Ο Μακρυγιάννης, όταν ξέσπασε η επανάσταση, βρέθηκε στην Άρτα, προσποιούμενος τον πραματευτή. Εκεί συνελήφθη από τους Τούρκους και βασανίστηκε άγρια, επί 75 ημέρες, όπως αναφέρει. Γλίτωσε δύο φορές τον θάνατο και τελικά διασώθηκε, μέσω ενός συγγενή του Αλή πασά, ο οποίος πολεμούσε κατά των Τούρκων. Αφού έμεινε κοντά του για ένα διάστημα, τον Αύγουστο του 1821, εντάχθηκε στο σώμα του καπετάνιου Γώγου Μπακόλα.
Υπό τον Γώγο ο Μακρυγιάννης έλαβε το βάπτισμα του πυρός, πολεμώντας στα Τζουμέρκα. Αφού απέκρουσαν τους Τούρκους εκεί, ο Γώγος και το σώμα του εγκαταστάθηκε αμυντικά στο χωριό Πέτα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1821, οι Τούρκοι επιτέθηκαν.
Οι Έλληνες, ειδοποιημένοι, περίμεναν την τουρκική επίθεση, έχοντας φτιάξει ταμπούρια. Με το πρώτο φως εμφανίστηκαν οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν και πυροβόλα. Οι Έλληνες ένιωθαν τρόμο από τα πυροβόλα, καθώς τους ήταν, εν πολλοίς, άγνωστη η αποτελεσματικότητά τους.
Οι Τούρκοι, με επικεφαλής τον Χασάν πασά, έμπιστο αξιωματικό του Τούρκου αρχιστρατήγου Χουρσίτ, παρέτασσαν 9.000 άνδρες, έναντι 350 Ελλήνων. Ο Γώγος Μπακόλας έταξε τους 300 στην πρώτη γραμμή των ταμπουριών, κρατώντας ως εφεδρεία 50 άνδρες.
Οι Τούρκοι, με συνεχείς εφόδους, προσπάθησαν να κάμψουν την ελληνική αντίσταση, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν με ηρωισμό στις τουρκικές επιθέσεις από το πρωί μέχρι την ώρα που έδυσε ο ήλιος. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει πως το μεγαλύτερο μαρτύριο ήταν η δίψα.
Ο ίδιος αναφέρει και ένα πολεμικό ανέκδοτο από τη μάχη αυτή. Ένας νεαρός Τούρκος μπέης οδήγησε πολλές εφόδους κατά των Ελλήνων, με γενναιότητα. Οι Έλληνες προσπάθησαν επανειλημμένα να τον πλήξουν, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Τότε στο ταμπούρι του Μακρυγιάννη ήρθε ο Γώγος και τους είπε να μην σπαταλούν πυρομαχικά «για ένα γουρνομύτη».
Ο Γώγος πήρε ένα καριοφίλι και τους είπε μόλις σκοτώσει τον μπέη να του φέρουν το κεφάλι του. Ο Μακρυγιάννης του απάντησε γελώντας πως ο μπέης δεν δίνει το κεφάλι του, το θέλει! Ο Γώγος, χωρίς να απαντήσει, σήκωσε το όπλο και με μια βολή έπληξε τον Τούρκο στο κεφάλι, αφήνοντάς τον νεκρό, λέγοντας: «Γουρνομύτη, με τα παιδιά παίζεις ολημέρα και μου κάψαν αδίκως τα φουσέκια».
Ο γενναίος Μπακόλας υπήρξε το εξιλαστήριο θύμα για χάρη του Μαυροκορδάτου για να δικαιολογηθεί η ήττα των Ελλήνων και των φιλελλήνων στη δεύτερη, καταστροφική, μάχη του Πέτα, το 1822. Ο Μακρυγιάννης έλεγε για αυτόν: «Ήταν τίμιος άνθρωπος και γενναίος πατριώτης κι΄αγαθός… Η πατρίς χάριτες χρωστάγει εις αυτό τον γενναίο άνδρα».
Τελικά η μάχη κρίθηκε από την επέμβαση της ελληνικής εφεδρείας, την κατάλληλη στιγμή, στο πλευρό των Τούρκων, όταν άρχισε να νυκτώνει. Οι Τούρκοι, αδυνατώντας να αντιληφθούν το μέγεθος της δύναμης που τους πλαγιοκόπησε, τράπηκαν σε φυγή, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες, ως την Άρτα. Στη μάχη αυτή ο Μακρυγιάννης δέχτηκε το πρώτο του τραύμα, στο δεξί πόδι.
Πηγή: history-point.gr