Μετά την καταστροφική ήττα του στόλου του στην Σαλαμίνα ο Ξέρξης αποχώρησε με τον όγκο του στρατού του από την Ελλάδα αφήνοντας τον στρατηγό του και γαμβρό του Μαρδόνιο, με 300.000, να υποτάξει την Ελλάδα. Ο τελευταίος υποχώρησε στον βοιωτικό κάμπο και διαχείμασε εκεί. Οι Έλληνες κινήθηκαν επίσης προς τα εκεί έχοντας συγκεντρώσει μια ισχυρή στρατιά. Ο χειμώνας πέρασε με τους δύο αντιπάλους να επιτηρούν ο ένας τον άλλο. Ο Μαρδόνιος είχε στη διάθεση του επίλεκτους Πέρσες και Μήδους, Σάκες, Βάκτριους ιππείς και Ινδούς τοξότες. Επίσης, μαζί του είχαν συμπαραταχθεί οι Θηβαίοι, οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί, ακούσιοι οι δύο τελευταίοι, σύμμαχοί του.
Καθώς έφτασε η άνοιξη ο Μαρδόνιος ετοιμάστηκε να επιτεθεί. Πριν όμως κινηθεί προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τους Αθηναίους. Έστειλε λοιπόν ως αγγελιαφόρο τον Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο Α’ στους Αθηναίους, με την υπόσχεση να τους αναδείξει σε ηγεμόνες της Ελλάδας. Οι Αθηναίοι και πάλι αρνήθηκαν, αλλά παράλληλα ανέπτυξαν σχέσεις με τον Αλέξανδρο, οι οποίες φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες αργότερα, καθώς ο Αλέξανδρος ενημέρωνε συνεχώς τους Έλληνες για τα σχέδια των Περσών και για τη διάταξη της μάχης τους.
Οι Έλληνες συνολικά , συγκέντρωσαν 110.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 38.700 ήταν οπλίτες. Από αυτούς 10.000 ήταν Σπαρτιάτες, 8.000 ήταν Αθηναίοι, 5.000 Κορίνθιοι, 3.000 Σικυώνιοι, 3.000 Μεγαρείς, 1.500 Τεγεάτες, 1.200 από τον Φλιούντα και την Τριφυλία, 300 από την Ποτίδαια, 600 από τις Πλαταιές, 600 από τον αρκαδικό Ορχομενό, 1.000 από την Τροιζήνα, 800 από την Επίδαυρο, 400 από την Τίρυνθα και τις Μυκήνες, 300 από την Ερμιονίδα, 1.000 από τη Χαλκίδα, την Ερέτρια και τα Στείρα, 1.500 από τη Λευκάδα, την Κεφαλονιά, την Αμβρακία και το Ανακτόριο και επίσης 500 από την Αίγινα. Οι υπόλοιποι άνδρες ήταν ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί, ακοντιστές, σφενδονήτες και λιθοβόλοι. Οι Αθηναίοι διέθεταν και λίγους ψιλούς τοξότες.
Από τις Ερυθρές, η ελληνική στρατιά πήρε θέσεις στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, έχοντας εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό της σε τρόφιμα και νερό. Επίσης , τα ελαφρά οπλισμένα ελληνικά στρατεύματα είχαν καταλάβει όλες τις ορεινές διαβάσεις του Κιθαιρώνα. Για το λόγο αυτό οι Έλληνες δε βιάζονταν να πολεμήσουν. Οι Πέρσες όμως δεν είχαν την πολυτέλεια του χρόνου. Οι περσικές εφοδιοπομπές είχαν γίνει ο μόνιμος στόχος των Φωκέων, οι οποίοι εξορμούσαν από τα βουνά, κατέστρεφαν και εξαφανίζονταν το ίδιο γρήγορα, όπως είχαν εμφανιστεί. Ο Μαρδόνιος άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ανεφοδιασμού. Δεν αποφάσιζε όμως να κινηθεί για μάχη, όσο οι Έλληνες ήταν στρατοπεδευμένοι στις πλαγιές του βουνού, σε έδαφος δηλαδή ακατάλληλο, για την αξιοποίηση του βασικού του όπλου, του ιππικού.
Η άλλη δυνατότητα που είχε ο Μαρδόνιος στη διάθεσή του ήταν η υποχώρηση στη Θεσσαλία, όπου θα μπορούσε να θρέψει τον στρατό του και όπου το έδαφος ήταν κατάλληλο για το ιππικό. Το ενδεχόμενο αυτό όμως προϋπέθετε τη διέλευση της στρατιάς του είτε από τους ορεινούς δρόμους της Φωκίδας, είτε, ακόμα χειρότερα, από το ένδοξο πεδίο των Θερμοπυλών, το οποίο δεν ήλεγχε. Και αν βάδιζε μέσω Φωκίδας ήταν βέβαιο ότι οι Φωκείς θα εισέπρατταν πολύ ακριβά «διόδια» από το στρατό, ο οποίος θα κινδύνευε με διάλυση πριν καν πολεμήσει. Αν δε , κινούνταν μέσω Θερμοπυλών, θα κινδύνευε να βρεθεί ανάμεσα στην ελληνική φρουρά του περάσματος και στην καταδιώκουσα το στρατό του ελληνική στρατιά του Παυσανία.
Το πρώτο αίμα
Το μόνο που μπορούσε να πράξει πια ήταν να δώσει τη μάχη που τόσο επιθυμούσε και ή να νικήσει ή να πεθάνει. Αποφάσισε λοιπόν να παρασύρει τους Έλληνες στην πεδιάδα των Πλαταιών, σε έδαφος της επιλογής του. Για το σκοπό αυτό οργάνωσε μια δύσκολη επιχείρηση, επικεφαλής της οποίας έθεσε τον αρχηγό του ιππικού του , το Μασίστιο. Το περσικό ιππικό διατάχθηκε να εκτελέσει μια επιδρομή κατά των Ελλήνων, στηριζόμενο στον αιφνιδιασμό.
Με το πρώτο φως λοιπόν , οι επίλεκτες περσικές ίλες κινήθηκαν ταχύτατα κατά των ελληνικών γραμμών. Οι Έλληνες σκοποί όμως τους εντόπισαν και έδωσαν το σύνθημα του συναγερμού. Αμέσως , οι Έλληνες ανέλαβαν όπλα και ετοιμάστηκαν να αποκρούσουν τους αντιπάλους. Κάθε τμήμα προσπάθησε να καλύψει τα νώτα του και τα πλευρά του, προτάσσοντας το μέτωπό του και το δάσος λογχών που αυτό παρουσίαζε.
Όταν οι Πέρσες πλησίασαν είδαν τις ελληνικές φάλαγγες συντεταγμένες και δεν τόλμησαν να επελάσουν πάνω στα δάση των δοράτων. Ο Μασίστιος διέταξε τις ίλες του να παραταχθούν σε βάθος και μια προς μια να πλησιάζουν τα ελληνικά τμήματα σε απόσταση βολής ακοντίου ή βέλους και να τα βάλουν εναντίον τους με ό,τι είχαν. Πίστευε πως έτσι θα προκαλούσε αρκετές απώλειες στις φάλαγγες, ώστε αυτές να αποδιοργανωθούν και να σπάσουν τους σχηματισμούς τους. Κατόπιν , θα μπορούσαν να επελάσουν εναντίον τους και να τις καταστρέψουν.
Όλα πια εξαρτιόνταν από την αντοχή των Ελλήνων στα βλήματα και στις απώλειες, δηλαδή από το επίπεδο εκπαίδευσης και από την ψυχραιμία των Ελλήνων. Η τακτική των Περσών ωστόσο δεν απέδωσε, αφού, παρά τις απώλειες, οι Έλληνες δεν έσπασαν το σχηματισμό τους, ούτε επιχείρησαν να τους καταδιώξουν. Υπήρχε όμως και ένα ελληνικό σώμα που δεν είχε προλάβει να λάβει θέσεις. Ήταν το σώμα των Μεγαρέων οπλιτών, το οποίο κατείχε μια εκτεθειμένη τοποθεσία, έχοντας ακάλυπτα και τα δύο τους πλευρά. Αμέσως ο Μασίστιος διέταξε τους άνδρες του να επελάσουν κατά των εκτεθειμένων πλευρών των Μεγαρέων.
Η επέλαση έγινε και οι Μεγαρείς υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αλλά δε διαλύθηκαν. Με αφάνταστη ψυχραιμία σχημάτισαν τετράγωνο και καλυπτόμενοι από τις ασπίδες τους δέχονταν αγόγγυστα το περσικό μπαράζ ακοντίων και βελών. Η κατάσταση όμως ήταν κρίσιμη και αν δεν ενισχύονταν θα σκοτώνονταν όλοι. Ο Έλληνας αρχιστράτηγος, ο Σπαρτιάτης Παυσανίας, είδε την κρίσιμη κατάσταση των Μεγαρέων και διέταξε τους Αθηναίους τοξότες να σπεύσουν σε βοήθειά τους. Οι τοξότες κινήθηκαν ταχύτατα και πριν προλάβουν οι Πέρσες να αντιδράσουν βρέθηκαν εντός του τετραγώνου των οπλιτών. Καλυπτόμενοι από τους οπλίτες άρχισαν να θερίζουν με τα βέλη τους, τους Πέρσες ιππείς.
Ο Μασίστιος πολεμούσε, γενναίος και αγέρωχος, στις πρώτες γραμμές, οδηγώντας προσωπικά τους άνδρες του. Ένα βέλος άφησε με θανάσιμο συριγμό τη χορδή του τόξου και καρφώθηκε στο στήθος του αλόγου του Πέρση στρατηγού. Άλογο και αναβάτης σωριάστηκαν στο έδαφος. Αμέσως ένας οπλίτης πετάχτηκε από τους ζυγούς και κάρφωσε το δόρυ του στο πρόσωπο του ζαλισμένου ακόμα Μασίστιου. Οι Πέρσες ιππείς όταν είδαν τον αρχηγό τους άψυχο στο χώμα εξαπέλυσαν μια οργισμένη, αλλά εντελώς ασυντόνιστη έφοδο κατά του ελληνικού τετραγώνου. Οι Έλληνες τοξότες τους άφησαν να πλησιάσουν, καλυπτόμενοι ανάμεσα στις ασπίδες των οπλιτών και όταν έφτασαν σε απόσταση μερικών μέτρων τα έβαλαν μαζικά εναντίον τους. Οι Πέρσες σαρώθηκαν.
Ελιγμοί
Μετά τη νίκη αυτή ο Παυσανίας αναδιάταξε τα ελληνικά στρατεύματα. Η στρατιά κινήθηκε βορειοδυτικά, προς μια περιοχή που υπήρχαν τρεις χαμηλοί λοφίσκοι. Αριστερά τάχθηκαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς οπλίτες – 8.600 άνδρες-. Το κέντρο κατέλαβαν τα τμήματα των άλλων ελληνικών πόλεων και στο δεξιό τάχθηκαν 11.500 Σπαρτιάτες και Τεγεάτες οπλίτες. Από τις νέες τους θέσεις οι Έλληνες απειλούσαν το ακάλυπτο περσικό δεξιό και παράλληλα έλεγχαν καλύτερα την περίφημη Γαργαφία κρήνη, τη μοναδική πηγή ύδατος στην περιοχή. Το πρόβλημα ήταν ότι το έδαφος που τάχθηκε η ελληνική στρατιά ήταν σχεδόν πεδινό και ως εκ τούτου απολύτως κατάλληλο για τη δράση του εχθρικού ιππικού. Ο Παυσανίας όμως, συνυπολογίζοντας το ανυψωμένο ελληνικό και το πεσμένο περσικό ηθικό, εξαιτίας της προηγούμενης σύγκρουσης, θεώρησε τον κίνδυνο αμελητέο.
Εξάλλου , τους δύο στρατούς χώριζε ο ποταμός Ασωπός, ο οποίος αποτελούσε κώλυμα για το περσικό ιππικό, αλλά όχι και το ελληνικό πεζικό. Ο Μαρδόνιος έταξε το στρατό του με τους επίλεκτους Πέρσες απέναντι στους Σπαρτιάτες, τους Μήδους, τους Βάκτριους, τους Ινδούς και τους Σάκες στο κέντρο και τους Έλληνες συμμάχους στο αριστερό. Οι αντίπαλες στρατιές βρισκόταν τώρα αντιμέτωπες σε μέτωπο μήκους 5 χλμ. περίπου. Επί 8 ημέρες οι δύο στρατοί στέκονταν αντιμέτωποι, χωρίς κανείς να αποτολμά να περάσει τον ποταμό. Μόνο αψιμαχίες σημειώθηκαν, κυρίως στο ελληνικό αριστερό, όταν αντίπαλοι ιππείς παρενοχλούσαν τους Αθηναίους που υδρεύονταν από τον ποταμό.
Στο μεταξύ πιεζόμενος από τις ελλείψεις εφοδίων ο Μαρδόνιος δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό. Ο υπαρχηγός του όμως, ο έμπειρος στρατηγός Αρτάβαζος διαφωνούσε και ζητούσε από το Μαρδόνιο να υποχωρήσουν. Ο Μαρδόνιος ήταν παρ’ όλα αυτά αμετάπειστος. Την επομένη θα εκτόξευε την επίθεσή του.
Ο Έλληνας “κατάσκοπος”
Το ίδιο βράδυ ένας άνδρας πέρασε κρυφά τον ποταμό και πλησίασε τις θέσεις των Αθηναίων. Οι σκοποί τον εντόπισαν και τον πλησίασαν. Αυτός αφαίρεσε το μανδύα του, αποκάλυψε το πρόσωπό του και ζήτησε να συναντηθεί με τους Έλληνες στρατηγούς. «Άνδρες Αθηναίοι», είπε, «σας εμπιστεύομαι λόγια απόρρητα, που μόνο ο Παυσανίας πρέπει να μάθει. Δε θα σας μιλούσα αν δεν ενδιαφερόμουν και εγώ για την Ελλάδα, γιατί είμαι και εγώ Έλληνας, από γενιά αρχαία και δε θέλω να τη δω σκλαβωμένη, αντί ελεύθερη». Ο μυστηριώδης αυτός άνδρας, δεν ήταν άλλος από το Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο, ο οποίος απάντησε στους Σκοπιανούς.
Ο Αλέξανδρος ενημέρωσε τους Αθηναίους στρατηγούς για την πρόθεση του Μαρδόνιου να επιτεθεί με το πρώτο φως της ημέρας. «Πρόθεσή μου ήταν να σας ανακοινώσω το σχέδιο του Μαρδόνιου, ώστε οι βάρβαροι να μην επιπέσουν ξαφνικά επάνω σας και σας αιφνιδιάσουν», είπε ο Αλέξανδρος και χάθηκε ξανά στο σκοτάδι. Φαίνεται πάντως πως ο Αλέξανδρος είπε και άλλα στους Αθηναίους στρατηγούς, σχετικά με την επισιτιστική κατάσταση των Περσών, αλλά και ότι ήταν αποφασισμένος να διατάξει τους άνδρες του να εκτελέσουν μόνο ένοπλες επιδείξεις και όχι να αγωνιστούν πραγματικά κατά των συμπατριωτών τους.
Οι Αθηναίοι αμέσως μετά την αποχώρηση του Αλεξάνδρου ενημέρωσαν τον Παυσανία και τους άλλους στρατηγούς. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αποφασίστηκε τότε η αναδιάταξη των ελληνικών τμημάτων, με τους Αθηναίους να τάσσονται απέναντι στους Πέρσες – με τους οποίους είχαν πολεμήσει ξανά στο Μαραθώνα – και τους Σπαρτιάτες να αναλαμβάνουν το αριστερό τμήμα. Αναφέρει επίσης ότι ο Μαρδόνιος κατάλαβε την κίνηση αυτή και αναδιάταξε και αυτός το στρατό του, ώστε οι Πέρσες να βρίσκονται και πάλι απέναντι στους Σπαρτιάτες. Ωστόσο , η πληροφορία αυτή του Ηροδότου ελέγχεται.
Πραγματικά θα ήταν απίθανο να εκτελεστούν όλες αυτές οι μετακινήσεις μιας στρατιάς 110.000 ανδρών και 300.000 ανδρών αντίστοιχα, χωρίς να γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις αυτές. Από την άλλη ήταν επίσης απίθανο οι Σπαρτιάτες να αναθέσουν το βάρος του αγώνα στους Αθηναίους, όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο θα τους ντρόπιαζε, αλλά κυρίως γιατί διέθεταν τις περισσότερο πολυάριθμες και πιο ισχυρές δυνάμεις – το 40% του στρατού – το μόνο ικανό δηλαδή να αντεπεξέλθει στις επίλεκτες περσικές δυνάμεις.
Πάντως, οι Πέρσες δεν εξαπέλυσαν τελικά την επίθεσή τους και άλλες τρεις μέρες παρήλθαν με το να σημειώνονται μόνο αψιμαχίες. Την αυγή όμως της 12ης μέρας ο Μαρδόνιος τελικά επιτέθηκε. Το περσικό ιππικό ενέπλεξε τα ελληνικά τμήματα στη Γαργαφία κρήνη, προκαλώντας τους σημαντική φθορά. Ο Παυσανίας αντέδρασε στην περσική επίθεση διατάσσοντας υποχώρηση σε νέες θέσεις, 2 χλμ. περίπου πιο πίσω από τις αρχικές. Ο Ηρόδοτος και πάλι , αναφέρει ότι η στρατιά υποχώρησε άτακτα και ότι η μάχη δόθηκε τελικά κυριολεκτικά με τυχαία διάταξη!
Η μάχη αρχίζει
Μάλλον όμως και εδώ οι πληροφορίες του πρέπει να αντιμετωπιστούν με σκεπτικισμό. Φαίνεται ότι η υποχώρηση εκτελέστηκε με απόλυτη τάξη και έγινε βάσει σχεδίου. Η Ελληνική στρατιά τάχθηκε στις νέες θέσεις σε σχηματισμό ανεστραμμένου τριγώνου, με τους Αθηναίους στο αριστερό κέρας και τους Σπαρτιάτες στο δεξιό να σχηματίζουν τα δύο προτεταμένα άκρα του τριγώνου και με τους άλλους Έλληνες στο κέντρο να σχηματίζουν την κορυφή. Η δε υποχώρηση ήταν ένας τακτικός ελιγμός του Παυσανία, για να παρασύρει τους Πέρσες, ώστε να πολεμήσουν με τον Ασωπό ποταμό στα νώτα τους.
Σε ό,τι αφορά τώρα το επεισόδιο με το Σπαρτιάτη λοχαγό Αμομφάρετο, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος αξιωματικός, αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές του Παυσανία και να υποχωρήσει με το λόχο του, καθυστερώντας τον υποχωρητικό ελιγμό ολόκληρης της στρατιάς, προφανέστατα αποτελεί μεταγενέστερη φαντασιοπληξία, καθώς είναι παντελώς αδύνατο για Σπαρτιάτη αξιωματικό να αγνοήσει τις διαταγές ανωτέρου του.
Το σχέδιο του Παυσανία ήταν λαμπρό στη σύλληψη και προφανώς στηρίχτηκε στις πληροφορίες που είχε από τον Αλέξανδρο της Μακεδονίας. Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες, οι καλύτεροι κατά γενική παραδοχή στρατιώτες της ελληνικής στρατιάς, θα αγκίστρωναν το περσικό δεξιό και το περσικό κέντρο. Οι δυνάμεις των λοιπών Ελλήνων θα τηρούνταν σε εφεδρεία στο κέντρο, με αποστολή, την κατάλληλη στιγμή να πλαγιοκοπήσουν το περσικό κέντρο και οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς θα πολεμούσαν – θεωρητικά – με τους Έλληνες συμμάχους των Περσών.
Τα ξημερώματα , οι Πέρσες ανιχνευτές ιππείς ενημέρωσαν το Μαρδόνιο για την ελληνική υποχώρηση. Αμέσως ο Μαρδόνιος διέταξε την εκτέλεση άμεσης επίθεσης. Απέναντι στους Σπαρτιάτες τάχθηκε ο όγκος της εχθρικής στρατιάς. Ο Παυσανίας είχε τάξει τα τμήματά του ανάμεσα σε δύο λοφίσκους, εξασφαλίζοντας έτσι τα πλευρά του. Ο Μαρδόνιος οδήγησε ο ίδιος τον όγκο της στρατιάς κατά των Σπαρτιατών. Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής οι Πέρσες άρχισαν να βάλουν χιλιάδες βέλη κατά των αντιπάλων τους. Ο Παυσανίας όμως δεν επέτρεψε στους άνδρες του να επιτεθούν. Αντίθετα δεχόταν παθητικά το εχθρικό μπαράζ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αιτία γι’ αυτό ήταν οι ‘ενάντιες’ θυσίες. Στην πραγματικότητα όμως ο Παυσανίας περίμενε να πάρουν θέσεις οι Κορίνθιοι οπλίτες, το τμήμα δηλαδή το επιφορτισμένο με την πλαγιοκόπηση του τμήματος της στρατιάς του Μαρδόνιου.
Έφοδος Ελλήνων
Όταν όλα ήταν έτοιμα δόθηκε το σύνθημα και η σπαρτιατική φάλαγγα εξόρμησε, με τους Τεγεάτες στο πλάι της. Οι Έλληνες επέπεσαν με μανία στις περσικές γραμμές. Διέσπασαν με ευκολία τη γραμμή των ασπίδων των Περσών και άρχισαν να εξοντώνουν τους αντιπάλους. Τότε εμφανίστηκαν και οι Κορίνθιοι στο πλευρό των σκληρά πληττόμενων και αγκιστρωμένων Περσών. Παρόλα αυτά οι Πέρσες άντεξαν, για λίγο. Όταν όμως ένας Λάκωνας σφενδονήτης, ο Αρίμνηστος (ή Αείμνηστος), έπληξε το Μαρδόνιο στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον ακαριαία, η αντίστασή τους κατέρρευσε. Την ίδια ώρα ο Αρτάβαζος, με 40.000 άνδρες, άρχισε να υποχωρεί, χωρίς να επιχειρήσει να εμπλακεί με τους Έλληνες του κέντρου. Στο άλλο άκρο οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί δεν ενεπλάκησαν στη μάχη, αλλά άρχισαν να υποχωρούν, μόλις οι απέναντί τους Αθηναίοι άρχισαν να κινούνται. Μόνο μερικοί Θηβαίοι επιχείρησαν να πολεμήσουν υπέρ των Περσών αλλά σύντομα κατασφάχτηκαν – περίπου 300 σκοτώθηκαν-.
Με το σύνολο λοιπόν της περσικής στρατιάς σε άτακτη φυγή, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά του οχυρωμένου στρατοπέδου των Περσών, εντός του οποίου οι φυγάδες επιχείρησαν να βρουν καταφύγιο. Σύντομα , οι Έλληνες διέσπασαν τις τελευταίες γραμμές άμυνας και εισήλθαν εντός του στρατοπέδου, σκορπώντας το θάνατο. Μόνο το τμήμα, υπό τον Αρτάβαζο, που δεν είχε εμπλακεί καθόλου στη μάχη, γλίτωσε από τη σφαγή. Όλοι οι υπόλοιποι άνδρες του Μαρδόνιου σκοτώθηκαν. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 200.000 Πέρσες σκοτώθηκαν στη μάχη, έναντι 759 Ελλήνων οπλιτών και αγνώστου αριθμού ψιλών. Η δυσαναλογία στον αριθμό των νεκρών αποτελεί από μόνη της την καλύτερη εξήγηση για τη διεξαγωγή της μάχης. Είναι εμφανές ότι οι Πέρσες πλαγιοκοπήθηκαν και για αυτό αφανίστηκαν.
Η 27η Αυγούστου του 479 π.Χ. είχε περάσει πια στην ιστορία. Εκείνη την καλοκαιρινή μέρα, κάτω από τον λαμπρό ελληνικό ήλιο, ένας στρατός ελεύθερων ανδρών τσάκισε τον ανατολίτικο δεσποτισμό για πάντα. Οι νικητές τίμησαν τους ήρωες νεκρούς τους και αφιέρωσαν μέρος των πλούσιων λαφύρων στους θεούς. Ανάμεσα στα άλλα ξεχώριζε ένας χρυσός τρίποδας, πάνω στον οποίο οι νικητές χάραξαν τα ονόματα των 31 ελληνικών πόλεων που συμμετείχαν στον εθνικό αγώνα κατά των Περσών, κερδίζοντας δόξα αθάνατη στους αιώνες, που ακόμα μνημονεύεται από όλους τους ελεύθερους ανθρώπους επί Γης.
Πηγή: history-point.gr