Στα παιδικά μας χρόνια μάθαμε τον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Έχουν περάσει αιώνες από τότε που η Πόλη, η “χαρά και επίδα όλων των Ελλήνων,” είχε υποταχθεί στον πλέον βάρβαρο λαό. Ο θρύλος όμως δεν πέθανε, πως θα μπορούσε άλλωστε να πεθάνει, ο θρύλος, η ίδια η θύμηση του Παλαιολόγου, που μάχεται μόνος με χιλιάδες εχθρούς, αν και γνωρίζει ότι τελικά οι βάρβαροι θα περάσουν. Μήπως την ίδια αλήθεια δεν γνώριζε και ένας άλλος βασιλιάς, 2000 χρόνια πριν από αυτόν, όταν έπεσε «τοις κοίνων ρήμασι πειθόμενος», κραυγάζοντας Μολών Λαβέ.
Μήπως ο Παλαιολόγος δεν ήταν που αναστήθηκε και με τη μορφή του Διάκου και πολέμησε με λίγα παλληκάρια τις χιλιάδες του Ομέρ Βρυώνη στην Αλαμάνα, μήπως δεν του ξανάδωσε ο άγγελος το σπαθί και δεν τον έστειλε στην Πίνδο και στο Αργυρόκαστρο, μήπως προσφάτως δεν μετενσαρκώθηκε και δεν πολέμησε στην πολύπαθη Κύπρο, προδομένος, επιχειρώντας, έστω και χωρίς σπαθί, να σταματήσει τους βαρβάρους; Αυτός ήταν ο Παλαιολόγος, η μορφή που έδωσε όραμα, θέληση για ζωή και φως στους σκλάβους Έλληνες, αυτός ήταν πηγή έμπνευσης που γέννησε το 1821!
Η επίθεση
Από τις 5 Απριλίου 1453 η Κωνσταντινούπολη, η βασιλίδα των πόλεων άρχισε να περιζώνεται από τα τουρκικά στίφη. Με χιλιάδες στρατιώτες και δεκάδες πυροβόλα ο Μωάμεθ Β’ ξεκίνησε την περιώνυμη πολιορκία. Παρά τις προσπάθειές του όμως η Πόλη άντεχε. Ούτε οι προτάσεις του στον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο περί παράδοσης της Κωνσταντινούπολης είχαν αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισε την τελική έφοδο. Ο αυτοκράτορας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, μαζί με όλες τις κεφαλές του στρατού και με άλλους πολεμιστές και αμάχους, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια τον ασπάζονταν και του φιλούσαν το χέρι.
Αμέσως μετά ο Βασιλέας ίππευσε το αραβικό του άτι και χάθηκε στη νύκτα μαζί με τους συστρατιώτες του. Έφτασε στα τείχη, γύμνωσε το σπαθί και ως απλός στρατιώτης έλαβε θέση, στο πλέον εκτεθειμένο σημείο της αμύνης, στο σταύρωμα (πρόχειρα επισκευασμένο τμήμα του τείχους που είχε γκρεμιστεί από το πυροβολικό) της πύλης του Αγ. Ρωμανού. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Η 29η Μαΐου διένυε ήδη τις πρώτα ώρας της. Οι Τούρκοι εξαπέλυσαν αλλεπάλληλες μανιασμένες εφόδους με αποτέλεσμα να εισέλθουν τελικά στην Πόλη.
Ο θάνατος και ο θρύλος
Τότε ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να περάσει στον θρύλο. «Εάλω η Πόλης». Η τρομερή κραυγή αντήχησε. «Η Πόλης κυριεύθηκε και εγώ ακόμη ζω», κραύγασε με τη σειρά του ο Βασιλιάς και όρμησε εμπρός με το σπαθί στο χέρι και με λίγους αφοσιωμένους συντρόφους να βρει τον ένδοξο θάνατο που του έπρεπε. Όρμησε λοιπόν ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Φραγκίσκο Τολέδιο, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη κατά των εχθρικών στιφών. Τέσσερις εναντίων χιλιάδων. «Θέλων θανείν ή ζείν», κραύγασε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και όρμησε με το σπαθί στον συρφετό. Οι τέσσερις αυτοί άνδρες, μόνοι τους έστρωσαν το έδαφος με κουφάρια εχθρών.
Τότε όμως ο Κωνσταντίνος δέχτηκε το μοιραίο πλήγμα. Πρόλαβε μόνο να κραυγάσει πριν πέσει «δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι». «Οι εταίροι του βασιλέως έπαυσαν βλέποντες αυτόν εν τη μάχη. Εκείνος δε αποφασίσας ν’ αποθάνη εξ ης ώρας εγίγνωσκε ότι είχε κυριευθή η Πόλης, έπεσεν αφανώς», αναφέρουν οι χρονικογράφοι. Συμφώνως με τον Δούκα οι Τούρκοι αναγνώρισαν τον νεκρό του βασιλέως από τις ερυθρές εμβάδες του, τις διακοσμημένες με δικεφάλους αετούς. Το σώμα του γδάρθηκε, συνεχίζει ο Δούκας, και το δέρμα του γεμίστηκε με άχυρο και διαπομπεύτηκε. Η τουρκική ανανδρία και μικροψυχία, ακόμη και στη στιγμή της νίκης τους ήταν και είναι ενδεικτική της ποιότητος του πολιτισμού τους.
Ότι και αν έπραξαν όμως, μαζί με τους χιλιάδες φόνους, τους βιασμούς, τις αρπαγές και τις λεηλασίες, την ερήμωση και την παντελή καταστροφή του ωραίου, της περιωνύμου εκείνης βασιλίδος των πόλεων, ουδέν επέτυχαν. Δεν επέτυχαν και δεν κατορθώσουν ποτέ να επιτύχουν να ξεριζώσουν από τις θύμισες ενός λαού τον θρύλο του Έλληνα που αντιστέκεται, αδιαφορώντας για τις συνθήκες του αγώνα, που αντιστέκεται απλώς και μόνο γιατί πρέπει να αντισταθεί, γιατί έτσι επιβάλει ο πολιτισμός και η ιστορία του.
Όπως αναφέρει ο Δούκας «δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί η Πόλη στους Τούρκους από τα χέρια Ελλήνων. Γιατί, εάν τούτο μπορούσε να συμβεί, σε ποιό δρόμο ή σε ποιόν τόπο, ή σε ποία πόλη χριστιανών θα μπορούσαν να μετοικήσουν οι Έλληνες χωρίς να είναι κατάπτυστοι και ντροπιασμένοι»; Αυτή ακριβώς η θυσία του Παλαιολόγου γέννησε τον θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά τον οποίο άγγελος Κυρίου “μαρμάρωσε” και έκρυψε σε μια σπηλιά. Όταν έρθει η ώρα το άγγελος θα έδινε και πάλι το σπαθί στον βασιλιά για να εγερθεί και να κυνηγήσει τους Τούρκους μέχρι την “Κόκκινη Μηλιά”… Αυτό προσπάθησαν, 200 χρόνια, πριν, οι πρόγονοί μας το 1821, και πολλοί πριν από αυτούς ήδη αμέσως μετά την Άλωση, μέχρι της επιτυχίας. Αντίθετα με λεγόμενα ορισμένων τα χρόνια της σκλαβιάς ήταν χρόνια πολέμου για τους Έλληνες.
Πηγή: history-point.gr