Στα μέσα του καλοκαιριού του 415 π.Χ. 136 πολεμικά πλοία και πολλά μεταγωγικά που μετέφεραν 2.100 Αθηναίους οπλίτες, 500 Αργείους οπλίτες, 250 Αρκάδες οπλίτες και άλλοι 2.150 σύμμαχοι, υποτελείς ή μισθοφόροι οπλίτες, 480 ψιλούς τοξότες και ακοντιστές, 700 Ρόδιους σφενδονήτες, 120 Μεγαρείς και 30 ιππείς ξεκίνησε για την Σικελία με στόχο την κατάληψη των Συρακουσών, όπως είχε προτείνει ο τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης και είχε αποδεχτεί ο άσκεπτος αθηναϊκός Δήμος.
Μετά από περιπέτειες οι αθηναϊκές δυνάμεις έφτασαν στις Συρακούσες. Έξω από την πόλη έλαβε χώρα και η πρώτη μάχη του πολέμου. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους, είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στο ιερό του Ολυμπίου Διός, νοτιοδυτικά της πόλης. Μαζί τους βρισκόταν και οι Σελινούντιοι ,καθώς και 220 ιππείς και 50 ψιλοί ακοντιστές από τη Γέλα και την Καμάρινα.
Οι αντίπαλοι παρατάσσονται
Αν και δεν είναι γνωστός ο αριθμός των ανδρών του σικελικού στρατού, πιστεύεται ότι υπερείχε αριθμητικά του αθηναϊκού. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα γραφόμενα του Θουκυδίδη, σύμφωνα με τα οποία, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους οπλίτες σχημάτισαν φάλαγγα βάθους 16 ζυγών.
Αντίθετα οι Αθηναίοι και συν αυτούς οπλίτες τάχθηκαν σε βάθος 8 ζυγών, ίσως για να είναι σε θέση να καλύψουν όλη την έκταση του εχθρικού μετώπου, ώστε να μην κινδυνεύουν να υπερφαλαγγιστούν από το εχθρικό ιππικό, το οποίο υπολογίζεται ότι αριθμούσε πάνω από 1200 άνδρες.
Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους πεζοί ήταν σαφώς πιο εμπειροπόλεμοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι από τους αντιπάλους τους. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι Συρακούσιοι στρατηγοί έταξαν τους άνδρες τους σε βαθύ σχηματισμό, ώστε και μεγαλύτερο θάρρος να έχουν και η διάσπαση του σχηματισμού τους να μην είναι εύκολη.
Η αθηναϊκή στρατιά τάχθηκε, σε δύο γραμμές, με τους Αργείους και τους Μαντινείς συμμάχους να σχηματίζουν το δεξιό κέρας, τους Αθηναίους να τάσσονται στο κέντρο και τους υπόλοιπους συμμάχους και μισθοφόρους να συγκροτούν το αριστερό κέρας. Τη διοίκηση της πρώτης γραμμής κατά πάσα πιθανότητα ανέλαβε ο στρατηγός Νικίας και της δεύτερης ο στρατηγός Λάμαχος. Ο Αλκιβιάδης είχε ανακληθεί στην Αθήνα λόγω της διαβόητης υπόθεσης αποκοπής των Ερμών.
Η Αθηναίοι εφορμούν
Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους κίνησαν πρώτοι κατά των εχθρών τους. Οι Συρακούσιοι κινήθηκαν επίσης εναντίον τους, με τους αργοπορημένους όμως να τρέχουν όπως – όπως να ενταχθούν στους ζυγούς. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, φυσικά, η πρόκληση αταξίας στους ζυγούς, κατά τη στιγμή της προσπέλασης. Τα μέτωπα και των δύο στρατών κάλυπταν τμήματα ελαφρού πεζικού (ψιλοί) τα οποία συνεπλάκησαν πρώτα μεταξύ τους. Οι ακροβολισμοί συνεχίστηκαν για κάποια ώρα, ώσπου οι μάντεις ολοκλήρωσαν τις καθιερωμένες θυσίες και οι φάλαγγες εξόρμησαν η μία κατά της άλλης.
Αξιοπρόσεκτη είναι η απουσία αναφοράς του Θουκυδίδη στη δράση του ιππικού των Συρακούσιων ,κατά τη διάρκεια της φάσης των ακροβολισμών. Αν το ιππικό επέλαυνε κατά των ψιλών της αθηναϊκής στρατιάς θα ήταν σε θέση να τους κατακόψει. Κάτι τέτοιο όμως, για άγνωστο λόγο, δεν συνέβη.
Οι «Αθηναίοι» ψιλοί, συνεπλάκησαν με τους αντιπάλους ομολόγους τους και όπως συνήθως συνέβαινε σε αυτές τις περιπτώσεις, καμιά πλευρά δεν απέκτησε τακτικό πλεονέκτημα. Κάποια στιγμή οι αντίπαλες φάλαγγες έφτασαν σε απόσταση δορατισμού και κατόπιν ωθισμού.
Οι αντίπαλες φάλαγγες ωθούντο για αρκετή ώρα και όταν κάποιοι από τους προμάχους έπεφταν, αντικαθίσταντο αμέσως από τους άνδρες των πίσω ζυγών. Παρά τη βαθύτερη παράταξη τους, οι Συρακούσιοι, δεν κατόρθωσαν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους ούτε να προκαλέσουν ρήγμα στην παράταξη τους.
Με τη βοήθεια του ουρανού
Η αδυναμία τους αυτή είχε μάλλον να κάνει με την απειρία τους και όχι με έλλειψη θάρρους, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει και ο Θουκυδίδης. Την ώρα που διεξαγόταν η μάχη και η κλαγγή των όπλων αντηχούσε παντού στον περιβάλλοντα χώρο, ο ουρανός ζήλεψε, θαρρείς και άρχισε να βροντά με τη σειρά του. Ήταν άλλωστε ήδη χειμώνας και ήταν μάλλον φυσιολογικό να βρέχει.
Οι άπειροι Συρακούσιοι όμως θεώρησαν τις βροντές και τις αστραπές ως κακό οιωνό. Την πίστη τους αυτή ενίσχυε το γεγονός ότι να και ήταν περισσότεροι δεν μπορούσαν να απωθήσουν τον εχθρό. Ότι δεν κατάφεραν οι Συρακούσιοι το κατάφεραν όμως οι αντίπαλοι τους.
Πρώτοι οι Αργείοι, οι ταγμένοι στο τιμητικό άκρο δεξιό της παράταξης, απώθησαν τους απέναντι τους Συρακούσιους. Με τον τρόπο αυτό εξαναγκάστηκαν σε υποχώρηση και τα άλλα τμήματα τους σε υποχώρηση, για να αποφύγουν την πιθανότητα κύκλωσης τους.
Η μάχη κρίθηκε υπέρ των Αθηναίων, οι οποίοι όμως δεν καταδίωξαν τους ηττημένους, το ιππικό των οποίων δεν είχε καθόλου φθαρεί και καραδοκούσε. Το γεγονός ότι δεν καταδιώχθηκαν, επέτρεψε στους Συρακούσιους να ανασυνταχθούν.
Οι απώλειες και των δύο στρατών δεν ήταν μεγάλες. Στη μάχη χάθηκαν περί τους 60 Συρακούσιους και περίπου 50 Αθηναίοι και σύμμαχοι τους. Ο μικρός αριθμός των νεκρών δεν συνάδει με το πείσμα με το οποίο διεξήχθη η μάχη. Είναι όμως εξηγήσιμος αν αναλογιστεί κανείς ότι οι Συρακούσιοι δεν άντεξαν αρκετά στον ωθισμό και μετά την απεμπλοκή τους δεν καταδιώχτηκαν.
Πηγή: history-point.gr