Σχόλιο Vatopaidi: Στο άρθρο αυτό ακολουθούν φωτογραφίες που μερικές από αυτές δείχνουν την φρικαλέα βιαιότητα και κακουργία των Ούστασι. Ζητούμε την κατανόησή σας αλλά κάνουμε μία αποτύπωση της ιστορικής πραγματικότητας.
Το Γιασένοβατς είναι το πιο σημαντικό και συγχρόνως στυγερό στρατόπεδο αφανισμού που δημιούργησε η δικτατορία ούστασι. «Αρχιτέκτονας» του είναι ο υπουργός Εσωτερικών Άντρια Αρτούκοβιτς, ο οποίος θα ομολογήσει ότι εκεί δολοφονήθηκαν περίπου 700.000 κρατούμενοι [35].
Το λόγκορ Γιασένοβατς βρίσκεται 28 χιλιόμετρα από τη Στάρα Γκράντισκα και ιδρύεται τον Μάιο του 1941. Αρχικά στο στρατόπεδο κατασκευάζονται κάποιες παράγκες από τους ίδιους τους κρατούμενους, κατόπιν επεκτείνεται με ένα νέο συγκρότημα που θα ονομασθεί «Γιασένοβατς 2». Τον Νοέμβριο του 1941, με την πλημμύρα των ποταμών Σάβα και Στρούγκ, καταστρέφονται και τα δύο συγκροτήματα, και οι κρατούμενοι αναγκάζονται να κατασκευάσουν ένα τρίτο. Στη διάρκεια των εργασιών κατασκευής του νέου συγκροτήματος, περίπου 650 κρατούμενοι, καταπονημένοι από τις βαριές εργασίες δολοφονούνται από τους δεσμοφύλακες ούστασι με κτυπήματα τσεκουριών. Το Γιασένοβατς είναι διαιρημένο σε 4 τμήματα αφιερωμένα αντίστοιχα σε Σέρβους, Εβραίους, «διαφωνούντες» Κροάτες και Τσιγγάνους. Συνολικά έχει 4.000 θέσεις. Η εισροή των νέων κρατουμένων είναι συνεχής, όπως συνεχής είναι ο ρυθμός των δολοφονιών. Κάθε ημέρα οι κρατούμενοι οφείλουν να σκάβουν νέους τάφους για να θαφτούν νέα πτώματα. Επίσης πολλά πτώματα ρίχνονται στους ποταμούς Σάβα και Στρούγκ [36].
Σε σχέση με την πρακτική που ακολουθούσαν οι ούστασι στα στρατόπεδα εξόντωσης, στο Γιασένοβατς εφαρμόζεται μια διαφορετική τακτική, που «προσομοιάζει» περισσότερο τη ναζιστική. Πράγματι μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1942, στο στρατόπεδο ενεργοποιούνται δύο φούρνοι αποτέφρωσης που σχεδιάστηκαν από τον συνταγματάρχη ούστασι Χίνκο Πίτσιλι. Οι φούρνοι λειτουργούν χωρίς διακοπές, μέρα και νύκτα, μέχρι τον Μάιο (όταν σταματούν για άγνωστους λόγους), δηλαδή για τρεις περίπου μήνες. Σ’ αυτή την περίοδο αποτεφρώνονται περίπου 15.000 άνθρωποι [37].
Για μια περίοδο, τα παιδιά διαμένουν στις παράγκες μαζί με τις φυλακισμένες οικογένειες τους. Κατόπιν, τον Δεκέμβριο του 1941, συγκεντρώνονται περίπου 400 παιδιά, από 4 έως 14 ετών, και με διαταγή του διοικητή των στρατοπέδων εξόντωσης, Βιέροσλαβ Λούμπουριτς, τους διατίθεται μια παράγκα όπου δάσκαλοι και καθηγητές, που επιλέγονται μεταξύ των κρατουμένων, διδάσκουν στα παιδιά να γράφουν, να διαβάζουν και να τραγουδούν. Αυτή η σκηνοθεσία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης έχει έναν σκοπό. Ο διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης αναμένει την επίσκεψη μιας ομάδας δημοσιογράφων και διεθνών παρατηρητών που συνοδεύονται από μια κροατική αντιπροσωπεία. Τέσσερις ημέρες μετά από αυτή την επίσκεψη, όλα τα παιδιά και οι δάσκαλοι τους δολοφονούνται [38].
Μία ομάδα από 3336 παιδιά Σέρβων στο Γιασένοβατς, ντυμένα με τις στολές ούστασι που οι δεσμοφύλακες υπέβαλαν "σεμινάρια επανεκπαίδευσης" για τον ασπασμό του καθολικισμού
Στην ομάδα των δημοσιογράφων-παρατηρητών, που στα τέλη του Ιανουαρίου 1942, επιθεωρεί το στρατόπεδο του Γιασένοβατς, συμμετέχει ο Ιταλός Άλφιο Ρούσο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να απευθύνει ερωτήσεις στους κρατουμένους (στους οποίους είχε απαγορευθεί να απαντούν). Με την ευκαιρία της επίσκεψης το στρατόπεδο είχε υποστεί όλες τις συνέπειες της «καθαριότητας», οι φρικαλεότητες είχαν συγκαλυφθεί, και όμως ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει: «Κάθε μέρα εισέρχονται νέοι ένοικοι στους οποίους δίνεται ένας αριθμός. Κάθε μέρα άλλοι εξέρχονται νεκροί από τους πόνους και την κούραση» [39]. Η μακάβρια ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο στρατόπεδο εμφανίζεται ξεκάθαρα στον ιταλό δημοσιογράφο, αλλά δεν την κατανοούν ο γραμματέας της αντιπροσωπείας του Βατικανού, δον Τζιουζέπε Μαζούτσι, και ο γραμματέας του παναγιότατου Στέπινατς, ιερέας Στέπαν Λάτσκοβιτς. Και οι δύο συμμετέχουν στην αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε το στρατόπεδο και έγινε δεκτή από τον αρχηγό της Αστυνομίας ούστασι Εουτζέν Κβάτερνικ-Ντίντο [40].
Στις 19 Νοεμβρίου 1943, περίπου 800 Εβραίοι κρατούμενοι στο λόγκορ του Γιασένοβατς φορτώνονται σε πλωτές πλατφόρμες και μεταφέρονται στην άλλη όχθη του Σάβα, όπου και αναγκάζονται να ανοίξουν κάποιους λάκκους: θα είναι οι τάφοι τους, γιατί, μόλις τελειώνουν το σκάψιμο, οι ούστασι τους σκοτώνουν ξυλοκοπώντας τους. Στο τέλος του μήνα, ο νέος διοικητής του στρατοπέδου, Ίβιτσα Μάτκοβιτς, επιλέγει 160 διανοούμενους (στην πλειοψηφία τους δάσκαλοι και καθηγητές) από τους κρατούμενους στο στρατόπεδο και πραγματοποιεί ένα «πείραμα»: θέλει να διαπιστώσει πόσο καιρό ένας άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει χωρίς τροφή και νερό. Πολλοί πεθαίνουν μετά από λίγες ημέρες, αλλά περίπου σαράντα «πειραματόζωα» κατορθώνουν να επιβιώσουν τρώγοντας το χορτάρι του στρατοπέδου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη σάρκα των νεκρών συγκρατούμενών τους [41]. Την παραμονή των Χριστουγέννων, όσοι επιβίωσαν, εκμεταλλευόμενοι μια καταιγίδα κατορθώνουν να πέσουν στο ποτάμι Σάβα υπερπηδώντας τα συρματοπλέγματα. Οι δεσμοφύλακες ούστασι «ψαρεύουν» από το ποτάμι 35 ζωντανούς και τους κλειδώνουν γυμνούς σε μια παράγκα: η θερμοκρασία είναι -30 °0 και πεθαίνουν όλοι από την παγωνιά.
Πτώματα πολλών δολοφονηθέντων Σέρβων από τους Κροάτες ούστασι στο στρατόπεδο Γιασένοβατς, που ρίχνονταν στον ποταμό Σάβα και τα πτώματα συσσωρεύονταν στις όχθες του ποταμού
Στη διάρκεια του χειμώνα 1944-45, στο Γιασένοβατς ο αριθμός των εκτελέσεων αυξάνεται: το τέλος της δικτατορίας του Πόγκλαβνικ πλησιάζει και οι μακελάρηδες συμπιέζουν τον χρόνο. Τον Μάρτιο – Απρίλιο 1945, 15.000 νεοσυλληφθέντες δολοφονούνται μόλις φθάνουν στο στρατόπεδο. Όσοι κρατούμενοι απέμειναν ζωντανοί υποχρεώνονται να θάψουν χιλιάδες πτώματα. Μετά, για να σβήσουν τα ίχνη των φρικαλεοτήτων, ένα μέρος του στρατοπέδου πυρπολείται.
Στις 20 Απριλίου όσοι κρατούμενοι είχαν μείνει ζωντανοί στο Γιασένοβατς, επιχειρούν μια μαζική απόδραση. Αποτυχημένη, όμως, γιατί οι περισσότεροι θερίζονται από τα πολυβόλα και μόνο περίπου 50 κατορθώνουν να δραπετεύσουν. Μερικές ημέρες αργότερα, οι ανθρωποφύλακες ούστασι ναρκοθετούν και διαλύουν τα υπολείμματα του στρατοπέδου αφανισμού, εγκαταλείποντας τα ερείπια στο Γιουγκοσλαβικό Απελευθερωτικό Στρατό.
Ο πρώτος διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης Γιασένοβατς είναι ο αξιωματούχος των ούστασι Λιούμπο Μίλος. Το 1948, φυλακισμένος στο Ζάγκρεμπ, ο Μίλος θα έχει πολύωρες συνομιλίες με τον άγγλο συγγραφέα Γκ. Μπιλέινκιν: θα διηγηθεί, μεταξύ άλλων, πως εφευρέθηκαν ειδικές λάμες για να γίνουν με γρήγορους ρυθμούς οι σφαγές, πως χρησιμοποιήθηκαν σφυριά για να δολοφονήσουν άνδρες και γυναίκες, και πως οι άνδρες του περπατούσαν πάνω σε κορμιά και κεφάλια παιδιών για να τα δολοφονήσουν [42].
Ο Φραγκισκανός μοναχός Μίροσλαβ Φιλίποβιτς Μαϊστόροβιτς, ο επονομαζόμενος "Πατήρ Σατανάς" και Διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Γιασένοβατς με το ράσο του Καθολικού μοναχού και με τη στολή των ούστασι
Διάδοχος του Μίλος στη διοίκηση του στρατοπέδου Γιασένοβατς είναι ο φραγκισκανός μοναχός Μίροσλαβ Φιλίποβιτς Μαϊστόροβιτς, επονομαζόμενος » Πατήρ Σατανάς», προσωπικός φίλος του Πόγκλαβνικ (ο οποίος θα τον τιμήσει απονέμοντας του τον βαθμό του ταγματάρχη στην εθνοφρουρά ούστασι). Όταν ο «Πατήρ Σατανάς» ανέλαβε τη διοίκηση του στρατοπέδου εξόντωσης έχει ήδη άψογη «προϋπηρεσία». Ο καθολικός φραγκισκανός μοναχός υπήρξε αρχηγός ενός τάγματος των «Προσωπικών φρουρών του Πόγκλαβνικ», των ούστασι ομάδων του θανάτου που τον Οκτώβριο του 1941, στην περιοχή μεταξύ Μπάνια Λούκα και Μότιτσα, έσφαξαν περισσότερους από 4.800 Σέρβους [43]. Ακόμη τον Νοέμβριο του 1941, στο δημοτικό σχολείο της Κρίβαγια, κατάσφαξαν με μαχαιριές όλα τα παιδιά των ορθοδόξων Σέρβων [44]. Στο στρατόπεδο ο «Πατήρ Σατανάς» δεν περιορίζεται στα καθήκοντα διοίκησης του στρατοπέδου: ο ίδιος συμμετέχει προσωπικά στις δολοφονίες, όπως διαβεβαιώνει ο Σίμε Ρίμπολι, κρατούμενος στο Γιασένοβατς:
«Είναι απλά απίστευτο πως ένας φραγκισκανός μπορεί να είναι τόσο αιμοσταγής. Σε αντίθεση με τον Μάτκοβιτς [45] και τον Μίλος, που στη συμπεριφορά τους καθρέπτιζαν το επίπεδο τους, ο μοναχός Φιλίποβιτς είχε ευγενικούς τρόπους και ήταν γλυκομίλητος, με εξαίρεση τις ώρες της σφαγής. Τότε γινόταν αξεπέραστος. Αυτός στη Γκράντινα ήταν ο μπροστάρης της μαζικής σφαγής. Έβγαινε κάθε βράδυ για να καθοδηγεί τις δολοφονίες και επέστρεφε την αυγή με ματωμένα τα ράσα. Κανείς από τους δολοφόνους δεν είχε τη δική του δυναμικότητα… Μια ημέρα την ώρα που έτρωγε, ένας ούστασι τον πλησίασε και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο ούστασι κατευθύνθηκε προς την είσοδο του στρατοπέδου και επέστρεψε συνοδεύοντας έναν κρατούμενο. Ο μοναχός Φιλίποβιτς σηκώθηκε και τον σκοτώνει. Ο δυστυχισμένος πέφτει στο πάτωμα. Ο μοναχός κάθισε ξανά στη θέση του και συνέχισε ήσυχος να τρώει. Αφού τελείωσε το φαγητό του ούρλιαξε: «Φέρτε τον νεκροθάφτη!»».
Οι φρικαλεότητες του καθολικού ιερομόναχου προκάλεσαν διαμαρτυρίες και πιέσεις προς τον αρχιεπίσκοπο της Κροατίας παναγιότατο Στέπινατς. Ο αρχιεπίσκοπος του Ζάγκρεμπ θα επέμβει πολύ αργά, το 1943, εκδίδοντας μια απλή απόφαση «αργίας ιερωμένου» για τον σφαγέα-μοναχό, και αποφεύγοντας να υιοθετήσει περισσότερο δραστικές αποφάσεις. Εξάλλου, αν ο Μίροσλαβ Φιλίποβιτς είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο ανελέητους σφαγείς στα στρατόπεδα του αφανισμού των ούστασι, σίγουρα δεν είναι ο μοναδικός καθολικός ιερωμένος με δράση σ’ εκείνα τα στρατόπεδα.
Αποτροπιαστικά καρατομημένο σώμα νεαρού Σέρβου
Η οργάνωση της σφαγής στο Γιασένοβατς θα περιγραφεί από έναν από τους οργανωτές της, τον πρώην διοικητή του στρατοπέδου Λιούμπο Μίλος, στη διάρκεια της κατάθεσης του, στις 9 Ιουνίου 1948, ενώπιον του Δικαστηρίου του Ζάγκρεμπ:
«Μετά τη δημιουργία του στρατοπέδου III-Πλινθοποιείο, άρχισαν να φθάνουν νέες ομάδες κρατουμένων και συνεχώς πολυάριθμες νέες. Στην αρχή οι ομάδες αποτελούνταν από 300 άτομα, αργότερα από 500, 1.000, μέχρι 1.500. Σε ειδικές περιπτώσεις οι ομαδικές μεταφορές ξεπερνούσαν και τους 1.500… Ο σταθερός αριθμός των κρατουμένων στο στρατόπεδο παρέμενε στους 3.000 κρατούμενους. Τι συνέβαινε στους άλλους; Οφείλω κατ’ αρχάς να εξηγήσω ότι οι κρατούμενοι που στέλνονταν στο Γιασένοβατς ήταν δύο κατηγοριών. Αυτοί που στέλνονταν σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση καταγράφονταν στην καρτελλοθήκη [αρμόδιο γραφείο καταγραφής, Σ.τ.Ε.] του στρατοπέδου· αυτοί που έφθαναν χωρίς δικαστική απόφαση δεν καταγράφονταν πουθενά. Αυτοί που ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία ήταν περισσότεροι από τους άλλους και οδηγούνταν αμέσως για εξόντωση. Μεταξύ αυτών που έφθαναν σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση υπήρχαν καταδικασμένοι με διάφορες ποινές, από 6 μήνες έως 3 χρόνια. Αυτοί που είχαν ποινή 3 χρόνων, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, εξοντώνονταν και αυτοί. Σ’ αυτό το ζήτημα υπήρχε μια συμφωνία, δηλαδή οι διαταγές του Λούμπουριτς: άμεση εξόντωση των κρατουμένων που στέλνονταν χωρίς δικαστική απόφαση και όλων εκείνων που είχαν καταδικαστική ποινή τριών χρόνων. Μου είναι γνωστό ότι, κάθε φορά που ο Λούμπουριτς πήγαινε στο Ζάγκρεμπ για αναφορά, γίνονταν δεκτός από τον Πάβελιτς και τον ενημέρωνε για όλα αυτά. Πολλές φορές ο Λούμπουριτς μου είπε ότι δεν έκανε τίποτα με δική του πρωτοβουλία, αλλά εκτελούσε διαταγές των υψηλά ισταμένων, δηλαδή διαταγές του Πάβελιτς. Κάθε φορά που ο αριθμός των κρατουμένων στο Γιασένοβατς ξεπερνούσε το καθορισμένο όριο, εξαιτίας των νέων ομάδων που έφθαναν, τότε υποχρεωτικά εφαρμόζονταν η μείωση του αριθμού μέσω της εξαφάνισης. Εξοντώνονταν πρώτα οι γέροι, μετά οι άρρωστοι και εκείνοι που δεν μπορούσαν να εργαστούν» [46].
Τα απομεινάρια από τους φούρνους-κρεματόρια του Γιασένοβατς, λίγο πριν από την οριστική τους ισοπέδωση, το 1948 μετά από διαταγή του Τίτο
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
34. Το πιστοποιεί και η Πολίν Γουέις, Αγγλίδα εβραϊκής καταγωγής που κατοικούσε στην Κροατία και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Στάρα Γκράντισκα από τις 22 Δεκεμβρίου 1942 μέχρι τις 15 Ιουλίου 1943.
35. Ο κολοσσιαίος αριθμός θα ομολογηθεί από τον Αρτούκοβιτς το 1986, όταν ο πρώην υπουργός Εσωτερικών ούστασι δικάστηκε στο Ζάγκρεμπ. Ο Αρτούκοβιτς διέφυγε μετά τον πόλεμο στις Η.Π.Α. και κατόρθωσε για σαράντα χρόνια να αποφύγει την έκδοση του στη Γιουγκοσλαβία, μέχρι το 1986. Ο σφαγέας βασανιστής πέθανε στη φυλακή, κατά τη διάρκεια της δίκης του.
Σρμπό - Σέκ ("η κοπτική μηχανή για τους Σέρβους"). Για τις δολοφονίες των κρατουμένων στα στρατόπεδα εξόντωσης πραγματοποιούσαν "αγώνες" σφαγής με αυτό. Νικητής αναδεικνυόταν αυτός που σε λιγότερο χρόνο έσφαζε περισσότερους κρατουμένους. Το Σμπρό - Σέκ (ή γκράβιζο) ήταν ένα δρεπάνι με λεπίδι που φορούσαν οι δολοφόνοι στον καρπό τους.
36. «Στα στρατόπεδα οργανώνονταν αγώνες επιδεξιότητας μεταξύ των δημίων. Αυτοί οι αγώνες σχετίζονταν με την ταχύτητα κοπής του λάρυγγα περισσοτέρων κρατουμένων, με την ειδική καμπυλοειδή λάμα που ονομαζόταν γκράβιζο. Νικητής αυτών των αναμετρήσεων υπήρξε ο Πέταρ Μπρζίτσα, ήδη μαθητής του φραγκισκανικού κολεγίου Σίροκι Μπρίγιεγκ και μέλος της αδελφότητας των Σταυροφόρων. Τη νύκτα της 29 Αυγούστου 1942, στο στρατόπεδο Γιασένοβατς, ο Πέταρ Μπρζιτσα «κατόρθωσε» να σκοτώσει 1.300 κρατούμενους» (Συλλογικό έργο, Zlocini…, cit.).
37. Οι δεσμοφύλακες ούστασι δεν κατορθώνουν να ακολουθήσουν τους φοβερούς ρυθμούς των αποτεφρώσεων. Έτσι χρησιμοποιούνται ως «βοηθοί» περίπου εκατό κρατούμενοι Τσιγγάνοι, οι οποίοι υποχρεώνονται να μεταμορφωθούν σε συνενόχους των δεσμοφυλάκων, αποκτώντας τον τίτλο των γκρόμπαρι («νεκροθάφτες»).
38. Για την ιδιαίτερη κτηνωδία του Λούμπουριτς προς τα παιδιά θα καταθέσει, μετά τον πόλεμο, ο 19χρονος ούστασι Γιόσο Ορέσκοβιτς, που συνελήφθη από τους αντάρτες: «Ο Λούμπουριτς με διάταξε να σηκώσω το δεξί πόδι. Το σήκωσα και αυτός έβαλε κάτω από το πόδι μου [ένα] μικρό παιδί. «Κτύπα», με διάταξε. Το κτύπησα με το πόδι μου και πολτο-ποίησα το κεφάλι του μικρού» (Συλλογικό έργο, Zlocini…, cit.).
39. Α. Russo ό.π., σελ. 89.
40. Η παρουσία των δύο κληρικών στην αντιπροσωπεία πιστοποιείται από την αναφορά που έστειλε στο Βερολίνο, στις 6 Φεβρουαρίου 1942, ο γερμανός πρεσβευτής στο Ζάγκρεμπ, Ζίγκφριντ Κάσε.
41. Οι μάρτυρες Νίκολα Κούαντα, Μπράιερ και Σίμε Ρίμπολι θα πιστοποιήσουν ότι ήταν παρόντες στα ανατριχιαστικά γεύματα, βλ. τα Πρακτικά της δίκης Στέπινατς, cit.
42. Βλ. G. Bilainkin, Tito, Λονδίνο 1949, σελ. 144.
43. Στη διάρκεια του αιματοκυλίσματος στην Μότιτσα, ο μοναχός Μίροσλαβ Φιλίποβιτς δολοφονεί με μαχαιριές το μικρό παιδί Ντούρα Γκλάμοτσαν. Μπροστά στον αποτροπιασμό που προκαλεί αυτή του η πράξη ακόμη και στους υφισταμένους του ούστασι, ο ιερωμένος ουρλιάζει: «Εγώ προσηλυτίζω στο όνομα του Θεού το Διάβολο, ακολουθήστε το δικό μου παράδειγμα!». Για το επεισόδιο υπάρχει μια μικρή αναφορά και από τον απολογητή του παναγιότατου Στέπινατς, τον Φιορέλλο Καβάλλι, ο οποίος χαρακτηρίζει τη σφαγή των Σέρβων στην Μότιτσα «μια αποστολή τιμωρίας» για να αντιμετωπιστεί μια επίθεση τους στα ορυχεία κάρβουνου της περιοχής και για να «προστατευτούν οι καθολικοί κάτοικοι» της πόλης.
Το σώμα ενός μικρού παιδιού αποκεφαλισμένο από τους ούστασι
44. Ένας αυτόπτης μάρτυρας εκείνης της σφαγής θα διηγηθεί: «Ντυμένος με τα άμφια αλλά φορώντας στο κεφάλι το δίκοχο καπέλο των ούστασι, ο Φιλίποβιτς μπήκε στη σχολική τάξη ακολουθούμενος από μερικούς ούστασι. Διάταξε τη δασκάλα να διαχωρίσει τα παιδιά των ορθοδόξων από εκείνα των μουσουλμάνων και των καθολικών. Η δασκάλα, που δεν υποπτεύτηκε τίποτα, σήκωσε τους μικρούς Σέρβους μαθητές. Όταν τα παιδάκια βγήκαν στο διάδρομο, ο μοναχός Φιλίποβιτς όρμησε επάνω στους μικρούς με το μαχαίρι και τους έκοψε τα λαρύγγια μπροστά στους υπόλοιπους μαθητές, που ούρλιαζαν από τον τρόμο. Με κομμένους τους λαιμούς και κομμένα τα στήθη, τα παιδιά έτρεχαν σαν μανιασμένα στους διαδρόμους, γύριζαν μέσ’ την τάξη ουρλιάζοντας για τον πόνο και τον τρόμο» (Documenti, cit.).
45. Ο Ίβιτσα Μάτκοβιτς, ήδη υποδιοικητής στο Γιασένοβατς, διατέλεσε διοικητής για μια μικρή περίοδο, αναμένοντας την εναλλαγή μεταξύ Λιούμπο Μίλος και «Πάτερ Σατανά».
46. Οι φρικαλεότητες των στρατοπέδων εξόντωσης ούστασι δεν φαίνεται να αναστάτωσαν τη συλλογική συνείδηση των Κροατών. Στις 31 Ιουλίου 1966, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Μαυσωλείου για τα θύματα του Γιασένοβατς, στην τελετή μεταξύ των προσωπικοτήτων και των αρχών είναι και ο πρόεδρος της Βουλής της κροατικής Δημοκρατίας, ο Στέβο Κράιατσιτς. Μετά το τέλος της τελετής, πιστεύοντας ότι το μικρόφωνο ήταν κλειστό, ο Κράιατσιτς απευθυνόμενος στους Σέρβους απόμαχους του πολέμου μουρμούρισε: «Εδώ σκοτώσαμε πολύ λίγους από εσάς». Αλλά τα μικρόφωνα ήταν ανοικτά και γεννιέται ένα σκάνδαλο με αποτέλεσμα ο Κράιατσιτς, μετά από λίγες ημέρες, να αναγκαστεί να υποβάλλει την παραίτηση του.
Πηγή: (Μάρκο Αουρέλιο Ριβέλλι, «Ο Αρχιεπίσκοπος της Γενοκτονίας», έρευνα-επιμέλεια: Νίκος Κλείτσικας, μετάφραση: Μαργαρίτα Σαλβάτο, εκδόσεις Προσκήνιο, Αθήνα 2000, σ. 91-96.), Απόψεις για τη Μονή Βατοπαιδίου (και όχι μόνο)