Tο πρωί της 20ής Απριλίου φάνηκαν ν’ ανεβαίνουν την Προποντίδα 4 σκάφη με ελληνική σημαία – το ένα ήταν βαρύς βασιλικός δρόμων και τα άλλα τρία γενοβάζικα κάτεργα. Μετέφεραν στρατιώτες, όπλα και εφόδια (σιτάρι, όσπρια κλπ.) και είχαν καθυστερήσει στη Χίο από τον ενάντιο άνεμο. Αμέσως ο τούρκος στόλαρχος όρμησε με τα καράβια του εναντίον τους, με σκοπό να τα συλλάβει ή να τα καταστρέψει. Ακολούθησε μία πεισματική και άτακτη μάχη.
Αρχικά, τα ελληνικά σκάφη χρησιμοποίησαν το πυροβολικό τους με καλό αποτέλεσμα. Σε λίγο όμως, ο Σουλεϊμάμπεης έμπηξε το έμβολο της ναυαρχίδος του στο βασιλικό καράβι, ενώ τα άλλα τουρκικά πλοία το κύκλωσαν. Άλλα πάλι οθωμανικά πλοία κύκλωσαν τα τρία γενοβάζικα πλοία, τόσο που να μη μπορούν τα κουπιά τους να κινήσουν – κι η ναυαχία έγινε πεζομαχία. Από τους εχθρούς, άλλοι προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά, άλλοι να τρυπήσουν τα πλευρά των πλοίων ή να σκαρφαλώσουν με σχοινιά στο κατάστρωμά τους. Οι πολεμιστές χτυπούσαν ανελέητα με δόρατα μακρά, ακόντια, λιθάρια και βέλη.
Και εκείνοι αμύνονταν με δόρατα και ακόντια ή έριχναν χύτρες με εμπρηστικά υλικά, ενώ ο Φλαντανελλάς, κυβερνήτης στον βασιλικό δρόμωνα, διηύθυνε τον αγώνα με θαυμαστή ψυχραιμία. Κι ο αγώνας έπαιρνε ξεχωριστό χαρακτήρα, καθώς τον παρακολουθούσαν οι αντίπαλοι κι από τα δύο στρατόπεδα. Μυριάδες λαού είχαν ανεβεί στο τείχος, που έβλεπε στην Προποντίδα και μαζί τους οι άρχοντες κι αυτός ο βασιλιάς. Το ίδιο έγινε κι από τους πολιορκητές, με τον σουλτάνο και το επιτελείο του. Κι ακούγονταν φωνές ανάμικτες, ιαχές και δεήσεις από τους Έλληνες, κατάρες από τους άλλους.
Τρείς ώρες είχε κρατήσει η άνιση αυτή πάλη, απέναντι απ’ το Επταπύργιο, κι οι τούρκοι άρχισαν να δείχνουν σημάδια κοπώσεως και να χάνουν την ορμή τους. Με κραυγές ο σουλτάνος όρμησε τότε στην αβαθή θάλασσα, καβάλα στ’ άλογό του, παροτρύνοντας και απειλώντας. Πολλοί αξιωματικοί τον ακολούθησαν μέσα στο νερό. Ύστερα απ’ αυτό, τα καράβια του εξωμότη ξαναμπήκαν στον αγώνα, αλλά σε λίγο αναγκάστηκαν να φύγουν στο Διπλοκιόνιο, άπρακτα. Είχε νικήσει η μεθοδική και άφοβη αντίσταση της μικρής, μικρότατης ναυτικής μοίρας.
Τα τέσσερα καράβια των Ελλήνων πλησίασαν τότε στα τείχη, για νά ‘χουν την προστασία τους και κατόπι γλύστρησαν κοντά στην αλυσίδα, που σηκώθηκε για να περάσουν μέσα στον Κόλπο – και ξανάκλεισε πίσω τους. Σώθηκε μάλιστα η πληροφορία πως βγήκαν από τον Κόλπο δύο δρόμωνες και τα βοήθησαν.
Η επιτυχία αυτή εγκαρδίωσε τους πολιορκημένους και ασφαλώς τη νύκτα, που ακολούθησε, θα κυοφόρησαν την ελπίδα πως, για μιάν ακόμη φορά, θα γλύτωνε η Βασιλεύουσα.
Πηγή: (Μάρκου Μάριου Σίμψα – Το Ναυτικό στην ιστορία των Ελλήνων, εκδ. ΓΕΝ, Αθήνα 1982, τόμος 2ος, σελ. 88 – 89), Αβέρωφ