Ο Κιουταχής πασάς, επικεφαλής ισχυρών τουρκικών δυνάμεων είχε εισβάλει στην Αττική τον Ιούλιο του 1826. ύστερα από σειρά συγκρούσεων περιόρισε τους κατά πολύ λιγότερους Έλληνες στην Ακρόπολη. Στις 30 Σεπτεμβρίου σκοτώθηκε ο φρούραρχος της Ακρόπολης, ο Ιωάννης Γκούρας. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ο Κιουταχής εκτόξευσε συνεχείς επιθέσεις κατά των Ελλήνων αμυνομένων. Η πλέον σοβαρή έλαβε χώρα στις 7η Οκτωβρίου, η οποία εξελίχθηκε σε άγρια μάχη, που κράτησε ως το βράδυ. Θα μπορούσε να ονομαστεί και “μάχη των υπονόμων”, λόγω των ανατινάξεων των υπονομεύσεων που είχαν κατασκευάσει οι Έλληνες και είχαν γεμίσει με εκρηκτικά. Στη μάχη αυτή τραυματίσθηκε τρεις φορές ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, επικεφαλής των Ελλήνων στο οχύρωμα του Σερπετζέ (Ωδείο Ηρώδου του Αττικού).
“Χριστιανός καλός ήρθε και μας είπε κρυφίως ότι οι Τούρκοι θα κινηθούν μία μεγάλη δύναμη αναντίον-εις το πόστο μου και θα πιάσουνε και τις καμάρες από-κάτου το Σερπετζέ, οπού ᾿ναι εις το πόστο μου… και να μπούνε εις το κάστρο. Ότι ᾿σ εκείνο το μέρος είναι και τα στόματα των λαγουμιών των Τούρκων και τα δικά-μας. Είχαμεν κ᾿ εμείς ένα λαγούμι έτοιμο αναντίον τους και δεν του ᾿χαμεν βαλμένο το μπαρούτι μέσα. Τότε, αφού μάθαμεν το κίνημα των Τούρκων, βιάσαμεν τον (Βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνο) Λαγουμιτζή (Παπακυριακού ήταν το πραγματικό του όνομα) να πάγη να το δέση, να βάλη το μπαρούτι. Ο Λαγουμιτζής μου λέγει «Το λαγούμι είναι από-κάτου-από τους Τούρκους και θα βροντήσω, όταν θα το δέσω, και θα μ᾿ ακούσουνε οι Τούρκοι και κιντυνεύω. Αν με φυλάς, μου λέγει, μπαίνω αλλοιώς δεν μπαίνω, ότι κιντυνεύω”, γράφει ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του.
“Έμπα κάμε την δουλειάν σου κ᾿ εγώ σε φυλάγω. Κι᾿ αν πεθάνω, τότε παθαίνεις εσύ». Μπήκε ο Λαγουμιτζής μέσα. Εγώ ήμουν άγυπνος τόσες βραδειές νύχτα και ημέρα δουλεύαμεν και φκειάναμεν κάτι χαντάκια κ᾿ έφκειανα και τη ντάπια μου. Αποκοιμήθηκα. Οι Τούρκοι ακούγοντας τον χτύπον του Λαγουμιτζή, συνάζονται πλήθος και κάνουν γιρούσι και μπαίνουν εις τη ντάπια μου την όξω (ότι την είχα μερασμένη σε δυο και είχα μίαν καμάρα οπού διάβαινα. Τότε οι άνθρωποι μου ανακατώθηκαν με τους Τούρκους. Σηκώνομαι άξαφνα εκεί-οπού ήμουν γερμένος, κόλλησα εις τη ντάπια.
“Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι, τους ντουφέκισα κ᾿ εγώ εις τον σωρό. Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν εις τον λαιμόν. Τότε κάνω το ποδάρι μου να κατεβώ από τη ντάπια, έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός οι άνθρωποι τζακίστηκαν από την όξω ντάπια. Πατούσαν απάνου μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος, μ᾿ αφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα, έλπιζαν ότ᾿ είμαι σκοτωμένος. Αφού πέρασαν όλοι και μείναν ολίγοι κ᾿ έμπαιναν κι᾿ αυτοί μέσα-εις το κάστρο, τότε θα ᾿μπαιναν και οι Τούρκοι συνχρόνως μ᾿ αυτούς. Ο Κατζικοστάθης ήταν από-μέσα άφησε το πόστο του κ᾿ έφυγε και πήγε εις την πόρτα του κάστρου από-μέσα εις τον θόλον και τους Τούρκους δεν τους πολεμούσε κανένας. Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος και βαστώ καμμιά δεκαριά έξω με το μαχαίρι δεν τους άφινα να μπούνε μέσα”, συνεχίζει ο Μακρυγιάννης και συνεχίζει.
“Και τράβησα την πόρτα οπού ᾿χαμεν ανοιχτή και πιάσαμεν τον πόλεμον και πολεμούσαμεν με τις πιστιόλες. Μήτε οι Τούρκοι μπορούσαν να ρίξουνε ντουφέκι, μήτε εμείς και πολεμούσαμεν περίτου από τρεις ώρες εκεί. Ώρμησαν οι Τούρκοι με ξαναπλήγωσαν εις το κεφάλι, εις την κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα. Γυρεύουν οι άνθρωποι να με πάρουν να μπούμεν μέσα τότε τους λέγω «Αδελφοί, και μέσα να μπούμε κι᾿ όξω να μείνωμεν χαμένοι-είμαστε, αν δεν βαστήξωμεν τους Τούρκους και να λευτερώσουμεν τον Λαγουμιτζή. (Ότι τα στόματα των λαγουμιών και τον Λαγουμιτζή τον είχαν οι Τούρκοι εις την διάκρισίν τους).
“Τους λέγω, αν δεν βαστήσουμεν και μας πάρουν τον Λαγουμιτζή, το κάστρο είναι χαμένο κ᾿ εμείς μαζί. Όμως να βαστήξωμεν. Τότε οι γενναίοι Έλληνες βάστησαν σαν λιοντάρια. Μας ήρθε κ᾿ ένα γενναίον παληκάρι του Κατζικογιάννη, Νταλαμάγκα τον έλεγαν, κι᾿ ο Αράπης του κι᾿ άλλοι καμμία δεκαριά δικοί μου και πιάσαμεν τον πόλεμον και πολεμούσαμεν. Παίρνοντας το δειλινό, μέρασα φυσέκια των ανθρώπων ήρθαν κι᾿ άλλοι ακόμα συντρόφοι. Ήρθαν και Τούρκοι νέον μιντάτι (ενίσχυση) μας ρίχτηκαν μ᾿ ορμή, μπήκαν εις τις καμάρες, τις κυργέψαν όλες κι᾿ άνοιξαν μασγάλια και ντουφεκιούσαν μέσα-εις το κάστρο.
“Ρίχτηκαν μ᾿ ορμή να μας πάρουν και τη ντάπια μας. Εκεί σκότωσαν τον Νταλαμάγκα κι᾿ άλλους πεντέξι. Ξαναλαβώνομαι κ᾿ εγώ πίσου εις το κεφάλι πολύ κακά μπήκε του φεσιού το μπάλωμα εις τα κόκκαλα, εις την πέτζα του μυαλού. Έπεσα κάτου πεθαμένος. Με τράβησαν οι άνθρωποι μέσα τότε ένοιωσα. Τους είπα «Αφήτε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουνε το πόστο μου». Τότε οι καϊμένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από τη ντάπια μας και τους έβαλαν όλους εις τις καμάρες και ντουφεκούσαν εις το κάστρο.
“Τότε βήκε ο Λαγουμιτζής και ήρθε ᾿σ εμάς με ηύρε ᾿σ αυτείνη την κατάστασιν. Μου είπε να μείνη αυτός εκεί, να κολλήσω εγώ εις το κάστρο να με δέση ο γιατρός. Του είπα «Σύρε μέσα. Αν πεθάνω εγώ, το κάστρο δεν χάνεται αν πεθάνης εσύ, χάνεται». Κόλλησαν από-πάνου τον Σερπετζέ οι εδικοί μας και ρίξαν παλιόσκουτα αναμμένα και χορτάρια εις τις καμάρες. Μπούκωσε ο καπνός τους Τούρκους βαστούσε κι᾿ όλο το στράτεμα τα ντουφέκια τους έτοιμα. Κοντά το βράδυ έκαμαν να φύγουν, έρριξαν οι δικοί μας εις τον σωρό και σκοτώθηκαν αρκετοί Τούρκοι. Τέτοιος πόλεμος και σκοτωμός από τεμάς δεν έγινε άλλη μέρα. Σκοτώθηκαν από ᾿μάς και πολλοί αξιωματικοί κι᾿ ο καλός πατριώτης ο Νερούτζος-Μετζέλος.
“Τα κανόνια και οι μπόμπες και οι γρανέτες και τα λιανοντούφεκα βροχή. Την αυγή πιάστη ο πόλεμος, τελείωσε το βράδυ. Με πήραν και με πήγαν απάνου-εις το κάστρο. Δεν ήθελε να με ᾿πιχειριστή ο Κούρταλης ο γιατρός, ότ᾿ ήμουν βαριά και στράγγιξε και το αίμα μου όλο. Τότε το᾿ ᾿δωσαν ενγράφως όσοι ήταν μέσα-εις το κάστρο ότι δεν έχει καμμίαν υποψίαν (ότι φοβώνταν να-μην πεθάνω και του ειπούν ότι με φόνεψε αυτός). Τότε με ᾿πιχειρίστη και κιντύνεψα να πεθάνω από τους πόνους του κεφαλιού και το – Ο πόλεμος έγινε τον Οκτώβριον μήνα, έξι ημέρες υστερνότερα οπού χάθη ο Γκούρας”, καταλήγει.
Πηγή: history-point.gr