Ἡ Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα προερχόταν ἀπό σημαντική οἰκογένεια Ὑδραίων ναυτικῶν. Ἦταν κόρη τοῦ Ὑδραίου πλοιάρχου Σταυριανοῦ Πινότση καί τῆς Παρασκευῆς (Σκεύως) Κοκκίνη. Κοκκίνηδες καί Πινότσηδες ἦταν δύο ἀπό τίς παλαιότερες οἰκογένειες τῆς Ὕδρας. Τό ὄνομα Πινότσης ἔχει ἑνετική ρίζα. Οἱ Κοκκίνηδες προέρχονταν ἀπό βυζαντινή οἰκογένεια μέ μεγάλο παρακλάδι στή Ζάκυνθο καί στήν Ὕδρα. Καί γιά τίς δύο οἰκογένειες ὑπάρχουν ἀναφορές ἀπό τόν 16ο αἰῶνα.
Ἡ Μπουμπουλίνα γεννήθηκε στίς φυλακές τῆς Κωνσταντινουπόλεως στίς 11 Μαΐου 1771, ὅταν ἡ μητέρα της εἶχε πάει νά ἐπισκεφθεῖ τόν πατέρα της. Ἡ σύλληψη καί ἡ φυλάκιση τοῦ Πινότση ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργοῦς συμμετοχῆς του στήν ἐπανάσταση τῆς Πελοποννήσου τό 1769-1770, γνωστή στήν ἱστορία ὡς Ὀρλωφικά. Ἦταν τότε πού οἱ Σπέτσες καταστράφηκαν ὁλοκληρωτικά ἀπό τήν ἐκδικητική μανία τῶν Τούρκων λόγω τῆς συμμετοχῆς τοῦ νησιοῦ στήν ἐπανάσταση. Ὁ Πινότσης λίγο ἀργότερα πέθανε ἀπό τίς κακουχίες. Ἡ νεογέννητη βαπτίστηκε ἀπό τόν Παναγιώτη Μούρτζινο, ἄρχοντα τῆς Μάνης καί κατόπιν γνωστό Φιλικό. Μετά τό θάνατο τοῦ συζύγου της, ἡ Σκεύω ἐπέστρεψε μέ τό μωρό στήν Ὕδρα γιά νά ἐγκατασταθεῖ ἀργότερα στίς Σπέτσες. Ἐκεῖ παντρεύτηκε τόν Δημήτριο Λαζάρου ἤ Ὀρλώφ καί ἀπέκτησε μαζί του ὀκτώ παιδιά.
Ἡ Λασκαρίνα Πινότση, στά 17 της χρόνια παντρεύτηκε τόν Δημήτριο Γιάννουζα, ὁ ὁποῖος πνίγηκε σέ μία σύγκρουση μέ Ἀλγερινούς πειρατές τό 1797, ἐνῶ τό πλοῖο του βυθίστηκε αὔτανδρο. Ἀπό τό γάμο ἐκεῖνο ἡ Λασκαρίνα ἀπέκτησε τρία παιδιά, τόν Ἰωάννη, τόν Γεώργιο καί τή Μαρία. Σέ ἡλικία 30 ἐτῶν ἡ Λασκαρίνα παντρεύτηκε τόν πλούσιο Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Ἀπό αὐτό τόν γάμο ἀπέκτησε ἄλλα τρία παιδιά τή Σκεύω, τήν Ἑλένη καί τόν Νικόλαο. Ἡ Σκεύω παντρεύτηκε ἀργότερα τόν πλοίαρχο Νικόλαο Κούτση, ἐνῶ ἡ Ἑλένη τόν Πάνο Κολοκοτρώνη, γιό τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ. Ὁ Μπούμπουλης σκοτώθηκε σέ συμπλοκή μέ μπαρμπερίνους πειρατές, οἱ ὁποῖοι μάλιστα στά πλοῖα τους εἶχαν ὑψώσει παραπλανητικά γαλλική σημαία. Ἡ σύγκρουση εἶχε διαρκέσει ἑπτά ὧρες καί ὁ ἄτυχος Σπετσιώτης σκοτώθηκε πρός τό τέλος τῆς μάχης. Ἡ Λασκαρίνα χήρεψε γιά δεύτερη φορά, ἔχοντας νά ἀναθρέψει ἐκτός ἀπό τά ἕξι δικά της παιδιά καί τά τρία παιδιά τοῦ ἄντρα της ἀπό τόν πρῶτο του γάμο.
«Ὁ Μπούμπουλης ἤν ὁ κατά δεύτερον γάμον σύζυγος τῆς ἡρωΐδος, φονευθείς ἕν τινι κατά θάλασσαν συμπλοκή μετά τῶν Ἀλγερινῶν, οἵτινες μεθ’ ὅλης τῆς βαρβαρικῆς αὐτῶν ὠμότητος πρίν τῆς ἐπαναστάσεως ἐπετίθεντο κατά τῶν ναυτικῶν μας, μετερχομένων τό ἐμπόριον τῶν σιτηρῶν ἐντός τῆς Μεσογείου ἕως πέραν τῶν Ἡράκλειων Στηλῶν. Ὁ θάνατος τοῦ Δημητρίου Μπούμπουλη μαρτυρεῖ ἕν ἀπό τά ἡρωϊκώτερα τῆς ἐποχῆς ἐνάλια κατορθώματα, διότι καί τούς ληστάς ἀπέκρουσε πολλῷ ζημιωθέντας, μόνος πρός δύω αὐτῶν καταδρομεῖς μαχόμενος, καί τήν νίκην ἔλαβε διασώσας τό πλήρωμα καί τόν πλοῦτον ὅν ἔφερεν ἐπί τῆς ὀλκάδος αὐτοῦ.
Ἔπεσε δέ κατά τήν ἐσχάτην στιγμήν τῶν νικητηρίων, ὅτε ἀνυψώσαντος αὐτοῦ ἄνωθεν τοῦ καταφράγματος τήν ὑψαύχενα κεφαλήν ὅπως ἐποπτεύση τόν καταβεβλημένον ἐχθρόν, βολή πυροβόλου τόν κατέλαβεν ἐν τῷ μέσῳ τοῦ μετώπου καί τόν ἄφηκεν ἄπνουν. Τόν ἥρωα πέσοντα διαδέχεται ἀμέσως εἰς τήν διοίκησην τοῦ πλοίου μάχιμος συγγενής, ὅστις τοῦ κυβερνήτου τόν θάνατον ἀποκρυψάμενος ἐπανέλαβεν ἐντονώτερον τό πῦρ, καί ἐν ἀκαρεῖ καταθραύσας πάντα τά ἔμβολα τῶν καταδρομέων, διέσπειρε τόν θάνατον περί αὐτούς, καί οὕτω ἀπεσπάσθη σῶος τῶν ὀνύχων των.
Μόλις δέ μετά τό τέλος τῆς πράξεως ἐγνώσθη τοῦ πλοιάρχου ὁ θάνατος, ὅτε ἰδόντες νεκρόν ἐπί τοῦ καταστρώματος τόν Μπούμπουλην οἱ συνεταῖροι του κατεσπαράχθησαν, ἀντί δέ νικητηρίων ἐπιτάφιον ἐπ’ αὐτοῦ ὕμνον ἄσαντες ἐναπέθεσαν τοῦ γενναίου τά λείψανα εἰς τούς κόλπους τῆς ἀχανοῦς θαλάσσης, μάρτυρος τῆς ἀφοσιώσεώς του.»
Χατζῆ Ἀνάργυρου – Τά Σπετσιώτικα
Ἡ Μπουμπουλίνα κληρονόμησε μία τεράστια περιουσία σέ πλοῖα, μετρητά καί ἀκίνητα. Τά μετρητά καί μόνο πού τῆς ἄφησε ὁ Μπούμπουλης ἦταν πάνω ἀπό 300.000 χρυσά ἱσπανικά τάλλαρα. Τήν περιουσία αὐτή ὄχι μόνο τήν διατήρησε ἀλλά καί τήν αὔξησε μέ τή σωστή διαχείριση καί τό ἐμπόριο. Ἔγινε μέτοχος σέ διάφορα σπετσιώτικα πλοῖα καί ἀργότερα ναυπήγησε τρία δικά της, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ περίφημος “Ἀγαμέμνων“, τοῦ ὁποίου ἡ ναυπήγηση κόστισε 75.000 τάλλαρα.
Ἡ Ὑψηλή Πύλη προσπάθησε νά δημεύσει τήν περιουσία τῆς Μπουμπουλίνας καί τότε αὐτή ἀναγκάστηκε νά μεταβεῖ στήν Πόλη γιά νά παρακαλέσει τόν Ρῶσο πρέσβη Στρογγάνωφ νά μεσολαβήσει στήν Πύλη καί νά ἀρθεῖ ἡ δήμευση. Τελικῶς ἡ θαρραλέα καπετάνισσα κατάφερε νά συναντήσει τή βαλιδέ σουλτάνα, μητέρα τοῦ σουλτάνου, ἡ ὁποία ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τόν χαρακτήρα καί τήν προσωπικότητα τῆς Μπουμπουλίνας. Αὐτή ἔπεισε τόν γιό της, Μαχμούτ Β’, νά ὑπογράψει εἰδικό φιρμάνι μέ τό ὁποῖο ἐξασφαλίστηκε ἡ περιουσία τῆς Μπουμπουλίνας καί ἔπαυσε καί ὁ φόβος πιθανῆς συλλήψεώς της ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Μπουμπουλίνα ὑποσχέθηκε στήν βαλιδέ σουλτάνα ὅτι στό μέλλον θά προστάτευε ὅσες μουσουλμάνες γυναῖκες θά ζητοῦσαν τή βοήθειά της. Τήν ὑπόσχεση αὐτή ἔμελλε νά τήν πραγματοποιήσει λίγα χρόνια ἀργότερα στήν Τριπολιτσᾶ μέ τίς γυναῖκες τοῦ Χουρσίτ πασᾶ.
«Τό μουσεῖο, πού στεγάζεται στό ἀρχοντικό τῆς Μπουμπουλίνας, δημιουργήθηκε ἀπό τόν ὑπογράφοντα, τετρασέγγονό της καί ἰδιοκτήτη τοῦ ἀρχοντικοῦ. Πρίν ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ μουσείου τό κτίριο εἶχε ὑποστεῖ μεγάλες φθορές καί ὁ κίνδυνος κατάρρευσής του ἦταν πλέον ὁρατός. Καθώς δέν ὑπῆρχε εὐχέρεια γιά νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ ἐπισκευές, ἐπιλέχθηκε ἡ λύση τῆς σύστασης μουσείου. Ἱδρύθηκε τότε ἡ μή κερδοσκοπική “Ἑταιρεία Πολιτιστικῶν Ὑπηρεσιῶν Μπουμπουλίνα“, ἡ ὁποία διαχειρίζεται τά ἔσοδα τοῦ μουσείου γιά τήν ἐπισκευή καί συντήρηση τοῦ ἀρχοντικοῦ καί τή λειτουργία τοῦ ὡς μουσείου καί πολιτιστικοῦ κέντρου, τό ὁποῖο γιά πρώτη φορά λειτούργησε τόν Ἰούνιο τοῦ 1991.
Τό ἀρχοντικό τῆς Μπουμπουλίνας κατασκευάστηκε, κατά τά λεγόμενα τῶν ἀπογόνων της, περίπου τό 1670 ἀπό ἕνα Μαυριτανό ἀρχιτέκτονα σπουδασμένο στή Φλωρεντία. Τήν τελική ὅμως μορφή του τήν πῆρε μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, καθώς διάφορες ἀρχιτεκτονικές διαφορές δείχνουν ὅτι οἰκοδομήθηκε κατά τμήματα, σέ διαφορετικές περιόδους. Τό κτίριο, σέ κάτοψη, ἔχει σχῆμα “Π”, μέ ἐσωτερική αὐλή, πράγμα πού, γιά τήν ἀρχιτεκτονική τῶν Σπετσῶν στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ὑποδηλώνει ἀρχοντική καταγωγή καί οἰκονομική εὐμάρεια τοῦ ἰδιοκτήτη. Ἔχει ἰσόγειο καί δύο ὀρόφους, συνολικῆς ἐπιφάνειας 670 τ.μ.
Ὁ πρῶτος ὄροφος, ὅπου εὑρίσκονται ὅλα τά σαλόνια, εἶναι μέχρι στιγμῆς καί ὁ χῶρος τοῦ μουσείου. Στά πολλά καί σημαντικά ἐκθέματα συμπεριλαμβάνονται προσωπικά ἀντικείμενα τῆς ἡρωίδας, ἔπιπλα καί ἀντικείμενα τοῦ 18ου ἕως καί τίς ἀρχές τοῦ 20ού αἰώνα, συλλογές ὅπλων καί βυζαντινῶν εἰκόνων, πορσελάνες, πίνακες, κ.λπ., ποῦ, μαζί μέ τό ἀριστουργηματικό φλωρεντιανό σκαλιστό ταβάνι τῆς μεγάλης σάλας, μεταφέρουν τόν ἐπισκέπτη σέ ἄλλες ἐποχές.»
Μουσεῖο Μπουμπουλίνας – Φίλιππος Δεμερτζῆς Μπούμπουλης
Κατά τήν παραμονή της στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ Μπουμπουλίνα μυήθηκε στή Φιλική Ἑταιρία. Ἐπιστρέφοντας στίς Σπέτσες ξεκίνησε τίς προετοιμασίες γιά τόν Ἀγῶνα. Ἀγόρασε ὅπλα καί πολεμοφόδια καί ναυπήγησε τόν “Ἀγαμέμνονα”, τόν ὁποῖο ὅπλισε μέ 18 κανόνια.
Πηγή: Αποσπάσματα από το τετράτομο έργο του Φωτίου Σταυρίδη “1821 – Απάντηση στο 1821”, infognomonpolitics.gr