Πυρήνας του Ελληνικού Πεζικού ήταν, όπως σε όλους τους στρατούς, η ομάδα μάχης. Ωστόσο η ελληνική ομάδα μάχης ήταν σχετικά “μεγάλη” αριθμητικά, σε μια προσπάθεια συμπλήρωσης του ενός οπλοπολυβόλου που διέθετε με επαρκή αριθμό τυφεκίων.
Κάθε ομάδα μάχης διακρινόταν σε δύο κλιμάκια, την ημιομάδα οπλοπολυβόλου και την ημιομάδα ακροβολιστών ή ημιομάδα ελιγμού. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο λοχίας ομαδάρχης.
Ημιομάδες
Η ημιομάδα του οπλοπολυβόλου αποτελείτο από πέντε άνδρες. Επικεφαλής της ήταν ο δεκανέας βοηθός ομαδάρχη. Το οπλοπολυβόλο, το βασικό όπλο της ομάδας μάχης, το χειρίζονταν ο στρατιώτης σκοπευτής με άμεσο βοηθό του τον στρατιώτη γεμιστή. Άλλοι δύο στρατιώτες προμηθευτές συμπλήρωναν την ημιομάδα.
Η ημιομάδα ακροβολιστών αποτελείτο από επτά άνδρες, τον λεγόμενο πρώτο ακροβολιστή – υποδεκανέας ή ο πιο έμπειρος των τυφεκιοφόρων – πέντε ακροβολιστές και έναν στρατιώτη οπλοβομβιστή εξοπλισμένο με τυφέκιο με χοάνη εκτόξευσης οπλοβομβίδων V.B.
Η συνολική δύναμη της ομάδας μάχης ήταν 13 άνδρες. O οπλισμός της ομάδας αποτελείτο από δύο πιστόλια για τον σκοπευτή και τον γεμιστή, ένα οπλοπολυβόλο, επτά τυφέκια, τρεις αραβίδες, ένα τυφέκιο με δυνατότητα εκτόξευσης οπλοβομβίδων και φυσικά ένα οπλοπολυβόλο.
Η ομάδα μάχης ήταν η στοιχειώδης υπομονάδα του Πεζικού καθώς σε αυτή ενυπήρχαν τα δύο βασικά στοιχεία της ενέργειας του Πεζικού, το πυρ και η κίνηση. Βασική αποστολή της ομάδας μάχης ήταν η όσο το δυνατό πλεονεκτικότερη χρήση του οπλοπολυβόλου ώστε να καταστεί δυνατή η προχώρηση της ημιομάδας σε απόσταση εφόδου από τον αντίπαλο με τελικό αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη των εχθρικών θέσεων, κατά την επίθεση.
Επίσης η ομάδα μπορούσε να υποστηρίξει με τα πυρά της την προέλαση άλλης ομάδας, στο πλαίσιο της οικείας διμοιρίας, ή να κινηθεί η ίδια εμπρός, υποστηριζόμενη από τα πυρά των φίλιων ομάδων.
Τρόποι ενεργείας
Όπως αναφέρει ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Δαβάκης στο «Εγκόλπιον Αξιωματικών Πεζικού» του 1938, η ομάδα μάχης ενώπιον εχθρικής αντίστασης συνδυάζει την ενέργεια των μέσων της για να εξουδετερώσει ή τουλάχιστον να απασχολήσει ή να καθηλώσει τον αντίπαλο.
Στην περίπτωση που οι γειτονικές της ομάδες έχουν καθηλωθεί καθήκον της ομάδας είναι η με κάθε τρόπο υποβοήθησε των φίλιων ομάδων. Σε περίπτωση δε που εντοπίσει κενό στην εχθρική διάταξη πρωταρχικό της καθήκον είναι η τολμηρή διείσδυση σε βάθος μέχρι να συναντήσει τον εχθρό και αν είναι ευχερές να τον καταστρέψει ή τουλάχιστον να τον αγκιστρώσει.
Κατά την άμυνα μια ομάδα μάχης ήταν σε θέση να απαγορεύσει έναν μόνο άξονα εχθρικής προχώρησης. Αναλόγως της τακτικής κατάστασης το οπλοπολυβόλο, που αποτελούσε τον πυρήνα της αμυντικής διάταξης της ομάδας, μπορούσε να αναπτυχθεί στα άκρα αυτής, πλαγιοφυλάσσοντας την αμυντική τοποθεσία, ή στο κέντρο αυτής, αν ήταν κατάλληλο το έδαφος, εκτελώντας άμεσα πυρά κατά του επιτιθέμενου αντιπάλου υποστηριζόμενο από τους τυφεκιοφόρους. Το δραστικά εκ του οπλοπολυβόλου βαλλόμενο μέτωπο είχε εύρος 50 μ.
Ο ομαδάρχης υπαξιωματικός όφειλε να έχει την κατάλληλη εμπειρία διοίκησης. Ωστόσο αυτό δεν ήταν δεδομένο στον Ελληνικό Στρατό της εποχής και σε καμία περίπτωση ο Έλληνας υπαξιωματικός δεν απολάμβανε την πρωτοβουλία του Γερμανού ομοιόβαθμού του, για παράδειγμα. Αντίθετα ήταν ο αξιωματικός διμοιρίτης που όφειλε να αναλάβει στην κρίσιμη στιγμή τον έλεγχο της επιφορτισμένης με την κύρια αποστολή ομάδα μάχης και να την οδηγήσει μπροστά ακόμα και με το προσωπικό του παράδειγμα.
Η τακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα ένα δυσανάλογα μεγάλο αριθμό απωλειών κατώτερων αξιωματικών στον Ελληνικό Στρατό κατά τις επιχειρήσεις του 1940-41, αλλά ήταν απολύτως συμβατή με το επιθετικό πνεύμα που κυριαρχούσε στο ελληνικό Πεζικό.
Σχηματισμοί
Η ομάδα μάχης μπορούσε να αναπτυχθεί σε σχηματισμό προσπέλασης σε φάλαγγα κατ’ άνδρα, σε γραμμή και κλιμακωτά δεξιά ή αριστερά. Κατά την προσπέλαση επικεφαλής της ομάδας κινείτο ο λοχίας ομαδάρχης, ακολουθούμενος από τον δεκανέα βοηθό, σε απόσταση 5-10 μ. Πίσω του ακολουθούσε ο σκοπευτής με το οπλοπολυβόλο και οι λοιποί άνδρες της ημιομάδας οπλοπολυβόλου. Ακολουθούσαν οι τυφεκιοφόροι της ημιομάδας ακροβολιστών με ουραγό τον οπλοβομβιστή. Η απόσταση μεταξύ των δύο ημιομάδων οριζόταν στα 15μ. περίπου.
Η ομάδα μπορούσε να αναπτυχθεί σε γραμμή – εις παράταξην, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. Ο σχηματισμός αυτός επέτρεπε την χρήση του συνόλου των όπλων της, άμεσα. Επίσης μπορούσε να κινηθεί κλιμακωτά δεξιά ή αριστερά, με το ομαδάρχη και το οπλοπολυβόλο να αποτελούν την κορυφή της διάταξης και τον οπλοβομβιστή τη βάση.
Η ομάδα όμως μπορούσε να κλιμακωθεί και κατά βάθος με πρώτο κλιμάκιο τον ομαδάρχη, τον βοηθό του, τον σκοπευτή με το οπλοπολυβόλο και τον πρώτο ακροβολιστή, τον γεμιστή και τους προμηθευτές, σε δεύτερο κλιμάκιο και τους λοιπούς άνδρες σε τρίτο.
H ομάδα μάχης, όπως και σήμερα άλλωστε, πλησίαζε τον αντίπαλο με διαδοχικά άλματα εκτελούμενα είτε κατά ημιομάδες, είτε από το σύνολο της ομάδας, είτε και κατ’ άνδρα. Ο ομαδάρχης έδινε το παράγγελμα «έτοιμοι προς άλμα», συμπληρώνοντας «καθ’ ομάδα», «καθ’ ημιομάδα» ή «κατ’ άνδρα», αναλόγως της περίπτωσης. Ο ομαδάρχης υποδείκνυε επίσης τις νέες θέσεις που έπρεπε να καταληφθούν.
Ο ομαδάρχης ήταν υπεύθυνος για το σχέδιο πυρός της ομάδας του. Αυτός όριζε τους στόχους που έπρεπε να βληθούν κατά προτεραιότητα και καθόριζε την χρονική διάρκεια και τον όγκο του πυρός που έπρεπε να εξαπολυθεί, δηλαδή βολή κατά βολή, βολή κατά ριπάς 6-8 φυσιγγίων ή και βολή ολόκληρης ταινίας, εάν το έκρινε απαραίτητο.
Το οπλοπολυβόλο θεωρητικά μπορούσε να ανοίξει πυρ από αποστάσεις έως 1.000 μ. αλλά συνήθως χρησιμοποιείτο σε αποστάσεις 600 μ. και κάτω. Πυρά από θέση βάδισης εκτελούντο σε αποστάσεις 300 μ. και κάτω. Οι τυφεκιοφόροι άνοιγαν συνήθως πυρ όταν βρισκόταν σε απόσταση 400 μ. από τον αντίπαλο. Αναλόγως της περίστασης ο ομαδάρχης μπορούσε να διατάξει πυρ κατά βούληση.
Ο οπλοβομβιστής της ομάδας άνοιγε πυρ με οπλοβομβίδες σε αποστάσεις μικρότερες των 200 μ. κατόπιν διαταγής του ομαδάρχη. Όσο και αν υποτιμούνται από ορισμένους, οι οπλοβομβίδες V.B. αποτελούσαν έναν σημαντικό πολλαπλασιαστή ισχύος για την ομάδα μάχης πεζικού του Ελληνικού Στρατού, ελλείψει ελαφρών όλμων.
Πηγή: history-point.gr