Α’ ΜΕΡΟΣ – Ι
Ο Ηρόδοτος, πατέρας της Ιστορίας και Δωριέας στην καταγωγή, μας πληροφορεί ότι οι Δωριείς και ανάμεσά τους πρώτοι και καλύτεροι οι Σπαρτιάτες, ήταν μέρος των Μακεδόνων και ότι Δωριείς και Μακεδόνες ήταν μαχητές από την Πελοπόννησο που μαζί με τους Αθηναίους αγωνίστηκαν στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας και την Μάχη των Πλαταιών. Γι’ αυτό και οι Δωριείς, πάντα κατά τον Ηρόδοτο, ήταν νομάδες που έμεναν στην Πίνδο και συγκαταλέγονταν στους Μακεδόνες.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει σχετικά με τους Δωριείς:
‘Τὸ δὲ δωρικόν [ἔθνος] πολυπλάνητον κάρτα ἦν καὶ ἐν Πίνδῳ μακεδνόν καλούμενον.
Ἐπὶ μεν γαρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιώτιν, ἐπὶ δὲ Δώρου τοῦ Ἕλληνος (οἴκεε) τὴν ὑπὸ τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸν Ὄλυμπον χώρην, καλεομένην δ’Ισταιώτιν˙ ἐκ δὲ τῆς Ἰσταιῶτιδος ὡς ἐξανέστη ὑπὸ Καδμείων, οἴκεε ἐν Πίνδω, Μακεδνόν καλεόμενον’’.
(Ηρόδ., Α΄ 56).
‘’Οι δε (Δωριείς) είχαν περιπλανηθεί επί πολύ. Διότι όταν βασίλευε ο Δευκαλίων κατοικούσαν τη Φθιώτιδα, και επί του Δώρου του υιού του Έλληνος (κατοικούσαν) την περιοχή στους πρόποδες της Όσσας και του Ολύμπου, η οποία ονομάζεται Ιστιαιώτις. Από την Ιστιαιώτιδα δε όταν εκδιώχθηκαν υπό των Καδμείων, κατοίκησαν την Πίνδο με το όνομα Μακεδνόν’’.
Σύμφωνα με την παράδοση του Ηροδότου (8ο βιβλίο, 137), η δυναστεία των Τημενιδών προερχόταν από το Άργος της Πελοποννήσου και εγκαταστάθηκε στην Μακεδονία.
Οι Τημενίδες αφού ξεκίνησαν από το όρος Βέρμιο, στην συνέχεια υπέταξαν τα υπόλοιπα φύλα που κατοικούσαν στην Μακεδονία. Η αργειακή καταγωγή των Τημενιδών αναφέρεται και από τον Θουκυδίδη (Βιβλίο Β’, 99).
Σε ένα άλλο απόσπασμα, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Μακεδόνες ήταν Δωριείς και ότι κατοικούσαν στην περιοχή της Πίνδου (Βιβλίο 1, 56), μια είδηση, η οποία απαντάται και σε ένα άλλο απόσπασμα (Βιβλίο 8, 43). Σύμφωνα με αυτό το απόσπασμα, οι Δωριείς και οι Μακεδόνες είχαν κοινή καταγωγή (Δωρικόν τε και Μακεδνόν ἔθνος). Η δωρική παρουσία στην Κάτω Ιταλία επιβεβαιώνεται χάρις στη μελέτη των τοπωνυμίων και των ονομάτων που έχουν αρχαία ελληνική προέλευση και πολλά ονόματα που είναι δωρικής προέλευσης, απαντούν και στην Μακεδονία.
Ο Ιταλός μελετητής De Vincentiis (Vocabolario del dialetto tarantino in corrispondenza della lingua italiana. Taranto, 1972, σελ. 69), για να στηρίξει την δωρική καταγωγή του Τάραντα της Νοτίου Ιταλίας, αναφέρει ότι κοντά στην πόλη υπάρχει μια αγροτική έκταση, η οποία ονομάζεται Collepazzo. Collepazzo είναι ένα σύνθετο μεσαιωνικό λατινικό τοπωνύμιο. Προέρχεται από το λατ. collis – is (ελλ. λόφος) και την κατάληξη - pazzo.
Αυτή η αγροτική έκταση βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των 4χλμ από την σημερινή πόλη του Τάραντα (Taranto). Στο σημείο εκείνο κατά την αρχαιότητα ξεκινούσαν τα τείχη της σπαρτιατικής πόλης του Τάραντα, ενώ στα ανατολικά βρισκόταν η Τημενίδειος Πύλη (Porta Temenida) (η πύλη που ήταν αφιερωμένη στην βασιλική δυναστεία των Τημενίδων), ακριβώς μπροστά από το ακρωτήριο La Penna.
Η ύπαρξη του ονόματος «Τημενίδαι» στον Τάραντα δηλώνει την ιστορική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην Μακεδονία, το Άργος και την πόλη του Τάραντα.
(Ετυμ. Τημενίδαι < ιων. τῆμος – δωρ. τᾶμος, «χρόνος » + κατ. – ίδαι)
Απόδειξη αυτής της γλωσσικής σχέσης είναι η παρουσία του όρου «μάτηρ» (Μητέρα των Θεών – Μητέρα Γη) στην αρχαία μακεδονική διάλεκτο και στις διαλέκτους και τα ιδιώματα της Νοτίου Ιταλίας (π.χ.Matera).
Η λέξη Μά είναι συγκομμένος τύπος της Δωρικής λέξης μάτερ (μητέρα).
Στη Μακεδονία λατρευόταν η θεά Μά - Μητέρα των θεών. Σε στήλη η οποία έχει βρεθεί στον οικισμό Ράχη του δήμου Βεροίας Ημαθίας, προφανώς από το γειτονικό ιερό της Λευκόπετρας, αναγράφεται: ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ ΚΛΕΟ[- -] [ΤΑ Α]ΝΕΤΑ ΜΑ ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΕΝ [ΕΤ]ΟΥΣ ΕΣ
Δίπλα στις βασικές θεότητες των Μακεδόνων (Ζεύς, Ηρακλής Πατρώος, Ασκληπιός), στήν Πέλλα, στό Δίον, αλλά και σ' άλλες πόλεις, όπως στην Λητή και τον Άνθεμούντα, υπάρχει η λατρείας μιας μεγάλης γυναικείας θεότητος με δύο όψεις, τήν μητρική και τήν παρθενική, άλλοτε ενσαρκωμένες σ' ένα πρόσωπο, όπως ή Μήτηρ Θεών (Ιερό της Μητέρας των Θεών στη Πέλλα), καί άλλοτε σέ ζεύγος μητέρας και κόρης, όπως ή Δήμητρα καί ή Περσεφόνη. Μαζί με αυτές λατρεύεται ο Διόνυσος κατά την κλασσική και ελληνιστική εποχή.
Επομένως, με τον όρο «μακεδονική γλώσσα» δηλώνεται μία αρχαία ελληνική διάλεκτος δωρικής καταγωγής και όχι η επονομαζόμενη «Macedonian Language», η οποία είναι μια βουλγαρική διάλεκτος. Αυτή φέρει και στοιχεία από την σερβική γλώσσα και αυτό είναι τεκμήριο του γεγονότος ότι άρχισε να εκσερβίζεται με βάση τα ιδιώματα των περιοχών Prilep, Bitolja, Kicev και Veles από το 1944, όταν τα Σκόπια αποτέλεσαν την «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» στην ενιαία Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Ο τεχνητός εκσερβισμός της βουλγαρικής διαλέκτου των Σκοπίων και η κατασκευή από ομάδα γλωσσολόγων εθνικής δήθεν γλώσσας από τα επιμέρους ιδιώματα, είναι δείγμα της πολιτικής του Τίτο, για την κατασκευή μιας πλαστής γλωσσικής – εθνικής ταυτότητας, αλλά και για να αποφευχθούν οι διεκδικήσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι θεωρούσαν τα Σκόπια και τους κατοίκους του βουλγαρική περιοχή.
Ο Ιταλός φιλόλογος και γλωσσολόγος Vittore Pisani σχολιάζει χαρακτηριστικά το παραπάνω πολιτικό σχέδιο, αναφέροντας ότι πράγματι ο όρος «μακεδονική γλώσσα» είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης. Η γλώσσα αυτή υπέστη τροποποιήσεις κατά τις αρχές του 20ου αιώνα και ιδίως από τον πρωθυπουργό των Σκοπίων, Λ. Κολισέφσκι, ο οποίος με την βοήθεια μιας επιτροπής αναμορφωτών αφαίρεσε τα βουλγαρικά στοιχεία, με αποτέλεσμα αυτή να αποκληθεί «κολισεφσκική σερβική».
Πρόκειται, δηλαδή, για μια νεοσλαβική, βουλγαροσλαβική γλώσσα της περιοχής των Σκοπίων, η οποία το 1918 αποτελούσε τμήμα της Νότιας Σερβίας ή της διοικητικής περιφέρειας του Βαρδάρη (Vardarska). Επομένως, ό,τι αποκαλείται «μακεδονική γλώσσα» από τους Σκοπιανούς και άλλους, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική αρχαία ελληνική γλώσσα της Μακεδονίας, αποτελεί μια πλαστή γλώσσα, μια κατασκευή για πιθανές διεκδικήσεις στην ελληνική Μακεδονία.
Β΄ Μέρος
Τα εθνογενετικά τούτα στοιχεία τα αναφέρω, γιατί, όπως θα δούμε, όσα ονόματα των αρχαίων Μακεδόνων δεν έχουν τη μορφή ιωνικών – αττικών ονομάτων, έχουν μορφή δωρική, δηλαδή μακεδονική.
Οι Δωριείς είναι αυτοί, οι οποίοι ίδρυσαν πολλές αποικίες στην Νότιο Ιταλία κατά την αρχαιότητα.
Η παρουσία τους στην περιοχή της Απουλίας και των Βασιλικάτων αποδεικνύεται διαμέσου των τοπωνυμίων, των ανθρωπωνυμίων και των υδρωνυμίων.
Σύμφωνα με τον De Simone [1] υπάρχει στενή γλωσσική σχέση ανάμεσα στην Μεγάλη Ελλάδα, την Ήπειρο και την Μακεδονία.
Αυτή η σχέση στηρίζεται σε μια γενεαλογική σχέση και σε μια γεωγραφική συνέχεια που υπάρχει ανάμεσα στην αρχαία ιλλυρική και την δωρική διάλεκτο, διάλεκτοι, οι οποίες απετέλεσαν και οι δυο μαζί το πιο πρόσφατο και το πιο ξεχωριστό κύμα εξινδοευρωπαϊσμού της Ελλάδας.[2]
Τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη γλωσσικής σχέσης ανάμεσα στην Απουλία, τα Βασιλικάτα, την Ήπειρο και την Μακεδονία είναι:
α) τα τοπωνύμια
β) τα ανθρωπωνύμια
γ) τα υδρωνύμια
Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλα εκείνα τα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτή την σχέση, η οποία δεν έχει μελετηθεί από γλωσσικής πλευράς μέχρι σήμερα στην Ελλάδα[3].
Θα αναφερθούμε στο όνομα «Γραικοί»[4], ένα όνομα που αντιπροσωπεύει, όπως είναι γνωστό από την αρχαία ελληνική ιστορία, ένα έθνος που κατοικούσε στην περιοχή της Δωδώνης, το οποίο κατά την κλασσική εποχή αντικαταστάθηκε από το όνομα «Ἕλληνες», ενώ κατά την αρχαϊκή εποχή αυτό το έθνος βρισκόταν στην καρδιά της περιοχής, η οποία ονομαζόταν «Ἑλλάς».
Το όνομα «Ἕλληνες» σταδιακά αντικατέστησε το πιο αρχαίο εθνικό όνομα «Γραικοί».
Το εθνικό όνομα «Γραικοί» προέρχεται από το θέμα γραιο - / γραικο - , από την οποία προέρχεται το τοπωνύμιο «Γραῖα»[5] αλλά και άλλα τοπωνύμια που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο[6].
Σύμφωνα με τον Ιταλό ιστορικό Giovanni Pugliese Carratelli είναι δύσκολο να σκεφθούμε ότι το όνομα «Γραικοί» διαδόθηκε στην Ιταλία, εξαιτίας του ελληνικού αποικισμού, αλλά οπωσδήποτε υπήρχε και πριν τον αποικισμό της Νοτίου Ιταλίας από τους Έλληνες[7].
Το δευτερο όνομα που αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στοιχείο, το οποίο φανερώνει ότι υπάρχει ιστορική και γλωσσική σχέση ανάμεσα στην Ήπειρο και την περιοχή της Νοτίου Ιταλίας και πιο συγκεκριμένα με την περιοχή των Βασιλικάτων, είναι το όνομα «Χάονες / Χαῦνοι (Χαονία)» της Ηπείρου με το όνομα της αρχαίας ιταλικής φυλής «Χῶνες» και με το τοπωνύμιο «Χωνία», το οποίο απαντάται στην περιοχή της Σίριδος κατά την αρχαία εποχή (σημ. Nova Siri – Policoro - επαρχία της Ματέρα).
Ο ταύτιση των δυο αυτών ονομάτων, ώστόσο, παρουσιάζει δυσκολίες.
Οι Χώνες είναι ένα αρχαίο φύλο, το οποίο κατοικούσε σύμφωνα με την παράδοση στην περιοχή της Σίριδος, πρίν τον Τρωικό πόλεμο και κατά μήκος του κόλπου του Τάραντα μαζί με τους Οινωτρούς, ένα αρκαδικό φύλο.
Η ταυτότητα των Χώνων και των Χαόνων της Ηπείρου βασίζεται στην ετυμολογική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα εθνικά ονόματα με το αρχαίο ηπειρωτικό υδρωνυμικό «Χών» (Χωνία)[8].
Υπάρχουν ακόμη μερικές αντιστοιχίες σχετικά με τα ονόματα, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν τυχαίες, αλλά αποτέλεσμα της παρουσίας αρχαίων ηπειρωτικών πληθυσμών, οι οποίοι μετανάστευσαν στην περιοχή της Απουλίας και των Βασιλικάτων πριν τον 7ο αιώνα π. Χ.
Μακεδονία - Μεγάλη Ελλάδα Γ΄ Μέρος
Τοπωνύμια που δείχνουν την ελληνική καταγωγή
ΠΑΝΔΟΣΙΑ – ΑΧΕΡΩΝ - ΑΧΕΛΩΟΣ
Παραδείγματος χάριν, η πόλη Πανδοσία που βρίσκεται κοντά στην Έφυρα, στην περιοχή της Θεσπρωτίας[9] αντιστοιχεί στην πόλη «Πανδοσία» της Λευκανίας (σημ. Tursi, στην επαρχία της Ματέρα) και στην πόλη «Πανδοσία» (Castrolibero) της Καλαβρίας.
Ένα άλλο τοπωνύμιο που φανερώνει την παρουσία των αρχαίων ηπειρωτικών φύλων στην περιοχή των Βασιλικάτων είναι το ιδρωνυμικό «Ἀχέρων»[10], (υπάρχουν στην Ελλάδα 5 τοποθεσίες με αυτό το όνομα) το οποίο αναφέρεται σε μια περιοχή κοντά στην αχαϊκή αποικία Σίρις (σημ. Nova Siri).
Επίσης, από το υδρωνύμιο «Ἀχέρων» προέρχεται το σημερινό ιταλικό τοπωνύμιο «Acerenza», το οποίο δηλώνει μια πόλη των Βασιλικάτων, η οποία ιδρύθηκε από αρχαία ηπειρωτικά φύλα στα Βασιλικάτα:
(ινδ. ρίζα. *akwel – νερό > ελλ. Ἀχέρων > Ἀχέροντα > Ἀχεροντία > λατ. Acherontia > ιταλ. Acerenza)[11].
Και ο ποταμός που σήμερα ονομάζεται «Bradano» και βρίσκεται στα Βασιλικάτα, ονομαζόταν στους αρχαίους χρόνους «Ἀχέρων».
Ακόμη και στην περιοχή της αρχαίας Κύμης (σημ. Cuma, στην Καμπανία),
η λίμνη που βρίσκεται γύρω από την αρχαία πόλη ονομάζεται «Ἀχερουσία λίμνη» (Acherusia palus) και υπάρχει και το θεσπρωτικό τοπωνύμιο «Πυριφλεγέθων» (Ὀδύσσεια, χ 513).
Η ύπαρξη νεκυομαντείου στην Κύμη της Καμπανίας μαρτυράται και επάνω σε έναν δίσκο του δευτέρου ήμισυ του 7ου αιώνα π.Χ.: hέρε οὐκ ἐᾰ < ι > ἐπιμαντεύεσθαι[12].
Τέλος, είναι αξιοσημείωτο να επισημάνουμε ότι η λατρεία του Αχελώου και οι γιορτές που είχαν θεσπιστεί προς τιμήν μαρτυρούνται στο Μεταπόντιο[13].
Επίσης, υπάρχουν πέντε ποταμοί με το όνομα «Ἀχελῷος», οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
[1] De Simone, C. La posizione linguistica dell’ Epiro e della Macedonia,
στο τόμο: “Magna Grecia, Epiro e Macedonia”. Atti del Ventiquattresimo Convegno di Studi sulla Magna Grecia, Taranto, 5 – 10 Ottobre 1984, Istituto per la Storia e l’ Archeologia della Magna Grecia,
Taranto, 1985, σελ. 46 – 82.
[2] Von Blumenthal A. : Hesych – Studien, Stuttgart, 1930, σελ. 2 – 10.
Idem, Glotta, 18, 1930, σελ. 153 – 154.
Krahe H. : Die Indogermanisierung Griechenlands und Italiens, Heidelberg, 1949, σελ. 13 – 15.
Ανάλογες θέσεις με εκείνες του Blumenthal και του Krahe εκφράστηκαν, με ιδιαίτερη αναφορά στη γλωσσογεωγραφική διάσταση του θέματος, από τον Ιταλό γλωσσολόγο Pisani (1959).
[3] Για την Αρχαία Μακεδονική και το φαινόμενο της αποκλειστοποίησης, το οποίο απαντά σε αυτήν,
βλ. Κατώνης (2010: 138 - 140):
Ο λόγος για τον οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν και μακεδονικό υλικό στην παρούσα διατριβή είναι ότι υποτίθεται αποκλειστοποίηση και σ’ αυτήν την διάλεκτο.
Στην επισκόπηση της προσφοράς των διαφόρων ερευνητών (Steinthal, Καλλέρη, Τσοπανάκη, Μπαμπινιώτη κ.λπ.) θίξαμε την Αρχαία Μακεδονική. Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ σύντομα στα πιο σημαντικά έργα και πρώτα στον Μπαμπινιώτη 1988 – 89, κυρίως δε στον Μπαμπινιώτη 1989, όπου λαμβάνεται υπ’ όψιν και η προσφορά του Χατζιδάκι. Η πρώτη έρευνα τοποθετεί την μακεδονική μεταξύ των δωρικών διαλέκτων και ενώ δεν ασχολείται με την αποκλειστοποίηση, απαριθμεί αρκετές περιπτώσεις που πρέπει να ερμηνευθούν με αυτή την προσέγγιση. Η μελέτη αποδέχεται και χαρακτηρίζει τα επιχειρήματα των Hoffmann, Χατζιδάκι και Καλλέρη, κατά τη γνώμη, σωστά και πειστικά. Ο Μπαμπινιώτης (1989) αφιερώνεται ειδικά στην ερμηνεία των μέσων / β δ γ/ της μακεδονικής […].Το σύστημα ΦΣ παρέχει όμως επίσης εναλλακτικές δυνατότητες ερμηνείας των εξελίξεων της Αρχαίας Μακεδονικής, όπως της σχέσης των «κεφαλή», και «βαλή» με το λατ. caput και το σανσκρ. kapāla, και για τις οποίες θα ήθελα να κάνω μια υπόθεση. Μπορούμε να λάβουμε υπ’ όψιν την εξής εξέλιξη:
p→ph →f ή p → b →ƀ ή*t →d→ đ *t →th →θ και *k → kh → χ k→g→ḡ
H εικόνα δεν αλλάζει ουσιαστικά και σε περίπτωση που οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η ηχηροποίηση των /t/ και /k/ προηγήθηκε των ελληνικών εξελίξεων και ανήκει στα ινδοευρωπαϊκά στρώματα. Παρόμοια σκέψη ανεφύη εξάλλου ήδη στον Steinthal που διατυπώνει καθαρά ότι πρέπει να θεωρήσουμε την μακεδονική εξέλιξη ως αποκλειστοποίηση. Όλα τα ανωτέρω εντάσσονται χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα στο σύστημα ΦΣΙ και ερμηνεύονται με τους όρους του. Στην πρόσφατη συμβολή των Γουναροπούλου (επιγραφές της Βέροιας) βρίσκουμε τις εξής αντιστοιχίες μεταξύ Μακεδονικής και λοιπής Ελληνικής.
Β ~Φ Δ~ Θ Τ ~Δ Γ~ Κ Γ~Χ (ΕπΒερ. σσ. 505 – 506. Πβ. «Βάλαγρος» και συναφή στο corpus).
Πιστεύω ότι βρήκα επίσης την εξήγηση των διπλοτυπιών όπως «Βάλακρος – Βάλαγρος» και συναφή και γαβαλάν (βλ. Corpus). To γράφημα <γ> πρέπει να απέδιδε ηχηροποίηση, γενικό χαρακτηριστικό της Ελληνικής, περίπτωση εύκολη και φυσιολογική στο σύστημα ΦΣΙ, φωνητικώς δε το /γ/ σε αρχικό στάδιο, πρέπει να αντιπροσώπευε κλειστό [g]. To ότι σώζονται τύποι επίσης με <κ> πρέπει να εξηγείται με ορθογραφικούς και κοινωνιογλωσσικούς («ψυχολογικούς») λόγους.
Ο Τσοπανάκης (1983), μέσα από παρόμοια προσέγγιση εξετάζει τη δυνατότητα ότι οι Μακεδόνες αποτελούσαν ένα τμήμα του αχαϊκού κύματος που ήρθαν στην Ελλάδα (σσ. 338 – 9), μια σκέψη που διατυπώνεται ξανά και στο Τσοπανάκης 1988 (πβ. σ. 97) ενώ Caracausi τοποθετεί την διάλεκτο μέσα σε μια ακόμη ευρύτερη ενότητα αυτήν της μυκηναϊκής – μακεδονικής – ιλλυρο – μεσσαπικής θρακικής και αρκαδο – κυπριακής (1973, σσ. 72 κ.εξξ.).
Τέλος θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο έργο του Προμπονά μέγα μέρος του οποίου αφιερώνεται στη Μυκηναϊκή, την Αρχαία Μακεδονική και στην συγγένεια μεταξύ των δύο (πβ. Προμπονάς 1973). Αν και η υπόθεση αυτής της συγγένειας χαρακτηρίσθηκε «peregrina idea» /πράξενη ιδέα/ από τον Garcia Ramon (Zephyrus 25 – 26 1976: 478 [43], πβ. ιδ. Minos 14: 1, 1974: 194 – 6), πιστεύω ότι οι δύο μόλις αναπτυχθείσες παρεκβάσεις καθώς επίσης το σύνολο του Corpus αλλά και των επιχειρημάτων αυτής της διατριβής καθιστούν παρακινδυνευμένη μια τόσο κατηγορηματική απόρριψη, όπως είναι αυτή του Gracia Ramon.
[4] De Simone, C. 1970. Die griechischen Entlehnungen im Etruskischen II, Wiesbaden: 263.
πβ. και Ἀριστοτέλους, Μετεωρ. (352a 35 - b2)
«Καὶ γάρ οὗτος περὶ τὸν Ἑλληνικόν ἐγένετο τόπον μάλιστα, καὶ τούτου περὶ τήν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν.
Αὓτη δ’ ἐστίν ἡ περὶ Δωδώνην καὶ τὸν Ἀχελῷον… ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι
τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δ’ Ἕλληνες». Τέκνο της Πανδώρας της κόρης του Δευκαλίωνος, επίσης, ήταν ο
Γραικός. Έχουν ήδη αναφερθεί τα αναγραφόμενα από τον Ησίοδο για τη γέννηση του Μάγνητα και του Μακεδόνα από την κόρη του Δευκαλίωνος τη Θυία. ‘’ Ἡ δ΄ ὑποκυσαμένη Διὶ γείνατο τερπικεραύνῳ υἱὲ δύῳ, Μάγνητα, Μακηδόνα θ΄ ἱππιοχάρμην, οἱ περὶ Πιερίην καὶ Ὄλυμπον δῶματ΄ ἔναιον’’.
(Ἡοίαι, 3). Ο Ησίοδος επίσης, γράφει τα εξής για τη γέννηση του Γραικού από την Πανδώρα: ‘’Κούρη δ΄ ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος Πανδώρη Διὶ πατρὶ θεῶν σημάντορι πάντων μιχθεῖσ΄ ἐν φιλότητι τέκε Γραικόν μενεχάρμην’’. (Ἡοίαι, 2).
‘’Και η κόρη στα μέγαρα του ευγενούς Δευκαλίωνος, η Πανδώρα, ενωμένη με αγάπη με τον πατέρα Δία, τον οδηγό όλων των θεών, γέννησε το χαιρομαχητή Γραικό’’.Aπό το όνομα του Γραικού, η Ελλάδα στη Λατινική γλώσσα λέγεται Graecia και οι Έλληνες Graeci. Από τους Λατίνους, η ονομασία αυτή της Ελλάδας και των Ελλήνων μεταφέρθηκε σε όλες τις ρωμανικές γλώσσες, στη Γαλλική (Grèce και Grecs), και περίπου αντίστοιχα στην Ιταλική, την Ισπανική, την Πορτογαλική, τη Ρουμανική, στις Γερμανόφωνες γλώσσες,την Αγγλική (Greco, Griego, Greece και Greek), τη Γερμανική (Griechenland και
Griechen), αλλά και στις Σλαβικές γλώσσες.
Στη Βαρδαρίτικη γλώσσα ο Έλληνας λέγεται Грк (Γκρκ), όπως και στη Σερβική, στη Βουλγαρική Грък (Γκρκ), στη Ρωσική Грек (Γκρεκ). Από το όνομα του Γραικού, οι κάτοικοι γύρω από το μαντείο της Δωδώνης στην Ήπειρο ονομάζονταν Γραικοί.
Πάριον Μάρμαρον (Marmor Parium):
«Ἕλληνες ὠνομάσθησαν, τὸ πρότερον Γραικοὶ καλούμενοι».
[5] Στην Ελλάδα έχουμε τα εξής τοπωνύμια που προέρχονται από το θέμα γραιο - / γραικο - :
- Γραῖα. Πόλη της Βοιωτίας ανάμεσα στην Τανάγρα και τον Ωρωπό
- Γραῆς. Δήμος της Αττικής κοντά στον Ωρωπό.
- Γραῖα. Πόλη της Εύβοιας κοντά στην Ερέτρια.
Το όνομα «Γραῖα» χρησιμοποιείται και ως επίθετο που αναφέρεται στην θεά Δήμητρα.
Το λατινικό εθνικό Grāi (Graeci) απαντά για πρώτη φορά στους ποιητές Κόϊντο Έννιο και Μάρκο Πακούβιο και προέρχεται από την ίδια ρίζα.
[6] Η μορφολογική διαδικασία – aio /- ako (* γραιο - / * γραικο –) είναι στενά συνδεδεμένη και με την αρχαία ιλλυρική διάλεκτο, πράγμα το οποίο δηλώνει ότι από αυτή την περιοχή το εθνικό όνομα «γραικός» πέρασε στην οσκική και την μεσσαπική διάλεκτο, για να δηλώσει τους Έλληνες της Νοτίου Ιταλίας. Πβ. και τον στίχο του Οράτιου:
(Ars Poet., v. 323) Graiis ingenium, Graiis dedit ore rotundo, Musa loqui.
Σύμφωνα με τον Chantraine (DΕLL, σελ. 234, Γραικός)
« Le mot, dont la structure peut en effet faire penser à l'illyrien, ne comporte' certainement pas le suffixe grec de ktetika -ικός (cf. Chantraine, Études sur le vocabulaire grec 104).
Il a donc pu être donné aux Grecs de Dodone par leurs voisins illyriens (Jacobson, KZ 5o, U-8,vJ/,
Kretschmer, Gl. 30,1943,156 sq.). Sans suffixe en k, lat. Grains, messap. Graias. Grahis.
Les termes latins doivent être empruntés par le canal de l'étrusque, cf. Ernout fl. PA., 1962, 209-216.
C'est le mot Graeci que les peuples d'Italie ont adopté pour dénommer les Grecs
et remploi du terme dans la littérature hellénistique pour désigner les Grecs vient p.-ê. en partie du lat.r.. Hypothèses hasardeuses de J. Bérard,' 6-12. Voir aussi Schwyz er, Gr. Gr. 1,80 : on peut rapprocher encore le nom de peuple Trace en Epire… »
[7] Maddoli G. Alle origini del Latino. Atti del Convegno della Società Italiana di Glottologia.
Pisa, 7 – 8 dicembre 1980, Pisa 1982, σελ. 48.
[8] Krahe, Glotta, 17, 1929: 158.κ.ε. – πβ. και Krahe, IF, 58, 1942, σελ. 212 κ.ε. σημ. 121.
[9] Η Θεσπρωτία στα αρχαία χρόνια είχε περίπου την ίδια έκταση με σήμερα αλλά το όριό της στο νότο ήταν ο ποταμός Αχέροντας και τα Κασώπεια όρη. Κοντά στις εκβολές του Αχέροντα ήταν άλλη μια σπουδαία προϊστορική πόλη η Εφύρα, ιδρυμένη από τον Εφύρο απόγονο του Θεσπρωτού.
Στον βασιλιά αυτής της πόλης τον Φείδωνα έρχεται ο Οδυσσέας να αγοράσει δηλητήριο για να το βάλει στα βέλη του. Σ αυτή την περιοχή βρίσκεται το περίφημο Νεκρομαντείο, ( ανακαλύφθηκε από τους Σ. Δάκαρη και Σ Μουσελίμη το 1958) όπου οι ζωντανοί έρχονταν σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών. Εκεί βρισκόταν και η είσοδος του Άδη που είχε τις πόλεις του στην Αχερουσία λίμνη.
Η λίμνη αυτή μάζευε τα νερά του Αχέροντα , του Κωκυτού (ποταμός της Παραμυθιάς) και της Στύγγας (πηγής στο βουνό Ερημίτη απ’ όπου έπιναν νερό οι αθάνατοι θεοί).
Όταν στην Εφύρα που ονομαζόταν και Κίχυρος βασιλιάς ήταν ο Αηδονέας ήρθαν εναντίον του ο Θησέας με τον φίλο του Περίθοο για να κλέψουν την γυναίκα του βασιλιά των Θεσπρωτών.
Ο Αηδονέας όμως τους έπιασε και τους φυλάκισε.
Στους προϊστορικούς χρόνους ο Στράβων αναφέρει ως μεγαλύτερες πόλεις εκτός από την Κίχυρο την Πανδοσία (στο σημερινό Καστρί του Φαναρίου), την Ελλάτρια και τις Βατίες.
[10] Η Νεκρόπολη και τό Νεκρομαντείο της Εφύρας, είναι οικοδόμημα, με σειρά διαδρόμων και υπόγειους χώρους. Εδώ σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μια από τις Πύλες του Άδη.
Tο Νεκρομαντείο της Πρέβεζας βρίσκεται στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος κοντά στο Καναλάκι Πρέβεζας, δίπλα στον Ποταμό Αχέροντα.
Το Νεκρομαντείο της αρχαίας Εφύρας ήταν το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στην αρχαιότητα ο ποταμός Αχέρων σχημάτιζε στην περιοχή αυτή την Αχερουσία λίμνη, η οποία αποξηράνθηκε τον 20ο αιώνα. Τα πλεονάζοντα νερά της λίμνης που ξεχύνονταν από τις δυτικές όχθες της σχημάτιζαν τον Αχέροντα. Στο σημείο εκείνο δεχόταν τα νερά του Κωκυτού και του Μαύρου, που ήταν παραπόταμοί του και χυνόταν στον όρμο της Αμμουδιάς, όπως και σήμερα.
Σύμφωνα λοιπόν, με την περιγραφή του Ομήρου (κ 514, ε 185, Β 755, Θ, Ξ 271, Ο 37), εδώ ήταν η είσοδος στον Κάτω Κόσμο και εδώ λάτρευαν την Περσεφόνη τη χθόνια θεά.
[11] Πβ. Μπουσμπούκης Α. 2005. Εθνογλωσσολογικά Ανάλεκτα. Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη.
σελ. 138 – 139. «Στην αρχαιότητα τ’όνομα αχελώος δήλωνε κάθε ρέμα, κάθε ποτάμι. Αυτό προέρχεται πιθανόν από το ότι ο Αχελώος με το μέγεθός του ήταν το «κατεξοχήν ποτάμι».
Ωστόσο, η σημασιολογική αυτή εξέλιξη δεν γνωρίζουμε αν είχε αφετηρία την ονομασία του συγκεκριμένου ποταμού ή αν ξεκίνησε από την γενικότερη δήλωση κάθε νερού και με τη στένωση αργότερα δήλωνε κάθε ποτάμι καταλήγοντας στο υδρωνύμιο του γνωστού ποταμού.
Ο τύπος «Ἀχελῷιος - Ἀχελῷος» προέκυψε από την έκφραση «Ἀχελῷιος ποταμός».
Είναι κληρονομιά της πελασγικής γλώσσας, που τη θεωρεί ο Georgiev προελληνική ινδοευρωπαϊκή γλώσσα στην περιοχή του Αιγαίου. (αρχαία ελλην. ἄχα > Ἀχελῷος > λατ. acqua. «νερό».
[12] Guarducci, M. Epigrafia greca I, Roma, 1967, σελ. 229.
Για την ερμηνεία αυτής της πολύ σημαντικής μαρτυρίας πβ. Giovanni Pugliese Carratelli,
στο άρθρο «Gli Eubei in occidente». Atti del diciottesimo convegno di studi sulla Magna Grecia.
Taranto, 8-12 ottobre 1978, Napoli, 1984, σελ. 223.
[13] Bérard, G.1963. Storia delle colonie greche dell’ Italia meridionale, Torino: 173.
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά