Ο Πολύβιος (ΙΧ, 34, 1) μας μεταφέρει λόγια του Λυκίσκου ότι στους Μακεδόνες αξίζουν μεγάλες τιμές, διότι «γάρ αιεί ποτ’ αν εν μεγάλοις κινδύνοις τα κατά τούς Έλληνας, ει μη Μακεδόνας είχομεν πρόφραγμα», δηλαδή θα βρισκόμασταν σε μεγάλο κίνδυνο οι Έλληνες αν δεν είχαμε τους Μακεδόνες ως πρόφραγμα. Είτε παλαιότερα (5ο π.Χ. αιώνα οι Πέρσες), είτε στην εποχή της ρήσης (2ο π.Χ. αιώνα οι Ρωμαίοι), οι Μακεδόνες ήταν ο προμαχώνας διότι «ου παύονται διαγωνιζόμενοι προς τους βαρβάρους υπέρ της των Ελλήνων ασφαλείας». Ο λόγος ήταν η Γεωγραφία.
Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, η Ελλάδα επέλεξε να ταχθεί με τη ναυτική δύναμη, την Αγγλία, αντί της Ρωσίας, η οποία αναζήτησε νέο σύμμαχο στην περιοχή. Η κάθοδος στις θερμές θάλασσες περνούσε από το φράγμα της Μακεδονίας. Ταυτόχρονα, αναδύεται σταδιακά ο πανσλαβισμός. Στο δεύτερο Πανσλαβικό Συνέδριο στη Μόσχα το 1867 αποφασίστηκε να εξεγερθούν οι Σλαβικοί λαοί ζητώντας εθνική ανεξαρτησία. Ο δεσμός της κοινής πίστης αντικαθίσταται από τον δεσμό του κοινού αίματος και εδώ έχουμε τις εξελίξεις που μας αφορούν. Ο Νικολάι Πάβλοβιτς, κόμης Ιγνάτιεφ μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες του στην Κίνα (35 ετών έγινε στρατηγός!), τοποθετείται το 1864 ως πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε έως το 1878, όταν πέτυχε τον στόχο του όπως θα δούμε παρακάτω.
Το 1870 κατάφερε να εκδοθεί το Σουλτανικό Φιρμάνι δημιουργίας της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Επρόκειτο για την υλοποίηση του σχεδίου του πανσλαβισμού και την γέννεση του Μακεδονικού ζητήματος. Το σχέδιό του ήταν το εξής: Οι Έλληνες θα έπαιρναν την Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου, όμως θα ήταν «δευτέρου βαθμού» σύμμαχοι των Ρώσων. Άλλωστε, είχαν επιλέξει τους Άγγλους. Οι Βούλγαροι θα ήταν αυτοί που θα έπρεπε να ελέγχουν την Μακεδονία, ώστε να διασφαλίζουν την πρόσβαση στις θερμές θάλασσες για λογαριασμό των Ρώσων. Το σχέδιο αυτό του Ιγνάτιεφ πέρασε απαρατήρητο από το κοντόφθαλμο ελλαδικό κράτος. Είδε την εξέλιξη ως ένα εκκλησιαστικό σχίσμα, στο οποίο μάλιστα δεν είχε καν νομιμοποίηση να διαμαρτυρηθεί διότι αυτό ήρξατο χειρών αδίκων διακυρήσσοντας ανεξαρτησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1833.
Το εκκλησιαστικό σχίσμα της Εξαρχίας του 1870 όμως δεν αρκούσε για να προσεγγίσει τους ρευστής συνείδησης πληθυσμούς. Έτσι, το 1878 η νίκη του Ρωσικού στρατού δημιούργησε το Βουλγαρικό κράτος με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, κατά την οποία θα προσαρτούσε και την Μακεδονία. Οι Έλληνες αντέδρασαν σφόδρα! Τότε ξεκίνησε ο Μακεδονικός Αγώνας, δηλαδή ο αγώνας να διατηρηθεί η ελληνική ταυτότητα της Μακεδονίας. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν δέχθηκαν το αποτέλεσμα των μαχών μεταξύ Ρώσων και Οθωμανών σε άλλη περιοχή (Πλέβνα της βόρειας Βουλγαρίας), οι οποίες υποχρέωσαν τους Οθωμανούς να υπογράψουν. Με την επανάστασή τους το 1878 απέδειξαν ότι ούτε «εθνικά Μακεδόνες» υπήρχαν, ούτε καν Βούλγαροι εκείνη την εποχή στην Μακεδονία. Έτσι, η Μακεδονία περέμεινε στους Οθωμανούς, για να απελευθερωθεί τρεις δεκαετίες μετά από τον ελληνικό στρατό.
Η ζημία όμως είχε ήδη γίνει, διότι όσοι ενσωματώθηκαν στην Εξαρχία, εκτός από Εκκλησία, είχαν πλέον και ένα κράτος στο οποίο προσέβλεπαν, αυτό της Βουλγαρίας. Ακόμη και το 1893, όταν ιδρύθηκε η «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση», ο στόχος ήταν η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στην Βουλγαρία. Δεν είχε ακόμη αναδυθεί η ψευδο-«μακεδονική» εθνική συνείδηση . Γι’ αυτό και το Ήλιντεν (1903) γιορτάζεται στην Βουλγαρία ως εθνική εορτή.
Όταν η Ρωσία άλλαξε πολιτισμικό υπόδειγμα το 1917 και πέρασε στους κομμουνιστές, αντικατέστησε τον πανσλαβισμό με τον πανκομμουνισμό. Έτσι, στην τρίτη κομμουνιστική διεθνή συνεδρία, το 1921, επέβαλλε το αίτημα για μία αυτόνομη Μακεδονία στα κομμουνιστικά κόμματα των Βαλκανίων. Ο στόχος ήταν παρόμοιος: το σπάσιμο του γεωγραφικού φράγματος της Μακεδονίας. Η συνέχεια, μέχρι σήμερα, είναι καλύτερα γνωστή.
Αυτό που είτε κατάφεραν προσωρινά, είτε απέτυχαν να καταφέρουν οι Πέρσες, οι Ρωμαίοι, διάφοροι επιδρομείς, οι πανσλαβιστές και οι κομμουνιστές Ρώσοι τους προηγούμενους 25 αιώνες, το «καταφέρνει» σήμερα η ελληνική κυβέρνηση: αποδέχεται το σπάσιμο του προφράγματος της Μακεδονίας. Από την άλλη μεριά, στη σύντομη αυτή ιστορική επισκόπηση, βλέπουμε ότι η Ιστορία δεν σταματά.
Πηγή: Αντίβαρο