Αν και η Επανάσταση του 1821 είχε ξεσπάσει στον Μοριά, στην Ανατολική Στερεά επικρατούσε διστακτικότητα. Αυτό οφειλόταν κυρίως τον τοπικό οπλαρχηγό Μήτσο Κοντογιάννη που παρά τις πιέσεις από τους Διάκο, Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, θεωρούσε άκαιρη την εξέγερση των Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη.
Οι τρεις υπέρ της Επανάστασης οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο χωριό Κομποτάδες και αποφάσισαν να προσβάλουν την Υπάτη που ονομάζονταν Πατρατζίκι τότε. Μη έχοντας άλλη επιλογή συμφώνησε και ο Κοντογιάννης. Πράγματι οι Έλληνες επιτέθηκαν στην Υπάτη στις 18 Απριλίου και σύντομα τη κατέλαβαν αποκλείοντας τους εκεί Τούρκους στα σπίτια τους. Οι Τούρκοι τελικά συνθηκολόγησαν αλλά την ίδια ώρα ισχυρή τουρκική δύναμη 8.000 ανδρών υπό τους Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη έφτασε στο γειτονικό Λειανοκλάδι. Αδυνατώντας να αντιπαραταχθούν στη δύναμη αυτή οι Έλληνες αποχώρησαν.
“Αυτούς τους μήνες, Απρίλη και Μάγη, έγινε ένα σκέδιον να πάμε να κυργέψωμε το Πατρατζίκι και να κινηθούν όλα τα γειτονικά μέρη και συνφώνως να χτυπήσουμε όλοι μαζί. Συνάχτηκαν τ᾿ αναγκαία εις το Μαυρολιθάρι, εις το χωριόν και είπαμε να συναχτούμε όλοι να βαρέσουμε συνφώνως. Τα χαράματα ζυγώσαμεν απόξω την Πάτρα (η Υπάτη ονομαζόταν Νέαι Πάτραι στους Βυζαντινούς χρόνους) όλοι, ως τρεις-χιλιάδες μεραστήκαμε από δυο μέρη, προχωρέσαμε ως την άκρη την χώρα, πιάστη ο πόλεμος καμπόσον. Η δύναμη των Τούρκων πολλή, και χωρίς σκέδιον καλό να κάμωμε εμείς, χαλαστήκαμε.
“Σκοτώθηκαν καμπόσοι Τούρκοι κι᾿ από ᾿μάς το-ίδιο, σκοτωθήκαμε και πληγωθήκαμε… Θα σας ειπώ κι’ ένα γενναίον πολύ περιστατικόν: Ένας ατρόμητος άντρας από τους Κολοβάτες (είναι του Σαλώνου χωριόν), τον λένε Μήτρο Καθάριον (αλήθεια καθάριος κι ατίμητος είναι), αφού τζακιστήκαμε στην χώρα και τραβηχτήκαμε εις το ψήλωμα, οι εδικοί μας όλοι κι’ εμείς φκιάσαμε ταμπούρι και πολεμούσαμε. Αυτός ο δυστυχής ήταν μέσα εις την χώρα σε σπίτι μπασμένος. Αφού φύγαμε εμείς, αυτός έμεινε μόνος του κλεισμένος.
“τόφυγαν οι συντρόφοι του κι’ έμεινε μόνος του. Του ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου του, παίρνει ένα γιαταγάνι τούρκικον και σκοτώνει τέσσερους. κι εκεί οπού τον πολεμούσαν του δίνουν μίαν μαχαιριά εις την κοιλιά. και σκοτώνει τον Τούρκον και με το μαχαίρι εις την κοιλιά ήρθε εκεί οπού ήμαστε εμείς, εις το ταμπούρι. Και δεν του πειράξαμεν το μαχαίρι. με τούτο εις την κοιλιά τον πήγαμε εκεί οπούταν οι εδικοί μας και ήταν ο γιατρός. και τόβγαλε το μαχαίρι και με των μερμήγκων τα κεφάλια τόραψε την κοιλιά. Και τράβησε ο καημένος κοντά ένα χρόνον να γιατρευτή. Γέρευε και πάλε ξηλώνεταν, κι’ έβγαιναν οι κοπριές από την κοιλιά οπούταν η πληγή. Και ζη τώρα και δεν έχει ψωμί να φάγη.
“Σταθήκαμεν εκεί ως το δειλινό και πολεμούσαμε αποκόβαμε τους Τούρκους να πηγαίνουν και να ᾿ρχωνται εις το κάστρο. Ηύραν καιρό, έφυγαν με γερούσι ο Ρούκης κι᾿ ο Ρουμάνης και σώθηκαν. Τότε πήγαμε κ᾿ εμείς απάνου, οπού ήταν οι άλλοι ξαποστάσαμε. Τότε, από το δεξιόν του κάστρου είναι ένα βουνάκι και βήκαν καμμιά διακοσιαριά Τούρκοι και το έπιασαν. Αρχίσαμε να τους πολεμήσουμε από-᾿μπρός. Πήρε καμπόσους ο Γκούρας συντρόφους και πήγε κρυφά και τους πήρε τις πλάτες και τους βαρούσε εκείνος από τις πλάτες κ᾿ εμείς από-᾿μπρός. Και τους τελειώσαμεν όλους, τους στείλαμε εις την άλλη ζωή και με την ορμή εκεινών, οπού τους σκοτώσαμε, πήραμε και το κάστρο με γερούσι και σκοτώσαμε κ᾿ εκεί καμπόσους οι περισσότεροι φύγαν από τ᾿ άλλο το μέρος”, αναφέρει ο Ιωάννης Μακρυγιάννης για το περιστατικό.
Πηγή: history-point.gr