Μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν του, λεγόμενου «μεγαλοπρεπούς», ο νέος σουλτάνος Σελίμ β’, αμέσως μετά την άνοδο του στον θρόνο αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά της ενετοκρατούμενης Κύπρου. Την 1η Ιουλίου 1570 η τουρκική αρμάδα μεθόρμησε στον όρμο της Πάφου και την επομένη τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Λεμεσό, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.
Αυτό ήταν λογικό καθώς ο Ενετός στρατιωτικός διοικητής του νησιού Έκτωρ Βαλιόνε, δεν διέθετε παρά 6.000 πεζούς και 500 ιππείς, έναντι 82.500 Τούρκων. Κατά την προέλαση τους όμως στο εσωτερικό ο «καπιτάνος της Πάφου Μαλιπιέτρος», όπως αναφέρουν τα χρονικά, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους Τούρκους και «εκαταχάλασεν πολλούς, έβαλε εις φυγήν, και επήρε δύω ζωντανούς, ούς εφόρτωσε δύω σάκκους κεφαλάς»!
Ωστόσο παρά την γενναία αντίσταση Ενετών και Ελλήνων η πρωτεύουσα του νησιού Λευκωσία έπεσε στις 9 Σεπτεμβρίου 1570. Να πως περιγράφει ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός τα της αλώσεως της Λευκωσίας στο χρονικό του:
«Ως τόσον εις τας ενορίας εδιαυθεντεύοντο ανδρειωμένα οι της χώρας, και μάλιστα εις το μέρος του αποστόλου Πέτρου και Παύλου, έμπροσθεν της καθεδρικής εκκλησίας των Ρωμαίων (των Ελλήνων), και εις τα πέριξ, ένθα εθανατώθησαν πολλοί μοναχοί, και ιερείς του αυτού γένους, λέγουσι, πως και δύο επίσκοποι Ρωμαίοι.
«Ένα πλήθος μέγα δυστυχών έτρεχεν εις την πλατείαν, κλαίον και ολολύζον. Και ο εχθρός δεν άφηνε ζωντανόν μήτε άνδρα μήτε γυναίκα μήτε βρέφος, τέλος πάντων ότι ηπάντει ηφάνιζε με την μάχαιρα και ην ίδειν εις μια στιγμήν την ωραιοτάτη εκείνην πόλιν ένα άμορφον θέαμα, εις τους δρόμους να τρέχη το αίμα, και να κοκκινίζη το έδαφος και εις κάθε λίγο διάστημα βουνά από θανατωμένους.
«Ποίων αι κεφαλαί, ποίων τα χέρια, ποίων ποδάρια διαχωρισένα, ποίων ο εμυαλός έξω, ποίων τα εντόσθια χυμένα εις την γήν και μεμιγμένα μετά των χοίρων, εις τους οποίους ήτον η ίδια τύχη μετά των πολιτών. Παρελθούσης της ημέρας, όπου επάρθη η χώρα, έγινε παζάρι, και πρώτον επωλούντο τα ωραία παιδιά και αι ωραίαι παιδίσκαι. Άρχισαν να καταισχύνουν τα παιδία, τας παρθένους, τας τιμίους γυναίκας, και όσοι εναντιούντο έκοπταν τας κεφαλάς των»!
Η άλωση όμως της Λευκωσίας δεν σήμανε και τ τέλος του πολέμου. Η Αμμόχωστος κρατούσε ακόμα. Την 1η Οκτωβρίου οι Τούρκοι άρχισαν τις επιθέσεις κατά της πολύπαθης Αμμοχώστου. Ο διοικητής της πόλη, Μάρκος Αντώνιος Μπραγκαντίνο, είχε στη διάθεση του 4.000 άνδρες, στρατιώτες και Κυπρίους πολίτες και 200 «στρατιώτες» ιππείς.
Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ είχαν ενισχυθεί διέθεταν, σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, 80.000 τακτικούς και 60.000 ατάκτους στρατιώτες. Στο μεταξύ με ενέργειες της Βενετίας ο πάπας και η Ισπανία είχαν συμφωνήσει να ενισχύσουν την Κύπρο. Για τον σκοπό αυτό είχε συγκεντρωθεί αξιόλογος στόλος με 120 τουλάχιστον πολεμικά και 25.000 Ισπανούς στρατιώτες, ως αποβατική δύναμη, ο οποίος λίγο μετά την άλωση της Λευκωσίας είχε φτάσει στα νερά του Καστελόριζου.
Ο χριστιανικό στόλος όμως και πάλι δεν κινήθηκε, αφήνοντας τους πολιορκημένους της Αμμοχώστου στην τύχη τους. Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την άφιξη του χριστιανικού στόλου και προ στιγμής εγκατέλειψαν την πολιορκία και ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν.
Όταν όμως έμαθαν ότι ο χριστιανικός στόλος τελικά είχε αποχωρήσει αποθρασύνθηκαν περισσότερο και πολιόρκησαν στενότερα την πόλη. Για καλό και για κακό όμως φόρτωσαν τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους σε ένα μεγάλο γαλεόνι, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Γκραβούρα εποχής που εικονίζει την πολιορκία της Αμμοχώστου από τους Τούρκους.
Το γαλεόνι όμως τινάχθηκε έξαφνα στον αέρα και λάφυρα και αιχμάλωτοι εξαϋλώθηκαν. Λέγεται πως η κόρη του Κύπριου κόμη Ρουχιά, Αρνάλδα, κατόρθωσε να φτάσει στην πυριτιδαποθήκη του πλοίου και να βάλει φωτιά στην πυρίτιδα, προτιμώντας να γίνει ολοκαύτωμα, παρά να συνεχίσει να ατιμάζεται από τους Τούρκους.
Στο μεταξύ όμως οι πολιορκημένοι της Αμμοχώστου άντεχαν. Παρά τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων οι αμυνόμενοι, έχοντας φάει ακόμα και ποντίκια, ακόμα και τις σόλες των παπουτσιών τους εξακολουθούσαν να πολεμούν.
Μη λαμβάνοντες όμως καμία ενίσχυση αποφάσισαν, την 1η Αυγούστου 1571, να συνθηκολογήσουν. Κατόπιν διαπραγματεύσεων οι Τούρκοι υποσχέθηκαν να μην πειράξουν πολιορκημένους και να τους διαθέσουν πλοία για να μεταβούν στην ενετοκρατούμενη Κρήτη.
Στις 6 Αυγούστου ο Τούρκος διοικητής Μουσταφά πασάς μπήκε στο φρούριο, με τους γενιτσάρους τους. Αμέσως όμως, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, οι Τούρκοι άρχισαν τις παραβιάσεις των συμφωνηθέντων. Ακόμα και ο Μουσταφά, απαίτησε από τον Ενετό διοικητή Μπραγκαντίνο να του παραδώσει ένα νεαρό στρατιώτη, «ως όμηρο», για να τον κακοποιήσει.
Όταν ο Μπραγκαντίνο αρνήθηκε ο Μουσταφά διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων των παρευρισκομένων αιχμαλώτων. Αμέσως μετά διέταξε την αποκοπή της μύτης του Μπραγκαντίνο και τον ανηλεή βασανισμό του. Αφού τον βασάνισαν άγρια επί δέκα μέρες, τον διαπόμπευσαν, γυμνό επί μιας αγελάδας και κατόπιν ο δήμιος τον έγδαρε ζωντανό. Το δέρμα του γεμίστηκε με άχυρο και κρεμάστηκε στο κατάρτι της ναυαρχίδας. Ο δε καταματωμένος, ελεεινός Μπραγκαντίνο διχοτομήθηκε με πριόνι. Έτσι τίμησε την υπόσχεσή του ο Μουσταφά.
Πηγή: slpress.gr