Όταν τελείωσε η μάχη στα Δερβενάκια, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι ήθελε να κρατήσει κι εκείνος τους απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Ο Νικηταράς έφυγε από τη ζωή στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, σε ηλικία 67 ετών, πάμφτωχος, τυφλός και ξεχασμένος από όλους εκείνους για των οποίων τη λευτεριά πολέμησε όσο λίγοι..
Ένας από τους γνωστότερους και πλέον γενναίους ήρωες του 1821 υπήρξε ο Νικηταράς, γνωστός ως «Τουρκοφάγος». Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην Μεγάλη Αναστασίτσα (σημερινή Νέδουσα) Μεσσηνίας το 1787 και πέθανε στον Πειραιά, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. Γονείς του ήταν ο Σταματέλος, αγωνιστής της περιοχής του Λεονταρίου και η Σοφία Δημητρίου Καρούτσου από τον Άκοβο Λεονταρίου, αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Αικατερίνης.
Από τα αδέλφια του γνωστά είναι ο νεομάρτυς άγιος Ιωάννης Σταματελόπουλος (Τουρκολέκας) (1805-1816), που μαρτύρησε από τους Τούρκους μαζί με τον γερο-Σταματέλο στη Μονεμβασιά και αγιοκατατάχθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας», και ο Νικόλαος Σταματελόπουλος. Σε ηλικία μόλις 11 χρόνων ο Νικηταράς βγήκε στο κλαρί με την ομάδα του πατέρα του και στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του οποίου αργότερα παντρεύτηκε την κόρη Αγγελίνα.
Το 1816, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, οπότε ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ.
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821. Τίμιος και ανιδιοτελής, από την αρχή της επαναστάσεως βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή, στο πλευρό του θείου του, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδος. Έλαβε μέρος στην πρώτη μάχη της Ελληνικής επαναστάσεως, που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας, στις 24 Απριλίου 1821 καθώς επίσης και στημάχη των Δολιανών, όπου κράτησε με 450 άντρες 6.000 Τούρκους που πραγματοποιούσαν επίθεση ακόμα και με πυροβολικό! Στην μάχη στα Δολιανά ο Νικηταράς αποδεκάτισε την στρατιά του Κεχαγιάμπεη, για τούτο και οι σύντροφοί του τον αποκάλεσαν «Τουρκοφάγο», προσωνυμία με την οποία πέρασε στην Ιστορία…
Στη μάχη στα Δερβενάκια η ορμητικότητά του ήταν τόσο μεγάλη που έσπασε τρία σπαθιά, ενώ το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του, που έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για ν’ ανοίξει ξανά. Όταν τελείωσε η μάχη στα Δερβενάκια, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι ήθελε να κρατήσει κι εκείνος τους απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι τότε του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί για να θυμάται την ηρωική νίκη των Ελλήνων, στην οποία πρωτοστάτησε.
Δύο μόλις ημέρες μετά τη μάχη στα Δερβενάκια, διακρίθηκε και πάλι στη Μάχη του Αγιονορίου (26-28 Ιουλίου 1822), όπου αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη. Η ανιδιοτέλειά του φάνηκε για μία ακόμη φορά, όταν από το πλήθος των λαφύρων της μάχης επείσθη να δεχθεί ένα πανάκριβο σπαθί, το οποίο αργότερα προσέφερε στον έρανο για την ενίσχυση του Μεσολογγίου. Επίσης συμμετείχε στην Άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, όπου ωστόσο και πάλι αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου ετάχθη στο πλευρό του Θ. Κολοκοτρώνη, αλλά φρόντισε πάντα να επιδιώκει τον συμβιβασμό και τη συνεννόηση.
Ανδριάντας του Νικηταρά στο Χιλιομόδι Κορινθίας
Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση του Γένους άρχισαν οι περιπέτειές του. Ο Νικηταράς ετάχθη τότε στο πλευρό του Ιωάννη Καποδίστρια και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του. Πήρε μέρος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Επί Όθωνος περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, αλλά στη δίκη του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1840, αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων. Εν τούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε, με αποτέλεσμα από την ταλαιπωρία και τους βασανισμούς να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και να τυφλωθεί.
Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά. Μάλιστα ήταν τόση η ένδεια μες στην οποία ζούσε, ώστε αναγκαζόταν να ζητιανεύει στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού της Παναγίας Ευαγγελιστρίας στον Πειραιά για να επιβιώσει..
Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 του απενεμήθη ο βαθμός του υποστρατήγου και έλαβε μία τιμητική σύνταξη, η οποία ήταν ο μόνος πόρος της ζωής του. Το 1847 διορίσθηκε μέλος της Γερουσίας και δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών. Ο Νικηταράς απέκτησε δύο κόρες και έναν γιο, τον Ιωάννη Σταματελόπουλο, που ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού. Άφησε Απομνημονεύματα, τα οποία υπαγόρευσε στον εθνικό δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη και αποτελούν σημαντική πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Πηγή: infognomonpolitics.gr