«Ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας»
Υποναύαρχος (Ο) ΠΝ ε.α. Δημήτριος Γεωργαντάς,
Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά, Φοιτήτρια
Βιογραφία του Peter Von Hess
Ο Peter Von Hess, γεννήθηκε το 1792 στο Ντύσσελντορφ. Οι πρώτες εμπειρίες του στην τέχνη, ήταν η γνωριμία του με την χαρακτική του πατέρα του Κάρολου Ες (1755-1808). Την περίοδο 1806 μέχρι το 1814, φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Έγινε διάσημος με τους πίνακές του, που απεικόνιζαν πολεμικές συγκρούσεις των Ναπολεόντειων Πολέμων. Το 1827, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄ (1786-1868), του ανέθεσε την καλλιτεχνική απεικόνιση των ηρώων και των σκηνών της Ελληνικής Επανάστασης στη Στοά του Μονάχου. Ήρθε στην Ελλάδα, στις 25 Ιανουαρίου 1833, αποθανατίζοντας την άφιξη του βασιλιά Όθωνα Α΄ (1815-1867) στο Ναύπλιο. Πραγματικά στην Ελλάδα, διακρίθηκε για την τελειότητα αναπαράστασης μαχών και απεικόνισης ηρώων του ’21.
Συνοδεύοντας τον Όθωνα Α΄ στην Ελλάδα, παρέμεινε για εννέα (9) μήνες, ώστε να γνωρίσει καλύτερα τους τόπους, όπου διαδραματίστηκαν τα ηρωικά γεγονότα του 1821 και τους πρωταγωνιστές τους. Επανήλθε στην Ελλάδα για δεύτερη φορά, για την καλλιτεχνική δημιουργία της κεντρικής αίθουσας των ελληνικών ανακτόρων, που όμως καταστράφηκε αργότερα από την πυρκαγιά του Δεκεμβρίου 1909. Ο ανεπανάληπτου κάλλους πίνακάς του που παρουσιάζει την έλευση του Όθωνα Α΄ στο Ναύπλιο, κοσμεί τη Νέα Πινακοθήκη του Μονάχου. Το 1839 μετέβη στη Ρωσία, κατόπιν πρόσκλησης του τσάρου Νικόλαου Α΄ (1796-1855), για την καλλιτεχνική δημιουργία οκτώ (8) μεγάλων πινάκων, αναπαριστώντων τα γεγονότα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812).
Ο Peter Von Hess, δημιούργησε σαράντα (40) απείρου ωραιότητας πίνακες του Ελληνικού Απελευθερωτικού Αγώνα, καθώς και προσχέδια τοιχογραφιών για την διακόσμηση των κήπων του παλατιού του Μονάχου, αλλά και των τοίχων των ανακτόρων του τσάρου της Ρωσίας, Νικόλαου Α΄, στην Πετρούπολη, με έργα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812).
Υπήρξε ασυναγώνιστος ζωγράφος πολεμικών θεμάτων, που το ύφος και η πλαστική τους γλώσσα συνέπλεε με την γερμανική ρομαντική ζωγραφική ιστορικών σκηνών. Στα έργα του διακρίνεται μία γοητεία που οφείλεται στην λεπτομέρεια των απεικονίσεών του. Στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων συμμετείχε στο επιτελείο του Βαυαρού στρατηγού Wrede στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ναπολέοντα, όπου απέκτησε σημαντικές εμπειρίες πολεμικών συγκρούσεων και εκτεταμένων ταξιδιών. Στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων δημιούργησε τα πρώτα σημαντικά του έργα. Τα έτη 1816-17 ταξίδεψε στην Ιταλία και δεχόμενος ιταλικές επιρροές δημιούργησε νέο προσωπικό ύφος. Το 1824 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της συντεχνίας καλλιτεχνών του Μονάχου, «Σχολής του Μονάχου». Μαθητής του υπήρξε ο σημαντικός Έλληνας ζωγράφος της «Σχολής του Μονάχου» και της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρος Βρυζάκης (1819-1878), που δημιούργησε ανεπανάληπτα έργα ζωγραφικής για τον Αγώνα του ’21.
Τιμήθηκε το 1861 με το Σταυρό του Ιππότη του Τάγματος της Αξίας του Βαυαρικού Στέμματος. Πέθανε στις 4 Απριλίου 1871 και ετάφη στο κοιμητήριο Alter Sudlicher Friedhot του Μονάχου.
Το Νόημα – Μήνυμα του Πίνακα «Γεωργάκης και οι συν αυτώ εν Σέκκω της Μολδαβίας Τινάσσονται στον Αέρα …»
Ο Peter Von Hess, στους πίνακές του για την Ελληνική Επανάσταση, στο πρόσωπο των Ελλήνων, απέδιδε καλλιτεχνικά την θέληση για ελευθερία και πολιτισμό. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί για την απεικόνιση των Ελλήνων αγωνιστών είναι ζεστά και έντονα, προσφέροντας ζωή στα πρόσωπα των έργων του, δίνοντάς τους ψυχή. Στην πινελιά του υπάρχει έντονο συναίσθημα και διεισδυτικότητα στο προσωπικό πάθος και τον ηρωισμό των μορφών που ζωγραφίζει. Μέσα από το έργο του προβάλλεται ο κόσμος του ονείρου για την ελευθερία και των παθών των Ελλήνων αγωνιστών. Οι δε μεγαλειώδεις σκηνές του από την Ελληνική Επανάσταση αποδίδονται αριστοτεχνικά από το πινέλο του. Γνώρισε πραγματικά τους Έλληνες, προκειμένου να δημιουργήσει πίνακες ανυπέρβλητου μεγαλείου.
Στον πίνακά του για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, χαρακτηρίζεται από την λεπτομέρεια των χαρακτηριστικών των μορφών του Γεωργάκη Ολύμπιου, των συναγωνιστών του και την καθαρότητα των προσώπων τους. Ως σημαντικός ρομαντικός ζωγράφος εστίαζε κυρίως στο συναίσθημα. Ανυπέρβλητες είναι οι λεπτομέρειες και η τελειότητα των ενδυμασιών των επαναστατημένων Ελλήνων. Η πρόθεσή του στη σύνθεση του έργου ήταν η κίνηση και η ενότητα. Δίνεται έμφαση του φωτός στους αγωνιστές και περισσότερο στον Γεωργάκη Ολύμπιο. Θέλει να αποτυπώσει τη συγκεκριμένη στιγμή, ως τμήμα ενός από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα. Τη θυσία του ένθερμου αγωνιστή για την πατρίδα.
Η σύνθεση συγκλίνει στο κέντρο, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ο φλογερός αγωνιστής. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, κρατώντας με το δεξί χέρι του το κόκκινο σκούφο του και το αριστερό του χέρι στα όπλα του είναι αποφασισμένος και με ευλάβεια περιμένει την πλήρη ελευθερία του από τους εχθρούς που καταφθάνουν με γυμνά τα γιαταγάνια τους για να τους σκοτώσουν. Ο συναγωνιστής του ετοιμάζεται να πυροδοτήσει με το αριστερό του χέρι τα πυρομαχικά και έχοντας το δεξί του χέρι στην καρδιά. Ο καλλιτέχνης δίνει σημασία στον ανθρώπινο παράγοντα του Αγώνα των Ελλήνων και δίνει μικρή σημασία στον περιβάλλοντα χώρο του, όπου διαδραματίζεται η θυσία. Στην είσοδο φαίνονται τρείς (3) εχθροί με τα γιαταγάνια τους έτοιμα για να ορμήσουν και να κατασφάξουν τους αγωνιστές. Ζωγραφίζει τους εχθρούς με γκρι – σκοτεινά (ψυχρά χρώματα), δηλώνοντας τα ζωώδη αισθήματά του και την πρωτόγονη πολιτισμική ανάπτυξή τους.
Απέδιδε με ακρίβεια τις λεπτές πτυχώσεις των ενδυμάτων του Γεωργάκη και των άλλων Ελλήνων αγωνιστών. Το παντελόνι του Γεωργάκη Ολύμπιου είναι σε άσπρο χρώμα και σε συνδυασμό με το μπλε επανωφόρι, συμβόλιζε το χρώμα της Ελληνικής σημαίας. Επίσης, με το μπλε χρώμα του επανωφοριού του Γεωργάκη, ο καλλιτέχνης συμβόλιζε την καθαρή σκέψη, την γλυκύτητα, την ηρεμία και την αποφασιστικότητα του Γεωργάκη και των συναγωνιστών του. Το έντονα άσπρα χρώματα, καθώς και οι ακτίνες του ήλιου που γεμίζουν τον χώρο και φωτίζουν τα πρόσωπα των αγωνιστών συμβολίζουν την ελπίδα, για ελευθερία και την φλόγα του πνεύματος και της ψυχής των αγωνιστών. Το σκοτεινό και μαύρο περιβάλλον, γύρω από τους αγωνιστές, συμβολίζει τις σκληρές πολεμικές συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν μέχρι να έλθει το φως της ελευθερίας. Το ζεστό χρώμα (κόκκινο) που απεικονίζει το σκούφο του Γεωργάκη και το επανωφόρι του συναγωνιστή του Γεωργάκη, εκφράζει το συναίσθημα της πίστης για την ελευθερία των αγωνιζομένων. Ο Γεωργάκης απεικονίζεται ευλαβικά γονυπετής μπροστά στα βαρέλια με τα πυρομαχικά, ως να ήταν εικονίσματα. Αγέρωχος για το μήνυμα για την επερχόμενη επίτευξη της ελευθερίας των Ελλήνων. Φαίνεται το αποφασιστικό του βλέμμα στο πρόσωπό του, δείχνοντας σιγουριά και το αίσιο τέλος της πολεμικής σύγκρουσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πίσω του ο συναγωνιστής του με κλειστά τα μάτια προσπαθεί να πάρει δύναμη από τον Γεωργάκη Ολύμπιο για την θυσία τους για την πατρίδα. Δεξιά στον πίνακα, ο αγωνιστής κρατώντας σφικτά τα χέρια του, αντιμετωπίζει καρτερικά με ορθάνοικτα μάτια τη θυσία τους για την λευτεριά.
Ο Σταυραετός του Ολύμπου
Ο εθνικός ήρωας Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε στο Λιβάδι Ολύμπου τον Μάιο 1772. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Νικολέτα. Η μητέρα του πέθανε νωρίς και την ανατροφή του ανέλαβε η γιαγιά του Αγνή. Αυτή του έδωσε το προσωνύμιο «Γεωργάκης» από την μεγάλη της αγάπη. Το «Ολύμπιος» του αποδόθηκε από τα κατορθώματά του, την καταγωγή του από την περιοχή του Ολύμπου και την μετέπειτα ανάληψη της ηγεσίας του αρματολικιού του Ολύμπου. Κατάγονταν από την ηρωική οικογένεια των Λαζαίων, η οποία είχε έδρα το Λιβάδι και μετέπειτα τη Μηλιά Πιερίας. Η οικογένεια των Λαζαίων προσέφερε στο βωμό της εθνικής ανεξαρτησίας, πριν και κατά την Επανάσταση του 1821, περισσότερους από τετρακόσιους (400) νεκρούς.
Παρακολούθησε μαθήματα στο γνωστό Σχολείο του Λιβαδίου από τους φωτισμένους δασκάλους της εποχής, τον Ιωνά Σπαρνιώτη και τον Ιωάννη Πέζαρο. Έως το 1798 εκπαιδεύεται σε στρατιωτικά θέματα στο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου. Εξελίσσεται σε πρωτοπαλίκαρό του, ως άριστος μαθητής και αγωνιστής. Είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, σχεδιάζει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά από τη Μεγάλη Πύλη, χρησιμοποιώντας τη διπλωματία και τη βία.
Οι Ολύμπιοι, αρνήθηκαν να εμπλακούν στη διαμάχη του Αλή Πασά με τον σουλτάνο, μαχόμενοι και εναντίον των Τούρκων και εναντίον του Αλή Πασά. Ο γιος του Αλή Πασά έφθασε μέχρι το Λιβάδι, προκειμένου να τους αναγκάσει να βοηθήσουν τον πατέρα του στην επίτευξη των στόχων του. Ο Γεωργάκης, μαζί με άλλους αρματολούς από τη Μακεδονία, όπως τον Νικοτσάρα και τον Καρατάσο, καταφεύγει στη Σερβία, ενώνεται με τις επαναστατικές δυνάμεις του Καραγεώργη και του οπλαρχηγού Βέλικο Πέτροβιτς. Συμμετέχει στον παμβαλκανικό ξεσηκωμό ενάντια των Οθωμανών. Έλαβε μέρος μάλιστα σε σημαντικές νικηφόρες μάχες εναντίον του πολυάριθμου οθωμανικού στρατού υπό τον Τοπάλ Πασά, εξαναγκάζοντάς τον σε υποχώρηση. Παρόλο ότι οι υπόλοιποι Έλληνες επέστρεψαν στην Ελλάδα, ο Γεωργάκης παρέμεινε στη Σερβία. Εκεί παντρεύτηκε τη Στάνα, χήρα του Σέρβου οπλαρχηγού Βέλικο Πέτροβιτς, η οποία εκχώρησε ως δάνειο στην Επαναστατική επιτροπή όλη της την περιουσία, περί τα 5.000 χρυσά νομίσματα της εποχής, τις οποίες ποτέ το Ελληνικό κράτος δεν επέστρεψε.
Ο Γεωργάκης υπήρξε ο οραματιστής και ο εφαρμοστής των ιδεών του Ρήγα Φεραίου. Είναι ο στρατιωτικός νους που προσπάθησε να εφαρμόσει τον Θούριο του Ρήγα. Εμφορούνταν από μεγάλο πάθος για την ελευθερία και την αδελφική συνεργασία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής. Προσπάθησε με όλες του δυνάμεις να αναπτύξει κοινή δράση εναντίον των Οθωμανών. Δυστυχώς, αποδείχθηκε ότι οι λαοί δεν ήταν έτοιμοι ακόμη να υλοποιήσουν τις επιταγές της ιστορίας, εγκαταλείποντας γρήγορα τον αγώνα τους.
Μετά την αποτυχία της σερβικής εξέγερσης, σε συνεργασία με τον ηγεμόνα της Βλαχίας, Κωνσταντίνο Υψηλάντη, δημιούργησε αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα από Έλληνες και κατοίκους από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Με τις δυνάμεις αυτές, περίπου 1.300 άνδρες, έλαβε μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-1812), στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Μιχαήλ Κουτούζοφ (1747-1813) και στον Ρωσογαλλικό Πόλεμο (1812-1814), όπου τιμήθηκε με το παράσημο της αγίας Άννης. Συμμετείχε και ξεχώρισε στους νικηφόρους αγώνες στο Όστροβο, Στούβικ και Βιδίνιο. Η φήμη του έφθασε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον τσάρο της Ρωσίας, Αλέξανδρο Α΄(1777-1825). Ανήλθε γρήγορα στα ανώτερα κλιμάκια του ρωσικού στρατού και αναγορεύτηκε συνταγματάρχης. Λόγω της άριστης κατάρτισής του και της συγκροτημένης γεωπολιτικής του σκέψης, συμμετείχε ως σύμβουλος του τσάρου στο Συνέδριο της Βιέννης, μαζί με τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Το 1817, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Γεώργιο Λεβέντη. Την περίοδο της εθνεγερσίας, ως υψηλόβαθμο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας και ένας από τους Αποστόλους της, ορίζεται αρχιστράτηγος των Ελληνικών Δυνάμεων, στο Δούναβη. Τον Οκτώβριο 1820 σε σύσκεψη των σημαντικότερων στελεχών της Φιλικής εταιρείας, αποφασίστηκε να αρχίσει η Επανάσταση από την Μολδαβία. Εκεί οι ευρισκόμενοι Έλληνες στρατιωτικοί αρχηγοί είχαν πειθαρχημένα και ετοιμοπόλεμα σώματα, ικανά να δημιουργήσουν τον πυρήνα του Ελληνικού Επαναστατικού στρατού. Στη συνέχεια τα σώματα θα διέρχονταν τη Βαλκανική και θα έφθαναν στην Ελλάδα, όπου είχαν αρχίσει ήδη οι επαναστατικές ενέργειες. Τον Ιανουάριο 1821, με εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Ολύμπιος και άλλοι Έλληνες του Βουκουρεστίου, παρακίνησαν σε επανάσταση εναντίον των Οθωμανών τον ντόπιο οπλαρχηγό Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου. Έτσι, η επανάσταση κηρύχθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1821 με τη στήριξη της Φιλικής Εταιρείας.
Στις 23 Φεβρουαρίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εισέρχεται στη Μολδαβία και κηρύσσει επίσημα την Επανάσταση, εκδίδοντας την περίφημη προκήρυξή του: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ο Υψηλάντης στηρίχθηκε στον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο (1784-1864) και στους οπλαρχηγούς Γεωργάκη Ολύμπιο, Σάββα Καμινάρη[1], Ιωάννη Φαρμάκη και τον ηγέτη των Βλάχων αγροτών Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου. Μέσα σε λίγες ημέρες συγκέντρωσε 4.000 περίπου άνδρες, μεταξύ των οποίων Σέρβους, Βουλγάρους, Μαυροβούνιους και Μολδαβούς. Η παγερή αδιαφορία των Μολδαβών, η κωλυσιεργία του Υψηλάντη, ο αφορισμός από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η αποδοκιμασία από τον τσάρο της Ρωσίας, άρχισαν να επιδεινώνουν την κατάσταση.
Ο Ολύμπιος με τους 1.400 άνδρες έρχεται άμεσα σε συνάντηση με τον Υψηλάντη. Αγωνίζονταν με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό. Στις 7 Ιουνίου 1821, ενώ ήταν σε πολεμικό συμβούλιο με τον Υψηλάντη και έδωσε στον αντικαταστάτη του αξιωματικό, τον παρορμητικό Κακαβιά, να μην αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς στην πεδιάδα του Δραγατσανίου, αλλά να κάνουν κλεφτοπόλεμο από τα βουνά. Όμως ο αντικαταστάτης του, απερίσκεπτος αξιωματικός, παρέσυρε τις Ελληνικές Δυνάμεις σε σύγκρουση στην πεδιάδα, απόντος του Γεωργάκη, σε ένα σημαντικό στρατηγικό λάθος, οδηγώντας σε ολέθριες συνέπειες του εγχειρήματος της Επανάστασης.
Και αρχίζει ο «Γολγοθάς» του Γεωργάκη στο Δραγατσάνι, ένα χωριό της Νότιας Βλαχίας. Ο Ολύμπιος, εγκαταλείποντας το πολεμικό συμβούλιο με τον Υψηλάντη, έσπευσε σε βοήθεια μόλις άρχισε η σύγκρουση, αλλά ήταν πλέον αργά. Με άκαμπτο πείσμα και γενναιότητα έπεσε ως κεραυνός κατά των εχθρών. Ατρόμητος, ρίχτηκε στο πεδίο της μάχης με 100 ιππείς, κατάσφαξε όσους βρέθηκαν μπροστά του και πήρε τη σημαία του Ιερού Λόχου, από τον σκοτωμένο σημαιοφόρο Ιερολοχίτη. Οι Τούρκοι υποχώρησαν και έτσι ο Θεσσαλός οπλαρχηγός κατόρθωσε να σώσει περίπου εκατό (100) Ιερολοχίτες, από τους περίπου τετρακοσίους (400). Διεξήχθη ένας ανελέητος αγώνας. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, η νίκη τους όμως ήταν καθολική, όχι επειδή νίκησαν στο πεδίο της μάχης, αφού το είχαν εγκαταλείψει με την εμφάνιση του Ολύμπιου, αλλά γιατί μετά την συντριβή του Ιερού Λόχου, οι άνδρες των άλλων ελληνικών σωμάτων τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο ηττημένος στρατηγός, χωρίς να πολεμήσει έμεινε μόνο με τις δυνάμεις του γενναίου Θεσσαλού οπλαρχηγού και του Φαρμάκη.
Η επιχειρησιακή κατάσταση είχε δυσμενή εξέλιξη. Οι Ελληνικές δυνάμεις μετά τις προδοσίες των Βλαδιμηρέσκου, Καμινάρη και το ολέθριο στρατηγικό λάθος του Έλληνα αξιωματικού Κακαβιά, διαλύθηκαν ολοσχερώς. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τον Ολύμπιο σχεδίασαν να κατευθυνθούν μέσω Βλαχίας και Μολδαβίας, προς τα σύνορα της Ρωσίας και από εκεί να προωθηθούν στην Ελλάδα. Μόνο ο Ολύμπιος θα ακολουθήσει αυτό το δρόμο, καθόσον ο Υψηλάντης πείστηκε από τους Αυστριακούς να περάσει τα αυστριακά σύνορα και να προωθηθεί στην Αμερική και από εκεί αργότερα να μεταβεί στην Ελλάδα. Στις 15 Ιουνίου 1821 στα αυστριακά σύνορα, η στιγμή του αποχωρισμού του Υψηλάντη και του γενναίου πατριώτη Γεωργάκη υπήρξε άκρως συγκινητική. Όλοι ξέσπασαν σε κλάματα και λυγμούς, ενώ υποσχέθηκαν όλοι να συναντηθούν στην πατρίδα.
Μετά τις ήττες στο Δραγατσάνι και το Σκουλένι, ο Ολύμπιος συνενώθηκε με τον Ιωάννη Φαρμάκη, συναθροίζοντας περίπου σε 800 ιππείς. Όταν έμαθαν ότι ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις, μαζί με τον Σάββα Καμινάρη ( ο οποίος υπήρξε στην αρχή μαζί τους και τους πρόδωσε εισχωρώντας στις τάξεις του εχθρού), έκριναν ότι ο αγώνας στην Βλαχία ήταν άσκοπος. Αποφάσισαν να ακολουθήσουν την ορεινή διαδρομή και μέσω Βεσσαραβίας να μπορέσουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο Ολύμπιος σε όλη αυτή τη διαδρομή μεταφέρονταν σοβαρά άρρωστος πάνω σε φορείο.
Μέχρι τα μέσα Αυγούστου οι δυνάμεις των Ολύμπιου – Φαρμάκη βρίσκονταν στα δυσπρόσιτα βουνά της Μολδαβίας, όπου ήρθαν αρκετές φορές σε σύγκρουση με τις Οθωμανικές δυνάμεις. Όταν ο Ολύμπιος ανέρρωσε αποφάσισε να προχωρήσει σε πεδινότερη περιοχή για να μπορέσει να συντηρήσει το ιππικό του. Όμως, οι δύο αγωνιστές έμειναν μόνο με 350[2] περίπου πολεμιστές, καθόσον οι προερχόμενοι από τις γειτονικές περιοχές τους εγκατέλειψαν. Οι δύο αγωνιστές κατευθύνθηκαν στη Μονή Νάμτσου και μετά στη Μονή Σέκκου, κοντά στο Ιάσιο. Στην αρχή οι δύο οπλαρχηγοί είχαν νίκες εναντίον των Οθωμανικών δυνάμεων. Όταν όμως έμαθαν ότι πλησίαζαν σημαντικές εχθρικές δυνάμεις, ο Ολύμπιος πρότεινε να εγκαταλείψουν τη Μονή και να κινηθούν προς τη Βεσσαραβία. Αντίθετα, ο Φαρμάκης αντιπρότεινε τη διαφυγή μέσω των κοντινών συνόρων της Αυστρίας. Ο Ολύμπιος δεν ήθελε να τους ακολουθήσει, καθόσον πίστευε ότι οι Αυστριακοί θα τους συλλάμβαναν. Τελικά, από αίσθημα αλληλεγγύης και την επιστολή του τοπικού επισκόπου, που τους καλούσε να υπερασπιστούν τη Μονή από τους Οθωμανούς, έμμειναν.
Οι επαναστάτες αποφάσισαν να αμυνθούν στην είσοδο της στενής κοιλάδας της Μονής, χωρίς όμως να ξέρουν ότι υπήρχαν μονοπάτια στα βουνά που οδηγούσαν στο εσωτερικό της κοιλάδας. Έτσι, ενώ απέκρουαν τις εχθρικές δυνάμεις στη είσοδο της κοιλάδας, περί τις 8 Σεπτεμβρίου το κύριο τμήμα του εχθρού μέσω των μονοπατιών πλησίαζε στη Μονή. Ο Ολύμπιος τοποθέτησε τους άνδρες του στις επάλξεις της Μονής, απαγορεύοντας την είσοδό τους. Στο μεταξύ ο Φαρμάκης και οι άνδρες του που είχαν αποκοπεί στην είσοδο της κοιλάδας, μπόρεσαν το βράδυ της 8 Σεπτεμβρίου να εισέλθουν στη Μονή. Έτσι, από την 9 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις των δύο αγωνιστών αμύνονται στη Μονή κατά των Οθωμανών, οι οποίο διέθεταν 8.000 άνδρες και βαρύ πυροβολικό.
Αμύνθηκαν σκληρά, αρνούμενοι οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τους Τούρκους και τους Αυστριακούς. Ο Ολύμπιος με λίγους πιστούς συμπολεμιστές του (περί τους 7-11), κλείστηκε στο κωδωνοστάσιο της Μονής, ενώ ο Φαρμάκης με τους άνδρες του υπεράσπιζε τις υπόλοιπες θέσεις. Όταν ο Ολύμπιος διαισθάνθηκε ότι τα πάντα τελειώνουν, πυρομαχικά, τρόφιμα και κυρίως ελπίδες, πυροδότησε στις 22 Σεπτεμβρίου 1821 την πυριτιδαποθήκη του καμπαναριού και παρέα με τους άνδρες του, οι οποίοι αρνήθηκαν να τον εγκαταλείψουν, τινάχθηκε στον αέρα, παίρνοντας μαζί του αρκετούς αντιπάλους του στο θάνατο. Ευτύχησε να έχει θάνατο αυθεντικού ήρωα και να κράτησε έτσι την υπόσχεσή του, το Σεπτέμβριο 1820, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: «… Υπόσχομαι να αγωνιστώ ως την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμία ανθρώπινη περίσταση».
Η πολιορκία της Μονής συνεχίστηκε με λυσσώδη άμυνα από τον Φαρμάκη. Πειθόμενος όμως από τις εγγυήσεις Αυστριακού διπλωμάτη παραδόθηκε με τους υπόλοιπους αγωνιστές (εκτός από 33 που είχαν διαφύγει την προηγούμενη νύχτα), με την προϋπόθεση ότι θα τους δοθεί αμνηστία. Δυστυχώς, όμως οι Οθωμανοί δεν σεβάστηκαν τη συμφωνία και εκτέλεσαν όλους τους αγωνιστές. Η θυσία τους ήταν αναπόφευκτη, αλλά όχι μάταιη. Η σημασία της είναι προφανής, γιατί η Υψηλή Πύλη έχοντας στραμμένη την προσοχή της στη Μολδοβλαχία, καθυστέρησε σημαντικά στην αποστολή στρατευμάτων στη Νότια Ελλάδα, για την κατάπνιξη της μεγάλης επανάστασης, που μόλις άρχιζε.
Ο φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ (1772-1844) διέσωσε το κάτωθι δημοτικό τραγούδι για τον Γεωργάκη Ολύμπιο:
«….Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραϊλα, στράτευμα φέρνουν περισσό,
πεζούλα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι’ ο Τσοπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα,
όλο Γενιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τοτ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου,
λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι, γρήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,
πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
ότι η Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Καμπουλάκι.
Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά στις τρεις χιλιάδες.
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας.
Σύρετε τα σπαθιά σας, γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός φώναξ’ από του Σέκκου:
Που είσαι, Γιώργο μ’ αδερφέ και πρώτε καπετάνιε;
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.
Ο Γιώργος τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν.
Ο Γιώργος είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τα’ ακούει».
Ο Γεωργάκης παντρεύτηκε το 1814 τη χήρα του οπλαρχηγού Βέλικο Πέτροβιτς, την πλούσια και όμορφη Στάνα. Απέκτησαν τρία παιδιά. Μετά την μάχη του Δραγατσανίου είδε για τελευταία φορά τη γυναίκα του Στάνα και τα δύο του παιδιά Μιλάνο και Αλεξάνδρα, ενώ στο τρίτο ήταν έγκυος και δεν το γνώρισε ποτέ.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ο ήρωας της Μονής Σέκκου ξεχάστηκε τελείως. Αντί να φέρουν τα οστά του στην «κλασική γη», όπως ήταν η τελευταία του επιθυμία και να αναλάβει το κράτος τα παιδιά του, έδωσαν στη χήρα του, που δώρισε την περιουσία της στον Αγώνα, σύνταξη 140 δραχμών. Η οικογένειά του πέρασε δύσκολα χρόνια και τα ίχνη των απογόνων του χάθηκαν, μετά και την αχάριστη αντιμετώπιση του Ελληνικού κράτους στην οικογένειά του.
Αντί Επιλόγου
Ο Βαυαρός ζωγράφος Peter Von Hess με τα μεγαλοπρεπή έργα του χάραξε στην εθνική μνήμη των Ελλήνων τις μορφές των ηρώων του 1821 και σημαντικών ελληνικών ιστορικών στιγμών. Δημιούργησε τα έργα του μέσα από τα ερείπια που ακόμη κάπνιζαν, προσδίδοντας με το πινέλο του τις ασύγκριτες στιγμές του Ελληνικού Έθνους. Στον πίνακά του «Ο Γεωργάκης και οι συν αυτώ εν Σέκκω της Μολδαβίας Τινάσσονται στον Αέρα …», ήρθε να θυμίσει στους Έλληνες, απεικονίζοντας τον Γεωργάκη Ολύμπιο, τον φλογερό Έλληνα αγωνιστή, που υπήρξε πραγματικό σπλάχνο του απλού Ελληνικού λαού και με τη θυσία του, χωρίς ημερομηνία λήξης, προσέφερε δύναμη στις καρδιές των υπολοίπων Ελλήνων να συνεχίσουν τον Αγώνα τους μέχρι την τελική επίτευξη της ελευθερίας τους.
Ο καλλιτέχνης αναγνώρισε την καταλυτική συμβολή του αγωνιστή του 1821 στην έναρξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, που τόσα πρόσφερε για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Το μήνυμα του καλλιτέχνη είναι η πεποίθηση ότι ο Γεωργάκης Ολύμπιος προσέφερε μεν σημαντικά με την θυσία του, αλλά θα προσέφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στην Ελληνική Επανάσταση, αν δεν υπήρξε θύμα της προδοσίας Ελλήνων και ξένων. Αναμφισβήτητη είναι η συνολική προσφορά του στον Ελληνικό Αγώνα του ’21.
Δυστυχώς η Ελληνική ιστοριογραφία δεν του παραχώρησε τη θέση που του αρμόζει, δίπλα στον Αθανάσιο Διάκο και τον Παπαφλέσσα. Η θυσία του, στην έναρξη του Αγώνα, αποστέρησε από τους Έλληνες ένα πολυτιμότατο αρχηγό, ο οποίος θα είχε συνεισφέρει, πέραν των άλλων, και στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, με την πρώτη δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.
Οι Έλληνες οφείλουν πολλά στον Peter Von Hess, για τις ηρωικές μορφές του ’21 που διέσωσε και τις ιστορικές μάχες – στιγμές της Επανάστασης που απέδωσε καλλιτεχνικά, και ιδιαίτερα τη θυσία του Γεωργάκη Ολύμπιου στη Μονή Σέκκου και πρόσφερε σημαντικά στην πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη της Ελλάδος.
Βιβλιογραφικές και Διαδικτυακές Αναφορές
- Γάκης, Τρύφων. (1996). Η Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα: ΔΕΛΤΑ.
- Γεωργάκης Ολύμπιος, διατίθενται στους διαδικτυακούς τόπους: www.helleniccollege.gr, www.elassona.com, www.livadi.gr, www.eleftheria.gr και www.vlaxoxori.gr, 8-11-2021.
- Γεωργάκης Ολύμπιος. Ο σταυραετός του Ολύμπου, του Θεόδωρου Φράγκου, Αθήνα: Σύλλογος Λιβαδιωτών «Γεωργάκης ολύμπιος», διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: www.issue.com, 8-11-2021.
- Γιαννόπουλος, Νίκος. (2016). 1821. Οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία, Αθήνα: Historical Quest.
- Η Ελληνική Επανάσταση στη Μολδοβλαχία (1821): Μία γεωπολιτική και γεωστρατηγική προσέγγιση, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: www.istorikathemata.com, 8-11-2021.
- Ιστορία του ελληνικού Έθνους. (1975). τόμοι ΙΑ’ και ΙΒ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
- Μυτίλης, Γιώργος. (2021). Μορφές συγκρίσιμες με τον Κολοκοτρώνη, οι Ιωάννης Φαρμάκης και Γεωργάκης Ολύμπιος, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: www.epimenoyme.gr, 8-11-2021.
- Φιλήμων, Ιωάννης. Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1859-1861, τόμος Α’.
- Peter Von Hess. Βιογραφία, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: www.sansimera.gr., 8-11-2021.
- Peter Von Hess. (1910). Το Ηρώον του Αγώνος, μετάφραση Λάμπρος Σπυρίδων, Αθήνα: Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.digital.lib.auth.gr, 8-11-2021.
- Peter Von Hess, ένας Γερμανός ζωγράφος στην Αθήνα (1792-1871), διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.peritexnisologos.blogspot.com, 8-11-2021.
- Peter Von Hess, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.argolikivivliothiki.gr, 8-11-2021.
- Το σπίτι – μουσείο του Γεωργάκη Ολύμπιου στο Λιβάδι, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: www.youtube.com/watch?v-v0H9uBfDuMY, 8-11-2021.
- Φωτιάδης, Δημήτριος. (1971). Η Επανάσταση του ’21, 2η έκδοση, τόμος Ι’ , Αθήνα: Ν. Βότση.
[1] Ο Καμινάρης είχε ανέλθει στο βαθμό του συνταγματάρχη του Οθωμανικού στρατού και διακρίνονταν για την πολεμική του πείρα, το κύρος και την μαχητική του ικανότητα.
[2] Η ιστορία της θυσίας των 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ. επαναλαμβάνεται και τώρα στον γενναίο Ολύμπιο.
Πηγή: infognomonpolitics.gr