Όταν ο Μανουήλ παραιτήθηκε από τις μεγαλεπήβολες βλέψεις του στη Δύση, ανακάλυψε ότι η ισορροπία δυνάμεων με τους Σελτζούκους είχε ανατραπεί και επί πλέον, ότι οι νομάδες είχαν και πάλι διεισδύσει βαθιά στα αυτοκρατορικά εδάφη. Το 1175-1176 βρήκε μια πολύ σημαντική τουρκομανική εγκατάσταση στο Δορύλαιο, πόλη που ήλεγχε τις προσβάσεις ανάμεσα στο μικρασιατικό υψίπεδο, στα ανατολικά, και στις αυτοκρατορικές κτήσεις, στα δυτικά. Ο Ιωάννης Κίνναμος περιγράφει την εικόνα που αντίκρισε ο αυτοκράτωρ ως εξής:
«Κάποτε το Δορύλαιο ήταν μια από τις μεγάλες και πιο αξιόλογες πόλεις της Ασίας. Μια ευχάριστη αύρα φυσά στην περιοχή, που είναι γεμάτη από πεδιάδες πάνω σε οροπέδια μεγάλης ομορφιάς και πολύ πλούσια και γόνιμα, που παράγουν παχύ χορτάρι και μεστά δημητριακά. Ένα ωραίο ποτάμι διατρέχει την περιοχή και το νερό του είναι πολύ γλυκό. Τα ποταμόψαρα είναι τόσο άφθονα, ώστε παρά την εντατική αλίευση δεν λείπουν ποτέ. Παλιά είχε κτισθεί εδώ μια λαμπρή κατοικία του Καίσαρος Μελισσηνού, τα χωριά ήταν πολυάνθρωπα και υπήρχαν φυσικές θερμές πηγές με στοές και λουτρά και όλα τα αλλά αγαθά που προσφέρουν ευχαρίστηση στους ανθρώπους και που τα παρήγαγε η γη με αφθονία. Οι Πέρσες (Τούρκοι), όμως, όταν η εισβολή τους στη χώρα των Ρωμαίων έφθασε στο αποκορύφωμά της κατέστρεψαν την πόλη εκ θεμελίων και την μετέβαλλαν σε ακατοίκητη περιοχή, εξαλείφοντας τα πάντα, ακόμα και το μικρότερο ίχνος του παλαιού της μεγαλείου... Κατόπιν 2.000 περίπου Πέρσες (Τούρκοι) νομάδες εγκαταστάθηκαν γύρω από την πόλη μέσα σε σκηνές, όπως συνηθίζουν».
Νοτιότερα ο Μανουήλ ανοικοδόμησε τον εγκαταλειμμένο οχυρωμένο οικισμό του Χόματος-Σουβλαίου (Κesίbοrlu) στο μέσο περιοχής με πυκνές εγκαταστάσεις νομάδων με τα ποίμνια τους, για να του χρησιμεύσει ως προκεχωρημένη βάση για τις επιχειρήσεις του. Η επανοχύρωση του Δορυλαίου και του Σουβλαίου στις ζωτικές αυτές περιοχές ήταν αναγκαία γιατί ο Μανουήλ σκόπευε να αναλάβει αποφασιστική εκστρατεία εναντίον του Κιλιτζ Αρσλάν . Στις δύο αυτές θέσεις τα βυζαντινά στρατεύματα θα έβρισκαν τα απαραίτητα εφόδια κατά την πορεία τους και, επί πλέον, θα εξασφάλιζαν τα νώτα τους. Το 1176 ο Μανουήλ αποφάσισε να θέσει τέρμα στη δύναμη των Σελτζούκων, καταλαμβάνοντας το Ικόνιο και αιχμαλωτίζοντας τον σουλτάνο. Έστειλε τον ανεψιό του Ανδρόνικο Βατάτζη να καταλάβει τη Νεοκαισάρεια ενώ ο ίδιος προχώρησε προς το Ικόνιο ακολουθώντας την πορεία Χωναί-Λάμπη και Χόμα-Σούβλαιον.
Τελικά έφθασε στον εγκαταλειμμένο οικισμό του Μυριοκεφάλου (cardak) όπου έμελλε να διεξαχθεί η κρίσιμη μάχη. Τα βυζαντινά στρατεύματα είχαν εξαναγκασθεί να ακολουθήσουν εξαιρετικά αργό ρυθμό κατά την προέλασή τους επειδή είχαν μαζί τους πολλά εφόδια και μεγάλο αριθμό αμάχων. Η πορεία τους καθυστέρησε και από την αντίσταση των Τουρκομάνων νομάδων, οι οποίοι υπερασπίζονταν τις κατοικίες τους και τα ποίμνιά τους, που τα απειλούσε η παρουσία ενός τόσο ισχυρού βυζαντινού στρατού. Οι νομάδες, σε ομάδες 5.000 ως 10.000 ανδρών, παρενοχλούσαν τους Βυζαντινούς και την προηγούμενη της μάχης 50.000 από αυτούς λεηλάτησαν το αυτοκρατορικό στρατόπεδο.
Ο Κιλιτζ Άρσλαν με σύντονες προσπάθειες είχε προετοιμασθεί για να αντιμετωπίσει την εισβολή, στρατολογώντας πολυάριθμους Τούρκους της Μεσοποταμίας και ακολουθώντας την τακτική της «καμένης γης » κατά την υποχώρηση του στρατού του μπροστά στη βυζαντινή προέλαση. Τα χωριά και τα λιβάδια είχαν καεί και τα πηγάδια είχαν μολυνθεί από πτώματα όνων και σκύλων. Έτσι, πριν ακόμη αρχίσει η μάχη, ο βυζαντινός στρατός είχε αποδεκατισθεί από τη δυσεντερία.
Παρ' όλη την ευνοϊκή γι' αυτόν κατάσταση ο σουλτάνος έστειλε πρεσβεία προς τον αυτοκράτορα προτείνοντας τη σύναψη ειρήνης. Ό Μανουήλ αγνόησε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο στρατός του και τις έντονες αντιρρήσεις των πιο έμπειρων στρατηγών του και απέρριψε τις προτάσεις αυτές.
Μετά την απάντηση του αυτοκράτορα ο σουλτάνος κατέλαβε την κλεισούρα Τζυβρίτζη , από την οποία θα περνούσαν οι Έλληνες μετά το Μυριοκέφαλο.
Η μάχη που έγινε σ' αυτό το δύσβατο ορεινό πέρασμα υπήρξε σχεδόν εξ ίσου καταστρεπτική με τη μάχη του Μαντζικέρτ. Αποκομμένοι και περικυκλωμένοι μέσα στις στενές διαβάσεις οι Βυζαντινοί υπέστησαν φοβερή σφαγή . Επί πλέον, σφοδρή αμμοθύελλα είχε τόσο πολύ ελαττώσει την ορατότητα, ώστε να μην είναι δυνατό οι πολεμιστές να διακρίνουν τους αντιπάλους τους και να φονεύονται μεταξύ τους. Το απόγευμα, όταν κόπασε η θύελλα, φαινόταν ότι οι Τούρκοι νικούσαν. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι το ηθικό του βυζαντινού στρατού έπεσε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της νύχτας με τις εκκλήσεις των Τούρκων, που πλησίαζαν το στρατόπεδο, προς τους χριστιανούς ομοεθνείς τους να εγκαταλείψουν τους Βυζαντινούς, όσο ήταν ακόμη καιρός. Η καταπόνηση του στρατού ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οΜανουήλ σκέφθηκε σοβαρά να φύγει κρυφά και να εγκαταλείψει τον στρατό του στο έλεος των αντιπάλων.
Το περίεργο πάντως είναι ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο Κιλίτζ Αρσλάν σταμάτησε τις εχθροπραξίες και έστειλε έναν αξιωματούχο του, τον Γαβρά, να προτείνει όρους ειρήνης στον αυτοκράτορα. Οι κυριότεροι από τους όρους αυτούς περιλάμβαναν την απαίτησή του για την κατεδάφιση των οχυρώσεων του Δορυλαίου και του Χόματος-Σουβλαίου. Η απροθυμία του σουλτάνου να εκμεταλλευθεί τη νίκη του οφειλόταν στο γεγονός ότι οι σύμβουλοί του ή είχαν δωροδοκηθεί από τον αυτοκράτορα ή πίστευαν ειλικρινά στην ειρήνη. Επί πλέον, όπως οι Βυζαντινοί διαπίστωσαν μετά την υπογραφή της ειρήνης και κατά τη διάρκεια της συμπτύξεώς τους, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες από ό,τι αρχικά νόμιζαν. Οι Τούρκοι είχαν ακρωτηριάσει τα πρόσωπα και τα μέλη των πτωμάτων ώστε να μην μπορούν να διαπιστώσουν οι Έλληνες την ακριβή έκταση των τουρκικών απωλειών. Ο Νικήτας Χωνιάτης δίνει αποτροπιαστικές σχετικές λεπτομέρειες.
Η μάχη αυτή αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός που διαδραματίσθηκε στη Μικρά Ασία από την εποχή της μάχης του Μαντζικέρτ (1071) και σημείωσε το τέλος κάθε βυζαντινού σχεδίου για την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας . Η αυτοκρατορία υπέστη ισχυρό κτύπημα και σοβαρές απώλειες σε στιγμή κατά την οποία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Τα γεγονότα του 1176 οπωσδήποτε θα πρέπει να είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στο ηθικό όχι μόνο του αυτοκράτορος, αλλά κυρίως των ελληνικών πληθυσμών των περιοχών της Μικράς Ασίας που βρίσκονταν ακόμη υπό βυζαντινή κυριαρχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μάχη του Μυριοκεφάλου έγινε σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων μιλίων δυτικά από το πεδίο της μάχης του Μαντζικέρτ το γεγονός αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη της μεγάλης εξαπλώσεως των Τούρκων στη Μικρά Ασία στο διάστημα των τελευταίων εκατό ετών.
Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον