Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν ξεκίνησε, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς τότε Ἑλλάδος, μὲ στόχο νὰ προστατεύσῃ τοὺς Ἑλληνικοὺς πληθυσμοὺς ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων. Σὲ αὐτὴν τὴν προσπάθεια οἱ τότε Ἑλληνικὲς κυβερνήσεις ζήτησαν πολλὲς φορὲς τὴν στήριξι καὶ τὴν προστασία τῶν ὀθωμανικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων, κάτι ποὺ τελικῶς μᾶλλον μεγάλωσε τὸ πρόβλημα τῶν Ἑλλήνων, διότι κατέληξαν νὰ ἔχουν ἀφ΄ ἑνὸς τοὺς Βουλγάρους ποὺ τοὺς κατεδίωκαν κι ἀφ΄ ἑτέρου τοὺς Ὀθωμανοὺς ποὺ τοὺς συμπεριφέροντο μὲ μεγαλυτέρα βία ἀπὸ αὐτὴν τῶν Βουλγάρων.
Τὰ τουρκικὰ στρατεύματα, στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, χρησιμοποιοῦσαν σκηρότερα μέτρα ἀπὸ αὐτὰ τῶν βουλγαρικῶν ἀτάκτων ὁμάδων. «Πολλοὶ σλαυόφωνοι Μακεδόνες, καὶτοι ἐπίστευαν ὁλοψύχως εἰς τὸν Ἑλληνισμὸν …[…]…, ἐκ τῆς συμπεριφορᾶς καὶ μόνον τῶν Τουρκικῶν στρατευμάτων ἐξηναγκάζοντο νὰ προσέρχωνται εἰς τὰ Βουλγαρικὰ κομιτᾶτα.
Ἡ διαπίστωσις αὐτὴ ἦτο καὶ ἡ κυρία αἰτία τῆς φαινομενικῆς ἐπιτυχίας τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ Ἠλὶ Ντέν, μετὰ τὴν καταστολὴν τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς Μακεδονίαν ἔφτασε πλέον εἰς τὸ ἀπροχώρητον…»*
Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1903, στοὺς στύλους τοῦ Ὀλυμπίου Διός, διεξήχθῃ μεγάλο συλλαλητήριον, μὲ στόχο τὴν ἐνεργοποίησιν καὶ τὴν εὐαισθητοποίησιν τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, λόγῳ τῶν ὠμοτήτων ποὺ ὑπέστησαν οἱ Ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ Ἠλὶ Ντέν. Τὸ συλλαλητήριον κατέληξε στὶς πρεσβεῖες τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καὶ οἱ ἐπὶ κεφαλῆς του ἐπέδωσαν ψήφισμα διαμαρτυρίας γιὰ τὴν γενοκτονία ποὺ ἐφήρμοζαν Τοῦρκοι καὶ Βούλγαροι εἰς βάρος τῶν Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Ἀπὸ τὶς 10 Αὐγούστου μάλλιστα εἶχε συγκροτηθῇ ἡ Ἐπίκουρος Ἐπιτροπὴ τῶν Μακεδόνων, μὲ στόχο τὴν διενέργεια ἐράνων γιὰ ἐνίσχυσι τῶν δοκιμαζομένων Μακεδόνων. Ὑπῆρχαν ὅμως κάποιοι Ἕλληνες ποὺ δὲν παρέμειναν στὰ λόγια καὶ στὰ συλλαλητήρια. Οἱ Ἀνθυπολοχαγοὶ τοῦ Πυροβολικοῦ, τῆς, μόλις διαλυθείσης, Ἐθνικῆς Ἑταιρείας, Παῦλος Μελᾶς, Ἀθανάσιος Ἑξαδάκτυλος, Κωνσταντῖνος Μαζαράκης, Γεώργιος Τσόντος, καθῶς ἐπίσης καὶ ὁ Ἀνθυπολοχαγὸς τοῦ Πεζικοῦ Γεώργιος Κατεχάκης, οἱ λοχαγοὶ τοῦ Πεζικοῦ Ἀναγνωστόπουλος Δημήτριος καὶ Ἀλέξανδρος Κοντούλης, προχώρησαν σὲ δράσεις οὐσιαστικότερες, οἱ ὁποῖες στόχο εἶχαν τὴν ἐνίσχυσι καὶ ὑποστήριξιν τοῦ Ἑλληνικοῦ στοιχείου στὴν Μακεδονία. Ἄλλως τε, κατόπιν τῆς ἥττας τοῦ 1897, πάσχιζαν νὰ ἀναζωπυρώσουν τὰ ὅποια θετικὰ συναισθήματα, πρὸ κειμένου νὰ ἀπελευθερώσουν τοὺς ἀδελφικοὺς πληθυσμοὺς καὶ νὰ ξεπεράσουν τὴν συστολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὰ λάθη τοῦ παρελθόντος. Πρὸς τοῦτο ὁ Μελᾶς ξεκίνησε ἀλληλογραφία μετὰ τοῦ Ἴωνος Δραγούμη, ἀδελφὸ τῆς συζύγου του, ποὺ κατεῖχε τὴν ἕδρα τοῦ Προξένου στὸ Μοναστήριον. Τὰ χρήματα ποὺ ἀπαιτοῦντο γιὰ αὐτὴν τὴν ἐνεργοποίησιν προήρχοντο κυρίως ἀπὸ ἐράνους, Ἑλλήνων καὶ φιλελλήνων, μεταξὺ τῶν ὁποίων σπουδαία προσφορὰ εἶχε ἡ Λουΐζα ντὲ Ῥιανκοῦρ. Μὲ τὰ χρήματα ἀγόραζαν ὅπλα, τὰ ὁποῖα προωθοῦντο πρὸς τὸν Μητροπολίτη Καστοριᾶς Καραβαγγέλη. Ὅμως τὰ ὅπλα χρειάζονταν χειριστές. Πολὺ γρήγορα οἱ πρῶτοι ἐθελοντὲς παρουσιάστηκαν. Ὁ Ἀνθυπολοχαγὸς Τσόντος, ἀπὸ τὴν Κρήτη, καὶ μαζύ του τέσσερις ἐμπειροπόλεμοι Κρῆτες. Οἱ Εὐθύμιος Καούδης, Λαμπρινὸς Βρανᾶς, Γεώργιος Πέρος καὶ Γεώργιος Δικώνυμος. Μὲ τὸ ἀτμόπλοιον «Κεφαλληνία», στὶς 11 Ἀπριλίου τοῦ 1903, ἔφθασαν στὴν Θεσσαλονίκη. Οἱ ὀθωμανικὲς ἀρχὲς τοὺς ἔθεσαν ὑπὸ στενὴ παρακολούθησιν καὶ μετὰ ἀπὸ μικρὴ παραμονὴ ἐξηνάγκασαν τοὺς τρεῖς ἐξ αὐτῶν νὰ ἐπιστρέψουν. Μόνον ὁ Γεώργιος Πέρος κατάφερε νὰ πείσῃ τοὺς Τούρκους πὼς ἦτο ζωέμπορος. Ὑπὸ στενὴ παρακολούθησιν πάντα, ἔφθασε στὸ Μοναστήριον καὶ παρέδωσε σημαντικὴ μυστικὴ ἀλληλογραφία στὸν Ἴωνα Δραγούμη καὶ στὸν Καραβαγγέλη. Τελικῶς ὑπεχρεώθῃ σὲ ἀναχώρησι στὶς 21 Ἀπριλίου τοῦ 1903. Οἱ πληροφορίες ὅμως ποὺ ἀπεκόμισε ἦτο ἰδιαιτέρως σημαντικὲς κι ἐνθαῤῥυντικὲς γιὰ τὴν ἐκίνησι τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Κατόπιν τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Πέρου, οἱ Ἑλληνικὲς ἀρχές, ἀφ’ ἑνός, ἀλλὰ καὶ οἱ προαναφερόμενοι Ἕλληνες ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπαξιωματικοί, ἀντελήφθησαν πὼς πλέον ἦτο γόνιμον τὸ ἔδαφος γιὰ περαιτέρῳ δράσεις. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἦτο νὰ συγκροτηθῇ σῶμα ἀπὸ ἕξι Κρῆτες, οἱ ὁποῖοι μαζὺ μὲ τοὺς προαναφερθέντας, στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1903 ἔφθασαν στὰ Τρίκαλα, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν Ἀνθυπολοχαγὸν Μαζαράκη. Στὰ Τρίκαλα, ὑπὸ τὴν μέριμναν τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ὑπολοχαγοῦ τοῦ Πεζικοῦ Γεωργίου Βλαχογιάννη, καθῶς καὶ τοῦ ἰατροῦ Ῥάμου, ἐξοπλίσθησαν καὶ κατόπιν τούτου, στὶς 13 Ἰουνίου τοῦ 1903, ἔνοπλοι πλέον, περνοῦν τὰ Ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα.
Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγὼν ξεκινᾶ!
Πηγή: Τρελογιάννης, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό