Βρισκόμαστε στο 1825, στο 5ο έτος του Αγώνος της Εθνεγερσίας.Ύστερα από τις καθοριστικές Ελληνικές νίκες των ετών 1821-1825, οι τούρκοι στον Μοριά έχουν φύγει και οι πρώην ραγιάδες της Πελοποννήσου ανασαίνουν ελεύθερα. Το κλίμα αυτό της Ελευθερίας έρχεται να χαλάσει μία εφιαλτική και διχαστική πρακτική για το ποιος θα γίνει ηγέτης του Αγώνος, που κορυφώνεται με τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Η εμφύλια διαμάχη, που συνοδεύεται από αισχρές σκηνές μίσους και λεηλασίας εναντίον των Πελοποννησίων, από τους Ρουμελιώτες και τους Υδραίους, κορυφώνεται με την φυλάκιση των ηγετών της Πελοποννήσου (ανάμεσα τους και ο Θ. Κολοκοτρώνης) σε Μοναστήρι στην Ύδρα. Σε αυτό το κλίμα Διχασμού των Ελλήνων, βρίσκει ο Σουλτάνος την ευκαιρία να αποστείλει στην Πελοπόννησο τον υιό του Αιγυπτίου πασά, τον Ιμπραήμ, για αν διαλύσει την Επανάσταση και να ξανασκλαβώσει τους Έλληνες. Έτσι, ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται τον Φεβρουάριο του 1825 στην Μεθώνη, με χιλιάδες Στρατού και αρχίζει να χτυπά τους Έλληνες, οι οποίοι στην αρχή δεν είχαν συνειδητοποιήσει το θανάσιμο μέγεθος του κινδύνου που, λόγω αδράνειας της τότε Κυβερνήσεως Γ. Κουντουριώτη. Ο Ιμπραήμ σαρώνει την Μεσσηνία και κατευθύνεται στην Ηλεία, το φθινόπωρο του 1825, με απώτερο στόχο να φτάσει στο Μεσολόγγι και να ενισχύσει την υπό τον Κιουταχή Πολιορκία της πόλης. Την ίδια εποχή, υπό τη πίεση των Ελληνικών ηττών, απελευθερώνονται οι φυλακισμένοι της Ύδρας και ο Θ. Κολοκοτρώνης ζητά, τον Οκτώβριο του 1825, από του Ανδ. Ζαΐμη, Δημ. Πλαπούτα, Γ. Σισίνη και Νικ. Σταματελόπουλο, να οργανώσουν την άμυνα των περιοχών τους, ανάμεσα στις οποίες και η Ηλεία. Οι τουρκοαιγύπτιοι του Ιμπραήμ περνούν από το Κλειδί της Αγουλινίτσας και, παρά τις απώλειες τους, φτάνουν στον Πύργο μεταδίδοντας τον τρόμο. Οι Έλληνες προσπαθούν να τον σταματήσουν στα Σαβάλια, αλλά ο Ιμπραήμ φτάνει στην Γαστούνη, την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου 1825, μέσα από αρπαγές, καταστροφές και πυρκαγιές. Η Μάχη του Βαρθολομιού έγινε κατά τις 9 με 11 Νοεμβρίου 1825, καθώς οι τουρκοαιγύπτιοι υπό τον Χουσεΐν Μπέη, κατευθύνθηκαν στο Βαρθολομιό. Τους πρώτους 100 εχθρικούς ιππείς αντιμετώπισαν οι Έλληνες στο Βαρθολομιό και έστειλαν τις οικογένειες τους στο Κάστρο Χλεμούτσι και 100 Έλληνες γύρισαν να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς. Οι τελευταίοι είχαν ξεπεράσει σε αριθμό τους χίλιους.
Μία έξοχη περιγραφή της μάχης, μας δίνει ο σπουδαίος ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, ο ιατρός Κων. Γρ. Κυριακόπουλος:«Στην αρχική φάση, οι ευρισκόμενοι στο Βαρθολομιό Έλληνες αμυνόντουσαν καλά,ε στερούντο όμως πολεμοφοδίων και ήσαν σχετικώς λίγοι.Μία εσφαλμένη εκτίμηση οδήγησε, τους επί κεφαλής των Ελλήνων στο Κάστρο του Χλεμουτσίου, σε υποτίμηση του αντιπάλου. Ξεκίνησαν 180 Έλληνες με επί κεφαλής τον καπετάν Βέρα και τον καπετάν Γιωργάκη Βαρθαλαμιώτη, «άνδρας τω όντι γενναιοτάτους», κατά τον ιστορικό του 1821 Αμβρόσιο Φραντζή, ως βοήθεια-επικουρία των αμυνομένων στο Βαρθολομιό. Ήδη όμως οι ευρισκόμενοι στο Βαρθολομιό, επολιορκούντο από 1000 ιππείς, κατά τον Γ. Σισίνη, στην επιστολή στην Επιτροπή της Ζακύνθου, ή 500 ιππείς και 4000 πεζούς, κατά τον Φραντζή.Όταν οι Αιγύπτιοι είδαν την ερχομένη επικουρία των Ελλήνων, επιτέθησαν κατ’ αυτής. Οι Έλληνες, επειδή δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στο χωριό, αναγκάσθηκαν να οχυρωθούν προσωρινώς στα αμπέλια Βαρθολομιού, που βρίσκονταν έξω από το χωριό. Εκεί συνήφθη η περίφημη μάχη, η οποία διήρκεσε πολλές ώρες. Οι ιππείς των Αιγυπτίων υπέστησαν μεγάλες απώλειες και για το λόγο αυτό αναγκάσθηκαν να ζητήσουν την βοήθεια των πεζών. Όταν μπήκαν στη μάχη και οι πεζοί, ο αγώνας έγινε ανισώτερος, αλλά οι Έλληνες αμύνονταν πολύ καλά και επιφέρανε μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Για κακή τους όμως τύχη άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή, έτσι ώστε τα όπλα τους δεν μπορούσαν πλέον να λειτουργήσουν και ο αγώνας εγίνοταν με τα σπαθιά, σώμα με σώμα. Εφονεύθησαν όλοι 150 (κατά τον Φραντζή), ή 180 (κατά τον Γ. Σισίνη) Έλληνες, πλην ενός».
Η Μάχη έληξε με μεγάλη φθορά για τους τούρκους, με πάνω από 1000 νεκρούς εχθρούς, όπως αναφέρει ο Αμβρόσιος Φραντζής, «ως εμαρτύρησαν τα εις τον τόπον της ανίσου εκείνης μάχης ευρεθέντα εχθρικά πτώματα. Οι δε περί το Βαρθαλαμιόν απομείναντες εχθροί, εφόρμησαν εναντίον των κεκλεισμένων 100 Ελλήνων, εκ των οποίων εφονεύθησαν 56,εκ δε των εχθρών τόσοι πολλοί, ώστε απελπισθέντες οι εναπολειφθέντες, περί την εσπέραν έφυγον αισχρώς εις την Γαστούνην, αφέντες και τους νεκρούς των ατάφους». Κατά τον Γεώργιο Σισίνη «…εφονεύθησαν και εδικοί μας ως 57 και ένας καπετάνιος, ονόματι καπετάν Πανάγος Τζεκούρας, από Βρανά και εκείνος ο καλός άνθρωπος καπετάν Πανάγος Βέρας από Βαρθαλαμιού…»
Αυτήν την μάχη και αυτούς τους Ήρωες τιμάμε σήμερα. Ως μια ενίσχυση στη Ιστορική μνήμη του τόπου, θα συνεχίσουμε να τιμάμε τους ηρωικούς προγόνους μας και θα φροντίσουμε να αναδειχθεί η σημασία της θυσίας αυτής, πανελληνίως.Προς επίρρωσιν αυτού, θα παραθέσουμε δύο απόψεις που κατεγράφησαν ήδη από τον 19ο αιώνα, για την Μάχη.
Στην «Εστία» του 1886 (τόμος 21ος), ο Α. Θεοδωρίδης εκ Πύργου, αναφέρει: «…Εκεί, παρά το χωρίον Βαρθολομιό, διεπράχθη ανδραγάθημα άξιον να καθέξη χρυσήν σελίδα της Ιστορίας και είναι λυπηράν, ότι ενίοτε ούτε μνημονεύεται… ωσεί μη ήρκει το ολιγάριθμον αυτών (δηλαδή των Ελλήνων), επήλθεν εν τη ακμή της μάχης και η βροχή, ήτις κατέστησε προβληματικής χρήσεως τα όπλα των ανδρείων και εστέρησεν ούτως αυτούς, της ευτυχίας του να εξαγοράσωσιν ακριβωτέραν την ζωήν των…». Και η σημασία της μάχης φαίνεται από τα όσα γράφει ο ιστορικός και πιστός ακόλουθος του Θ. Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, στα «Απομνημονεύματα» του: «…η μάχη αυτή είναι μία εκ των μεγαλυτέρων και σημαντικωτέρων, όσαι μέχρι τούδε είχαν γίνει εναντίον του Ιμβραήμ…»
Πηγή: (Ἀπόσπασμα ἀπό τόν Πανηγυρικόν, τοῦ Γεωργίου Διον. Κουρκούτα, καθηγητοῦ φιλολόγου, κατά τήν Ἐκδήλωσι Μνήμης, τόν Νοέ. τοῦ 2012), Αβέρωφ