὡς τὴν Ἀχρίδα, ὅπου βρίσκονταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Σαμουήλ. Παρὰ τὴν ἀντίσταση ποὺ συνάντησε στὰ διάφορα φρούρια, φέρθηκε στὸ μετέπειτα διάστημα μεγαλόψυχα πρὸς τοὺς Βούλγαρους αἰχμαλώτους καὶ πρὸς τὸν λαό. Τὴν ἴδια μεγαλοψυχία ἔδειξε πρὸς τοὺς συγγενεῖς τοῦ Σαμουήλ.
Ἡ ἀντίσταση τῶν Βουλγάρων κράτησε ὡς τὸ 1018. Μετὰ τὴν πλήρη ὑποταγή, ὁ Βασίλειος χώρισε τὴ Βουλγαρία σὲ δύο «θέματα» (διοικήσεις): τὸ Παρίστριο θέμα καὶ τὸ θέμα Βουλγαρίας, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας. Καταργήθηκε ἐπίσης τὸ βουλγαρικὸ πατριαρχεῖο καὶ οἱ ἐπισκοπές του ὑπαχθήκανε στὴ νέα αὐτοκέφαλη Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος. Ἐπειδή, ὅμως, στὸ θέμα Βουλγαρίας καὶ στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος ὑπαχθήκανε ἑλληνικὲς περιοχὲς καὶ μητροπόλεις (μητρόπολη Λαρίσης), αὐτὸ ἔδωσε σὲ νεωτέρους χρόνους λαβὴ στοὺς Βούλγαρους ἐθνικιστὲς γιὰ διεκδικήσεις εἰς βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Μετὰ τὸν στρατιωτικὸ του θρίαμβο, ὁ Βασίλειος πραγματοποίησε περιοδεία ἀνὰ τὴν Αὐτοκρατορία. Τότε ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Ἀθήνα καὶ προσευχήθηκε στὸν Παρθενῶνα, ποὺ εἶχε γίνει χριστιανικὸς ναὸς (Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα). Ἡ συμβολικὴ αὐτὴ ἐνέργεια, τὴν ὁποία ὕμνησε μὲ λαμπροὺς στίχους ὁ Παλαμᾶς στὴ «Φλόγα τοῦ Βασιλιᾶ», δείχνει πὼς ὁ Βασίλειος εἶχε συνείδηση «ῥίζας». Μὲ τὸ προσκύνημά του στὸν Παρθενῶνα ἔδενε μέσα του τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὸν Χριστιανισμό. Καὶ στὸν πόλεμο, ποὺ μόλις τελείωσε, ἔδωσε ἕναν χαρακτῆρα οἰονεῖ ἐθνικό.
Ἡ μάχη τοῦ Κλειδίου καὶ ἡ συντριβὴ τοῦ Σαμουὴλ ἀπήλλαξε τὴν Αὐτοκρατορία ἀπὸ ἕναν ἐπίφοβο ἐχθρὸ γιὰ διάστημα δύο αἰώνων. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ Βασιλεύουσα ἀντιμετώπισε πλῆθος ἐπιδρομῶν. Ἂν σὲ αὐτοὺς προσετίθεντο καὶ οἱ Βούλγαροι, τότε ἡ κατάρρευσή της θὰ εἶχε ἐπέλθει πολὺ ἐνωρίτερα.