Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης
Ο Νόμος 2870/1922 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής»
Ένα μήνα πριν τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής τον Αύγουστο του 1922, δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 119 Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ο Νόμος 2870 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής». Σύμφωνα με το Άρθρο 1 του νόμου:
«Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Β. διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών».
Τα επόμενα χρόνια εντοπίζονται σποραδικά σε εφημερίδες της βενιζελικής παράταξης, άρθρα που συνδέουν τον συγκεκριμένο νόμο με γενικότερο σχέδιο της κυβέρνησης Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη για εσκεμμένη παρεμπόδιση διαφυγής των Μικρασιατών στην Ελλάδα. Το 1962, ο Μικρασιάτης διευθυντής της εφημερίδας Έθνος Γιάννης Π. Καψής, εκδίδει το βιβλίο Χαμένες Πατρίδες –που αποτελεί συρραφή προηγούμενης αρθρογραφίας στην εφημερίδα για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή– στο οποίο για πρώτη φορά καταγράφεται βιβλιογραφικώς η άποψη ότι ο νόμος προέβλεπε: «την σε μαρτυρικό θάνατο καταδίκη του μικρασιατικού Λαού», ενώ μετά την αναφορά στις πρόνοιές του, ο συγγραφέας καταλήγει:
«Η σκηνοθεσία του μεγάλου δράματος είχε συμπληρωθεί. Η εκκένωση της Μικράς Ασίας αποφασισμένη –δεν έμενε παρά η εκτέλεση, που είχε ανατεθεί στον Χατζηανέστη. Και την τελευταία στιγμή οι κυβερνήτες της Αθήνας απαγορεύουν τη μετανάστευση των Μικρασιατών. Είναι εξοργιστικό ψέμα, ότι ήθελαν ν’ αποφύγουν τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος. Εκείνοι, που θα μετανάστευαν πρώτοι και υπό ομαλές συνθήκες, ήταν οι εύποροι Μικρασιάτες. [. . .] Άλλος ήταν ο λόγος, που οδήγησε στην απαγόρευση της μετανάστευσης: οι Μικρασιάτες είχαν το μίασμα του Βενιζελισμού – ήταν προτιμότερο να σφαγούν από τους διψασμένους για αίμα τσέτες, παρά να μεταφέρουν τις επαναστατικές ιδέες τους στην Ελλάδα. Ήταν τόσο ανόητοι. Πίστευαν, ότι έτσι θα μπορούσαν να σωθούν».
Έκτοτε, η συγκεκριμένη θεωρία έχει διαδοθεί και αναπαράγεται ευρέως ως αναπόσπαστο κομμάτι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι όμως φανερό, ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν προϊόν στοιχειοθετημένης έρευνας, αλλά απλά μια προσωπική άποψη/σκέψη του συγγραφέα. Πρόσφατη αρχειακή έρευνα ανατρέπει πλήρως αυτήν την εκδοχή και αποκαλύπτει ότι ο νόμος δεν αποσκοπούσε σε οποιαδήποτε αποτροπή φυγής των Μικρασιατών, επειδή δήθεν η τότε κυβέρνηση γνώριζε ότι θα ακολουθούσε η εκκένωση της Μικράς Ασίας. Άλλη ήταν η αφετηρία σε μία υπόθεση που ξεκινά από το 1919!
Μεταπολεμική Παλιννόστηση
Με την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι ελληνικοί πληθυσμοί που είχαν αναγκαστεί σε προσφυγοποίηση ή βίαιη μετακίνηση, ήταν Θράκες και Μικρασιάτες που από το 1914 είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, Μικρασιάτες που είχαν εκτοπισθεί στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Μικρασιάτες Πόντιοι που από το 1917 άρχισαν να μετακινούνται προς τα ρωσσικά εδάφη του Καυκάσου. Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί, μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, επιζητούσαν την επιστροφή στις εστίες τους.
Στην Κωνσταντινούπολη, διάφοροι επιφανείς Έλληνες και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανέλαβαν τον συντονισμό ενός γιγαντιαίου έργου, το οποίο αποσκοπούσε στην διευκόλυνση της επιστροφής όλων των προσφύγων στις εστίες τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και την παροχή επικουρίας για την πρώτη φάση της εγκατάστασής τους. Εκτός της βοήθειας που ζητήθηκε από τον Ύπατο Αρμοστής της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, ανάλογη κρούση έγινε και στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία έσπευσε να ανταποκριθεί. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος σημείωνε σχετικά:
«Ανάγκη έλθωμεν παντοιοτρόπως αρωγοί εις δεινοπαθήσαντες ομογενείς όχι μόνον εκ καθήκοντος αλλά και εκ (συμφέροντος) απέναντι πολιτισμένου κόσμου. [. . .] Β. Κυβέρνησις εγκρίνουσα πάσαν ενέργειαν υπέρ δυστυχών ομογενών θέλει πάση δυνάμει συνδράμη τα εν Κων/πόλει αρξάμενα φιλανθρωπικά έργα».
Λίγους μήνες αργότερα και με επικείμενη την μεταφορά στρατευμάτων στην περιοχή της Σμύρνης, ανέφερε ειδικότερα:
«Είμεθα διατεθειμένοι επικουρήσωμεν παλιννοστούντας ομογενείς υποβαλλόμενοι εις πάσας αναγκαίας οικονομικάς θυσίας. [. . .] επικουρία ημών θα αποβλέπει κυρίως εις αγοράν ζώων, εργαλείων και σπόρων και συντήρησιν παλιννοστούντων μέχρι προσεχούς εσοδείας. Κυρίως διά παλιννοστούντας Θράκην επιβάλλεται όπως μεριμνήσωμεν γενναιότερον περί αποκαταστάσεώς των, προκειμένου περί πληθυσμών οίτινες επανέρχονται εις μητρικούς κόλπους. Το αυτό θα πράξωμεν και διά πρόσφυγας εκ Δ[υτικής]. Μ. Ασίας, αλλά ως προς αυτούς παλιννόστησις δεν πρέπει να γίνη πριν ή καταληφθή στρατιωτικώς τουλάχιστον χώρα παρ’ ημών και ασφαλισθή Τάξις. Ως προς πρόσφυγας ετέρων περιφερειών Τουρκίας δεν θα αδιαφορήσωμεν βεβαίως, αλλά επικουρία ημών έσται πολύ μετριωτέρα και ως προς αυτούς δέον επιδιώξωμεν επικουρίαν Αμερικανών».
H ελληνική κυβέρνηση σε αυτήν την προσπάθειά της, εναπόθεσε μεγάλες ελπίδες οικονομικής αρωγής από το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο των Συμμάχων με έδρα το Παρίσι, το οποίο διοχέτευσε κονδύλια για την αποκατάσταση προσφύγων και την ανοικοδόμηση στην Ευρώπη. Όπως είχε αρχικά υπολογισθεί, για την αποκατάσταση περίπου 38.000 ελληνικών οικογενειών που είχαν εκτοπισθεί από την Μικρά Ασία και Θράκη, απαιτείτο ένα κονδύλι περίπου 100 εκατομμυρίων δραχμών (4 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας), εκ των οποίων η ελληνική συνεισφορά θα ανερχόταν σε 12,5 εκατομμύρια δραχμές (0,5 εκατομμύριο λίρες Αγγλίες). Ωστόσο, αν και αρχικά υπήρξαν σχετικές διαβεβαιώσεις, έως τον Αύγουστο του 1919 έγινε αντιληπτό ότι δεν υπήρχε περίπτωση Συμμαχικής συνεισφοράς καθώς οι πόροι είχαν εξαντληθεί αφιερώμενοι σε Ρουμανία και Τσεχοσλοβακία!
Εκστρατεία Μεσημβρινής Ρωσσίας
Αμέσως σχεδόν μετά την λήξη του Μεγάλου Πολέμου, τέθηκε από γαλλικής πλευράς στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο το ζήτημα της συμμετοχής στην Συμμαχική εκστρατεία στην Μεσημβρινή Ρωσσία, προκειμένου να κατασταλεί το μπολσεβικικό κίνημα. Ως αντάλλαγμα η Γαλλία θα αναλάμβανε πρωτοβουλία για την απόδοση της Θράκης στην Ελλάδα και θα ήταν θετική αν ετίθετο θέμα παραχώρησης εδαφών στην Δυτική Μικρά Ασία. Τον Ιανουάριο του 1919 τα πρώτα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα κατέφθασαν στην περιοχή, αλλά σύντομα η εξέλιξη των επιχειρήσεων άρχισε να λαμβάνει αρνητική τροπή για τους Συμμάχους. Ήδη δε, από τον Φεβρουάριο οι ελληνικές προξενικές Αρχές άρχισαν να μεταδίδουν τα πρώτα ανησυχητικά μηνύματα των ελληνικών παροικιακών πληθυσμών που διαβιούσαν επί χρόνια στην Ρωσσία και τα οποία απηύθυναν εκκλήσεις βοηθείας απέναντι στην επερχόμενη απειλή των μπολσεβίκων. To αποκορύφωμα ήταν η πληροφορία που μεταδόθηκε στις 6 Μαρτίου, σύμφωνα με την οποία: «Άπαντες Έλληνες κάτοικοι Χερσώνος κατακρεουργήθησαν».
Καθώς δεν είχε ακόμη γίνει αντιληπτή η γενική κατάρρευση της Συμμαχικής προσπάθειας, η ελληνική πλευρά βλέποντας την προέλαση των μπολσεβίκων προς την Οδησσό, στην οποία διαβιούσε σημαντικός αριθμός Ελλήνων, επιχείρησε να πείσει τους Συμμάχους για την μεταφορά τους στην χερσόνησο της Κριμαίας που θεωρείτο ασφαλής. Το επόμενο διάστημα έως τα τέλη Μαρτίου, μάταια επιχείρησε να επιτύχει την μεταφορά των ελληνικών κοινοτήτων που θεωρείτο ότι κινδύνευαν περισσότερο, διαδοχικά σε Βεσσαραβία και Κωνσταντινούπολη. Οι Σύμμαχοι επεδίωκαν την μεταφορά των ελληνικών πληθυσμών στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Θεσσαλονίκη, που θεωρούσαν και ως φυσιολογική επιλογή.
Η δυσχέρεια της ελληνικής κυβέρνησης σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο εκπορευόταν τόσο από πρακτικούς οικονομικούς περιορισμούς, όσο και σκέψεις αναγόμενες στο πολιτικό κόστος μιας τέτοιας εξέλιξης. Αφ’ ενός μεν στην Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν υποδομές έστω και για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων, αφ’ ετέρου δε, σε δεύτερο στάδιο, θα έπρεπε να εκπονηθεί ένα ακόμη πιο απαιτητικό πρόγραμμα μόνιμης εγκατάστασης/αποκατάστασης. Ως εκ τούτου ζητούσε την εγκατάσταση των Ελλήνων σε περιοχές όσο το δυνατόν πλησιέστερα στις εστίες τους και δήλωνε διατεθειμένη να αναλάβει η ίδια την συστηματική διατροφή τους. Από την άλλη πλευρά όμως, η άφιξη χιλιάδων προσφύγων θα εκλαμβάνετο ως αποτέλεσμα αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής για αποστολή ελληνικού Στρατού στην Ρωσσία. Επιπλέον, ο αντίκτυπος δεν θα περιοριζόταν μόνο σε αυτό το σημείο, αλλά θεωρείτο ότι υπήρχε κίνδυνος διάδοσης μπολσεβικικών ιδεών στο εσωτερικό της Ελλάδας, με φορείς ορισμένους ακριβώς από τους ομογενείς που θα κατέφθαναν. Την ίδια περίοδο, υπήρχαν και έντονες υποψίες για ανάπτυξη ενός έντονου αισθήματος δυσαρέσκειας και εξέγερσης εντός των τάξεων των στρατευσίμων που είχαν αποσταλεί στην εκστρατεία.
Εν τέλει μεταφέρθηκαν από την Οδησσό περίπου 10.000 Έλληνες στην Θεσσαλονίκη, ενώ και οι Βρετανοί δέχθηκαν και πώλησαν στην ελληνική κυβέρνηση τα από την εποχή του πολέμου αναπτυχθέντα 28ο και 50ό Στρατιωτικά Νοσοκομεία στον συνοικισμό Χαρμάν Κιόι και Καλαμαριάς αντίστοιχα, τα οποία παραχωρήθηκαν για την φιλοξενία των ομογενών. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι τόσο κυβερνητικοί απεσταλμένοι, όσο και ο Υποναύαρχος Κακουλίδης επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων που εστάλησαν στον Εύξεινο Πόντο, κατάφεραν να εξασφαλίσουν διαβεβαιώσεις από τις επαναστατικές μπολσεβικικές Αρχές, ότι ο Ελληνισμός της περιοχής δεν επρόκειτο να υποστεί διώξεις και διακρίσεις.
Νότια Ρωσσία – Καύκασος
Εν τω μεταξύ, το καλοκαίρι του 1919, οργανώθηκε από την Αθήνα η αποστολή αρμοδίων παραγόντων του Υπουργείου Περιθάλψεως, προκειμένου να εξετάσουν την κατάσταση στην περιοχή του Καυκάσου. Καθώς τα ρωσικά στρατεύματα αποχωρούσαν το 1917 από τα εδάφη του Πόντου, περίπου 85.300 Πόντιοι αποφάσισαν να βρουν καταφύγιο στην Νότιο Ρωσία. Από αυτούς οι 8.000 είχαν ήδη επιστρέψει το 1919 στην πατρίδα τους, άνω του 10% είχε αποβιώσει, οπότε απέμεναν 65.000 στα ρωσικά εδάφη για τους οποίους θα έπρεπε να ληφθεί μέριμνα.
Το Υπουργείο Περιθάλψεως αποφάσισε να επέμβει βοηθώντας στην παλιννόστηση αυτών των Ποντίων, ενώ παράλληλα θα παρείχε επί 6 μήνες περίθαλψη στους 35.000 εξ αυτών που ήσαν άποροι. Έγινε, επίσης, αντιληπτό ότι μεταξύ αυτών αλλά και του ποντιακού στοιχείου που είχε εγκατασταθεί στην Ρωσική Αυτοκρατορία χρόνια πριν, υπήρχε μια κρίσιμη μάζα τουλάχιστον 100.000, οι οποίοι είχαν εκφράσει ενδιαφέρον προκειμένου να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου σκέφθηκε πως μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε ένα ιδανικό τρόπο για να αναπληρώσει τους Θράκες και Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στην Μακεδονία από το 1914 και οι οποίοι είχαν συμβάλει στην πύκνωση του εκεί ελληνικού στοιχείου, αλλά πλέον επιθυμούσαν την επιστροφή στις ρίζες τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, τον Αύγουστο του 1919 το Υπουργικό Συμβούλιο ανέθεσε τον συντονισμό της προσπάθειας στον αναπληρούντα τον Υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Διομήδη, ενώ καταρτίστηκε ειδική υπηρεσία στο Υπουργείο Περιθάλψεως υπό τον Νικόλαο Καζαντζάκη. Τα προβλήματα όμως που παρουσιάστηκαν περιέπλεξαν την κατάσταση. Η διαδικασία παλιννόστησης των προσφύγων που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα προς Θράκη και Μικρά Ασία, αντιμετώπιζε την άρνηση της οθωμανικής κυβέρνησης να τους επιτρέψει την επάνοδο. Συγκεκριμένα η Υψηλή Πύλη θεωρούσε μονομερώς, ότι βάσει των συνομιλιών του 1914, είχε τελεσίδικα αποφασισθεί ότι οι εκδιωχθέντες Έλληνες, δεν μπορούσαν να εγκατασταθούν σε οθωμανικό έδαφος, ως οριστικά απερχόμενοι. Παράλληλα, Οθωμανοί πρόσφυγες από τα Βαλκάνια είχαν εγκατασταθεί στις εγκαταληφθείσες από Έλληνες περιουσίες, συνεπώς, έπρεπε πρώτα να απομακρυνθούν για να επιστρέψουν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες.
Στον Πόντο, ήδη από τα μέσα του 1919 η παλιννόστηση ήταν δυνατή μόνο στα παράλια, καθώς στην ενδοχώρα επικρατούσε αναρχία και η ελληνική κυβέρνηση μάταια προσδοκούσε ότι οι Σύμμαχοι θα επενέβαιναν μεταφέροντας στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, προκειμένου να επιτευχθεί εκεί η ειρήνευση και να αναπτυχθούν οι συνθήκες για ανεμπόδιστη επιστροφή των προσφύγων. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, η οικονομική κατάσταση σταδιακά άρχισε να επιδεινώνεται. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταφύγει σε ευρύ εσωτερικό δανεισμό, περιλαμβανομένης και της έκδοσης πληθωριστικού χρήματος, ενώ η στρατιωτική παρουσία στην Μικρά Ασία απαιτούσε την αφιέρωση σημαντικών πόρων από το κράτος. Καθ’ όλη την διάρκεια του 1920, το ελληνικό Δημόσιο δανείσθηκε άνω του 1 δισεκατομμυρίου δραχμών, ενώ ταυτόχρονα ρευστοποιήθηκε και μέρος των πιστώσεων που μεταξύ 1918–1919 είχε συμφωνηθεί να παράσχουν Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ, ώστε να χρηματοδοτηθεί η ελληνική πολεμική προσπάθεια στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Την άνοιξη του 1920, το όλο πρόγραμμα κρατικής υποστήριξης στους ομογενείς της Νοτίου Ρωσσίας και του Καυκάσου, άρχισε να παρουσιάζει σημάδια αρρυθμίας, περιπλοκών, αλλά κυρίως έλλειψης πόρων. Η οικονομική δυστοκία, δεν διευκόλυνε στην άμβλυνση των προβλημάτων στέγασης που αντιμετώπιζε η Μακεδονία (η Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917, ακόμη ανοικοδομείτο), ενώ δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι οι πρόσφυγες του 1914 δεν είχαν στην ολότητά τους εκκενώσει τους χώρους που είχαν φιλοξενηθεί, καθώς εξακολουθούσαν να υφίστανται κολλήματα στην επιστροφή τους.
Στα πλαίσια αυτά, οι αποστολές του Υπουργείου Περιθάλψεως και οι διπλωματικές Αρχές που ευρίσκοντο σε ρωσσικό έδαφος, τον Μάρτιο του 1920 ζητούσαν από την Αθήνα να πληροφορηθούν πότε προβλεπόταν να καταστεί δυνατή η μεταφορά γεωργικών πληθυσμών από τον Καύκασο και υπογράμμιζαν χαρακτηριστικά:
«Εξ όλων των χωρίων κατέρχονται καθ’ εκάστην εις την πόλιν αντιπρόσωποι των χωρικών, ζητούντες να διευκολύνωμεν την αναχώρησιν αυτών εις Ελλάδα. Εις ουδέν ισχύουν οι συστάσεις,
τας οποίας τόσον εγώ, όσον και ο πρόξενος, απευθύνομεν προς τους χωρικούς περί αναμονής μέχρι νεωτέρων διαταγών παρά της κυβερνήσεως. Αυτοί πωλούσι τα οικιακά των σκεύη, τα ζώα των, τα ολίγα αποθέματα καπνού τα οποία έχουν, τα ξύλα των οικιών των ακόμη και συλλέγουν τα χρήματα, τα οποία τοις είναι αναγκαία διά την ναύλωσιν ατμοπλοίων προς αναχώρησιν. Υπάρχουσιν ήδη πολλαί ομάδες χωρικών, διαθέτουσαι από 200 χιλιάδας μέχρι 3 εκατομμυρίων ρουβλίων προς ναύλωσιν ατμ., ζητούσι δε παρ’ ημών μόνον μίαν μικράν διευκόλυνσιν εις το ζήτημα της αδείας, διά της εκδόσεως προσωρινώς διαβατηρίων ή άλλων πιστοποιητικών επί τη βάσει των οποίων να δύνανται να επιβιβασθώσιν ελευθέρως».
Η άνευ προηγουμένης προπαρασκευής έναρξη αποστολής ατμοπλοίων και άφιξη προσφύγων στην Ελλάδα, προκάλεσε την αντίδραση του Γενικού Διοικητή Θεσσαλονίκης Αδοσίδη, ο οποίος μετέδιδε:
«. . . ατμόπλοιον ΚΑΛΟΥΤΑΣ διευθυνθέν Πειραιά εστάλη κατόπιν εδώ πολλών επιβατών πασχόντων εξ εξανθηματικού τύφου. Ήδη με συσσώρευσιν ενταύθα προσφύγων επισταθμία εν Θεσσαλονίκη ολονέν αφικνουμένων καθίσταται προβληματική μέσα δε γεωργικής των εγκαταστάσεως εις εσωτερικόν τόσον γλισχρά ώστε αν ρεύμα δεν ανασταλή αμέσως έποικοι ευρεθώσιν εκτεθειμένοι ενταύθα θέλει δε δημιουργηθή και ζήτημα δημοσίας Τάξεως. Σήμερον λαμβάνω επιστολήν εκ Νοβορωσσίσκης αντιπροσώπου Περιθάλψεως Ζέρβου αγγέλοντος δύο νέας αποστολάς. Επειδή πάντες ούτοι αμέσως ή εμμέσως κατευθύνονται εις Θεσσαλονίκην θεωρώ αναγκαίον τονίσω ευθύνην εκείνων οίτινες ανέλαβον και συνεχίζουν τοιαύτας αποστολάς χωρίς ζητήσωσι γνώμην αρμοδίας Αρχής».
Ο Διευθυντής Περιθάλψεως Καζαντζάκης θεωρώντας, ότι υπήρχε άδεια αποστολής απεριορίστου αριθμού ομογενών και έχοντας ο ίδιος σχηματίσει την γνώμη ότι η μεταφορά των ομογενών στην Μακεδονία ήταν επωφελής και επιτακτική, τηλεγραφούσε και πίεζε για την άρση οποιουδήποτε εμποδίου στην συστηματική μετανάστευση ακόμα και αυτών που επιθυμούσαν να μεταφερθούν στην Ελλάδα με δικά τους έξοδα. Από την πλευρά της, όμως, η Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως, απαντώντας, εφιστούσε την προσοχή από τα αντικρουόμενα μηνύματα που ελαμβάνοντο και επιχειρούσε να διαγράψει μια ρεαλιστική προσέγγιση στην επικρατούσα κατάσταση με την παύση –τουλάχιστον προσωρινή– της υποδοχής ομογενών, εξαιτίας των εγγενών περιορισμών που ετίθεντο στο ελληνικό κράτος:
«. . . παρακαλώ ανακοινώσατε Υπ. Περιθάλψεως ότι αν ημέτεραι Αρχαί εν Αντικαυκάσω επιτρέψουσιν απεριορίστως μετανάστευσιν βουλομένων ιδίαις δαπάναις έλθωσιν Ελλάδα υπό ιδιότητα πρόσφυγος τοιούτον μέτρον θα ισοδυναμεί με το να αφήσωμεν άπαντα τον πληθυσμόν ελεύθερον να μεταναστεύση διότι σχεδόν άπαντες οι χωρικοί εκποιήσαντες περιουσίας των είναι εις θέσιν και πρόθυμοι να απέλθωσιν έστω και ιδίαις δαπάναις. Πραγματικώς άποροι τυγχάνουσι ιδίως οι πλείστοι των εκ της περιφερείας Καρς φευγόντων των οποίων ακριβώς ενδείκνυται η μεταφορά δαπάναις ημών, διά την απορίαν και τους κινδύνους εις ους είναι εκτεθειμένοι. Οι τοιούτοι όμως χωρικοί αφικνούμενοι εις Ελλάδα θα γίνωσιν αμέσως βάρος εις το κράτος καθόσον εξαντλουμένων ταχέως των πόρων των θα απαιτούσι άμεσον γεωργικήν εγκατάστασιν ην κράτος προφανώς δεν είναι εις θέσιν παρέξη αυτοίς επί του παρόντος. Διά λόγους τούτους ειδοποίησα απάσας υπηρεσίας εν Αντικαυκάσω μη επιτρέψωσιν αναχώρησιν γεωργικού πληθυσμού μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως. Εάν επιθυμείτε άρω διαταγήν αυτήν παρακαλώ μοι δοθώσι σαφείς και κατηγορηματικαί οδηγίαι. Παρακαλώ όμως όπως έχητε υπ’ όψιν ότι μετά αποστολήν ΚΑΛΟΥΤΑΣ παρά τηλ/μά μου υπ’ αριθμόν 1764 εις Θεσσαλονίκην κ. Αδοσίδης μοι τηλεγραφεί διαμαρτυρόμενος εντόνως δι’ αποστολήν αυτού δι’ ην δεν ευθυνόμεθα και λέγει ότι θεωρεί αναγκαίον τονίση ευθύνην εκείνων οίτινες ανέλαβον και ενεργούσι τοιαύτας αποστολάς χωρίς να ζητήσωσι γνώμην αρμοδίας Αρχής».
Αντιθέτως, στην Ελλάδα, το Υπουργείο Γεωργίας ζητούσε από την Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων να εντείνει τις προσπάθειες, παρ’ όλες τις γνωστές ελλείψεις και δυσχέρειες και ενημέρωνε πως είχε ζητήσει από το Υπουργείο Περιθάλψεως να μην ανασταλεί η αποστολή προσφύγων στην Μακεδονία:
«. . . παρακαλούμεν υμάς, όπως συνεχίσητε το έργον της γεωργικής εγκαταστάσεως των προσφύγων εν τη καθ’ υμάς περιφερεία, συμφώνως και προς τας δοθείσας υμάς οδηγίας [. . .] με τα διατιθέμενα επί του παρόντος τεχνικά και οικονομικά μέσα, της ανεπαρκείας των οποίων διατελούντες εν γνώσει, θέλομεν επιδιώξει συν τω χρόνω βελτιουμένων και των περιστάσεων να καταστήσωμεν ταύτα επαρκέστερα. Βεβαίως αι επιπροσθούσαι δυσχέρειαι ως εκ της ελλείψεως ιδία οικημάτων και ζώων είναι σοβαραί και μεγάλαι, αλλ’ όχι και τοιαύται ώστε λιποψυχούντες και αποθαρρυνόμενοι να χαλαρώσωμεν την εποικιστικήν εργασίαν και ν’ αναστείλωμεν πάσαν αποστολήν προσφύγων γεωργών διακόπτοντες ούτο το αρξάμενον με πολλάς ελπίδας έργον της γεωργικής συγκροτήσεως της χώρας. Τουναντίον με τα υπάρχοντα και πενιχρά ακόμη μέσα οφείλομεν να τείνομεν τας προσπαθείας ημών, όπως επιτύχωμεν το μέγιστον δυνατόν αποτέλεσμα και εγκαταστήσωμεν πάσει δυνάμει όσον το δυνατόν περισσοτέρους γεωργούς έστω και προσωρινώς, δεν θα παύση η υπηρεσία να παρακολουθή και να μεριμνά διά τους εγκαθισταμένους, ώστε να συμπληρώση βαθμηδόν τας ελλείψεις των είτε εις ζώα, είτε εις γεωργικά εφόδια επ’ ωφελεία και τούτων και του Δημοσίου. Κατόπιν δε των ανωτέρω διά ταυταρίθμου προς Υπουργείον Περιθάλψεως εγγράφου μας, παρεκαλέσαμεν όπως μη ανασταλή εις Μακεδονίαν αποστολή προσφύγων, αλλά, όπως συνεννοήται μεθ’ ημών προ πάσης αποστολής ή μετακινήσεως προσφύγων γεωργών οσωνδήποτε, ως μελέτην και προπαρασκευήν της εγκαταστάσεώς των και αποφευχθή ούτω συγκέντρωσις μεγάλου αριθμού αυτών εν Θεσ/νίκη».
Ωστόσο, ήταν φανερό, ότι δεν αρκούσε μόνο η καλή θέληση και ένα αισιόδοξο πνεύμα προκειμένου να υλοποιηθεί ένα τόσο πολύπλοκο σχέδιο. Συνεπώς, η Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, στις υποδομές της οποίας μεταφέρονταν σε πρώτο στάδιο όλοι οι πρόσφυγες/μετανάστες, ζητούσε στις 20 Μαρτίου εκ νέου την αναστολή άφιξης νέων, για τους γνωστούς λόγους:
«προέχει επί του παρόντος το ζήτημα της στεγάσεως των ενταύθα Καυκασίων εποίκων, οίτινες ανήρχοντο περί τας 3.000, ήδη όμως με την άφιξιν του ατμοπλοίου ΚΑΛΟΥΤΑΣ δι’ ου απεστάλησαν ενταύθα και έτεροι 1.500 τοιούτοι, επληθύνθησαν εις τον τρόπον ώστε καθίσταται αυτόχρημα προβληματική η εν Θεσ/νίκη επισταθμία αυτών ελλείψει μέσων στεγάσεως, καθόσον ναι μεν διαθέτομεν το αγορασθέν υφ’ ημών 28ον Αγγλικόν Νοσοκομείον, αλλ’ αυτό μόλις θα επαρκέση διά τους ήδη εν τω 18ω Γαλλ. Νοσοκομείω εγκατεστημένους, όπερ, πιεζόμενοι υπό των γαλλικών Αρχών αίτινες το εξεποίησαν, είναι ανάγκη να παραδώσωμεν άνευ βραδύτητος. Αλλά και εάν υποτεθή ότι εξοικονομείτο η εν Θεσ/νίκη επισταθμία των εποίκων τούτων, θα συμβή ώστε το κράτος να επιβαρυνθή με τας ακάρπους δαπάνας της επί μακρόν ενταύθα διατροφής των, διότι η Γεωργική Υπηρεσία του Εποικισμού δεν δύναται ευκόλως να τους εγκαταστήση γεωργικώς εις την ύπαιθρον, προβαίνουσα εις τούτο κατά μικρόν, τούτο δε διότι και γενικώς στερείται επαρκών πιστώσεων διά τον προς γεωργικήν εγκατάστασιν εφοδιασμόν των, δεν υπάρχουν δε εξ άλλου εις τας γαίας έστω και πρόχειρα οικήματα. Προς τούτοις και όπου εγκατεστάθησαν ήδη οι ως άνω εκ ΚΑΥΚΑΣΟΥ πρόσφυγες προέκυψαν σοβαρά ζητήματα δημοσίας Τάξεως. Πάντως πληρουμένου του 28ου Νοσοκομείου, δεν υπάρχει ενταύθα άλλο μέρος προς στέγασιν τυχόν αφιχθησομένων νέων προσφύγων, ους εν τοιαύτη περιπτώσει θα ευρεθώ εις την ανάγκην να διευθύνω εις ΠΕΙΡΑΙΑ».
Συνεπώς, τον Απρίλιο, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος ανέθεσε στον διπλωμάτη Κωνσταντίνο Ρέντη να περιοδεύσει σε εκείνες τις περιοχές, προκειμένου να εισηγηθεί την μελλοντική πολιτική σε σχέση με τους ποντιακούς πληθυσμούς. Ήδη στις αρχές Μαΐου, το Υπουργείο Περιθάλψεως συνόψιζε την υφιστάμενη κατάσταση και την πρόκληση που αντιπροσώπευε το θέμα των Καυκασίων Ποντίων για το κράτος:
«Η ελληνική κυβέρνησις είναι υποχρεωμένη ν’ αντικρύση τα εξής τέσσαρα προβλήματα και να επιζητήση την εύστοχον λύσιν των, εάν θέλη να σωθούν εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων:
- Κατεπείγουσαν μετανάστευσιν εις την Ελλάδα των κινδυνευόντων εις τας ακτάς ταύτας Ελλήνων.
- Ρύθμισιν συγχρόνως της μεταναστεύσεως προς εποικισμόν εν Μακεδονία εκατόν χιλιάδων γεωργών Καρσίων κ.λπ.
- Εντός ολίγων μηνών παλιννόστησιν εις τα κατεστραμμένα ελληνικά χωρία του Πόντου των εναπομεινάντων εκ των προσφυγόντων εις την Ρωσσίαν 000 Ποντίων και
- Πρόνοιαν περί εγκαταστάσεως, ιδίως εν Ελλάδι όσον δυνατόν περισσότερων εκ των υπερπεντακοσίων χιλιάδων Ελλήνων των εκδιωκομένων νυν, ως εκ της επελθούσης πολιτικής ανατροπής, εκ Ρωσσίας και Αντικαυκάσου.
Εάν αφεθή εις την τύχην του ο Ελληνισμός ούτος θα καταστραφή».
Ο Ρέντης επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη Μαΐου και κατέθεσε τα συμπεράσματα της περιοδείας του. Σε γενικές γραμμές, οι εξελίξεις δεν επέβαλλαν την λήψη εξαιρετικά δραστικών μέτρων, καθώς δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος για το σύνολο των Ελλήνων στην περιοχή, πέραν ορισμένων εξαιρέσεων:
«Ελληνικοί πληθυσμοί δεν κινδυνεύουσιν εξ επιθέσεων άλλων λαών, πλην εν μέρει των Καρσίων. Κινδυνεύουσιν όμως εκ του ότι δεν έσπειρον και πωλήσαντες ή εγκαταλείψαντες περιουσίας των κατήλθον εις τας ακτάς. Υπάρξασα πρότερον η δημιουργηθείσα λόγω ανωμαλιών εν Ρωσσία και (μεγεθύνσεως) Ελλάδος τάσις προς μετανάστευσιν φοβούμαι ότι ενισχύθη εκ παρουσίας και ενδιαφέροντος Αποστολής Περιθάλψεως. [. . .] Εν τη μπολσεβικική Ρωσσία Έλληνες προστατεύονται αλλά ελλείπουσι τρόφιμα. Αποστολή τοιούτων αποκλείεται διότι Σοβιέτ θα διανείμωσι αυτά μεταξύ όλου πληθυσμού. Εξευρέθη τρόπος αποστολής χρημάτων. Φρονώ ότι δυνάμεθα αναβάλλωμεν επί του παρόντος μεταφοράν αυτών εις Ελλάδα. Εν περιφερεία Σοχούμ (ημέτεροι) πληθυσμοί άνευ ευλόγου αιτίας ήρξαντο από δύο μηνών πωλούντες υπάρχοντά των αντί ευτελών τιμών και κατήρχοντο Σοχούμ προς επιβίβασιν. Συνεκεντρώθησαν ούτω υπέρ τας 6.000 και διαμένουσι εν υπαίθρω. Κύριος Σκέφερης από της αφίξεώς του προσεπάθησε ανακόψη ρεύμα και διένειμε σπόρον και εις αυτούς τους Καρσίους ακόμη. Ίνα ανακοπή τάσις διέταξα δύο ιστιοφόρα μεταφέροντα μετανάστας εις Βατούμ εκ Σοχούμ να επιστρέψωσι εις Σοχούμ ωμίλησα διά μακρών εις μετανάστας οίτινες εν τέλει παρεδέχθησαν αποχωρήσωσι εις χωρία των εάν προστατευθώσιν υπό γεωργιανών Αρχών. Κύριος Άψης θα φροντίση περί αυτού, περιέρχεται δε χωρία ανακόπτων περαιτέρω κάθοδον Ελλήνων ων αριθμός υπερβαίνει 30.000. Θα γίνη κατάλογος των μη δυναμένων επιστρέψωσι χωρία των. Παρακαλώ να μου τηλ/σητε εάν εγκρίνητε μεταφοράν τούτων».
Οι οριστικές αποφάσεις ελήφθησαν σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 26 Μαΐου, το οποίο εξετάζοντας την ακριβή πολιτική που θα έπρεπε να εφαρμοσθεί για την λύση του θέματος, κατέληξε στα εξής σημεία:
α) Σε σχέση με τους Έλληνες του Σοχούμ θα μεταφέρονταν περί τους 25.000 και από αυτούς του Καρς μόνο περί τους 2.000 από του απορώτερους γεωργούς. Αυτοί που επιθυμούσαν με δικά τους έξοδα να κατέλθουν στην Ελλάδα θα μπορούσαν να λάβουν θεώρηση στα διαβατήριά τους, εφ’ όσον εκτιμάτο ότι είχαν τα μέσα για την συντήρησή τους στην Ελλάδα επί 3μηνο και με ρητώς διατυπωμένη δήλωση επί του διαβατηρίου «ότι ουδεμίαν περί συντηρήσεως ή εγκαταστάσεώς των ευθύνην φέρει η κυβέρνησις».
β) Η περίθαλψη που παρείχετο επί τόπου (παροχή τροφίμων, ιατρική φροντίδα), θα περιοριζόταν στο ελάχιστο στοχεύοντας στις περιπτώσεις όπου υπήρχε απόλυτη ανάγκη. Σε κάθε περίπτωση αυτή θα έπαυε μετά την παρέλεση 3μήνου.
γ) Από καμμία άλλη περιοχή δεν θα μεταφέρονταν άλλοι ομογενείς.
Συνεπώς, στους 12.000 ήδη αφιχθέντες στην Μακεδονία Καυκάσιους Ποντίους θα προστίθεντο τουλάχιστον 27.000 που είχαν απόλυτη ανάγκη και θα επιτρεπόταν επιπλέον η μετανάστευση μόνο σε αυτούς που μπορούσαν με δική τους ευθύνη και μέσα να διαβιώσουν στην Ελλάδα. Όπως ο ίδιος ο Ρέντης τηλεγράφησε στον Βενιζέλο, ενημερώνοντας για την ανάγκη λήψης μέτρων:
«Τα μέτρα ταύτα είναι απαραίτητα όπως ανακοπή το μεταναστευτικόν ρεύμα το τείνον να μεταβάλη μέγιστον μέρος των εν Ρωσσία Ελλήνων εις πρόσφυγας. Διότι το ζήτημα των εν Ν. Ρωσσία Ελλήνων, εν τη κυρίως βάσει του, υπήρξεν ελάχιστα προσφυγικόν και τα μέγιστα μεταναστευτικόν. Ο Ελληνισμός δεν καταδιώκεται και αν δυσφορή λόγω της καταστάσεως, βεβαίως υποφέρει ολιγώτερον ή κατά την διάρκειαν του πολέμου».
Επιπλέον, ο Ρέντης συμπέραινε, ότι η παρουσία των ελληνικών Αποστολών Περιθάλψεως ερέθιζε τους εκεί πληθυσμούς για μετανάστευση, ενώ αντίθετα σημείωνε ότι σε περιπτώσεις όπου τα εδάφη κατελήφθησαν από τους μπολσεβίκους και συνεπώς δεν υπήρχε δυνατότητα αποστολής πλοίων:
«Αποδεικνύει δε τούτο ότι η έλλειψις πολλού ενδιαφέροντος συγκρατεί τους Έλληνας της Ρωσσίας εις τας εστίας των». Τέλος, υπέβαλε την πρόταση, οι εναπομείναντες από τους 85.000 Ποντίους που από το 1917 είχαν εγκαταλείψει το Βιλαέτιο Τραπεζούντας καταφεύγοντας στην Ρωσσία, αλλά και οι υπόλοιποι που επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την χώρα, να μεταφερθούν στον Πόντο, στον οποίο όμως ήταν γνωστό ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις εγκατάστασης, εξαιτίας της από το καλοκαίρι του 1919 επικράτησης εκεί του κεμαλικού κινήματος.
Παρά την κυβερνητική αλλαγή τον Νοέμβριο του 1920, η μεταφορά Καυκασίων ομογενών στην Ελλάδα συνεχίστηκε. Τον Μάρτιο του 1921, όμως και μετά την επιστράτευση εφέδρων για τις κλιμακούμενες επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, μοιραία διεκόπη η διαδικασία. Συνεπώς, μεταξύ των ετών 1920–1921, είχαν μεταφερθεί συνολικά περίπου 70.000 Καυκάσιοι Πόντιοι γεωργοί, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Μακεδονία.
Η στρατιωτική αποτυχία του Ελληνικού Στρατού για καθυπόταξη του Κεμάλ και η δεινή οικονομική κατάσταση που επικράτησε στην χώρα, δεν άφηναν περιθώρια για επανάληψη στο εγγύς μέλλον μιας παρόμοιας επιχείρησης αιμοδότησης του ελληνικού στοιχείου στην Μακεδονία. Το Αναγκαστικό Δάνειο του Μαρτίου 1922 διοχετεύθηκε στην διατήρηση του επιστρατευμένου Στρατού στην Μικρά Ασία και Θράκη, σε τμήματα των οποίων οι πληθυσμοί κινδύνευαν εξαιτίας του κεμαλικού κινήματος και κατά προτεραιότητα απασχολούσαν την ελληνική κυβέρνηση.
Πέραν των πολεμικών όμως επιχειρήσεων, μετά τον Νοέμβριο του 1920 και έως την λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι ελληνικές κυβερνήσεις κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και έκτακτες προσφυγικές κρίσεις με κυριότερες αυτήν της Νικομήδειας (Μάρτιος 1921), της Κιλικίας (Νοέμβριος 1921) και των Σωκίων (Απρίλιος 1922), που αφορούσαν κυρίως ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά με σημαντικό στοιχείο Αρμενίων και αντικεμαλικών (κυρίως Κιρκασίους).
Το κρίσιμο 1922
Από τον Απρίλιο του 1922 διεφάνη μια ευκαιρία συνεννόησης με την σοβιετική ρωσική κυβέρνηση για την αποκατάσταση των ελληνικών πληθυσμών της Ρωσσίας. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση ενήμερη για την άθλια κατάσταση μέρους των εκεί ελληνικών πληθυσμών, αποφάσισε να επέμβει με την αποστολή υγειονομικής αποστολής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και επιτόπου μεταφορά τροφίμων. Ωστόσο, στην Νότιο Ρωσσία, το επισιτιστικό πρόβλημα που επικρατούσε, η απελπιστική κατάσταση που αντιμετώπιζαν όσοι δεν μεταφέρθηκαν τελικά στην Ελλάδα και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν από το μπολσεβικικό καθεστώς, ώθησαν τους εκεί ομογενείς σε αναζήτηση λύσεων απελπισίας. Απροειδοποίητα και πριν προλάβει να αποσταλεί η κυβερνητική βοήθεια, άρχισε η άφιξη στην Θεσσαλονίκη χιλιάδων Ποντίων. Οι ίδιοι είχαν ναυλώσει ατμόπλοια, των οποίων οι κυβερνήτες επιδιώκοντας το εύκολο κέρδος δεν δίσταζαν να τους μεταφέρουν δίχως τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα που θα είχαν επικυρωθεί από τις ελληνικές ή Συμμαχικές προξενικές Αρχές.
Παρόλες τις εγκυκλίους διαταγές που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες για απαγόρευση κατάπλου στους ελληνικούς λιμένες ατμοπλοίων που μετέφεραν Καυκασίους, το β’ δεκαήμερο του Μαΐου 1922 σημειώθηκαν νέες αφίξεις χιλιάδων προσφύγων. Όπως είναι φυσικό, δεν υπήρχε περίπτωση επιστροφής των ατμοπλοίων και των ομογενών στην Ρωσία. Το πρόβλημα ήταν οξύτατο καθώς εκτός των προβλημάτων στέγασης και περίθαλψης που υφίσταντο, μεταξύ των επιβατών οι οποίοι μεταφέρονταν υπό άθλιες συνθήκες, είχαν αναπτυχθεί μεταδοτικές ασθένειες, που θα απειλούσαν και την δημόσια υγεία. Οι χιλιάδες πρόσφυγες θα έπρεπε πρώτα να απολυμανθούν, να αναρρώσουν ανακτώντας τις δυνάμεις τους, ώστε αργότερα να εξεταστούν οι δυνατότητες αποκατάστασής τους. Δεδομένης της ανεπάρκειας του Λοιμοκαθαρτηρίου στην Μίκρα, το σύνολο των αφιχθέντων προσφύγων κατευθύνετο στο Λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου στην Σαλαμίνα.
Στις 31 Μαΐου η κυβέρνηση υπέβαλε επείγον νομοσχέδιο. Στις 11 Ιουνίου ψηφίσθηκε από την Γ΄ Συντακτική Συνέλευση ομοφώνως ο Νόμος 2870 που δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουλίου 1922. Κατά την διαδικασία δεν σημειώθηκε αντίδραση των Φιλελευθέρων πολιτικών εντός ή εκτός του κοινοβουλίου. Σε ορισμένες αντιπολιτευόμενες εφημερίδες δημοσιεύθηκαν μεμονωμένα και δίχως συνέχεια επικριτικά άρθρα. Πάντως ήταν ξεκάθαρο πως ο νόμος ψηφίσθηκε ως έσχατο μέτρο για την άναρχη έλευση προσφύγων από τον Καύκασο.
Εντός του κοινοβουλίου διεξήχθη συζήτηση για τις απαράδεκτες συνθήκες που επικρατούσαν στο Λοιμοκαθαρτήριο, οι οποίες όμως οφείλονταν αποκλειστικά στην συσσώρευση υπερβολικά μεγάλου αριθμού που ξεπερνούσε τις δυνατότητες υποδοχής και μάλιστα βραχυπρόθεσμης, ώστε να καταστεί δυνατή η σύντομη απολύμανσή του. Στις 22 Ιουνίου, η Εθνοσυνέλευση συζήτησε εκτεταμένως το θέμα. Τον λόγο έλαβε ο πληρεξούσιος Λυκούργος Τσουκαλάς, ο οποίος ανέφερε τα παράπονα των περιοίκων της Σαλαμίνας, περιέγραψε την οικτρή κατάσταση των προσφύγων και ζήτησε από τον υπουργό Εσωτερικών να ενημερώσει για τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση. Εν συνεχεία, ο πληρεξούσιος Γ. Αναστασόπουλος ζήτησε την επίσπευση των μέτρων, ώστε να καθησυχασθούν οι κάτοικοι και επεσήμανε την διάσταση της πρόληψης για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Απαντώντας, ο υπουργός Εσωτερικών Νικόλαος Στράτος, έκανε λόγο για αιφνιδιασμό της κυβέρνησης. «Ούτω προ ημερών ήλθον εκ Νοβορωσσίσκης 2.555 πρόσφυγες ευρισκόμενοι εις αξιοθρήνητον κατάστασιν, μετεφέρθησαν δε ενταύθα κατά τρόπον αξιοκατάκριτον διά τον πλοίαρχον του ατμοπλοίου. Εστιβάχθησαν εις τα αμπάρια και χολεριώντες και υγιείς έγιναν ένα και το αυτό. Το ατμόπλοιον όπερ τους μετέφερεν είχε προσεγγίσει εις την Θεσσαλονίκην, αλλ’ εκεί δεν ήτο δυνατόν να αποβιβασθούν λόγω μη υπάρξεως λοιμοκαθαρτηρίου διά την κάθαρσιν και μετεφέρθησαν εδώ όπου υπάρχει τοιούτον». Με την έλευση άλλων 2 ατμοπλοίων, ο αριθμός των προσφύγων ξεπέρασε τις 8.000 ψυχές, εκ των οποίων το 80% ήσαν Έλληνες και οι υπόλοιποι Αρμένιοι και Ρώσσοι. Εξαιτίας της ταλαιπωρίας που υπέστησαν κατά τον πλου, είχαν προσβληθεί από διάφορες ασθένειες και το πρόβλημα ήταν ακόμα οξύτερο: «διότι επρόκειτο ου μόνον περί διατροφής, αλλά και περί εξοικονομήσεως αυτών, ευρισκομένων εις οικτροτάτην κατάστασιν από πάσης απόψεως, και δη από υγιεινής». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν δυνατή η άμεση εγκατάστασή τους σε μόνιμες εστίες, οπότε τα ατμόπλοια που αρχικά είχαν καταπλεύσει στην Θεσσαλονίκη, εξαιτίας έλλειψης υποδομών, κατέπλευσαν εν συνεχεία στο Λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου στην Σαλαμίνα. Και εκεί όμως τα μέσα και οι υποδομές ήσαν ανεπαρκή (ελλείψεις σε απολυμαντικούς κλιβάνους, μαγειρεία), οπότε απαιτήθηκε η ανάπτυξη έκτακτης δραστηριότητας του προσωπικού, ενώ παρασχέθηκε και η αρωγή του Ναυστάθμου.
Σε κάθε περίπτωση, στις 16 Ιουνίου οι ασθενείς ανέρχονταν σε 466, εκ των οποίων: «136 εκ δυσεντερίας, 80 ύποπτοι χολέρας, 12 εξανθηματικού, 10 υποστρόφου πυρετού, 17 κοιλιακού τύφου, 10 ιλαράς, 8 εντερίτιδος, 7 φυματιώσεως, 10 ελονοσίας και οι υπόλοιποι εξ αυτών εξ άλλων νοσημάτων». Όπως εξήγησε ο υπουργός, τα πιο επικίνδυνα νοσήματα ήταν η χολέρα και ο εξανθηματικός τύφος στα οποία δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή, με τον αριθμό των πασχόντων από χολέρα να είναι σοβαρός, εν τέλει όμως, οι φόβοι μετάδοσης διαδοχικά στην Σαλαμίνα, τον Πειραιά και την Αθήνα, δεν επαληθεύθηκαν. Οι περίοικοι, βλέποντας το σύνολο των προσφύγων να καταφεύγει στο Λοιμοκαθαρτήριο, σχημάτισαν την εντύπωση ότι το σύνολο αυτών έπασχαν από χολέρα, όμως αυτό δεν ίσχυε και εν τέλει καμία μετάδοση νόσου δεν σημειώθηκε. Κατά τα άλλα, ελήφθησαν μέτρα για την ανακούφιση των υπολοίπων προσφύγων, οι οποίοι ταλαιπωρούμενοι από τον 12ήμερο πλου, δίχως τροφή και στοιβαγμένοι στα αμπάρια, είχαν πλήρως εξαντληθεί –πέραν της υφισταμένης εξάντλησής τους από τις προηγηθείσες στερήσεις στην Ρωσσία.
Μεταξύ Μαΐου–Αυγούστου 1922, οι κρατικές υπηρεσίες ανέλαβαν το απαιτητικό έργο της απολύμανσης των προσφύγων, στις τάξεις των οποίων σημειώθηκαν πολλοί θάνατοι. Όμως από τις αρχές Αυγούστου, η κατάσταση φάνηκε να σταθεροποιείται καθώς αφ’ ενός μεν ολοκληρωνόταν η διαδικασία απολύμανσης/αποθεραπείας και άρχιζε η σταδιακή προώθηση προς αποκατάσταση σε περιοχές όπου εξευρέθησαν κατάλληλοι χώροι, όπως το Αίγιο και το Αγρίνιο. Στο β΄ δεκαήμερο του Αυγούστου όμως, η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, προκάλεσε μια νέα ασυλλήπτου μεγέθους ανθρωπιστική κρίση, με την έλευση σταδιακά περίπου 1.400.000 προσφύγων από την Θράκη και Μικρά Ασία. Η νέα αυτή τραγωδία του Ελληνισμού, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην Ιστορία, που μοιραίως επισκίασε όλες τις προηγούμενες προσφυγικές εμπειρίες.
O Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
ΠΗΓΕΣ
Αδημοσίευτες αρχειακές συλλογές
Υπουργείο Εξωτερικών/Υπηρεσία Διπλωματικού & Ιστορικού Αρχείου.
Κεντρική Υπηρεσία 1919, 1920, 1921, 1922, 1923.
Αρχείο Δημητρίου Γούναρη.
Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Αρχείο Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης.
Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού 1917–1928.
Αρχείο Υπουργείου Υγείας.
Μουσείο Μπενάκη.
Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου.
Αρχείο Γεωργίου Μπαλτατζή.
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης/Ελληνικό Λογοτεχνικό & Ιστορικό Αρχείο.
Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ακαδημία Αθηνών/Κέντρο Έρευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού.
Αρχείο Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή.
The National Archives.
Cabinet Series.
National Archives.
Decimal Files.
Αρχείο Βουλής.
1921, 1922.
Άλλες πρωτογενείς πηγές
Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Γ΄ εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύ- σεως 1920–1921–1922. Τεύχος Δ΄, Ε΄ (Μάιος–Ιούλιος 1922).
Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως.
Τεύχος Α΄, 1836, 1917, 1918, 1919, 1920, 1921, 1922.
Ημερήσιος Τύπος
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1922.
Εφημερίδα ΕΣΠΕΡΙΝΗ, 1922.
Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 1922.
Εφημερίδα ΣΦΑΙΡΑ, 1922.
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 1922.
Εφημερίδα ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ ΤΕΡΓΕΣΤΗΣ, 1922.
Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 1922.
Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 1922.
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 1930.
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 1922, 1930.
Εφημερίδα ΝΕΟΝ ΚΡΑΤΟΣ, 1932.
Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, 1934.
Κύρια Βιβλιογραφία (κατά χρονολογική σειρά)
- Υπουργείον Περιθάλψεως, Το Έργον των Αποστολών του Υπουργείου Περιθάλψεως – Πόντος, Κωνσταντινούπολις, Σμύρνη, Μακεδονία, εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Κων. Θεοδωροπούλου, 1920.
- Μιχ. Χρ. Αιλιανού, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Υπουργείον Περιθάλψεως, εν Αθήναις, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, 1921.
- Θέμηδος Κώδιξ Εκατονδεκαετίας ήτοι Γενική Κωδικοποίησις ολοκλήρου της ελληνικής νομοθεσίας από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερον, υπό τον τίτλον Κώδηξ Θέμιδος 1821–1931, επιμέλεια Αντωνίου Ν. Μαλαγαρδή, Τόμος Δ΄, Τόμος ΙΒ΄, εκδοτικός οίκος Ι. Ν. Ζαχαροπούλου, Αθήναι, 1933.
- Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Η Εκστρατεία εις Μικράν Ασίαν 1919–1922, τόμος τέταρτος, Επιχειρήσεις Ιουνίου – Ιουλίου 1921, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήναι, 1962.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919–1922), τόμος έβδομος, Το τέλος της εκστρατείας 1922 – μέρος δεύτερον, Σύμπτυξις του Γ΄ Σώματος Στρατού, έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1987 – ανατύπωση αρχικής 1962.
- Petsalis-Diomidis N., “Hellenism in Southern Russia and the Ukranian Campaign: Τheir Effect on the Pontus Question (1919)”, Balkan Studies, 13.2, 1972.
- Γιάννης Γ. Μουρέλος, «Η γαλλοτουρκική προσέγγιση του 1921: Το Σύμφωνο Franklin- Bouillon και η εκκένωση της Κιλικίας», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος 4, 1983.
- Ανδρέα Η. Ζαπάντη, Ελληνοσοβιετικές Σχέσεις 1917–1941, Μετ.: Αγγέλου Σ. Βλάχου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1989.