Στίς 30 Ιανουαρίου 1827, ο Κιουταχής επιχείρησε νέα επίθεση, αυτή τή φορά στόν λόφο τής Καστέλλας ή Μουνιχίας, τόν οποίον είχαν οχυρώσει οι Έλληνες. Αφού έστησε τά πυροβόλα του καί άρχισε νά βομβαρδίζει τίς θέσεις τών Ελλήνων, εξαπέλυσε τό πεζικό του γιά νά τίς καταλάβει.Οι Έλληνες μέ τή σειρά τους είχαν στήσει καί αυτοί κανόνια στόν λόφο τής Καστέλλας καί μαζί μέ τά πυροβόλα τής Καρτερίας καί τών δύο ψαριανών πολεμικών πλοίων πού πυροβολούσαν από τό λιμάνι τής Μουνιχίας, επέφεραν βαρύτατες απώλειες στόν εχθρό.
Ο Γκόρντον είχε αναλάβει τήν οργάνωση τού πυροβολικού καί οι εύστοχες βολές του ανάγκασαν τόν εχθρό νά υποχωρήσει. Μόλις οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τήν άτακτη υποχώρηση τών Τουρκαλβανών, πετάχτηκαν από τά ταμπούρια τους καί μέ επικεφαλής τούς Μακρυγιάννη, Δημήτριο Μπενιζέλο καί Σπύρο Δοντά τούς κυνήγησαν παίρνοντας εκδίκηση γιά τήν ήττα στό Καματερό. Οι απώλειες τών Τούρκων ξεπέρασαν τούς 300 αλλά καί οι Έλληνες άφησαν στό πεδίο τής μάχης 60 νεκρούς. Τή σημαντικότερη βοήθεια προσέφερε κατ’ ομολογία όλων τό ατμοκίνητο πλοίο Καρτερία, μέ τό ισχυρό πυροβολικό του καί τούς επιδέξιους χειρισμούς τού κυβερνήτη του Άστιγγος (Frank Abney Hastings).
«Αφού λοιπόν συνήλθον τά σώματα ταύτα εις Σαλαμίνα, τό όλον συμποσούμενον εις έξ χιλιάδας, διαιρείται εις δύο, καί τό μέν έν υπό τόν Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Μπούρμπαχη, Παναγιώτη Νοταρά καί Προκόπιο Κατσαντώνη, εκστρατεύει διά ξηράς από Ελευσίνος, καί τοποθετείται εις Καματερόν. Τό δέ έτερον υπό τόν Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη καί Χαράλαμπο Ιγγλέση, αποβαίνει εις Μουνυχίαν (Καστέλλα) συγχρόνως τοίς εν Καματερώ επί τής αυτής νυκτός τής φερούσης τήν 25ην Ιανουαρίου 1827. Συμμετέσχον δέ τής εκστρατείας ταύτης καί σημαντικοί φιλέλληνες, οίτινες συνέδραμον προθύμως νά αγωνισθώσι μετά τών Ελλήνων, μάλιστα δέ εις τόν υπέρ Αθηνών αγώνα. Μεταξύ τών φιλελλήνων τούτων είναι ο συνταγματάρχης Γκόρντον, όστις ανέλαβε τήν διά θαλάσσης διεύθυνσιν τής εκστρατείας, εξοδεύσας πολλά εξ ιδίων, καί ο συνταγματάρχης Κάρολος Έιντεκ μετά τινων άλλων αξιωματικών Βαυαρών.
Συνεβοήθουν δέ τό στρατόπεδον τούτο καί τρία πλοία, τό ατμοκίνητον Καρτερία κυβερνώμενον υπό τού καρτερόψυχου Άστιγγος, καί δύο βρίκια ψαριανά, τό μέν Νικολάου Γιαννίτση, τό δέ Δημητρίου Παπανικολή. Άμα δέ απέβησαν οι Έλληνες εις τήν Μουνυχίαν, η επί τού λόφου λεγομένου Καστέλλα τουρκική φυλλακή βλέπουσα τούς ημέτερους, τουφεκίζουσι τήν εμπροσθοφυλακήν, αλλ’ ούτοι αλαλάξαντες μιά βοή, κατετρόμαξαν τούς εχθρούς, οίτινες κατέφυγον νά ασφαλισθώσιν εις τό μοναστήριον ο Άγιος Σπυρίδων, καί εις τόν πύργον τού Τελωνείου. Οι ημέτεροι ενησχολήθησαν αυθωρεί εις προμαχώνας καί χαρακώματα επί τής Καστέλλας καί θέσαντες εννέα κανόνια επ’ αυτής, εσχημάτισαν αυτήν φρούριον.
Ημείς δέ οι από τού φρουρίου (Ακρόπολη) βλέποντες πυρσούς εις Καματερόν, πυρσούς εις Μουνυχίαν καί Πειραιά, επλήσθημεν χαράς, καθότι είμεθα μέν προειδοποιημένοι τό τοιούτον, όμως δέν επιστεύομεν. Ημέρας δέ υποφαινομένης εισελθόν τό ατμοκίνητον εις τόν λιμένα Πειραιώς, άρχεται τού κανονοβολισμού, κτυπών τό μοναστήριον καί τόν πύργον τού Τελωνείου, ένθα ήσαν κλεισμένοι εχθροί. Ο πυροβολισμός διήρκεσε δι’ όλης ημέρας. Ο εχθρός εκυριεύθη από άκραν αμηχανίαν καί ταραχήν, θέλει νά σώση τούς εν τώ μοναστηρίω καί πύργω, καί δέν δύναται. Στέλλει περίπου εκατό ιππείς εις βοήθειαν αυτών, πλήν φεύγουσιν άπρακτοι καί κτυπημένοι. Μετά ταύτα έστειλε τινάς πρός τόν Κερατόπυργον (θέση στό Κερατσίνι) διά νά φυλάξη τήν θέσιν αυτήν. Τό δέ ατμοκίνητον (Καρτερία) εξακολουθεί τό πύρ, καί κρημνίζει τοίχους τού μοναστηρίου καί κατέθραυσε τόν πύργον.
Ο εχθρός σκεπτόμενος περί τών δύο τούτων ελληνικών σωμάτων τών εν Καματερώ καί τών εν Πειραιεί, καί θεωρών τούς εν Καματερώ αδυνατώτερους, αποφασίζει νά πολεμήση πρώτον τούτους, τούς οποίους αφού χαλάση, θέλει φοβίση καί τούς άλλους, καί ούτω δέν θέλει δυσκολευθή νά καταστρέψη καί τούτους. Πάραυτα λοιπόν κινείται μέ δύο χιλιάδας στρατού εξ ιππέων καί πεζών, φέρων καί δύο κανόνια, καί αντιπαρατάττεται εναντίον τών εν Καματερώ τήν 27ην τού αυτού μηνός, ανατείλαντος τού ηλίου. Οι ημέτεροι ήσαν εντός δύο χαρακωμάτων όχι όμως οχυρωμένων. Ο εχθρός αφού εκανοβόλησεν αρκετά εναντίον τών χαρακωμάτων, εφορμά επ’ αυτά καί τρέπει εις φυγήν τούς ημετέρους, επιφέρων τό πύρ καί τόν σίδηρον. Ο δέ Προκόπιος Κατσαντώνης μαχόμενος ανδρείως εις τήν θέσιν του, αποθνήσκει ομού μέ εξήκοντα άλλους Αθηναίους.
Ο εχθρός συνάξας τάς δυνάμεις του, έρχεται εφωδιασμένος νά κτυπήση τούς εν Πειραιεί, καί μάλιστα τήν Καστέλλαν. Καί παραταττόμενος εις τό πεδίον τού λειβαδίου καί τού μοναστηρίου, στήσας δέ κανόνια τέσσαρα, έχων περί αυτόν τό ιππικόν του, έκαμε πρώτος αρχήν τής μάχης μετά τήν ανατολήν τού ηλίου τήν 30ην Ιανουαρίου 1827. Οι δέ ημέτεροι ωχυρωμένοι καλώς, καί διατεθειμένοι ως έπρεπεν, αντεπέρχονται μέ τρομερόν πύρ, η μέν Καρτερία διά τού Άστιγγος από τού λιμένος εκεραυνοβόλει πρός τούς εχθρούς, τά δέ δύο ψαριανά πλοία αφ’ ετέρου μέρους εξηκολούθουν ομοίως, οι από τής Καστέλλας δέ επυροβόλουν δι’ εννέα κανονίων.
Τό πύρ διήρκεσεν εκατέρωθεν αρκετήν ώραν, ο εχθρός κτυπημένος από τόσον πύρ ελληνικόν, τό οποίον άλλοτε δέν είχε δοκιμάσει, όχι μόνον δέν ετόλμησε νά κάμη έφοδον κατά τήν συνήθειάν του, αλλά δέν εδυνήθη ούτε κάν τάς θέσεις του νά κρατήση, καθότι οι ημέτεροι βλέποντες πρό οφθαλμών τήν μεγάλην φθοράν τών εχθρών, ώρμησαν κατ’ αυτών καί μέ πρώτον τούς απεδίωξαν, θέλοντες δέ οι εχθροί νά αναλάβουν τάς θέσεις των, αποδιώκονται πάλιν, μέ μεγάλην των φθοράν, χωρίς νά τολμήσωσι πλέον νά επανέλθωσιν, αλλά διεσκορπίσθησαν, άλλοι μέν οδεύοντες εις Πατήσια, άλλοι δέ εις τήν πόλιν. Όλοι σχεδόν οι οπλαρχηγοί τών ημετέρων ηνδραγάθησαν κατ’ αυτήν τήν μάχην. Ο λαμπρόν τόπον λαβών κατ’ αυτήν στρατηγός Μακρυγιάννης έκαμε λαμπρόν εγκώμιον τών υπό τήν οδηγίαν του Αθηναίων. Υπαρχηγοί δέ τού σώματος τούτου ήσαν Δημήτριος Βενιζέλος καί Σπυρίδων Δοντάς, συντελέσαντες πολύ διά τήν ανδρείαν των αμφότεροι. Οι εν τώ φρουρίω δέ βλέποντες οφθαλμοφανώς τήν λαμπράν νίκην τών ημετέρων επλήσθησαν χαράς, πεποιθόντες ότι ο εχθρός δέν θέλει δυνηθή εις τό εξής ν’ αποδιώξη τούς ημετέρους από τού Πειραιώς.»
Σουρμελής Διονύσιος, Ιστορία τών Αθηνών (1853)
Ο Κιουταχής θεώρησε αναγκαία τήν κατάληψη τού Πειραιά, γιά νά μήν έχουν οι Έλληνες ένα έρεισμα στήν προσπάθειά τους νά ανακουφίσουν τούς πολιορκημένους τής Ακρόπολης. Έτσι επιχείρησε εκ νέου τήν κατάληψη τής Καστέλλας αποστέλλοντας νέες ισχυρές δυνάμεις πεζικού καί ιππικού. Αυτή τή φορά οι Έλληνες είχαν οχυρώσει τή θέση «Τρείς Πύργοι» καί περίμεναν κρυμμένοι σέ αυλάκια τήν επίθεση τού εχθρού. Τά αυλάκια, πού είχαν διαλέξει νά καλυφθούν οι 500 άνδρες τών Γεωργίου Λέκκα, Χαράλαμπου Ιγγλέση καί Παναγιώτη Σωτηρόπουλου, δυσκόλευαν τήν κίνηση τού εχθρικού ιππικού, αφού τά άλογα βούλιαζαν μέσα στήν λάσπη καί γίνονταν εύκολος στόχος γιά τά όπλα τών αμυνομένων. Τά βόλια τών Ελλήνων έριξαν τούς ντελήδες κάτω από τά άλογα φέρνοντας αναστάτωση τόσο στό ιππικό όσο καί στό τουρκικό πεζικό πού ακολουθούσε. Τελικά, ο Κιουταχής αναγκάστηκε νά αποσύρει τά αποδεκατισμένα στρατεύματά του καί νά γυρίσει πίσω στά Πατήσια, εγκαταλείποντας τήν ιδέα τής κατάληψης τού Πειραιά.
«Έγινε ναύαρχος ο Κόχραν, αρχιστράτηγος ο Τζούρτζης, κι’ ο ναύαρχος Κόχραν θά πάγαινε τά καράβια ‘σ τά βουνά κι’ απάνου εις τά κάστρα, κ’ έλεγε τών Ελλήνων ο Τζούρτζης, μέ τήν γολέττα θά κυνήγαγε τούς Τούρκους. Ο Μιαούλης ο καϊμένος μέ τά σταροκάραβα αλώνιζε τούς τριπόντες καί φεργάδες τών Τούρκων, κι’ ο Καραϊσκάκης μέ τούς γυμνούς έφκειανε πύργους τά κεφάλια τών Τούρκων. (Ο Μακρυγιάννης ειρωνεύεται τούς δύο Βρετανούς αξιωματικούς, οι οποίοι παρά τίς αλαζονικές τους δηλώσεις δέν κατάφεραν νά πετύχουν κάποια σημαντική νίκη εναντίον τών Τούρκων κατά τή διάρκεια τής παρουσίας τους στήν Ελλάδα.)
Ο Μπούρμπαχης μέ τούς στρατιώτες του βγήκε εις τό Λουτράκι τής Κόρθος. Μ’ έστειλε η Διοίκηση καί πήγα καί τού μίλησα όλα αυτά. Καί τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης καί πήγε εις τά Μέγαρα, οπού πήγαν καί οι άλλοι. Πήγε εκεί κι’ ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης. Σύναξα κ’ εγώ όλους τούς Αθηναίους καί Στερολλαδίτες, όσοι φέρναν όπλα καί ήταν εις τά νησιά Κούλουρη (Σαλαμίνα), Αίγινα καί Πόρο, σύναξα αυτούς καί τούς ίδιους νησιώτες, κατά τήν διαταγή τής κυβερνήσεως οπού ‘χω, καί πήγα κ’ εγώ εις Μέγαρα.
Τότε κάνομεν ένα σχέδιον νά βγούμεν συχρόνως εις τά πόστα τής Αθήνας εναντίον τών Τούρκων, ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης καί οι Ντερβενοχωρίτες νά πάνε νά πιάσουνε από βραδύς τήν Χασιά, νά ταμπουρωθούν – είναι η θέση γερή – νά πάγη οχτρός εκεί νά τόν πολεμήσουν. Ήταν ως τρείς χιλιάδες ασκέρι. Τό ταχτικό, ο Νοταράς ο Γιάννης κ’ εγώ ως χιλιοχτακόσοι άνθρωποι νά βγούμεν εις τόν Πειραιά τά μεσάνυχτα. Πήγαμεν, μέ διορίζει ο Γκόρδον μέ τό σώμα μου νά πρωτοβγώ ομπρός εγώ εις τήν θέση τού Φαληρέως. Ράξαμεν εις τό Πασιά λιμάνι (Μαρίνα Ζέας). Πρωτοβήκα μέ δύο φελούκες, τό είχαν πιασμένο οι Τούρκοι. Πολεμήσαμεν μ’ εκείνους καλά, λαβώθηκαν από ‘μάς καμπόσοι. Ήρθαν κι’ άλλες δύο φελούκες μ’ ανθρώπους μου καί τότε πολεμήσαμεν γενναίως τούς Τούρκους, μάς πολέμησαν κι’ αυτείνοι παληκαρίσια, καί τούς τζακίσαμεν καί τούς πήγαμεν κυνηγώντα ως τό μοναστήρι εις τόν Άγιον Σπυρίδωνα, εις τόν Δράκον. Τότε γυρίσαμεν οπίσου, βγήκαν κι’ από τ’ άλλα τά σώματα, βγάλαμεν εκείνη τήν νύχτα ως δεκαπέντε κανόνια, μικρά μεγάλα, καί γρανέτες καί φκειάσαμεν καί τά ταμπούρια διά νυχτός καί τίς θέσες τών κανονιών, κι’ όσο νά φέξη ευρέθηκαν όλα έτοιμα. Μεθάγαμεν δουλεύοντας. Όσοι έρχονταν δέν έλπιζαν ότι εμείς νά φκειάσουμεν όλα αυτά εκείνη τήν νύχτα.
Τήν αυγή μάς βλέπουν οι Τούρκοι έτοιμους καί χαζίρικους. Ο Βάσιος καί οι άλλοι όλοι δέν πήγαν εις τήν Χασιά καθώς είχαμεν ομιλίαν, αλλά σηκώθηκαν τού κεφαλιού τους καί πήγαν ‘σ ένα χωριόν, Καματερόν τό λένε, μίαν ώρα από τήν Αθήνα. Πήγαν καί πιάσαν μίαν θέση αδύνατη, κι’ αυτό τό λάθος τό ‘καμεν ο Βάσιος, ότι αυτός γνώριζε τόν τόπον τής Αθήνας, αγωνίζονταν τόσον καιρόν σέ αυτά τά μέρη. Πρίν πιάσουν θέσες καί νά ταμπουρωθούν καλά κάμαν ένα ταμπούρι τυφλό, τούς πέσαν οι Τούρκοι απάνου τους καί τούς χάλασαν, καί σκότωσαν περίπου από τρακόσους πενήντα Έλληνες, καί τούς ρίξαν εις φυγή. (Ο Μακρυγιάννης γιά τήν ήττα στό Καματερό θεωρεί υπαίτιο, όχι τόν Βούρβαχη, αλλά τόν Βάσο Μαυροβουνιώτη).
Καί σκοτώθη κι’ ο αγαθός Μπούρμπαχης κι’ άλλοι δύο συνάδελφοί του φιλέλληνες. Όλοι διαλύθηκαν κακώς κακού. Ο Βάσιος έμεινε εις τήν Ελεψίνα, ότι οι περισσότεροί του άνθρωποι ήταν Ντερβενοχωρίτες. Τότε πήρε τά κεφάλια αυτεινών ο Κιτάγιας καί τά πήγε εις τήν Αθήνα καί τά ‘δειξε τών πολιορκημένων καί τούς είπε νά προσκυνήσουνε διά νά σωθούνε αυτείνοι καί νά μήν πάρουν κ’ εμάς εις τόν λαιμό τους, οπού ήμαστε εις τόν Φαληρέα. Τούς λένε οι πολιορκημένοι, «Σύρτε κυργέψετε εκείνους εις τόν Φαληρέα καί τότε υποταζόμαστε κ’ εμείς, ότι αυτείνοι είναι χωρίς κάστρο. Κι’ όταν παραδοθούν, παραδίνομεν κ’ εμείς τό κάστρο».
Αναχωρούν όλες οι δύναμες από τήν Αθήνα – πολλά ολίγοι μείναν, όσ’ ήταν αναγκαίοι διά τούς πολιορκημένους – καί μάς ζώνουν κι’ άλλοι από τ’ άλλα τά πόστα τους. Είχαν τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα κι’ όλα τά τριγυρινά πόστα εις τήν εξουσίαν τους οι Τούρκοι. Ήρθαν καί οι άλλοι, ετοιμάστηκαν οληνύχτα, τήν αυγή σαράντα πέντε μπαγιράκια (σημαίες) ρίχτηκαν απάνου μας. Άρχισαν από τά πόστα τους, οπού τά είχαν γιομάτο τό καθένα πόστο από κανόνια καί μπόμπες καί γρανέτες, καί μάς βαρούσαν, καί τά στρατέματα έμπαιναν εις τήν τάξη νά μάς ριχτούνε. Τότε έβλεπες τούς δικούς μας, νά τούς έσφαζες, μία κούπα αίμα δέν έβγαινε, ότι μάθαν τόν χαλασμόν τού Βάσιου κι’ αλλουνών (είχαν στενοχωρηθεί από τήν ήττα στό Καματερό).
Οι Τούρκοι προχώρεσαν απάνου μας μ’ όλα τά μπαγιράκια. Τότε ψύχωσα τούς εκατό, τούς κέρασα καί κρασάκι καί ριχνόμαστε απάνου εις τούς Τούρκους κόντρα γιουρούσι καί τούς δίνομεν ένα σκοτωμόν καλόν. Σκοτώθηκαν καί δικοί μου δέκα πέντε κι’ αχώρια οι λαβωμένοι. Πήρα τούς λαβωμένους καί σκοτωμένους μέσα εις τά πόστα μας. Ξαναρίχτηκαν οι Τούρκοι, τούς δίνομεν καί τότε έναν χαλασμόν καί τούς πήγαμεν κυνηγώντας ως τής Αθήνας τήν στράτα. Γυρίσαμεν πίσου εις τά πόστα μας. Εβγήκε κι’ ο αρχηγός από τό καράβι (Γκόρντον) μέ κρασί ευρωπαίικον, μάς κέρασε αυτός καί οι συντρόφοι του. Τότε είπα τών κανονιαραίγων καί βάλαν μπάλλα μιστράλλια ‘σ τά κανόνια. Οι Τούρκοι κινήθηκαν περισσότεροι, ότι τούς ήρθε μιντάτι (ενισχύσεις) ένας νέος πασιάς, κ’ έρχονταν απάνου μας.(Μάχη Καστέλλας)
Αφού ήρθαν πολλά πλησίον οι Τούρκοι εις τά ταμπούρια μας, δέν μπορούσα νά βαστήξω τούς αθάνατους Έλληνες, έγιναν όλοι λιοντάρια – εγώ ήμουν ο χειρότερος. Τότε ριχτήκαμεν καί τρίτον απάνου τους καί τούς δίνομεν έναν σκοτωμόν, πληγώσαμεν καί τόν πασιά τους καί τόν πήγαν εις τήν Έγριπον (Εύβοια) κ’ εκεί πέθανε. Τραβηχτήκαμεν οπίσου. Τότε τά κανόνια μέ τά μιστράλλια τούς αφάνισαν κ’ έβλεπες από αυτούς στρώμα σκοτωμένους καί πληγωμένους. Τούς κουβαλούσαν εις τά πόστα τους κι’ από κεί εις τήν Αθήνα. Τότε τούς κόπηκε όλη η γενναιότης τών Τούρκων.
Φκειάνει τό ρεπόρτο (αναφορά) ο αρχηγός (Γκόρντον), τό στέλνει νά τό βάλη εις τόν τύπον, κ’ έλεγε ότι η σημερινή μπατάγια (μάχη) είναι τού Μακρυγιάννη, ότι αυτός διοίκησε. Ο Νοταράς οπού ‘ταν εις τόν Πειραιά είχε τόν Ζαΐμη θείον από τήν μητέρα του, ήταν πρόεδρος τής Διοικήσεως. Ο Πανούτζος ο Νοταράς, αδελφός τού πατέρα του, ήταν πρόεδρος τού Βουλευτικού. Πήραν τό ρεπόρτο τού Γκόρδον καί τό ξέκλησαν κ’ έβαλαν εμένα παλιές αντραγαθίες, από αυτές όμως καμμιά, αλλά παλιές μο’ ‘βαλαν εις τήν εφημερίδα. Γράφω τού τυπογράφου, οπού ήταν ο Φαρμακίδης, μού γράφει τά αίτια. Αφού είδε αυτό ο Γκόρδον, ως φιλαλήθης πείσμωσε, πιάστη καί μέ τόν Νοταρά. Σηκώθη κ’ έφυγε από τόν Περαιά καί πήγε εις τήν Αίγινα κι’ άφησε εις τό ποδάρι του εμένα. Τού είπα νά φωνάξη ν’ αφήση καί τόν Νοταρά, νά μείνωμεν καί οι δύο όσο νά γυρίση, νά μήν συνβή καμμία διχόνοια κι’ ακολουθήση κάνα δυστύχημα. (Ο Ζαΐμης έκρυψε στήν εφημερίδα του τό γεγονός ότι στή μάχη τής Καστέλλας πολέμησε καί ο Μακρυγιάννης καί έγραψε μόνο γιά τά ανήψια του τούς Νοταράδες).
Οι Έλληνες τούς Τούρκους τούς καταφρόνεσαν όλως δι’ όλου. Καθημερινώς πολεμούσαμεν, κι’ όλο τούς νικούσαμεν, ποτέ δέν κέρδιζαν. Τούς πήραμεν τόν αγέρα καί τούς είχαμεν σάν Οβραίους. (Τούς Εβραίους τούς περιφρονούσαν οι Έλληνες διότι δέν πολεμούσαν αλλά συνεργάζονταν άψογα μέ τόν κατακτητή καί θησαύριζαν εις βάρος τών ραγιάδων). Πηγαίναμεν ως απόξω τό Σέτζος (Άρειος Πάγος). Πιάσαμεν καί τά Μποστάνια λεγόμενα, είναι ένας βάλτος, ήταν περιβόλια τών Τούρκων εκεί καί βάλτωσαν. Βγαίνει νερό ο τόπος καί είναι κάτι χαντάκια, οπού άν δέν ξέρη ο άνθρωπος, χάνεται. Αυτός ο τόπος είναι εις τήν άκρη τής θάλασσας κατά τό μέρος τών Τριών Πύργων (Η περιοχή εκείνη στό σημερινό Μοσχάτο ήταν βαλτώδης καί γεμάτη αυλάκια, τά οποία εμπόδιζαν τίς κινήσεις τού εχθρικού ιππικού). Ήταν καί κάτι παλιόπυργοι καί τούς πιάσαμεν. Στείλαμεν όλοι οι καπεταναίγοι ανθρώπους ως διακόσους.
Μιάν αυγή ο Κιτάγιας μ’ όλες του τίς δύναμες, πεζούρα καί καβαλλαρία καί κανόνια καί γρανέτες, μέθυσε τούς Τούρκους κ’ έπιασαν τόν πόλεμον από τήν αυγή μπονόρα καί βάσταξε ως τό δειλινό. Καί ρίχτηκαν μέ μεγάλη ορμή οι Τούρκοι ‘σ τούς δικούς μας εις τά Μποστάνια. Στείλαμεν μιντάτι (βοήθεια) τόν Σωτηρόπουλον μέ καμμιά εκατοστή ανθρώπους. Κιντύνευαν. Στείλαμεν μ’ άλλους εκατό τόν γενναίον Γιωργάκη Χελιώτη, άξιον πολεμιστή καί τίμιον πατριώτη. Οι Τούρκοι τούς στένεψαν πολύ τότε, καί θά τούς χάλαγαν, ότι πολεμούσαν νά τούς κλείσουνε μέσα. Τότε κατεβήκαμεν κ’ εμείς καί πήγαμεν εις τό Γλυκόν Νερόν καί βαστούσαμεν τόν είσοδον ανοιχτόν καί πολεμούσαμεν. Καί βάλαμεν καί τόν γενναίον Ιγγλέζη μέ τό ταχτικόν καί βαστούσε τήν φτερούγα ακίνητος εις τού Χαϊμαντά τήν μάντρα ονομαζόμενη.
Κι’ αυτείνοι οι αγαθοί άντρες τού ταχτικού κι’ ο αρχηγός τους ο Ιγγλέζης ριζικάρησαν (κινδύνεψαν) πολύ, καί η θεία πρόνοια μας έσωσε όλους. Τό βράδυ κάμαμεν ριτιράτα (υποχώρηση) μ’ όμορφον τρόπον. Καί σώθηκαν όλοι οι εδικοί μας, οπού ήταν μέσα κλεισμένοι. Σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν όλο τ’ άνθος τών Τούρκων περίπου από χίλιους διακόσιους. Πήραν πλήθος κεφάλια οι Έλληνες, άρματα, σημαίγες καί τά ‘φεραν εις τόν Φαληρέα, καί μαζώχτηκαν τόσοι Ευρωπαίγοι κ’ έβλεπαν αυτόν τόν αφανισμόν. Σκοτώθηκαν κι’ από τούς δικούς μας δύο, ένας καλός πατριώτης Αργίτης, γενναίος άντρας κι’ αγαθός, ονομαζόμενος Μπεκιάρης, κ’ ένας Αθηναίος. Ωφέλησαν πολύ τά χαντάκια. Όλοι οι Έλληνες εκεί μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια, κ’ εμείς από τά πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τόν δρόμον τής θάλασσας καί τίς πλάτες τους. Λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης πολέμησαν αντρείως. Η πατρίς τούς χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα. (Μάχη στούς Τρείς Πύργους)
Τό κάστρο (Ακρόπολη) τό στένεψαν καί δέν μπορούσε ούτε νά έμπη άνθρωπος, ούτε νά ‘βγή. Πρώτα από τόν πόλεμον τών Μποστανιών εβγήκαν καί ήφεραν κ’ ένα περιστέρι από τό κάστρο καί τό φορτώσαμεν γράμματα καί τό πήρα μέ καμπόσους καί τό πήγαμεν εις τούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο) καί τ’ απολύσαμεν. Όμως τό σκότωσαν οι Τούρκοι καί πήραν καί τά γράμματα καί είδαν τί τούς γράφαμεν τών πολιορκημένων. Ήρθε προσκυνησμένος από τούς Τούρκους Ρωμαίος καί μάς τό είπε, καί μάς είπε καί τόν σκοτωμόν τού πασσά, καί περίπου από χίλιους οχτακόσιους, μάς είπε, ‘σ εκείνον τόν πόλεμον, τόν πρώτον, πληγωμένοι καί σκοτωμένοι. Τό ‘λεγαν καί οι ίδιγοι Τούρκοι καί τό ίδιον μας είπαν καί διά τά Μποστάνια, χίλιοι διακόσοι.
Μακρυγιάννης
Αφού ήρθε ο πεζοδρόμος μέ τό περιστέρι, τά γράμματα τά στείλαμεν εις τήν Διοίκησιν καί Καραϊσκάκη. Αφού είδε αυτά, πήρε κοντά ως δύο χιλιάδες ανθρώπους καί ήρθε κ’ έπιασε τό Τζερατζίνι (Κερατσίνι) ο Καραϊσκάκης. Είναι κ’ ένα μετόχι πλησίον, από πάνου τόν ζυγόν, ήταν Τούρκοι από ‘κεί ως τήν άκρη εις τά Καμίνια, οπού σώνεται η ράχη. Εκεί είχαν απάνου οι Τούρκοι τά κανόνια τους καί εις τόν Δράκον ολόγυρα, καί μάς χτυπούσαν καί τούς χτυπούσαμεν κ’ εμείς. Αφού έφτασε ο Καραϊσκάκης, ήρθε εις τόν Φαληρέα κι’ ανταμωθήκαμεν. Μιλήσαμεν νά φκειάση ο Νοταράς ένα ταμπούρι απάνου ‘σ τήν ράχη πλησίον εις τόν δρόμον τής Αθήνας, κ’ εγώ από κάτου από τόν δρόμον, αντίκρυ από τών Τούρκων τά πόστα. Οληνύχτα, βρέχοντας καί ταλαιπωργιώντας, τό φκειάσαμεν, καί βάλαμεν καί πέντε κανόνια μέσα εις τό ταμπούρι μας. Τήν άλλη τήν νύχτα πήγαμεν καί φκειάσαμεν άλλο ένα από κάτου τά κανόνια τών Τούρκων, οπού ‘ναι ένα καμίνι, νά τούς κόψωμεν τόν ζαϊρέ (εφόδια) τους νά μήν παγαίνουν εις τό μοναστήρι τόν Άγιον Σπυρίδωνα, οπού τόν βαστούσαν οι άλλοι Τούρκοι.
Είπε καί τού Βάσιου ο Καραϊσκάκης νά φκειάση ένα ταμπούρι από τό πέρα μέρος τού βάλτου νά κοπή ο ζαϊρές, δέν μπόρεσαν νά τό φκειάσουνε κ’ έμπαινε από ‘κείθε ο ζαϊρές. Εμείς οι δυστυχισμένοι ήμαστε μέσα εις τό νερό νύχτα καί ημέρα. Μία βραδειά έβρεξε καί γιόμωσε τό καμίνι καί ξενυχτήσαμεν απάνου από τό ζουνάρι εις τό νερόν, κι’ από αυτό, οπού ήμουν αδύνατος, μ’ έπιασε μία στένωση σάν χτικιόν. Καί μέσα τά νερά τραβούσα άρρωστος. Ο Κιτάγιας έβαλε μίαν αυγή τά κανόνια καί μπόμπες καί γρανέτες καί πλήθος ασκέρι εις τήν ράχη καί βαρούσαν τό Μετόχι, οπού τό είχαν πιασμένο από τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη. Αφού τό πολέμησαν αρκετές ώρες καί τό πήγαν ως τήν γής γκρεμίζοντας, τότε κάμαν γιουρούσι απάνου τους πεζούρα καί καβαλλαρία νά τούς κυργέψουν. Τότε οι αθάνατοι Έλληνες, αφού ζύγωσαν, τούς έκαμαν έναν σκοτωμόν καί τούς πήραν ομπρός καί τούς πήγαν ως τά ταμπούρια τους. Ξανακάνουν γιουρούσι οι Τούρκοι, λαβαίνουν τήν ίδια τύχη. Έρχεται μιντάτι τών Τούρκων από τήν Αθήνα νέον καί πήγαν εις τά ταμπούρια τους.
Τότε κατεβήκαμεν από τόν Φαληρέα περίτου από πεντακόσοι άνθρωποι όλο διαλεμένοι, αρχηγός αυτεινών οΣωτηρόπουλος, ο Χελιώτης κ’ εγώ, καί πήγαμεν εις τό καμίνι εις τό πόστο μου κι’ από ‘κεί περάσαμεν από κάτου τά κανονοστάσια τών Τούρκων, κι’ αρχίσαμεν τόν πόλεμον, καί πήραμεν τήν πλάτη τών Τούρκων, καί πισουδρόμησαν οι Τούρκοι, καί βγήκαν οι αθάνατοι Έλληνες από τό Μετόχι κι’ ο αντρείος Χατζημιχάλης μέ τήν καβαλλαρίαν του καί δίνουν έναν χαλασμόν τών Τούρκων κ’ έναν σκοτωμόν τρομερόν. Σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν περίπου από οχτακόσοι – αυτά μάς είπαν. Καί διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαμεν κ’ εμείς ο καθείς εις τά πόστα του. Όσοι αξιωματικοί πολέμησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μήτρο Σμπόνιας, Καραΐσκος Σουλιώτης, τής καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζημιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι’ άλλοι αξιωματικοί πολέμησαν, πεζούρα καί καβαλλαρία, πολλά γενναίως καί πατριωτικώς. Κι’ όλοι οι απλοί Έλληνες αγωνίστηκαν μέ μεγάλον πατριωτισμόν καί γενναιότητα διά τήν πατρίδα καί θρησκεία. Εμείς σκοτωνόμαστε κ’ οι πολιτικοί τήραγαν τούς σκοπούς τους. (Μάχη Κερατσινίου)»
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Πηγή: Αγία Σοφία , Αβέρωφ