Οι πελταστές, αντιθέτως με τους ψιλούς, συμβατικά χαρακτηρίζονται ως ελαφρύ πεζικό, απλώς διότι ήταν ελαφρύτεροι των οπλιτών. Στην πραγματικότητα οι πελταστές ήταν πεζικό πολλαπλών ρόλων, ένας ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα στο βαρύ πεζικό και στους ακροβολιστές. Οι πελταστές ήταν ο κύριος τύπος πεζικού των θρακικών και πρώιμων μακεδονικών ελληνικών στρατών.
Ήταν εξοπλισμένοι με ένα αριθμό ακοντίων, ελαφρά ασπίδα και σπαθί. Η ασπίδα των Θρακών πελταστών έφερε έλλειψη στο δεξιό της πλευρό και ομοίαζε με αυτή των Μυκηναίων πολεμιστών που εικονίζονται στο αγγείο των Πολεμιστών. Από την ιδιόμορφη αυτή τους ασπίδα, την πέλτη, οι πελταστές έλαβαν και το όνομα τους. Ορισμένοι έφεραν και κράνος. Οι πελταστές τάσσονταν σε χαλαρή τάξη, πυκνότερη όμως της αντίστοιχης των ψιλών, σε βάθος όχι μεγαλύτερο των 8 ζυγών.
Λόγω του ελαφρού οπλισμού τους και του τρόπου παράταξής τους ήταν ταχείς και ευέλικτοι σε κάθε τύπο εδάφους. Ήταν σε δύσβατα όμως εδάφη όπου ήταν κυριολεκτικά ακατανίκητοι. Η πυκνότερη τάξη τους προσέδιδε σαφές πλεονέκτημα έναντι των ψιλών και η ταχύτητα και η ευελιξία τους, τους καθιστούσε ιδιαιτέρως επικίνδυνους αντιπάλους για τους οπλίτες.
Όπως και οι ψιλοί οι πελταστές έτρεμαν μόνο την έφοδο ιππικού εναντίον τους, σε ομαλό έδαφος. Από το βαρύ πεζικό δεν είχαν λόγο να φοβούνται, γιατί λόγω ταχύτητας, μπορούσαν να εμπλέκονται ή να απεμπλέκονται μαζί του κατά το δοκούν.
Εμπνευσμένοι από τους Μακεδόνες και Θράκες πελταστές και οι ισχυρές νοτιοελληνικές πόλεις άρχισαν να αναπτύσσουν σταδιακά τμήματα πελταστών. Συνήθως μίσθωναν τμήματα Θρακών τα οποία, μετά το πέρας των επιχειρήσεων επέστρεφαν στην Θράκη. Αργότερα όμως συγκρότησαν και οι ίδιες τμήματα πελταστών, από πολίτες τους τα οποία εντάχθηκαν κανονικά στις μόνιμες δυνάμεις της κάθε πόλης.
Η Σπάρτη άργησε περισσότερο των άλλων πόλεων να αναπτύξει πελταστικά σώματα και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου στηρίχθηκε σε μισθοφορικά βορειοελλαδίτικα πελταστικά σώματα. Ακόμα και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο πάντως ο αριθμός των πελταστών που ενεπλάκησαν στις επιχειρήσεις τους, συνολικώς, ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τον αριθμό των οπλιτών ή των ψιλών και περίπου ανάλογος με τον αριθμό των ιππέων.
Αντίθετα με τους ψιλούς, οι οποίοι τάσσονταν εμπρός από τη φάλαγγα και λειτουργούσαν ως «ελαφρύ πυροβολικό», οι πελταστές δρούσαν κυρίως ανεπτυγμένοι στα πλευρά της φάλαγγας, ως ευκίνητες πλαγιοφυλακές. Πολλές φορές δρούσαν σε στενή συνεργασία με το ιππικό. Ως πλαγιοφυλακή έδρασαν και οι 1.000 περίπου πελταστές της στρατιάς των Μυρίων στην περίφημη μάχη στα Κούναξα της Βαβυλώνας το 401 π.Χ.
Εκεί οι Έλληνες πελταστές κάλυπταν το δεξιό πλευρό της ελληνικής φάλαγγας, ταγμένοι μεταξύ των οπλιτών και του Ευφράτη ποταμού. Στη θέση αυτή και έχοντας εξαντλήσει τα ακόντια τους, οι Έλληνες πελταστές δέχθηκαν την επέλαση του περσικού ιππικού, την οποία όμως και παρά το ομαλό έδαφος, αντιμετώπισαν με υποδειγματική ψυχραιμία, μόνο με τα σπαθιά, νικηφόρα.
Ο ρόλος πάντως των πελταστών έμελλε να αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο, σύμφωνα με την παράδοση, από τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη. Αυτός εξόπλισε τους πελταστές εφοδιάζοντας τους και με δόρυ. Με τον τρόπο αυτό οι πελταστές έγιναν πραγματικά ικανοί να μάχονται στο πλάι των οπλιτών σχεδόν ως όμοιοι τους.
Οι μεταρρυθμίσεις που αποδίδονται στον Ιφικράτη μάλλον είχαν λάβει χώρα νωρίτερα, στο μεσοδιάστημα από τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (404 π.Χ.) έως την περίφημη μάχη του Λέχαιου (390 π.Χ.). στη μάχη του Λέχαιου αθηναϊκός στρατός με επικεφαλής τους Ιφικράτη και Καλία, επιτέθηκε σε μια απομονωμένη σπαρτιατική μόρα οπλιτών και την αποδεκάτισε, χάρις στους πελταστές του.
Το γεγονός προκάλεσε κατάπληξη σε όλη την τότε Ελλάδα και ακόμα και σήμερα θεωρείτε μεγάλο κατόρθωμα. Τα πράγματα όμως είναι ελαφρώς διαφορετικά. Πρώτον οι Αθηναίοι υπερείχαν αριθμητικά των Λακώνων σε αναλογία 6:1. Δεύτερον απέναντι στη βροχή βλημάτων των Αθηναίων πελταστών οι Σπαρτιάτες δεν είχαν τίποτα να αντιτάξουν.
Το μόνο που τους ανακούφιζε προσωρινά ήταν η διενέργεια εφόδου κατά των πελταστών. Οι τελευταίοι όμως δεν στέκονταν να εμπλακούν με τους οπλίτες σε μάχη εκ του συστάδην. Απέφευγαν την έφοδο υποχωρώντας και επανέρχονταν αμέσως μετά. Τελικά τα υπολείμματα των Σπαρτιατών οπλιτών διεσώθησαν από την εμφάνιση του σπαρτιατικού ιππικού.
Οι πελταστές εξελίχθηκαν ακόμη περισσότερο στη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. όταν γεννήθηκε ένας νέος τύπος, ο θυρεοφόρος πελταστής. Οι θυρεοφόροι ήταν εξοπλισμένοι με μακρύ δόρυ, μήκους 3 μέτρων, αριθμό ακοντίων (συνήθως 4), σπαθί, κράνος και μια νέα ασπίδα, μεγάλου μεγέθους, τον θυρεό, από την οποία πήραν και το όνομα τους. Ο θυρεός θεωρείτε γαλατικής εμπνεύσεως. Οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι εισήχθη στο ελληνικό οπλοστάσιο μετά την γαλατική επιδρομή των στιφών του Βρένου.
Ο θυρεός ομοίαζε με βοιωτική ασπίδα, χωρίς όμως τα πλάγια ανοίγματά της, τεμνόμενης κατά μήκος από κεντρική νεύρωση, ακριβώς όπως και οι μυκηναϊκές οκτώσχημες ασπίδες. Οι θυρεοφόροι πελταστές, χάρη στα μακρά τους δόρατα, ήταν ικανοί να αντιμάχονται με ευνοϊκούς, αν και όχι ίσους, όρους τους οπλίτες.
Και αυτοί τάσσονταν σε χαλαρούς σχηματισμούς, βάθους έως 8 ζυγών, ήταν όμως ικανοί να πυκνώνουν τους σχηματισμούς τους, σχηματίζοντας κατ’ ουσία μια ελαφρότερη φάλαγγα. Αρχικά δεν έφεραν θώρακες. Προς τα τέλη του 3ου αιώνα όμως εξοπλίστηκαν με θώρακες. Οι φέροντες θώρακα θυρεοφόροι ονομάστηκαν θωρακίτες.
Ένας τελευταίος τύπος πελταστή που έδρασε στην ύστερη ελληνιστική περίοδο ήταν ο Θράκας ρομφαιφόρος πελταστής. Οι ρομφαιοφόροι έφεραν τον ίδιο εξοπλισμό με τους θυρεοφόρους. Αντί όμως του δόρατος ήταν εξοπλισμένοι με τη ρομφαία. Η ρομφαία ήταν ένα θλαστικό όπλο, ουσιαστικά μια δρεπανοειδής λεπίδα, στηριγμένη επί μακρού ξύλινου στειλεού, ικανό να τεμαχίζει τον αντίπαλο.
Πηγή: history-point