Οι Έλληνες σε όλες την ιστορική τους πορεία έχουν αποδειχθεί λαμπροί πολεμιστές. Οι Μυκηναίοι πρόγονοι όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση, αλλά ήταν αυτοί που έθεσαν το ηρωικό ιδεώδες που τόσες γενεές Ελλήνων εξέθρεψε.
Ο Αλέξανδρος, ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης και τόσες άλλες ηγετικές φυσιογνωμίες της ελληνικής ιστορίας ήταν βαθύτατα διαποτισμένοι από τα ηρωικά νάματα των Αχαιών ηρώων, όπως ο τυφλός ποιητής τα τραγούδησε. Αχώριστοι σύντροφοι των Μυκηναίων ηρώων ήταν τα όπλα τους.
Αυτά τους συνόδευαν κατά τη διάρκεια του βίου τους, αυτά τους συνόδευαν και στα μνημούρια τους. Και ευτυχώς, γιατί έτσι έφτασαν ως τις μέρες μας, συντηρημένα στην αγκαλιά της ελληνικής γης για αιώνες, δίδοντας μας εξαιρετικές πληροφορίες για τους κατόχους τους.
Το σπαθί ανέκαθεν αποτελούσε την προέκταση του εαυτού του πολεμιστή. Αντανακλούσε την υπερηφάνεια του. Ήταν συνώνυμο της επιδεξιότητας του. Στην Ελλάδα τα σπαθιά αναπτύχθηκαν από νωρίς, από τα βάθη της ιστορίας. Από τους μινωικούς τουλάχιστον χρόνους, το βασικό τους σχήμα έμεινε απαράλλαχτο, παρά τις όποιες κατά καιρούς μορφολογικές διαφορές τους.
Εξαιρώντας τα εγχειρίδια, τα σπαθιά της μυκηναϊκής περιόδου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες,αναλόγως του μήκους τους. Τα μακριά σπαθιά είχαν μήκος που κυμαινόταν από 60 εκατοστά ως ένα σχεδόν μέτρο, ενώ το μήκος των μικρότερων κυμαινόταν μεταξύ 50 και 70 εκατοστών. Τα μακριά σπαθιά είχαν λογχόσχημη κόψη και ήταν ικανά να καταφέρουν τόσο θλαστικά , όσο και νυκτικά πλήγματα. Το μεγάλο τους μέγεθος αποτελεί ένα δυσεξήγητο πρόβλημα για τους ερευνητές.
Ένα τόσο μεγάλο και κατά συνέπεια βαρύ όπλο, το οποίο ο πολεμιστής χειριζόταν με το ένα μόνο χέρι- οι λαβές που έχουν βρεθεί σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγούν- ήταν εκ των πραγμάτων δύσχρηστο. Ο χειρισμός του απαιτούσε ιδιαίτερη σωματική δύναμη, αλλά και επιδεξιότητα. Όπως και όλα τα μεταλλικά μέρη των μυκηναϊκών όπλων, ήταν κατασκευασμένα από ορείχαλκο, ένα μείγμα χαλκού και κασσίτερου- σε αναλογία περίπου 90% χαλκού και 10% κασσίτερου.
Όλα διέθεταν μια κεντρική νεύρωση, εγκάρσια ως προς τον κάθετο τους άξονα, η οποία βελτίωνε την αντοχή του όπλου κατά την κρούση με σκληρά αντικείμενα-στην ξιφομαχία. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι τα μακρά σπαθιά χρησιμοποιούντο κυρίως ως νυκτικά όπλα, εξαιτίας της αυξημένης, λόγω σχήματος, διατρητικής τους ικανότητας κατά ελαφρά θωρακισμένων ή αθωράκιστων αντιπάλων. Φαίνεται πως ήταν ικανό να διαπερνά, υπό προϋποθέσεις, ακόμα και τις μεγάλες ποδήρεις ή και τις οκτώσχημες ασπίδες.
Ωστόσο τα μακρά σπαθιά δεν φαίνεται ότι ήταν τα αγαπημένα όπλα των Μυκηναίων πεζών, οι οποίοι ήταν συνήθως οπλισμένοι με παρόμοια υποδείγματα, μικρότερου όμως μήκους (ένα τέτοιο σπαθί φέρει Αχαίος πεζός, ο οποίος εικονίζεται να μονομαχεί με βάρβαρο πολεμιστή, σε τοιχογραφία του λεγομένου ανακτόρου του Νέστορα, στο Κορυφάσιο της Πύλου).
Αντίθετα σε μια επιτύμβια στήλη από τον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών, η οποία βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, εικονίζεται ένας αρματηλάτης να φέρει στη μέση του ζωσμένο ένα μακρύ σπαθί. Είναι φυσικό τα μακρά σπαθιά να είναι πιο χρήσιμα στους έφιππους πολεμιστές. Το μεγάλο τους μήκος επέτρεπε στον έφιππο μαχητή, είτε ήταν ιππέας, είτε αρματιστής, να πλήττει με ευκολία πεζούς αντιπάλους, χωρίς να χρειάζεται να σκύβει, γινόμενος και ο ίδιος στόχος. Με την ταχύτητα κίνησης του ίππου ή του άρματος, ένα επιδέξιο πλήγμα με το μακρύ σπαθί ήταν αρκετό για να εξουδετερώσει τον αντίπαλο πολεμιστή.
Εναντίον θωράκισης όμως, το συγκεκριμένο όπλο δεν θα πρέπει να ήταν το ίδιο αποτελεσματικό, για αυτό άλλωστε και αντικαταστάθηκε σχετικά γρήγορα. Με το βάρος του ανισομερώς κατανεμημένο, δεν ήταν ικανό να καταφέρει ισχυρά θλαστικά πλήγματα σε βαριά θωρακισμένο αντίπαλο. Θα μπορούσε ίσως να τρυπήσει τον αντίπαλο θώρακα, υπήρχε όμως ο κίνδυνος να σπάσει η αιχμή του κατά την προσπάθεια. Πάντως ο Μυκηναίος πολεμιστής σε κάθε σχεδόν περίπτωση έφερε και εγχειρίδιο, το σχήμα του οποίου του επέτρεπε να «σχίζει» ακόμα και θώρακες.
Το επόμενο υπόδειγμα μυκηναϊκών σπαθιών, το οποίο όμως δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς εντάχθηκε σε υπηρεσία, ήταν μικρότερου μήκους. Η λεπίδα του ήταν μερικές φορές πλατύτερη στην αιχμή. Συνήθως πάντως όλη η λεπίδα είχε το ίδιο πάχος. Τα σπαθιά αυτά ήταν πιο εύχρηστα και πάνω από όλα ήταν ικανά να καταφέρουν θανάσιμο θλαστικό πλήγμα, χωρίς να χάνουν και τη διατρητική τους ικανότητα. Τα πλατύστομα σπαθιά, έχοντας μπροστά το κέντρο βάρους τους, λειτουργούσαν όπως και η κοπίδες των κλασικών χρόνων.
Η Ιλιάδα μας δίνει συγκλονιστικές περιγραφές της χρήσης των σπαθιών από τους Μυκηναίους πολεμιστές, «…κείνος του ‘μπηξε στο σκώτι το σπαθί του, κι όξω το σκώτι εχύθη, ολόμαυρο το γαίμα πλημμυρίζει…» (Υ, 469-470, μτφ. Ν.Καζαντζάκης-Ι.Θ.Κακριδής) και «…εκείνος του δώκε με το σπαθί στο σβέρκο και πέρα η κεφαλή του σύγκρανη πετάχτη, κι ο μυαλός του απ’τα σφοντύλια ξεπετάχτηκε…» (Υ, 481-483 μτφ. Ν.Καζαντζάκης-Ι.Θ.Κακριδής) και «…τον άλλο στο κλειδί τον χτύπησε με το τρανό σπαθί του, στον ώμο πλάι, και του τον χώρισε από λαιμό και πλάτη» (Ε, 146-147, μτφ.Ν.Καζαντζάκης-Ι.Θ.Κακριδής).
Αναπαράσταση μακρών μυκηναϊκών σπαθιών και δορίδας.
Πηγή: history-point.gr