ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΝΤΕ ΜΙΡΑΝΤΑ: η Ελληνική Σκέψη στην Αυτοθέσμιση των Κοινωνιών, τον Διαφωτισμό και την Γνώση / ΑΞΟΝΑΣ ΙΙ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ, ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ, ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ
Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τῆς Τουρκοκρατίας ὁ Ἀλέξανδρος προβάλλεται ὡς σύμβολο ἀντίστασης στὸν κατακτητή, καθὼς ἡ ἐπιβολή του ὡς ἀπόλυτου κυρίαρχου στὴν Ἀνατολὴ κατὰ τὸ παρελθὸν γεννᾶ ἐλπίδες γιὰ μία παρόμοια ἐξέλιξη στὸ παρόν. Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὸ ὁ Μεγαλέξανδρος κατέστη καὶ ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων. Λειτούργησε ἑνοποιητικὰ πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ μέσα στὸν χῶρο. Τὸ τοπικιστικὸ πνεῦμα, ἀλλοῦ περισσότερο καὶ ἀλλοῦ λιγότερο ὑπῆρχε καὶ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία. Φράσεις, ὅμως, σὰν καὶ τὴν ἀκόλουθη ποὺ ἐκστομίζει ὁ Ἀλέξαδνρος σίγουρα ἐνίσχυσαν τὴν αἴσθηση τοῦ συνανήκειν τῶν Πελοποννησίων, τῶν Στερεοελλαδιτῶν, τῶν Νησιωτῶν, τῶν Μακεδόνων, τῶν Μικρασιατῶν καὶ τῶν ὑπόλοιπων τοπικῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων: «Ὦ θαυμαστοὶ καὶ ἀνδρειωμένοι Μακεδόνιοι καὶ Παμφλαγόνες καὶ Λακεδαιμόνιοι, ἀκούσατε ὅλοι» . Ὅλοι ὑπηρετοῦν στὸν ἀγώνα τοῦ Ἀλέξανδρου κατὰ τῶν Περσῶν, ὅπως ἀκριβῶς στὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης θὰ ὑπηρετήσουν στὸν Ἀγώνα κατὰ τῶν Τούρκων.
Αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρο γνωρίζει ὁ ἑλληνικὸς κόσμος τῆς Τουρκοκρατίας. Πέρα ἀπὸ τοὺς λογίους, καὶ ἁπλοὶ ὀλιγογράμματοι Ἕλληνες, τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ τῶν ἀλλεπάλληλων ἐκδόσεων τῆς Φυλλάδας, τὸν ἀντιμετωπίζουν ὡς σύμβολο ἀντίστασης ἢ καὶ λύτρωσης ἀπέναντι στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ἰδίως κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 18ο αἰώνα, στὰ χρόνια δηλαδὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ὡς πρὸς τοῦτο ἡ περίπτωση τοῦ Ἰωάννη Πρίγκου, ἐμπόρου ἀπὸ τὴν Ζαγορά, ὁ ὁποῖος ἔζησε μετὰ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα στὸ Ἄμστερνταμ καὶ ἔβλεπε μὲ συμπάθεια τὴν Ρωσία. Ἐκεῖ συνέταξε τὸ ἀκόμη ἀνέκδοτο Χρονικὸ τοῦ Ἄμστερνταμ. Σὲ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ ὀγκώδους αὐτοῦ κειμένου, ποὺ εὐτυχῶς ἔχουμε τὴν τύχη νὰ ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπὸ παλιά, ὁ Πρίγκος σημειώνει τὰ παρακάτω ὡς λεγόμενα ἑνὸς Ἕλληνα ποὺ βλέπει τὴν μεγαλοπρέπεια τῆς ὁλλανδικῆς Αὐλῆς:
«Οἷς κρίμασι Κύριε, εἶπε, καὶ διατὶ ἐμεῖς νὰ εἴμεστε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, καὶ διατὶ ἐμεῖς νὰ εἴμεστε ὑπόδουλοι καὶ νὰ μὴ ἔχωμε καθὼς ἐτοῦτοι βασίλειο καὶ ἐλευθερία; ἔλεος σὺ κύριε, ὅπου ἐλευθέρωσες τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ Φαραώ, ἐλευθέρωσε καὶ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν Τοῦρκο… Ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ καὶ εἰς ἐμᾶς ἔλεος νὰ ἐλευθερωθῇ τὸ γένος ἀπὸ τὸν Ἀγαρινόν, ὁ Θεὸς νὰ ἐννεύσῃ εἰς τὴν καρδίαν ταῆς Βασιλείας Ρουσσίας, ὅπου εἶναι ὁμόπιστη, νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸν ζυγὸν τὸν βαρὺν καὶ τὸν ἀβάστακτον, τὸν ἄδικον, τὸν ἅρπαγον, τὸν ἄπιστον Τοῦρκο, διὰ αὔξησιν, στερέωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ναὶ κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν γίνου ἔλεος. Ἕως πότε βασιλεύει αὐτὸ τὸ ἥμισυ φεγγάρι ὅπου κυριεύει τὴν πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου; Ἀπὸ τὰ 1454(sic) ἕως τώρα 1768, χρόνοι 314. Φτάνει Θεέ μου ἡ ὀργή σου, μακροθύμησον, ἀκόμη δὲν σώθηκαν οἱ ἁμαρτίες νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃς, Θεέ μου; Ἐπαραοργίσαμε τὴν καλοκαγαθίαν σου καὶ διὰ τοῦτο μᾶς ἔβαλες σὲ ὑποταγὴ τοιούτου ἀγρίου θερίου τοῦ ἀσεβοῦς Ἀγαρηνοῦ. Θεέ μου, νεῦσον εἰς τὲς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν βασιλέων νὰ ὁμονοιάσουν νὰ ἐξαθρακίσουν αὐτὸν τὸν αἱμοβόρον λύκον, αὐτὸ τὸ ἀχόρταγο … ζῶο, ὁποὺ ἡ ζωή του εἶναι σὰν τοῦ χοίρου, εἰς τὴν τροφὴν καὶ τὴν τρυφήν, στὴν ἀδικία μὲ τὰ δοσίματά του, βάρη ἀπάνω εἰς βάρη, διὰ νὰ μᾶς λιγάνῃ, νὰ μᾶς ἀφανίσῃ. Θεέ μου ἀφάνισέ τον, ἂς πάγῃ αὐτὴ ἡ ὀργὴ ἐκεῖ, ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἦλθε. Ἀσήκωσε, Θεέ μου, ἕναν ἄλλον Ἀλέξανδρον, ὥς ποτε ἐκεῖνος τοὺς Πέρσας ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἔτζι καὶ αὐτὸν τὸν τύραννο νὰ τὸν διώξῃ, νὰ λάμψῃ πάλε ἡ χριστιανοσύνη στοὺς τόπους τῆς Ἑλλάδος καθὼς καὶ πρῶτα».
Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀποκαλυπτικὸ πέρα ἀπὸ τὴν διάσταση τοῦ Ἀλέξανδρου ὡς τοῦ κατεξοχὴν συμβόλου πολεμικῆς ἀρετῆς καὶ ἐπικράτησης πάνω στὸν ἐξ Ἀνατολῶν δεσποτισμὸ καὶ γιὰ τὴν παρουσίαση τῆς ἑλληνικῆς διαχρονίας. Στὰ παρακάλια του πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Ἕλληνας τοῦ Ἄμστερνταμ τὸν Ἀλέξανδρο σκέφτεται πρῶτον, καὶ τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς ὁμοίου του ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ λάμψει πάλι ἡ χριστιανοσύνη στὴν Ἑλλάδα. Φαίνεται λοιπὸν μία ξεκάθαρη σχέση στὴν ἰδεολογία τοῦ προεπαναστατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνάμεσα στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ἑλλάδα. Μόνο ὡς χριστιανοσύνη νοεῖται ἡ Ἑλλάδα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ. Πρόκειται, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἔκφραση στὸ ἐπίπεδο τῆς λαϊκότροπης ἰδεολογίας ποὺ ἐκφράζει ὁ Πρίγκος τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Μεγαλέξανδρου, ὅπως αὐτὸς εἴδαμε πὼς ἔγινε στὴν Φυλλάδα του. Παράλληλα, ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ Ἕλληνα τοῦ Ἄμστερνταμ εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ ἀποκαταστήσει τὸ ἑλληνικὸ γένος στὴν προτέρα του εὔκλεια καὶ συγκεκριμένα θὰ ἀνακτήσει τὴν Πόλη τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, τοῦ ἑτέρου βασιλέα συμβόλου. Συνειδητά, ἢ ἀσύνειδα, ὁ ὀλιγογράμματος Πρίγκος κατορθώνει μέσα σὲ λίγες γραμμὲς νὰ συμπυκνώσει τὴν ἱστορικὴ μνήμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς ἐποχῆς του, παρουσιάζοντας καὶ τὶς δύο μεγάλες του κληρονομιές, τὴν ἀρχαιοελληνική (Μ. Ἀλέξανδρος), τὴν χριστιανική, καὶ τὸν πρῶτο ἡγέτη ποὺ σύνθεσε τὶς δύο αὐτὲς ποὺ κυριολεκτικὰ ὁρίζουν τὸν Ἕλληνα, τὸν Μ. Κωνσταντῖνο.
Σὲ αὐτὴν τὴν συνάφεια, ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ ἡ στάση τῶν τριῶν κυρίαρχων πνευματικῶν τάσεων στὰ τελευταῖα πενῆντα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἀπέναντι στὸν Μεγαλέξανδρο. Τὸ πρῶτο, τὸ παλαιότερο καὶ παραδοσιακότερο ἀποτελοῦν οἱ Κολλυβάδες, οἱ ὁποῖοι βεβαίως λόγω τῆς παραδοσιακότητας καὶ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας εἶναι ἰδιαίτερα κριτικοὶ ἀπέναντι σὲ κάθε τι ἀρχαιοελληνικό. Καὶ ὅμως· ὁ μεγαλύτερος ἐπικριτὴς τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῶν παθῶν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, δὲν θεωρεῖ τὸν Ἀλέξανδρο ἀνήθικο ὅπως τοὺς συμποσιαστὲς ἀρχαίους, τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Περικλῆ . Ἴσως, νὰ πρόκειται γιὰ γεγονὸς τυχαῖο, ἴσως ὅμως καὶ ὄχι. Γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους, ἡ διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν Ἀνατολὴ ὡς συνέπεια τῆς ἐπέκτασης τοῦ κράτους τοῦ Ἀλεξάνδρου ὑπῆρξε ἡ βάση γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ἐντασσόμενη ἔτσι κατὰ μίαν ἔννοια στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Τὸ δεύτερο κυρίαρχο πνευματικὸ ρεῦμα, αὐτὸ τῶν διαφωτιστῶν, ὀπαδῶν τοῦ εὐρωπαϊκοῦ νεωτερικοῦ πνεύματος, μὲ ἐξέχουσα φυσιογνωμία τὸν Ἀδαμάντιο Κοραή, τήρησε σαφῆ ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὸν Μεγαλέξανδρο. Οἱ Ἕλληνες κατὰ τὸν Κοραῆ ἔπρεπε νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα ἢ ἔστω ἀπὸ μόνοι τους, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση υἱοθετώντας τὸ δυτικὸ ἀντιπροσωπευτικὸ πολιτικὸ σύστημα. ὲν ἔπρεπε νὰ ἔχουν σχέση μὲ τοὺς «βασιλόφρονες» Μακεδόνες, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Γραικὸς σοφὸς τῶν Παρισίων, τοὺς ἔθεσε σχεδὸν ἐκτὸς τῆς ἑλληνικῆς διαχρονίας, γράφοντας πὼς οἱ Μακεδόνες κατέλαβαν τὴν Ἑλλάδα. Στὴν ἰδεολογικὴ αὐτὴ χρήση τῆς ἱστορίας οἱ Μακεδόνες ἀντιμετωπίζονται ὡς δυνάστες , ἀκριβῶς γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ ὁ νέος ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὸ «μίασμα» γιὰ τὸν ἀστὸ δυτικόπληκτο Κοραὴ τῆς βασιλείας. Μόνο δημοκρατία, καὶ σὲ μικρὴ ἴσως ἔκταση ὀλιγαρχία (Σπάρτη) εἶχαν οἱ Ἕλληνες, ὄχι ὅμως καὶ βασιλεία. Αὐτὴ ἡ θεώρηση τῶν πραγμάτων καθιέρωσε μετὰ τὴν κατίσχυση τῆς κοραϊκῆς ἰδεολογίας ὡς ἐπίσημης κρατικῆς ἄποψης τὴν ψευδεπίγραφη ἀντιπροσωπευτικὴ δημοκρατία ὡς συνέχεια καὶ μετεξέλιξη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ΑΜΕΣΗΣ δημοκρατίας, μὲ τὴν ὁποία καμία βεβαίως σχέση δὲν ἔχει παρὰ μόνο στὸν ψευδεπίγραφο τίτλο.
Ἡ τρίτη μερίδα, ποὺ ἐκπροσωπεῖται στὰ προεπαναστατικὰ χρόνια ἀπὸ τὸν Ρήγα, καταφάσκει ἀπόλυτα τὸν Μεγαλέξανδρο. ὲν θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ γίνει καὶ ἀλλιῶς, καθὼς αὐτὴ ἡ μερίδα ἀπὸ τὴν μία ἐπειγόταν γιὰ τὴν Ἐπανάσταση, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη συνδύαζε κατὰ μίαν ἔννοια τῆς δύο προηγούμενες. Ὁ Ρήγας ὁραματιζόταν τὴν ἀναβίωση τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἀλλὰ μὲ διοικητικὸ σύστημα καὶ πολίτευμα σύγχρονο, παρόμοιο μὲ τὸ γαλλικό. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποδεχόταν τὸν Ἀλέξανδρο, παρότι δὲν ἀποδεχόταν τὴν βασιλεία. Ἔτσι, ὁ Ρήγας πέρα ἀπὸ τὴν γνωστὴ εἰκόνα τοῦ Μεγαλέξανδρου ποὺ ἐξέδωσε στὰ 1797 τὸν ἐπικαλεῖται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῶν ἐπαναστατικῶν ἔργων του. Στὰ χρόνια τοῦ ὥριμου Διαφωτισμοῦ καὶ ὁ ἀρχιμανδρίτης Κυπριανός, ὁ ὁποῖος δὲν φαίνεται ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὰ προτάγματα τῆς νεωτερικῆς λογιοσύνης καὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης θὰ ἀναφερθεῖ στὸν Ἀλέξανδρο μὲ τρόπο ἐγκωμιαστικὸ στὸ ἔργο τοῦ Ἱστορία τῆς νήσου Κύπρου:
«Ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πολεμήσας κατὰ κράτος ἐνίκησε τὸν Δαρεῖον τῶν Περσῶν εἰς τὴν παραθαλασσίαν τῆς Ἰσσοῦ, ἤτοι Παγιασίου τὸ πρῶτον, πάσης τῆς Συρίας καὶ φοινικίας ὑποπεσούσης ὑπὸ τὸν νικητήν, ἐκτὸς τῆς Τύρου, ἡ ὁποία ἦτον περισφαλισμένη μὲ ἰσχυρὰ τείχη, καὶ ἀκαταμάχητα καὶ διαυθεντευμένη γύρωθεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν ὡς νῆσος. […] Πλησιάσας ὁ Ἀλέξανδρος εἰς αὐτήν, οἱ Τύριοι τοῦ ἔστειλαν μίαν πρεσβείαν μὲ δῶρα πλούσια, καὶ τροφὰς διὰ τὸ στράτευμα. Ἤθελαν οἱ Τύριοι νὰ τὸν ἔχουν φίλον, ἀλλ’ ὄχι αὐθέντην. Ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἐζήτησε νὰ εἰσέβη εἰς τὴν Τύρον, νὰ προσφέρῃ τὰς θυσίας του εἰς τὸν Ἡρακλέα, ὁποῦ ἦτον εὔφορος Θεὸς τῶν ἁρμάτων, ἀλλὰ τοῦ ἀρνήθησαν τὴν εἴσοδον οἱ Τύριοι. Τότε ὁ Ἀλέξανδρος ὀργισθεὶς ἐκήρυξε τὸν πόλεμον, καὶ τὴν πολιορκίαν τῆς Τύρου. Ἐστοχάσθη, ὅμως, πῶς τό, ὡς μιςὸν μίλιον διάστημα, ὁποῦ ἐχώριζε τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν γῆν, δὲν ἦτον ἀδύνατον νὰ τὸ καταστήςῃ στερεὸν διὰ νὰ ὁρμήσουν τὰ στρατεύματα χωρὶς πλοῖα, καὶ ὅτι δὲν ἦτον δυνατὸν νὰ πάρῃ τὴν πόλιν, ἐν ὅσῳ οἱ Τύριοι ἦτον τῆς θαλάσσης ἐξουσιασταί. Διὰ τοῦτο ἐσύναξεν ἀπὸ τὴν Σιδώνα τὰ ὀλίγα κάτεργα, ὁποῦ τοῦ ἔμειναν. Τινὲς βασιλεῖς τοῦ Πέρσου εἰς τὸ ναυτικὸν διωρισμένοι, μαθόντες τῶν πόλεων αὐτῶν τὴν ὑποταγὴν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, ἀφέντες τὴν ἁρμάδα τῶν Περσῶν ἦλθαν μὲ τὰ πλοῖα των εἰς αὐτόν, ὥστε μετὰ τῶν Σιδονίων ἔγιναν ὅλα ὀγδοήκοντα ἅρμενα. Περὶ πλέον ἦλθον δέκα κάτεργα τῆς Ρόδου, τρία τῆς Σόλους τῆς Σελευκίας, καὶ τῆς Μαλλοῦ, δέκα τῆς Λυκίας, καὶ ἕνα τῆς Μακεδονίας πεντήκοντα κουπιῶν. Αὐτὰς τὰς πράξεις τοῦ Ἀλεξάνδρου, πρὸ ὀλίγου μαθόντες καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς Κύπρου, καὶ πῶς ἡ περσικὴ ἁρμάδα ἐπολεμήθη ὑποκάτω εἰς τὴν χώραν Ἰσσοῦ, ἤ Παγιασίου, πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἦτον πλέον αὐθέντης τῆς Φοινίκης, ἀποστρεφόμενοι τὸν ζυγὸν τῶν Περσῶν, ἐπορεύθησαν προσφέροντες ἑαυτοὺς εἰς δούλευσίν τους καὶ τὰς ἐπαρχίας των, μὲ ἑκατὸν εἴκοσι κάτεργα, τροφάς, καὶ ὅσα ἄλλα ἀναγκαῖα διὰ τὸν πόλεμον, ὡς λέγει Πλούταρχος, καὶ Κούρτιος βιβ. Δ’. Κύπρον μὲν εὐθὺς οἱ βασιλεῖς ἦκον ἐγχειρίζοντες αὐτῷ. Τότε καὶ ὁ Πύματος βασιλεὺς Κιτίων ἐπρόσφερε τῷ Ἀλεξάνδρῳ σπαθίον πολύτιμον, ὅπερ ὁ Ἀλέξανδρος τιμῶν τὸν προσφέροντα, ἐζώσθη παρὰ χρῆμα, παρόντων τῶν ἀρχιστρατήγων τοῦ αὑτοῦ στρατεύματος.
Ἀφ’ οὗ δὲ νικητὴς καὶ εἰς Τύρον εἰσέβη ὁ Ἀλέξανδρος, εὐχαριστήσας, καὶ βραβεύσας ἀρχιστρατήγους, στρατηγούς, καὶ στρατιώτας, ἐφιλοδώρησε πλουσίως καὶ τοὺς τῆς Νήσου βασιλεῖς, καὶ ἀπέλυσεν αὐτοὺς διὰ τὰς ἐπαρχίας των. Ἀυλύνομον δὲ τινὰ ἐκ τοῦ γένους τοῦ Κιννύρου καταγωμένου, διὰ τὴν ὑπόληψιν τοῦ ἀρχαίου γένους του, ἐσύστησε βασιλέα τῶν Παφίων, κατὰ τὸν Πλούταρχον. Οὗτοι δὲ ἐλθόντες εἰς Κύπρον, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀνοικοδόμησαν τὴν Καλλινοῦσαν μεταξὺ Λιμενίτη καὶ χρυσοχοῦς τῷ πάλαι κειμένην, καὶ Ἀλεξανδρέτταν αὐτὴν ὠνόμασαν, ἧς οὐδὲ ἴχνος τὰ νῦν φαίνεται.
Ἐκ δὲ τῆς Τύρου ὁ Ἀλέξανδρος πορευθεὶς εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ προϋπαντηθεὶς ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως Ἰωὰδ ἐνδεδυμένου, κατὰ θείαν νεὺσιν, τὴν ἀρχιερατικὴν στολήν, ἐκπλαγεὶς εἰς τὴν θέαν ὁ μονάρχης, ἔδραμε μὲ εὐλάβειαν, καὶ ἐπροσκύνησε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἔφερεν ἐπὶ στήθους εἰς χρυσοῦν πέταλον ὁ ἀρχιερεὺς γεγραμμένον· καὶ πάντα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀρχιερέως ποιήσας ἐκεῖσε, ἀπῆλθε ταχέως, καὶ πολεμήσας τὴν Γάζαν, ἐπορεύθη τὴν ὁδὸν διὰ τὴν Αἴγυπτον. Ἐκεῖθεν λοιπὸν ἔγραψε τῶν Κυπρίων βασιλέων νὰ ἑτοιμάσουν μίαν ἀρκετὴν ἁρμάδα, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀξιωτέρους, καὶ ἐμπείρους βασιλεῖς εἰς ναυτικὴν νὰ συμπορευθῶσι. Συναχθείσης τῆς ἁρμάδας ὑπὲρ τὰ ἑκατὸν κάτεργα, καὶ ἐν αὐτῇ Νικοαρέων βασιλεὺς Σαλαμίνης, καὶ Πεισίστρατος Λαπιθίας, καὶ Στασάνωρ Κουρίας ἐπιστατοῦντες, ἐξέπλευσεν εἰς Ταμιάθθιον, ἔνθα ἔτυχαν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ὁ μὲν Νικοαρέων ἐλέχθη ναύαρχος τοῦ στόλου, ὁ δὲ Πεισίστρατος μέρους στρατεύματος στρατηγὸς καὶ ὁ Στασάνωρ ὡς γηραλαῖος, καὶ συμβουλῆς ἄξιος, ἔμεινε παρ’ αὐτῷ. Τὸ μῖσος, ὁποῦ ἔτρεφον οἱ Αἰγύπτιοι κατὰ τὼν Περσῶν εὐκόλινε τὴν ἀπόκτησιν τῆς Αἰγύπτου εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Μαζαῖος, ὁ τεταγμένος παρὰ τοῦ Δαρείου ἐξουσιαστὴς Αἰγ΄πτου, ὁρῶν ἑαυτὸν ἀδύνατον νὰ ἀντισταθῇ εἰς τοιαύτας δυνάμεις τῶν Μακεδόνων, ἂνοιξεν εὐθὺς τὰς πύλας τῆς Μέμφεως τῷ Ἀλεξάνδρῳ, ὅστις διατάξας πάντα ἐκεῖ, καταβὰς παρὰ τὴν θάλασσαν πρὸς τὸν Φάρον, εἶδε τοποθεσίαν ἁρμόδιον, ἐδιώρισε τὴν οἰκοδομὴν τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ αὐτὸς ἐπορεύθη εἰς Λιβύην νὰ ὀνομασθῇ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἄμμωνος· σκοπὸν ἔχων μετὰ τὴν ἐπιστροφήν του ἀπὸ τὸ προσκύνημα, νὰ καταδιώξῃ δεύτερον τὸν Δαρεῖον, ἐκεῖθεν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ στρατεπεδεύσαντα. Ἐδιώρισε δὲ τὸν Νικοκρέοντα νὰ διαδράμῃ τὴν θάλασσαν μέχρι τῆς Σικελίας, ὅστις ἐκπλεύσας ἕως ἐκεῖ, καὶ πολεμήσας, καὶ ὑποτάξας ἐκείνους τοὺς λαούς, ἔβαλεν ὑπὸ φόρον εἰς ὄνομα τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ ὑπέστρεψεν, ὅτε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐστράφη εἰς τὴν οἰκοδομουμένην Ἀλεξάνδρειαν, μὲ τὸν τίτλον, υἱὸς τοῦ Ἄμμωνος.
Ἐκστρατεύσας κατὰ τοῦ Δαρείου καὶ καταχαλάσας αὐτὸν ἐν Ἀρβίλοις τὸ δεύτερον, ἐπέρασεν εἰς Βαβυλῶνα, ἔνθα καὶ ἐτελεύτησεν, ὡς ἡ φήμη θέλει φαρμακευμένος».
Στὰ 1803 ὁ ἀρχιμανδρίτης Κωνστάντιος τόνισε τὴν προσήλωση τοῦ Μεγαλέξανδρου στὴν ἑλληνικὴ ἀρχιτεκτοντικὴ κατὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἀλεξάνδρειας. Στὸ ἔργο του Ἀρχαία Ἀλεξάνδρεια, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε στὸν τσάρο Ἀλέξανδρο Α΄, γράφει:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος ὑπάρχων ὅλος ἐγκείμενος καὶ δεδομένος εἴς τε τὰ ἔθιμα καὶ τὰς τάξεις τῆς πατρίδος αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὴν ἔμφυτον φιλοτιμίαν τοῦ πνεύματος αὐτοῦ, ὁρμῶν νὰ ὑπερέβῃ εἰς τὰς πράξεις αὐτοῦ τοὺς πρὸ αὐτοῦ πάντας, ἐνόμιζε τοῦτο ὡς εὐτελὲς καὶ ἀνάξιον τῆς δόξης αὐτοῦ νὰ διαφυλάξῃ τὰς συνηθείας καὶ τάξεις τῶν κυριευθέντων ὑπ’ αὐτοῦ βασιλειῶν· αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτὸν τὰ σκῆπτρα τῆς Αἰγύπτου κρατήσαντες Πτολεμαῖοι πάντα τὰ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ κτήρια, ναοὺς καὶ ἀρχεῖα, ἔκτισαν αὐτὰ κατὰ τὸν τρόπον καὶ τὴν μέθοδον τῶν Ἑλλήνων, καὶ ἐπειδὴ ἡ Γραικικὴ ἀρχιτεκτονικὴ ὑπῆρχε λεπτὴ καὶ ψιλή, ἡ δ’ αἰγύπτιος ἓν μέγιστον σῶμα ὄγκου, εὐκόλως λίαν ἐδυνήθησαν ἀπὸ τῆς ὑστάτης ἐπὶ τὴν πρώτην νὰ ξέσουν καὶ νὰ μεταποιήσουν τοὺς κίονας, τὰς πέτρας καὶ μάρμαρα».
Προχωρώντας ὁ Κωνστάντιος στὴν περιγραφὴ τῶν μνημείων τῆς Ἀλεξάνδρειας καταλήγει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ στὸ μεγαλύτερο ἀρχαιολογικὸ αἴνιγμα, τὸν τάφο τοῦ Μεγαλέξανδρου.
«Ποῦ δὲ καὶ εἰς ποῖον ἄρα μέρος τῆς πόλεως ταύτης εὑρίσκεται ὁ τάφος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τὸ Σεράπιον, τὸ Μουσεῖον καὶ τὰ λοιπά; Ἀδύνατον ἐστὶ νὰ ἐπιστηρίξῃ τὴν εἰδέαν αὐτοῦ τινὰς καὶ νὰ βεβαιώσῃ τῷ ὄντι, μεταξὺ ἑνὸς τηλικούτου πολυαρίθμου πλήθους σωρῶν συγκεχυμένων ἐρειπίων, τὴν ἀληθῆ τοποθεσίαν τούτων· ἡ ἐμὴ γνώμη, ὅτι ἐὰν ὁ ἐραστὴς τῶν ἀρχαιοτήτων ἤθελε στοχασθῇ ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Καίσαρος, καὶ τὸ Μουσεῖον ὑπῆρχε περὶ τὸ ἀκροθαλάσσιον μεταξὺ τοῦ Ὀβελίσκου καὶ τοῦ μικροῦ Φάρου κατὰ τοῦτο ὀλιγότερον θέλει λανθασθῇ, ἢ ἀπερχόμενος καὶ ἀναζητῶν τὴν τοποθεσίαν αὐτῶν τῶν κτηρίων εἰς τὰ ἐνδότερα μέρη τῆς παλαιᾶς Ἀλεξανδρείας. […] Ὁ τάφος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ τάφος τοῦ ἐξαιρεθέντος αὐτοῦ ἀνδρὸς ἀπὸ τῆς κοινῆς πορείας τῆς ζωῆς τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τὸ μικρὸν ἐκεῖνο ἀφεγγὲς καὶ περιορισμένον χωρίον, ἔνδον τοῦ ὁποίου ἐχωρίθη ἡ χοϊκὴ ὕπαρξις τῶν γεγυμνωμένων ὀστῶν τοῦ νικητοῦ ἐκείνου ἥρωος τῆς οἰκουμένης. Αὐτὸς ἦν γνωστὸς μέχρι τοῦ δεκάτου πέμπτου αἰῶνος ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ, ἤδη δὲ δὲν παρέμεινεν οὔτε σημεῖον τούτου τοῦ τόπου, ἤδη δὲ ἐξαλείφθη καὶ ἡ κατὰ παράδοσιν μνήμη αὐτοῦ τοῦ τάφου, παρομοίως ἀπωλέσθησαν καὶ τὰ σημεῖα τῆς διαγνώσεως τῶν ἐρειπίων τοῦ Σεραπίου καὶ ἄλλων θαυμαστῶν οἰκοδομῶν, καὶ τὰ ἐγκαταλειφθέντα ἴχνη τούτων ἀναμφιβόλως σώζονται ὑποκάτω τῶν μεγίστων σωρῶν τῶν ὁρωμένων κρημνισμάτων, εἰς τὰ ὁποῖα μετεβλήθησαν τοσαῦτα καὶ τηλικαῦτα θαυμάσια ἔργα τῶν χειρῶν τῶν ἀνθρώπων».
Σὲ αὐτὴν τὴν συνάφεια ἀξίζει νὰ σημειώσουμε πὼς στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου ὁ Κωνστάντιος καθίσταται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἀναφέρεται στὶς παρερμηνεῖες τῶν εὐρωπαίων ἰστορικῶν σχετικὰ μὲ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὸν Μεγαλέξανδρο. Στὴ σχετικὴ ἀναφορά του, μάλιστα, καταλογίζει στοὺς Εὐρωπαίους ἐσκεμμένη διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας.
« ὲν δύναται νὰ κρατηθῇ ὁ κάλαμός μου κατά τινων φιλαύτων νεωτέρων Εὐρωπαίων ἱστορικῶν, οἵτινες διωκόμενοι ὑπὸ τῆς ἐξηπατημένης σκιᾶς τῶν ἐπινοιῶν αὐτῶν, παίζουσι τὸν κάλαμον κατὰ τὰς ἐνεργείας τῆς φαντασίας αὐτῶν, καὶ τοιουτοτρόπως περιπλανούμενοι εἰς τὰς προληπτικὰς εἰδέας αὐτῶν, ἀδικοῦσι τὰ μέγιστα τὴν δόξαν τοῦ μεγάλου, ἀνδρὸς καὶ φίλου τῆς ἀνθρωπότητος, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ φύσις ἀνέστησε τὸν ἥρωα τῆς Μακεδονίας, παριστάντες αὐτὸν ἂνευ κρίσεως, μανικὸν ὑπὸ κενοδοξίας καὶ φρενόληπτον, διατρέχοντα τὴν Ἀσίαν ἐπὶ σκοπῷ νὰ καθυποτάξῃ μὲν τὴν οἰκουμένην, ἀλλ’ ἐν ᾧ νὰ λεηλατήςῃ ταύτην καὶ νὰ ἐξαφανίςῃ· ἀλλὰ κατὰ τῆς ἀδίκου αὐτῶν γνώμης καὶ χειρὸς ἀρκεῖ ἡ τοῦ Ἀῤῥιανοῦ Νικομηδέως καὶ Πλουτάρχου ἀπολογία, ἡ ἐξυμνοῦσα τάς τε πολεμικὰς πράξεις καὶ πολιτικὰς βουλὰς τοῦ ἥρωος· ἀρκεῖ καὶ ἡ πόλις αὔτη τῆς Ἀλεξανδρείας ἡ ἀνεγερθεῖσα οὐχὶ τόσον ἀπὸ φιλοτιμίαν πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅσο πρὸς ὠφέλειαν τῆς ἀνθρωπότητος ἐπὶ τὰ τῆς Ἀφρικῆς ἐκείνης παράλια».
Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ Δημήτρης Γουζέλης στὴν ἀφιερωματικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ναπολέοντα, ποὺ προτάσσει στὴν μετάφραση τοῦ ἔργου τοῦ Τορκουάτου Τάσσου, Ἀπελευθερωμένη Ἱερουσαλήμ, παρομοιάζει τὸν γάλλο «αὐτοκράτορα» μὲ τὸν Μεγαλέξανδρο. «Τὸ φοβερὸν ὄνομά σου, ὦ κράτιστε βασιλεῦ, ἐξίσου μὲ τὰ μεγάλα ὀνόματα τῶν Λεωνίδων καὶ Θεμιστοκλέων, ἠχεῖ εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Ἐλισσοῦ καὶ τοῦ Εὐρώτα· ἑνοῦται καὶ μὲ τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου εἰς τῆς Μακεδονίας τὰ ὄρη».
Βεβαίως, ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς ὑπάρχουν καὶ ὁρισμένοι ποὺ δὲν ξεχνοῦν καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ πλευρὰ τοῦ Ἀλέξανδρου. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἐπίσκοπος Καμπανίας Θεόφιλος, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο του Ταμεῖον Ὀρθοδοξίας, ἀναφέρει τὸν Ἀλέξανδρο ὡς παράδειγμα ἀνθρώπου ποὺ καταστράφηκε ἐξαιτίας τῆς ἀκολασίας. Παρὰ τὴν προβολή του αὐτὴ ὅμως δὲν απορρίπτει τελείως τὸν Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος καὶ γιὰ τὸν Θεόφιλο παραμένει μέγας: «Ὁ ἀνδρικώτατος Ἀχιλλεὺς δὲν ἐχάθη διὰ τὸν ἔρωτα τῆς Πολυξένης;
ὁ μέγας Ἀλέξανδρος δὲν ἔπεσεν εἰς μέθην, καὶ γυναῖκας, καὶ πρὸ καιροῦ του ἀπέθανεν;»
Ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος Παλιουρίτης στὴν ἀφιερωματικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἔργου του Ἐπιτομὴ Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος τὴν ὁποία ἀπευθύνει πρὸς τὴν ἑλληνικὴ ἀδελφότητα Λιβόρνου καὶ ἀναφερόμενος γενικότερα στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ τὴν σχέση τῶν ἀρχαίων μὲ τοὺς σύγχρονούς του Ἕλληνες, γράφει:
«Ἦν ποτε καιρός, ὦ εὐγενεῖς Ἑλλήνων ἀπόγονοι, ὅτε ἡ κοινὴ μήτηρ ἡμῶν Ἑλλάς, μήτηρ ἁπάντων ἀνθρώπων ἐνομίζετο, σοφίας οἴκημα ἐκαλεῖτο, ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης ταμεῖον ἐλέγετο, καὶ πᾶν ὅ,τι ἂν εἴποι τις ἱερὸν καὶ σοφὸν ὄνομα αὐτῇ ἐδίδετο. Ἦν καιρός, ὅτε Ἀπόλλων μὲν μετὰ μουςῶν ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος καὶ Παρνασσοῦ τοὺς Ἡσιόδους, Πινδάρους, καὶ ἄλλους τοιούτους ἀναριθμήτους τὴν ἰδίαν ἐπιστήμην ἐδίδασκεν, Ἄρης δὲ καὶ Παλλὰς τοὺς Μιλτιάδας, Θεμιστοκλεῖς καὶ Ἀριστείδας, εἰς Μαραθῶνα, καὶ Σαλαμῖνα ἐστεφάνουν· ἦν, λέγω, καιρός, ὅτε ἀπὸ πάσης γῆς οἱ ἂνθρωποι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα τρέχοντες, τὰ νάματα τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως ἤρυον· ἐπειδὴ οὐδὲν ἄλλο τότε ἡ Ἑλλάς, παρὰ σοφίαν, ἀνδρείαν, καὶ ἀρετήν, ὡς πηγὴ πολύκρουνος καὶ πολυχεύμων ἀνέβλυεν· ἀλλὰ φεῦ τοῦ βασκάνου δαίμονος! Δειμὸς καὶ καυσώδης πνεύσας ἂνεμος ἐκ τῶν ξηρωτάτων ἐρήμων, πάντα ταῦτα τὰ καλὰ ὡς ἂνθη ἐαρινὰ κατέκαυσε, καὶ τὴν μὲν πηγὴν τῆς σοφίας καὶ τὸν λειμῶνα τῶν ἐν ἀνθρώποις χαρίτων ὀπωροφυλάκιον ἐθνῶν ἐποίησε, τοὺς δὲ υἱοὺς αὐτῆς τῇδε κᾀκεῖσε διεσκόρπισε, παρ’ ἄλλων καὶ ἐν ἄλλοις ζητοῦντας, ὧν αὐτοὶ κληρονόμοι γνήσιοι ἐγεννήθησαν. Ἀλλ’ ὃ φύσει ἔγκειταί τινι, λέγει τις, ἀδυνατοῦσι τύχης προσβολαὶ τελείως ν’ ἀποσβύσωσι· κᾄν τε πρὸς καιρὸν φανῇ μαραινόμενον, ἀναθάλλει πάλιν καὶ λαμπρότερον γίνεται· καὶ ὥσπερ ἓν δένδρον πολύφυλλον καὶ ἀγλαόκαρπον, ἐὰν τὰς ῥίζας ἔχῃ βαθείας, καὶ εἰς γόνιμον γῆν ἐμπεφυτευμένας, κᾂν ἂνεμος σφοδρὸς πνεύσας, τὰ φύλλα τούτου καταβάλλῃ, καὶ κλώνους ἐνίοτε ἀποξηραίνων, διακοπήν, καὶ ἄργιταν νὰ προξενήςῃ δύναται, ὄχι ὅμως καὶ παντελῆ ἀπονέκρωσιν νὰ ἐπιφέρῃ ἰσχύει, ἀλλὰ τοῦτο πάλιν ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀναβλαστάνει καὶ τρυφεροὺς ἐκ τῶν ῥιζῶν τοὺς κλώνους ἀναπέμπον, μείζονα καὶ τρυφερώτερον τὸν καρπὸν ὑπόσχεται.
Οὕτω καὶ ἡ Ἑλλὰς φύσει μουσῶν καὶ μαθήσεως κατοικία γεννηθεῖσα, ἂν καὶ πρὸς καιρὸν ὑπὸ τῆς δεινῆς τοῦ καιροῦ μεταβολῆς ἀγρία καὶ ἔρημος τῶν τοῦ κόσμου χαρίτων καὶ καλῶν διὰ τὴν τούτων στέρησιν ἐφάνη, νῦν πάλιν αὐτὴ ἀφ’ ἑαυτῆς ν’ ἀναλάβῃ, καὶ τὴν κατοικίαν τούτων μονιμωτέραν καὶ ἀσφαλεστέραν νὰ κτίζῃ ἤρξατο, καὶ τὰς ἐκ τούτων ἀρετὰς λαμπροτέρας, τηλαυγεστέρας καὶ δαψιλεστέρας ὑπόσχεται. Οὐ γοῦν δὴ ἡ Ἑλλὰς Αἴγυπτος, εἰς ἣν ἐπιστροφὴν τὰ καλὰ οὐκ ἔχουσιν, ἀλλ’ ὅσον σφοδρὰ καὶ δεινὰ τοῦ πνεύματος ἡ ὁρμὴ κατ’ αὐτῆς ἐγένετο, ὡς καὶ παντελῆ τὸν ἀφανισμὸν αὐτῆς ἐπηπείλει, τοσοῦτον παρ’ ἐλπίδα πάντων γενναίως ἀντέστη, καὶ οὐδεμίαν οὐσιώδη ἀλλοίωσιν, ἵν’ οὕτως εἴπω, ὑπέμεινεν (τὴν γὰρ Ὀρθοδοξίαν αὐτὴ ἀκεραίως φυλάττει, καθ’ ἣν λάμπουσα καὶ πᾶσαν καινοτομίαν ἀποδιώκουσα, γνησία θυγάτηρ καὶ κληρονόμος τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατρικῶν Παραδόσεων γνωρίζεται), ἀλλὰ καὶ ὅ,τι τῶν ἔξω καλῶν αὐτῆς ὑπὸ τῆς τοῦ καιροῦ μεταβολῆς ἠμαυρώθη, τοῦτο νῦν ἀνακράζει, καὶ μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας ἀνακαλεῖ.
Νῦν πάλιν ἡ Ἑλλὰς ὁσημέραι τοὺς υἱοὺς αὐτῆς εἰς τὰ πανταχοῦ μέρη πέμπουσα, ὡς ἄλλους Σόλονας, Λυκούργους, καὶ Πλάτωνας, παραγγέλλει, ν’ ἀποσινάξωσι μὲν ὅσα τῶν καλῶν αὐτῆς ἁρμόζουσι, τὰ δὲ ψυχόλεθρα καὶ βλαπτικὰ ἀποῤῥίπτοντες νὰ λέγωσιν, “Ἑλλάδι ταῦτ’ ἀνοίκεια. Καὶ ἢν Θεὸς δῷ, Ἄγγελος ὡς ἱερὰν σώζειν γῆν Ἑλλάδος ἦκε”.
Καὶ οὐ μόνον νῦν οἱ ἐν τῇ Ἑλλάδι ὄντες τοῦτον τὸν θεῖον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν συνέλαβον ἔρωτα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπανταχοῦ γῆς ἄποικοι αὐτῆς διὰ τοῦτον γνήσια τέκνα αὐτῆς γνωρίζονται, καὶ παντὶ τρόπῳ εἰς βελτίωσιν αὐτῆς ἀγωνίζονται. Οἱ Ἕλληνες γοῦν ὅπου καὶ ἂν ὦσι τὸν αὐτὸν τῆς ἑλληνικῆς εὐγενείας χαρακτῆρα φυλάττουσι· καὶ ἂν εἰς τὰ ἄκρα τῆς γῆς εὑρεθῶσιν, ὁ πρώτιστος καὶ κύριος αὐτῶν σκοπὸς ἐκ τῆς καρδίας αὐτῶν δὲν ἐξαλείφεται, ἀλλ’ ἕκαστος πρὸς τὴν μητέρα καὶ πατρίδα ἀφορᾷ, καὶ πάντα ἐπ’ ἀγαθῷ αὐτῆς ἐνεργεῖ καὶ πράττει· Ἑλλήνων γοῦν τὸ φιλοπάτριδες εἶναι ξεχωριστὸν ἰδίωμα, καὶ δι’ αὐτοὺς ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος ἐλέχθη λόγος· “Μάχου ὑπὲρ Πίστεως” καὶ Πατρίδος· ὥσπερ καὶ ὑμεῖς ἐντιμότατοι, τὸν ἐνδόμυχον ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ τῆς βελτιώσεως αὐτῆς ἔργοις μᾶλλον, ἢ λόγοις δεικνύετε. Τὶς γὰρ οὐκ οἶδε τὰς καθ’ ἡμέραν συνδρομὰς καὶ βοηθείας, ἃς ἡ τιμία ἀδελφότης ὑμῶν εἰς ἀνακουφισμὸν καὶ ἀνάῤῥωσιν τοῦ γένους ἡμῶν ἀφθόνως ἐπιχορηγεῖ; Τὶς δὲν ἠξεύρει τὰς συνδρομὰς καὶ παρακινήσεις εἰς ἔκδοσιν νέων καὶ ὠφελίμων τῇ Ἑλλάδι βιβλίων; ὲν εἶναι ὁ σκοπὸς μου ἐνταῦθα ν’ ἀναφέρω καὶ τὰς χριστιανικὰς καὶ θεοφιλεῖς ἀρετάς, μὲ τὰς ὁποίας ἡ ἐν Χριστῷ ὑμῶν ἀδελφότης λάμπει· σιωπῶ τὰς πρὸς τοὺς δυστυχοῦντας Ἕλληνας βοηθείας, τὰς ἐλεημοσύνας, καὶ πρὸ πάντων τὸν ἱερὸν δεσμὸν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, μὲ τὴν ὁποίαν ἑνοῦται, καὶ παρὰ πᾶσιν, ὡς καὶ παρ’ αὐτοῖς τοῖς ἀλλογενέσιν, ἐπαινεῖται, ζηλοῦται, καὶ θαυμάζεται ἡ ἀδελφότης τῶν ἐν Λιβόρνῳ Γραικῶν· ἓν μόνον ἐγὼ λέγω, ὃ καὶ τοῖς πᾶσι γνωστόν, ὅτι δηλαδὴ ἡ τιμία ὑμῶν ἀδελφότης καταφύγιον εἶναι τῶν Ἑλλήνων, ὅσοι ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς Ἑλλάδος τὸν κατὰ φιλοσοφίαν δρόμον εἰς τὴν Εὐρώπην βαδίζουσιν, ἧς αἱ πλείους Ἀκαδημίαι εἰσὶ πλήρεις τῶν ὑφ’ ὑμῶν τρεφομένων καὶ βοηθουμένων μαθητῶν.
Ἀλλὰ καὶ ἐκείνοις, ὅσοι τοῦτον τὸν δρόμον ν’ ἀκολουθήσωσι δὲν δύνανται, τὴν μητρικὴν δὲ γλῶσσαν ὁπωσοῦν ἐπιθυμοῦσι νὰ μάθωσιν, ἐμὲ χειραγωγὸν αὐτοῖς ἀποκατεστήσατε καὶ συνεργὸν πρὸς τοὺς γενναίους σκοποὺς ὑμῶν ἀπεδείξατε, καὶ θυγατέρα Ἑλλάδος ἐκηρύξατε. Τούτῳ οὖν τῷ μεγέθει τῆς παρ’ ὑμῶν τιμῆς κᾀγὼ ἐπαρθεῖσα, νὰ συνεισφέρω τε τῇ ὑμετέρᾳ προθυμίᾳ εἰς τὴν τῆς Μητρὸς καὶ Πατρίδος βελτίωσιν ἐφιλοτιμήθην· ὅθεν δὴ καὶ τὴν Ἐπιτομὴν ταύτην τῆς τῶν προγόνων ἡμῶν Ἑλλήνων Ἱστορίας νὰ συνερανίσω προεθυμήθην· ἣν καὶ ὡς ἀπαρχὴν ἡ θυγάτηρ μὲ θαῤῥαλαῖον φρόνημα ὑμῖν τοῖς εὐμενέσι πατρᾶσι καὶ προστάταις μου ἀνατίθημι, ὡς παρ’ ὑμῖν καὶ δι’ ὑμῶν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν εὐνοίας ἀξιωθησομένην· ἐπειδὴ οὐδὲ αὐτὴ ξένων ἢ βάρβαρων γενῶν ἔργα ἐπαγγέλλεται, ἀλλὰ τῶν προγόνων ἡμῶν τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα νὰ κηρύξῃ καὶ ν’ ἀναμνήςῃ ἔρχεται.
Δέξασθε τοίνυν αὐτήν, ὦ ἐνδόξων προγόνων ἔνδοξοι γόνοι· εὐμενεῖ τῷ προσώπῳ, περιθάλψατε, καὶ συστήσατε αὐτὴν ὡς νεοφανῆ εἰς τὴν καθωμιλημένην διάλεκτον οὖσαν, καὶ ὑπὸ πρωτοτόκου μητρὸς γεννηθεῖσαν, ἥτις δὲν θέλει εἶναι ἀνωφελὴς καὶ παντὶ τῷ γένει, καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν, ὅσα εἰς τὴν ξένην ταύτην γῆν διάγουσιν· οὐ γοῦν μικρὸν εἰς κτῆσιν ἀρετῆς συμβάλλεται τοῖς νέοις καὶ τὸ προγονικὰς εἰδέναι ἀρετάς, κατὰ τὸν λέγοντα».
Κατόπιν στὸν δεύτερο τόμο τῆς Ἐπιτομῆς του ἀναφέρεται στὸν Ἀλέξανδρο σὲ ἰδιαίτερο κεφάλαιο χρησιμοποιώντας ὡς πηγὲς τὸν Πλούταρχο καὶ τὸν Κούρτιο Ροῦφο.
«Ἀλέξανδρος ὁ μέγας ἐγεννήθη εἰς τὸν πρῶτον χρόνον τῆς ἑκατοστῆς ἕκτης Ὀλυμπιάδος, ἔτη πρὸ Χριστοῦ τριακόσια πενῆντα ἕξ, τὴν ἡμέραν, καθ’ ἣν ὁ ἐν Ἐφέςῳ νὰὸς τῆς Ἀρτέμιδος ἐκάη ὑπό τινος Ἐρωστράτου. Ἡ ἱστορία τούτου τοῦ ἥρωος συνεγράφη διεξοδικῶς ἀπὸ τὸν Ἀῤῥιανὸν τὸν Νικομηδέα, καὶ ἀπὸ τὸν Κοΐντον Κούρτιον λατινιστί, καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς. Ἡ παροῦσα Ἐπιτομὴ θέλει ἀναφέρει ὡς ἐν συντόμῳ τὴν κατὰ τῶν Περσῶν ἐκστρατείαν αὐτοῦ, ὑφ’ οὗ ἠφανίσθη ἡ ὑπερήφανος ἐκείνη Μοναρχία, καὶ θέλει μεταχειρισθῇ ὁδηγοὺς εἰς τοῦτο τὸν Πλούταρχον καὶ τὸν Λατῖνον ἱστορικόν.
Ἡ φύσις εἶχε στολίσει τὸν Ἀλέξανδρο μὲ ὅλας τὰς ἀρετάς, αἵτινες εἶναι ἀναγκαῖαι εἰς ἕνα βασιλέα, ὅστις γενᾶται διὰ νὰ βασιλεύςῃ τῆς οἰκουμένης, ὅθεν καὶ τοῦ ἐντύπωσε τοιαύτην φιλοτιμίαν, ὥστε παιδίον ὂν καὶ βλέπων τὰ κατορθώματα τοῦ πατρός, ἐπαραπονεῖτο, ὅτι ἐκατώρθωνεν ὅλα καὶ εἰς αὐτὸν δὲν ἄφινε τίποτε, διὰ νὰ δείξῃ τὴν ἀρετήν του. Ὅσην προθυμίαν καὶ ἀγάπην ἔδειξεν οὗτος ὁ ἥρως εἰς τὴν μάθησιν καὶ εἰς τοὺς σοφούς, τοσαύτην ἀφοβίαν καὶ γενναιότητα εἰς τοὺς πολέμους καὶ κινδύνους, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν τρυφερὰν τοῦ ἡλικίαν· ἐπειδὴ λέγουν, ὅτι μόλις ἦτον πεντεκαιδεκαετής, ὅταν κάποιος Θεσσαλὸς ὀνόματι Φιλονείκης ἔφερε τοῦ Φιλίππου ἕνα ἵππον ἀξιόλογον τόσον εἰς τὸ μέγεθος, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἀνδρείαν καὶ ταχύτητα, ἀλλ’ ἄγριον καὶ σχεδὸν ἀκαταδάμαστον. Μίαν ἡμέραν λοιπὸν ὁ Φίλιππος ἠθέλησε νὰ δοκιμάσῃ αὐτὸν τὸν ἵππον, ἀλλ’ ἐστάθη ἀδύνατον νὰ ἀνέβῃ τινας ἐπάνω του· ὅθεν ὁ Φίλιππος θυμωθεὶς εἶπε πρὸς τὸν ἂνθρωπον νὰ τὸν πάρῃ καὶ νὰ φύγῃ. Ὁ Ἀλέξανδρος τότε παρὼν εἶπε δὶς καὶ τρὶς “ὢ τὶ ἀξιόλογος ἵππος χάνεται δι’ ἀμάθειαν”! Τοῦτο ἀκούων ὁ Φίλιππος ἔδωκε τὴν ἄδειαν τοῦ παιδός, ἂν δυνηθῇ νὰ τὸν καβαλλικεύςῃ. Τότε ὁ νέος ἐτράβισε τὸν ἵππον νὰ βλέπῃ πρὸς τὸν ἥλιον, (διότι ἐπαρατήρησεν ὅτι ἔβλεπε τὴν σκιὰν τοῦ ἀνθρώπου ὅστις ἤθελε νὰ καβαλλικεύςῃ, καὶ φοβούμενος δὲν ἐστέκετο) καὶ χαϊδεύσας αὐτόν, εὐθὺς ἐῤῥίφθη ἔξαφνα ἐπάνω του· καὶ πρῶτον μὲν ἄφησε τὸν χαλινὸν ἕως οὗ νὰ παύςῃ ὀλίγον ἡ ὁρμὴ τοῦ ἵππου, ἔπειτα δὲ τὸν ἐκέντησε καὶ ἔτρεξεν, ὅσον ἐδύνατο. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔτρεξεν ἱκανῶς, ἐγύρισε καὶ ἐξεπέζευσε μετ’ εὐφημίας τῶν παρόντων. Φίλιππος ὁ πατήρ του κλαίων σχεδὸν ἀπὸ τὴν χαράν, ἐφίλησε τὸν υἱὸν καὶ εἶπε “ζήτησον υἱέ μου, βασιλείαν, διότι ἡ Μακεδονία εἶναι μικρὰ διὰ σε”. Τοῦτος ὁ ἵππος ἐλέγετο Βουκέφαλος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Ἀλέξανδρος πολλάκις ἦτον χρεώστης διὰ τὴν ζωήν του. Μία ἀπόκρισις τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐφανέρωσε τὴν πρὸς τὸν Ἀριστοτέλη ἀγάπην του. “Ποῖον ἀγαπᾷς καλλίτερον, τὸν ἐρώτησαν, τὸν Φίλιππον, ἢ τὸν Ἀριστοτέλη; Ὁ Φίλιππος ἀπεκρίθη, μοὶ ἔδωκε τὴν ἁπλῶς ζωήν, ὁ δὲ Ἀριστοτέλης τὴν καλὴν ζωήν· ὅθεν ὅση εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τούτων, τοσαύτη εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη”. Εἰς πολλὰς περιστάσεις πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ Φιλίππου, ὁ Ἀλέξανδρος ἔδειξε τὴν γενναιότητά του, ὡς εἰς ἕνα πόλεμον τῶν Τριβαλλῶν ἐφύλαξε τὴν ζωὴν τοῦ πατρός του, ὅστις ἦτον εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πέςῃ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν· ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν μάχην τῆς Χαιρώνειας ὁ Ἀλέξανδρος ἔδειξε τὰ πρῶτα σημεῖα τῆς νίκης. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του εὐθὺς ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον, χωρὶς νὰ εὕρῃ ἐμπόδιον, διότι ὁ Ἀριδαῖος καὶ ὁ Πτολεμαῖος οἱ δύω ἀδελφοί του, δὲν ἦσαν εἰς κατάστασιν νὰ φιλονεικήσουν μὲ αὐτὸν περὶ τοῦ θρόνου.
Μετὰ τὴν εἰς τὸν θρόνον ἀνάβασιν ὁ Ἀλέξανδρος εὑρέθη περικυκλωμένος ἀπὸ ἐχθροὺς τρομεροὺς ἀπὸ κάθε μέρος. Οἱ Τριβαλλοί, οἱ Ἰλλυριοί, καὶ ὅλοι οἱ βάρβαροι γείτονες τοῦ βασιλείου του, ἐσηκώθησαν εἰς τὰ ὅπλα» .
Στὴν συνέχεια ὁ Παλιουρίτης προβαίνει σὲ μία πολυσέλιδη (περίπου 80 σελίδες) ἀφήγηση ὅλων τῶν στρατιωτικῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ Μεγαλέξανδρου, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν κατίσχυση κατὰ τῶν βορείων γειτόνων του καὶ καταλήγοντας στὴν Ἰνδία καὶ τὴν νίκη ἐπὶ τοῦ Πώρου. Κλείνει τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Άλέξανδρο μὲ τὰ ἑξῆς:
«Ἀφ’ οὗ ἐκοινολογήθη ὁ θάνατος τοῦ βασιλέως, ὁ θρῆνος ἔγινεν ἀμίμητος τόσον ἀπὸ τοὺς Πέρσας, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς Μακεδόνας, μάλιστα δὲ οἱ πρῶτοι τὸν ἐθρήνησαν περισσότερον, στοχαζόμενοι ὅτι δὲν ἔχασαν ἕνα νικητήν των, παρὰ ἕνα καλὸν πατέρα καὶ τοσοῦτον, ὥστε Συσίγαμβις ἡ μήτηρ τοῦ Δαρείου δὲν ἔζησεν οὔτε τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἀλέξανδρου, ἀλλ’ ἀπέθανεν ἀπὸ τὴν λύπην της, λέγουσα ὅτι δὲν θέλει εὕρῃ πλέον ἄλλον Ἀλέξανδρον, ὅστις ἀντὶ σκλάβαν νὰ τὴν καλεῖ μητέρα, καὶ νὰ τὴν τιμᾶ ὡς τοιαύτην.
Τοιοῦτος λοιπὸν ἐστάθη ὁ ἥρως τῆς Μακεδονίας, τοῦ ὁποίου τὸ λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον ὄνομα σώζεται ἄχρι τῆς σήμερον παρὰ τοῖς Ἰνδοῖς, τὸν ὁποῖον καλοῦσι ΣάχἈζανδέρ, ὡς λέγει ἕνας νεωτερικὸ συγγραφεύς. […]
Ὁ Ἀλέξανδρος ἀποθνήσκων παρήγγειλε νὰ τὸν θάψωσιν εἰς τὸν νὰὸν τοῦ Ἄμμωνος εἰς τὴν Ἀφρικήν, ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐδόθη χρησμός, ὅτι ὅστις τῶν διαδόχων αὐτοῦ λάβῃ τὸ σῶμα τοῦ βασιλέως, ἡ βασιλεία ἐκείνου θέλει μείνῃ περισσότερον καιρόν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Πτολεμαῖος κρυφίως τὸ ἔκλεψε, καὶ φέρων αὐτὸ τὸ ἔθαψεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὸ ὁποῖον ἐσώζετο καὶ ἕως εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Αὐγούστου, καὶ πλέον ἔπειτα. Μετὰ τρεῖς ὅμως χρόνους τοῦ θανάτου τοῦ Ἀλεξάνδρου, οἱ διάδοχοι αὐτοῦ ἔκαμαν τὴν ἀμίμητον ἐκείνην πομπὴν τῆς ταφῆς του ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα ἕως εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἥτις ἐνταῦθα χάριν συντομίας ἐγκαταλείπεται. Ὅρα δὲ τὴν Ἱστορίαν τοῦ Ῥολλίνου εἰς τὴν ἁπλὴν ἡμῶν διάλεκτον».
Ὁ Γρηγόριος Παλιουρίτης ἐπίσης, σὲ ἄλλο ἔργο του, τὴν Ἑλληνικὴ Ἀρχαιολογία παρουσιάζει τὸν Ἀλέξανδρο ὡς εἰσηγητὴ τοῦ ἐθίμου τῆς κοπῆς μαλλιῶν καὶ γενειῶν ὡς ἔνδειξης πένθους. «Ὁ Ἀλέξανδρος ἐπρόσταξε νὰ κόψουν τὰ μαλλία οὐ μόνον οἱ στρατηγοί, ἀλλὰ καὶ τὰ χαίτας τῶν ἵππων, καὶ τῶν ἡμιόνων, εἰς τὸν θάνατον τοῦ Ἡφαιστίωνος».
Στὸ σπουδαῖο ἀρχαιογνωστικό του ἔργο, Ὠγυγία, ὁ καθηγητὴς τῶν ἑλληνικῶν στὴν αὐτοκρατορικὴ ἀκαδημία ἀνατολικῶν γλωσςῶν στὴν Βιέννη Ἀθανάσιος Σταγειρίτης, ἀναφέρεται στὸν Ἀλέξανδρο σὲ ἀρκετὰ σημεῖα, ὅπου ὁ Μακεδόνας βασιλιὰς ἐμπλέκεται μὲ διάφορυς τόπους καὶ μύθους τῆς ἀρχαιότητας. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἀποτελεῖ ἡ ἀναφορά του στὸν Προμηθέα καὶ τὴν θεϊκὴ τιμωρία του: «Περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐκείνου, ὅπου ἐδέθη ὁ Προμηθεὺς εἶναι πολλὴ ἀμφιβολία καὶ ἀμφιλογία· ἐπειδὴ τινὲς μὲν λέγουσιν, ὅτι ἦτον τὸ μεταξὺ Εὐξείνου Πόντου καὶ τῆς Κασπίας θαλάσσης ὄρος τῆς Σκυθίας, ὁ Καύκασος λεγόμενος· ἔνθα, ὡς λέγει ὁ Ἀριανός, ἦτον μία ἄκρα, ἡ κορυφὴ Στρόβιλος καλουμένη, καὶ ἐκεῖ ἐδέθη· ὁ δὲ Διόδωρος λέγει, ὅτι ἦτον κατὰ τὰς Ἰνδίας ἂνωθεν τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ· ἐπειδὴ ὠνομάζετο καὶ ἐκεῖ ἓν ὄρος Καύκασος, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζον καὶ Παροπάμισον, καὶ τοὺς ἐγχωρίους Παροπαμισάδας, ἔνθα ὁ Ἀλέξανδρος ἔκτισε πόλιν Ἀλεξάνδρειαν. Κατὰ δὲ τὴν μέσην τοῦ ὄρους τούτου ἦτον μία πέτρα δέκα σταδίων περιφέρειαν ἔχουσα, καὶ τεσσάρων σταδίων ὕψος· καὶ εἰς ταύτην τὴν πέτραν ἔδειξαν οἱ ἐγχώριοι πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον τὸ σπήλαιον τοῦ Προμηθέως, τὴν κοίτην τοῦ Ἀετοῦ, και τινα σημεῖα τῶν δεσμῶν· καὶ ἐκεῖθεν ἔλυσεν αὐτὸν ὁ Ἡρακλῆς, ὅστις ἐπολιόρκησε τότε καὶ τὴν Ἄορνον πέτραν, καὶ ἐφώρμησε τρίς· ὅμως ἀπεκρούσθη· ὅθεν ἀφῆκε τὴν πολιορκίαν, ἐπειδὴ συνέβησαν καὶ σεισμοὶ καὶ ἄλλα ἀπαίσια σημεῖα. Ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ Ἀλέξανδρος παρὰ τῶν ἐγχωρίων, ἐφιλοτιμήθη περισσότερον νὰ κυριεύςῃ τὸ φρούριον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν ἐδυνήθη νὰ κυριεύςῃ ὁ Ἡρακλῆς· ἔπειτα δὲ ἐσεμνύνετο, ἐπειδὴ ἐκυρίευσεν αὐτὸ μὲ μίαν προσβολήν. Ὁ δὲ Στράβων νομίζει ταῦτα πλάσματα τῶν κολάκων τοῦ Ἀλεξάνδρου· ὁ Ἀλέξανδρος ὅμως ηὗρεν ἐκεῖ καὶ ἓν ἔθνος Σίβας ὀνομαζομένους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ στρατεύματος τοῦ Ἡρακλέους, καὶ μετεχειρίζοντο ἔτι τὰ σύμβολα ἐκείνου, φοροῦντες δέρματα, καὶ κρατοῦντες ῥόπαλα· ἔτι δὲ καὶ ἡ σφραγὶς αὐτῶν ἦτον ῥόπαλον, μὲ τὴν ὁποίαν ἐβούλλωναν τὰ ζῶα».
Στὸν δεύτερο τόμο τῆς Ὠγυγίας του ὁ Σταγειρίτης ἀναφερόμενος στὸ ὕδωρ τῆς Στυγός, μνημονεύει τὴν παράδοση ποὺ θέλει τὸν Ἀλέξανδρο νὰ δηλητηριάστηκε μὲ αὐτό. «Εἰρέθη δὲ λόγος, ὅτι διὰ τοῦ ὕδατος τῆς Στυγὸς ἐφαρμάκωσαν τὸν μέγαν Ἀλέξανδρον» . Στὸν ἴδιο τόμο καὶ στὸ κεφάλαιο γιὰ τοὺς θεοὺς τῆς Ἀσίας παραθέτει τὸ αἴτημα τοῦ Μεγαλέξανδρου νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς θεός: «Κατ’ ἄλλους δε, ἐλάτρευον τὸν Δία καὶ Διόνυσον, ἢ τὸν Οὐρανὸν καὶ Διόνυσον· ὅθεν, μαθὼν ὁ Ἀλέξανδρος, ὅτι εἶχον μόνον δύο θεούς, ἐζήτησε νὰ δεχθῶσι καὶ αὐτὸν τρίτον, συγκρινόμενος μὲ τὸν Διόνυσον κατὰ τὰς ἐκστρατείας καὶ ἀποκτήσεις».
Σὲ ἄλλο ἔργο του ὁ Σταγειρίτης, τὰ Ἡπειρωτικά, συγκρίνει διαρκῶς καὶ παρομοιάζει τὸν Πύρρο μὲ τὸν Μεγαλέξανδρο. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἀπόσπασμα μὲ τὸ ἐνύπνιο τοῦ Πύρρου, στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν Μεγαλέξανδρο νὰ τὸν καθοδηγεῖ στὴν νίκη:
«Ἐκείνην τὴν νύκτα, ὅτε ἔμελλε νὰ στρατεύςῃ τὸ πρωΐ, εἶδεν ὄνειρον, ὅτε ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, καὶ εἶπεν ἄλλα τε πολλὰ φιλικά, καὶ ὅτι θέλει τὸν βοηθήσει εἰς τοὺς σκοποὺς αὐτοῦ. Ἦτον ὅμως ὁ Ἀλέξανδρος ἄῤῥωστος καὶ κλινήρης. Ὅθεν εἶπεν ὁ Πύῤῥος πρὸς αὐτόν. Καὶ πῶς ἠμπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις, ὦ βασιλεῦ ἐν ᾧ εἶσαι ἄῤῥωστος; Μὲ τὸ ὄνομά μου μόνον, εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος· ἔπειτα ἐσηκώθη, καὶ ἀνέβη εἰς ἵππον Νισαῖον, καὶ οὕτως ὑπήγαινεν ἐμπρός. Ὁ δὲ Πύῤῥος ἠκολούθη. Τοῦτο τὸ ὄνειρον ἐγκαρδίωσεν αὐτὸν πολύ· ὅθεν στρατεύσας, καὶ ὁδοιπορῶν τάχιστα, ὅσον ἦτον δυνατόν, κατέλαβε τὴν Βέροιαν ἀναιμωτί, καὶ ἔστησε τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ ἐκεῖ. Ἔπειτα ἔπεμψε τοὺς στρατηγοὺς αὐτοῦ καὶ ἐκυρίευον τὰ πέριξ».
Το 1816 ὁ Δανιὴλ Φιλιππίδης στὸ ἔργο του Ἱστορία τῆς Ρουμουνίας, ἀσχολήθηκε μὲ ἕναν τομέα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὄχι τόσο δημοφιλῆ στὴν γραμματεία τῆς Τουρκοκρατίας, τὴν ἐκστρατεία του στὰ βόρεια τῆς Μακεδονίας. Ὅπως σημειώνει ὁ Φιλιππίδης, ὁ ὁποῖος εἶναι βαθειὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ἱστορικισμό, χρησιμοποιεῖ τὶς διαθέσιμες πηγὲς τῆς ἐποχῆς καὶ μᾶς παρέχει ἕνα κείμενο ἱστοριογραφικὸ μὲ τὴν ἔννοια ποὺ προσέδωσε στὴν ἱστοριογραφία ὁ 19ος αἰώνας.
«Περὶ πεντεκαίδεκα ἐνιαυτοὺς πρὸ τοῦ δευτέρου ἡμίσεως τῆς τετάρτης πρὸ τοῦ ἔτους ἡμῶν ἑκατονταετηρίδος, ἀφικνεῖται πέραν τοῦ Ἴστρου ἕτερός τις κοσμοδυνάστης, θράσους νεανικοῦ καὶ συνέσεως στρατηγικῆς ἔμπλεως νεανίας, ὁ μέγας Ἀλέξανδρος. Καταλαμβάνει ἐνταῦθα ἠκούσας οἱ νὰῦς ἐκ Βυζαντίου. Συμφεύγουσιν οἱ Τριβαλλοὶ καὶ οἱ Θρᾷκες εἰς τὴν Πεύκην νῆσον. Ἐμπίπλησι τὰς ναῦς ταξοτῶν καὶ ὁπλητῶν. Ἐμβαίνει. Ἐπιπλεῖ τῇ νήσῳ. Ἀποτυγχάνει διὰ τὸ ἀπότομον τῆς νήσου καὶ διὰ τὸ ῥεῦμα. Ἀπάγει τὰς νὰῦς ἐντεύθεν. Ὁρᾷ τοὺς Γέτας συνειλεγμένους οἱ μετὰ μυρίων πεζῶν καὶ τετρακισχιλίων ἱππέων. Ἀποφαίνεται τὴν ἐπ’ αὐτοὺς διάβασιν. Ἐπιβαίνει τῶν νεῶν αὐτός. Πληροῖ κάρφους τὰς διφθέρας ὑφ’ αἷς ἐσκήνου. Συνάγει τὰ μονόξυλα δι’ ὧν ἁλιεία, ἐπιμιξία καὶ λῃστεία τοῖς παριστρίοις. Διαβαίνει οὕτω τὸν Ἴστρον, μεθ’ ἱππέων μὲν ἐς χιλίους πεντακοσίους, πεζῶν δὲ ἐς τετρακισχιλίους. Προσέχει νυκτὸς ᾗ λήιον ἦν σίτου βαθύ. Λανθάνει διὰ τοῦτο. Προάγουσιν ὑπὸ ἕω ἐπὶ τὰ οὐκ ἐργάσιμα, αὐτὸς μὲν μετὰ τῶν ἱππέων ἐν τῷ δεξιῷ κέρατι τυγχάνων, Νικάνωρ δὲ μετὰ τῆς φάλαγγος ἐν τῷ ἀριστερῷ. Θαυμάζουσιν οἱ Γέται τὴν τόλμαν τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ καταπλήττονται. Φοβοῦνται τὴν σύγκλεισιν τῆς φάλαγγος. Καταφεύγουσιν ἐς τὴν πόλιν ἀπέχουσαν τοῦ Ἴστρου, ὅσον παρασάγγην. Λείπουσι καὶ ταύτην, κακῶς τετειχισμένην. Ἀναλαμβάνουσιν ἐπὶ τῶν ἵππων, παῖδας, γυναῖκας, ὅσα δύνανται. Φεύγουσιν ὡς ποῤῥωτάτω. Ἀσθενὲς τὸ βάρβαρον φῦλον πρὸς συντεταγμένην φάλαγγα καὶ ὡπλισμένην καλῶς, ἀντιπαρατάττεσθαι. Αἱρεῖ τὴν πόλιν Ἀλέξανδρος. Θύει ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ἴστρου Διὶ σωτῆρι καὶ Ἡρακλεῖ καὶ αὐτῷ τῷ Ἴστρῳ, καὶ ἐπανάγει, τῆς αὐτῆς ἡμέρας, σώους ἅπαντας ἐς τὸ στρατόπεδον πέραν τοῦ Ἴστρου.
Ἰδοὺ καὶ ἃ λέγει ὁ Στράβων περὶ τῆς ἐκστρατείας ταύτης. Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Φιλίππου κατὰ τὴν ἐπὶ Θρᾷκας τοὺς ὑπὲρ τοῦ Αἵμου στρατείαν, ἐμβαλὼν ἐς Τριβαλλοὺς (θρᾳκικὸν ἔθνος) ὁρῶν μέχρι τοῦ Ἴστρου καθήκοντας, καὶ τῆς ἐν αὐτῷ νήσου Πεύκης, τὰ πέραν δὲν Γέτας ἔχοντας, ἀφῖχθαι λέγεται μέχρι δεῦρο, καὶ ἐς μὲν τὴν νῆσον ἀποβῆναι μὴ δυνάμενον, σπάνει πλοίων· ἐκεῖσε γὰρ καταφυγόντα τὸν Τριβαλλῶν βασιλέα, ἀντισχεῖν πρὸς τὴν ἐπιχείρησιν, ἐς δὲ τοὺς Γέτας διαβάντα ἑλεῖν τὴν αὐτῶν πόλιν, καὶ ἀναστρέψαι διὰ ταχέων εἰς τὴν οἰκείαν, λαβόντα δῶρα παρὰ τῶν ἐθνῶν καὶ παρὰ τοῦ Σύρμου. Ταῦτα καὶ Στράβων φηςὶ περὶ τῆς ἐπὶ Ρουμουνίαν ἐκστρατείας τοῦ Ἀλεξάνδρου, πολλὰ μὲν φρονιμώτερα καὶ στρατηγικώτερα ἑτέρων πρὸ αὑτοῦ τε καὶ μεθ’ αὑτὸν πράξαντος, πολλὰ δὲ λῃστρομανικὸν χαρακτῆρα ἐπιφήναντος, λεηλατήσαντος καὶ κατασκάψαντος πόλιν ἀθώαν μηδὲν αὐτὸν πεποιημένην. Βιάζεσθαι μὲν γὰρ ἀνθρώπους λῃστείας ἀπέχεσθαι, καὶ τὸ ἄροτρον ἀναγκαλιζομένους, εἰρηνικώτερον πολιτεύεσθαι, καὶ ταῖς τέχναις καὶ ἐπιστήμαις, ταῖς εὐεργετρίαις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐνασχολεῖσθαι, ὥσπερ οἱ κοσμοδυνάσται ἐποίουν Ῥωμαῖοι, τῇ μὲν μιᾷ χειρί, τὸ ξίφος, τῇ δ’ ἑτέρᾳ, τὸ ἄροτρον φέροντες καὶ προσφέροντες τοῖς ἔθνεσι, καὶ πρὸ αὐτῶν αὐτῶν οὗτος ὁ Μακεδὼν Ἀλέξανδρος, ὁ πλείους πόλεις κατασκευασάμενος ἢ ἀνασκευασάμενος, καλὸν καὶ ἀξιέπαινον· ὁπλοφοροῦντα δὲ οἰστρηδὸν καὶ ὡς μαινόμενον περιφέρεσθαι, οὐδὲν ἕτερον ὑποταγῆς καὶ λεηλασίας ἐν νῷ ἔχοντα, καὶ καταθορυβεῖν οὕτω καὶ κατασυγχέειν καὶ ἀναστατοῦν τὸ πᾶν, ὥς τινας ἐν τοῖς ἡμετέροις χρόνοις, τοῖς φιλοσοφικοῖς λεγομένοις εἴδομεν, βάρβαρον καὶ ἀπάνθρωπον, καὶ ὡς ἑριννύες ἐκ τοῦ ταρτάρου ἀναχθεῖσαι τῷ κόσμῳ, κοσμοκατάραι καὶ κοσμομάστιγες αὐτόχρημα, οἱ τοιοῦτοι νομίζεσθαι ἄξιοι. Φαίνεται δὲ ἐκ τούτων, καὶ ἐπειδὴ μέλλειν ἐντὸς τοῦ Ἴστρου, οὐκ ἠβούλετο ὁ Ἀλέξανδρος, ὅτι οὐ πόῤῥω τοῦ νῦν Ρέν, ἢ μᾶλλον Ἰσμαὴλ ἡ λεηλατηθεῖσα καὶ κατασκαφεῖσα ἀθλία πόλις ἔκειτο, ἐφ’ ἣν τὸ δοξομανὲς καὶ φιλοθόρυβον ἔσυρε τὸν Μακεδόνα, τῶν διδασκαλιῶν τοῦ φιλοσόφου διδασκάλου, τοῦ ἑτεροίας πάντη πάντως ἐννοίας αὐτῷ δόξης ἐμπεπνευκότος, περιφρονήσαντα. Ἀλλὰ Δαρεῖος μὲν τίσιν πρόφασιν δοξομανίας ποιούμενος, διέβη τὸν Ἴστρον, Ἀλέξανδρος δε, ὑπερτερῶν Δαρείου, ψεύσασθαι οὐκ ἠθέλησε. Τὰ μεσημβρινὰ τῆς Ρουμουνίας ὑπέπεσον μὲν ἔπειτα τῇ ἀρχηγεμονίᾳ τῶν βασιλέων τῆς Μακεδονίας, ἐτύγχανον δὲ ὑπὸ ἰδίων βασιλέων βασιλευόμενα».
Δύο χρόνια ἀργότερα, στὰ 1818 μέσα στὸ φαναριώτικο περιβάλλον ἐκδίδεται καὶ ἡ Ἱστορία τῆς πάλαι Δακίας τοῦ Διονυσίου Φωτεινοῦ. Στὴν ἱστορικὴ ἀναδρομή του στὸ παρελθὸν τῶν Παραδουνάβειων Ἡγεμονιῶν ὁ συγγραφέας ἀναφέρεται καὶ στὴν ὑποταγὴ τοὺς στὸν Μεγαλέξανδρο, δίνοντάς μας μία κατ’ οὐσίαν δημώδη παράφραση τῶν ἀνωτέρω σημειουμένων ἀπὸ τὸν Φιλιππίδη.
«Μετὰ τὴν τελευτὴν Φιλίππου τοῦ Μακεδόνος, οἱ πέραν τοῦ Αἴμου ὄρους οἰκοῦντες Θρᾷκες καὶ Τριβαλλοί, μετὰ τοῦ ἡγεμόνος αὐτῶν Σύρμου ἐπαναστάντες, ἐνικήθησαν ὑπὸ τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὅθεν καὶ ἀπεσύρθησαν εἰς τοὺς Γέτας, ἐν τῇ νήσῳ Πεύκῃ, ἥτις παρικλείεται ὑπὸ τῶν στομάτων τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως, ὅπου ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἐδύνατο νὰ διαβῇ, μὴ ἔχων τὰ ἀναγκαῖα περάσματα, εἰ μὴ μόνον μερικὰ φορτηγὰ πλοῖα τοῦ Βυζαντίου· ἀπεφάσισεν ὅμως νὰ διαβῇ τὸν Δούναβιν, μηδ’ ὅλως φοβηθεὶς τὴν ἀντικρὺ φυλαττομένην ἄκραν ὑπὸ 4000 ἱππέων Γετῶν, καὶ 10.000 πεζῶν· καὶ δὴ εὑρόντες ἁρμόδιον τόπον, καὶ ἀπόκρυφον αὐτός τε καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ ἔγκριτοι στρατηγοὶ καὶ φίλοι, διεπέρασαν τὸν ποταμὸν μὲ τὰ Βυζαντινὰ πλοῖα, ὡσαύτως καὶ ἐκ τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ διέβησαν ἕως 1500 ἱππεῖς, καὶ 4000 πεζοί, μὲ ἁλιευτικὰ καὶ πειρατικὰ τῶν Γετῶν σκάφη, εὑρεθέντα ἐκεῖ, καὶ μὲ ἀσκοὺς γεμάτους ἀπὸ ἄχυρα, κατασκευασθέντας ἀπὸ τὰς δερματίνας σκηνάς, τὰς ὁποίας οἱ Γέται κατέλιπον φεύγοντες, καὶ οὕτως ἐξαίφνης ἐπέπεσε κατὰ τῶν Γετῶν, οἱ δὲ μὴ δυνηθέντες ν’ ἀντισταθῶσιν εἰς τὰς τακτικὰς φάλαγγας, ἐτράπησαν εἰς φυγήν, καὶ κατεσφαλίσθησαν εἰς τὸ πλησίον τοῦ Δουνάβεως φρούριον. […] Βλέποντες ὅμως, ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος ἑτοιμάζετο εἰς πολιορκίαν, ἔλαβον τὰς γυναῖκας καὶ παιδία αὐτῶν, καὶ ὅσους θησαυροὺς εἶχαν, καὶ κατέφυγον εἰς τόπους ἀβάτους καὶ ἐρήμους· τότε ἔπεμψαν μετὰ καὶ ἄλλων πλησιοχώρων ἐθνῶν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον πρέσβεις ζητοῦντες εἰρήνην, οἱ ὁποῖοι ἐρωτηθέντες, τὶ περισσότερον φοβοῦνται; Τῷ ἀπεκρίθησαν ἀτρόμως, ὅτι οὐδὲν ἄλλο εἰ μὴ τὴν πτῶσιν τοῦ οὐρανοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν ἀπόκρισιν παρωργίσθη μὲν ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ φόβος ὅμως τῶν φυγάδων, καὶ ἡ δυσκολία τῶν δυσβάτων τόπων, καὶ τέλος πάντων ἡ σύγχυσις τοῦ Κλείτου εἰς τὸ Ἰλλυρικόν, καὶ ἡ τῶν Θηβαίων εἰς τὴν Ἑλλάδα, τὸν ἐβίασαν διὰ νὰ τοὺς ὑποσχεθῇ τὴν εἰρήνην, εὐχαριστηθεὶς πρὸς καιρὸν νὰ κάμῃ σύνορον τῆς βασιλείας αὐτοῦ τὸν ποταμὸν Δούναβιν, καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Μακεδονίαν».
Στὰ 1818 κυκλοφορήθηκε ἐπίσης καὶ ἡ συλλογὴ διαφόρων ποιημάτων, γραμμένων ἀπὸ διαφόρους φίλους του, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος, τοῦ Ζήση Δαούτη. Ἐκεῖ καὶ συγκεκριμένα στὸ ποίημα ποὺ ἀναφέρεται στὴν ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, σημειώνεται:
«Θυμήσουν τὸν Ἀλέξανδρον, τὸν μέγαν μακεδῶνα,
ὁποῦ περιπατοῦσεν σ’ τοὺς τάφους τοὺς βασιλικούς, κ’ ἕνα ῥαβδὶ βαστοῦσε,
Κ’ ἐσκάλιζε μὲ τὸ ῥαβδὶ ἐκεῖ εἰς τὰ μνημεῖα,
Τάχατες κάτι τι ζητεῖ, καὶ ἐν ἐπιμελείᾳ.
Τὸν ἐρωτᾷ ὁ βασιλεὺς γελῶντας, τὶ γυρεύει;
Τὸν ἀπεκρίνεται αὐτός, δίχως νὰ κολακεύῃ.
Τὴν κεφαλήν, Ἀλέξανδρε, Φιλίππου τοῦ πατρός σου!
Ζητῶ μὲ ἐπιμέλειαν, ὡς βλέπεις μοναχός σου.
Κ’ ἀπὸ τὰς ἄλλας δὲν ‘μπορῶ, νὰ τὴν ἐξεχωρίσω, ὅλας γυμνάς, ὁστᾶ ξηρά, πόθεν νὰ τὴν γνωρίσω».
Πρόκειται κατὰ μίαν ἔννοια γιὰ λογοτεχνικὴ ἀναπαράσταση τῆς τοιχογραφίας ποὺ δείχνει τὸν Ἅγιο Σισώη νὰ θρηνεῖ πάνω στὸν τάφο τοῦ Μεγαλέξανδρου, τονίζοντας τὴν ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων ἐπὶ γῆς πραγμάτων . Ὁ Ἀλέξανδρος ὡς ὁ ἂνθρωπος ποὺ ἀπόλαυσε τὴν μεγαλύτερη ἐξουσία ἐπὶ γῆς χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ γραμματεία ὡς τὸ κατεξοχὴν παράδειγμα γιὰ τὸ πεπερασμένο τοῦ χρόνου καὶ τῶν δυνατοτήτων τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ γῆς. Ἀκόμη καὶ ὁ κοσμοκράτορας Ἀλέξανδρος δὲν ἀπέφυγε τὸν θάνατο. Ἄρα κάθε ἂνθρωπος πρέπει νὰ θυμᾶται πὼς δὲν εἶναι παντοτινὸς στὴν γῆ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κάλβος δύο μόλις χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση, στὰ 1819, ἔθετε τὴν βασιλεία τοῦ Ἀλέξανδρου ὡς σημεῖο κομβικὸ σημεῖο στὴν ἱστορία τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἰδικότερα. Σὲ ὁμιλία τοῦ στὸ Λονδῖνο ἔθετε τὰ χρόνια τοῦ Ἀλέξανδρου ὡς τὸ σημεῖο τομεῖς ἀνάμεσα στὴν κλασικὴ περίοδο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τὴν ἑλληνιστική.
Θὰ μποροῦσε βέβαια κανεὶς νὰ ὑποστηρίξει πὼς ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἀποτέλεσε σύμβολο ἀντίστασης, ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες που διάβαζαν τὰ κατορθώματά του κατὰ τὴν Τουρκοκρατία ἐμφοροῦνταν ἁπλῶς ἀπὸ μία διάθεση ἀνάμνησης τῶν ἀρχαίων προγόνων. Ἂν συνέβαινε μόνο αὐτὸ τότε, θὰ εἶχε προφανῶς ἐπιλεγεῖ κάποιο ἄλλο σπουδαῖο πρόσωπο τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Περικλῆς. Σὲ αὐτὸ ὅμως τὸ πλαίσιο ἰδιαίτερη βαρύτητα ἔχει ἡ μαρτυρία ἑνὸς ἀγωνιστῆ τῆς Ἐπανάστασης, τοῦ μεγάλου θαλασσομάχου Κωνσταντίνου Κανάρη, ὁ ὁποῖος σημειώνει πως πρὶν τὴν Ἐπανάσταση, ὅταν ἦταν ναύτης, διάβαζε τὴν Φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξανδρου «καὶ κάθε φύλλο τὸ ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά του».
Πηγή: http://www.academy.edu.gr/files/02_07_pr_rg.pdf, Αντίβαρο