Κυριακή, 24 Μαρτίου 2019
Σεβασμιώτατε Ἅγιε Τρίκκης καί Σταγῶν κ. Χρυσόστομε,
Μέ τήν ἁγία εὐχή Σας καί τήν προτροπή Σας προσπαθήσαμε, στόν ἑόρτιο ἀποψινό ἑσπερινό, νά ἀναφερθοῦμε ἐν πρώτοις στήν μεγίστη θεομητορική ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγιας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, διαβάζοντας ἕνα ἐξαίρετο κείμενο μέ ἐμπνευσμένους χαιρετιστηρίους στίχους πρός τήν Ἀειπάρθενο Δέσποινα, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἐν συνεχεία στήν μεγάλη καί ἡρωική ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί τήν παλιγγενεσία τοῦ μαρτυρικοῦ ἔθνους μας καί τέλος θά ἀναφερθοῦμε στό ἐπίκαιρο καί ψυχικῶς ἔμπονο θέμα τῆς μακεδονικῆς μας γῆς γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ὁποίας χρειάστηκαν πολυετείς καί αἱμοσταγέστατοι ἀγῶνες.
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
Ὁ πρύτανις τῶν ὑμνογράφων, ὁ γλυκύφθογγος μελωδός καί μέγας δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μέ ἐμπνευσμένους στίχους, ἀφήνει τή θεόφθογγο γραφίδα του νά ξεχειλίσει ἀπό ἐνθουσιασμό καί εὐλάβεια γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο πού σήμερα εὐαγγελίζεται ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Γράφει τούς ἀκόλουθους χαιρετιστηρίους στίχους πρός τήν Παναγία μας: (Διαβάζω σέ μετάφραση)
Σήμερα ἔλαμψε ἡ βασιλική καί ἡ πιό παράδοξη ἑορτή καί πανήγυρη τῆς βασίλισσας περισσότερο ἀπό τίς χρυσόφεγγες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Σήμερα γεμίζει ἀπό ὀμορφιά ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀπό τήν μεγάλη της ἀγαλλίαση. Σήμερα κάνουν πάνδημη συγκέντρωση οἱ φιλοθεάμονες καί πανηγυριστές ἑορτάζοντες τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν. Ἄς εὐφρανθοῦν σήμερα τά οὐράνια, τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια κι ὅλα τά δημιουργήματα πού ὑπάρχουν σ’ αὐτά.
Ἄς μεγαλύνουμε σήμερα τήν Παρθένο πού ὁ Θεός τήν μεγάλυνε, τῆς ἔδωσε τήν πρώτη θέση καί τήν ἔκανε ὄργανό Του.
Ἄς ἐπαινέσουμε σήμερα τήν ἀληθινά πολυώνυμη καί πολυόμματη καί ὑπέρτατη ἀπ’ ὅλη μαζί τήν κτίση.
Ἄς μακαρίσουμε σήμερα τήν κιβωτό τοῦ Θεοῦ, τήν κοσμοσέβαστη, τήν συνόμιλο τοῦ Θεοῦ καί Θεοχώρητη. Γιατί ἀληθινά σήμερα ἁπλώνεται σέ ὅλη τήν οἰκουμένη χαρά καί ἀγαλλίαση.
Ἄς φωνάξουν σήμερα ὅλες οἱ συνάξεις τῶν φιλεόρτων.
Ἄς φωνάξει σήμερα στή Βασίλισσα ἀπό ψηλά ὁ Γαβριήλ, ὁ ἔξαρχος τῆς σημερινῆς πανέορτης πανήγυρης, κι ἄς πεῖ:
«Χαῖρε, ἡ τελείωση τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Χαῖρε, τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί Πατριαρχῶν πολύφυλλο ἄνθος.
Χαῖρε, ἡ ὁλόφλογη βάτος πού ἀντίκρισε κάποτε στό ὄρος Σινᾶ ὁ περιβόητος Μωϋσῆς.
Χαῖρε, ἡ μόνη Παρθένος ἀνάμεσα στίς παρθένους, πού παρέμεινες Παρθένος καί πρίν καί κατά καί μετά τή γέννα.
Χαῖρε, ἡ μόνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ μεγαλόπρεπη καί μεγαλόφωτη δόξα τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων.
Χαῖρε, ἡ μόνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ γλυκύτερη ἀπό κάθε γλυκασμό, εὐγενέστερη ἀπό κάθε εὐγενές καί πλουσιώτερη ἀπό κάθε πλοῦτο πού ρέει.
Χαῖρε, ἡ μόνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τό μόνο ἀληθινά καί πραγματικά πανεύφημο καί παμπόθητο ὄνομα τῆς χριστιανικῆς πίστης μας.
Χαῖρε, ἡ μόνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού προσκυνεῖται στούς αἰῶνες καί δοξάζεται στούς αἰῶνες καί ὑμνεῖται στούς ἀπεράντους αἰῶνες.
Χαῖρε, Σύ ἀπό τήν ὁποία φανερώθηκε σέ ἐμᾶς ὁ μόνος ἀπαθής, ἀλλά καί μόνος συμπαθής καί μόνος ἀψευδής καί μόνος ἀπό Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός.
Χαῖρε, ὦ Σύ τό θησαυροφυλάκιο τοῦ Θεοῦ, πού χώρεσε στό σῶμα σου Αὐτόν πού δέν χωράει πουθενά.
Χαῖρε, ὦ Κυρία καί Θεοτόκε, ἀπό τήν ὁποία γεννιέται γιά χάρη μας ὁ αὐτογέννητος καί βλαστάνει ὁ αὐτοφυής καί αὐξάνει ὁ τέλειος.
Χαῖρε, ὦ Κυρία καί Θεοτόκε, ἀπό τήν ὁποία γιά χάρη μας λαμβάνει σῶμα ὁ ἀσώματος, λαμβάνει ἀρχή ὁ Ἄναρχος καί χωρεῖται μέσα σέ Σένα ὁ ἀχώρητος.
Χαῖρε, ὦ Κυρία καί Θεοτόκε, ἀπό τήν ὁποία παίρνει ζωή ἡ αὐτοζωή, φαίνεται μέ κάποιο ποσό ὁ ἄποσος καί ὁ ἄσαρκος παίρνει σάρκα.
Χαῖρε, ὦ Κυρία καί Θεοτόκε, ἀπό τήν ὁποία κτίζεται ὁ ἄκτιστος, ὁ πλούσιος γίνεται φτωχός κι ὁ Ὕψιστος γίνεται νήπιο.
Χαῖρε, ὦ Κυρία καί Θεοτόκε, πού ἐξαιτίας σου ψηλαφήθηκε ὁ ἀψηλάφητος, κρατιέται Ἐκεῖνος πού δέν ἀγγίζεται καί βαστάζεται στά χέρια Αὐτός πού βαστάζει τά πάντα.
Χαῖρε, ὦ Κυρία καί Θεοτόκε, πού ἀπό τό δικό σου σῶμα πέρασε ὁ ὡραιότερος στό κάλλος ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Χαῖρε, πού χάρη σ’ ἐσένα κατέχουμε τήν ψυχοσωτήρια καί φωτόμορφη πίστη.
Χαῖρε, πού χάρη σ’ ἐσένα προσκυνοῦμε τόν πολυπροσκύνητο καί ἰαματικό σταυρό.
Χαῖρε, πού χάρη σ’ ἐσένα δεχόμαστε τό ἁγιοποιό καί τρίφωτο βάπτισμα.
Χαῖρε, πού χάρη σ’ ἐσένα γευόμαστε τόν ἀληθινό καί ἀθάνατο ἄρτο.
Χαῖρε, πού χάρη σ’ ἐσένα ἀπό τίς πύλες τοῦ ἅδη ἀνεβήκαμε στούς οὐρανούς.
Χαῖρε, πού χάρη σ’ ἐσένα πολιτογραφηθήκαμε στή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία.
Χαῖρε, κεχαριτωμένη, χαῖρε, ἐσύ πού γιά χάρη σου ἐμεῖς σήμερα φωτοφορεμένοι λαμπρά σέ μεγαλύνουμε μέσα στήν ἐκκλησία.
Χαῖρε, ἡ κεχαριτωμένη ἀληθινά, χαῖρε, γιατί εἶσαι ἁγιότερη ἀπό τούς Ἀγγέλους, καί τιμιότερη ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους.
Χαῖρε, ἡ μόνη εὐλογημένη ἀνάμεσα στίς γυναῖκες, πού ἐπανόρθωσες τό σφάλμα τῆς προμήτορός μας Εὔας.
Χαῖρε, ἡ μόνη εὐλογημένη ἀνάμεσα στίς γυναῖκες, πού ἀνύψωσες τόν ταπεινότατο λαό τῶν γυναικῶν πού ποδοπατοῦνταν.
Χαῖρε, ἡ μόνη εὐλογημένη ἀνάμεσα στίς γυναῖκες, πού μόνη χωρίς στενότητα χώρου χώρεσες αὐτόν πού ὁ κόσμος δέν μπορεῖ νά χωρέσει.
Χαῖρε, ἡ μόνη πραγματικά εὐλογημένη μέσα στίς γυναῖκες καί δοξασμένη, πού συνέλαβες χωρίς νά φλεχθεῖς τόν ἕνα ἀπό τήν Τριάδα τήν τρίφωτη καί ὑπεραγία.
Χαῖρε, ἐσύ ἡ ἀληθινά ὑπερευλογημένη, χαῖρε, ἐσύ πού γιά χάρη σου σήμερα πανηγυρίζουμε πάνδημα καί ὑπερκόσμια τήν ὑπερκόσμια αὐτή ἑορτή.
Χαῖρε, ἡ ὑπερευλογημένη ἀληθινά, πού χάρη σ’ ἐσένα σήμερα συγκεντρωνόμαστε πλήθη στούς ἁγιοβάδιστους ναούς σου καί σέ τιμοῦμε μεγαλόφωνα.
ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ
Καί ὁ τεθεωμένος ἅγιος Δαμασκηνός ἐπικλείει τούς ἀνωτέρω χαιρετιστηρίους στίχους μέ μία ἔνθερμη δέηση πρός τήν ἀκαταμάχητη Προστασία, τήν Κυρία μας Θεοτόκο:
«...Δέσποινα πανάγαθη, παράτεινε τό ἔλεός σου, γι’ αὐτούς πού σέ ἀναγνωρίζουν καί ρίξε τό βλέμμα σου στούς δούλους καί στά ἔργα τους καί κατεύθυνε ὅλους μας σέ ὁδό εἰρήνης, γιατί ὅλοι στρέφουμε σ’ ἐσένα τά μάτια μας μ’ ἐλπίδα καί μέ τήν μεσίτευσή σου ἐπιτύχαμε τή συμφιλίωσή μας μέ τόν Υἱό σου καί Θεό καί Θεό μας».
Δίχως ἄλλο, ἡ ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού σήμανε τήν ἀνάσταση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τοῦ ὑποδουλωμένου στό κράτος τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, ἦταν ἡ πιό κατάλληλη μέρα γιά νά συνδεθεῖ καί μέ τήν ἀνάσταση τοῦ ὑπόδουλου Γένους μας. Γι’ αὐτό καί ὁ λαός μας διάλεξε τούτη τήν ἅγια μέρα γιά νά ξεκινήσει τόν ἀγώνα τῆς ἀπελευθέρωσής του. Καί τό διατυπώνει αὐτό μέ τόν πλέον πανηγυρικό τρόπο στό γνωστό δημοτικό τραγούδι:
Χαρά πού τό ’χουν τά βουνά,
τά κάστρα περηφάνεια.
Γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά,
γιορτάζει κι ἡ Πατρίδα.
Σάν βλέπουν διάκους μέ σπαθιά,
παπάδες μέ ντουφέκια,
σάν βλέπουν καί τόν Γερμανό
τῆς Πάτρας τόν Δεσπότη,
νά εὐλογάει τ’ ἅρματα,
νά εὐχιέται τούς λεβέντες.
Πλησιάζοντας, σήμερα, στό κατώφλι ἑνός μεγάλου σταθμοῦ, τῆς συμπληρώσεως, δηλαδή, διακοσίων σχεδόν ἐτῶν ἀπό τήν ἐθνεγερσία τοῦ 1821, βιώνουμε, δυστυχῶς, ὡς ἔθνος καί ὡς λαός μία τραγική πραγματικότητα, μία πλήρη ἀντιστροφή καί διαστροφή τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν καί τῶν μηνυμάτων τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Οἱ σύγχρονοι νεοέλληνες πορεύονται ἔχοντας χάσει τήν πυξίδα καί τόν προσανατολισμό, πού ἔθεσαν οἱ πρωτεργάτες τῆς ἐθνεγερσίας.
Δύο, σχεδόν, αἰῶνες μετά, μέ τήν θυσιαστική προσφορά τῶν ἡρώων μας γιά ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ, γιά ἐθνική ἀνεξαρτησία καί ἐθνική ὑπερηφάνεια, τά σκοτεινά σύννεφα τῆς ὑποτέλειας, τῆς ξενομανίας, τοῦ ραγιαδισμοῦ καί τοῦ γραικυλισμοῦ πέφτουν βαριά πάνω στόν ἐθνικό καί κοινωνικό μας βίο.
Αὐτό πού κυριαρχεῖ στήν ἐπίσημη κρατική διπλωματία καί ἐξωτερική πολιτική εἶναι μία συνεχής καί ἐπικίνδυνη ἐνδοτικότητα, μία ἐξακολουθητική τάση μειοδοσίας καί παραίτησης ἀπό τά ἐθνικά μας δίκαια καί τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Oἱ σκληροί ἄνεμοι τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τῆς λησμοσύνης, ἡ καταιγίδα τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἐθνικοῦ ἀποχρωματισμοῦ, τῆς ἱστορικῆς ἀλλοίωσης, τῆς παραχάραξης καί τῆς παραγραφῆς ἀπειλοῦν νά ξεριζώσουν καί νά σκορπίσουν κάθε τί πατριωτικό καί ὀρθόδοξο. Ἐπιχειροῦν νά ξεθεμελιώσουν τίς ρίζες μας, νά ἀμαυρώσουν ὅποια ὀμορφιά ὑπάρχει στόν τόπο μας, νά μουτζουρώσουν ὅ,τι συνεχίζει νά ἀκτινοβολεῖ, νά σκοτώσουν ὅ,τι συνεχίζει νά ζωογονεῖ καί νά ἀνασταίνει πνευματικά ὅ,τι μπορεῖ νά προσφέρει στήριξη, ἐλπίδα καί προοπτική στόν λαό μας.
Ἡ ζωή τοῦ Ἕλληνα ἔχει ζυμωθεῖ μέ τήν πατρογονική πίστη του, τήν ἁγία Ὀρθοδοξία, τήν «περιβεβλημένη ὡς πορφύραν καὶ βύσσον» τά αἵματα τῶν μαρτύρων προγόνων του. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως ξεχύθηκαν νά ξεριζώσουν αὐτή τήν πίστη ἀπό τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα.
Σέ ὅλους τούς ἀρνησιπάτριδες καί τούς γραικύλους, τήν ἀπάντηση τήν δίνει μία ἀπό τίς ἡρωικώτερες καί εὐγενέστερες μορφές τοῦ ἀγώνα, ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης: «...καὶ βρίζουν, οἱ πουλημένοι [Ἕλληνες] εἰς τοὺς ξένους [τούς Βαυαρούς, Ἄγγλους, Γάλλους κ.λπ.], καὶ τοὺς παπάδες μας, ὁποῦ τοὺς ζυγίζουν ἄναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπάδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὅπλα τὰ ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας ὡσὰν λεοντάρια. Ντροπὴ Ἕλληνες».
Ἡ φωνή τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ἀντηχεῖ καί σήμερα εὐθύβολη καί στεντόρεια: «Ντροπή Ἕλληνες»!!! Ντροπή στούς ἀρνητές τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος, ντροπή στούς παραχαράκτες τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, ντροπή στούς ἀλλοτριωτές τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης, ντροπή στούς βιαστές τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως. «Ντροπή Ἕλληνες», φωνάζει ὁ Μακρυγιάννης στούς ξεθεμελιωτές τῆς ἐθνικῆς μας συνοχῆς, στούς ὁδοστρωτῆρες τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος, πού ἀδηφάγα καί μανιακά δέν σταματοῦν νά ξηλώνουν, νά ἀποκαθηλώνουν, νά γκρεμίζουν, νά ἀποσυνθέτουν, νά ξεπουλοῦν θεσμούς, ἀξίες, σύμβολα, ἀρχές, ἰδέες, ἰδανικά μέ ὅποιο μέσο διαθέτουν καί μποροῦν νά χρησιμοποιήσουν.
«Ντροπή Ἕλληνες», φωνάζει ὁ Μακρυγιάννης σέ ὅσους παρέδωσαν τό ὄνομα, τήν ἱστορία, τήν γλῶσσα, τήν ταυτότητα κι αὐτή τήν ἴδια τήν τιμή καί τήν ὑπερηφάνεια τῆς Μακεδονίας μας στούς παραχαράκτες τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, στούς ἐπιβουλεῖς τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας καί ταυτότητας.
«Ντροπή Ἕλληνες», φωνάζει ὁ Μακρυγιάννης σέ ὅλους αὐτούς πού μέ δουλοπρέπεια καί ὑποτέλεια ἐκτελοῦν τά ξενοκίνητα, ἀντίθεα καί ἀνθελληνικά σχέδια πού ἐφαρμόζονται στίς μέρες μας.
Ὅπως, τόσο ἀποκαλυπτικά, δήλωσε σέ πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξή του ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους (1830-32) καί μετά τό 1836, μέ τά πρωτόκολλα τῆς Εὐρώπης, ἔπαψε ὁ ἑλληνισμός νά λαμβάνει ἀποφάσεις γιά τόν ἑαυτό του μέσω τῶν κυβερνητῶν του. Ὁ μόνος ὀρθόδοξος καθ’ ὁλοκληρίαν κυβερνήτης ἦταν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἔχουμε πολιτικούς καί διανοουμένους πού ὑπηρετοῦν τήν Δύση καί τά δυτικά σχέδια. Δέν ἀπολυτοποιῶ. Δέν ἐκτείνομαι σ’ ὅλο τό χῶρο τῶν πολιτικῶν καί τῶν διανοουμένων, ἀλλά καί οἱ λίγοι ἐκεῖνοι ἀπό τίς δύο πλευρές πού θέλουν νά σκεφθοῦν καί ν’ ἀποφασίσουν ἑλληνικά, ἐλέγχονται ἀπό ξένα κέντρα».
Ἡ σύγχρονη λαίλαπα τοῦ ἀφελληνισμοῦ μέ μανιώδη ὁρμή ἐπιχειρεῖ νά ἀκυρώσει τήν ἀνδρειοσύνη καί μαρτυρική προσφορά τῶν ἀγωνιστῶν καί τῶν ἐθνομαρτύρων τοῦ Γένους μας, τούς ὁποίους δικαίως καί ἐπιβεβλημένα τιμοῦμε καί ἐπαινοῦμε σήμερα. Ἐπιχειρεῖ νά ἀπαξιώσει καί νά ξεριζώσει ἀπό τήν μνήμη τῶν Νεοελλήνων πατριάρχες, ἐπισκόπους, παπάδες, καλογήρους, δασκάλους τοῦ Γένους, ἐμπόρους, ἁρματωλούς, κλέφτες, ὁπλαρχηγούς, καπεταναίους, πλοιάρχους καί πυρπολητές, ἡρωϊκές κόρες καί μητέρες, ὅλους ὅσοι ἀποτέλεσαν τήν θεία ἐκείνη «παρεμβολή τῆς παρατάξεως Κυρίου» καί τοῦ Γένους, ἀνθρώπους μέ πίστη στόν Θεό, ἡ ὁποία τούς ὅπλιζε μέ ὑπομονή, μέ θάρρος, μέ εὐψυχία, μέ ἐλπίδα, μέ πνεῦμα θυσίας, αὐτά πού ἦταν «τά μόνα φοβερά ὅπλα εἰς χεῖρας λαοῦ πολεμοῦντος πρός ἀπόκτησιν τῆς ἐλευθερίας του», ὅπως τόνιζε χαρακτηριστικά ὁ μάρτυρας τῆς ἐλευθερίας Ἀθανάσιος Διάκος.
Οἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες γράφουν τή δική τους θαυμαστή ἱστορία. “Θαυμάζω τές γυναῖκες μας καί στ’ ὄνομά τους μνέω...”, γράφει ὁ Ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ὑποκλινόμενος μπροστά στίς ἡρωΐδες τοῦ ’21 πού δέν ὑπολείπονται σέ κατορθώματα.
Θά ἀναφερθοῦμε σήμερα, καί μάλιστα ἐπιλεκτικά, στίς γυναῖκες, καί λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου, πού καθιστᾶ ἀδύνατο νά ἀναπτύξουμε ὅλες τίς πτυχές τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ μας Ἀγώνα τοῦ Εἰκοσιένα, ἀλλά καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι λιγότερο γνωστά τά θαυμαστά γεγονότα ἀπό τήν δική τους θυσιαστική παρουσία.
Οἱ γυναῖκες τοῦ Εἰκοσιένα, θρεμμένες μέ τόν προγονικό πόθο τῆς λευτεριᾶς, πνιγμένες ἀπό τό βρόχο τῆς μακραίωνης τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μέ λαβωμένη στά στήθη τήν ἐθνική περηφάνεια, πονοῦν, ἀντιδροῦν, ἀποφασίζουν.
Σάν σύζυγοι, στάθηκαν τό ἠθικό στήριγμα τῶν ἀνδρῶν τους. Μοιράστηκαν μαζί τους τίς ἀμέτρητες θυσίες τοῦ πολύχρονου ξεσηκωμοῦ. Μπαρουτοκαπνισμένες, ματωμένες, μέ τό καριοφίλι στό χέρι, ζωσμένες φυσεκλίκια, πολέμησαν δίπλα στούς ἄνδρες τους, στή στεριά, στό βουνό, στή θάλασσα. Πολέμησαν παντοῦ μ’ ἄφθαστη ἀνδρειοσύνη, μέ ἐπιδεξιότητα, μέ τόλμη καί θυσία ὑπεράνθρωπη.
Σάν μάνες, βάσταξαν ψηλά τή δάδα τῶν ἰδανικῶν τῆς Φυλῆς καί μεταλαμπαδέψανε τή φλόγα στή συνείδηση τῶν παιδιῶν τους. Στρατιά ὁλόκληρη οἱ ἡρωΐδες. Ἐπώνυμες, ἀρχόντισσες, καπετάνισσες καί ἄσημες, ἄγνωστες, πού πῆραν ὅμως τούς τίτλους τῆς τιμῆς καί τά μετάλλια τῆς θυσίας ἀπ’ τούς καπνούς τῆς μάχης.
Ἡ Μαντώ Μαυρογένους, ἡ ἀρχόντισσα τῆς Μυκόνου, προσφέρει τήν τεράστια περιουσία της καί τή ζωή της ὁλόκληρη στίς ἀνάγκες τοῦ ἀγώνα, γιά νά πεθάνει ἀργότερα στήν ἐλεύθερη Πάρο, πάμπτωχη καί ἀδικημένη· ἡ θρυλική Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ἡ ἀτρόμητη καπετάνισσα, πού γνωρίζει νά πολεμάει, νά διοικεῖ, νά ἐμψυχώνει· ἡ καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη, ἀπό τήν Αἶνο τῆς Θράκης, πού σκοτώνεται ὁ ἄνδρας της πολεμώντας κι’ ἐκείνη σκουπίζει τά μάτια της μέ τήν ἄκρη τῆς μαύρης μαντηλοδεσιᾶς της κι’ ἀλύγιστη ἀπό τόν πόνο δηλώνει: “Ἄν ὁ ἄνδρας μου ἦταν βουλή τοῦ Θεοῦ νά χαθεῖ, τό μπρίκι [καράβι] του δέν θά μείνει χωρίς καπετάνιο. Θά τό κουμαντάρω ἐγώ! Βάζω ὅρκο πάνω στό λείψανό του πώς θά κρατήσω τή στερνή παραγγελιά του. Κι’ ἄμποτες καί τοῦ λόγου μου νά πάω ἀπό τόν ἴδιο θάνατο”.
Κι’ ἔπειτα ἡ Κρουστάλλω τοῦ Δούκα καί ἡ Δέσποινα Ἀρφανῆ ἀπό τά Ψαρά, ἡ Μαρία καί ἡ Ἀνθούσα Δασκαλογιάννη οἱ Κρητικοποῦλες, ἡ Ἀλεφάντω ἀπό τό Γαλαξίδι, θρεμμένες ὅλες μέ τῆς θάλασσας τό κύμα τό ἁλμυρό. Ἡ Μόσχω Τζαβέλαινα, ἡ γυναίκα τοῦ Λάμπρου, ἡ Χάιδω, ἡ κόρη τοῦ Γιαννάκη Σέχου, ἡ Δέσπω Μπότσαρη, ἡ Λένω Μπότσαρη, καί οἱ ἄλλες ἀξιοθαύμαστες Σουλιώτισσες πού προτίμησαν τόν θάνατο ἀπό τήν ἀτιμασμένη ζωή. Ἡ Χρυσάιδω ἡ Μεσολογγίτισσα, ἡ γυναίκα τοῦ Μήτρου Δεληγιώργη, πού κατά τόν κίνδυνο τῆς μάχης προκάλεσε τόν ἄνδρα της νά τήν σκοτώσει ὁ ἴδιος ἄν κινδυνέψει νά πέσει στά χέρια τῶν Τούρκων. Ἡ Βασίλω, ἡ γυναίκα τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, ἡ Χρυσάνθη Βορίλα, ἡ Χρυσάιδω Καραβαγγέλη, ἡ Γυφτογιάννενα, κόρη τοῦ Κουβαρᾶ, πού εἶχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ἄν καταλάβω τά δύσκολα θά βαστήξω κι ἕνα βόλι γιά τό κεφάλι μου. Σκλάβα στούς ἀραπάδες τοῦ Ἰμπραήμ δέ θά πέσω...». Κι’ οἱ Μανιάτισσες. Μιά ἀπ’ ὅλες τους παίρνει τό θάρρος ν’ ἀντιταχθεῖ στόν Μαυρομιχάλη, πού ἀπαίτησε νά φύγουν γιά νά σωθοῦν: «Σωστά τά λές, Καπετάνιε, μά ἀστόχησες πώς εἴμαστε Μανιάτισσες! Δέν πᾶμε πουθενά! Ἐδῶ θά μείνουμε νά πολεμήσουμε!». Κι’ ἔμειναν καί ἀνδραγάθησαν στή μάχη τῆς Βέργας.
Σουλιώτισσες, Μανιάτισσες, Μεσολογγίτισσες, γυναῖκες τῶν νησιῶν καί τῆς στεριᾶς. Κάθε γωνιά τῆς Ἑλληνικῆς γῆς ἔχει νά διηγεῖται πῶς τοῦτες οἱ γυναῖκες τρόμαξαν τή φύση καί στάθηκαν στόν ἀγώνα πολύτιμες.
Τό Εἰκοσιένα συνδέει δυναμικά καί ὁλοκληρωμένα τόν Νέο Ἑλληνισμό μέ τό δοξασμένο ἱστορικό παρελθόν του. Ἀποκαθιστᾶ, ἀναμφίβολα, κατά τρόπο ὁριστικό καί τελεσίδικο, τήν ἑλληνική ἱστορική συνέχεια. Μιά συνέχεια πού ἐξελίσσεται μέ ἀνάλογη λαμπρότητα καί ἡρωισμό μέ τόν Μακεδονικό Ἀγώνα τοῦ 1903-1904, τούς Βαλκανικούς πολέμους τοῦ 1912-1913 καί τήν ἐποποιΐα τοῦ 1940-1.
Ὁ ἴδιος ἐθνικός παλμός κυριαρχοῦσε στίς ψυχές τῶν νεοελλήνων σ’ ὅλους τούς ἐθνικούς ἀγῶνες καί ἀνέδειξε παντοῦ ἥρωες καί ἡρωΐδες μέ κατορθώματα ἀσυναγώνιστα καί φρόνημα ἀκατάβλητο. Ἕνας τέτοιος ἀγώνας καί ὁ Μακεδονικός, μιά γιγαντομαχία μέ τόν γίγαντα νά ἔχει ἄλλοτε τούρκικο, ἄλλοτε βουλγάρικο κι’ ἄλλοτε ρουμάνικο ὄνομα, γέμισε τίς ἱστορικές σελίδες μέ στιγμές ἀνυπέρβλητης θυσίας, ὑπεράνθρωπων κόπων καί ποταμῶν αἵματος.
Ἡ Μακεδονία μας ἐλευθερώθηκε μέ πολύ κόπο καί πολλές θυσίες. Σήμερα μέ πόνο καί ἄφατη ὀδύνη παρακολουθοῦμε τό συνειδητό καί ἐγκληματικό ξεπούλημά της. Δυόμιση χιλιετίες ἱστορίας, πολιτισμοῦ, ἐθνικῆς συνειδήσεως καί συνέχειας καί σκληρῶν ἐθνικῶν ἀγώνων, παραμερίζονται στό παζάρι τῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων, καί αὐτό μᾶς γεμίζει μέ ἱερή ἀγανάκτηση. Καί ἐπειδή ζοῦμε, δυστυχῶς, αὐτές τίς τραγικές στιγμές στήν πατρίδα μας, αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά κάνουμε ἕνα μικρό μνημόσυνο, μαζί μέ τούς ἥρωες τοῦ Εἰκοσιένα καί σ’ αὐτούς, πού πότισαν μέ τόν δικό τους ἱδρῶτα καί τό δικό τους αἷμα τό δέντρο τῆς ἐλευθερίας στή Μακεδονία μας. Ὅλων ἡ λαχτάρα ἦταν νά ἐλευθερώσουν τή ματωβαμένη Μακεδονία καί νά τή δοῦν ἑνωμένη μέ τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα.
Καί εἶναι πολλοί, πάρα πολλοί. Ντόπιοι Μακεδόνες, Κρητικοί, Πελοποννήσιοι, νησιῶτες, ἁπλοί καί φτωχοί βιοπαλαιστές, πλουσιόπαιδα πού τά ξεσήκωνε ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ τοῦ ἐλεύθερου Κράτους, πού θυσίασαν ἀξιώματα καί ὑψηλές θέσεις.
Καπετάν-Ἄγρας, καπετάν-Γαρέφης, καπετάν-Νικοτσάρας, Λάκης Πύρζας, καπετάν-Τράϊκος, καπετάν-Ματαπάς, καπετάν-Γέρμας, καπετάν-Φούφας, καπετάν-Τηλιγάδης, Ἀντώνης Μίγκας, καπετάν-Γκόνος, καπετάν Τσότσος, καί καπετάν-Κώττας, ὁπλαρχηγοί καί ἀγωνιστές μέ καθαρή ἑλληνική καρδιά, καί δεκάδες ἀκόμη. Ἀνάμεσά τους ὁ Παῦλος Μελᾶς, τό ἀρχοντόπουλο ἀπό τήν Ἀθήνα, πού ἀντάλλαξε τίς δόξες τῆς πρωτεύουσας καί τά θορυβώδη κοσμοπολίτικα σαλόνια μέ τίς κακουχίες ἑνός τιμημένου ἀγώνα, πού τίμησε καί ὁ ἴδιος μέ τό ἀδικοχυμένο αἷμα του.
Καί ἐδῶ, ἐπίσης, δεκάδες γυναῖκες, ἐπώνυμες καί ἀνώνυμες, γυναῖκες ἀντάξιες τῶν προγόνων τους, τοῦ Εἰκοσιένα. Ἀνάμεσά τους, οἱ θαυμαστές νεαρές δασκάλες (17 ἕως 20 χρονῶν), πού χωρίς νά ὑπολογίζουν κινδύνους καί κακοπάθεια, ἔτρεχαν μέ αὐτοθυσία στίς λυκοφωλιές τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων, νά ἐνθαρρύνουν τούς φοβισμένους χωρικούς, νά διδάξουν στά ἑλληνόπουλα τήν γλῶσσα τῶν προγόνων τους καί τήν ἱστορία τους, νά τούς καλλιεργήσουν τή ἑλληνορθόδοξη συνείδηση, καί ταυτόχρονα, νά φυλάξουν καί νά μεταφέρουν ὅπλα καί πυρομαχικά, νά συγκεντρώσουν χρήσιμες πληροφορίες, νά παραδώσουν μηνύματα.
Ἡ μαρτυρική Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου ἀπό τή Γευγελῆ, ἡ Βελίκα Τράϊκου, ἡ Ἀγγελική Φιλιππίδου, ἡ Λίλη Βλάχου, ἡ Μπουμπουλίνα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα γενναία Ζήσαινα (Εὐτέρπη Οὐζούνη) καί ἡ λεοντόκαρδη καί ἀνυπότακτη Καπετάνισσα Περιστέρα Κράκα, πού ἀνέλαβε τό ἀντάρτικο σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ της μετά τό θάνατό του, γνωστή ὡς «καπετάν-Σπανοβαγγέλης».
Τό ὀρθόδοξο ράσο ἔδωσε τό δικό του ἀγώνα καί στά χώματα τῆς Μακεδονίας μας. Πλῆθος κληρικῶν ἀγωνίστηκαν, κακοπάθησαν, μαρτύρησαν. Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ ἐνδεικτικά τόν Ἐθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γρεβενῶν Αἰμιλιανό, τόν Δράμας Χρυσόστομο (μετέπειτα ἐθνομάρτυρα καί ἱερομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης), τόν Πελαγονίας Ἰωακείμ, τόν Νευροκοπίου Θεοδώρητο, τόν Κορυτσᾶς Φώτιο, τόν Σερρῶν Γρηγόριο (μετέπειτα ἐθνομάρτυρα μητροπολίτη Κυδωνιῶν), τόν Μελενίκου Εἰρηναῖο, τόν Βοδενῶν Στέφανο, τόν ἐθνομάρτυρα παπα-Δημήτρη ἀπό τό Στρέμπενο Καστοριᾶς καί πολλούς ἄλλες ἡρωϊκούς παπάδες.
Καί ἀφήσαμε τελευταῖο τόν Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη. Ἕναν Ἐπίσκοπο πού ἡ συμβολή του ὑπῆρξε καθοριστική στόν ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα τῆς Μακεδονίας μας. Ἕναν Ἐπίσκοπο πού ἔγινε σύμβολο γιά τούς συγχρόνους του καί σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τούς μεταγενέστερους. Ἕναν Ἐπίσκοπο πού ἦταν ταυτόχρονα ποιμένας ψυχῶν ἀλλά καί συντονιστής ἐπιχειρήσεων, διοργανωτής τῆς ἀντιστάσεως, ἐμπνευστής τῶν ἀγωνιστῶν, προστάτης τῶν βασανισμένων καί ὁπλαρχηγός ἀκόμα, ὅταν χρειαζόταν.
Ὁ Γερμανός Καραβαγγέλης ἦταν προικισμένος μέ ὅλες τίς ψυχικές καί ἠθικές ἀρετές ἑνός μεγάλου ἡγέτη: διέθετε γενναιότητα, θάρρος, ἀποφασιστικότητα, ἐνθουσιασμό, ὀξυδέρκεια, εὐφράδεια, παρρησία λόγου καί ἀρχοντική γενναιοδωρία καί ἀφιλοκέρδεια. Εἶχε δέ καί μία ἄφθαστη προσωπική γοητεία καί ὀμορφιά, ἡ ὁποία ἦταν τό πιό ἀκαταμάχητο ὅπλο του.
Ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός, ἀμέσως μέ τήν τοποθέτησή του στήν μαρτυρική Μακεδονία τό 1900, ἐνεργοποιεῖται μέ ἐθνική εὐαισθησία γιά νά στηρίξει καί νά ὑπερασπιστεῖ τό ποίμνιό του πού βασανιζόταν ἀπό τήν ἀνείπωτη θηριωδία τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων, πού αἱμοσταγεῖς καί βάρβαροι εἶχαν τρομοκρατήσει καί αἱματοκυλίσει τά μακεδονικά χωριά. Δημιουργεῖ τά πρῶτα ἀνταρτικά σώματα αὐτοάμυνας τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων. Πετυχαίνει τήν ἐξάρθρωση τῶν ληστοσυμμοριῶν τῆς περιοχῆς. Βρίσκεται σέ διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τά προξενεῖα μας, τούς Μητροπολίτες, τούς ντόπιους ὁπλαρχηγούς, τούς Ἕλληνες ἀξιωματικούς, τίς κοινότητες, τούς ἱερεῖς, τούς δασκάλους, τό λαό.
Ρίχτηκε ὁλομόναχος, μόνο μέ μιά μικρή ὁμάδα ντόπιων ὁπλαρχηγῶν, στήν μάχη καί ἀντιμετώπισε τήν σκηνοθετημένη ἐπανάσταση τοῦ Ἴλιντεν τό 1903. Καί εἶναι πράγματι τραγικό ὅτι ἀνώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες διαπραγματεύονταν στίς μέρες μας τήν ὀνομασία «Μακεδονία τοῦ Ἴλιντεν» γιά τό γειτονικό μας κράτος.
«Στεῖλτε μου πενήντα παλικάρια», ἔγραφε στήν Ἀθήνα, «πενήντα Κρητικούς, νά τούς ἑνώσω μέ τούς δικούς μου», χωρίς ὅμως νά λάβει ἀμέσως ἀνταπόκριση. Ὅταν ἀργότερα, τό 1903, δώδεκα Κρητικοί περνοῦν μυστικά στήν Μακεδονία, λαμβάνει ἐπιστολή ἀπό τόν Παῦλο Μελᾶ, πού τοῦ ἔγραφε: «Σεβασμιώτατε, Σᾶς ἀποστέλλομεν δώδεκα ἱεραποστόλους καί ἑκατόν Ἁγίας Γραφάς. Λίαν προσεχῶς ἀποστέλλομεν σωρείαν ἱεραποστόλων καί πολλάς ἑκατοντάδας Ἁγίων Γραφῶν». Ἱεραπόστολοι ἦταν, βεβαίως, τά παλικάρια καί Ἅγιες Γραφές τά στρατιωτικά τυφέκια!
Ὁ φλογερός Πολεμιστής - Ἱεράρχης καβάλα στ’ ἄλογό του, μέ τό μάνλιχερ στό χέρι (τυφέκιο, δηλαδή, ἐπαναληπτικοῦ τύπου μέ περιστροφικό γεμιστήρα) καί τό ρεβόλβερ (περίστροφο), ὁργώνει τά χωριά, ἐμψυχώνει τούς Ἕλληνες. Ντυμένος ἀστυνομικός διασχίζει τά βουλγαρικά χωριά, ἀποφεύγει τίς δολοφονικές ἐνέδρες τῶν ἐχθρῶν του ἀλλάζοντας δρομολόγια καί ξεγελώντας τους. Ἀνοίγει ἐκκλησιές πού εἶχαν κλείσει οἱ κομιτατζῆδες, σπάζοντας τίς πόρτες, μπαίνει μέσα καί λειτουργεῖ μέ τό μάνλιχερ καί τό ρεβόλβερ (περίστροφο) «παρά πόδας». Μεταφέρουμε ἕνα ἀπό τά περιστατικά πού ἀφηγεῖται:
«...Στό Κονομπλάτι, τό χωριό τοῦ (ἀρχικομιτατζῆ) Μήτρου Βλάχου, οἱ Βούλγαροι δέν θέλησαν νά μᾶς παραδώσουν τά κλειδιά τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐγώ μέ τόν καβάση μου (σωματοφύλακα) Ἐμίν, ἔχοντας κρεμασμένα στούς ὤμους τά ὅπλα μας, σπάσαμε μέ τσεκούρια τήν πόρτα, μπήκαμε καί λειτούργησα, χωρίς κανείς νά τολμήσει νά μ’ ἐμποδίσει...». Καί γιά μιά ἄλλη ἀνάλογη περίπτωση μᾶς διηγεῖται: «Τά Χριστούγεννα τοῦ 1901 πήγα στή Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα). Ἐκεῖ εἴχαμε δύο παπάδες δικούς μας, ἕνα δάσκαλο καί μερικούς ἄλλους, μά ὅλοι ἦταν τρομοκρατημένοι. Φιλοξενήθηκα στό σπίτι τοῦ παπα-Γιώργη καί τά μεσάνυχτα θά κάναμε τή λειτουργία. Γράφω στούς Βουλγάρους νά μοῦ στείλουν τά κλειδιά τῆς ἐκκλησίας. Μοῦ γράφουν: «Πρῶτα θά λειτουργήσουμε ἐμεῖς καί ὕστερα ἐσεῖς.» Τούς ἀπαντῶ: «Πρῶτα ἐγώ καί ὕστερα ἐσεῖς.» Ἦταν ἐκεῖ καί ὁ (ἀρχικομιτατζῆς) Τσακαλάρωφ καί ὁ Μήτρος Βλάχος. Ἑξήντα ἄντρες καί χώρια οἱ χωρικοί. «Θά σπάσω», τούς λέω, «τήν πόρτα νά μπῶ μέσα». Τά μεσάνυχτα πῆγα... μέ τό περίστροφο στό χέρι... Στήν ἐκκλησία, πίσω ἀπό τό θρόνο, ἦταν ἕνας δικός μας μέ τό πιστόλι. Ἔτσι λειτούργησα».
«Ἔτσι ἐπεβλήθηκα», θά πεῖ ὁ ἴδιος ἀργότερα ἐξιστορώντας τά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια.
Σέ μία ἀπό τίς χαρακτηριστικές περιγραφές του ἀναφέρει: «Εἶχα πάντοτε δύο θαυμάσια ἄλογα δικά μου στήν Μητρόπολη. Ὅταν ἔκανα τέτοια ἐπικίνδυνα ταξίδια ντυνόμουν κάπως διαφορετικά. Ἔριχνα πάνω μου ἕνα μαῦρο ἐγγλέζικο ἀδιάβροχο, φοροῦσα μπότες ψηλές ὥς τό γόνατο, τό ἀντερί μου τό ἐσήκωνα κι ἔπιανα τίς ἄκρες του μέσα στίς τσέπες μου καί πάνω ἀπό τό καλημαύκι μου ἔριχνα ἕνα μαῦρο μαντήλι. Στόν ὦμο μου κρεμόταν τό μάνλιγχερ καί στό στῆθος μου σταυρωτά κάτω ἀπ’ τό ἀδιάβροχο διακρίνονταν οἱ φυσιγγιοθῆκες μέ τά φυσέκια. Στή μέση φοροῦσα μιά πέτσινη πλατειά ζώνη ἀπ’ ὅπου κρέμονταν ἀπό τήν μιά μεριά ἡ θήκη τοῦ πιστολιοῦ μου [μέ τό περίστροφο] κι ἀπό τήν ἄλλη ἕνα μαχαίρι στή θήκη του». Ἄλλοῦ πάλι ἀφηγεῖται: «Εἶχα ἕνα ὡραῖο ἀραβικό ἄλογο, πού ἔφευγε σάν σαΐτα. Στό βουνό εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ δρόμος πάντα ἦταν ἐπικίνδυνος. Μά σάν μπαίναμε σέ πεδιάδα ποιός μποροῦσε νά μᾶς προφτάσει;»
Αὐτός ἦταν ὁ Γερμανός: «Ἕνας λεβέντης πού ἔμοιαζε μέ τό Θεό», ὅπως θά τόν χαρακτηρίσει ἕνας πληρωμένος, παρ’ ὀλίγον, φονιάς του, πού, ὅμως, ἐντυπωσιασμένος ἀπό τό παράστημα τοῦ Δεσπότη, δέν ἐξετέλεσε τό δολοφονικό του ἔργο.
Αὐτούς τούς ἀγῶνες καί τά παθήματα ἔχουμε χρέος νά διασώσουμε διασώζοντας τήν Μακεδονία ἀλώβητη ἀπό τούς ἐπίδοξους διεκδικητές της. Τό ὀφείλουμε στήν μνήμη τοῦ Καστορίας Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, τοῦ Γρεβενῶν Αἰμιλιανοῦ, τοῦ ἐμπνευσμένου Παύλου Μελᾶ, τοῦ ἁγνοῦ Τέλου Ἄγρα, τῆς γενναίας Αἰκατερίνης Χατζηγεωργίου.
Καί ἐπιτρέψτε μας μία τελευταία, πολύ σύντομη, ἀλλά συγκινητική, ἀναφορά στήν ἡρωική αὐτή δασκάλα. Ἡ Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου εἶναι μόλις 21 ἐτῶν, ἀπό τό ἑλληνικό χωριό Γρίτσινα τῆς Γευγελῆς. Οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες τὴν ἔχουν βάλει στὸ μάτι, γιατί κρατάει ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς ἑλληνικότητας στὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ στὸ χωριό. Φτάνοντας ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της, τῆς φωνάζουν νὰ βγεῖ ἔξω. Ἡ Κατερίνα τοὺς ἀκούει ἀπὸ μέσα καὶ ἀποκρίνεται πώς «δὲν παραδίδεται ποτὲ της μιὰ Ἑλληνίδα». Ἡ ἀτρόμητη ψυχή της δὲν τοὺς φοβᾶται. Μαζί της βρίσκονται ἀκόμη ἕξι Μακεδονομάχοι ἕτοιμοι νὰ δώσουν τὴν ζωή τους γιὰ τὴν πατρίδα. Ἡ περήφανη Ἑλληνίδα λέει, πὼς δὲν παραδίδεται καὶ μὲ τὸ ὅπλο της ρίχνει μιὰ βολὴ ἐναντίον τῶν αἱμοβόρων κομιτατζήδων καὶ ἡ μάχη ξεκινάει.
Οἱ σφαῖρες τῶν Βουλγάρων χτυπᾶνε τοὺς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ γεμίζοντάς το τρύπες. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ὧρες ἀναποτελεσματικῶν πυροβολισμῶν κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι τὸ σπίτι τῆς δασκάλας εἶναι ἄπαρτο κάστρο, ἕνας κομιτατζῆς δίνει τὴν ἰδέα νὰ τὸ κάψουν. Ὅλοι συμφωνοῦν, μιᾶς καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ καταβάλουν τοὺς Ἕλληνες ἀγωνιστές. Ἕνας κομιτατζῆς τρέχει μὲ ἀναμμένο πυρσό, σπάει τὸ παράθυρο καὶ τὸν ρίχνει μέσα. Τὸ ἐσωτερικό του σπιτιοῦ εἶναι ξύλινο καὶ λαμπαδιάζει ἀμέσως. Οἱ ἀγωνιστὲς ὅμως δὲν βγαίνουν ἔξω. Προτιμοῦν νὰ καοῦν ζωντανοὶ παρὰ νὰ πέσουν στὰ χέρια τῶν Βουλγάρων. Οἱ φλόγες λαμπαδιάζουν τὸ σπίτι, δημιουργώντας μιὰ κόλαση πυρός. Ἡ Κατερίνα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀγωνιστὲς, συνεχίζουν νὰ πυροβολοῦν μέχρι νὰ σωθοῦν οἱ σφαῖρες τους καὶ νὰ τοὺς καταπιοῦν οἱ φλόγες.
Γιά τήν ἡρωική αὐτή δασκάλα ἔχουν γραφεῖ οἱ παρακάτω συγκινητικοί στίχοι:
«Παιδιά μου, γιατί χύνετε δάκρυα μὲ τόση λαύρα
κι ὅλα φορᾶτε μαῦρα στὸ ἔρμο αὐτὸ σχολειὸ;
– Ἔκαψαν τὴ δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι ἔχουμε μείνει μόνοι, χωρὶς μανούλα πλειὸ.
Γιατί ἀπὸ μάνα πιὸ πολύ μᾶς ἀγαποῦσε ἐκείνη,
ἡ δόλια Αἰκατερίνη ἀπὸ τὴ Γευγελὴ.
Τῆς εἶπαν νὰ παραδοθεῖ τὰ τέρατα ἐκεῖνα.
Μ’ αὐτὴ σὰν Μπουμπουλίνα, ἐνῶ πυροβολεῖ, τοὺς λέει:
«Δὲν παραδίνεται ποτὲ της μιὰ Ἑλληνίδα».
Κι ὡς λύκαινα ἡρωίδα τρεῖς ὧρες τοὺς κρατεῖ.
Μὰ τέλος τὴν ἐκάψανε κι ἐπέταξε στὰ οὐράνια
κι ἐμᾶς σὲ μαύρη ὀρφάνια μᾶς ἄφησε στὴ γῆ».
Ἄς συνεχίσουμε, λοιπόν, νά τό βροντοφωνάζουμε καί νά τό διακηρύττουμε πρός πᾶσα κατεύθυνση, ὅτι εἴμαστε ὑπερήφανοι καί δοξάζουμε τόν Πανάγαθο Τριαδικό Θεό μας, πού ἐν τῇ ἀπείρῳ εὐσπλαγχνίᾳ Του εὐδόκησε νά γεννηθοῦμε σ’ αὐτή τήν εὐλογημένη Πατρίδα, τήν Ἑλλάδα μας, τήν τόσο δοξασμένη μά καί τόσο πονεμένη.
Εἴμαστε εὐλογημένοι καί τρισευλογημένοι ἀπό τόν Πανάγαθο Θεό μας, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, γιατί ἔχουμε τήν καλύτερη Πίστη, τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας, τήν μόνη ἀποκεκαλυμμένη καί ἀληθινή. Ἔχουμε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, τήν κιβωτό τῆς σωτηρίας μας.
Καί ἔχουμε ταυτόχρονα τήν καλύτερη, τήν ὡραιότερη, τήν ἡρωϊκότερη καί τήν ἐνδοξότερη πατρίδα τοῦ κόσμου, τή Ἑλλάδα μας. Μιά πατρίδα πανέμορφη μέ ἕναν οὐρανό καταγάλανο, ἕναν ἥλιο ὑπέρλαμπρο, ἀστέρια ὁλόφωτα, νερά κρυστάλλινα, βουνοκορφές περήφανες, θάλασσες ἀστραφτερές μέ μιά ἀπέραντη δαντελένια ἀκτογραμμή.
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, νά μήν προδώσουμε τήν ὑπερπολύτιμη παρακαταθήκη τῶν προγόνων μας· νά μήν ἐγκαταλείψουμε ποτέ τόν ἀγώνα γιά τήν λευτεριά, πού εἶναι ἀκόμη πιό ἀναγκαῖος στίς μέρες μας. Κι αὐτό γιατί, παρότι οἱ πατεράδες μας καί οἱ παπποῦδες μας θυσιάστηκαν γιά νά μᾶς ἐξασφαλίσουν μία πατρίδα ἐλεύθερη, παρότι ἔχουμε ἀνεξάρτητη ἐθνική κρατική ὀντότητα, ἡ ἐπίσημη κρατική πολιτική, διαχρονικά, καί οἱ πρακτικές ὑποτέλειας πού μετέρχεται, δέν ἐξασφαλίζουν μία πραγματικά καί οὐσιαστικά ἐθνικά ἀνεξάρτητη καί κυρίαρχη ὑπόσταση καί παρουσία τῆς χώρας μας στόν κόσμο.
Ἡ ὅλη αὐτή κατάσταση ἐπιβαρύνεται καί ἀπό τήν διαχρονική ἐνδοτικότητα τῶν ἑλληνικῶν Κυβερνήσεων, πού ἐφαρμόζοντας στήν ἐξωτερική πολιτική τό περιβόητο δόγμα «δέν διεκδικοῦμε τίποτε», παραιτήθηκαν τῶν ἐθνικῶν μας δικαίων στίς σκλαβωμένες καί ὄχι χαμένες πατρίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ: στήν Βόρειο Ἤπειρο, στήν Μακεδονία, στήν Ἀνατολική Ρωμυλία, στήν Ἀνατολική Θράκη, στόν Πόντο, στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Σμύρνη, στήν Μικρά Ἀσία.
Ἄς ἀναπέμψουμε, κλείνοντας, δέηση ἱκετευτική στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό: «Ὑπεράγαθε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς ἀκαταμαχήτου προστασίας καί ἐλπίδος ἡμῶν, μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς εἰς τέλος καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν ὑπὲρ δύναμιν. Κατάπαυσον τόν κλύδωνα τῶν πειρασμῶν, κατεύθυνον τοὺς ταγοὺς τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς φιλτάτης πατρίδος ἡμῶν, στήριξον τὸν στρατὸν καὶ τοὺς ἡγήτορας αὐτοῦ κραταίωσον, παραμύθησον τὸν τεθλιμμένον καὶ ἀπεγνωσμένον λαόν Σου, ὅτι κύνες πολλοὶ εἰσήλθοσαν ἐν τῇ ἁγίᾳ Σου Μάνδρᾳ.
Σοῦ δεόμεθα καὶ Σὲ ἱκετεύομεν μὴ κινήσῃς τὴν λυχνίαν Σου ἐκ τοῦ μαρτυρικοῦ τόπου τῆς πατρίδος ἡμῶν.
Πρεσβείαις τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἧς τὸν Εὐαγγελισμὸν ἑορτάζομεν, καὶ πάντων τῶν μαρτύρων καὶ ἡρώων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, τὰ ὅρια τῆς φιλτάτης ἡμῶν πατρίδος καὶ δὴ τῆς αἱματοποτισθείσης μακεδονικῆς γῆς ἀδιαλώβητα φύλαττε εἰς αἰῶνας. Ἀμήν».
Ζήτω ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία!
Ζήτω ἡ ἔνδοξη Ἑλλάδα μας!
Ζήτω ἡ ξακουστή Μακεδονία μας!
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΞΑΚΟΥΣΤΗ
Μακεδονία ξακουστή
του Αλεξάνδρου η χώρα,
που έδιωξες τους βάρβαρους
κι ελεύθερη είσαι τώρα.
Είσαι και θα 'σαι ελληνική
Ελλήνων το καμάρι
κι εμείς τα Ελληνόπουλα
σου πλέκουμε στεφάνι.
Το διαμαντένιο στέμμα σου
για βάλε στο κεφάλι,
για να φανεί η δόξα σου,
Μακεδονία, πάλι.
Οι Μακεδόνες δε μπορούν
να ζούνε σκλαβωμένοι,
όλα και αν τα χάσουνε,
η λευτεριά τούς μένει.
Μακεδονόπουλα μικρά,
χορέψτε και χαρείτε,
γιατί στην ομορφότερη
πατρίδα τώρα ζείτε.
Πηγή: (Ὁμιλία τοῦ Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου Ἱερός Ναός Ζωοδόχου Πηγῆς Τρικάλων, Ἑσπερινός Εὐαγγελισμοῦ), Ακτίνες