Πριν περίπου 3.200 έτη, δύο στρατοί συγκρούστηκαν σε ένα πέρασμα ποταμού κοντά στη Βαλτική θάλασσα. Η εν λόγω σύγκρουση δεν αναφέρεται στα βιβλία ιστορίας (εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε γραπτός λόγος) και δεν ήταν κάποια απλή αψιμαχία μεταξύ τοπικών φυλών. Χιλιάδες πολεμιστές ενεπλάκησαν σε μια φονική μάχη, πιθανώς ημερήσιας διάρκειας, χρησιμοποιώντας όπλα κατασκευασμένα από ξύλο, πυριτόλιθο και χαλκό…….ένα μέταλλο που αποτελούσε εκείνη την εποχή αιχμή της στρατιωτικής τεχνολογίας.
Προσπαθώντας να βρουν στέρεο έδαφος στις όχθες του ποταμού Tollense, μιας στενής λωρίδας νερού που διέπλεε τους βάλτους της βόρειας Γερμανίας προς τη Βαλτική θάλασσα, οι αντίπαλοι στρατοί πολέμησαν σώμα με σώμα, χρησιμοποιώντας ρόπαλα, δόρατα, σπαθιά και μαχαίρια. Βέλη με αιχμές από επεξεργασμένο χαλκό και πυριτόλιθο εκτοξεύονταν σε κοντινή απόσταση, διαπερνώντας κρανία, εισχωρώντας βαθιά στα οστά των στρατιωτών, ενώ άλογα που ανήκαν σε υψηλόβαθμους πολεμιστές βυθίζονταν στο βούρκο, τραυματισμένα θανάσιμα. Σε αυτήν την μάχη εκ του σύνεγγυς δεν άντεξαν όλοι οι πολεμιστές, καθότι ορισμένοι λιποψύχησαν και έτρεξαν πανικόβλητοι να σωθούν, αλλά σκοτώθηκαν δεχόμενοι πισώπλατα χτυπήματα.
Όταν τελείωσε η μάχη, υπήρχαν εκατοντάδες νεκροί διασκορπισμένοι στην ελώδη κοιλάδα. Ορισμένα σώματα είχαν συληθεί και αφεθεί να επιπλέουν στις ρηχές λίμνες, ενώ άλλα είχαν βουλιάξει στα νερά, βάθους δύο μέτρων. Η τύρφη αργά αλλά σταθερά κάλυψε τα σώματα και με την πάροδο του χρόνου η μάχη λησμονήθηκε.
Το 1996, ερασιτέχνης αρχαιολόγος ανακάλυψε ένα μισοθαμμένο οστό βραχίονα στην απότομη όχθη του ποταμού —πρώτη ένδειξη ότι η κοιλάδα Tollense, 120 χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου, έκρυβε ένα φρικιαστικό μυστικό. Αιχμή βέλους από πυριτόλιθο ήταν σφηνωμένη στο άκρο του οστού, προτρέποντας τους αρχαιολόγους να προβούν σε μια δοκιμαστική ανασκαφή η οποία τελικά απέφερε περισσότερα οστά, ένα παραμορφωμένο κρανίο και ένα ρόπαλο 73 εκατοστών παρόμοιο με εκείνο του μπέιζμπολ. Όλα τα αντικείμενα με χρήση ραδιενεργού άνθρακα χρονολογήθηκαν περί το 1250 π.Χ., γεγονός που υποδηλώνει ότι προήλθαν από μεμονωμένο επεισόδιο της Εποχής του Χαλκού.
Τελικά, μετά από σειρά ανασκαφών μεταξύ 2009 και 2015, οι ερευνητές «ερμήνευσαν» την μάχη και τις σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία της Εποχής του Χαλκού. Σε μια έκταση μήκους 3 χιλιομέτρων κατά μήκος του ποταμού Tollense, αρχαιολόγοι από το Τμήμα Ιστορικής Συντήρησης του Mecklenburg – Vorpommern (MVP) και του Πανεπιστημίου του Greifswald ανέσυραν ξύλινα ρόπαλα, χάλκινες αιχμές δοράτων και βελών από χαλκό και πυριτόλιθο. Βρέθηκε επίσης μεγάλος αριθμός οστών, από τουλάχιστον πέντε άλογα και εκατό ανθρώπους, ενώ πιθανώς εκατοντάδες οστά να περέμειναν θαμμένα και χιλιάδες άλλοι μαχητές να συμμετείχαν μέρος στην μάχη και να επέζησαν.
«Αν η εκτίμηση ότι όλα τα ευρήματα ανήκουν στο ίδιο συμβάν είναι σωστή, τότε έχουμε να κάνουμε με μια σύγκρουση παντελώς άγνωστη μέχρι σήμερα, η οποία διεξήχθη βόρεια των Άλπεων»…….λέγει ο βοηθός επικεφαλής των ανασκαφών Thomas Terberger, αρχαιολόγος μέλος της Υπηρεσίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κάτω Σαξονίας του Ανόβερου και συνεχίζει: «Δεν υπάρχει παρόμοιο γεγονός να συγκρίνουμε και ίσως είναι η πρώτη άμεση απόδειξη (όπλα και πολεμιστές) μάχης τέτοιου μεγέθους στον αρχαίο κόσμο».
Η Βόρεια Ευρώπη την εποχή του χαλκού ήταν επί μακρόν υποβαθμισμένη, επισκιαζόμενη από πιο εξελιγμένους πολιτισμούς στην Εγγύς Ανατολή και την Ελλάδα. Ο χαλκός ανακαλύφθηκε στην Εγγύς Ανατολή περί το 3200 π.Χ. και έκανε 1000 χρόνια μέχρι να φθάσει στην Β. Ευρώπη. Αλλά η ανακάλυψη στο Tollense καταδεικνύει περισσότερη οργάνωση —και περισσότερη βία— από ό,τι πίστευαν. «Κάναμε υποθέσεις για επιδρομές μικρών ομάδων αποτελούμενες από νεαρούς πολεμιστές που σκότωναν και έκλεβαν τροφή, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τέτοιου είδους μάχη με χιλιάδες ανθρώπους» λέει ο Svend Hansen, επικεφαλής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του τμήματος Ευρασίας στο Βερολίνο (DAI). Τα καλοδιατηρημένα οστά και τεχνουργήματα προσθέτουν χρήσιμες λεπτομέρειες σε αυτή την εικόνα της εποχής του χαλκού, αποδεικνύοντας την ύπαρξη εκπαιδευμένων πολεμιστών, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι στην αιματηρή συμπλοκή συμμετείχαν άνθρωποι από όλη την Ευρώπη.
Υπάρχει πλέον σοβαρή αμφισβήτηση όσον αφορά στην ιστορική προσέγγιση της εν λόγω εποχής, αφού η ανακάλυψη του Tollense είναι κάτι το ιδιαίτερο. «Όταν εξετάζαμε την εποχή του χαλκού, δεν υπήρχαν απτές αποδείξεις, οι οποίες να αφορούν σε πεδίο μάχης με νεκρούς και όπλα», λέει ο αρχαιολόγος Barry Molloy του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου (UCD)………….«αυτό αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη» αναφερόμενος στην ανακάλυψη του Tollense.
Σε ένα παλαιό κυνηγετικό κατάλυμα δίπλα στη λίμνη Schloss Wiligrad που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, στο βάθος ενός δάσους, 14 χιλιόμετρα βόρεια του Schwerin, την πρωτεύουσα του κρατιδίου Μεκλεμβούργου – Δυτικής Πομερανίας, στεγάζεται σήμερα το τμήμα ιστορικής συντήρησης της πολιτείας, καθώς και ένα μικρό μουσείο τοπικής τέχνης. Σε ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο στο δεύτερο όροφο υπάρχουν δεκάδες κρανία τοποθετημένα σε ράφια και τραπέζια, ενώ στο κέντρο της αίθουσας βρίσκονται τοποθετημένα σε τραπέζια, οστά ποδιών και ανθρώπινων πλευρών. Τα περισσότερα ευρήματα αποθηκεύονται σε χάρτινα κιβώτια και στοιβάζονται σε μεταλλικά ράφια φθάνοντας σχεδόν μέχρι την οροφή. Τα οστά καταλαμβάνουν τόσο χώρο, ώστε μόλις και μετά βίας υπάρχει χώρος κίνησης . Όταν το 1996 ανακαλύφθηκε το πρώτο από αυτά τα ευρήματα, δεν ήταν καν σαφές ότι το Tollense ήταν πεδίο μάχης. Ορισμένοι αρχαιολόγοι ισχυρίσθηκαν ότι οι σκελετοί προέρχονταν από κάποιο νεκροταφείο, ή ότι είχαν συσσωρευτεί εκεί ανά τους αιώνες.
Τα νέα ευρήματα αποτέλεσαν σοβαρό λόγο προβληματισμού, καθότι πριν την ανακάλυψή του Tollense, οι ενδείξεις για πράξεις βίας στην Εποχή του Χαλκού ήταν λιγοστές, ειδικά σε αυτή την περιοχή. Υπήρχαν ιστορικές αφηγήσεις προερχόμενες από την Ανατολή που περιέγραφαν επικές μάχες, αλλά τα ευρήματα ήσαν λίγα, για να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς. Όπως αναφέρει ο Molloy UCD «ακόμη και στην Αίγυπτο, παρά τις πολλές ιστορικές αναφορές, ουδέποτε ανακαλυφθηκαν τόσο λεπτομερή αρχαιολογικά ευρήματα συμμετεχόντων και θυμάτων».
Την Εποχή του Χαλκού στην Ευρώπη, οι ιστορικές αφηγήσεις πολέμων ήσαν ανύπαρκτες και οι ερευνητές έπρεπε να ανατρέξουν σε όπλα που υπήρχαν σε τελετουργικές ταφές και να ερευνήσουν μαζικούς τάφους, προκειμένου να ανασύρουν αδιάσειστες αποδείξεις, όπως αποκεφαλισμένα πτώματα, ή αιχμές βελών βυθισμένες σε οστά. Πριν την δεκαετία του 1990 «για μεγάλο χρονικό διάστημα αμφισβητούσαμε την ύπαρξη προϊστορικών πολέμων» λέγει ο Χάνσεν. Τα κτερίσματα ερμηνεύθηκαν ως αντικείμενα γοήτρου, ή σύμβολα εξουσίας και όχι ως πραγματικά όπλα. Η Helle Vandkilde, αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Aarhus στη Δανία λέγει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν την αρχαία κοινωνία ειρηνική και ότι την Εποχή του Χαλκού οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για το εμπόριο, ενώ ελάχιστοι μιλούσαν για πόλεμο».
Τα 10.000 οστά του δωματίου —ότι είχε απομείνει από τους ηττημένους του Tollense— άλλαξαν τα πάντα. Εκτός αυτών βρέθηκαν σε κρύπτες, 1478 οστά, μεταξύ των οποίων 20 κρανία, διασκορπισμένα σε μια έκταση μόλις 12 τετραγωνικών μέτρων. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι τα σώματα βρέθηκαν, ή μεταφέρθηκαν σε ρηχές λίμνες, όπου η κίνηση του νερού ανέμιξε οστά από διαφορετικά άτομα. Μετά από την καταμέτρηση κρανίων και οστών, οι ιατροδικαστικοί ανθρωπολόγοι Ute Brinker και Annemarie Schramm εντόπισαν τουλάχιστον 130 άτομα, σχεδόν όλοι τους άνδρες, οι περισσότεροι μεταξύ 20 και 30 ετών.
Ο αριθμός καταδεικνύει την κλιμάκωση της μάχης. «Έχουμε 130 άτομα, κατ’ ελάχιστο και 5 άλογα, ενώ έχουμε ανασκάψει μόνο 450 τετραγωνικά μέτρα. Αυτό αποτελεί το 10% των ευρημάτων και πιθανόν μόλις το 3% ή 4%» λέει ο Detlef Jantzen, επικεφαλής αρχαιολόγος. «Αν ανασκαφεί το σύνολο της περιοχής, μπορεί να έχουμε 750 ανθρώπους» γεγονός απίστευτο για την εποχή του Χαλκού. «Κατόπιν εκτιμήσεων υπολογίζεται ότι εάν ένας στους πέντε συμμετέχοντες σκοτώθηκε και αφέθηκε στο πεδίο της μάχης, αυτό σημαίνει ότι στην σύγκρουση συμμετείχαν σχεδόν 4.000 πολεμιστές».
Απ’ ότι ισχυρίζεται ο υπεύθυνος ανθρωπολόγος για την ανάλυση των λειψάνων, η υγρασία και η χημική σύσταση του εδάφους της κοιλάδας Tollense διατήρησαν τα οστά σχεδόν σε άριστη κατάσταση. «Μπορούμε να αναπαραστήσουμε τι ακριβώς συνέβη» λέγει ενώ μαζεύει ένα πλευρό με δύο μικρές, σε σχήμα V περικοπές στη μία άκρη. «Αυτά τα σημάδια περικοπής στο πλευρό καταδεικνύουν ότι μαχαιρώθηκε δύο φορές στο ίδιο μέρος. Έχουμε αρκετά τέτοια και συχνά πολλαπλά σημάδια στο ίδιο πλευρό.»
Η σάρωση των οστών με χρήση υπολογιστικών τομογράφων στο επιστημονικό ινστιτούτο του Βερολίνου και το Πανεπιστήμιο του Rostock έχει αποδώσει λεπτομερείς 3D εικόνες αυτών των τραυματισμών. Οι αρχαιολόγοι ταυτοποιούν τα όπλα που τους προκάλεσαν, συγκρίνοντας τις εικόνες των σαρώσεων, με αυτά που βρέθηκαν στο Tollense, ή σε νεότερους τάφους ανά την Ευρώπη. Επί παραδείγματι οπές σε σχήμα διαμαντιού στα οστά, ταιριάζουν με το χαρακτηριστικό σχήμα των χάλκινων αιχμών βελών που βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης (στο Tollense βρέθηκαν περισσότερα χάλκινα αντικείμενα από αντίστοιχα πυριτόλιθου, ίσως επειδή χρησιμοποιήθηκαν ανιχνευτές μετάλλων).
Οι σαρώσεις των οστών συνετέλεσαν στην αποσαφήνιση του τρόπου εξέλιξης της μάχης, λέει ο Terberger. Στην ακτίνες Χ φαίνεται ότι το οστό της εικόνας με την ενσωματωμένη αιχμή βέλους – αυτής που προκάλεσε την ανακάλυψη του πεδίου της μάχης – φαίνεται ότι εμφανίζει δείχνει σημάδια επούλωσης. Σε έγγραφο του 2011, η ομάδα εκτιμά ότι ο στρατιώτης τραυματίσθηκε νωρίς, αλλά ήταν σε θέση να αγωνιστεί για μέρες ή εβδομάδες πριν πεθάνει, το οποίο ίσως σημαίνει ότι η σύγκρουση δεν ήταν μια ενιαία μάχη, αλλά μια σειρά αψιμαχιών που διήρκεσαν αρκετές εβδομάδες.
Η περαιτέρω μικροσκοπική εξέταση ανέδειξε μια διαφορετική εκδοχή: Αυτό που αρχικά έμοιαζε στην ακτινογραφία ως επούλωση – μια αδιαφανής επένδυση γύρω από την αιχμή βέλους – στην πραγματικότητα ήταν ένα στρώμα σπασμένων οστών, συμπιεσμένων από ένα και μόνο χτύπημα το οποίο απέβη θανατηφόρο. Ο Terberger λέει: «Αυτό μας επιτρέπει να αναθεωρήσουμε την ιδέα ότι η επούλωση διήρκεσε εβδομάδες. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν σώματα τα οποία να εμφανίζουν επούλωση πληγών, καθιστώντας πιθανό η μάχη να διήρκεσε μόλις μία, ή μερικές ημέρες το μέγιστο. Αν έχουμε να κάνουμε με ένα μόνο συμβάν και όχι αψιμαχίες διαρκείας αρκετών εβδομάδων, αυτό θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην ερμηνεία κλιμάκωσης της σύγκρουσης».
Το τελευταίο έτος, μια ομάδα μηχανικών στο Αμβούργο, χρησιμοποίησε τεχνικές που αναπτύχθηκαν για το μοντέλο τάσεων σε τμήματα αεροσκαφών, προκειμένου να κατανοήσουν τα είδη των χτυπημάτων που υπέστησαν οι στρατιώτες. Επί παραδείγματι, οι αρχαιολόγοι αρχικά υπέθεσαν ότι ένας μαχητής του οποίου το μηριαίο οστό είχε σπάσει στην άρθρωση του ισχίου, προκλήθηκε λόγω πτώσης από άλογο. Η ζημία έμοιαζε με εκείνες που προκύπτουν μετά από σύγκρουση μοτοσικλετών, ή ατύχημα ιππασίας.
Αλλά η μοντελοποίηση εμφάνισε μια διαφορετική ερμηνεία. Οι αρχαιολόγοι – μηχανικοί Melanie Schwinning και Hella Harten-Buga, από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, έλαβαν υπόψιν τις φυσικές ιδιότητες των οστών και των όπλων της Εποχής του Χαλκού, μαζί με παραδείγματα των τραυματισμών συνεπεία πτώσεων από άλογο. Επιπλέον μια πειραματική αρχαιολόγος τοποθέτησε πυριτόλιθο και χαλκό σε νεκρούς χοίρους καταγράφοντας την ζημιά.
Οι Schwinning και Harten-Buga λέγουν ότι χάλκινη αιχμή δόρατος έπληξε το οστό με καθοδική γωνία και σφηνώθηκε στο μηριαίο, διαχωρίζοντας το στα δύο. «Όταν το προσομοιάσαμε, είδαμε ότι παραπέμπει περισσότερο σε φορητό όπλο παρά σε πτώση από άλογο. Θα μπορούσαμε ακόμη και να υπολογίσουμε την δύναμη που ασκήθηκε, καθότι η δύναμη ενός άνδρα με κοινή σωματική διάπλαση, θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει το εν λόγω τραύμα».
Ο λόγος που συγκεντρώθηκαν οι άνδρες σε αυτό μέρος για να πολεμήσουν και να πεθάνουν είναι ένα άλλο μυστήριο, που τα αρχαιολογικά ευρήματα ξεδιαλύνουν σταδιακά. Η Tollense Valley στο συγκεκριμένο σημείο είναι στενή με μήκος μόλις 50 μέτρα σε ορισμένα σημεία. Ορισμένα τμήματα είναι ελώδη, ενώ άλλα προσφέρουν στέρεο έδαφος και σταθερή βάση. Ο τόπος μπορεί να ήταν ένα είδος σημείου αναφοράς για τους ταξιδιώτες που μετακινούνταν στην βόρεια Ευρωπαϊκή πεδιάδα.
Το 2013, γεωμαγνητικές έρευνες αποκάλυψαν ενδείξεις ύπαρξης μιας γέφυρας, ή ενός υπερυψωμένου μονοπατιού μήκους 120 μέτρων που εκτείνεται σε όλη την κοιλάδα. Η ανασκαφή ανέδειξε ότι ήταν κατασκευασμένη από ξύλινους πασσάλους και πέτρα. Μέσω ραδιοχρονολόγησης διαπιστώθηκε ότι αν και μεγάλο μέρος της κατασκευής προϋπήρχε της μάχης για περισσότερα από 500 χρόνια, τμήματά του μπορεί να είχαν κατασκευαστεί, ή αποκατασταθεί την χρονική περίοδο της μάχης, γεγονός που υποδηλώνει ότι η διαδρομή ήταν ενεργή για αιώνες, αποτελώντας γεωγραφικό σημείο αναφοράς.
Όπως λέει ο Terberger: «Η διάβαση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύγκρουση. Ίσως μια ομάδα προσπάθησε να την διασχίσει κι απωθήθηκε από τους αντιπάλους. Η σύγκρουση άρχισε εκεί και επεκτάθηκε κατά μήκος του ποταμού.»
Στον απόηχο της μάχης, οι νικητές πιθανώς αφαίρεσαν τιμαλφή από τα σώματα που μπορούσαν να προσεγγίσουν, στην συνέχεια πέταξαν τα πτώματα σε ρηχά νερά, που τα προστάτευσαν από σαρκοφάγα ζώα και πουλιά, καθότι δεν φέρουν ανάλογες εκδορές και σημάδια.
Σε κάποιο άλλο σημείο, η ομάδα ανέσυρε πτώματα ανθρώπου και αλόγου θαμμένα σε βάθος ενός ή δύο μέτρων, περίπου στο σημείο όπου βρισκόταν η κοίτη του ποταμού. Μεταξύ των λειψάνων βρέθηκαν χρυσά δαχτυλίδια τα οποία μάλλον φοριούνταν στα μαλλιά, σπιράλ δαχτυλίδια από κασσίτερο και μικροσκοπικά χάλκινα σπειρώματα τα οποία πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως διακοσμητικά. Αυτά τα πτώματα πρέπει να είχαν πέσει, ή να τα είχαν ρίξει στα βαθύτερα τμήματα του ποταμού και να βυθίσθηκαν γρήγορα στον πυθμένα, με αποτέλεσμα τα τιμαλφή τους να γλίτωσαν από το «πλιάτσικο».
Την χρονική περίοδο της μάχης, η Βόρεια Ευρώπη φαίνεται ότι αποτελείτο από πόλεις, ή ακόμα και μικρά χωριά. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των αρχαιολόγων, οι άνθρωποι ήσαν χαλαρά συνδεδεμένοι πολιτισμικά με την Σκανδιναβία και ζούσαν με τις οικογένειές τους σε μεμονωμένες αγροικίες, με πυκνότητα πληθυσμού μικρότερη από πέντε άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ο πιο κοντινός γνωστός μεγάλος οικισμός αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των 350 χιλιόμετρων νοτιοανατολικά, προς την Watenstedt και συνθέτει ένα τοπίο παρόμοιο με τα σημερινά αγροτικά μέρη της Ευρώπης.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι χημικοί ιχνηθέτες στα ερείπια δείχνουν ότι οι περισσότεροι από τους πολεμιστές στον Tollense ήλθαν από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Τα ισότοπα στα δόντια αποκαλύπτουν τα τρόφιμα και το νερό που καταναλώνεται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, σε συνάρτηση με την περιβάλλουσα γεωλογία —καταδεικνύοντας τον τόπο στον οποίο μεγάλωσε κάποιος. Ο αρχαιολόγος Doug Price ανέλυσε ισότοπα στροντίου, οξυγόνου και άνθρακα από 20 οδοντοστοιχίες του Tollense. Ελάχιστα εξ’ αυτών παρουσίασαν τιμές των πεδιάδων Βόρειας Ευρώπης, που απλώνονται από την Ολλανδία στην Πολωνία. Τα υπόλοιπα δόντια προέρχονταν από πιο μακριά, αν και οι ενδείξεις δεν μπορούν να προσδιορίσουν την ακριβή τοποθεσία. «Το εύρος των τιμών ισοτόπων είναι πραγματικά μεγάλο» όπως λέει. «Μπορούμε να εξάγουμε ισχυρό συμπέρασμα ότι οι νεκροί προέρχονταν από πολλά διαφορετικά μέρη.»
Περαιτέρω ενδείξεις προέρχονται από ισότοπα ενός άλλου στοιχείου, του άζωτου, το οποίο αποκαλύπτει την διατροφή. Ισότοπα αζώτου στα δόντια ορισμένων ανδρών, καταδεικνύουν διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε κεχρί, μια τροφή συνηθέστερη στην Νότια, παρά την Βόρεια Ευρώπη.
Δείγματα αρχαίου DNA δύνανται να αποκαλύψουν πολύ περισσότερα: Σε σύγκριση με άλλα δείγματα της Εποχής του Χαλκού από όλη την Ευρώπη αυτή τη στιγμή, θα μπορούσε να καταδείξει τις πατρίδες των πολεμιστών, το ίδιο αξιόπιστα όπως το μάτι και το χρώμα των μαλλιών. Η γενετική ανάλυση μέχρι στιγμής υποστηρίζει την έννοια της ευρύτερης προέλευσης. Το DNA από τα δόντια καταδεικνύει ότι ορισμένοι πολεμιστές σχετίζονται με τους σύγχρονους νότιο Ευρωπαίους και άλλοι με ανθρώπους που ζουν στη σύγχρονη Πολωνία και την Σκανδιναβία. «Αυτοί δεν είναι απλώς μια τοπική ομάδα αλλά ένας εξαιρετικά ποικιλόμορφος πληθυσμός.» όπως αναφέρει ο γενετιστής Joachim Burger, του Πανεπιστημίου του Mainz.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Πανεπιστημίου Vandkilde στο Aarhus: «Ήταν ένας στρατός, όπως αυτός που περιγράφεται στα Ομηρικά έπη, αποτελούμενος από μικρότερες ομάδες που συγκεντρώθηκαν για να πολιορκήσουν την Τροία» – ένα συμβάν που πιστεύεται ότι συνέβη 100 χρόνια αργότερα, το 1184 π.Χ. Όπως λέει ο Jantzen: «Αυτό δείχνει μια απροσδόκητα ευρεία κοινωνική οργάνωση. Με δεδομένες τις μεγάλες αποστάσεις που μεσολαβούν, αποτελεί τεράστιο επίτευγμα να οργανωθεί μια μάχη σαν αυτή και να συγκεντρωθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι σε ένα μέρος.»
Μέχρι στιγμής, η ομάδα έχει δημοσιεύσει μόνο ένα τμήμα των σχετιζόμενων με την έρευνα εγγράφων, καθότι οι ανασκαφές να έχουν σταματήσει, εν αναμονή χρηματοδότησης. Αλλά οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται με το πρόγραμμα ανασκαφής λένε ότι οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. «Το Tollense θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανεξέταση ολόκληρης της περιόδου στην περιοχή από την Βαλτική μέχρι τη Μεσόγειο» λέει ο αρχαιολόγος Kristian Kristiansen από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία και συνεχίζει……«ανοίγει την πόρτα σε πολλά νέα στοιχεία για τον τρόπο που οργανώθηκαν οι κοινωνίες την Εποχή του Χαλκού.»
Επί παραδείγματι, ισχυρά στοιχεία καταδεικνύουν ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη μάχη για τους συγκεκριμένους μαχητές. Το 27% των σκελετών φέρουν σημάδια από επουλωμένα τραύματα προηγούμενων μαχών και μεταξύ αυτών τρία κρανία φέρουν επουλωμένα κατάγματα. Όπως λέγει ο Jantzen «Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κάποιος την αιτία των τραυματισμών, αλλά σε κάθε περίπτωση οι τραυματισθέντες άνδρες δεν παραπέμπουν σε τυπικούς νέους αγρότες».
Ο τυπικός μεταλλικός οπλισμός και οι σκελετοί αλόγων, τα οποία βρέθηκαν ανάμεσα στα ανθρώπινα οστά, καταδεικνύουν ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους μαχητές ήσαν καλά εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι. Όπως λέει ο Terberger: «Δεν ήσαν αγρότες – στρατιώτες που πολεμούσαν ευκαιριακά, ήσαν επαγγελματίες στρατιώτες.»
Οι πανοπλίες και ασπίδες που ανακαλύφθηκαν στην Βόρεια Ευρώπη αιώνες πριν την σύγκρουση του Tollense ίσως να διαμόρφωσαν μια νέα κατηγορία πολεμιστών. «Εφόσον πολεμάς με πανοπλία και περικεφαλαία, απαιτείται καθημερινή εκπαίδευση, ειδάλλως θα είσαι δυσκίνητος κατά την μάχη» λέει ο Hansen. Γι’ αυτό, επί παραδείγματι, ο βιβλικός βοσκός Δαυΐδ αρνήθηκε να φορέσει πανοπλία και χάλκινο κράνος πριν την αντιπαράθεση με τον Γολιάθ. «Αυτό το είδος εκπαίδευσης είναι η αρχή της μιας εξειδικευμένης ομάδας πολεμιστών». Στο Tollense, οι «χάλκινοι θωρακισμένοι» πολεμιστές θα μπορούσε να είναι ένα είδος αξιωματικών, που ηγούνταν στρατιωτών με απλούστερο οπλισμό.
Γιατί όμως τόση στρατιωτική δύναμη συνέκλινε σε μια στενή κοιλάδα του ποταμού στη βόρεια Γερμανία; Σύμφωνα με τον Kristiansen η περίοδος αυτή φαίνεται ότι ήταν μια εποχή σημαντικών ανακατατάξεων από τη Μεσόγειο έως τη Βαλτική. Στην Ελλάδα, ο εκλεπτυσμένος Μυκηναϊκός πολιτισμός κατέρρευσε περίπου την εποχή της μάχης Tollense, ενώ στην Αίγυπτο οι Φαραώ υπερηφανεύονταν ότι τελικά επεκράτησαν των θαλάσσιων επιδρομέων από τις μακρινές χώρες οι οποίοι ανέτρεψαν τους γειτονικούς Χετταίους. Επιπλέον μετά από σύντομο χρονικό διάστημα από την μάχη του Tollense, οι διάσπαρτες αγροικίες της βόρειας Ευρώπης έδωσαν την θέση τους σε πυκνοκατοικημένους και βαριά οχυρωμένους οικισμούς, όπως αυτούς του νότου. Όπως λέει η Vandkilde «περί το 1.200 π.Χ. παρατηρείται μια ριζική αλλαγή στις κοινωνικές δομές και την εν γένει κουλτούρα και η μάχη του Tollense εντάσσεται σε μια περίοδο όπου έχουμε παντού αύξηση των πολεμικών αντιπαραθέσεων.»
Το Tollense φαίνεται ότι ήταν το πρώτο βήμα προς τον σημερινό τρόπο ζωής. Από την βιαιότητα της μάχης, μέχρι την εμφάνιση μιας κατηγορίας πολεμιστών με εξελιγμένα όπλα, τα γεγονότα αυτής της προϊστορικής περιόδου ομοιάζουν με τις πρόσφατες συγκρούσεις. «Θα μπορούσε να είναι η πρώτη απόδειξη ενός σημείου καμπής στην κοινωνική οργάνωση και τον πόλεμο στην Ευρώπη», καταλήγει η Vandkilde.