Ο Κλεομενικός πόλεμος (229 – 222 π.Χ.) διεξήχθη μεταξύ της Σπάρτης και της συμμάχου της Ηλείας, εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας και της Μακεδονίας και έληξε με νίκη των τελευταίων.
Το 235 π.Χ., ανήλθε στον θρόνο της Σπάρτης ο Κλεομένης III (235 – 222 π.Χ.) και ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με στόχο την αποκατάσταση της παραδοσιακής Σπαρτιατικής πειθαρχίας, ενώ αποδυνάμωσε την επιρροή των εφόρων, οι οποίοι είχαν αυτονομηθεί, παρόλο που είχαν ορκιστεί να διαφυλάττουν την ισχύ των βασιλέων της Σπάρτης. Όταν το 229 π.Χ. οι έφοροι έστειλαν τον Κλεομένη να καταλάβει μια πόλη στα σύνορα με τη Μεγαλόπολη, οι Αχαιοί κήρυξαν τον πόλεμο και ο Κλεομένης απήντησε επιτιθέμενος στην Αχαΐα. Στο όρος Λύκαιο νίκησε τον στρατό του Αράτου της Σικυώνας, στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που είχε σταλεί για να επιτεθεί στην Ηλεία και στην συνέχεια ένα δεύτερο στρατό πλησίον της Μεγαλόπολης.
Με γρήγορες κινήσεις ο Κλεομένης εκκαθάρισε τις πόλεις της Αρκαδίας από τις Αχαϊκές φρουρές, πριν συντρίψει μια άλλη Αχαϊκή δύναμη στην Δύμη. Προσπαθώντας να αναχαιτίσει την Σπαρτιατική κυριαρχία, ο Άρατος αναγκάστηκε να στραφεί στον Αντίγονο Γ’ Δώσωνα (229-221 π.Χ.) της Μακεδονίας και να ζητήσει να βοηθήσει τις προσπάθειες των Αχαιών να νικήσουν τους Σπαρτιάτες. Σε αντάλλαγμα για τη Μακεδονική βοήθεια, οι Αχαιοί είχαν την υποχρέωση να παραδώσουν το φρούριο προς την μεριά της Κορίνθου στον Αντίγονο. Ο Κλεομένης εισέβαλε τελικά στην Αχαΐα, επιδιώκοντας τον έλεγχο της Κορίνθου και του Άργους, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Λακωνία, όταν έφτασε ο Αντίγονος στην Πελοπόννησο. Ο Κλεομένης πολέμησε τους Αχαιούς και τους Μακεδόνες στην Σελλασία. Στην συνέχεια κατέφυγε στην αυλή του συμμάχου του, Πτολεμαίου Γ’ της Αιγύπτου (246-222 π.Χ) όπου και τελικά αυτοκτόνησε στον απόηχο της αποτυχημένης εξέγερσης κατά του νέου Φαραώ, Πτολεμαίου IV (221-205 π.Χ.) .
Το 222 π.Χ. Κλεομένης ενημερώθηκε ότι οι ενισχύσεις που ανέμενε από την Αίγυπτο δεν επρόκειτο να έλθουν, διότι πιθανώς οι Αιγύπτιοι ανησυχούσαν περισσότερο με την απειλή των Σελευκιδών. Αντιμετωπίζοντας πλέον μια επικείμενη Μακεδονική εισβολή στην Λακωνία, αποφάσισε να δώσει μάχη. Η τοποθεσία την οποία επέλεξε και παρέταξε το στρατό του, ήταν ένα στενό πέρασμα κοντά στην Σπαρτιατική πόλη της Σελλασίας, το οποίο πλαισιωνόταν από δύο λόφους, θεωρώντας ότι οι αριθμητικά κατώτερες δυνάμεις του θα μπορούσαν να υπερασπιστούν επαρκώς τους λόφους κατά την επίθεση των Μακεδόνων. Στον αντίποδα, εάν ο Αντίγονος επιχειρούσε πλαγιοκόπηση, αντί να προσπαθήσει να καταλάβει το πέρασμα, θα μπορούσε να πλήξει τους Λάκωνες και από τις δύο πλευρές.
Οι Μακεδονικές δυνάμεις αποτελούνταν από 10.000 φαλαγγίτες, 3.000 χαλκάσπιδες με οπλισμό πελταστών και 300 ιππείς. Ο Κλεομένης διέθετε 1.000 Αγριανούς και 1.000 Γαλάτες, ενώ οι μισθοφόροι αριθμούσαν 3.000 πεζούς και 300 έφιππους. Οι Αχαιοί διέθεταν 3.000 πεζικό και 300 ιππείς, 1.000 Μεγαλοπολίτες οπλισμένους με τον Μακεδονικό τρόπο υπό την ηγεσία του Κερκίδα της Μεγαλόπολης. Οι σύμμαχοι αποτελούνταν από 2.000 Βοιωτούς και 200 ιππείς, 1.000 Ηπειρώτες και 50 έφιππους, με ίδιο αριθμό των Ακαρνάνων και 1.600 Ιλλυριούς υπό τις διαταγές του Δημητρίου του Φάρου. Η συνολική δύναμή του ανερχόταν σε 28.000 πεζούς και 1.200 έφιππους. Ο Κλεομένης, ο οποίος ανέμενε την επίθεση, είχε καταλάβει τα άλλα περάσματα στην Λακωνία, τοποθετώντας σε αυτά φρουρές και ισχυροποιώντας τους μέσω τάφρων και οδοφραγμάτων από δένδρα, ενώ ο ίδιος στρατοπέδευσε στην Σελλασία, με δύναμη 20.000 ανδρών που αποτελείτο από 6.000 Λακεδαιμόνιους οπλισμένους όπως οι Μακεδόνες, πιθανότατα 8.000 περίοικους και συμμάχους οπλισμένους ως οπλίτες, 5.000 ελαφρείς μισθοφόρους και 1.000 ιππείς.
Στο εν λόγω πέρασμα όπως προαναφέρθηκε υπήρχαν δύο λόφοι, ο Εύας και ο Όλυμπος και μεταξύ αυτών εκτεινόταν ο δρόμος προς Σπάρτη κατά μήκος του ποταμού Οινούντα. Ο Κλεομένης, αφού οχύρωσε τους λόφους με τάφρο και περίφραγμα, ανέπτυξε στον Εύατους περίοικους και συμμάχους υπό τη διοίκηση του αδελφού του Ευκλείδα, ενώ ο ίδιος ανεπτύχθη στον Όλυμπο με τους Σπαρτιάτες και τους μισθοφόρους. Στους πρόποδες των λόφων, δίπλα στο ποτάμι, σε κάθε πλευρά του δρόμου παρέταξε το ιππικό του και αριθμό μισθοφόρων. Το κλειδί της διάταξης των Σπαρτιατών ήταν ο λόφος Εύας. Αν παρέμενε απροσπέλαστος από τους αντιπάλους ο Κλεομένης θα μπορούσε οπισθοχωρήσει σε αυτόν και σε περίπτωση ανάγκης να έχει οδό διαφυγής.
Για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις στον Εύα, ο Αντίγονος παρέταξε τους χαλκάσπιδες Μακεδόνες και τους Ιλλυριούς υπό τις διαταγές του Δημητρίου του Φάρου. Αυτοί παρατάχθηκαν σε σχηματισμό, με τις Ιλλυρικές δυνάμεις να έχουν καταλάβει το προηγούμενο βράδυ τους πρόποδες. Πίσω από αυτούς αναπτύχθηκαν οι Ακαρνάνες και οι Αγριάνες (Κρήτες)και στο πίσω μέρος ως εφεδρείες 2.000 Αχαιοί. Το ιππικό του παρατάχθηκε απέναντι από αυτό του αντιπάλου στον ποταμό Οινούντα υπό τον Αλέξανδρο γιό του Ακμέτου, υποστηριζόμενο από 1.000 Αχαιούς και ισάριθμο πεζικό από την Μεγαλόπολη. Ο ίδιος αποφάσισε να επιτεθεί στον Κλεομένη στον Όλυμπο με τους μισθοφόρους και το υπόλοιπο των Μακεδόνων, τους οποίους τοποθέτησε πίσω από ελαφρείς μισθοφόρους, παρατεταγμένους σε δύο φάλαγγες χωρίς διαστήματα (πυκνή παράταξη) λόγω της στενότητας του χώρου.
Ο Αντίγονος κατά την άφιξή του παρατήρησε την ισχυρή οχυρωματική δομή της θέσης και πώς ο Κλεομένης είχε έξυπνα καταλάβει τα στρατηγικά σημεία αναπτύσσοντας τα κατάλληλα τμήματα της δύναμης του. Ως εκ τούτου, ο Αντίγονος αποφάσισε να μην βιαστεί να συμπλακεί με τον εχθρό, αλλά στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση, έχοντας το ποτάμι Γόργυλο στο μπροστινό μέρος και για αρκετές ημέρες παρέμεινε εκεί παρατηρώντας τις ιδιαιτερότητες της τοποθεσίας και τον χαρακτήρα των δυνάμεων, ενώ την ίδια στιγμή, εκτελούσε στρατηγικές κινήσεις προσπαθώντας να διαπιστώσει τις προθέσεις του εχθρού, χωρίς όμως επιτυχία, αφού ο Κλεομένης τις προέβλεπε και αντιδρούσε ανάλογα.
Η μάχη ξεκίνησε με το ελαφρύ πεζικό να επιτίθεται στον Εύα, ακολουθούμενο από το βαρύ πεζικό. Οι μισθοφόροι που υποστήριζαν το Σπαρτιατικό ιππικό παρατήρησαν ότι η διάταξη των Μακεδόνων πλευρικά και πίσω από την δεξιά πτέρυγα, ήταν ευάλωτη και το Μακεδονικό ιππικό δεν έκανε κίνηση και ως εκ τούτου, συνέκλιναν πίσω από την Μακεδονική δεξιά πτέρυγα. Από την άλλη πλευρά το ιππικό, ένα μείγμα από Μακεδόνες, Αχαιούς, Βοιωτούς και μισθοφόρους υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου, δεν κινήθηκε. Στο σημείο αυτό, σύμφωνα με τον Πολύβιο, ο Φιλοποίμην της Μεγαλόπολης, είδε τι συνέβαινε και προέτρεψε την Αλέξανδρο να επιτεθεί. Ο Αλέξανδρος τον αγνόησε, ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας. Τότε ο Φιλοποίμην κάλεσε τους συμπολίτες του να τον ακολουθήσουν και επιτέθηκε στο Σπαρτιατικό ιππικό. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκαν αρκετοί ιππείς αναγκάζοντας τους Σπαρτιάτες μισθοφόρους να οπισθοχωρήσουν και επιτρέποντας στην δεξιά πτέρυγα να συνεχίσει την μάχη κατά του Ευκλείδα.
Ο Ευκλείδας εν τω μεταξύ, προφανώς έπασχε από την ίδια περίοδο αδράνειας που έπληξε τον Αλέξανδρο. Αντί για αντεπιτεθεί στην δεξιά πτέρυγα, καθώς αυτή ανέβαινε άτακτα τον λόφο, παρέμεινε στην θέση του και περίμενε την επίθεση τους. Αυτή η ανάπαυλα επέτρεψε στους Μακεδόνες να ανασυνταχθούν και να επιτεθούν εκ νέου. Η κλιμακωτή διαμόρφωση ήταν σε θέση να εγκλωβίσουν τους Περίοικους και τους συμμάχους τους μέχρι ότου το βαρύ πεζικό να τους συντρίψει. Ο Ευκλείδας υπερασπίστηκε την κορυφή του λόφου, έτσι ώστε όταν αναγκάστηκε οπισθοχωρήσει, βρέθηκε σε κατηφορικό έδαφος με αποτέλεσμα οι ακολουθούντες Μακεδόνες να επιταχύνουν την επίθεση. Μετά από άγρια μάχη, οι δυνάμεις του Ευκλείδα αναγκάσθηκαν να τραπούν σε φυγή ακολουθώντας το ανώμαλο έδαφος, με συνέπεια οι περισσότεροι από αυτούς να σκοτωθούν.
Στο λόφο του Ολύμπου, οι ελαφρές μονάδες και των δύο βασιλέων αγωνίσθηκαν με την ίδια γενναιότητα, χωρίς όμως να επικρατήσει κάποια από τις δύο. Ο Κλεομένης, βλέποντας τα στρατεύματα του αδελφού του να οπισθοχωρούν και το ιππικό να ηττάται, φοβήθηκε ολόπλευρη επίθεση και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αμυντική τακτική και να επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις. Ακολούθησε επική μάχη κατά την οποία η πλάστιγγα εναλλασσόταν από τους Μακεδόνες στους Λακεδαιμόνιους και το αντίστροφο, μέχρις ότου ο Αντίγονος παρατάξει τους Μακεδόνες σε ιδιόμορφο σχηματισμό διπλής φάλαγγας με συμπαγείς γραμμές, αναγκάζοντας τους Λακεδαιμονίους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Ο Σπαρτιατικός στρατός πλέον είχε ηττηθεί, τρεπόμενος σε φυγή και ο Κλεομένης με λίγους ιππείς έφτασε στη Σπάρτη με ασφάλεια. Το βράδυ μετέβη στο Γύθειο, απ’ όπου απέπλευσε με τους φίλους του για την Αλεξάνδρεια.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, 5.800 Σπαρτιάτες έχασαν τη ζωή τους, αριθμός μεγάλος που χαρακτηρίζει το μέγεθος της καταστροφής.
Η Σελλασία αποτέλεσε μια από τις βαρύτερες ήττες στην ιστορία της Σπάρτης. Το μεγαλύτερο και πλέον αξιόμαχο τμήμα του Σπαρτιατικού στρατού εξοντώθηκε. Έκτοτε…… εκτός από μελλοντικές αναλαμπές, η Σπάρτη δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει αυτή την καταστροφή.
Μετά τη νίκη του ο Αντίγονος βάδισε ανεμπόδιστος προς την Σπάρτη και αφού την κατέλαβε την ενέταξε στην «Πανελλήνια Συμμαχία» και τοποθέτησε σ’ αυτήν Μακεδονική φρουρά. Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη καταργήθηκαν και ο τελευταίος κατέφυγε στην Αίγυπτο όπου αυτοκτόνησε το 219 π.Χ., μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να ανατρέψει τον βασιλιά Πτολεμαίο Δ΄.
Η μάχη της Σελλασίας σηματοδοτεί το τέλος των ηγεμονικών αξιώσεων της Σπάρτης και αποτελεί την τελευταία απόπειρα της ιστορικής πόλης να ανακάμψει στρατιωτικά.
Πηγές
Πλουτάρχου «Βίοι Άγι & Κλεομένη» μετάφραση Richard Talbert (1988)
.