Από τις αρχές του 1821 όλη η Πελοπόννησος βρισκόταν σε διαρκή συναγερμό, έξαψη και αναστάτωση. Τα επεισόδια διαδέχονταν το ένα το άλλο και ουδείς πλέον συγκρατιόταν για να περιμένει την καθορισμένη ημερομηνία της 25ης Μαρτίου για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα.
Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Πετρόμπεης απελευθέρωσε την Καλαμάτα. Στις 27 Μαρτίου πολιορκήθηκε η Καρύταινα, μέσα στο Αρκαδικό έδαφος, αλλά την 1η Απριλίου έφθασε ισχυρή στρατιωτική δύναμη από την Τρίπολη και διέλυσε την πολιορκία. Η επανάσταση όμως είχε αρχίσει και οι Τούρκοι εγκατέλειπαν σταδιακά τα επαρχιακά κέντρα και συγκεντρωνόντουσαν στην Τρίπολη. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποφάσισε να ιδρύσει στρατόπεδα πέριξ και ευρέως της Τριπόλεως και να καταστήσει την πόλη κύριο αντικειμενικό σκοπό της επαναστάσεως.
Την 1η Απριλίου συγκέντρωσε 300 αγωνιστές στην Πιάνα αλλά στις 6 Απριλίου του επιτέθηκαν οι Τούρκοι, διέλυσαν το στρατόπεδό του και έκαψαν την Αλωνίσταινα. Οι πρώτες απογοητεύσεις δεν αποθάρρυναν τον Κολοκοτρώνη ο οποίος ζήτησε από τους οπλαρχηγούς να «ζυγώσουν την Τριπολιτσά». Οι λόγοι του είχαν απήχηση και με αποτέλεσμα να καταληφθεί το Λεβίδι από σώματα Καλαβρυτινών και να συγκεντρωθούν 3.000 αγωνιστές στο χωριό Πάπαρη του Βαλτετσίου και στη Βλαχοκερασιά. Στα Βέρβαινα συγκεντρώθηκαν 1.500 Μιστριώτες. Στις 10 Απριλίου οι Τούρκοι εξόρμησαν από την Τρίπολη, με 3.000 περίπου άνδρες, κατά της Βλαχοκερασιάς και έπειτα από μια αψιμαχία μισής ώρας έτρεψαν σε φυγή τους άπειρους Έλληνες αμυνόμενους και διέλυσαν το στρατόπεδό τους. Στις 14 Απριλίου οι Τούρκοι, κομπάζοντας για τις επιτυχίες τους στην Πιάνα, την Αλωνίσταινα και στη Βλαχοκερασιά, επέδραμαν κατά του Λεβιδίου. Ο αγώνας, που διεξήχθη καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας ήταν επικός και αποφασιστικός. Οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να λυγίσουν την άμυνα των Καλαβρυτινών και προ του κινδύνου να αποκλεισθούν από τα υψώματα που περιέβαλαν το πεδίο της μάχης και τα οποία κατεχόντουσαν σταθερά από τους αμυνόμενους, άρχισαν να υποχωρούν. Οι Καλαβρυτινοί τους καταδίωξαν αλλά η απροσδόκητη βροχή που επακολούθησε έσωσε τους Τούρκους οι οποίοι όμως είχαν ήδη υποστεί σοβαρές απώλειες (150-300 νεκροί και πολλοί τραυματίες). Η σημασία της νίκης στο Λεβίδι υπήρξε μεγάλη. Ο στρατευμένος λαός, μετά τις πρώτες αποτυχίες, δοκίμασε βαθιά ικανοποίηση και οι Τούρκοι μεγάλη απογοήτευση.
Ο Κολοκοτρώνης κατόπιν οργάνωσε με προσοχή τα στρατόπεδα Πιάνας, Αλωνίσταινας, Βαλτετσίου και Χρυσοβιτσίου, που αποτελούσαν απειλή κατά της Τριπόλεως και των Βερβαίνων που ήταν στρατόπεδο Διοικητικής Μέριμνας (τροφών, πολεμοφοδίων και λοιπών εφοδίων). Στα στρατόπεδα γινόταν η οργάνωση, η συγκρότηση των τμημάτων, η εκπαίδευση των ανδρών και η εμπέδωση της πειθαρχίας, ώστε οι άτακτοι, άπειροι, άοπλοι και άσιτοι εν πολλοίς αγωνιστές να εφοδιαστούν με τα κατάλληλα μέσα και από στίφη να μετασχηματισθούν σιγά-σιγά σε τακτικό στρατό.
Στις 18 Απριλίου οι Έλληνες έστησαν ενέδρα στη Συλίμνα και κτύπησαν Τουρκική φάλαγγα που πήγαινε στη Δαβιά για να αλέσει στους εκεί μύλους. Η μάχη διήρκεσε δυο ώρες και κατέληξε με την αποχώρηση των Τούρκων που άφησαν πίσω τους 20 νεκρούς και πολλά εφόδια.
Στις 26 Απριλίου οι Τούρκοι εξόρμησαν από την Τρίπολη κατά του στρατοπέδου του Βαλτετσίου. Η μάχη υπήρξε σκληρή. Οι Έλληνες αμυνόμενοι αρχικά υποχώρησαν αλλά με την άφιξη ενισχύσεων σταθεροποίησαν τις θέσεις τους και ανάγκασαν στη συνέχεια τους Τούρκους να υποχωρήσουν καταδιωκόμενοι προς την Τρίπολη. Στις 28 Απριλίου ορίσθηκε ως αρχιστράτηγος των δυνάμεων της Αρκαδίας ο Κολοκοτρώνης.
Ο Χουρσίτ, πασάς της Πελοποννήσου, βρισκόταν από τον Ιανουάριο του 1821 στην Ήπειρο και πολεμούσε, με εντολή της Πύλης, τον Αλή πασά. Στην Τρίπολη είχε αφήσει αντικαταστάτη του τον Μεχμέτ Σαλήχ με 10.000 περίπου στρατό . Ανήσυχος για τα συμβαίνοντα διέταξε τους στρατηγούς Κιοσσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη να κινηθούν, με 8.000 πεζούς και 1.000 ιππείς, προς την Πελοπόννησο δια μέσου Θεσσαλίας, Θερμοπυλών και Ισθμού. Ταυτόχρονα έστειλε τον Μουσταφάμπεη (Κεχαγιάμπεη) με 4.000 Αλβανούς να περάσει από την Αιτωλοακαρνανία και το Ρίο, στην Πελοπόννησο. Ο Κιοσέ Μεχμέτ και ο Ομέρ Βρυώνης εγκλωβίστηκαν τελικά στη Βοιωτία.
Ο Κεχαγιάμπεης πέρασε χωρίς αντίσταση από την Αιτωλοακαρνανία, διαπεραιώθηκε στο Ρίο, λεηλάτησε την Πάτρα, έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), κατέστρεψε την Κόρινθο και το Άργος, έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και εισήλθε θριαμβευτικά στην Τρίπολη στις 2 Μαίου 1821. Η άφιξή του αναπτέρωσε το ηθικό των Τούρκων και προκάλεσε απογοήτευση και ταραχή στο Ελληνικό στρατόπεδο. Ο Κεχαγιάμπεης όμως έκανε δύο βασικά σφάλματα. Πρώτον δεν έστειλε δύναμη να ασφαλίζει και να ελέγχει τα στενά των Δερβενίων που ήταν η πύλη της Πελοποννήσου και δεύτερον έμεινε άπραγος 10 ημέρες και δεν κινήθηκε αμέσως κατά των φοβισμένων Ελλήνων, με αποτέλεσμα να τους δώσει το χρόνο να αναδιοργανωθούν και να συνέλθουν.
Το σχέδιο του Κεχαγιάμπεη ήταν να βγει πανστρατιά από την Τρίπολη, να καταστρέψει το στρατόπεδο του Βαλτετσίου, να μεταβεί στην Καλαμάτα, να καταπνίξει την επανάσταση στη Λακωνία, να επανέλθει στην Αρκαδία και να στρατοπεδεύσει στην περιοχή Μεγαλουπόλεως.
Στις 12 Μαίου 1821 επέδραμε, με 8.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, κατά του Βαλτετσίου το οποίο υπερασπίζονταν 750 μαχητές υπό τους Ηλία και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Η μάχη άρχισε τις πρώτες πρωινές ώρες και κορυφώθηκε το μεσημέρι. Ο Κολοκοτρώνης έφθασε αμέσως με 800 άνδρες και κατόπιν ο Πλαπούτας με άλλους 700. Το βράδυ η κατάσταση ήταν αβέβαιη. Οι Τούρκοι πίστευαν ότι η μόνη σωτηρία των Ελλήνων ήταν η φυγή τους και οι Έλληνες ότι οι Τούρκοι θα αποχωρούσαν τη νύχτα. Τίποτα όμως δεν συνέβη από αυτά. Η μάχη συνεχίσθηκε τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα έφθασε ο Αντώνης Μαυρομιχάλης με 300 άνδρες και ο Γιατράκος με 400 αγωνιστές. Το πρωί οι Τούρκοι κάμφθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν προς την Τρίπολη έπειτα από την άφιξη και άλλων Ελληνικών ενισχύσεων από τα Βέρβαινα (περί τους 500). Ο απολογισμός της μάχης είναι ασαφής. Εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν περί τους 500-600 Τούρκοι και καμιά εικοσαριά Έλληνες. Η σημασία όμως της Ελληνικής νίκης δεν έγκειται μόνο στις απώλειες του εχθρού, ούτε στο υλικό που κυριεύθηκε, αλλά στη μέγιστη ηθική επίδραση που είχε επί των πολεμιστών.
Η ήττα του Βαλτετσίου δεν ήταν δυνατόν να αφήσει τους Τούρκους να ησυχάσουν. Την 18η Μαΐου επέδραμαν με 6.000 άνδρες κατά των Βερβαίνων. Μια από τις φάλαγγές τους κατευθύνθηκε κατά των Δολιανών όπου βρήκε ισχυρή αντίσταση από τις δυνάμεις του Νικηταρά και του Μητρομάρα, που οχυρώθηκαν στα σπίτια του χωριού. Η υπόλοιπη δύναμη επιτέθηκε κατά του στρατοπέδου των Βερβαίνων, που το υπερασπίζονταν 2.500 Έλληνες υπό τους Γιατράκο, Κοντάκη και Ζαφειρόπουλο. Η μάχη υπήρξε σκληρή αλλά η ανδρεία των αμυνομένων κατίσχυσε της αριθμητικής υπεροχής των Τούρκων, οι οποίοι, όταν νύχτωσε, άρχισαν να υποχωρούν. Η υποχώρηση γρήγορα μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Η καταδίωξη των Ελλήνων δυσχεράνθηκε από τη ραγδαία βροχή, που ήλθε σαν δώρο στον πανικόβλητο εχθρό, ο οποίος άφησε στο πεδίο της μάχης 300-400 νεκρούς.
Οι νίκες στο Βαλτέτσι και στα Βέρβαινα-Δολιανά κατέρριψαν το ηθικό των Τούρκων και τις ελπίδες που είχαν με την άφιξη του Κεχαγιάμπεη και εξύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων μαχητών. Είχε φθάσει πλέον η ώρα της Τριπολιτσάς.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Το σχέδιο επιχειρήσεων του Κολοκοτρώνη
Η σύλληψη του σχεδίου και η οργάνωση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς ανήκουν κατά κύριο λόγο στην στρατιωτική ευφυΐα και οξυδέρκεια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος επέμενε στην εξαιρετική σημασία που είχε το Αρκαδικό έδαφος για την έναρξη του αγώνα. Οι άλλοι οπλαρχηγοί νόμιζαν ότι ήταν καλύτερο να πολιορκηθούν και να αλωθούν τα κάστρα της Μεσσηνίας και Λακωνίας και από εκεί να γινόταν η εξόρμηση προς βορρά. Έτσι όμως θα περιοριζόταν η επανάσταση στην περιφέρεια, δεν θα έπαιρνε τη γενικότητα που χρειαζόταν και θα ήταν εύκολο να καταπνιγεί. Ο Κολοκοτρώνης ήθελε να κτυπήσει τον εχθρό στην κεφαλή, στο κέντρο και όχι στην άκρη της Πελοποννήσου, να γενικεύσει τον πόλεμο, να δημιουργήσει εντυπώσεις στις ξένες δυνάμεις και να προδιαθέσει ευμενώς τη διεθνή κοινή γνώμη . Τα περιφερειακά κάστρα τα θεωρούσε δευτερεύοντες αντικειμενικούς σκοπούς, πίστευε ότι απαιτούσαν μικρές δυνάμεις και ότι τελικά θα εκφυλίζονταν και θα έπεφταν από μόνα τους.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη ιδρύθηκαν στρατόπεδα σε καίρια σημεία της Αρκαδίας, πέριξ της Τριπόλεως, με άνοιγμα ευρύ (Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βαλτέτσι, Βέρβαινα, Δολιανά). Με την πάροδο του χρόνου, την ενίσχυση των Ελλήνων και την φθορά των Τούρκων, τα στρατόπεδα θα προωθούνταν και η Τρίπολη θα περισφιγγόταν ασφυκτικά μέχρι της πτώσεώς της. Για την υποστήριξη του σχεδίου του συγκροτήθηκαν υπηρεσίες ανεφοδιασμού, λειτούργησαν εθνικοί φούρνοι στα χωριά και οργανώθηκαν αποθήκες εφοδίων και πυρομαχικών. Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας παρείχαν μπαρούτι και φυσίγγια. Μετά το σχηματισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας συγκροτήθηκε εφορεία της επαρχίας της Τριπολιτσάς με επικεφαλής τον Κανέλλο Δεληγιάννη, για το χειρισμό των οικονομικών θεμάτων και τον εφοδιασμό των στρατοπέδων με μέσα διατροφής και διεξαγωγής του πολέμου. Τα κτηνοτροφικά προϊόντα ήταν επαρκή για τις ανάγκες των αγωνιζομένων αλλά έλλειπαν οι αναγκαίες ποσότητες μολυβιού γι' αυτό οι επαναστάτες ήσαν σε συνεχή επαφή με τους νησιώτες, κυρίως Υδραίους, οι οποίοι κάλυπταν τις ελλείψεις τους σε μολύβι, τουφεκόπετρες, πετσιά για τα τσαρούχια και ιατρικά για την περίθαλψη αρρώστων και τραυματιών.
Περιγραφή του εδάφους
Η Τρίπολη ήταν το νευραλγικό, συγκοινωνιακό, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Τουρκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Ήταν κτισμένη σε επίπεδη θέση μέσα σ' ένα οροπέδιο και περιβαλλόταν από αλυσιδωτά συγκροτήματα ορέων, απ' όλα τα σημεία του ορίζοντα, τα οποία της παρείχαν την απαραίτητη εδαφική προστασία Αυτό όμως το πλεονέκτημα αποτέλεσε και το ασθενές σημείο των Τούρκων , όταν κλείσθηκαν στα τείχη της πόλεως και άφησαν τα γύρω υψώματα στη διάθεση των πολιορκητών.
Οι διακλαδώσεις του Μαινάλου, κατά την βόρειοδυτική πλευρά της πόλεως, πρόσφεραν στους Έλληνες την ασφάλεια της πρώτης και βασικής γραμμής οχυρώσεώς τους στις δασοσκεπείς πτυχές του αγέρωχου όρους. Πλέον τούτου η ισχυρά απόφυσής του Μαινάλου, απέναντι από τη Συλίμνα, κατέληγε σε τρεις οξείες κορυφές που σχημάτιζαν τα Τρίκορφα, τα οποία αποτέλεσαν την κύρια βάση των δυνάμεων της πολιορκίας. Νότιο-ανατολικά δέσποζαν τα υψώματα του Πάρνωνα και στην βόρειο-ανατολική πλευρά η πόλη αντίκριζε το ορεινό συγκρότημα του Αρτεμισίου-Παρθενίου και των παραφυάδων του.
Στα Τρίκορφα προωθήθηκαν τα στρατόπεδα Χρυσοβιτσίου και Πίανας. Τα ταμπούρια του νέου στρατοπέδου κατόπτευαν πλέον την Τριπολιτσά. Ήταν η πρώτη φορά που οι επαναστάτες είχαν φθάσει τόσο κοντά στην πόλη (μισή ώρα μακριά). Πίσω από τα Τρίκορφα οργανώθηκε η κεντρική αποθήκη που θα υποστήριζε τις δυνάμεις των πολιορκητών. Η διάταξη των Ελλήνων προωθήθηκε σταδιακά εγγύτερα της πόλεως στα υψώματα Αγίου Αθανασίου, Αγίου Νικολάου, Αγιοθόδωρα, Πηγής και Αγίου Βλάση. Από το Περιθώρι ανοιγόταν η κατεύθυνση προς την Τριπολιτσά και τα γύρω χωριά αποτέλεσαν τα σημεία υποστηρίξεως για την περίσφιξη της πολιορκίας.
Η οχύρωση της Τριπολιτσάς
Οι Τούρκοι για την προστασία της Τριπόλεως είχαν ανεγείρει ισχυρό περίφρακτο τείχος με επτά πύλες (πόρτες), που η κάθε μία οδηγούσε σε μια κατεύθυνση, και είχε την αντίστοιχη ονομασία (Καλαβρύτων, Σεραγιού, Ναυπλίου, Σπάρτης, Λεονταρίου, Καρύταινας και Αγίου Αθανασίου). Σε κάθε πόρτα ήταν και μια τάπια με κανόνια. Μεταξύ των πυλών υπήρχαν ντάπιες και πολεμίστρες για τα τουφέκια. Το ύψος του τείχους ήταν 5,5 μέτρα κατά μέσο όρο, η περίμετρός του περί τα 3.500 μέτρα και το εμβαδόν του 1,5 περίπου τετραγωνικό χιλιόμετρο (σύμφωνα με το σχέδιο του Pouqueville η περίμετρος φαίνεται να είναι μεγαλύτερη). Το πάχος στη βάση του ήταν 2,5 μέτρα και στο άνω μέρος περί το 1,5 μέτρο. Το τείχος ήταν πυργωτό και κατέληγε σε επάλξεις ενώ στο εσωτερικό του διαμορφωνόταν σε διπλές πολεμίστρες.
Μέσα στην πόλη είχαν εγκλεισθεί 16.000 περίπου ένοπλοι και 18.000-20.000 άμαχος πληθυσμός (μωαμεθανοί, εβραίοι, χριστιανοί κλπ), εκ των οποίων 7.000 Έλληνες (γυναικόπαιδα, γέροντες και όμηροι) που λιγόστευαν διαρκώς διαρρέοντες εκτός των τειχών. Οι ένοπλοι αποτελούνταν από 7.000 Τούρκους στρατιώτες, 3.000 ένοπλους από το Φανάρι, την Καρύταινα, το Λεοντάρι και το Μιστρά, 1.000 Αλβανούςσεϊμένηδες, 900 σωματοφύλακες των αγάδων και αξιωματούχων της Πελοποννήσου, που είχαν βρει καταφύγιο στην πόλη, και 4.000 Αλβανούς που είχαν έλθει με τον Κεχαγιάμπεη. Οι Τούρκοι διέθεταν επίσης 30 πυροβόλα, εκ των οποίων τα 18 σε αρίστη κατάσταση.
Η διάταξη των Ελληνικών δυνάμεων πολιορκίας
Οι Έλληνες μαχητές ήταν αρχικά 6.000 αλλά επληθύνοντο συνεχώς για να φθάσουν τις 10.000 στις αρχές του Αυγούστου και στις 20.000 στις παραμονές της αλώσεως, με την προσδοκία της λαφυραγωγίας.
Περί τα τέλη Μαΐου άρχισε να συσφίγγεται ο κλοιός. Τα στρατεύματα του Βαλτετσίου μετακινήθηκαν στα Τρίκορφα και τα τμήματα των Βερβαίνων στο Στενό όπου έκτισαν ταμπούρια και άνοιξαν τάφρους. Οι Καλαβρυτινοί προωθήθηκαν στο Περιθώρι και στην Επάνω Χρέπα. Η διάταξη της πολιορκίας έλαβε την μορφή ημισελήνου κατά το δυτικό και βόρειο-δυτικό προς το νότιο-δυτικό τμήμα του χώρου, ώστε στηριζόμενη στο Μαίναλο και τις παραφυάδες του, να καλύπτει σταθερά περί τα δύο τρίτα την Τρίπολη. Το πεδινό τμήμα προς ανατολάς και στα πλάγια αυτού (βόρειο-ανατολικά και νότιο-ανατολικά) επιτηρούταν από αποστάσεως (από τους πρόποδες του βουνού Παρθένη) επειδή η παρουσία του Τουρκικού ιππικού και η έλλειψη Ελληνικού καθιστούσε αδύνατη προώθηση δυνάμεων στην πεδιάδα, σε πιο κοντινές θέσεις προς την πόλη.
Οι Τούρκοι αρχικά υποτίμησαν την πολιορκία με την πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να εξέρχονται εύκολα με το ιππικό τους για να δράσουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι πολιορκητές πλεονεκτούσαν διότι είχαν έξοχη θέα της πόλεως, από τα γύρω βουνά και θαυμάσια παρατήρηση όλων των εχθρικών δραστηριοτήτων στη γένεσή τους με αποτέλεσμα να μπορούν να λαμβάνουν έγκαιρα τα ανάλογα αντίμετρα. Έτσι οι Τούρκοι χωρίς να το καταλάβουν εγκλωβίστηκαν στην πόλη.
Οι Έλληνες δεν βιαζόντουσαν γιατί πίστευαν ότι ο χρόνος μετρούσε έπ' ωφελεία τους, βασιζόμενοι στην σταδιακή φθορά των πολιορκημένων από τις στερήσεις και την κάμψη του ηθικού τους. Απέφευγαν προς τούτο τις γενικευμένες επιχειρήσεις και τις εκ παρατάξεως μάχες και έσφιγγαν συνεχώς τον κλοιό.
Την 20η Ιουνίου 1821 έφθασε στο Άργος από την Ύδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης , ο οποίος από εκεί μετέβη στα Βέρβαινα που ήταν η έδρα της Γερουσίας προκειμένου να αναλάβει επίσημα την αρχιστρατηγία. Του έγινε πάνδημη υποδοχή, εψάλη υπαίθριος δοξολογία και εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί λόγοι. Στις 2 Ιουλίου έφθασε στα Τρίκορφα και ανέλαβε την αρχηγία της πολιορκίας χωρίς όμως να θίξει την στρατιωτική εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στις 6 Ιουλίου απέστειλε πρόσκληση στους πολιορκημένους περί συμβιβασμού και παραδόσεως στην οποία όμως δεν απάντησαν οι Τούρκοι.
Ο Υψηλάντης επιδόθηκε στο έργο της βελτίωσης της συγκροτήσεως των στρατιωτικών τμημάτων, της εμπέδωσης της πειθαρχίας, της οργάνωσης δικτύου πληροφοριών, της δημιουργίας μονάδων πυροβολικού και της ενίσχυσης της Διοικητικής Μέριμνας. Επίσης έλαβε μέτρα για τη φύλαξη των πυλών της Πελοποννήσου στα Μεγάλα Δερβένια, για να εμποδιστεί τυχόν κάθοδος ενισχύσεων προς τους πολιορκημένους. Ο Υψηλάντης, που υπήρξε αναμφίβολα η ευγενεστέρα μορφή του αγώνος, δεν ευτύχισε τελικά στις προσπάθειές του γιατί δεν μπόρεσε να εμπνεύσει τον απαραίτητο σεβασμό, να καταλάβει τον χαρακτήρα των αγωνιστών και επιπλέον ήλθε σε σύγκρουση με τους προεστούς και τους προκρίτους, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει εθελουσίως στις 13 Σεπτεμβρίου, πριν από την άλωση , με το πρόσχημα της αποτροπής αποβιβάσεως Τουρκικών ενισχύσεων στην Αχαία και στην Κορινθία.
Η διάταξη των Ελλήνων πέριξ της Τριπόλεως είχε πάρει πλέον την τελική μορφή της. Επί των Τρικόρφων βρισκόταν εκτεταμένο στρατόπεδο υπό τη γενική ηγεσία του Κολοκοτρώνη. Η δύναμή του ήταν αρχικά 2.500 άνδρες αλλά υπέρ-διπλασιάσθηκε στην τελευταία φάση της πολιορκίας. Σ' αυτό το στρατόπεδο ήταν επίσης πάνω από 200 Υδραίοι καλά οπλισμένοι και μερικοί Επτανήσιοι, φιλέλληνες και πρόσφυγες από άλλα μέρη της Πελοποννήσου. Το στρατόπεδο περιελάμβανε τα εξής τέσσερα σώματα:
- Στο αριστερό το σώμα του Κολοκοτρώνη με αγωνιστές από το Φανάρι (Ολυμπία Τριφυλίας), τη Μάνη (υπό τον Τρουπάκη ή Μούρτσινο), τη Γορτυνία (καμπίσιοι Καρυτινοί) και την Αρκαδία.
- Στο κέντρο το σώμα του Αναγνωσταρά με Μεσσήνιους και Λεονταρίτες υπό τη διοίκηση διάφορων καπεταναίων (αδελφοί Φλέσσα, Κεφάλας, Ανδρούτσος, Κυριακού και άλλοι).
- Στο δεξιό το σώμα του Γιατράκου με Μιστριώτες, Μανιάτες, Λακεδαιμόνιους και Αρκάδες.
- Όπισθεν του κέντρου και του δεξιού το σώμα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Ο Κολοκοτρώνης στα τέλη Ιουνίου κατέβηκε με το σώμα του (2.000 άνδρες) χαμηλότερα και έπιασε θέσεις αντίκρυ του Άγιου Βλάση (καλύβα Κολοκοτρώνη) μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο. Ο ίδιος με το επιτελείο του εγκαταστάθηκε στον Άγιο Θόδωρα, όπου έφτιαξε ταμπούρια και καλύβες. Ο Αναγνωσταράς ανέπτυξε τη δύναμή του (1.000 άνδρες) από το Μύλο του Βράχου μέχρι τις ράχες του Θάνα. Ο Γιατράκος (1.500 άνδρες) κατέβηκε από τις Καμάρες του Νερού μέχρι το Μεσιανό Μύλο (Πετροβούνι ή Πετροβουνάκι). Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης παρέμεινε στο Χονδρό βουνό με 800 Μανιάτες ως εφεδρεία. Ο Νικηταράς έπιασε το δρόμο του Άργους και αλλά μικρά τμήματα τοποθετήθηκαν σε διάφορες άλλες επίκαιρες θέσεις. Ο Γιάννης Δαγρές (ή Νταγρές) με 500 άνδρες στάλθηκε στη θέση Μύτικα (κοντά στο χωριό Λουκά), για να ελέγχει την περιοχή της παλιάς Μαντινείας και να φράξει το δρόμο διαφυγής προς τα Καλάβρυτα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ελλήνων ήταν η έλλειψη πυροβολικού. Διέθεταν λίγα πυροβόλα αλλά δεν γνώριζαν να τα χειρισθούν. Οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι αυτή την αδυναμία συνέχιζαν τις εξόδους τους για ανεφοδιασμό, σε μικρή ακτίνα από την Τρίπολη, υποστηριζόμενοι από τα πυροβόλα τους που ήταν στα τείχη της πόλεως. Από τον Αύγουστο και μετά οργανώθηκε καλύτερα η λειτουργία του Ελληνικού πυροβολικού μετά την άφιξη του Άγγλου φιλέλληνα Γκόρντον και των Γάλλων Ρεϊμπώ και Βουτιέ. Ο Γκόρντον έφερε μαζί του τρία καινούργια ολμοβόλα και 600 τουφέκια. Οι αγωνιστές διέθεταν ένα κανόνι 18 λιβρών, δύο κανόνια 16 λιβρών, δύο πυροβόλα 12 λιβρών, έξη ορεινά τηλεβόλα και τρία ολμοβόλα από την Μονεμβασιά από τα οποία μόνο το ένα των δέκα δακτύλων ήταν αξιόμαχο. Τα περισσότερα όμως είχαν μείνει αχρησιμοποίητα ή είχαν αχρηστευθεί από τους αδέξιους χειρισμούς των υπηρετών τους. Τα πυροβόλα τάχθηκαν τελικά στο λόφο της Κάρτσοβας απ' όπου ανέπτυξαν αξιόλογη δράση. Πίσω τους αναπτύχθηκαν 800 άνδρες του Γιατράκου, για να αχρηστεύσουν την μεγάλη τάπια της πόλεως. Επίσης μια κανονιοστοιχία υπό τον Μούρτσινο τάχθηκε στην περιοχή Αγίου Αθανασίου.
ΣΥΜΠΛΟΚΕΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ
Τουρκικές έξοδοι
Κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο έλαβαν χώρα πολλές συμπλοκές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που εξερχόντουσαν των τειχών, για να συγκεντρώσουν τρόφιμα και να κτυπήσουν τα Ελληνικά φυλάκια. Εφόσον το Τουρκικό ιππικό μπορούσε ακόμη να δρα, ο κάμπος βρισκόταν στη διάθεσή των Τούρκων που ευχερώς εξερχόντουσαν, θέριζαν, αλώνιζαν και κουβαλούσαν μέσα στην πόλη τον καρπό και το άχυρο. Οι Έλληνες έστηναν ενέδρες και κτυπούσαν τους Τούρκους με απώλειες εκατέρωθεν.
Στις 3 Ιουνίου οι Τούρκοι εξήλθαν για να κτυπήσουν τα φυλάκια του Αγίου Βλάση. Έγινε μάχη δυόμισι ωρών και τελικά οι Τούρκοι αποχώρησαν αφήνοντας 35 νεκρούς.
Στις 5 Ιουνίου εξήλθαν εκ νέου οι Τούρκοι και κατευθύνθηκαν προς το χωρίο Θάνα, όπου διεξήχθη πεισματώδης μάχη με το σώμα των Μανιατών του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, των Μεσσήνιων και των Γορτύνιων. Προς στιγμή οι Έλληνες κλονίστηκαν αλλά μετά πέρασαν στην αντεπίθεση και ανάγκασαν τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 25 νεκροί και τραυματίες και των Ελλήνων 8 νεκροί και 3 τραυματίες. Η μάχη αυτή επέβαλε την προώθηση της δύναμης των Λακεδαιμονίων του Γιατράκου στο χωρίο Θάνα, εγγύτατα της Τριπόλεως.
Όταν ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οπλαρχηγοί μετέβησαν για την υποδοχή του Υψηλάντη, οι Τούρκοι εξήλθαν των τειχών με σκοπό να κτυπήσουν από τα νώτα το στρατόπεδο των Τρικόρφων. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης συγκρούσθηκε μαζί τους στον κάμπο, βόρεια της πόλεως, με αποτέλεσμα να τους αποκρούσει, να τους προκαλέσει σοβαρές απώλειες και να συλλάβει μερικά άλογα. Οι Έλληνες είχαν αρχίσει να συνηθίζουν τον πόλεμο στην πεδιάδα αλλά ο Κολοκοτρώνης επέπληξε τον υιό του για το παρακινδυνευμένο του εγχειρήματος και την παρέκκλιση από την σταθερή γραμμή των συγκρούσεων επί των ασφαλών υψωμάτων.
Πολλές αψιμαχίες έγιναν μέχρι το τέλος Ιουνίου και στις αρχές Ιουλίου σε μια εκ των οποίων ο δευτερότοκος υιός του Κολοκοτρώνη, ο Ιωάννης, αιχμαλώτισε έναν πάνοπλο Άραβα αποκληθείς έκτοτε «γενναίος».
Στις 18 Ιουλίου έγινε η μάχη των Λιθοβουνίων παρά τον Άγιο Σώστη κατά την οποία δύναμη Αγιοπετριτών, Λακεδαιμονίων και Τριπολιτών προσέβαλε ενεδρευτικά Τουρκική φάλαγγα, που είχε βγει για συλλογή καρπών, και σκότωσε 5 Τούρκους και συνέλαβε 2. Έκτοτε οι Τούρκοι ελάμβαναν αυξημένα προστατευτικά μέτρα και έστηναν και οι ίδιοι ενέδρες με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι απώλειες των Ελλήνων.
Στα τέλη Ιουλίου εξήλθαν 1.000 Τούρκοι και κατευθύνθηκαν προς την Τεγέα για συλλογή καρπών. Τους καταδίωξαν οι Αγιοπετρίτες. Οι Τούρκοι οχυρώθηκαν στα ερείπια του χωριού Ομέρ-Τσαούση κοντά στον Άγιο Σώστη. Εναντίον τους κινήθηκε ο Ανδρέας Κοντάκης αλλά αποκρούσθηκε και καταδιώχθηκε από τον εχθρό. Στη συμπλοκή επενέβη και το σώμα του Ζαφειρόπουλου. Οι Τούρκοι προσποιήθηκαν ότι έφευγαν άτακτα και διωκόμενοι εξαφανίστηκαν. Στην πραγματικότητα όμως κρύφθηκαν στους γήλοφους και ενεδρεύοντας περίμεναν τους Έλληνες. Μόλις εμφανίσθηκαν, οι Έλληνες τους επιτέθηκαν και σκότωσαν αμέσως 17 εξ' αυτών. Οι άλλοι υποχώρησαν και ταμπουρώθηκαν στα ερείπια του χωριού Ομέρ-Τσαούση. Οι Τούρκοι τους περικύκλωσαν και τους απέκλεισαν. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε εικονική επίθεση κατά της πόλεως για αντιπερισπασμό και έστειλε τον Γιατράκο και τον Αναγνωσταρά προς ενίσχυση των αποκλεισμένων Ελλήνων. Οι Τούρκοι, που φοβήθηκαν τον αντιπερισπασμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στην Τρίπολη.
Τον Αύγουστο όλες οι προσπάθειες των πολιορκημένων να διατηρήσουν ελεύθερη επικοινωνία με την ύπαιθρο αποτύγχαναν. Ο Κολοκοτρώνης αφηγείται ότι «καθημερινώς είχαμε πόλεμο, από το μεσημέρι έως το βράδυ και το βράδυ τους εμβάζαμε μέσα (στην πόλη) ». Η έξοδος των Τούρκων γινόταν κυρίως για συλλογή χόρτου στα πέριξ αλλά το έργο των Ελλήνων ήταν να τους εμποδίσουν και να τους αναγκάσουν να επιστρέψουν άπρακτοι στην πόλη. Το νόημα της πολιορκίας ήταν να αναγκάσουν τους πολιορκημένους να υποφέρουν από την έλλειψη τροφής, τόσο για τον πληθυσμό όσο και για τα ζώα.
Η μάχη της Γράνας
Ο Κολοκοτρώνης, προκειμένου να αποτρέψει τυχόν προσπάθεια των Τούρκων να διαφύγουν προς τα Καλάβρυτα, συνέλαβε την ιδέα της κατασκευής μιας μεγάλης οχυρωματικής τάφρου (γράνας) στον στενό πεδινό χώρο ανάμεσα στον Μύτικα (ορεινή προεκβολή του Μαινάλου) και στο απέναντι αμπελόφυτο ύψωμα της Καπνίστρας. Η τοποθεσία βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας περίπου από την Τρίπολη, κοντά στο χωριό Λουκά και από το στενό αυτό περνούσαν οι δρόμοι προς Τζιπιανά και Καλάβρυτα. Η τάφρος (γράνα) κατασκευάσθηκε σε 4-5 ημέρες από τη δύναμη του Δαγρέ και κατοίκους του Λουκά. Είχε μήκος λιγότερο από 2 χιλιόμετρα, ήταν άτεχνη και αβαθής και άφηνε ένα άσκαφτο τμήμα, μήκους 60 περίπου μέτρων, στο ανατολικό άκρο της μέχρι τους πρόποδες της Καπνίστρας.
Τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1821 βγήκε ο Κεχαγιάμπεης από την πύλη του Σαραγιού, με 6.000 στρατό και βάδισε προς το Πηγάδι της Βολυμής. Αρχικά κατευθύνθηκε προς νότιο-ανατολάς (προς Δολιανά) για παραπλάνηση και μετά στράφηκε βόρειο-ανατολικά. Όταν έφθασε στο Ζευγολατιό, χώρισε τη δύναμή του στα δύο. Το ένα τμήμα (3.000 πεζοί) αναρριχήθηκαν στο βουνό των Βαρσών, για να βγουν πίσω από το χωριό Λουκά. Το άλλο τμήμα (1.700 πεζοί και 1.300 ιππείς) κινήθηκε στους πρόποδες της Καπνίστρας και πέρασε από το άσκαφτο κομμάτι της τάφρου, την οποία εκτίμησε σαν ένα μικρό χαντάκι άνευ σημασίας. Ένα μέρος αυτού του τμήματος επιτέθηκε τα ξημερώματα κατά του Δαγρέ στην Καπνίστρα και αφού του σκότωσε 27 άνδρες τον ανάγκασε να καταφύγει και να κλειστεί σε μια σπηλιά (τρύπα του Μπούμπουνα), όπου συνέχισε να αμύνεται. Ο αδελφός του Δαγρέ, ο Θανάσης, δεν θέλησε να τον ακολουθήσει στην σπηλιά, θεωρώντας βέβαιη την αιχμαλωσία και είτε αυτοκτόνησε είτε σκοτώθηκε από τους Τούρκους. Η υπόλοιπη Τουρκική δύναμη συνέχισε προς Λουκά, Τζιπιανά και Πικέρνι για να ανακαλύψει τα κρυμμένα εφόδια των χωρικών και τα αιγοπρόβατα που ήταν στις πτυχές του βουνού.
Ο Κολοκοτρώνης, από τον Άγιο Βλάση, αντιλήφθηκε τη μάχη στην Καπνίστρα και κινητοποίησε αμέσως τα τμήματα του Δημ. Δεληγιάννη (Κυνουρίτες), του Τζανέτου Χριστοδούλου (Φαναρίτες), του Δημ. Πλαπούτα (Γορτύνιοι), του Κων/νου Παπαζαφειρόπουλου και ολόκληρο το σώμα των Τριπολιτών υπό τους Λαγκαδινό και Αθ. Κίτζιο. Ο ίδιος έσπευσε επίσης με το τμήμα των Επτανησίων, που αποτελούσε την σωματοφυλακή του. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε αμέσως ένα τμήμα για να βοηθήσει και να ξεμπλέξει τον Δαγρέ. Αυτό το τμήμα ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς το χωρίο Λουκά και παρέμεινε με τον Δαγρέ στην Καπνίστρα. Ο Κολοκοτρώνης στη συνέχεια εγκατέστησε μέρος της δυνάμεως των αγωνιστών στη Γράνα και τους υπόλοιπους στους φράκτες και τα αμπέλια, για να περιμένουν την επιστροφή των Τούρκων με τα φορτία από τα χωριά. Η διάταξη σχημάτιζε ένα κεφαλαίο Γ, με το γωνιώδες εσωτερικό άνοιγμα να αντικρίζει τη δίοδο των υπωρειών της Καπνίστρας και το δρόμο προς τα Τζιπιανά. Είχε φθάσει μεσημέρι και οι Τούρκοι δεν είχαν φανεί ακόμη. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε τον υπασπιστή του, τον Φωτάκο, έφιππο προς τα εμπρός για αναγνώριση. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου από τη Γράνα ο Φωτάκος είδε μια δύναμη 100 Τούρκων ιππέων που έβοσκαν τα άλογά τους. Αυτοί οι ιππείς προφανώς δεν είχαν ακολουθήσει το στράτευμα και το περίμεναν να γυρίσει. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τον Φωτάκο και τον κυνήγησαν προς τη Γράνα, όπου διαπίστωσαν την ύπαρξη Ελλήνων αγωνιστών. Γύρισαν αμέσως πίσω για να ειδοποιήσουν τον Κεχαγιάμπεη.
Το Τουρκικό στράτευμα εμφανίσθηκε κοντά στη Γράνα, περί τις 2 ή 3 μετά το μεσημέρι με επικεφαλής το ιππικό. Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε ένα τμήμα πεζών στην Καπνίστρα, για να ασχοληθεί με την Ελληνική δύναμη που ήταν εκεί και 300 ιππείς για να περάσουν τη Γράνα, την οποία εκτίμησε ως ακίνδυνη για το ιππικό του. Κράτησε τους άλλους 1.000 ιππείς, για να δει τα αποτελέσματα της πρώτης επέλασης. Από πίσω ερχόντουσαν, βραδυπορούντες οι υπόλοιποι πεζοί, οι οποίοι συνόδευαν τα φορτία εφοδίων που είχαν λαφυραγωγήσει. Οι 300 ιππείς πέρασαν καλπάζοντας τη Γράνα πυροβολούμενοι υπό των Ελλήνων με πολύ λίγες όμως απώλειες (5 νεκροί, 10 τραυματίες, 15 άλογα).
Ο Κολοκοτρώνης είδε ότι η δύναμη της Γράνας δεν ήταν επαρκής , για να μπορέσει να αναχαιτίσει τον καλπασμό των ιππέων και οι ταμπουρωμένοι στους φράκτες και στ' αμπέλια ήταν μακριά και δεν μπορούσαν να τουφεκίζουν τους ιππείς. Κατόπιν τούτου έστειλε ενισχύσεις στη Γράνα. Ο Κεχαγάμπεης εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να εξοντώσει τη δύναμη στην τάφρο, εξαπέλυσε τους 1.000 ιππείς από βορά και τους 300 από νότο. Οι Έλληνες διαμοιράστηκαν, πλάτη με πλάτη, για να αντιμετωπίσουν τον διμέτωπο αγώνα και καλυμμένοι στη Γράνα σκόπευαν και πυροβολούσαν γονατιστοί με άνεση ενώ οι Τούρκοι, προσπαθώντας να περάσουν την τάφρο δεν μπορούσαν να πυροβολούν εύκολα ούτε είχαν καλό στόχο. Η επέλαση των ιππέων είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 50 Τούρκοι, να τραυματισθούν πολλοί και να μην μπορέσουν να περάσουν όλοι από την τάφρο (εκατέρωθεν).
Ο Κολοκοτρώνης, προ της επερχόμενης γενικεύσεως της μάχης, ζήτησε να γίνει αντιπερισπασμός κατά της Τριπόλεως, για να αποφευχθεί η αποστολή ενισχύσεων. Ο Υψηλάντης υιοθέτησε την πρότασή του και η Τριπολιτσά άρχισε να βάλλεται από δυνάμεις του Αναγνωσταρά και του Γιατράκου.
Στις 4 ή 5 μετά το μεσημέρι έφθασε ο κύριος όγκος του στρατού των Τούρκων με τα φορτία των εφοδίων (περί τα 600 άλογα και μουλάρια). Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε τμήματα για να προσβάλλουν τους Έλληνες στην Καπνίστρα, στη Γράνα και στους φράκτες και επιχείρησε να περάσει τα φορτία με τη συνοδεία τους από την άσκαφτη δίοδο μεταξύ της τάφρου και της Καπνίστρας. Το ιππικό έκανε πάλι έφοδο και από τις δύο πλευρές. Οι Έλληνες της Γράνας με πυροβολισμούς και σπαθισμούς σκότωσαν άλλους 80 Τούρκους ιππείς. Η μάχη γενικεύθηκε και δημιουργήθηκε πραγματικό πανδαιμόνιο. Δεν ήταν εύκολο να περάσουν μαχόμενοι, είτε ως αμυνόμενοι είτε ως επιτιθέμενοι κατά της Ελληνικής ενέδρας, τόσοι πολλοί Τούρκοι στρατιώτες από τόσο στενό και επικίνδυνο τόπο. Αναγκάσθηκαν κατόπιν τούτου να εγκαταλείψουν τελείως την εφοδιοπομπή και να περάσουν με σπουδή είτε από την στενή δίοδο της Καπνίστρας είτε υπερπηδώντας την τάφρο.
Η σύγκρουση έγινε πλέον χέρια με χέρια, άνθρωπος με άνθρωπο και όποιος μπορούσε σκότωνε τον άλλο. Οι υπερασπιστές της Γράνας υπερίσχυσαν αυτής της πάλης και ιδιαίτερα οι κατέχοντες το δυτικό άκρο αυτής Ζακύνθιοι , οι οποίοι πολεμούσαν όρθιοι. «Όλοι οι Έλληνες έγιναν ένα πράγμα με τους Τούρκους και κυριολεκτικώς γλεντούσαν την μάχη».
Οι Τούρκοι διάβαιναν την τάφρο σε πλήρη αταξία και τρεπόντουσαν σε φυγή προς την Τρίπολη ρίχνοντας τα όπλα τους και ότι άλλο πολύτιμο έφεραν μαζί τους, με αποτέλεσμα να επιδοθούν οι Έλληνες στη λαφυραγωγία και να εγκαταλείψουν την καταδίωξη παρά τις παροτρύνσεις του Κολοκοτρώνη. Έτσι σώθηκαν οι Τούρκοι χάνοντας μόνο 120 νεκρούς στην τελευταία άτακτη εφόρμηση των πεζών τους. Οι Έλληνες είχαν περίπου 30 νεκρούς.
Η νίκη της Γράνας εξύψωσε και άλλο το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι κατέστησαν στενότερη την πολιορκία της πόλεως, άνοιξαν νέα τάφρο στο Στενό, έγιναν ακόμη περισσότερο ενθουσιώδης και προσέβλεπαν με πλήρη αισιοδοξία το τέλος της πολιορκίας.
Στις 24 Αυγούστου οι Τούρκοι επιχείρησαν και νέα έξοδο με 2.000 πεζούς και ιππείς αλλά καταδιώχθηκαν από τους Έλληνες και έσπευσαν να κλειστούν στα τείχη κατησχυμένοι.
Στις 2 με 3 Σεπτεμβρίου καταλήφθηκε από τους Γορτύνιους του Δημ. Δεληγιάννη το χωριό Μαντζαγρά, το οποίο κατεχόταν από τους Τούρκους με εναλλασσόμενη ισχυρή φρουρά υποστηριζόμενη από τα πυροβόλα της Τριπόλεως. Η πολιορκία έγινε ακόμη πιο στενή προς μεγάλη απογοήτευση των Τούρκων που υπέφεραν από την έλλειψη τροφής, νερού (οι Έλληνες είχαν κόψει το νερό από εξωτερικές πηγές) και νομής (τα άλογα άρχισαν να ψοφάνε με ταχύτητα μειώνοντας τη δύναμη του Τουρκικού ιππικού). Η πτώση της Μονεμβασιάς και του Ναυαρίνου κορύφωσαν την αποθάρρυνση των Τούρκων αλλά η ήττα της Γράνας, συνδυαζόμενη με την κατάληψη του Μαντζαγρά, τους έφερε σε απελπισία.
Μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου είχαν συμπληρωθεί τέσσερις περίπου μήνες πολιορκίας των Τούρκων και Αλβανών στην Τριπολιτσά. Οι Έλληνες είχαν ξεσηκωθεί ανοργάνωτοι και διεξήγαγαν τον αγώνα κατά άτακτο τρόπο αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να συνηθίζουν την πειθαρχία, να συντάσσονται στα καθιερωμένα και να πολεμούν συστηματικότερα.
Η ΑΛΩΣΗ (ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ) ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Συμφωνία για τα λάφυρα και αναχώρηση του Δημ. Υψηλάντη
Η δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι πολιορκημένοι ανάγκασε τους ηγήτορές τους να αντιμετωπίσουν ως επείγον το ζήτημα της λύσης του δράματος. Οι ιθύνοντες χωρίσθηκαν σε τρεις παρατάξεις. Η πρώτη, των εντόπιων Τούρκων, που ηγούταν ο Κιαμήλ μπέης της Κορίνθου, ήθελε συμβιβασμό και διαπραγματεύσεις. Η δεύτερη των Ασιατών Τούρκων, με επικεφαλής τον Κεχαγιάμπεη, καθώς και την Εσμά χανούμ (πρώτη γυναίκα του Χουρσίτ) ήθελε τη στρατιωτική λύση της εξόδου προς το Ναύπλιο. Η τρίτη των Αλβανών, με κύριο κριτήριο το Αλβανικό συμφέρον, είχε ήδη έλθει σε απ' ευθείας ξεχωριστή επαφή με τον Κολοκοτρώνη για την απρόσκοπτη αποχώρησή τους από την πόλη.
Εν όψει των συνεννοήσεων και της επικείμενης πτώσεως της Τριπολιτσάς οι Έλληνες πολιορκητές διετύπωσαν, στις 11 Σεπτεμβρίου, σε ειδική γραπτή συμφωνία τον τρόπο κατανομής των λαφύρων . Τη συμφωνία υπέγραψαν ο Δημ. Υψηλάντης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Παναγιώτης Γιατράκος, ο Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, ο Παναγιώτης Κρεββατάς και ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου. Η συμφωνία διελάμβανε τις εξής περιπτώσεις:
α. Εάν η Τρίπολη παραδινόταν με συνθήκη εκ της λείας οι στρατιώτες θα ελάμβαναν τα 2/3 και το υπόλοιπο 1/3 θα δινόταν στην πατρίδα για τα έξοδα του πολέμου.
β. Αν η πόλη καταλαμβανόταν εξ εφόδου τα 3/4 των λαφύρων θα τα έπαιρναν οι στρατιώτες και το 1/4 η πατρίδα.
γ. Έαν έφευγαν οι Τούρκοι με έξοδο τότε ένας καπετάνιος με 100 στρατιώτες θα έμπαινε στην πόλη και οι υπόλοιποι θα καταδίωκαν τον εχθρό. Τα λάφυρα της πόλεως και αυτών που θα καταδιώκονταν θα μοιράζονταν όπως στη δεύτερη περίπτωση.
Τα κανόνια, το μπαρούτι και ό,τι άλλο ανήκε στην πόλη δεν θα υπολογιζόταν ως λάφυρο. Ένας καπετάνιος και οι γραμματικοί θα τα κατέγραφαν για να μη χαθεί τίποτα
Οι οπλαρχηγοί βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να απομακρύνουν τον πρίγκιπα Δημ. Υψηλάντη, όταν οι Τούρκοι επιχείρησαν με στρατό από τη Λαμία και στόλο στα παράλια της Αχαΐας και της Κορινθίας να καταστείλουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ο Δημ. Υψηλάντης ήθελε να διεξαγάγει τον πόλεμο σύμφωνα με τις αρχές του πολεμικού δικαίου αλλά οι οπλαρχηγοί είχαν αποφασίσει την καταστροφή της Τριπολιτσάς με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπάρχει πλέον έδαφος συμβιβασμού μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων και δεν ήθελαν την παρουσία και την εμπλοκή του πρίγκιπα σ' αυτά που θα επακολουθούσαν.
Ο Υψηλάντης αναχώρησε το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου και άφησε με γραπτή εντολή τοποτηρητή του τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και πολιτικό αντιπρόσωπό του τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο.
Διαπραγματεύσεις προς παράδοση
Στις 12 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και στήθηκε μια σκηνή μπροστά από την πύλη του Αγίου Αθανασίου. Η πρώτη συνάντηση έγινε το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου και ήταν διερευνητική. Από Ελληνικής πλευράς παρευρέθηκαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εκ μέρους του κλήρου, ο Παναγιώτης Κρεββατάς και ο Αναγνώστης Δεληγιάννης εκ μέρους των προκρίτων, ο Πετρόμπεης, ο Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος και ο Αναγνωσταράς εκ μέρους των στρατιωτικών και ο Αναγνωστόπουλος ως εκπρόσωπος του Υψηλάντη. Οι πολιορκημένοι απέστειλαν οκτώ επιφανείς εκπροσώπους των εντόπιων Τούρκων, των Ασιατών Τούρκων και των Αλβανών. Οι Έλληνες ζήτησαν από τους Τούρκους να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους.
Την επομένη οι Τούρκοι παρουσίασαν τις απόψεις τους σύμφωνα με τις οποίες, προκειμένου να παραδώσουν την πόλη, θα έπρεπε:
α. Να αναχωρήσουν όλοι ασφαλώς με τα όπλα και τα πράγματά τους.
β. Να τους χορηγηθούν 1.800 φορτηγά ζώα για τις οικογένειές τους και τις αποσκευές τους.
γ. Να τους εξασφαλισθούν 40 αγγλικά κατά προτίμηση πλοία, για να μετακινηθούν σε όποιο μέρος της Τουρκίας θα επιθυμούσαν.
δ. Οι Έλληνες να πληρώσουν το ναύλο των πλοίων και την τροφή των ανθρώπων και των ζώων μέχρι της επιβιβάσεως.
ε. Να τους δοθούν για εγγύηση 18 όμηροι.
Οι Έλληνες κατόπιν τους κοινοποίησαν τους δικούς τους όρους ως εξής:
α. Να παραδώσουν οι Τούρκοι αποχωρούντες όλα τα όπλα.
β. Να τους συνοδεύει Ελληνική φρουρά μέχρι το Ναύπλιο.
γ. Να τους δοθούν τα ζητούμενα ζώα επί πληρωμή, προκειμένου να πάρουν μαζί τους μόνο την κινητή ελαφρά περιουσία τους.
δ. Να πληρώσουν αποζημίωση 50 εκατομμύρια γρόσια για τα έξοδα του πολέμου και τις καταστροφές που προξένησαν στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Κόρινθο και στο Άργος.
Την 15η και την 16η Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι επανήλθαν με αντιπροτάσεις που δεν έγιναν δεκτές. Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά τις συζητήσεις. «Εμείς τους λέγαμε ν' αφήσουν τ' άρματα και να τους μβαρκάρουμε όπου θέλανε και εκείνοι έλεγαν όχι με τ' άρματα » και καταλήγει απευθυνόμενος στους δικούς του για ν' ακούσουν οι Τούρκοι. «Τι τα θέλετε αυτά. Αν τ' άρματά μας τους υποχρεώσουν να ομολογήσουν νικημένο τον εαυτό τους, ας στοχασθούν καλά και ας παραδοθούν. Αν δεν δώσουν τ' άρματα, τους τα παίρνομε».Οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Έλληνες είχαν φθάσει κάτω από τα τείχη ενώ η άμυνα συνεχιζόταν εντελώς άτονη, με μερικές βολές απελπισίας από τα κανόνια.
Στις 18 Σεπτεμβρίου ο επικεφαλής των Αλβανών Ελμάζ Μπέης και ο Κολοκοτρώνης συμφώνησαν να αποχωρήσουν οι Αλβανοί με τα όπλα τους για την Ήπειρο και να μην πολεμήσουν ξανά τους Έλληνες. Την επομένη οι Αλβανοί έστειλαν στον Κολοκοτρώνη 13 μεγάλα κιβώτια για φύλαξη. Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος είχε μπει στην πόλη, ως σύνδεσμός του με τους Αλβανούς.
Η κατάσταση στην άθλια πλέον Τριπολιτσά είχε γίνει αφόρητη και τραγικά γεγονότα εκτυλίσσονταν στα τείχη, στις πύλες και στην πόλη. Πολλοί κάτοικοι (γέροντες, γυναίκες, παιδιά) επιχειρούσαν να εξέλθουν ομαδικά. Οι Αλβανοί, αφού τους λήστευαν, τους άφηναν να βγουν . Οι Έλληνες τους απωθούσαν προς την πόλη και οι Αλβανοί τους πυροβολούσαν. Πολλοί κατακρημνίζονταν από τα τείχη υπό το κράτος της απελπισίας.
Στις 22 Σεπτεμβρίου αποφασίσθηκε να γίνει, την επομένη, μεγάλη συνέλευση στο σεράι, στην οποία προσκλήθηκε και ο Φωτάκος.
Η ορμητική έφοδος
Εντωμεταξύ η Ελληνική διάταξη στο πεδινό ημικύκλιο είχε προωθηθεί και είχε κλείσει ασφυκτικά πλέον την πόλη. Οι Μεσσήνιοι και Πισινοχωρίτες, με αρχηγούς τον Κεφάλα και τον Παπατσώνη, είχαν αναπτυχθεί από την Παλουκόραχη μέχρι την πύλη του Μιστρά (Σπάρτης). Τα οχυρά τους ονομάζονταν «ταμπούρια του Κεφάλα». Οι Αγιοπετρίτες και οι Τσάκωνες με αρχηγούς τον Κοντάκη, τον Ζαφειρόπουλο και τον Σαράντη είχαν εγκατασταθεί στο ανατολικό και νότιο-ανατολικό τμήμα του κλοιού, από το πηγάδι της Βολυμής μέχρι την πύλη του Ναυπλίου. Μεταξύ των δύο πυλών (Ναυπλίου και Σπάρτης), στη θέση Καταβοθρίτσα (Πετροβούνι), βρισκόντουσαν οι καμπίσιοι Τριπολίτες του Ριζιώτη (χάρτης διατάξεως των Ελλήνων).
Στην τάπια της πύλης του Ναυπλίου οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει ισχυρό πυροβολοστάσιο. Έμπροσθεν αυτού βρισκόταν η εκκλησία του αγίου Σωτήρα και περίπου 30 χαλάσματα του χωρίου Αρσενέϊκα. Σ' αυτά τα χαλάσματα πήγαιναν οι Έλληνες, πλησίαζαν τους Τούρκους της τάπιας, αντάλλαζαν τρόφιμα με όπλα, συνομιλούσαν και μερικές φορές ορισμένοι ανέβαιναν στην τάπια (κρεμούσαν δηλαδή οι Τούρκοι ένα σχοινί δεμένο από ένα κανόνι και από αυτό πιάνονταν και ανεβοκατέβαιναν οι Έλληνες).
Στις 23 Σεπτεμβρίου το πρωί, ημέρα Παρασκευή, ανέβηκε στην τάπια, υπό το πρόσχημα της αγοράς όπλων, ο Μανώλης Δούνιας (Τσάκωνας στρατιώτης από το Λεωνίδιο) με μερικούς άλλους. Στα χαλάσματα ενέδρευαν συνεννοημένοι 60 Αγιοπετρίτες και Τσάκωνες. Ο Δούνιας μαζί με αυτούς που ανέβηκαν, σκότωσαν τους Τούρκους της τάπιας (τους Αλβανούς δεν τους πείραξαν), ύψωσαν την Ελληνική σημαία της επαναστάσεως, έστρεψαν ένα πυροβόλο κατά τους σαραγιού και άνοιξαν την πύλη από την οποία εισήλθαν οι Έλληνες που ενέδρευαν. Η είσοδος σιγά-σιγά γενικεύθηκε, καθώς άνοιξαν και οι πύλες του Σαραγιού και της Σπάρτης, από τις οποίες έσπευσαν να εισέλθουν ο Κεφάλας με τον Παπατσώνη (πύλη Σπάρτης) και ο Δημ. Δεληγιάννης (πύλη Σαραγιού). Το τμήμα από την Κυνουρία κατέλαβε την μεγάλη οικία του Μουσταφά μπέη, όπου ύψωσε τη σημαία του Σταυρού και εγκατέστησε φρουρά.
Οι πολιορκημένοι αιφνιδιάστηκαν και κλείσθηκαν στα σπίτια και στη Μεγάλη Τάπια απ' όπου αμυνόντουσαν. Δεν άργησε ν' ανοίξουν και οι υπόλοιπες πύλες από τις οποίες συνέρεαν οι πολιορκητές. Οι Τούρκοι αμύνθηκαν ισχυρά σε μερικά σημεία αλλά η ορμή της εφόδου ήταν τέτοια που τους κατέκλυσε. Στην μεγάλη τάπια κλείσθηκε το άνθος του Τουρκικού στρατού και αμύνθηκε μέχρι το πρωί της τρίτης ημέρας οπότε, χωρίς τροφή και νερό, αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει με μοναδικό όρο να τους αφήσουν να ζήσουν. Οι στρατιώτες και οι οικογένειές τους (1.500 περίπου) οδηγήθηκαν αρχικά στην οικία Μουσταφά μπέη και κατόπιν στα Λαγκάδια.
Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν από τον Πλαπούτα, που έσπευσε στην πόλη και τον Φωτάκο και οδηγήθηκαν στην πύλη των Καλαβρύτων, όπου συνάντησαν τον Κολοκοτρώνη και την Μπουμπουλίνα. Στη συνέχεια τους παραδόθηκαν τα κιβώτια που είχαν δώσει για φύλαξη και διανυκτέρευσαν στον Μύτικα. Στις 24 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν δια της οδού Λεβιδίου-Δάρα-Καλαβρύτων προς Αίγιο, απ' όπου πέρασαν με Τούρκικα πλοιάρια στην Στερεά για να συνεχίσουν προς Ήπειρο. Από τους 4.000 Αλβανούς, που είχαν έλθει με τον Κεχαγιάμπεη και μερικούς άλλους που προϋπήρχαν στην πόλη, δεν φαίνεται να σώθηκαν πολύ περισσότεροι από τους μισούς καθόσον πολεμούσαν επί πεντάμηνο, σηκώνοντας το βάρος των επιχειρήσεων και πολλοί σκοτώθηκαν μέχρι και την τελευταία στιγμή (300 Αλβανοί είχαν αποκοπεί στο σεράι και σκοτώθηκαν ή κάηκαν μέχρι του τελευταίου κατά την πυρπόληση του παλατιού).
Επί τρεις ημέρες επικράτησε πλήρης ασυδοσία στην πόλη. Οι νικητές επιδόθηκαν μετά μανίας σε σφαγές, πυρπολήσεις και λεηλασίες. Σκοτωμοί και λαφυραγωγία απεικονίζουν ωχρά την κατάσταση. Την τέταρτη ημέρα από της εφόδου και της αλώσεως, δηλαδή την 26η Σεπτεμβρίου, κατόπιν συνεννοήσεως και εντολής των οπλαρχηγών διατάχθηκε, δια κηρύκων, να σταματήσει η αιματοχυσία και να αποκατασταθεί η τάξη στην πόλη. Προς τούτο ορίσθηκαν περίπολοι υπό τους Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και Νικηταρά.
Φρικτός ο απολογισμός των σφαγών αλλά όχι απόλυτα ακριβής. Κατά μια εκδοχή φονεύθηκαν 10.000 Οθωμανοί και Εβραίοι ένοπλοι και άοπλοι . Ο αριθμός όμως πρέπει να είναι μεγαλύτερος γιατί, από τους 35.000 εγκλείστους στην πόλη, γλίτωσαν μόνο οι Χριστιανοί (6-7.000), οι επιφανείς Τούρκοι και τα χαρέμια (1.000), οι αποκλεισθέντες στην Μεγάλη Τάπια (1.500), οι Αλβανοί (2.000) και ελάχιστοι άλλοι που είχαν κρυφτεί σε υπόγεια και εμφανίστηκαν μετά την τρίτη ημέρα, που είχε αποκατασταθεί η τάξη. Περί τους 40 ένοπλοι Τούρκοι κατόρθωσαν, μέσα στη γενική σύγχυση, ν' ανοίξουν δίοδο την πρώτη ημέρα προς ανατολάς και να φθάσουν στο Ναύπλιο, όπου μετέφεραν την φοβερή είδηση. Είχαν συσσωρευτεί τόσα πολλά πτώματα επί των στενών οδών της πόλεως, ώστε το άλογο του Κολοκοτρώνη όταν εισήλθε από την πύλη των Καλαβρύτων δεν πάτησε χώμα από τα τείχη μέχρι το σεράι. Οι Έλληνες είχαν 227 νεκρούς κατά την έφοδο και 146 εντός της πόλεως.
Οι Τούρκοι επιφανείς και τα χαρέμια των πασάδων τέθηκαν υπό την προστασία Ελλήνων καπεταναίων και διασώθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Μετά την πυρπόληση του σαραγιού οδηγήθηκαν στην πελώρια οικία και στον κήπο του Μουσταφά μπέη των Πατρών, υπό την προστασία αποσπάσματος του Αναγνωσταρά.
Το νόημα των σφαγών
Μετά πεντάμηνη πολιορκία η πρωτεύουσα του Μοριά, η άθλια Τριπολιτσά, βουτηγμένη μέσα στην αθλιότητα ως οικτρή πόλη των οργίων της Τουρκικής διοικήσεως, έπεσε στα χέρια των Ελλήνων έπειτα από έφοδο. Οι επαναστατημένοι Έλληνες, γενόμενοι κύριοι της Τριπολιτσάς, με τη θέα της αμαρτωλής πόλεως χωρίς υπεράσπιση πλέον, μέθυσαν από αγανάκτηση, ικανοποίηση και πάθος και ξέσπασαν ακράτητα εναντίον της. Τα γεγονότα του τριημέρου οργίου αποτελούν ωχρή μικρογραφία εκείνων που συνέβησαν κατά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Το ξέσπασμα των πορθητών ήταν το ακράτητο ξέσπασμα του ίδιου του μαρτυρικού έθνους, που στέναζε επί τέσσαρες αιώνες κάτω από τον βάρβαρο ζυγό των Ασιατών. Ο έρως προς την πατρίδα μεταβλήθηκε, μέσα στη θέρμη των γεγονότων, σε πάθος ακράτητο και παρέσυρε τους Έλληνες στις τραγικότερες πράξεις.
Κατηγορήθηκαν οι Έλληνες γι' αυτές τις ωμότητες αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Προκειμένου να απελευθερωθούν ή να χαθούν, η σωτηρία τους υπαγόρευε να βάψουν όλοι τα χέρια τους με το αίμα των τυράννων τους, για να συνηθίσουν να σκοτώνουν τον εχθρό και ταυτόχρονα να αποκλείσουν κάθε προοπτική συναλλαγής με τους Τούρκους.
Οι οπλαρχηγοί θέλησαν προφανώς τις σφαγές καθόσον, αφ' ενός απομάκρυναν τον Υψηλάντη που επιθυμούσε υπογραφή συνθήκης και είσοδο των Ελλήνων πολεμιστών στην πόλη με τάξη και αφ' ετέρου ουδέν έπραξαν για να περιορισθεί η επίθεση μόνο κατά των Τουρκικών στρατιωτικών μονάδων και των προμαχώνων. Βέβαια τις πρώτες ώρες της εφόδου είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους η διοίκηση των σωμάτων αλλά όταν νύχτωσε ήταν δυνατόν να σχηματίσουν περιπόλους και να περιορίσουν το κακό. Το μόνο που φρόντισαν ήταν η διάσωση, η αιχμαλωσία και η ασφάλεια των συγκεντρωμένων στο σεράι Τούρκων επισήμων και των χαρεμιών, λόγω της χρησιμότητάς των. Ο Κολοκοτρώνης έδειξε ενδιαφέρον μόνο για τους Αλβανούς, όχι μόνο για να τηρήσει την υπόσχεση του αλλά και για να στερήσει από τους Τούρκους αυτή την υπολογίσιμη δύναμη υπερασπιστών της πόλεως. Τόσο όμως αυτός όσο και οι άλλοι οπλαρχηγοί θεώρησαν τις σφαγές ως αναγκαιότητα για την επανάσταση. Έπρεπε να ανοιχτεί, μεταξύ των επαναστατών και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ένα αγεφύρωτο χάσμα. Έπρεπε να αποκλεισθεί ο δρόμος μια πιθανής αμνηστίας ή συνθηκολόγησης (συνήθης κατάληξη σε προηγούμενες εξεγέρσεις). Το μέσο ήταν φρικτό αλλά μοναδικό.
Τα γεγονότα της Τριπολιτσάς βρήκαν την ιστορική τους δικαίωση. Η επανάσταση εμφανίστηκε βαμμένη με άφθονο Τουρκικό αίμα, ασυγχώρητη μεν αλλά φοβερή . Οι επιλογές για τους επαναστάτες ήταν πλέον μόνο δύο: Ελευθερία ή θάνατος.
Στις κατηγορίες των ξένων, για τις ωμότητες στην Τρίπολη, οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν τη σφαγή των αιχμαλωτισθέντων μετά την άλωση της Ιόππης , κατόπιν διαταγής του Ναπολέοντα, τις απερίγραπτες φρικαλεότητες της Γαλλικής επαναστάσεως και τις σφαγές των Τούρκων στη Μικρά Ασία και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Ποιος λαός άλλωστε δεν είχε την εποχή της δικής του μανίας και τις ημέρες του δικού του ονείδους και αίματος; Ποια είναι η γωνιά της γης όπου η τυραννία και η εκδίκηση αλληλοδιαδόχως δεν έχουν κοστίσει δάκρυα στην ανθρωπότητα;
Η σημασία της νίκης
Η επαναστατημένη Ελλάδα πέτυχε, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, μια περιφανή νίκη κατά των εχθρών της. Οι αγωνιστές βαπτίσθηκαν στο πυρ, δεν φοβόντουσαν πλέον τον πόλεμο και δεν ασκήθηκαν μόνο στη χρήση των όπλων αλλά απέκτησαν παράλληλα την ψυχική αντοχή να σκοτώνουν χωρίς να λυπούνται, έγιναν σκληροί, έβαψαν τόσο πολύ τα χέρια τους στο αίμα ώστε ζυμώθηκαν με την αγωνία και το θάνατο. Έβλεπαν πλέον να έρχεται η ελευθερία, μέσα από τη δίνη φρικτού πολέμου με μέσα ανελέητα που δεν είχαν μέχρι τότε φανταστεί.
Η σημασία της αλώσεως είναι ηθική και στρατιωτική. Από ηθικής απόψεως η επανάσταση στερεώθηκε, γενικεύθηκε και επιβλήθηκε. Οι στρατιώτες απέκτησαν συναίσθηση της δυνάμεώς τους και της αποστολής τους. Η επανάσταση εξυψώθηκε στη συνείδηση όλων των Πελοποννήσιων. Στα χέρια της επαναστάσεως περιήλθε, έπειτα από αγώνα, η πρωτεύουσα του Μοριά αφού καταλύθηκε η εξουσία του πασά, ξεφτιλίσθηκαν οι αρχηγοί των δυναστών και φονεύθηκε πλήθος εχθρών. Μετά τη μεγαλειώδη νίκη της Τριπολιτσάς υπήρχαν όλες οι προοπτικές για τη συνέχιση του αγώνα με νέες νίκες, για να κυριευθούν και άλλα φρούρια, για να απελευθερωθούν και άλλες πόλεις και για να σταλούν ενισχύσεις και πέραν του Ισθμού για να ελευθερωθούν και άλλοι Έλληνες.
Από στρατιωτικής απόψεως ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Ελλήνων εναντίον των τακτικών πολεμικών δυνάμεων των Οθωμανών. Η ενδοχώρα της Πελοποννήσου περιήλθε στον αποκλειστικό έλεγχο των επαναστατών και θα ήταν πλέον ευχερής η κατάληψη των πολιορκούμενων υπολοίπων φρουρίων, εντός των οποίων είχαν αποκλεισθεί οι Τούρκοι (Πατρών, Ρίου, Μεθώνης, Κορώνης, Ναυπλίου και Ακροκορίνθου). Ο Τουρκικός στρατός στη Βοιωτία είχε παραλύσει και ο στόλος του σουλτάνου αναγκάσθηκε να αποχωρήσει άπρακτος. Ο ταπεινωμένος Χουρσίτ εκλιπαρούσε για τη σωτηρία των γυναικών του χαρεμιού του. Η Πύλη δεν μπορούσε πλέον να θεωρεί την επανάσταση ως ένα απλό επεισόδιο. Η λεία της Τριπόλεως ήταν πλούσια. Ο τόπος γέμισε από όπλα. Τα τουφέκια υπολογίσθηκαν σε 25.000 και μ' αυτά αρματώθηκαν όλοι οι Έλληνες αγωνιστές. Καταλήφθηκαν ακόμη 30 τηλεβόλα φρουρίων και τειχών, 13 ορειχάλκινα πυροβόλα (δύο μόνο από αυτά των 6 λιβρών ήταν χρησιμοποιήσιμα), 17 σιδηρά πυροβόλα (τρία των 9 λιβρών χρησιμοποιήσιμα) και πολλά πολεμοφόδια. Επίσης άφθονος ήταν και ο ρουχισμός με τον οποίο εφοδιάσθηκαν οι αγωνιστές και «φόρεσαν χρυσά και καλά φορέματα και λαμπρά άλογα εκαβάλληκαν».
Η άλωση της Τριπολιτσάς δεν απασχόλησε μόνο την ιστορία και τους συγγραφείς του αγώνα αλλά συγκίνησε βαθύτατα και την ψυχή του αγωνιζόμενου λαού. Η ικανοποίηση της λαϊκής ψυχής εκφράσθηκε με τη δημοτική ποίηση και πλήθος δημοτικών τραγουδιών. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του αυτοσχέδιου στιχουργού Παναγιώτη Κάλα , γνωστού ως τσοπανάκου:
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη, Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξει, έβαλαν οι Γραικοί βουλή, το κάστρο να πατήσουν. Σαν αετοί πηδήσανε κ' εμπήκαν σαν πετρίτες. κι άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία Κολοκοτρώνης φώναξεν απ' τ' Αγιωργιού (εννοεί αγίου Αθανασίου) την πόρτα -αφήστε τα τουφέκια σας και σύρτε τα σπαθιά σας, βάλετε την Τουρκιά μπροστά, σαν πρόβατα στη μάντρα. Τους πήγαν και τους έκλεισαν στην Τάπια τη Μεγάλη. Απολογιέτ' ο Κεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνη Κάμε νισάφι στην Τουρκιά, κόψε, μον' άφσε κιόλας. Τι τσαμπουνάς, βρομότουρκε, τι λες παλιομουρτάτη; νισάφι έκαμες εσύ στην έρημη Βοστίτσα απόσφαξες τ' αδέλφια μας κι' όλους τους ιδικούς μας;
Ο Διονύσιος Σολωμός στον μακρύ και ανεπανάληπτο Ύμνο του στην Ελευθερία διέθεσε τις στροφές 35-74, για να ζωντανέψει τη δράση της ελευθερίας στην Τριπολιτσά με χωριστή εντελώς ενότητα του ποιητικού του μεγαλουργήματος, υποδιηρημένη σε πέντε επί μέρους τμήματα. Στο πρώτο (35-38) μας δίδει τα προκαταρτικά της μάχης, στο δεύτερο (39-45) περιγράφει την πρώτη φάση της μάχης, στο τρίτο (46-47) μας εμφανίζει τις σκιές των θυμάτων της Τουρκικής θηριωδίας που ζητούν εκδίκηση, στο τέταρτο (58-72) εξιστορεί τη δεύτερη φάση της μάχης και τις σφαγές και στο πέμπτο (73-74) κλείνει την όλη ενότητα με τον θρίαμβο της νίκης και τον ενθουσιώδη χαιρετισμό της Ελευθερίας.
Ιδοΰ εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίξεις πιθυμάς
Επίλογος
Οι τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου βρήκαν την Τριπολιτσά σε κάποια ηρεμία και ύφεση. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν οι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε τον αιχμάλωτο Κεχαγιάμπεη και του υπενθύμισε την επιστολή που του είχε στείλει στην οποία του έγραφε «καλές αντάμωσες εις το σεράγι σου μέσα ». Ο Πάνος Κολοκοτρώνης διορίσθηκε πολιτάρχης, δηλαδή φρούραρχος της πόλεως και ασχολήθηκε σε πρώτη προτεραιότητα με την ταφή των νεκρών. Ο τύφος, που είχε αρχίσει να εμφανίζεται από τις ημέρες της πολιορκίας, παρουσίασε έξαρση από τις ακαθαρσίες και τις μολύνσεις του ύδατος και του αέρα από τα άταφα πτώματα και τελικά «εδραπάνησε όσων εφείσθη ο Άρης». Υπολογίζεται ότι πέθαναν 5-6.000 άνθρωποι από τη δεινή μάστιγα, την οποία μετέφεραν στα χωριά τους οι στρατιώτες κατά την επιστροφή τους.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφθασε στην Τρίπολη στις 6 Οκτωβρίου και έγινε δεκτός με κανονιοβολισμούς και ζητωκραυγές. Εγκαταστάθηκε στην οικία του Μουσταφά μπέη και άρχισε τις ενέργειες του για την ομαλοποίηση της καταστάσεως στην πόλη, την οργάνωση στρατιωτικής δυνάμεως, την εγκαθίδρυση σταθερότερου συστήματος επιμελητείας και τη συγκρότηση πολεμικού συμβουλίου. Αλλά ενώ ο Υψηλάντης προετοίμαζε τη συνέχιση του αγώνα άρχισαν να εμφανίζονται οι αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών, που θα είχαν μεταγενέστερα δυσάρεστα αποτελέσματα.
Ένα μήνα μετά την άλωση η πόλη είχε αρχίσει να βρίσκει και πάλι το ρυθμό της με τη συνδρομή των εντοπίων και λοιπών παραγόντων καθώς και του χρόνου. Ανασυγκροτήθηκε η οικονομική ζωή, η αγορά εφοδιάσθηκε με εμπορεύσιμα είδη και η παρουσία του Υψηλάντη και των στρατιωτικών προσέδιδε στην πόλη όψη ηρεμίας και σταθερότητας. Ο χειμώνας άρχισε να εμφανίζεται με τα πρώτα χιόνια στο Μαίναλο και διευκόλυνε κατά πολύ τον περιορισμό της επιδημίας του τύφου.
Στις 26 Οκτωβρίου εόρτασε με λαμπρότητα ο Δημ. Υψηλάντης την ονομαστική του εορτή, με την παρουσία των επισήμων Ελλήνων του αγώνα, των ξένων που ήταν στην Τρίπολη καθώς και μερικών Τούρκων υψηλών αιχμαλώτων που είχαν προσκληθεί. Η συγκέντρωση υπήρξε πολυπληθής, δημιουργήθηκε ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας, έρευσε άφθονος οίνος εκ Κύπρου, Σαντορίνης και Σάμου, έγιναν προπόσεις, λησμονήθηκαν προς στιγμή οι αθλιότητες του πολέμου και διατυπώθηκαν ευχές υπέρ της ομόνοιας και της ενότητας.
Το έτος 1821 τελείωνε με τις καλύτερες προοπτικές για την επανάσταση των Ελλήνων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος IB. Εκδοτική Αθηνών, 1979.
. Ιστορία της Τριπολιτσάς. Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου. Έκδοση Ενώσεως Τριπολιτών Αττικής, 1976.
. Απομνημονεύματα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (υπαγορευμένα στον Γεώργιο Τερτσέτη). Εκδόσεις Ωρόρα, Αθήνα 1992.
. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Κων/νου Παπαρηγόπουλου. Εκδόσεις Φάρος. Αθήνα 1983.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό : ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ MAP. - ΑΠΡ. 2005
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον